Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012

«Μπαμπά, γιατί δεν βλέπω το Χριστό ;»


πηγή

30ΣΕΠ
Εισαγωγικά.
Δημοσιεύουμε την  θαυμάσια ομιλία του π.Γεωργίου Γανωτή,που εκφωνήθηκε στον Βόλο το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου σε Συνέδριο Ορθοδόξων ψυχοθεραπευτών με θέμα “Ψυχοθεραπεία και Ποιμαντική: Αποκαλύψεις της ύπαρξης» και μας στάλθηκε με e-mail.
————————————-

Σεβασμιώτατε , αγαπητοί πατέρες ,οργανωτική επιτροπή  της “orthopsy 2012”, ελλογιμώτατοι καθηγητές  και εκπαιδευτικοί  χαίρετε!
Είναι αλήθεια ότι εμείς ‘‘οι μεγάλοι’’, είτε ως γονείς ,θείοι ή νονοί, είτε ως ιερείς ή κατηχητές της ενορίας μας, είτε ως δάσκαλοι έχουμε βρεθεί αμήχανοι να απαντήσουμε σε κάποια ερώτηση
«Μπαμπά,  γιατί δεν βλέπω το Χριστό ;»
ενός ‘‘ μικρού ’’ του νηπιαγωγείου ή του δημοτικού που έχει σχέση με το Θεό ,τη ζωή ,την αγάπη,  το θάνατο την ύπαρξη ή την ανυπαρξία.
Και  αυτή η αμηχανία δεν είναι μόνο δικό μας κατόρθωμα. Είναι αλήθεια ότι ο υπαρξιακός προβληματισμός είναι ένα αδικημένο και παραμελημένο θέμα η παραμέληση του οποίου αντανακλά την λανθασμένη αντίληψη που έχουμε για την σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας .Όμως και το παιδικό εμπόριο που κερδίζει δισεκατομμύρια ευρώ από την μετάλλαξη  παιδιών και εφήβων  σε καταναλωτικούς,  μονίμως ανικανοποίητους πελάτες έχει καταφέρει ( με τη δική μας ανοχή στη χρήση της τηλεόρασης  ) να απωθήσει από την παιδική ψυχή την ενασχόληση με τον θησαυρό της υπαρξιακής αναζήτησης.
Όσοι λοιπόν είχαμε την τύχη να βρεθούμε σε μια τέτοια αμηχανία  , στην προσπάθειά μας να πάρουμε θέση  κάναμε το πρώτο μας λάθος να απαντήσουμε ως μεγάλοι, με το μυαλό και τις γνώσεις μας ,νομίζοντας ότι έτσι θα καλύψουμε την απορία και θα γίνουμε πειστικοί. Όμως γρήγορα έρχεται η δεύτερη ερώτηση , η τρίτη και σύντομα καταλαβαίνουμε ότι ο μικρός μας φίλος δεν έμεινε ιδιαίτερα ικανοποιημένος.
Δεν έχουμε καταλάβει πως δεν πείθουμε γιατί η απόσταση που έχουμε πάρει από την παιδική μας ηλικία είναι τόση όση και η απόσταση που μας χωρίζει απ’ την κατανόηση του Θεού και του μυστηρίου της ύπαρξης. Ένας μικρούλης όσο αδύναμος κι αν φαίνεται έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είναι πολύ πιο κοντά στο σημείο μηδέν της ύπαρξής του δηλαδή πολύ κοντά στο Δημιουργό και Πατέρα όλων μας
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας ρωτήσω αν είχατε ποτέ την απορία ποια ήταν η πρώτη ερώτηση του Χριστού στην παιδική του ηλικία και τι απάντηση Του δόθηκε……..
……..Όταν ο παις Ιησούς δωδεκαετής βρέθηκε με τη μητέρα του και τον Ιωσήφ προσκυνητής στον ναό του Σολομώντος και συμπληρώθηκαν οι μέρες της εορτής , ο παις Ιησούς παρέμεινε στο ναό και «ξέχασε» να ακολουθήσει τους γονείς του στη Ναζαρέτ. Τρεις μέρες έψαχναν να τον βρουν και τέλος όταν τον βρήκαν στο ναό να συζητά με τους ιερείς και του παραπονέθηκαν για την ταλαιπωρία , πήραν την αναπάντεχη απάντηση που τη διετύπωσε ο Ιησούς ως ερώτηση: – Δεν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στο σπίτι του πατέρα μου;
        Ο Ιησούς θεώρησε την απάντηση αυτονόητη, οι γονείς όμως έμειναν έκθαμβοι και σκεπτικοί. Απάντηση δεν πήρε  Κι όμως ο Ιησούς σ’ αυτήν την ηλικία θεώρησε το πράγμα αυτονόητο και το είπε χωρίς καμμιά έκσταση. Φαίνεται ότι αυτή η συνείδηση κυοφορούνταν από πολύ νωρίτερα στην αγία καρδούλα του.
Όλα τα παιδιά κάνουν τέτοιες αυτονόητες ερωτήσεις με ψυχραιμία και αφοπλιστική ηρεμία  που πραγματικά «στριμώχνουν» εμάς τους μεγάλους και συχνά μας  αναστατώνουν. Και ξέρετε γιατί μας αναστατώνουν; Γιατί εμείς οι μεγάλοι αυτές τις ίδιες ερωτήσεις ενώ είναι και δικές μας δεν τολμούμε να τις κάνουμε στον εαυτό μας και τις απωθούμε για να μπορούμε με λιγότερες ενοχές και με αφασία συνειδήσεως να κρατήσουμε πεισματικά την απόσταση «ασφαλείας» που μας χωρίζει από την αγάπη του Θεού.
       Η ευθύτητα , η ειλικρίνεια και η ηρεμία με την οποία διατυπώνονται οι απορίες των παιδιών δείχνουν ότι αυτές δεν οφείλονται σε παιδική ανωριμότητα, αλλά στην σύγκρουση που γίνεται μέσα τους ανάμεσα στον κόσμο, που αντικρύζουν, και σ’ έναν άλλο κόσμο που θεωρούν αυτονόητον, τον κόσμο από τον οποίον προέρχονται.
  Αυτή η επισήμανση αγαπητοί μου είναι πολύ σημαντική και θα δούμε πως θα γυρνάμε συχνά σ’ αυτήν!
Έτσι ,  ρωτάνε τα παιδιά :     α)      ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
Παύλος  ( 5 χρονών ) – Μπαμπά, γιατί δεν βλέπω τον Χριστό;
-         Γιατί θέλει περισσότερο να τον αγαπάμε με την καρδιά μας
-         Και πότε θα τον δω; ……Θέλω να τον βλέπω!
-         ……………………!!!
Απ’ αυτόν τον διάλογο ανακαλύπτουμε πολλά για την παιδική  αναζήτηση του Θεού.
  • Ρωτάει  για τον Χριστό και όχι για τον Θεό. Θέλει ο Θεός να έχει όνομα . Άλλωστε τον Χριστό τον έχει δει σε εικόνες , στην αγκαλιά της Παναγίας , σε αγιογραφίες , του είναι γνώριμο πρόσωπο αλλά αυτό δεν του φτάνει , θέλει να τον χαρεί με όλες του τις αισθήσεις!
  • Δεν αμφισβητεί την ύπαρξή Του . Αντιθέτως την θεωρεί δεδομένη.
  • Το ότι δεν βλέπει τον Χριστό επειδή έχει ταπεινή καρδούλα το θεωρεί δική του αδυναμία.
  • Δεν πείθεται από την δογματική και συναισθηματική απάντηση ( παρ’ όλο που θεωρείται καλή απάντηση)
  • Πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα τον δει, το πείσμα του αυτό φανερώνει μεγάλη αγάπη για τον Χριστό και ανυπομονησία για την χαρά της δευτέρας παρουσίας ( ζει τον Παράδεισο! )
  • Θέλει να ζει μαζί του , να Τον βλέπει συνέχεια.
  •  Δεν φοβάται να Τον δει γιατί είναι αθώο χωρίς ενοχές και η καρδούλα του είναι πεντακάθαρη.


β) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
Πολλές φορές μας εκπλήσσει η ιδέα που ήδη έχει σχηματιστεί στα μικρά παιδιά:

Γιώργος (4 χρονών)
-         Μπαμπά, ποιο είναι το αγαπημένο φαΐ των αγγέλων;
-         Μα οι άγγελοι παιδί μου δεν τρώνε.
-         Τι λες μπαμπά! Εγώ μια μέρα θα πάρω μια σκάλα , θα ανέβω στον ουρανό και θα τρυπήσω τα σύννεφα να πέσουν τα φαγητά των αγγέλων να τα φάω!

  • Η ύπαρξη των αγγέλων είναι δεδομένη.
  • Εδώ βλέπουμε την ομοιότητα  που αισθάνεται πως έχει το παιδί με τους αγγέλους
  • Τα παιδιά πολλές φορές είναι τόσο σίγουρα που μας  διαψεύδουν αμέσως καθώς η δική μας αλήθεια δεν τα εξυπηρετεί στην ταύτισή τους με αυτό που αγαπάνε και θαυμάζουν κι εδώ αυτό είναι οι άγγελοι
  • Το παιδί γνωρίζει ότι ο άγγελος είναι πολύ χαρούμενος . Με τι άραγε; Μα μ’ αυτό που και το παιδί χαίρεται!( στη συγκεκριμένη περίπτωση ,το καλό φαΐ)
γ)   ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ

μαθήτρια  6 χρονών
 21ου δημ. Σχολ      -     Μαμά, πώς γεννιούνται τα παιδιά;
-         Αγαπιέται ο μπαμπάς με τη μαμά, παντρεύονται και…
-         Κι ύστερα;
-         Ύστερα ,ξεκινά μια ζωούλα στη κοιλιά της μανούλας
-         Πού; Εκεί  που πάνε τα φαγητά;
-         Ναι……
-         Και από πού βγαίνει το μωρό;
-         Από κει που ……να, εδώ από κάτω!
-         Πού; Από κει που κάνουμε τα τσίσα;
-         Ναι…
-          Κι εσύ έτσι με γέννησες μαμά;

  • Σ’ αυτήν την ηλικία δεν ενδιαφέρει τα παιδιά τόσο ο τρόπος της σύλληψης όσο το ίδιο το γεγονός της γέννησης . Την καινούρια ζωή την θεωρούν άλλοτε ως δεδομένη εξαιτίας της αγάπης των γονέων και άλλοτε φυσικό αποτέλεσμα του γάμου ( πολλές φορές αρνούνται να δεχτούν ότι μια γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί μπορεί να γεννήσει! )
  • Τα παιδιά δυσκολεύονται να δεχτούν ως περιοχή όπου συντελείται αυτό το εκπληκτικό γεγονός την περιοχή των περιττωμάτων και της φυσικής συστολής Ακόμα κι αν δώσει η μητέρα μια ρεαλιστική απάντηση, με κάθε αθωότητα, το παιδί δεν ικανοποιείται, δεν συμβιβάζεται. Κανένα παιδί δεν μπορεί να φανταστεί τη μανούλα του στη σεξουαλική διαδικασία της σύλληψης. Φαίνεται πως ,ακόμα και να μην το ξέρουν, τα παιδιά έχουν σαν πρότυπο της μητρότητος την Παρθένα Παναγία μητέρα του Χριστού.
  • Δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στο θαύμα της ύπαρξης της ζωής και ιδιαιτέρως της δικής τους γι’ αυτό πιστεύουν πως η δική τους γέννηση πρέπει να ήταν πιο σπουδαία , πιο ιερή !
δ)   ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Μιχάλης ( πρώτη δημοτικού)  Πώς  πέθανε η Παναγία παππού;
                         – Να, πέρασαν τα χρόνια  ήρθε η ηλικία της και ….πέθανε
-Γριά η Παναγία παππού; Πού την είδες την Παναγία γριά;
- Εσύ πώς λες ότι πέθανε;
- Εγώ λέω πως η Παναγία πέθανε από τον πόνο της , όταν είδε τον γυιό της σταυρωμένο!


Παύλος:   5 χρονών:   -     Πού πάμε όταν πεθάνουμε;
-         Στον ουρανό κοντά στον Θεό.
-         Εσύ πού θα πας;
-         Κι εγώ…..
-         Εσύ, κι εσύ, κι εσύ( δείχνει κι άλλους παρευρισκομένους ) άμα πεθάνετε θα πάτε στον ουρανό;
-         Εσύ πού θα πας ;
-         Εγώ δε θα πάω , δε θα πεθάνω!!!
  • Τα παιδιά συνταιριάζουν την αρχέτυπη εικόνα της μάνας τους με την Θεοτόκο και έτσι  δεν μπορούν να φανταστούν την Παναγία γερόντισσα, γριά.. Μέσα στην καρδούλα τους η εικόνα της Παναγίας σκορπά μια ομορφιά και μια γαλήνη που τα παιδιά την θεωρούν αλώβητη από τον χρόνο. Μόνο ο μεγάλος πόνος , δηλαδή το κακό , η αδικία , ο διάβολος , θα μπορούσε να είναι η αιτία του θανάτου!
  • Η ζωή είναι δεδομένο ότι συνεχίζεται μετά τον θάνατο. Άρα το ερώτημα είναι ποιος είναι ο καινούριος τόπος της ύπαρξης ( μέσα στις καρδιές των παιδιών η Ανάσταση είναι αληθινή γιατί αυτή νικά την στεναχώρια του Θανάτου  και συνεχίζει την χαρά της Ζωής)
  • Ο θάνατος των μεγάλων ανθρώπων μπορεί να είναι κατανοητός και αποδεκτός , ποτέ όμως ο δικός τους θάνατος , ή ο θάνατος ενώ παιδιού ο οποίος φαίνεται να μην δικαιολογείται στις συνειδήσεις τους ακόμα κι αν πάρουν τη δογματική απάντηση γενικά για το θάνατο. ( Συντέκνισσα Παπαδιαμάντη – Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια; ). Τα παιδιά ζούνε ήδη την χαρά του Παραδείσου όπου δεν χωρά ο θάνατος!
ε) Στις μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου οι υπαρξιακές ερωτήσεις των παιδιών έχουν πιο πολύ σχέση με την αδικία , τον πόλεμο, τους χωρισμούς των γονέων
-         Γιατί γίνονται πόλεμοι;
-         Γιατί ο Θεός αφήνει τους κακούς να σκοτώνουν παιδιά στον πόλεμο;
-         Γιατί δε σκοτώνει τους κακούς αφού είναι κακοί;
 ( ερώτηση μαθήτριας Στ΄21ου Δημ.Σχ.):
-         Γιατί αφού ο Θεός τα ξέρει όλα έπλασε τον άνθρωπο ενώ ήξερε ότι δεν θα τον υπακούσει και θα τιμωρηθεί;
-         Γιατί ο Θεός δίνει παιδιά σ’ αυτούς που δεν αγαπιούνται και όλο μαλώνουν  και σ’ άλλους που αγαπιούνται δε δίνει;
-         Γιατί δεν έρχεται ο μπαμπάς στο σπίτι;


  • Αυτό που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις ερωτήσεις παιδιών μεγαλύτερων τάξεων του δημ. Σχολείου είναι η αρχή της αμφισβήτησης της δικαιοσύνης του Θεού. Γίνονται αυστηρά με τον Θεό και την ανoχή  Του στο κακό. Κι επίσης του προσθέτουν καθαρά ανθρώπινες αδυναμίες .( Ενας μαθητής στο κατηχητικό του Αγίου Αντρέα οδ. Λευκωσίας όταν ερωτήθηκε γιατί ο Θεός μπέρδεψε με πολλές γλώσσες τους ανθρώπους στον Πύργο της Βαβέλ  απάντησε Γιατί φοβήθηκε τους ανθρώπους ! )
  • Η πιο δραματική ίσως απορία των παιδιών είναι γιατί χωρίζουν οι γονείς τους. Δεν μπορούν τα παιδιά να φανταστούν την αγάπη να πεθαίνει και διαμαρτύρονται δικαίως. Δεν μπορούν να αγαπήσουν μόνο τον ένα από τους δύο γονείς ακόμα κι αν ο δεύτερος τα παραμελεί ή και τα κακοποιεί κι αυτό γιατί βλέπουν και τους δυο σαν έναν όπως ακριβώς τους ένωσε  ο θεός μέσα στην εκκλησία.
(Εδώ βέβαια θέλω να επισημάνω πως η παραμέληση είναι χειρότερη από την κακοποίηση. Οι μαθητές στο σχολείο που τρώνε ξύλο από τους γονείς τους είναι πιο ευτυχισμένοι από τα παιδιά που δεν βλέπουν τους γονείς τους.)

         Γι’ αυτά τα ερωτήματα Δεν θα μπω στον πειρασμό της σωστής απάντησης καθώς πρώτον δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση για όλα τα παιδιά. Δεύτερον , έχει πολύ μεγάλη αξία να κατανοήσουμε με πολύ σεβασμό και αγάπη το βάθος , την αλήθεια την ιερότητα αυτών των ερωτήσεων  και τρίτον και πιο σημαντικό γιατί εδώ πρέπει να σταθούμε λιγάκι στη δυναμική του αναπάντητος ερωτήματος. Θα μπούμε καλύτερα στο νόημα με ένα ανέκδοτο που κρύβει μια μεγάλη αλήθεια:
-         Μπαμπα , γιατί συμβαίνει αυτό…..;
-         Δεν ξέρω παιδί μου!
-         Μπαμπά , γιατί συμβαίνει το άλλο……;
-         Δεν ξέρω παιδί μου!
-         ( Η μητέρα ) Άσε παιδί μου τον πατέρα σου, τον ζάλισες!
-         (  Ο πατέρας )  Άσε βρε γυναίκα το παιδί να ρωτήσει. Αν δεν ρωτήσει πώς θα μάθει;
Βέβαια μπορεί εδώ κάποιος να κοροϊδέψει αυτόν τον πατέρα. Όμως ο πατέρας αυτός πρώτον ακούει το παιδί του ( πολύ σπουδαίο πράγμα να ακούς , να ασχολείσαι με το παιδί σου ) και δεύτερον του μαθαίνει ότι υπάρχουν και αναπάντητα ερωτήματα.
Αλήθεια, γιατί δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε δύσκολες ερωτήσεις όπως αυτές που διατυπώνουν τα παιδιά που « κρίνουν » τον Θεό;
Μήπως γιατί είμαστε ένοχοι εμείς που καλούμαστε να απαντήσουμε; Άραγε υπάρχει ένα κακό στον κόσμο που να μην φταίμε όλοι μας;
Ένα κοριτσάκι άκουσε έναν τρελό στο δρόμο που έβριζε ασταμάτητα. Σοκαρισμένο γυρνάει στον παππού του που το κράταγε από το χεράκι και τον ρωτά:
-         Ώστε λέτε και σεις τέτοια;
-         …….!
Το κοριτσάκι δεν βλέπει και δεν ακούει έναν ‘‘ τρελό ’’αλλά έναν άνθρωπο κι αυτό το κάνει γιατί ξέρει ν’ αγαπά και όχι να κατακρίνει, να βάζει ταμπέλες και να απομονώνει. Θεωρεί τον μεγάλο άνθρωπο πολύ σπουδαίο, τον θαυμάζει και τον εξυψώνει. Δεν θέλει να τον βλέπει να αμαρτάνει.
Ο παππούς της δεν της απάντησε και πολύ καλά έκανε. Άφησε τη μικρή να βγάλει μόνη της τα συμπεράσματά της . Πολλοί από μας σε τέτοιες περιπτώσεις απαντούν :
- Μη δίνεις σημασία. Είναι τρελός ! ( Καλύτερα να μην απαντήσεις παρά να το πεις αυτό)

Αγαπητοί μου πιστεύω πράγματι πως δεν ωφελεί να απαντήσουμε σε όλα γιατί μόνο έτσι το παιδί θα αναζητήσει τον Θεό! Ας μεγαλώσει ξέροντας ότι θα έχει και αναπάντητα ερωτήματα και θα μάθει να προσεύχεται κυρίως γι’ αυτά που δεν έχουν λογική. Γι’ αυτά που εμείς οι μεγάλοι δεν μπορέσαμε είτε με τα λόγια είτε με τα έργα μας να το βοηθήσουμε.
Το πιο σπουδαίο κι αυτό που πάντα μας μένει στο νου είναι η ερώτηση που τολμά να κάνει αυτός ο μικρός άνθρωπος. Ερωτήσεις που αν είχαμε λίγο θάρρος και πίστη θα τις τολμούσαμε κι εμείς . Έχουμε όμως πολύ δρόμο μπροστά μας , εμείς οι αποδέκτες αυτών των ερωτήσεων για να μοιάσουμε λιγάκι στους μικρούς αυτούς ήρωες της Αληθινής Ζωής , τα παιδιά.
Ο  δρόμος αυτός περνάει αδιαμφισβήτητα μπροστά από την ανάληψη των ευθυνών μας να ξανακαλέσουμε αυτόν τον απωθημένο υπαρξιακό προβληματισμό και να τον κάνουμε όπως σήμερα σ’ αυτό το συνέδριο τόσο θέμα σοβαρής   μελέτης  και διδασκαλίας -γιατί όχι και στα πανεπιστήμιά μας που στερούνται δυστυχώς τέτοιων θεμάτων-όσο και προσωπικής μας ενασχόλησης καθώς η σωτηρία μας όπως μας είπε καθαρά ο Χριστός μας έχει ως προϋπόθεση πρώτον να μην εμποδίζουμε τα παιδιά να Τον πλησιάζουν  και δεύτερον να μοιάσουμε σ’ αυτά τα παιδιά !
Σας ευχαριστώ πολύ ,

Πατήρ Γεώργιος Γανωτής
Εφημέριος στο Ιερό Παρεκκλήσιο της Οσίας Ξένης κάτω Πατησίων
Δάσκαλος στο 21ο δημοτικό σχολείο Αθηνών

Πραγματικές και διδακτικές ιστορίες για την συγχώρεση των εχθρών.



29ΣΕΠ
Μια παλαιά ιστορία λέγει τα εξής.
Ένας πατέρας, όταν εγέρασε, διένειμε την περιουσία του στα παιδιά. Κράτησε ένα πολύτιμο δαχτυλίδι με ένα τεράστιο διαμάντι.
- Αυτό, τους είπε, θα το δώσω σ’ εκείνον που έχει κάμει την πιο καλή πράξη.
Έμενα, του είπε ο ένας, μου είχε εμπιστευθή ένας φίλος μου ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς κανένα χαρτί. Χωρίς καμμιά απόδειξη. Μπορούσα να τον γελάσω. Και να τα κρατήσω όλα! Μα του τα επέστρεψα όλα! Δεν είναι σπουδαία πράξη αυτό;
- Καλή είναι η πράξη σου, παιδί μου. Αλλά αλλοίμονο αν δεν το έκανες αυτό. Δεν θα ήσουν έντιμος άνθρωπος. Θα ήσουν απατεώνας και καταχραστής. Αν ενεργούσες αλλιώς, θα έπρεπε να εντρέπεσαι σε όλη σου την ζωή.
Εγώ, είπε ο δεύτερος, είδα μια φορά ένα παιδάκι, πού είχε πέσει στην θάλασσα και από στιγμή σε στιγμή θα πνιγόταν. Εβούτηξα στη θάλασσα με τα ρούχα. Και το έσωσα! Δεν είναι σπουδαία η πράξη αυτή;
Έκαμες, παιδί μου, απλώς το χρέος σου. Τίποτε περισσότερο! Αλλοίμονο να άφηνες το μικρό παιδί να πνιγεί! Αυτό δεν το κάνουν ούτε οι άνθρωποι του υποκόσμου!
Εγώ, είπε ο τρίτος, ευρήκα τον εχθρό μου να κοιμάται σε ένα απόκρημνο βράχο. Είχε στον ύπνο του γυρίσει λίγο. Και ήταν έτοιμος να πέσει κάτω και να σκοτωθή. Τον ξύπνησα και τον τράβηξα μακριά από τον βράχο. Και σώθηκε.
Γεμάτος χαρά και με όψη που έλαμπε, είπε ο γέρος πατέρας:
- Μπράβο, παιδί μου! Αυτή είναι αληθινά σπουδαία πράξη. Να κάνεις καλό στον εχθρό σου. Και να τον σώζεις, από κακό που θα πάθαινε, χωρίς να του φταις εσύ.
Συ, αδελφέ μου, τι καλές πράξεις έχεις κάμει; Αξίζουν τίποτε στα μάτια του Θεού;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ)
Από τον βίο του Αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω.
Ο άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνητρίας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη. Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου! Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
- Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!…
- Γιατί, παιδί μου, Τι κακό έκαμες;
- Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!….
- Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
- Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!…
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού: Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!…
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
- Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ’ αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
 συγχώρηση (Μία ληθινή στορία)
Πρίν πολλά χρόνια καί μετά τήν λήξη τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ καί τοῦ ἀδελφοκτόνου πολέμου, σέ κάποιο χωριό, ἔγινε ἕνας φόνος, γιά πολιτικούς μᾶλλον λόγους καί ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου φανατισμοῦ, πού ἐπικρατοῦσε ἐκείνη τήν ἐποχή. Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ὁ Πέτρος Γ. καί μέ τίς μαρτυρίες πέντε συγχωριανῶν του δικάστηκε καί καταδικάστηκε σέ 30 χρόνια φυλάκιση. Ὁ κατηγορούμενος ὅμως ἰσχυρίζετο συνεχῶς ὅτι ἦτο ἀθῶος. Κλείσθηκε σέ ἀγροτικές φυλακές, ἀλλά μέρα-νύχτα διαλαλοῦσε καί μονολογοῦσε ὅτι ἦτο ἀθῶος.
Σ’ αὐτές τίς φυλακές πήγαινε μιὰ φορά τόν μήνα ἕνας εὐλαβέστατος ἱερεύς καί λειτουργοῦσε στό ἐκκλησάκι πού ὑπῆρχε καί κατόπιν ἐδέχετο γιά ἐξομολόγηση ὅσους ἐκ τῶν φυλακισμένων τό ἐπιθυμοῦσαν. Ὕστερα ἀπό 5-6 μῆνες, πῆγε καί ὁ ἐν λόγω χωριανός στόν εὐλαβῆ ἐκεῖνον ἱερέα καί ἐξομολόγο, καί ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί μπροστά στό πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, βεβαίωνε μέ ὅρκους ὅτι ἦταν ἀθῶος.
Ἀπό τότε πού ἐξομολογήθηκε μέσα στίς φυλακές ὁ Πέτρος Γ., ἄλλαξε τελείως διαγωγή καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης τοῦ Εὐαγγελίου, πού τοῦ δώρησε ἐκεῖνος ὁ καλός ἱερεύς. Μέσα σ’ ἕναν χρόνο ἀλλοιώθηκε τόσο πολύ, πού ὅλοι οἱ συγκρατούμενοί του καί βαρυποινίτες ἄρχισαν νά τόν σέβωνται καί νά τοῦ φέρωνται φιλικά. Καί μέ τήν Χάρι καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γρήγορα πείσθηκε ὁ εὐλαβής ἱερεύς γιά τήν ἀθωώτητά του, ὥστε τοῦ ἐπέτρεπε νά κοινωνῆ κάθε φορὰ πού λειτουργοῦσε στίς φυλακές.
Ὁ ἱερεύς προσπάθησε κάτι νά κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, ἀλλά οἱ μάρτυρες ἦσαν ἀπολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ἦσαν δῆθεν παρόντες στόν φόνο. Παρά ταῦτα ὁ Ἐξομολόγος πίστευε ὅτι ὄντως ἦτο ἀθῶος καί θύμα σκευωρίας. Ὁ Πέτρος Γ. ὄχι μόνο προσηύχετο μέ τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τό ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ», ἀλλά μελετοῦσε τό Εὐαγγέλιο καί κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σέ ὅλους τοὺς συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη. Συγχωροῦσε δέ μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τούς κατηγόρους του καί αὐτόν ἀκόμα τόν ἄγνωστο φονιά. Δέν φταῖνε, οἱ καημένοι, ἔλεγε. Φταίει τό πολιτικό καί ἰδεολογικό πάθος, φταίει καί ὁ διάβολος πού τούς σκοτεινίασε τό μυαλό κι ἔτσι κρύψανε τήν ἀλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους· καί ἀπό μένα νά ‘ναι συγχωρεμένοι. καί χάρισέ τους πλούτη καί ἀγαθά πολλά, ἀλλά χάρισέ τους προπαντός καί ἰδιαιτέρως φωτισμό καί ὑγεία.
Ἔτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω τῆς καλῆς καί ἀρίστης διαγωγῆς καί ἐπειδή ἔκανε καί στίς τότε ἀγροτικές φυλακές, ὅπου ἐμειώνετο ἡ ποινή, ἀποφυλακίσθηκε. Ἦτο πλέον 50 ἐτῶν. Στό χωριό ὅμως δέν ἔγινε δεκτός, ἐπειδή τόν πίστευαν ὅλοι γιά φονιά καί κυρίως οἱ συγγενεῖς τοῦ φονευμένου. Ἔτσι, μετακόμισε σέ μία γειτονική πόλι καί ἔκαμε τόν ἐργάτη, τόν οἰκοδόμο καί κυρίως τόν μαραγκό, δουλειά πού τήν ἔμαθε στήν φυλακή. Ἡ ζωή του ὅμως ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ζωή ἑνός ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, μέ τήν ἀκριβῆ συμμετοχή στά Μυστήρια, μέ τήν σωστή τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαιτέρως μέ τήν προσευχή. Ἡ προσευχή ἦταν τό ὀξυγόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Εὐχή καί τό Εὐαγγέλιο ἦσαν γι’ αὐτόν «ἄρτος ζωῆς» καί «ὕδωρ ζῶν».
Μία κοπέλα 42 ἐτῶν, θεολόγος σέ κάποιο Γυμνάσιο τῆς περιοχῆς, πληροφορήθηκε ἀπό τόν Πνευματικό τῶν φυλακῶν, πού ἦτο καί δικός της Πνευματικός, τά πάντα γιά τόν Πέτρο Γ. καί ἰδιαιτέρως γιά τό πόσο ἦτο ἀφοσιωμένος στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία Του. Πῆγε, τόν βρῆκε καί κατόπιν τόν ζήτησε ἡ ἴδια σέ γάμο!. Ἀπό τόν εὐλογημένο αὐτό γάμο προῆλθαν δυό παιδιά, ὑγιέστατα.
Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, στό χωριό πού ἔγινε ὁ φόνος, κάποιος ἀρρώστησε βαρειά μέ ἀνεξήγητους φοβερούς πόνους σέ ὅλο του τό σῶμα. Ἡ ἐπιστήμη μέ τούς γιατρούς καί τίς κλινικές ἐξετάσεις, πού ἦσαν προηγμένες, στάθηκαν ἀδύνατον νά τόν βοηθήσουν!!! Οὔτε κἄν τήν αἰτία δέν μπόρεσαν νά ἐντοπίσουν!
Ἔτσι, μιὰ βραδυά στό σπίτι του, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τό νοσοκομεῖο, σ’ αὐτήν τήν φοβερή κατάστασι, ἄρχισε νά κραυγάζη μέσα στούς φοβερούς του πόνους ὅτι αὐτός ἦτο ὁ φονιάς καί μέ τούς 4 ψευδομάρτυρες, τούς ὁποίους ἐξηγόρασε μέ μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τόν Πέτρο Γ., ποὺ συμπτωματικά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖνο τό σταυροδρόμι, τήν ὥρα πού ἔγινε ὁ φόνος.
Φώναξαν τόν ἀστυνόμο τοῦ τμήματος τοῦ χωριοῦ, ὑπέγραψε τήν ὁμολογία του κατονομάζοντας καί τούς 4 ψευδομάρτυρες καί συνεργούς του. Ποιά νομική διαδικασία ἀκολουθήθηκε μετά, δέν γνωρίζω. Ἡ ὁμολογία του ὅμως ἔκανε κρότο στό χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές καί πολλές κατάρες, οἱ ὁποῖες βάραιναν τόν φονιά.
Παρά ταῦτα, ἡ ψυχή τοῦ φονιᾶ δέν ἔφευγε. Κι αὐτός ἐξακολουθοῦσε νά τσιρίζη καί νά κραυγάζη. Ὁ Πέτρος Γ., ὅπως ἦτο ἑπόμενον, τό ἔμαθε. Δέν κίνησε ὅμως καμιά διαδικασία γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς τιμῆς του μέ ἀναθεώρησι τῆς δίκης, μέ μηνύσεις κατά τῶν ἐνόχων καί ἄλλων ἐνδίκων νομίμων μέσων. Ἀλλά τί ἔκανε; Πῆγε στό σπίτι τοῦ φονιά!…Οἱ πάντες πάγωσαν. Οἱ περισσότεροι χωρικοί, ὅταν τόν εἶδαν νά περνάη μέσα ἀπό τό χωριό, ἀπό τήν ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε καί ὁ φονιάς ὅταν τόν ἀντικρυσε, καί μέ γουρλωμένα τά μάτια ἀπό τήν ἔκπληξι καί τήν φρίκη, τόν ἄκουσε νά τοῦ λέη: Γιῶργο, σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Καί σ’ εὐχαριστῶ, γιατί ἤσουν ἡ αἰτία νά γνωρίσω τόν Χριστό μέ τήν Ἐκκλησία Του καί τά ἅγια Μυστήριά της. Εὔχομαι νά Τόν γνωρίσεις κι ἐσύ, μέ μετάνοια καί προσευχή! Τόν ἀγκαλίασε, τόν φίλησε καί ἔφυγε, ἐνῶ κάποια δάκρυα κρυφά ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του.
Ὁ θρίαμβος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ἦλθε, ὕστερα ἀπό 35 χρόνια! Ἀλλά ὑπῆρξε καί θρίαμβος τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς πίστεως καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς τοῦ ἀδικημένου Πέτρου Γ. στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ταυτόχρονα στέφανος δόξης στήν ὑπομονή καί μακροθυμία, πού ἔδειξε τόσα χρόνια. Εὐλογήθηκε ἡ μετέπειτα ζωή του, ὅπως προείπαμε, μ’ ἕναν χριστιανικό γάμο καί μέ οἰκογένεια πού ἦτο «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» καί μέ δύο τρισευλογημένα παιδιά. Καί μάλιστα, μετά τήν ὁλοκάρδια συγχώρησι πού ἔδωσε καί τήν ἀγάπη πού ἔδειξε πρός ὅλους, πολλαπλασιάσθηκε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό σπιτικό του. Εἶχε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ πάνω του, τήν εὐλογία τῆς Παναγίας, τήν προστασία τῶν Ἁγίων καί τήν συμπαράστασι τῶν Ἀγγέλων.
Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, τό 1999. Παρών στήν κοίμησί του ἦτο καί ὁ ἐννενηντάχρονος ἱερεύς τῶν φυλακῶν, πού μοῦ διηγήθηκε αὐτό τό γεγονός, γιά νά μέ διαβεβαιώση ὅτι λίγο πρίν τό τέλος τοῦ Πέτρου Γ., Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι πλημμύρισαν τό δωμάτιό του, τούς ὁποίους ἔβλεπε ὄχι μόνο ὁ ψυχορραγῶν μέ τά μάτια του, ἀλλά καί ὁ ἐν λόγω ἱερεύς. Αὐτοί καί παρέλαβαν τήν ψυχή του, μετά τό τελευταῖο σημεῖον τοῦ σταυροῦ πού ἔκανε ὁ Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Ἄγγελέ μου! Ἄγγελέ μου!, δέν τήν ἀξίζω αὐτή τήν τιμή. Καί τοῦτο εἰπών, ἐκοιμήθη!.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, παρ’ ὅλο πού ἦταν ἔγγαμος καί ζοῦσε μέσα στόν σημερινό κόσμο, μετά ἀπό τήν τεράστια καί ἄδικη δοκιμασία καί ταλαιπωρία του στήν φυλακή, μαζί μέ βαρυποινίτες, εἶχε καρπούς τῆς Εὐχῆς, τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς. Ἡ ἔγγαμη ζωή του δέν τόν ἐμπόδισε νά λέγη μέρα-νύχτα τήν Εὐχή, ὅπως τήν ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ἡ Εὐχή μέσα στόν Κόσμο, Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου)
—————————————————————————————–
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.Ένα συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη στην Τουρκοκρατούμενη Κύπρο το 1974 .
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ηπειρωτικόν Μέλλον (Ιούλιος 1999) 

Ήταν το καλοκαίρι του 1974.
Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο. Και σκορπούν το θάνατο. Στην Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός. Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τους φέρνουν στην αυλή του σπιτιού ενός Ελληνοκυπρίου δασκάλου. Και τους καταδικάζουν σε θάνατο. Ετοιμάζουν τα όπλα. Και στρέφουν τους αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στον τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές για τους μελλοθανάτους. Περιμένουν μέσα σε κλίμα φόβου και αγωνίας τον Τούρκο αξιωματικό να έλθει και να διατάξει «πυρ».
Στρέφουν τότε το νου τους και την καρδιά τους στην Ελπίδα των Απελπισμένων. Και προσεύχονται όλοι τους θερμά για το τελευταίο τους ταξίδι και ιδιαίτερα ο δάσκαλος: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μας και δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ο Τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τους στρατιώτες του με τα όπλα, κοιτάζει βλοσυρός και τους μελλοθάνατους. Ρίχνει μια ματιά προς τα πάνω. Μια κληματαριά απλώνεται και σκεπάζει την αυλή. Ζητάει ένα τσαμπί σταφύλι, για να παρατείνει έτσι σκόπιμα την αγωνία των αιχμαλώτων. Παίρνει το τσαμπί. Μα, ενώ ετοιμάζεται να το φάει, ακούγεται δυνατή η φωνή του δασκάλου:

Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θα πεθάνεις!Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Και γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, αφού ξέρεις, ότι σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν, γιατί δεν με άφησες να το φάω και έτσι να με εκδικηθείς;Του απάντησε ο δάσκαλος, με ειρήνη και γαλήνη:
Είμαι χριστιανός. Και τώρα που πρόκειται να φύγω από τον κόσμο αυτό και να παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού, δεν θα ήθελα να βαρύνω την ψυχή μου με μια αμαρτία τόσο βαρειά.

Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, για μια ακόμα φορά. Στρέφεται και λέει στους στρατιώτες του:
Αν έβρισκα έναν τέτοιο Τούρκο, θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα και αφήστε τους ελεύθερους όλους!
Χρειάζονται σχόλια; Η δύναμη της χριστιανικής αγάπης, είναι ισχυρότερη από τα όπλα. Τα νικάει όλα.
Αρχιμ. Γρηγόριος Λίχας Ι. Μ. Προφήτου Ηλίου Πρεβέζης.
Το σακί με τις πατάτες-Μία διδακτική ιστορία για την συγχώρηση
Οταν ακόμα πήγαινα στο σχολείο, ως μαθητής, είχα έναν υπέροχο δάσκαλο. Μια μέρα είχαμε κουβεντιάσει για το πόσο απαραίτητο είναι να μην κρατάμε θυμό μέσα μας αλλά να κοιτάμε πως θα απαλλαγούμε από αυτόν, μας έβαλε να το δούμε αυτό πρακτικά.
- Αύριο, μας είχε πει, να φέρετε όλοι στο σχολείο μια πλαστική σακούλα και ένα μικρό σακί με πατάτες.
Τον κοιτάξαμε έκπληκτοι αλλά είχαμε μάθει πως δεν αστειεύεται με κάτι τέτοια. Έτσι την άλλη μέρα είχε ο καθένας μας ο,τι μας είχε ζητήσει.
Τότε εκείνος λέει:
- Κάθε φορά που αποφασίζετε να μην συγχωρέστε κάποιον, να παίρνετε μια πατάτα, να γράφετε πάνω της το όνομα εκείνου και την ημερομηνία και να την βάζετε μέσα στην πλαστική σακούλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μερικές σακούλες ήταν αρκετά βαριές.
Μας είπε επίσης αυτή την σακούλα να την κουβαλάμε μαζί μας, όπου κι αν πηγαίνουμε. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο σχολείο, στα ψώνια παντού. Καταλαβαίνεις γιατί έτσι;
Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να μας δείξει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το βάρος που κουβαλάμε. Να έχουμε επίγνωση κάθε στιγμή. Να το έχουμε μαζί μας ακόμα και στα μέρη που είναι κάπως… καθως πρέπει. Για φαντάσου τώρα να έχεις μια σακούλα με πατάτες στην disco.
Όπως επίσης φαντάσου ότι αρκετές από αυτές τις πατάτες είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Για να μας θυμίζουν το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για τον αρνητισμό και τον πόνο μέσα μας, όταν δεν αποφασίζουμε να συγχωρούμε.
Πάρα πολλές φορές σκεφτόμαστε πως το να συγχωρήσουμε κάποιον είναι ένα δώρο που του κάνουμε. Θαρρώ πως είναι το αντίθετο. Είναι δώρο στον εαυτό μας. Απαλλασσόμαστε από ένα περιττό βάρος.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς πόσο δύσκολο είναι να συγχωρέσεις κάποιον θυμήσου:
«Δεν είναι ήδη αρκετά βαριά η σακούλα σου;»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΧΘΡΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ! Μια αληθινή ιστορία
Του Johann Christoph Arnold
Όταν η διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ εκτελέστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998, στο Χάντσβιλλ του Τέξας, μία μικρή ομάδα διαδηλωτών ενάντια στη θανατική ποινή έκαναν μία ολονυχτία με αναμμένα κεριά. Αλλά πολλές περισσότερες εκατοντάδες ήταν εκεί έξω από τη φυλακή για να χαρούν για το θάνατό της. Ένα πανό που κρατούσε κάποιος τα έλεγε όλα: “Είθε ο Παράδεισος να σε βοηθήσει. Είναι τόσο σίγουρο όσο η κόλαση, ότι εμείς δεν θα σε βοηθήσουμε!”
Μέσα στη φυλακή, ωστόσο, ένας άνδρας, ονόματι Ρον Κάρλσον, προσευχόταν για την Κάρλα  και όχι στην αίθουσα των μαρτύρων όπου βρίσκονταν οι οικογένειες των θυμάτων της Κάρλα, όπου λογικά θα έπρεπε να είναι, αλλά στο χώρο που η φυλακή παρείχε για την οικογένεια της δολοφόνου.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που γνώρισα τον Ρον και άκουσα το αξιοθαύμαστο ταξίδι του από το μίσος στη συμφιλίωση, αλλά αυτά που μου είπε είναι κολλημένα στο μυαλό μου λες και ήταν χτες:
«Λίγο μετά που είχα γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα κοπιαστικής δουλειάς  (ήταν 13 Ιουλίου του 1983)  χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Είπε, “Ρόν, πρέπει να έρθεις αμέσως στο μαγαζί. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η αδελφή σου δολοφονήθηκε.” Έπεσα στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμα κι όταν είδα στην τηλεόραση το σώμα της αδελφής μου να το μεταφέρουν έξω από ένα διαμέρισμα. Η Ντέμπορα ήταν αδελφή μου, και με είχε μεγαλώσει. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη χρονών. Δεν είχα αδελφούς  μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή  και γι’ αυτό η Ντέμπορα ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πολύ ιδιαίτερο.
H Ντέμπορα φρόντιζε πάντα να έχω ρούχα, και να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Με βοηθούσε στα μαθήματά μου, και με χτυπούσε στα χέρια αν έκανα κάτι λάθος. Είχε γίνει η μητέρα μου.
Τώρα ήταν νεκρή, με δεκάδες μώλωπες από γροθιές σ’ όλο της το σώμα, και την πληγή από σφαίρα στην καρδιά της.  Η Ντέμπορα δεν ήταν άνθρωπος που είχε εχθρούς. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Οι δολοφόνοι είχαν έρθει να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών από το σπίτι που αυτή έμενε, και όταν ανακάλυψαν τον Τζέρρυ Ντην,  τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί,  τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω από μεγάλη επήρεια ναρκωτικών. Μετά ανακάλυψαν την Ντέμπορα κι έτσι έπρεπε να την σκοτώσουν κι αυτήν ..».
To Xιούστον ήταν ανάστατο. Οι εφημερίδες περιέγραφαν με πηχυαίους τίτλους το έγκλημα, και η πόλη ζούσε σε φόβο. Μερικές βδομάδες αργότερα οι δολοφόνοι – δύο ναρκομανείς, η Κάρλα Τάκερ και ο Ντάνιελ Γκάρετ – παραδόθηκαν από συγγενείς. Στη συνέχεια δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Ντάνιελ αργότερα πέθανε στη φυλακή. Ωστόσο ο Ρον δεν αισθανόταν ανακούφιση: «Χάρηκα που συνελήφθηκαν, φυσικά, αλλά ήθελα να τους σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Είχα γεμίσει με απόλυτο μίσος, και ήθελα να ισοφαρίσω. Ήθελα να χτυπήσω την καρδιά της Κάρλα όπως εκείνη είχε κάνει στην αδελφή μου».
Ο Ρον λέει ότι από πριν το θάνατο της αδελφής του, είχε πρόβλημα με το ποτό και τα ναρκωτικά, αλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα και ο πατέρας τους πυροβολήθηκε από ληστές.
«Συχνά μεθούσα, και βυθιζόμουν στα ναρκωτικά όπως LSD και μαριχουάνα και ότι άλλο έβρισκα. Επίσης συνεχώς τσακωνόμουν με τη γυναίκα μου. Ήθελα να σκοτώσω τον εαυτό μου…
Τότε ένα βράδυ, αισθανόμουν ότι δεν άντεχα άλλο, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι για το μίσος και την οργή που με πλημμύριζαν. Είχαν γίνει τόσο άσχημα μέσα μου, που ήθελα συνεχώς να κάνω κακό σε αντικείμενα και ανθρώπους. Βάδιζα στο ίδιο μονοπάτι με τους δολοφόνους της αδελφής μου και του πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ όμως αποφάσισα να ανοίξω τη Βίβλο, και άρχισα να διαβάζω.
Ήταν αλήθεια παράξενο. Ήμουν κάτω από επήρεια ναρκωτικών και διάβαζα το Λόγο του Θεού! Αλλά όταν έφτασα εκεί που σταύρωσαν τον Ιησού έκλεισα απότομα το βιβλίο. Για κάποιο λόγο με χτύπησε στην καρδιά όπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ακόμα και τον Ιησού!”.
Τότε έπεσα στα γόνατά μου  και δεν το είχα κάνει ποτέ πριν αυτό – και ζήτησα από τον Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με αλλάξει όπως Εκείνος ήθελε να είμαι, και να είναι Κύριος της ζωής μου. Αυτό ήταν βασικά που συνέβη εκείνο το βράδυ.
Αργότερα διάβασα περισσότερο τη Βίβλο, και μία γραμμή από το Πάτερ Ημών – εκείνη η γραμμή που λέει “συγχώρησέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε” – πήδηξε έξω από το κείμενο προς εμένα. Το νόημα φαινόταν καθαρό: “Δεν θα συγχωρηθείς αν δεν συγχωρήσεις.” Θυμάμαι ότι επιχειρηματολογούσα με τον εαυτό μου : “Δεν μπορώ Εγώ να το κάνω αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο”. Και ο Θεός φαινόταν να μου απαντάει αμέσως, “Καλά, Ρον, Εσύ δεν μπορείς. Αλλά μέσω Εμένα μπορείς”.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και μία μέρα μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο, και με ρώτησε αν ήξερα ότι η Κάρλα ήταν σε μία φυλακή στην πόλη μας. “Θα πρέπει να πάς εκεί και να της πεις τις σκέψεις σου”, μου είπε. Αυτός ο φίλος δεν ήξερε την πνευματική μου πορεία, και δεν του είπα τίποτα. Αλλά αποφάσισα να πάω να δω την Κάρλα.
Όταν πήγα εκεί και την αντίκρισα της είπα ότι είμαι ο αδελφός της Ντέμπορα. Δεν είπα τίποτα άλλο στην αρχή. Με κοίταξε παράξενα και είπε, “Ποιος είπες ότι είσαι;” Επανέλαβα, αλλά ακόμα με κοιτούσε αποσβολωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Μετά ξέσπασε σε κλάμα.
Είπα, “Κάρλα, ό,τι και να βγει απ’ αυτό, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε συγχωρώ, και δεν έχω τίποτα εναντίον σου.” Εκείνη τη στιγμή όλο το μίσος και η οργή έφυγε. Ήταν σαν ένα μεγάλο βάρος να σηκώθηκε από τους ώμους μου».
Ο Ρον λέει ότι μίλησε πολύ ώρα με την Κάρλα, και στη διάρκεια της συνομιλίας του ανακάλυψε ότι κι εκείνη, επίσης, πρόσφατα είχε πιστέψει στον Θεό, και ότι η πίστη της είχε αλλάξει τη στάση της για τη ζωή. Ήταν τότε που ο Ρον αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναπάει και να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν:
«Στην αρχή απλά ήθελα να πάω και να την συγχωρήσω και να φύγω, αλλά μετά από εκείνη την πρώτη επίσκεψη χρειαζόμουν να πάω ξανά. Ήθελα να ανακαλύψω αν ήταν ειλικρινής για τη χριστιανική πορεία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε. Επίσης ήθελα να μάθω γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονούν ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα ότι η Κάρλα ήταν ειλικρινής. Επίσης ανακάλυψα, μέσα από αυτήν, ότι οι άνθρωποι μπορεί να αλλάξουν και ότι ο Θεός είναι ζωντανός.
Η μητέρα της Κάρλα ήταν πόρνη και ναρκομανής, και εισήγαγε την κόρη της από πολύ νεαρή ηλικία σε όλα αυτά. Η Κάρλα είχε αρχίσει να κάνει ενέσεις ηρωίνης από δέκα ετών. Στη φυλακή ήταν που άλλαξε η ζωή της 180 μοίρες – μέσω μίας διακονίας που ασχολούνταν με γυναίκες και έδινε Βίβλους και μιλούσε για το νόημα της ζωής με τον Θεό». Ο Ρον επισκεπτόταν κάθε δύο μήνες την Κάρλα, ενόσω αυτή ανέμενε την εκτέλεσή της, για τα επόμενα δύο χρόνια, και επίσης αλληλογραφούσε με αυτήν. Σύντομα είχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμάται: «Οι άνθρωποι γύρω μου δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έλεγαν πως είναι ολοφάνερο ότι κάτι πάει στραβά με εμένα – ότι θα έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή μου, όχι να την πλησιάζω. Ένας συγγενής μου είπε ότι ντρόπιαζα τη μνήμη της αδελφής μου με τον τρόπο που ενεργούσα, και ότι πιθανώς “τα κόκαλά της να έτριζαν στο τάφο της”. ΄Ενας άλλος έκανε μία δημόσια δήλωση τη μέρα της εκτέλεσης της Κάρλα για το πόσο χαρούμενος ήταν που σε λίγο θα ήταν νεκρή.»
Η ίδια η Κάρλα είχε μείνει έκπληκτη από τη στάση του Ρον απέναντί της. Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συνέντευξη λίγο πριν την εκτέλεσή της, είχε πει: “Είναι απίστευτο, φανταστικό! Η συγχώρεση είναι ένα πράγμα. Αλλά το να πάει κάποιος πέρα από αυτό και να με πλησιάσει – να με αγαπήσει ενεργά;” Της ήταν πολύ πιο εύκολα να κατανοήσει την οργή χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν το θάνατό της: «Μπορώ να κατανοήσω την οργή τους. Ποιος δεν θα μπορούσε; Είναι μία έκφραση του πόνου και της πληγής τους. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι αξίζω συγχώρεση. Αλλά ποιος την αξίζει; Μου έχει δοθεί μία νέα ζωή, και η ελπίδα – η υπόσχεση – ότι ο θάνατος δεν είναι η τελική πραγματικότητα». Η Κάρλα προχώρησε στον θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς έκανε την τελευταία της δήλωση: “Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα … ελπίζω ο Θεός να σας δώσει ειρήνη μέσω του θανάτου μου”.
Όσο για τον Ρον, επιμένει ότι δεν χρειαζόταν η εκτέλεσή της: “Δεν ωφελεί … Σίγουρα μου λείπει η αδελφή μου. Αλλά μου λείπει επίσης και η Κάρλα …”.
(Μετάφραση από το περιοδικό The Plough Reader, Άνοιξη 2000).
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

Προσοχή στις Χειροτονίες Ιερέων


Έλεγαν περί του εν αγίοις Πατρός ημών Λέοντος του Αρχιεπισκόπου της παλαιάς Ρώμης (πριν το σχίσμα), ότι λίγο καιρό πριν της κοιμήσεώς του, πήγε στον τάφο του Μεγάλου Αποστόλου Πέτρου και έμεινε εκεί τεσσαράκοντα νυχθήμερα νηστικός, και επαρακάλει τον Απόστολο μετά δακρύων πολλών, να δεηθεί του Θεού να τον συγχωρήσει για ότι ως άνθρωπος αμάρτησε στον κόσμο τούτο.


Και στο τέλος των τεσσαράκοντα ημερών φαίνεται σ’ αυτόν την νύκτα ο Κορυφαίος Απόστολος, λέγων: «Επαρακάλεσα τον Θεό πολύ για σένα, και ιδού όπου σου συγχώρησε όλες τις αμαρτίες σου, εκτός τις χειροτονίες. Διότι δεν μου υπήκουσε περί τούτων ο φιλάνθρωπος, και ή καλώς χειροτόνησες, ή κακώς, έχεις να δώσεις απόκριση περί τούτου».

Ο δε άγιος, αυτά ακούγοντας, έγινε περίλυπος, και σε λίγες ημέρες εξεδήμησε προς Κύριον.

πηγή

ΖΩΗΣ ΚΑΠΛΑΝΗΣ




      Ο Ζώης Καπλάνης γεννήθηκε το 1736 στο Γραμμένο της Ηπείρου.  Σε πολύ μικρή ηλικία μένει ορφανός και από τους δύο γονείς του και τολμά μόνος του έπειτα από πολύ πόνο και κόπο, πεζοπορώντας, να φτάσει στην πόλη των Ιωαννίνων, αναζητώντας καλύτερο μέλλον. Εκεί φιλοξενείται από συγγενείς του, οι οποίοι ασχολούνταν με την τέχνη της γουνοποιίας. Ο μικρός Ζώης εργάζεται σκληρά δίπλα τους την ημέρα και το βράδυ παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα.
      Αργότερα παίρνει τον δρόμο της ξενιτιάς για το Βουκουρέστι της Ρουμανίας, όπου εργάζεται με τιμιότητα και αφοσίωση σε έναν γνωστό για εμπορικές του δραστηριότητες Έλληνα, τον Χατζηνίκο. Ο Χατζηνίκος εκτιμά τις αρετές του νεαρού Καπλάνη και σύντομα τον διορίζει γραμματέα του και αργότερα συνεταίρο στις εμπορικές του δραστηριότητες στην Μόσχα. Έτσι εγκαθίσταται στην Μόσχα , όπου στην συνέχεια μόνος του πλέον συνεχίζει να ασχολείται με το εμπόριο, δημιουργώντας μια μεγάλη περιουσία. 
Οι κακουχίες της ζωής του από την μια και η απόκτηση περιουσίας μετά κόπων και βασάνων από την άλλη , δημιουργούν στον Καπλάνη συναισθήματα βαθιάς και ανιδιοτελούς προσφοράς τόσο προς τον συνάνθρωπό του όσο και προς το ΄Εθνος.
      Καταθέτει αρχικά χρήματα στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο Μόσχας, οι τόκοι των οποίων δωρίζονται στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Αναλαμβάνει τα έξοδα συντήρησης και διδακτηρίων της άπορης Μαρουτσικής Σχολής στην ίδια πόλη και δημιουργεί νέο κτίριο, πιο ευρύχωρο με σύγχρονη βιβλιοθήκη, το οποίο αργότερα παίρνει το όνομά του(Καπλάνειος Σχολή). 
Ταυτόχρονα θέτει την ίδια Σχολή υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας, κατοχυρώνοντάς την με πατριαρχικό συγγίλιο. 
Καταθέτει εφάπαξ οικονομική βοήθεια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, συντηρώντας παράλληλα πλήθος εκκλησιών και Μοναστηριών. 
Με την διαθήκη του, στις 15 Αυγούστου 1806, ορίζει να κατατεθούν «αιωνίως» χρηματικά ποσά για να προικίζονται τα άπορα κορίτσια από τα χωριά Γραμμένο και Τζιουντίλα ( σημερινό Ζωοδόχος) όπως και να συντηρούνται οι άποροι και οι κατατρεγμένοι των ίδιων χωριών. 
Επίσης διέθεσε χρήματα για τους φυλακισμένους της πόλης των Ιωαννίνων και την χρηματοδότηση των περίφημων εκκλησιαστικών σχολών της Πάτμου και της Αθωνιάδος του Αγίου Όρους. Όρισε ακόμη να προικίζονται άπορα κορίτσια των Ιωαννίνων, ενώ ένα σεβαστό ποσό κατατέθηκε για την χρηματοδότηση του Νοσοκομείου της Νίζνας της Ρωσίας. 
Πέθανε το 1806 σε ηλικία 70 ετών και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως Εθνικός Ευεργέτης.

Σύλλογος Ηπειρωτών Κοζάνης

Η προφητεία μίας δαιμονισμένης


 Η προφητεία μίας δαιμονισμένης



Ό Παπα - Χρυσόστομος μας διηγήθηκε, πώς, πριν από πολλά χρόνια, είχε μεταβεί σαν πνευματικός στην Κεφαλληνία και επισκέφθηκε το γυναικείο Μοναστήρι εκεί του Αγίου Γερασίμου του Νέου.
Όταν έφθασε κει ήταν μεσημέρι και στην είσοδο του Μοναστηρίου βρέθηκε μια γυναίκα. Ό πνευματικός ρώτησε τη γυναίκα, πού ήταν στην είσοδο: «Δεν είναι 'δώ κανείς άλλος;» Εκείνη απάντησε: «Όχι, εδώ είμαι μόνον εγώ! Οι άλλοι πάνε όλοι στο Αγιον Όρος».

Ό πνευματικός άμα άκουσε αυτά, ξαφνιάστηκε και ρώτησε πάλι τη γυναίκα:
— Και τι πάνε να κάνουν οι άλλοι εκεί; Ή γυναίκα με πολλή παρρησία και αναίδεια του είπε:
— εκεί, σε λίγο, θα κάνουν κάθε Μοναστήρι Μητρόπολη, κάθε Κελί Σύνοδο και κάθε Καλύβα Πατριαρχείο!

Όταν έλεγε αυτά ή γυναίκα εκείνη στον Παπα - Χρυσόστομο, φάνηκε στο βάθος της αυλής της Μονής εκείνης, να άρχεται βιαστικά μια Μοναχή προς την είσοδο, ή οποία διέκοψε την συζήτηση και είπε στον πνευματικό, ότι ή γυναίκα αυτή έχει φοβερό δαιμόνιο και να μη δίνει σημασία σ' αυτά πού του λέγει.

Στην πραγματικότητα όμως, βγήκαν όλα όσα είπε ή δαιμονισμένη εκείνη σωστά, διότι, κατά παραχώρηση θεού, είπε αυτά το δαιμόνιο στον Παπα - Χρυσόστομο, γιατί υστέρα από λίγο το 1924-25 φύτρωσε το ημερολογιακό ζήτημα, πού κατατάραξε κυριολεκτικά το Άγιο Όρος, κι έγιναν οι λεγόμενοι «ζηλωταί» με πολλά κόμματα και διαιρέσεις.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...