Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 03, 2012

Γέρων Μωυσής: «Μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει, που θα αρχίσει από τα βάθη της καρδιάς μας»‏


Ο φιλάνθρωπος Θεός δέχεται πάντα τη μεταστροφή των αμαρτησάντων τέκνων του διά της ειλικρινούς μετανοίας. Ο άνθρωπος, μισώντας το κακό και αγαπώντας το αγαθό, ολοκληρώνει τη μετάνοιά του και ξαναγίνεται τέκνο του Θεού αγαπητό.
Λόγω της ελευθερίας του κάθε χριστιανός δύναται να επιλέγει ό,τι θέλει. Με τη βία δεν κατορθώνεται τίποτε το αγαθό. Ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν θέλει να εκβιάζει την ελευθερία μας. Η ελευθερία είναι συνυφασμένη με την αγάπη. Η αμαρτία είναι μια ανοησία, ένας παραλογισμός. Δεν βαστά κανέναν κοντά του ο Θεός διά της βίας.
Φεύγοντας ο άσωτος της παραβολής σε χώρα μακρινή, απομακρύνθηκε από την αγάπη του Θεού. Η απομάκρυνση από τον Θεό είχε φοβερές συνέπειες. Αποξενώθηκε από τον Θεό και έπασχε από μοναξιά, ατομικισμό, πίκρα και σκοτασμό. Η ζωή της αμαρτίας είναι ένας βρομερός βούρκος, που δεν ικανοποιεί κανέναν σοβαρό και συνετό. Η υποταγή στα πάθη είναι πραγματικά ανελευθερία, δεσμά δουλείας ισχυρά. Ακολουθεί ο πόνος, η στενοχώρια, η θλίψη και η οδύνη της ηδονής. Είναι γεγονός πως η γλυκύτητα της ηδονής είναι αρκετά πρόσκαιρη, ενώ η οδύνη μακρόχρονη. Δίχως μετάνοια η οδύνη καταντά ισόβια.
Μετάνοια είναι η επίγνωση της αμαρτίας. Με την αρχική αυτή επίγνωση της αμαρτίας συγκινείται, κατανύσσεται και κατανοεί την πραγματικότητα της καταστάσεώς του. Η σήμερα εορταζόμενη οσία Μαρία η Αιγυπτία, κλαίγοντας για την άσωτη ζωή της στα Ιεροσόλυμα ήλθε σε δυνατή αίσθηση μετανοίας που την πήγε στην έρημο του Ιορδάνη. Η ακαθαρσία, ο μολυσμός και η ταραχή έσβησαν στην έρημο. Ήλθε σε πλήρη αίσθηση της μετανοίας και έγινε από πόρνη της Αλεξάνδρειας η μεγαλύτερη ασκήτρια όλων των αιώνων, υπομένοντας πολυετή σφοδρό πόλεμο για να επιστρέψει στην άσωτη ζωή.
Η αποστροφή οδηγεί στην επιστροφή, στην ομολογία και παραδοχή των λαθών, στη δήλωση της ήττας, στην αγαθοεργία, φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δεν σε πηγαίνει σε λαβύρινθο λογισμών, σύμπλεγμα ενοχών και στην απαράδεκτη απόγνωση. Ο πανάγαθος και φιλάγαθος Θεός δεν κουράζεται να αναμένει την επιστροφή του πλάσματός του. Δεν ξεσυνερίζεται, δεν απειλεί, δεν πιέζει, μόνο ελπίζει. Ελπίζει στην επιστροφή των τέκνων του, για να ζήσουν αληθινά χαρούμενα. Η μετάνοια θέλει θάρρος, αποφασιστικότητα και μια κάποια τόλμη. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν πολλοί δρόμοι μετανοίας. Μετάνοια σημαίνει στροφή νου, αλλαγή τρόπου σκέψεως, μεταστροφή ειλικρινή. Θέλει, θα λέγαμε, αυτοκαταδίκη, λύπη για τα πάθη που επισταμένα καλλιεργήσαμε, ανόθευτη ταπεινοφροσύνη, συγχωρητικότητα, ελεημοσύνη, ένδακρυ προσευχή.
Η μετάνοια δεν είναι για λίγους, για ορισμένους, για κάποιους υψηλά ιστάμενους. Η ιαματική μετάνοια είναι για πολλούς, για όλους, για μικρούς και μεγάλους. Όλοι σε κάτι φταίξαμε. Είναι ανάγκη να το διορθώσουμε. Ανάγκη μεγάλη μετανοίας έχουν όλοι. Κακομάθαμε, στραβομάθαμε, συνηθίσαμε στο ανίερο, το αλλότριο, το ξένο. Δίχως προφάσεις, δίχως δικαιολογίες θα πρέπει να ομολογήσουμε τα όποια λάθη μας. Η μετάνοια θα δώσει εσωτερική ειρήνη, καρδιακή χαρά, ποιότητα ζωής. Μετάνοια δεν σημαίνει ψευτομπαλώματα, ζωή όπως-όπως ή έτσι κι έτσι. Οι μετανοημένοι εξανίστανται, ζωοποιούνται, μεταμορφώνονται και διορθώνονται εκπληκτικά.
Μετάνοια έχει όλη η Ελλάδα, όλοι οι Νεοέλληνες, που καθυστέρησαν σε μαγευτικές σειρήνες, που θέλησαν σύντομα να πλουτίσουν, να παρακάμψουν πολλούς για να ανεβούν. Δεν εξαιρείται κανείς της θαυματουργού μετανοίας. Καλούνται όλοι να αλλάξουν και να γίνουν από υποκριτές ατόφιοι, από ψεύτες αληθινοί, από αμετανόητοι παραχαράκτες, μετανοημένοι χριστιανοί και πατριώτες. Η μετάνοια θα δώσει παρηγοριά, ενίσχυση και ελπίδα. Μη φοβηθεί κανείς τη μετάνοια, είναι λίαν απαραίτητη. Τώρα πλέον μόνο ένα θαύμα θα σώσει, που θα αρχίσει από τα βάθη της καρδιάς μας.

Η Νοηματική στην υπηρεσία της Θείας Λατρείας


πηγή

Ο Ιερέας που «μεταφράζει» το Ευαγγέλιο στη Νοηματική
Πηγή: εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», του Δημήτρη Ριζούλη

Μια φορά τον χρόνο, στον Εσπερινό της Αγάπης, ένας αρχιμανδρίτης, ο πατήρ Ιωάννης Καραμούζης, βγαίνει στην ωραία πύλη και αποδίδει το Ευαγγέλιο στη νοηματική γλώσσα προκειμένου να αντιληφθούν το κείμενο οι κωφοί. Πρόκειται για τη μοναδική ακολουθία (μέχρι στιγμής) όπου ο κληρικός ενδεδυμένος με τα άμφια «μεταφράζει» τα ιερά κείμενα. Ο παπα-Γιάννης έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη διακονία των κωφών και των βαρήκοων και είναι ένας από τους τέσσερις ιερείς σε όλη την Ελλάδα που γνωρίζει τη νοηματική.
«Η ενασχόλησή μου ξεκίνησε πριν από 11 χρόνια όταν με πλησίασε η μητέρα ενός κωφού παιδιού και μου ζήτησε να ασχοληθώ μαζί του διότι είχε τελειώσει το λύκειο των κωφών, είχε επιστρέψει στο σπίτι του στη Χαλκίδα, αλλά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν ακούοντα. Θεώρησα, λοιπόν, ότι ήταν ένα μήνυμα από τον Θεό να ασχοληθώ με τους κωφούς και να τους δώσω όλο το ενδιαφέρον και την ενέργειά μου» λέει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο αρχιμανδρίτης. Για τον π. Ιωάννη άνοιξε ένας νέος δρόμος στη ζωή του και αποφάσισε να ασχοληθεί όχι μόνο ποιμαντικά αλλά και επιστημονικά με το θέμα.
Οι σπουδές
Σπούδασε την ελληνική νοηματική γλώσσα, την οποία πλέον γνωρίζει σε επίπεδο διδασκαλίας και διερμηνείας, ενώ έκανε τη διατριβή του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με θέμα την ποιμαντική των κωφών. Είναι ιεροκήρυκας της Ιερής Μητρόπολης Χαλκίδας και συνεργάζεται με την επιτροπή διαχριστιανικών σχέσεων της Ιεράς Συνόδου. «Την τελευταία Κυριακή κάθε μήνα στην ενορία Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα γίνεται Θεία Λειτουργία με ταυτόχρονη διερμηνεία στη νοηματική, από λαϊκό. Ερχονται κωφοί απ' όλα τα μέρη της Αθήνας σ’ αυτή τη σημαντική πρωτοβουλία» λέει ο π. Ιωάννης και συμπληρώνει: «Ταυτόχρονα σε διάφορες Μητροπόλεις γίνονται λειτουργικές συνάξεις και καλύπτονται σε έναν βαθμό οι ανάγκες, ίσως όχι στο επίπεδο που θα θέλαμε, αλλά έστω κι έτσι είναι μια σημαντική προσφορά».
Η προσέγγιση των κωφών είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται εξειδίκευση, υπομονή και απεριόριστη αγάπη. «Είναι απαραίτητο να μάθουν περισσότεροι τη νοηματική γλώσσα» λέει ο π. Ιωάννης, προσθέτοντας: «Θα μπορούσε στις μέρες μας να ''μεταφράζεται'' όλη η Θεία Λειτουργία στη νοηματική από ιερείς, διότι μας δίνει τα ''όπλα'' η επιστήμη. Οι κωφοί δεν είναι μια κοινότητα ανάπηρων ανθρώπων, αλλά μια ''πολιτισμική μειονότητα'', σύμφωνα με τις νεότερες ιατρικές απόψεις. Αυτή η μειονότητα έχει τη δική της γλώσσα, που πρέπει να μάθουμε για να την πλησιάσουμε. Πιθανόν να χρειαστούν πολλά χρόνια για να γίνει αυτό, αλλά αξίζει να το προσπαθήσουμε».
Κλειστή κοινότητα
Η κοινότητα των κωφών είναι ιδιαίτερα κλειστή και επιφυλακτική. «Οταν πλησιάσεις έναν κωφό πρέπει να ξέρεις πώς να τον αντιμετωπίσεις για να γίνεις αποδεκτός. Για παράδειγμα, αν ένας κωφός έχει στραμμένη την προσοχή του κάπου και ένας ακούων έρθει και τον χτυπήσει στην πλάτη, ο κωφός το θεωρεί εχθρική και όχι φιλική ενέργεια. Αυτούς τους ''κώδικες'' οφείλεις να τους γνωρίζεις και αυτό γίνεται μόνο αν συναναστραφείς μαζί τους» λέει ο παπα-Γιάννης. Το στοίχημα του ιερέα είναι να αντιληφθεί την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των κωφών. Πρόκειται για ανθρώπους κοινωνικά απομονωμένους και καχύποπτους. Επιπλέον έχουν τον φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να επικοινωνήσουν και θα απογοητευτούν.
Ο π. Ιωάννης μελετά με επιστημονικό τρόπο όλα αυτά τα δεδομένα για να τα εφαρμόσει αλλά και να τα διδάξει σε άλλους ιερείς. Οι προκαταλήψεις άλλωστε είναι πολλές. «Παλαιότερα υπήρχαν επιστήμονες που έλεγαν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται η νοηματική γιατί είναι μιμητική γλώσσα. Στη Γαλλία τη δεκαετία του '60 προκειμένου να αποτρέψουν τους κωφούς από το να χρησιμοποιούν τα χέρια τους, τους τα έδεναν για να επικεντρωθούν στο ''διάβασμα'' των χειλιών. Αυτό επιστημονικά κατέρρευσε ως απάνθρωπο. Μετά είπαν ότι η νοηματική τούς υποβαθμίζει νοητικά. Μόλις το 2000 η νοηματική αναγνωρίστηκε επίσημα» λέει ο π. Ιωάννης.
Στην Ελλάδα ο πρώτος κληρικός που αφιερώθηκε στους κωφούς ήταν ο μακαριστός μητροπολίτης Θηβών Νικόδημος, που έμαθε τη νοηματική και επικοινωνούσε μαζί τους από τη δεκαετία του '50, ενώ έδωσε και μέρος της προσωπικής του περιουσίας για να αγοραστεί το κτίριο του πρώτου συλλόγου, που ασχολήθηκε με την ποιμαντική των κωφών.
Η δυσκολότερη όμως στιγμή για τον παπα-Γιάννη είναι αυτή της εξομολόγησης. «Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του συναισθηματική φόρτιση και την ανάγκη να την εκφράσει με τέτοιον τρόπο που να φανεί η μετάνοιά του» μας λέει, προσθέτοντας: «Ο ποιμένας που θα ακούσει την εξομολόγηση πρέπει να γνωρίζει άριστα τη νοηματική, συναισθηματικά να είναι παρών και να γνωρίζει ότι οι αντιδράσεις του κωφού ενδεχομένως να είναι περισσότερο έντονες γιατί δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια αυτά που έχει μέσα του».
Αγνωστη η αμαρτία
«Ο ποιμένας χρειάζεται να ξέρει όλες τις παραμέτρους της ζωής ενός κωφού. Το βασικότερο όλων είναι ότι ο κωφός δεν έχει τις προσλαμβάνουσες των ακουόντων και είναι πιο επιρρεπής στη διάπραξη της αμαρτίας, επειδή κανείς δεν του εξήγησε τι είναι αμαρτία και τι όχι. Ο κληρικός έρχεται πολλές φορές σε αντιπαράθεση με μια ολόκληρη κοσμοθεωρία των κωφών. Για παράδειγμα, έχω εξομολογήσει κωφούς που δεν θεωρούσαν αμαρτία την έκτρωση γιατί κανένας δεν τους το είχε πει. Οταν τους το εξήγησα, ήταν πολύ δύσκολο να πειστούν. Αισθάνθηκα τη δυσκολία του να πείσεις έναν άνθρωπο ότι αυτό που σε όλη του τη ζωή έκανε, νομίζοντας ότι είναι σωστό, είναι αμαρτία και πρέπει να αλλάξει. Ουσιαστικά όταν έρχεσαι σε επαφή με έναν κωφό που δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία είναι σαν να αντιμετωπίζεις ένα μικρό παιδάκι που πρέπει να το διδάξεις».
Αφοσίωση
«Θέλει πάρα πολύ κόπο και αφοσίωση η διακονία των κωφών» δηλώνει ο αρχιμανδρίτης. Στη Χαλκίδα γίνονται εδώ και 9 χρόνια από τη Μητρόπολη σεμινάρια εκμάθησης της νοηματικής. Η φοίτηση διαρκεί 2 χρόνια και σε κάθε κύκλο περίπου 30 ακούοντες μαθαίνουν τον τρόπο επικοινωνίας με τους κωφούς. Επίσης έχει χειροθετηθεί ως αναγνώστης από τον μητροπολίτη Χαλκίδας ο Δημήτρης Μπουλέρος, που είναι ο πρώτος κωφός που τοποθετείται σε τέτοια θέση από την Ελλαδική Εκκλησία.
Κάθε Κυριακή ο π. Ιωάννης συγκεντρώνει όλους τους κωφούς της περιοχής του και συζητά μαζί τους για τα προβλήματα που έχουν. Κυρίως όμως είναι πάντα σε ετοιμότητα να βοηθήσει έναν κωφό στις συναλλαγές με το κράτος, τις υπηρεσίες και σε έκτακτες περιπτώσεις. «Υπάρχουν περιστατικά όπου ένας κωφός αρρωσταίνει και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Εκεί δεν μπορεί να εξηγήσει από τι πάσχει, ούτε να μάθει τι εξετάσεις και ποια θεραπεία θα του κάνουν οι γιατροί. Καταλαβαίνετε ότι βρίσκεται σε πανικό. Σκεφτείτε κάποιον που πρέπει να χειρουργηθεί και δεν ξέρει αν κινδυνεύει ή όχι. Σ' αυτές τις περιπτώσεις σπεύδω να αποκαταστήσω τη φωνή και την ακοή του και κυρίως να τον στηρίξω ψυχολογικά» αναφέρει ο π. Ιωάννης.
Νιώθουν θυμό για τον Θεό
Ο π. Ιωάννης πραγματοποιεί δυο σημαντικές επιστημονικές έρευνες που είναι σε εξέλιξη. Στην πρώτη μελετά κατά πόσο η κώφωση επηρεάζει τη θρησκευτικότητα και την κοινωνικότητα. Με ειδικά ερωτηματολόγια μελετάται αν η κώφωση επηρεάζει την πίστη και τη σχέση με τον Θεό. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δείχνουν ότι η κοινότητα των κωφών σε μεγάλο ποσοστό είναι μακριά από τον Χριστό, γιατί οι περισσότεροι μεγάλωσαν σε οικογένειες που δεν τους είχαν μιλήσει για το θέμα, αφού οι γονείς δεν ήξεραν τη νοηματική. Το 99% των κωφών γεννιούνται σε οικογένειες ακουόντων και μέχρι την ενηλικίωσή τους δεν είχαν επικοινωνία με τους γύρω ανθρώπους. «Πολλοί απαντούν ότι νιώθουν θυμό για τον Θεό λόγω του προβλήματός τους. Αρκετοί λένε ότι ο Θεός δεν τους ενδιαφέρει και κάποιοι άλλοι (λιγότεροι) λένε ότι πιστεύουν γιατί ελπίζουν ότι ο Θεός θα τους θεραπεύσει. Οπως και να έχει, πρέπει ως Εκκλησία να δούμε αυτά τα συμπεράσματα με προσοχή για να καταλάβουμε καλύτερα το πρόβλημα» καταλήγει ο π. Ιωάννης.
Η δεύτερη έρευνα σε δείγμα περίπου 500 ανθρώπων μελετά τις απόψεις ακουόντων που θρησκεύουν για το θέμα ώστε να φανεί η αντιμετώπιση των κωφών από ανθρώπους που έχουν ένα πνευματικό υπόβαθρο. Και σ' αυτή τα πρώτα αποτελέσματα προβληματίζουν, αφού σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να υπάρχει αδιαφορία, ενώ πολλοί απαντούν ότι θα θεωρούσαν τιμωρία του Θεού το ενδεχόμενο να φέρουν στον κόσμο ένα κωφό παιδί. «Αρκετοί που θεωρούνται πιστοί δεν αντιμετωπίζουν ένα κωφό παιδί ως ευλογία του Θεού κι αυτό είναι απογοητευτικό» λέει ο π. Ιωάννης.

Τί εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες;





Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν τὸν ὅρο τῆς Γραφῆς «δερμάτινοι χιτῶνες», γιὰ νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν μετὰ τὴν πτώση κατάσταση τοῦ ἄνθρωπου. Μὲ τὸν ὅρο δηλαδὴ «δερμάτινοι χιτῶνες» ἀποδίδεται ἡ κατάσταση τῆς νεκρότητας καὶ τῆς φθορᾶς, τὴν ὁποία περιβλήθηκε ὡς δεύτερη φύση του, μετὰ τὴν πτώση του, ὁ ἄνθρωπος.

Ὁ Παναγιώτης Νέλλας στὸ βιβλίο του «Ζῶον Θεούμενον», μᾶς ἀναλύει διεξοδικὰ τὸ θέμα αὐτὸ τῶν δερματίνων χιτώνων καὶ λέει τὰ ἑξῆς:

«Ἡ νεκρότητα, ἡ ἀπουσία τῆς ζωῆς, ποὺ βιώνεται ἀπὸ τὶς εὐαίσθητες ψυχὲς κάθε ἐποχῆς ὡς ἀπουσία νοήματος, ὁ “ὑγρὸς καὶ διαλελυμένος” ἢ “κατεψυγμένος” βίος, εἶναι ἡ πρώτη διάσταση τῶν δερματίνων χιτώνων… Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ ἐπιβάλλουν στὸν ἄνθρωπο οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι νεκρὴ ἢ βιολογικὴ ἢ ἄλογη, ἐπειδή, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ὑλική.

Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ταυτίζονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης μὲ τὰ “πρόσκαιρα φύλλα τῆς ὑλικῆς ταύτης ζωῆς, ἅπερ τῶν ἰδίων καὶ λαμπρῶν ἐνδυμάτων γυμνωθέντες, κακῶς ἑαυτοῖς συνεράψαμεν”. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, συνεχίζοντας τὸ παραπάνω χωρίο, προσδιορίζει τὰ “φύλλα τῆς ὑλικῆς ζωῆς” καὶ λέει ὅτι εἶναι οἱ τρυφὲς καὶ οἱ ἐφήμερες τιμὲς καὶ δόξες, ἡ ἡδονή, ὁ θυμός, ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀπληστία καὶ τὰ ὅμοια. Σύμφωνα δὲ μὲ μία περιεκτικὴ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι “τὸ φρόνημα τῆς σαρκός”.

Ἐνῶ, πρὶν ντυθεῖ ὁ ἄνθρωπος τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, φοροῦσε “θεοΰφαντη” στολή, τὸ ψυχοσωματικὸ ἔνδυμά του ἦταν ὑφασμένο μὲ τὴ Χάρη, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ…. Στὸ ἔνδυμα ἐκεῖνο ἔλαμπε “ἡ πρὸς τὸ Θεῖον ὁμοίωσις”, ποὺ τὴ συνιστοῦσαν, ὄχι ἕνα “σχῆμα” ἢ ἕνα “χρῶμα”, ἀλλὰ ἡ “ἀπάθεια”, ἡ “μακαριότητα” καὶ ἡ “ἀφθαρσία”, τὰ χαρακτηριστικὰ μὲ τὰ ὁποῖα τὸ “θεῖον θεωρεῖται κάλλος”…. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀνοικτὴ στὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ τὸ Θεό, δὲν ἔφερνε ἀντίσταση, ἐπικοινωνοῦσε ἄνετα τόσο μὲ τὸν ἀγγελικὸ πνευματικὸ κόσμο, ὅσο καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ὑπῆρχε τότε, γράφει ὁ θεηγόρος ἐπίσκοπος Νύσσης, μία ἑνιαία χοροστασία τῆς λογικῆς φύσεως, ἀγγελικῆς καὶ ἀνθρώπινης, “πρὸς ἕναν βλέπουσα, τὸν τοῦ χοροῦ Κορυφαῖον. “… Ἀλλὰ “τὴν ἔνθεον ἐκείνην διέλυσε τοῦ χοροῦ συνωδίαν” ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἅπλωσε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν πρώτων ἀνθρώπων, “τῶν ταῖς ἀγγελικαῖς δυνάμεσι συγχορευόντων”, τὴν γλίστρα τῆς ἀπάτης, κι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, ἀναμίχθηκε μὲ τὴ λάσπη, αὐτομόλησε πρὸς τὸν ὄφη, ντύθηκε τὰ νεκρὰ δέρματα κι ἔγινε “πτῶμα”». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης τονίζει στὸ Μεγάλο Κανόνα του;

«Κατέρραψε, τοὺς δερματίνους χιτώνας, ἡ ἁμαρτία κἀμοί,γυμνώσασά με τῆς πρὶν θεοϋφάντου στολῆς».

Εἶναι ὅμως σωστό, ἐπειδὴ πείσθηκε ὁ Ἀδὰμ τόσο εὔκολα στὸν πονηρὸ σύμβουλο, καὶ ἔφαγε τὸν καρπό, νὰ ὑφιστάμεθα τώρα καὶ ἐμεῖς τὰ ἀποτελέσματα καὶ μάλιστα τὸ θάνατο;

Πολλοὶ κατηγοροῦν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ ἀθέτησαν τὴ συμβουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδήγησαν ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὸ θάνατο. Ἀλλὰ ὁ Ἀδὰμ δὲν γνώριζε μὲ τὴν πείρα τί σήμαινε θανάσιμο βότανο καὶ τί ἦταν τελικὰ αὐτὸς ὁ θάνατος. Ἐνῶ ἐμεῖς γνωρίζουμε τί εἶναι θάνατος, γι’ αὐτὸ εἴμαστε περισσότερο κατακριτέοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Βέβαια δὲν ὑπάρχει «τὸ ξύλο τῆς γνώσεως» μπροστά μας, ὡς στοιχεῖο ἀσκήσεως τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς τελειώσεώς μας, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ ὑποχρέωση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ ἀσφαλιστικὸ κιγκλίδωμα γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἔνθεη ζωή. Καὶ ὅμως, παρότι γνωρίζουμε ὅτι, ἂν ἀθετήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε στὸν πνευματικὸ θάνατο, προτιμοῦμε νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ διαβόλου ἢ καὶ τὸ προσωπικό μας θέλημα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο «ἐκπίπτουμε» ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, «τὴν ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία» καὶ γευόμαστε τὴν Κόλαση «ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος».

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας βέβαια, μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη αὐτὴ τοῦ θανάτου, μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή Του καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα, μὲ τὸν προσωπικό μας ἁγιασμὸ καὶ τὴ μετοχή μας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, νὰ γινόμαστε μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του καὶ νὰ ζοῦμε ἤδη ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὸν Παράδεισο τῆς Βασιλείας Του. Δὲν ἔχουμε κανένα πρόβλημα λοιπὸν οὔτε κανένα λόγο νὰ κατηγοροῦμε τὸν Ἀδάμ.

Πρέπει ὅμως νὰ σκεφτόμαστε καὶ τὸ ἑξῆς: Μπορεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα νὰ εἶναι ἕνα σοβαρὸ καὶ ὀδυνηρὸ ἐπεισόδιο, ἀλλὰ καὶ «τὰ μεταπροπατορικὰ» ἁμαρτήματα εἶναι ἐξίσου σοβαρὰ καὶ πρέπει μὲ τὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ τὸν κατὰ Θεὸ ἀγώνα νὰ ἐξαλείφονται συνεχῶς, γιὰ νὰ συντελεῖται ἡ προκοπὴ καὶ ἡ τελείωση σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε λογικὰ ὄντα.

Ἀλλὰ γιατί ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ προγνώριζε ὅτι θὰ φθάσει στὴν πτώση καὶ στὸ θάνατο;

Ὁ Θεὸς κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε «ἐν χρόνῳ» τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπέβλεπε στὴν αἰώνια μακαριότητά του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μᾶς λέει σχετικά:

«Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιατί εἶχε κάποια ἀνάγκη ἢ ἀπὸ κάποια ἔλλειψη, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε ἀπὸ μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ μείνει ἀθέατο καὶ ἡ δόξα Του νὰ μὴ μείνει ἄγνωστη. Δημιούργησε δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν καὶ ἄλλα ὄντα τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ μὴ μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποιος ποὺ νὰ μετέχει σ’ αὐτὲς καὶ νὰ τὶς χαίρεται».

Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει:

«Ὁ Θεὸς εἶναι πλούσιος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα -αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τοῦ Θείου- γι’ αὐτὸ δημιούργησε τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἀρχαγγέλους, ἀπὸ ἀγαθότητα μόνο, καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο. Διότι, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τους καὶ τοὺς δημιούργησε, ἀσφαλῶς τοὺς δημιούργησε ἀπὸ τὴ μεγάλη Του ἀγαθότητα. Μετὰ δὲ ἀπὸ τὴ δημιουργία τῶν Ἀγγέλων, καὶ πάλι ἀπὸ ἀγαθότητα ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο καὶ «ἐνεφύσησε» σ’ αὐτὸν ζωή, καθὼς καὶ ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο».

Ἑπομένως ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ φέρει στὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλα ὄντα τὰ ὁποῖα θὰ μετέχουν στὴ δόξα Του, στὴν ἀγάπη Του καὶ στὴ μακαριότητά Του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς λέει πώς· «Γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ αὐτοαγαθότητα, δὲν ἦταν αὐτὸ ἀρκετό, τὸ νὰ ζεῖ “τὴν ἀπεριόριστη καὶ μὴ ὑποκείμενη σὲ μέτρο ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς αὐτάρκους θεότητος”, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ διασκορπισθεῖ τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ, ὥστε νὰ γίνουν περισσότερα τὰ εὐεργετούμενα».

Ἐπίσης καὶ σύγχρονοι θεολόγοι, βασιζόμενοι στὸ πνεῦμα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουν τὶς ἴδιες θεολογικὲς τοποθετήσεις. Συγκεκριμένα ὁ Σέρβος θεολόγος π. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς λέει χαρακτηριστικά:

«Ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἀπεφάσισε, κατὰ τὴν ἄπειρον ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἰς τὴν μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, καὶ εἰς τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνία, μετάσχουν καὶ ἄλλα ὄντα καὶ δημιουργήματα, τὰ ὁποῖα διὰ τοῦτο ἐδημιούργησεν ἐν χρόνῳ».

Τὶ σημαίνει ἡ φράση, Αἰωνία ἡ μνήμη - Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς





Σὲ ταλαιπωρεῖ τὸ ὅτι δὲν ξέρεις τὴ σημασία αὐτῶν τῶν λέξεων, ποὺ ἄκουγες πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγες ἐπάνω ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Καὶ καλὰ κάνεις ποὺ ρωτᾶς. Ὅσο καλύτερα γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀρχαία καὶ καλὴ ὀρθόδοξη πίστη μας, τόσο καὶ περισσότερο τὴν ἀγαπᾶ.

«Αἰωνία ἡ μνήμη» σημαίνει: αἰώνια νὰ ὑπάρχει ἡ μνήμη γιὰ σένα. Ἄκουσα μιὰ φορὰ πὼς κάποιος στὸν ἐπικήδειο λόγο ἐπάνω ἀπὸ τὸν νεκρὸ φώναξε: «αἰωνία σου ἡ μνήμη στὴ γῆ!» Παραξενεύθηκα σὲ μιὰ τόσο λανθασμένη ἑρμηνεία τῆς πίστης μας. Μὰ μπορεῖ κάτι νὰ εἶναι αἰώνιο στὴ γῆ, ὅπου ὅλα περνοῦν βιαστικὰ σὰν προσκεκλημένοι σὲ γάμο; 

Ὄντως, δὲν εὐχόμαστε στὸν νεκρὸ ἐντελῶς μηδαμινὸ πλοῦτο, ὅταν τοῦ εὐχόμαστε νὰ τὸν μνημονεύουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος καὶ ὁ ἴδιος πλησιάζει στὸ τέλος του; Ἀλλὰ ἂς ποῦμε πὼς τὸ ὄνομα κάποιου μνημονεύεται στὴ γῆ ἕως τὸ τέλος τοῦ χρόνου – τί κερδίζει αὐτὸς ἀπ’ αὐτό, ἐὰν ἡ μνήμη του στὰ οὐράνια ἔχει ξεχαστεῖ;

Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ νὰ μνημονεύεται αἰώνια στὴν αἰωνιότητα, στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ στὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο καὶ εἶναι τὸ νόημα τῶν λέξεων «αἰωνία σου ἡ μνήμη».

Μιὰ φορὰ καυχήθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ στὸν Δάσκαλό τους λέγοντας: «Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λουκ. 10,17). Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε νὰ μὴν χαίρονται γι’ αὐτὸ ἀλλά: «Χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. 10,20), δηλαδὴ νὰ χαίρονται ἐπειδὴ τὰ ὀνόματά τους εἶναι γνωστὰ καὶ τὰ θυμοῦνται καὶ τὰ μνημονεύουν στὸ Οὐράνιο Βασίλειο τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ συχνὰ λέγεται πὼς τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων θὰ εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τῶν ζωντανῶν, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ σβηστοῦν καὶ θὰ ξεχαστοῦν. Ἀπὸ τὴν ἱστορία περὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου βλέπουμε ὅτι ὁ Κύριος λέει τὸ ὄνομα τοῦ Λαζάρου μὲ τὸ ὁλοκάθαρό Του στόμα, ἀλλὰ ἀποσιωπᾶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄδικου πλουσίου. Ὁ Λάζαρος, σημαίνει, ὅτι μπῆκε στὸ Βασίλειο τῶν Οὐρανῶν, καὶ ἔλαβε τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν αἰώνια μνήμη , ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς πλούσιος ἔχασε καὶ τὸ βασίλειο καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ὄνομα.

Στὴ θεϊκὴ ἐπιστήμη καμιὰ φορὰ τὸ ὄνομα ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο. Στὴν Ἀποκάλυψη γράφεται: «Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγένετο σεισμὸς μέγας,… καὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῷ σεισμῷ ὀνόματα ἀνθρώπων χιλιάδες ἑπτὰ» (Ἀπ. 11,13). Ὑπὸ τὸν σεισμὸ τῆς γῆς πρέπει νὰ καταλάβουμε μεγάλους πειρασμούς, στοὺς ὁποίους οἱ ἑπτὰ χιλιάδες ἀνθρώπων ὑπέκυψαν, ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔχασαν τὶς ψυχές τους. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν καταστράφηκαν μόνο τὰ σώματά τους – αὐτὸ εἶναι ἐλάχιστης σημασίας- ἀλλὰ οἱ ψυχὲς καὶ τὰ ὀνόματα. Τὰ ὀνόματά τους στὴν αἰωνιότητα ἐκμηδενίστηκαν καὶ σβήστηκαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ζωντανῶν.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ ἀθάνατη μνήμη στὴν αἰωνιότητα, ἐπιθυμεῖ εὐαγγελικὸ πράγμα. Ἐὰν κάποιος ἐπιθυμεῖ ἀθάνατο ὄνομα στὴ γῆ, θέλει ματαιόδοξο πράγμα. Νὰ ξέρεις ὅτι πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ τοὺς προσέξουν πέρασαν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπέκτησαν ἀθάνατο ὄνομα σ’ ἐκεῖνο τὸν κόσμο. Νὰ σκέπτεσαι περὶ αὐτοῦ, ἀδελφὲ Μελέτιε, καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀποκαλύψει ἀκόμα πολλά. Καὶ ὅταν ἀκούσεις γιὰ τὸ δικό μου θάνατο, πὲς στὴν προσευχή σου: «Αἰωνία του ἡ μνήμη»!

Εἰρήνη καὶ ὑγεία ἀπὸ τὸν Κύριο

Γιατί δέν ἐκκλησιάζονται οἱ νέοι; Danion Vasile






"Οἱ νέοι εἶναι ἀνήθικοι", "οἱ νέοι εἶναι γεμάτοι πάθη", "οἱ νέοι εἶναι ἀνυπάκουοι", "οἱ νέοι δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ…" Ἔχω ἀκούσει πολλές φορές αὐτές τίς ἠθικιστικές διαπιστώσεις. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: εἶχαν οἱ νέοι τίς ἀπαραίτητες συνθῆκες γιά νά ἐννοήσουν τή Χριστιανική ζωή ἤ ὄχι; Θά ρωτήσει κάποιος: "Τί, οἱ νέοι εἶναι προορισμένοι νά χαθοῦν;"

Καί βέβαια ὄχι δέν εἶπα αὐτό, κανένας δέν εἶναι προορισμένος οὔτε γιά τό καλό, οὔτε γιά τό κακό. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι οἱ νέοι δὲν ἀπορρίπτουν τήν πίστη στό Χριστό ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διά τῆς φωνῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀπορρίπτουν ἕνα ὑποκατάστατο πίστεως τό ὁποῖο δέν τούς πείθει. Γιατί ἕνας νέος ποὺ ἔχει μεγαλώσει σέ μία πραγματικά Χριστιανική οἰκογένεια συμπεριφέρεται ἀλλιώτικα ἀπό ἕναν ποὺ μεγάλωσε σέ μία οἰκογένεια μέ ἀπίστους γονεῖς ἤ ἀπό ἕναν τοῦ ὁποίου οἱ γονεῖς πιστεύουν μέν στό Θεό ἀλλά δέν πηγαίνουν στή Ἐκκλησία;

Γιά πολλά μποροῦμε νά ἐπιπλήξουμε τούς νέους. Ἀλλά καί οἱ νέοι ἐμᾶς τούς μεγάλους. Θά τολμήσω νά δώσω τό λόγο στή νέα γενιά καί πιό συγκεκριμένα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται μακριά ἀπό τήν ἐκκλησία:

«Ναί ἡ γενιά μας εἶναι ρέμπελη. Καί πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ἀλλιῶς; Ποιός μᾶς ἔμαθε κάτι ἄλλο; Ὑπάρχει τόσο ψέμα γύρω μας, τόση κακία στόν κόσμο τῶν μεγάλων. Διαμαρτυρόμαστε. Ἀλλά εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά δείξουμε τήν περιφρόνησή μας σέ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἀρχίζει νά μοιάζει μέ ἕνα πτῶμα. Ὅλοι μιλᾶνε γιά τήν ἀξία τῆς τιμιότητας ἀλλά ὅλοι κλέβουν. Ὅλοι ἐπαινοῦν τήν ἀλήθεια, ἀλλά ψεύδονται. Τί εἴδαμε στίς οἰκογένειές μας; Διαφωνίες μεταξύ γονέων καί καβγάδες. Τί διαπαιδαγώγηση λάβαμε; Μόνο συμβουλές νά εἴμαστε ἥσυχοι, ἀπειλές καί ξύλο γιά νά εἴμαστε ὑπάκουοι.

Καί γιατί εἴμαστε μακριά ἀπό τό Θεό; Ποιός μᾶς βοήθησε νά εἴμαστε κοντά του; Οἱ γονεῖς μας δέν πατοῦν στήν ἐκκλησία οὔτε τά Χριστούγεννα ἴσως μόνο τό Πάσχα στίς βαπτίσεις, τούς γάμους καί τίς κηδεῖες. Καί στίς Ἐκκλησίες ….τί βλέπουμε; Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι εἶναι καλοί στό νά ἠθικολογοῦν ἄν μᾶς δοῦν στήν ἐκκλησία ντυμένους παράξενα καί ἔχουν τόση κακία ὅταν μᾶς διώχνουν πού οὔτε γυρίζουμε νά κοιτάξουμε πίσω. Ὑπάρχει τόση ὑποκρισία στούς Χριστιανούς. Ἔχουμε συγγενεῖς οἱ ὁποῖοι δέ λείπουν ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἀλλά ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά μοιραστεῖ ἡ κληρονομιά ξεχνοῦν καί τήν πίστη καί τήν κατανόηση. Ἐνῶ ὅταν γίνεται λόγος νά φροντίζουν κάποιο παππού, ὅλοι ἀποφεύγουν ἐπειδή ἔχουν τά προβλήματά τους. Αὐτή εἶναι πίστη;

Ἐνῶ καί γιά τούς παπάδες ἀκούγονται τόσα.

Ναί δέν πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία. Ὄχι γιατί δέν πιστεύουμε στό Θεό, ὄχι ἐπειδή δέν ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀγάπη Του. Ἔχουμε τόση ἀνάγκη γιά Κάποιον ὁ Ὁποῖος θά μᾶς ἀγαπήσει πραγματικά, σ’ ἕναν τόσο βρώμικο κόσμο. Ἀλλά μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ἡ Ἐκκλησία νά γνωρίσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Δέν τό πιστεύουμε αὐτό. Δέν ἔχουμε λόγους νά τό πιστεύουμε. Γι’ αὐτό καί μένουμε στή ζωή μας, μέ τά προβλήματά μας, μέ τή μοναξιά μας. Ἄν ὁ Θεός δέ μᾶς ψάχνει ἐμεῖς δέν ξέρουμε νά βγοῦμε σέ ἀναζήτησή Του. Ἀφῆστε μας ἥσυχους…»

Δέ θυμᾶμαι ὅλα ὅσα μοῦ εἶπε. Ἀλλά ἀκούγοντάς τον, ξεροκατάπινα. Δέν μπορῶ ν’ ἀμφισβητήσω τό γεγονός ὅτι μερικά ἀπ’ αὐτά ἦταν πολύ ρεαλιστικά. Δέ θά ἀναπαράγω ἐδῶ τήν ἀπάντηση πού ἔδωσα στό νέο, μόνο θ’ ἀναλύσω τό δίκαιο τῶν μομφῶν του.

Μία πρώτη παρατήρηση ἔγκειται στό ὅτι θά ἦταν ἄριστο πολλοί νέοι νά βρίσκονται ἐν ἀναμονῆ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ παραπάνω νέος. Δυστυχῶς πολλοί νέοι εἶναι τόσο παγιδευμένοι στά καθημερινά τους προβλήματα, ὥστε ἔχουν ξεχάσει τελείως τό Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία μᾶλλον τούς ἐνοχλεῖ.

Δηλαδή "καλύτερα νά μέμφεσαι τήν Ἐκκλησία, παρά νά κοιτᾶς τή ζωή σου;

Ὄχι, δέν τίθεται ἔτσι τό πρόβλημα. Δέν εἶναι καλό νά μέμφεσαι μόνο καί μόνο γιά νά δικαιολογεῖς τήν ἀπομάκρυνσή σου ἀπό τό Θεό. Ἀλλά στό δρόμο πρός τό Θεό, πολλοί περνοῦν μία φάση γεμάτη ἐνδοιασμούς, ἐρωτήματα καί ἀμφισβητήσεις. Ἀλλά ἐάν στή βάση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀμφισβητήσεων βρίσκεται ἡ δίψα γιά τό Θεό, τότε δέν εἶναι κακό.

Ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, χωρίς νά θέλει νά δικαιολογήσει τήν ἁμαρτία, ἔλεγε ὅτι πρίν ἀπό τή μεταστροφή του ἔπινε μέχρι πού μεθοῦσε καί τό ἔκανε ἐπειδή αἰσθανόταν τήν ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ. Μέ τό ποτό προσπαθοῦσε νά καταπραΰνει τόν πόνο πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ (πολλούς ὅμως ἡ προσπάθεια νά καταπραΰνουν τή δίψα τους γιά τό Θεό ἱκανοποιώντας τά πάθη τους, τούς ὁδήγησε στήν κόλαση γι’ αὐτό δέν πρέπει νά γενικεύουμε τίς ἐξαιρέσεις). Νά μιλήσουμε λίγο γιά τούς λόγους πού ἀκούσαμε πιό πάνω. Πιστεύω ὅτι μποροῦν νά συνοψιστοῦν στ’ ἀκόλουθα. Στό ὅτι οἱ νέοι δέ λαμβάνουν μία εἰδική κατήχηση, στό ὅτι δέν βρῆκαν στίς οἰκογένειές τους ζωντανά παραδείγματα πίστεως καί στό ὅτι σκανδαλίζονται ἀπ’ αὐτά πού βλέπουν ἀπό κάποιους Χριστιανούς Θεολόγους καί κάποιους Ἱερεῖς.

Δέν πιστεύω ὅτι θά ἦταν εὔκολο σέ κάποιον ν’ ἀπορρίψει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ τή γνωρίσει. Οἱ νέοι τήν ἀπορρίπτουν χωρίς νά ξέρουν τί ἀπορρίπτουν. Βλέπουν τόν Θεό σάν ἕνα εἴδωλο τό ὁποῖο τό λατρεύουν ἀσυνείδητα κάποιοι ὑποκριτές Χριστιανοί, κάποιοι τυπολάτρες Χριστιανοί ἤ κάποιοι Χριστιανοί πού ἀγαποῦν τήν ἁμαρτία πιό πολύ ἀπό τήν σωτηρία. Τούς νέους δέν τούς βοήθησαν καί οὔτε τούς βοηθάει κανείς νά καταλάβουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὡς καί τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ τήν καταλαβαίνουν ὡς μία ἐμπορική συναλλαγή ὡς ξεχρέωμα γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, σάν μία ρύθμιση τῶν λογαριασμῶν τοῦ Οὐρανίου Πατέρα μέ τήν ἀνθρωπότητα. Δέν τήν καταλαβαίνουν ὡς μία πράξη ἀγάπης. Καί σέ τί ἀλλάζει ἡ κατήχηση τῶν νέων ἀπό τήν κατήχηση τῶν μεγαλυτέρων; Δέν καλοῦνται στή σωτηρία καί οἱ μέν καί οἱ δέ; Μόνο πού στούς νέους ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νά τούς μιλήσει κάποιος σέ μία πιό προσιτή γλώσσα. Οἱ νέοι εἶναι ἀλλεργικοί στόν "ξύλινο λόγο").

Ὡστόσο γιατί γιά ἑκατοντάδες χρόνια δέ γράφτηκαν παρά λίγα κείμενα ἀπευθυνόμενα στούς νέους; Μία πιθανή ἀπάντηση εἶναι ὅτι γιά πολλούς αἰῶνες οἱ νέοι λάμβαναν Χριστιανική μόρφωση στήν οἰκογένεια. Τίς πιό πολλές ἀπαντήσεις τίς λάμβαναν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ καί ἀπό τούς ἱερεῖς ἄν ὄχι πάντα τίς πιό πολλές φορές.

Ὅσο γιά τούς ἁμαρτωλούς ἱερεῖς γίνεται μεγάλος ντόρος ἐνῶ γιά τούς ἱερεῖς μέ ἁγία ζωή δέν γίνεται σχεδόν καθόλου λόγος. Ναί ὑπάρχουν ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τῶν ἁγίων πατέρων. Οὔτε τά Μ.Μ.Ε. θέλουν ν’ ἀκοῦν γι’ αὐτούς. Οὔτε ὅσοι ζοῦν στήν ἁμαρτία. Ἐπειδή τούς θεωροῦν ἐξτρεμιστές. Κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἐπειδή εἶναι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος γύρισε τόν κόσμο "ἀνάποδα" ἤ καλύτερα Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος προσπάθησε νά ἐπαναφέρει στή φυσική του θέση ἕναν ‘ἀναποδογυρισμένο κόσμο’

Λαμβάνοντας λοιπόν ὑπόψη μας ὅλη αὐτή τήν ἀποστασία ποὺ ὑπάρχει γύρω μας, ἔχουν οἱ νέοι κάποιαν ἐλπίδα νά ζήσουν μία ἐνάρετη ζωή; Μπορεῖ κάποιος ν’ ἀντέξει τίς παγίδες τοῦ διαβόλου;

Παραδόξως ναί. Ἐπειδή ὅσο ποικιλόμορφες καί νά εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὅσο ἀδύναμοι καί νά εἶναι οἱ Χριστιανοί, ὅσο καί ὑποκριτές νά εἶναι αὐτοί πού σπεύδουν νά διώξουν τούς νέους ἀπό τήν ἐκκλησία ἄν ἔρθουν σ’ αὐτήν ντυμένοι παράξενα, μέ τζίν σκισμένα, ὁ Θεός βρίσκει ἕναν τρόπο νά φθάσει στίς ψυχές τῶν νέων. Δύσκολα εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά τά καταφέρνει. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι τόσο διεστραμμένοι ὥστε θ’ ἀπορρίπτουν τελείως τό Θεό, θά ἔχει ἔρθει τό τέλος. Ἀλλά μέχρι τότε ἔχουμε καιρό.

Ὁπωσδήποτε ἡ Χριστιανική ζωή ποτέ δέν ἦταν εὔκολη. Καί δέν ἀναφέρομαι μόνο στόν καιρό τῶν διωγμῶν ἀλλά καί στίς εἰρηνικές περιόδους. Ναί ὁ διάβολος ποτέ δέν σταματᾶ. Πάντοτε ἀνεξάρτητα ἀπό τίς συνθῆκες προσπαθεῖ νά πιάσει τούς Χριστιανούς στά νύχια του. Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του ὅμως ὑπάρχουν ἱερεῖς μέ ἅγια ζωή, μοναχοί πολύ ἀσκητικοί καί Χριστιανικές οἰκογένειες πού λάμπουν μές στό σκοτάδι τοῦ κόσμου. Στήν Ἁγία Γραφή λέγει: «οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις» (Ρωμ. 5,20). Αὐτό εἶναι φυσικό, ἀλλιῶς οἱ ἄνθρωποι δέ θ’ ἄντεχαν σέ τόσο μεγάλους πειρασμούς. Ὅσο μεγάλοι ὅμως κι ἄν εἶναι οἱ πειρασμοί οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά τά καταφέρουν. Ὁ Θεός πάντοτε τούς δίνει δύναμη. Ὅπως ἔδινε δύναμη στούς μάρτυρες γιά ν’ ἀντέξουν τά φρικτά μαρτύρια. Ναί, δύσκολα οἱ νέοι ἔρχονται στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ὁ Χριστός τούς καλεῖ ὅλο καί πιό δυνατά. Βλέπει τά προβλήματά τους, τίς πτώσεις τους καί ἁπλώνει τό χέρι Του δυνατά γιά νά τούς σηκώσει.

Γιατί δέν ἔρχονται οἱ νέοι στήν Ἐκκλησία; Ἴσως ἐπειδή δέν ἀκοῦν τό μήνυμα τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας, ἴσως ἐπειδή αὐτοί πού φέρουν τό ὄνομα Χριστιανός δέν τούς βοηθοῦν νά ἀκούσουν.

Ἐξ’ ἄλλου στό βιβλίο "οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητῆ", βλέπουμε τόν γέροντα νά προτρέπει ὅπως σέ κάθε ἐξομολόγηση, οἱ Χριστιανοί νά ἐξομολογοῦνται, ὅτι δέν δείχνουν ἀρκετή ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Καί τό γεγονός ὅτι δέν καταβάλουμε προσπάθεια νά ἔρθουν πρός τόν Χριστό ὅσοι εἶναι μακριά Του (ὄχι βέβαια νά τό ἐπιβάλουμε στό στύλ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἀλλά νά δώσουμε μία θυσιαστικὴ μαρτυρία) εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δέν τούς ἀγαπᾶμε ἀρκετά. Τί ἀγάπη εἶναι αὐτή νά βλέπουμε τόν πλησίον μας νά ὁδεύει πρός τό γκρεμό καί ἐμεῖς νά σκεφτόμαστε τά προβλήματά μας;

Νέοι, νά ξέρετε ὅτι τόν Χριστό τόν πονάει τό γεγονός ὅτι λίγοι ἱερωμένοι καί λίγοι πιστοί νοιάζονται θυσιαστικά νά σᾶς πάρουν ἀπό τό χέρι καί νά σᾶς φέρουν στήν Ἐκκλησία… Ἀλλά νά ξέρετε ὅτι ὁ Χριστός χαίρεται κάθε φορὰ πού ἕνας ἀπό ἐσᾶς ξεκινάει πρός τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Ἀκόμα κι ἄν νομίζετε ὅτι ὁ Χριστός σᾶς ξέχασε, Ἐκεῖνος περιμένει νά βρεῖ ἔστω καί μία χαραμάδα γιά νά μπεῖ στίς ψυχές σας.

Ζωὴ πολυμέριμνη, χωρὶς καμμία ἐσωτερικὴ εὐτυχία




Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».

Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».

Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανένας ἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲ ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση. Ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνανε τὸν εὐτυχισμένο, κατάδικους ποὺ κάνανε τὸν ἐλεύθερο. Ἀλλά, ἂν δὲν καταγινόντανε μὲ τόσες ψεύτικες χαρές, θὰ πέφτανε στὴ βαρεμάδα, στὴ λεγόμενη ἀνία. Ἢ τὸ ἕνα, ἢ τὸ ἄλλο. Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, τρισδυστυχισμένοι. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη κι ἀνύπαρκτη ἡ εὐτυχία, ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ. Πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ ἁλάτι;

Λοιπόν, ὅποτε ἀναγκαζόμουνα νὰ πάγω γιὰ λίγο κοντὰ σὲ τέτοιους κοσμικοὺς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ γινότανε σπάνια, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προσβάλω, ἀφοῦ μὲ προσκαλούσανε μὲ εὐγένεια, δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ νὰ ἀποτραβηχτῶ στὸ καβούκι μου, νὰ γυρίσω στὸ φτωχὸ σπίτι μου καὶ στ᾿ ἀγαπημένα πράγματα ποὺ βρίσκουνται γύρω μου. Ἔβλεπα πῶς ἀντὶ νὰ πάρω κάτι ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴν τυμπανοκρουσία, ὅπως πιστεύει ὁ πολὺς ὁ κόσμος, ἐγὼ ἔδινα, ἔδινα ξύπνημα στοὺς κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στοὺς μουδιασμένους, ζωὴ στὴ μονοτονία τους.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ γράφω, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶμαι προσκαλεσμένος σὲ πολλὰ μέρη ἀπὸ κάποιους εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ μακρυνὰ μέρη, κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δεντράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κι εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοῦς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνται τὰ ριζώματα» τοῦ κόσμου.

Εὐχαριστῶ τὸν θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, πού, ἐδῶ ποὺ κάθομαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσε ἀπὸ λῃστές. Ἀνατριχιάζω συλλογισμένος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια καὶ λύκους. Ἀναπαύουμαι μοναχὰ μὲ δυὸ - τρεῖς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδὲ δόξες, μήτε ἄλλες τέτοιες συμφορές, θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος κι ἀσήμαντος. Ὢ λησμονιά, τί μπάλσαμο εἶσαι γιὰ ὅσους ποθοῦνε τὴν εἰρήνη! Κατάρα εἶναι ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.

Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.

Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογὴς - λογής, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαία, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνε ἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.

Εἶμαι μακάριος στὸ μικρὸ τοῦτο περιβολάκι μας. Τύφλα νἄχουνε μπροστά του οἱ μεγάλοι κῆποι καὶ τὰ πολυέξοδα παλάτια, τὰ φανταχτερὰ κόττερα. Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;

Ὤ, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ πλούτη καὶ ποὺ μόνο τί λογῆς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ξέρετε. Ἄνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες κι ἀπὸ τὶς σκουτοῦρες, σκλάβοι στὴ φιλοδοξία καὶ στ᾿ ἄλλα πάθη, ὢ ἄσωτοι γυιοί, ποὺ φάγατε τὰ ξυλοκέρατα καὶ δὲν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα σας τοῦ πονετικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική σας, καὶ μπεῖτε μέσα νὰ ξαποστάσετε, νὰ εὐφρανθῆτε καὶ νὰ νοιώσετε τὴν ἀληθινὴ χαρά!

Λόγος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού περί Μετανοίας!


 Ο Όσιος Μάξιμος ο Γραικός

Λόγος Ε’, Περί Μετανοίας!-Απόσπασμα
Δεν θα ζήσουμε, ψυχή μου, τον χρόνο της παρούσης ζωής μας μέσα στην οκνηρία, την απραγία και την ανοησία, σαν άπειρα νήπια, θεωρώντας ότι είναι αρκετή για την σωτηρία μας η παραμονή μας σε αυτόν τον τόπο, τον απρόσιτο στις γυναίκες και τους κοσμικούς ανθρώπους, γιατί έτσι θα μείνουμε στην πλάνη. Διότι και στα αρχαία χρόνια στους Ισραηλίτες, που με την βοήθεια του Υψίστου και με την καθοδήγηση του Μωυσή έφυγαν από την Αίγυπτο και τον Φαραώ, δεν ήταν αρκετό για την ευσέβεια τους το γεγονός ότι πέρασαν σαράντα χρόνια σε τόπο απρόσιτο, δηλαδή στην έρημο, επειδή ακριβώς δεν διατήρησαν την σοφή πίστη στον Θεό, που τους έσωσε από αναρίθμητες δυσκολίες.
Δεν αρκούν τα άθλια αυτά κουρέλια, ψυχή μου, για να ευχαριστήσουμε τον Κύριο των πάντων. Με ένα από αυτά, την διαμονή στην έρημο, επιτυγχάνεται η απόλυτη σιωπή και με το άλλο η απόλυτη ταπείνωση. Εάν όμως και στο πρώτο και στο δεύτερο κάποιος περιβάλλεται με δόξα και κοσμικές μέριμνες, αυτός δεν διαφέρει σε τίποτε από τον σκύλο που επιστρέφει στα ξεράσματά του, κατά τον λόγο του μεγαλυτέρου των αποστόλων. Αυτά τα μαύρα κουρέλια, ψυχή μου, αποτελούν την εικόνα του θρήνου και της νεκρώσεως, η οποία άφορα εμάς που επιλέξαμε να θεωρούμε τον εαυτό μας πάντοτε νεκρωμένο εκουσίως για την παρούσα ζωή. Η νέκρωση αυτή συνίσταται στο να μισούμε πάντοτε ολόψυχα κάθε σαρκική ηδονή και κάθε επίγεια δόξα και να ζούμε αφιλοκερδώς και όσια, αποκτώντας τα αναγκαία από την δουλειά μας και θεωρώντας την ένδεια ως μεγάλο πλούτο. Αν όμως και πάλι ανόητα περιβάλλουμε τον εαυτό μας με απληστία, δόξα, οινοποσία, γέλια, με τα οποία συνήθως ενώνεται κάθε άνομη επιθυμία, τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα παραδοθούμε στα απόλυτα βάσανα, επειδή ακριβώς ψευδόμαστε εκούσια και συνειδητά, αντίθετα προς τους όρκους που δώσαμε. Τί μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό; Καλύτερα, λέγει η σοφία του Θεού, να μην υποσχεθούμε και να εκτελέσουμε, παρά να υποσχεθούμε και να ψευσθούμε. Και ο θείος ψαλμωδός διαλαλεί: «Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος».
Ο Χριστός, ψυχή μου, δεν ευχαριστείται με την αλλαγή του τόπου και της αμφιέσεως, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά με την καθαρότητα της ζωής και την απόκτηση διαφόρων αρετών, που στηρίζονται στην τελεία πίστη. Και, όπως με την βοήθεια της χάριτος του Θεού ξέφυγες από τα δίχτυα της νοερής Αιγύπτου, δηλαδή αυτού του κόσμου, έτσι προσπάθησε με όλη την δύναμή σου, κάτω από την προστασία της πίστης και με τον φόβο του Θεού, να ξεφύγεις από τον διάβολο, που σε κυριεύει και πάντοτε επιτίθεται εναντίον σου με δύναμη και μένος. Και μη σταματάς να τρέχεις για να γλυτώσεις από αυτόν, μέχρις ότου δεις να τον πνίγει η ισχυρή δεξιά του Υψίστου μέσα στην άβυσσο της φωτιάς μαζί με όλα τα άρματα και τους δυνατούς οπλοφόρους του. Τότε θα δεις τον εαυτό σου να τον σκεπάζει η θεία νεφέλη του Παρακλήτου, ο οποίος δροσίζει την φλόγα που προκαλούν μέσα σου οι ασώματοι εχθροί με τις φλογερές σκέψεις των απαίσιων επιθυμιών. Θα σε οδηγήσει προς την γη της Επαγγελίας όχι το πυρ αλλά η καθαρότητα του ζώντος φωτός. Η γη της Επαγγελίας δεν είναι εκείνη που μοίρασε στους Ισραηλίτες ο Ιησούς του Ναυή, αλλά αυτή που υποσχέθηκε ο πρωτότοκος όλων των ζώντων ο «ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων», ο οποίος γεννήθηκε από την πανάχραντη και Παναγία Παρθένο, ο Χριστός Ιησούς, ο οποίος πρώτος εισήλθε εκεί, αφού νίκησε τον θάνατο.
Να είσαι πάντοτε σε εγρήγορση, ψυχή μου, επειδή ο νοερός Φαραώ που σε κυνηγά δεν παύει να εφευρίσκει κακό εναντίον σου. Μην περιμένεις, αγαπημένη μου ψυχή, να πάψουν οι δοκιμασίες που αυτός μηχανεύεται εις βάρος σου. Επειδή από την φύση του είναι φθονερός και θρασύς, η οργή του δεν υποχωρεί ποτέ, αλλά πάντοτε προσπαθεί να σε ρίξει στο πυρ των βασάνων. Επίσης μην τον εμπιστεύεσαι, όταν υποχωρεί, επειδή τότε ακριβώς προσπαθεί με ξεχωριστή πονηριά να σε αρπάξει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτός ο κάκιστος προσπαθεί να σε υποτάξει, οδηγώντας σε μακριά από την συνεχή και σταθερή νήψη σου, για να σε βρει οκνηρή και να σε πετύχει με ένα από τα πολλά ψυχοφθόρα βέλη του, ή με την ολέθρια υπερηφάνεια, να σε βγάλει από τον δρόμο που οδηγεί σε μεγαλύτερες αρετές. Επειδή είναι νους πολύ έμπειρος στην εξεύρεση του κακού, ξέρει τί όφελος έχουμε, όταν είμαστε νηφάλιοι, παρά τις δυστυχίες που μας επιφέρει, αφού είμαστε προστατευμένοι από την Χάρη του Θεού. Επειδή, όταν είμαστε νηφάλιοι, οι δυστυχίες που μας δίνει μπορούν να γίνουν για εμάς αιτία μεγάλων επαίνων, όπως η πάλη με έναν δυνατό αντίπαλο παρέχει στον έμπειρο παλαιστή την δυνατότητα να λάβει μεγάλους επαίνους. Μπορείς με την βοήθεια του Σωτήρος σου να ξεφύγεις από τα χέρια του ολέθριου Φαραώ και να περάσεις τα βάθη των φλογερών παθών της Ερυθράς Θαλάσσης διά ξηράς και όχι διά θαλάσσης, όπως μυστικώς μας διδάσκει ο θεόπνευστος λόγος. Αν λοιπόν περάσεις μέσα στην πτώχεια και την ένδεια, και μάλιστα με τα πόδια και όχι επάνω στο άλογο, δηλαδή συνειδητοποιώντας πάντοτε στις σκέψεις σου την ταπεινότητα και την μεγάλη αναξιότητά σου, τότε θα εγκατασταθείς στο Σινά, μέσα στην έρημο, δηλαδή θα φθάσεις την ιερά οικία της απάθειας, που ευφραίνει το Άγιο Πνεύμα.
Να προσέχεις, ακόλαστη, να μην πέσεις και εσύ σε κάποιο μανιώδες πάθος, όπως οι αχάριστοι άνθρωποι. Να μην παραδοθείς στην λαιμαργία, την οινοποσία και τους χορούς, για να μην θεωρήσεις την κοιλιά σου σαν το πιο ακριβό και το πιο ιερό πράγμα, και να μην την προσκυνήσεις, όπως προσκύνησαν τον μόσχο, και χάσεις τα μέλλοντα αγαθά, όπως εκείνοι πού έχασαν την γη της επαγγελίας. Έτσι δεν θα παραδοθείς σε ατελείωτα βάσανα, από τα οποία θα υποφέρεις χειρότερα από όλους, που ζούσαν πριν από τον νόμο. Αν όμως πράγματι αγαπάς τον Χριστό, τον Βασιλέα σου, που υπέμεινε για χάρη σου σταυρικό θάνατο, τότε προσπάθησε με όλη την δύναμή σου να εμφυσήσεις στην ψυχή σου την θεία αγάπη Του.
Αυτό θα το πετύχεις, μόνο αν ελέγξεις αρκετά όλες τις επιθυμίες σου. Και θα τις ελέγξεις, μόνο αν εμφυσήσεις στην καρδιά σου τον φόβο του Θεού. Και αυτόν τον φόβο θα τον αποκτήσεις, αν διώξεις από τον εαυτό σου κάθε αμφιβολία, αλλά και επιθυμία να φαίνεσαι σοφή, και αν ακολουθήσεις ως άκακο παιδί τον Κύριό σου τηρώντας τις εντολές Του. Όπως η αγάπη είναι η εκτέλεση όλου του νόμου, έτσι και η πίστη είναι το θεμέλιο όλων ανεξαιρέτως των αρετών. Από την πίστη γεννιέται ο φόβος, και από αυτόν η τήρηση των εντολών, διά της οποίας ο νους πληρούται από τον θείο έρωτα. Αφού αξιωθείς αυτά, να σκέπτεσαι ταπεινά θεωρώντας τον εαυτό σου σκόνη, για να απολαμβάνεις πάντοτε τις θειες ευλογίες.
(Αγ. Μαξίμου Γραικού, «Λόγοι», τ. Α΄. Εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ




« Κύριε . . .
είναι στιγμές
που αναζητώ το βλέμμα Σου ,
της τραγικής εκείνης νύχτας .
Ίδιο βλέμμα !
Λυτρωτικό !
μέσα στα βάθη μου τ΄ αθώρητα
ογκόλιθο έχω κρυμμένο ,
σκληρό και παγερό , το " εγώ " μου .
.
.
Κύριε, ικετεύω Σε.
Σπλαχνίσου
το νέο αρνητή Σου...
Κι ας γίνει και για με
το θαύμα της ματιάς Σου.
Μια αχτίδα της , Χριστέ, ζεστή ,
να ακόντισει , την πέτρινή μου την καρδιά
να τη ραγίσει ,
και από μετάνοια και συντριβή ,
Χριστέ μου να δακρύσει . . . »
.

Μήπως είσαι Εσύ ; . . .



« Κοιτάζω τα φύλλα της γαρδένιας,
έτοιμα τα μπουμπούκια ν' ανοίξουν
Μήπως εκεί κρύβεσαι Εσύ ; . . .
.
Περπάτησα πάνω στα βράχια
ένα κύμα ήρθε απαλά
και μου χάιδεψε τα πόδια
Μήπως ήσουν Εσύ ; . . .
.
Τα μάτια μου και όλη μου η ύπαρξη
χάθηκε μέσα στην απλάδα των δέντρων
μέσα στο πράσινο, και άκουσα
το κελάηδισμα ενός πουλιού.
Μήπως ήσουν Εσύ ; . . .
.
Άπλώσα τα χέρια να αγκαλιάσω τον Ήλιο,
να γίνω φως,
να ζεσταθεί η ψυχούλα μου . . .
.
.
Και ακούω μια φωνή
μια γλυκιά φωνή, υπέρκοσμια
να μου λέει :
.
" Εδώ είμαι , κατοικώ μες την καρδιά σου ! " »
.

Συναξαριστής 3 Απριλίου 2012


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς Ἡγούμενος Μονῆς Μηδικίου

 


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ 9ου μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, καὶ βρέφος ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα. Ἡ γιαγιά τους, ὅμως, ἀνέλαβε ἄγρυπνη φροντίδα γιὰ τὸν ἐγγονό της. Ὁ πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκπαίδευσή του. Ὁ δάσκαλός του ἦταν κληρικὸς μὲ μεγάλη παιδαγωγικὴ ἱκανότητα.

Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νικήτας προόδευσε γραμματικὰ καὶ πνευματικά. Κατόπιν, πῆγε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μηδικίου. Ἐκεῖ, μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐνάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, Νικηφόρου, σύσσωμη ἡ ἀδελφότητα τὸν ἔκανε ἡγούμενο.

Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὁ Νικήτας ἔκανε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Λέων ὁ Ε´ ὁ Ἀρμένιος, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς θαῤῥαλέα λόγια, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπείλησε μὲ θάνατο: «Γνώριζε καὶ σὺ βασιλεῦ ἀρνησίθεε, ὅτι ἐμμένω εἰς τοὺς προτέρους λογισμούς μου καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων σέβομαι, καὶ εἰς τὸ ἴδικόν σου θέλημα δὲν ὑπακούω... Διὰ τοῦτο καὶ σέ, ὁ ὁποῖος ἐπιμένεις νὰ ἀθετῇς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ τοὺς ὁμόφρονάς σου ἀναθεματίζω. Κᾶμε δὲ ὅ,τι θέλεις».

Ἡ θαῤῥαλέα αὐτὴ στάση τοῦ Νικήτα ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ὑποστεῖ ὁ Ὅσιος πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Τελικά, ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο μετόχι βόρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς περισσότερο πολύαθλους ὁμολογητές.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Νικήτα σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νίκης ἐπώνυμος τῶν θεοσδώτων θεσμῶν φρουρὸς ἀπερίτρεπτος καὶ στῦλος ὤφθης στερρός, Νικήτα μακάριε· σὺ γὰρ τῆς ἀπαθείας κοσμηθεὶς ταῖς ἀκτῖσιν αἴγλης ὁμολογίας τὸν σὸν βίον φαιδρύνεις. καὶ νῦν τῶν σοὶ προσιόντων δέχου τὴν αἴνεσιν.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἡσυχίας ὑποφήτης, πρακτικώτατος, τῆς ποιμανσίας ὀφθαλμός ὤφθης ἀκοίμητος τῆς Μονῆς καθηγησάμενος Μηδικίου· Ἀλλ᾽ὡς φύλαξ τῶν ἐνθέων παραδόσεων διαρρύθμισον Νικήτα θείῳ Πνεύματι τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Κάθισμα 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ηὐλίσθης ἐν ὄρεσι, τῆς ἡσυχίας σοφέ, ἐτράφης ἐν πόλεσι, τῆς ἐγκρατείας σαφῶς, ὑψώθης ἀμφοτέρωθεν, ἔλιπες χαμαιζήλου, ἡδονῆς πολιτείαν, ἔφθασας οὐρανίου, τὴν μονὴν κατοικίας, ἐν ᾗ καθικετεύεις ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Θεόν. . 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος

 


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πλωτῖνος, ἡ δὲ μητέρα του Ἀγάθη, καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ διδάγματα καὶ τὸ ζωντανὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν προτίμηση ποὺ εἶχε στὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἀπαγγελία ἱερῶν ὕμνων, ποὺ ἔψαλλε μὲ πολλὴ αἰσθηματικότητα καὶ τέχνη.

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του, κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἀπὸ ἐκεῖ ὕστερα στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ἔπειτα Ἱερέας. Στὴ νέα του ζωὴ διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερὸ ζῆλο του καὶ τὴν ἀσκητικότητα τῶν συνηθειῶν του. Διέπλασε χαρακτῆρα σύμφωνα μὲ τὴν ἀκρίβεια τῶν χριστιανικῶν παραγγελμάτων, ἀναδείχθηκε πρᾶος, ταπεινόφρων καὶ ἄκακος. Ἐκεῖ ἐπίσης, συστηματοποίησε τὴν καλλιγραφικὴ ἀντιγραφὴ καὶ σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων.

Μετὰ ἀπὸ καιρὸ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνώρισε τὸ Γρηγόριο τὸ Δεκαπολίτη καὶ συγκατοίκησαν γιὰ λίγο μαζὶ σ᾿ ἕνα κελλί. Ἐπειδὴ ὅμως ἀντέδρασε στὰ διατάγματα τοῦ εἰκονομάχου βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ε´, ἐξεδιώχθη στὴ Ῥώμη. Στὸ δρόμο τὸν ἀπήγαγαν πειρατὲς στὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ κεῖ ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθύ γῆρας τὸ 842. Δικό του ἔργο κατὰ μέγα μέρος, ἀποτελεῖ καὶ ἡ λεγόμενη Παρακλητική.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ δωδεκάχορδον τοῦ Λόγου ὄργανον, τὴν παναρμόνιον λύραν τῆς χάριτος, τὸ Ὑμνογράφον Ἰωσὴφ τιμήσωμεν ἐπαξίως• οὗτος γὰρ ἀνύμνησε, μελιχροὶς μελωδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα. Μεθ' ὧν καὶ ἱκετεύει ἀπαύστως, δοῦναι ἠμὶν πταισμάτων λύσιν. 

 
Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδηφόρος (ἢ Ἐλπιδοφόρος)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Οἱ Ἅγιοι Δίος, Βυθόνιος (ἢ Βιθυνίας) καὶ Γάλυκος

Τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι συγκεχυμένα. Στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα 70 ἡ μνήμη τοὺς συνοδεύεται μὲ αὐτὴ τοῦ Μάρτυρα Ἰλαρίωνα, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ δὲν μνημονεύεται. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Κώδικα αὐτό, οἱ Ἅγιοι αὐτοί, αὐθόρμητα παρουσιάστηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση, διότι θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Καὶ συγχρόνως ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί.

Ὁ δὲ πονηρὸς ἄρχοντας τοὺς εἶπε νὰ ἔλθουν στὴ γιορτὴ τῶν εἰδώλων καὶ ἀφοῦ θυσιάσουν σ᾿ αὐτά, θὰ ἔκανε ὅ,τι αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι προσποιήθηκαν ὅτι θὰ πήγαιναν. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ἡ γιορτὴ καὶ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θυσιάσουν, οἱ Ἅγιοι ἔριξαν κάτω τὰ εἰδωλόθυτα καὶ συνέτριψαν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμούς. Τότε οἱ φτωχοί της πόλης, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαξαν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τοὺς κατεστραμμένους βωμοὺς καὶ ἔφαγαν ὅλα τὰ εἰδωλόθυτα. Διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν πόλη αὐτή, ὑπῆρχε πολλὴ πεῖνα. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, τὸ θεώρησαν μεγάλη προσβολή.

Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν μὲ σχοινιὰ καὶ γιὰ τρία 24άωρα τοὺς ἔσερναν μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης, καὶ τοὺς χτυποῦσαν ἀλύπητα μὲ πέτρες, ξύλα, καὶ τοὺς ἔκοβαν μὲ τὰ δόντια τὶς σάρκες τους. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν μὲ ὀγκόλιθους, τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾿ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἀνέσυρε σώους καὶ ἀβλαβεῖς. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν χριστιανοί. Κατόπιν ὅμως, οἱ πιὸ πωρωμένοι ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Ἄλλοι Συναξαριστὲς ὅμως γράφουν, ὅτι ὁ μὲν Βιθύνιος μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὁ δὲ Γάλυκος ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὰ θηρία, καὶ ὁ Δίος μαρτύρησε ἀφοῦ δέχτηκε μία κεραμίδα στὸ κεφάλι.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰλλύριος

Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἀπελεύθερος

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν Ῥῶσος στὴν καταγωγὴ καὶ σὲ παιδικὴ ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε.

Στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Παῦλος παντρεύτηκε Ῥωσίδα γυναῖκα, πρώην αἰχμάλωτη, μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ζωὴ εὐσεβή. Κάποτε ὅμως τὸν κατέλαβε ἐπιληψία καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν Ναὸ τῆς Θεομήτορος, τῆς ἐπονομαζόμενης τοῦ Μογλουνίου.

Στὸ δρόμο συνάντησε Τούρκους καὶ ἄρχισε νὰ ζητάει ἀπ᾿ αὐτοὺς βοήθεια, φωνάζοντας «Ἀγαρηνὸς εἶμαι». Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ ἀνέφεραν τὸ γεγονὸς στὸν Βεζίρη, ποὺ πρόσταξε τὴν σύλληψη τῶν ἱερέων τοῦ προαναφερθέντος Ναοῦ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ μάρτυρα.

Ὅταν ὁ Παῦλος, κατὰ τὴν παραμονή του στὸν Ναό, ἔγινε καλά, παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητοῦσε νὰ ὁμολογήσει ἐπίσημα τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε δόξες καὶ τιμές. Ἐνῷ στὴν ἀντίθετη περίπτωση, τὸν ἀπειλοῦσε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο.

Ὁ Παῦλος, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ποὺ τὸν συνόδευε, ὁμολογοῦσε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁπότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Ὅταν καὶ πάλι ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸ Βεζίρη, ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸν Ἱππόδρομο Ἂτ μεϊντάν, ὅπου ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ἦταν 3 Ἀπριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, τὸ ἔτος 1683. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.

 
Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ Παρθενομάρτυς ἡ μετὰ τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἐν Ἀντιοχείᾳ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...