Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2012

Κριτικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις στο βιβλίο του κ. Aθανασίου Μπασδέκη



 
Εν Πειραιεί τη 3η Σεπτεμβρίου 2012                     
Κριτικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις στο βιβλίο του κ. Aθανασίου Μπασδέκη
«Εμείς και οι άλλοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες Εκκλησίες και ομολογίες. Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει».
                                                Υπό των
                                                      Αρχιμ. Παύλου Δημητρακοπούλου
                                      και πρωτοπρεσβ. Αγγέλου Αγγελακοπούλου
κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Εισαγωγή
Όπως είναι ήδη γνωστόν, οι αιρέσεις πάντοτε υπήρξαν ο μεγαλύτερος εχθρός στη ζωή της Εκκλησίας, το πιο επικίνδυνο όπλο του διαβόλου, του προαιωνίου αντιδίκου και αντιπάλου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, όπως τούτο μαρτυρεί η μακραίων υπερδισχιλιετής ιστορική πορεία της. Και τούτο, διότι κατά την αίρεση ο διάβολος πολεμεί την Εκκλησία εκ των έσω, με δόλο και απάτη, ύπουλα και παραπλανητικά, χρησιμοποιώντας ως όργανά του τους αιρετικούς, οι οποίοι εμφανίζονται ως γνήσιοι ποιμένες, «εν ενδύμασι προβάτων», στην πραγματικότητα όμως είναι «λύκοι άρπαγες»[1].

Από τις αιρέσεις, που εμφανίστηκαν στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας, μια από τις πιο επικίνδυνες, ίσως η πιο επικίνδυνη, είναι η παναίρεση του Οι-κουμενισμού, όπως την χαρακτήρισε σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Και τούτο δεν είναι υπερβολή αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του, ότι στις άλλες κατά καιρούς εμφανισθείσες αιρέσεις ο διάβολος προσπάθησε να διαστρέψει ορισμένα δόγματα ή κανόνες της Εκκλησίας, ενώ τώρα στην περίπτωση του Οικουμενισμού έχουμε κάτι το μοναδικό. Όχι μόνο εμφανίζεται μια σωρία αιρετικών θεωριών, αλλά, όπως παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κων/νος Μουρατίδης, για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας επιχειρείται η ανατροπή συλλήβδην ολοκλήρου της Ιεράς Παραδόσεως: «Σκοπός του Αντιδίκου εις την εποχήν μας δεν είναι απλώς να νοθεύσει και εξασθενήσει το ‘Πηδάλιον’ της Παγκοσμίου Ολκάδος, αλλά να το αχρηστεύσει και πλήρως να το εξουδετερώσει. Και η προσπάθεια αύτη καθίσταται εξόχως επικίνδυνος εκ της χρησιμοποιουμένης προς επίτευξιν του στόχου αυτού μεθόδου, συνισταμένης εις την επίκλησιν και διαστροφήν του ευγενεστέρου, αγιωτέρου και σημαντικωτέρου περιεχομένου της εν Χριστώ Αποκαλύψεως, ήτοι της αγάπης και της ενότητος, προς συντριβήν της μοναδικής αυθεντικής οδού και μεθόδου πραγματοποιήσεώς των εις τον βίον της Εκκλησίας, της Ιεράς δηλαδή Παραδόσεως και δη του Ιερού Πηδαλίου»[2]. Πλήθος αντιαιρετικών βιβλίων, άρθρων και ποικίλων δημοσιεύσεων έχουν γραφεί για την καταπολέμηση της φοβερής αυτής αιρέσεως. Πολλά όμως υπήρξαν και τα συγγράμματα και οι δημοσιεύσεις των οπαδών εκείνων του Οικουμενισμού, που προσπάθησαν με τα γραπτά κείμενά τους να στηρίξουν και να κατοχυρώσουν τις οικουμενιστικές απόψεις τους και να εμπεδώσουν έτσι τις κακοδοξίες τους στο ευρύτερο εκκλησιαστικό πλήρωμα, πρoξενούντες φθορά, διάβρωση και εν τέλει απώλεια ψυχών. Ένα τέτοιο βιβλίο, που επιδιώκει να προβάλει την οικουμενιστική ιδεολογία και κακοδοξία είναι δυστυχώς και το βιβλίο του κ. Μπασδέκη με τον παραπάνω τίτλο, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα (2012) και το οποίο απεστάλη στην Ιερά Μητρόπολή μας. Επειδή δε ο κίνδυνος της παραπληροφορήσεως και παραπλανήσεως του πιστού λαού του Θεού, που είναι δυνατόν να προέλθει από την κυκλοφορία αυτού του εντύπου, είναι μεγάλος, γι’ αυτό θεωρήσαμε χρέος μας, να επιχειρήσουμε, παρά τις πενιχρές μας δυνάμεις, επικαλούμενοι όμως την Χάρη του Θεού και τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Σεραφείμ, κριτικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις. Όσα ακολουθούν παρακάτω δεν έχουν χαρακτήρα πολεμικής αντιπαραθέσεως, εναντίον προσώπων, αλλά μοναδικό σκοπό έχουν την ανατροπή της πλάνης και του ψεύδους και την προφύλαξη του πιστού λαού του Θεού από τον κίνδυνο της αιρέσεως.

Οι αιρετικές ομολογίες δεν είναι Εκκλησίες.

Ήδη στον τίτλο του βιβλίου γίνεται λόγος για «άλλες Εκκλησίες», που διακρίνονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρακάτω, στα περιεχόμενα, γίνεται φανερό ποιές είναι αυτές οι «άλλες Εκκλησίες», μαζί με τις οποίες συγκαταριθμείται και η Ορθόδοξη. Είναι οι αιρετικές παρασυναγωγές των Μονοφυσιτών, Παπικών, Παλαιοκαθολικών, Αγγλικανών και των άλλων Προτεσταντικών Παραφυάδων.                  Μ’ άλλα λόγια ο συγγραφέας δίδει εκκλησιολογική υπόσταση στις παραπάνω αιρέσεις, κάτι το οποίο βέβαια είναι, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, τελείως ξένο προς την διαχρονική πίστη και Παράδοση της Εκκλησίας. Με τον υπότιτλο «Τί μας ενώνει και τί μας χωρίζει»εκφράζεται πάλι η εσφαλμένη θεολογική αντίληψη, που απηχεί τον οικουμενιστικό τρόπο σκέψεως, ότι στις παραπάνω αιρέσεις υπάρχουν στοιχεία πίστεως, που μας ενώνουν, και άλλα, που μας χωρίζουν. Ωστόσο η αίρεση, ως διάβρωση και παραχάραξη της αληθείας, ως έκπτωση και αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας δεν έχει μέτρο συγκρίσεως με την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η αίρεση δηλαδή, δεν έχει απλώς λιγότερη αλήθεια, ώστε με κάποια διόρθωση να γίνει και αυτή Ορθοδοξία. Η αίρεση, όσο μικρή και αν φαίνεται, είναι πλάνη, είναι σκοτάδι και αμαρτία και θάνατος. Ο πνευματικός θάνατος, που προξενεί η αίρεση, δεν παίρνει βελτίωση, να γίνει λιγότερο θάνατος και κατόπιν ζωή. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «ει τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ό παρελάβετε ανάθεμα»[3], παρατηρεί, ότι ο Απόστολος «ουκ είπε εάν εναντία καταγγέλωσιν ή το παν ανατρέπωσιν, αλλά καν μικρόν τι ευαγγελίζωνται παρ’ ο παρελάβετε, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν»[4]. Σ’ άλλο πάλι σημείο της ομιλίας του λέγει ότι«καθάπερ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν τον χαρακτήρα περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλον ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται επί τα χείρονα προϊών από της αρχής»[5]. Όπως λοιπόν τίποτε δεν ενώνει το φως με το σκότος, διότι το ένα είναι το ακριβώς αντίθετον του άλλου, το ένα αντιμάχεται το άλλο, έτσι και την  αίρεση τίποτε δεν την ενώνει με την Ορθοδοξία.
Επίσης η αίρεση, ως έκπτωση και αλλοτρίωση από την αλήθεια της Εκκλησίας, ως αποξένωση από το σώμα της Εκκλησίας, παύει να έχει οποιαδήποτε εκκλησιαστική υπόσταση. Βασική και θεμελιώδης δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι ο Χριστός ίδρυσε μία και μόνον Εκκλησία, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως:«Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», η οποία ταυτίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι Μία και μοναδική, διότι ένας και μοναδικός είναι ο Κύριος, ένα είναι το Σώμα Του, του οποίου Αυτός είναι η κεφαλή, μία και μοναδική η αλήθεια, την οποίαν εκήρυξε. Δεν υπάρχουν πολλοί Κύριοι, πολλές πίστεις, πολλές αλήθειες, πολλά βαπτίσματα, σύμφωνα με τον λόγον του Αποστόλου Παύλου «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»[6]. Κατά τον άγιο Ειρηναίο «ο Θεός έθετο εν αυτή (τη Εκκλησία) αποστόλους, προφήτας, διδασκάλους και την καθολικήν επενέργειαν του Πνεύματος. Δι’  αυτό δε όπου Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού. Και όπου το Πνεύμα του Θεού, εκεί η Εκκλησία και πάσα Χάρις»[7]. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ελέγχει όσους αναγνωρίζουν τις αιρέσεις ως Εκκλησίες. Ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «ίνα τί υπολαμβάνετε όρη τετυρωμένα»;[8] σημειώνει ότι ο θείος Δαυΐδ λέγει αυτόν τον λόγον προς τους εχθρούς της Εκκλησίας, ρωτώντας τους: Γιατί εσείς νομίζετε πως υπάρχουν άλλα όρη στερεά και άσειστα έξω από την Μία Εκκλησία των ευσεβών Ορθοδόξων Χριστιανών; Δηλαδή γιατί νομίζετε πως οι άλλες συναγωγές και τα συστήματα των ασεβών και κακοδόξων είναι όρη στερεά και ακίνητα, ενώ δεν είναι; Παραθέτει επίσης και την μαρτυρία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ο οποίος λέγει: «επιτιμά ουν τοις τας των αιρετικών Εκκλησίας υπολαμβάνουσιν είναι τετυρωμένας, ήγουν συνεστηκυίας και στερεάς. Ουδέν γαρ αυταίς το δυνάμενον τρέφειν εις έξιν πνευματικήν»[9].
Aφού λοιπόν το Πνεύμα το άγιον υπάρχει και ενεργεί μόνο μέσα στην Εκκλησία, μόνον αυτή είναι δυνατόν να οδηγήση τα πιστά μέλη της στην σωτηρία. Επομένως μόνον όσοι ανήκουν στην Εκκλησία και μετέχουν της μυστηριακής ζωής αυτής ενεργώς και αξίως, δύνανται να μετέχουν της χάριτος του Πνεύματος. «Κατά συνέπεια τούτων, πας αιρετικός, ως διασπαστής της εκκλησιαστικής ενότητος, απορρίπτεται εκ της Εκκλησίας καθ’ όσον ως ‘μη τηρών την εκκλησιαστικήν ενότητα, δεν τηρεί τον νόμον του θεού’. Και ως εκ τούτου δεν δύναται να αναμένη τις επενέργειαν της θείας χάριτος εις τας αιρετικάς ομάδας. Διά του τρόπου τούτου ο Κυπριανός περιορίζει τα χαρισματικά όρια της Εκκλησίας αποκλειστικώς εις τα κανονικά αυτής όρια»[10]. «Πάντα ταύτα λοιπόν μαρτυρούν, ότι η αλήθεια και η σωτηρία ευρίσκονται μόνον εντός Εκκλησίας, ενώ πάσα αίρεσις και πλάνη ευρίσκεται εκτός αυτής. Επακόλουθον τούτου είναι η πεποίθησις, ότι η Εκκλησία μόνη κατέχει την ορθήν πίστιν και την σώζουσαν πλήρη αλήθειαν και κατά συνέπειαν εκτός αυτής δεν υπάρχει σωτηρία»[11].
Εξ’ άλλου εάν οι αιρέσεις είχαν εκκλησιολογική υπόσταση και μπορούσαν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωτηρία, θα ήταν περιττοί και άσκοποι οι αγώνες των αγίων Πατέρων για την καταπολέμησή τους, θα ήταν άσκοποι οι αναθεματισμοί και οι αφορισμοί των κατά των αιρετικών. Ενώ, λοιπόν, η διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι ξεκάθαρη και κρυστάλλινη πάνω στο θέμα αυτό και είναι αδιανόητη στην εκκλησιαστική μας Παράδοση η θεώρηση της αιρέσεως ως Εκκλησίας, αυτό το αδιανόητο, έγινε δυστυχώς διανοητό και αποδεκτό μέσα στους κόλπους του Οικουμενισμού, της παναιρέσεως αυτής του 20ού αιώνος, όπου κυριαρχεί το πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού και όπου πλέον γκρεμίζονται τα όρια, και καταργούνται οι οριοθετικές γραμμές, που χωρίζουν την Εκκλησία από την αίρεση. Τώρα πλέον συγχέονται τα πάντα, ώστε να μην μπορούμε  να διακρίνουμε μέχρι πού φθάνει η Εκκλησία και από πού αρχίζει η αίρεση. Μια τέτοια σύγχυση, τρικυμία εν κρανίω, φαίνεται να κυριαρχεί στην ψυχή και στο νουν του συμπαθεστάτου, κατά τα άλλα, αδελφού ημών κ. Μπασδέκη. Η φοβερή αυτή αίρεση κατόρθωσε μέσα σε μερικές δεκαετίες, με όργανά της το «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών» (ΠΣΕ) και τους πολυμερείς διαλόγους, να διαβρώσει σε τέτοιο βαθμό την εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, ώστε να μας ταυτίσει και να μας ισοπεδώσει με όλους τους παρά πάνω αιρετικούς.
Πέρα για πέρα εσφαλμένη και ξένη προς την Ορθόδοξο πίστη και παράδοση είναι επίσης η αντίληψη, που εκφράζει ο κ. Μπασδέκης (σελ. 248-249), ότι δηλαδή «θα πρέπει να αποφεύγεται ο χαρακτηρισμός ‘αίρεση’» (για τους Ρωμαιοκαθολικούς, Παλαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς και Προτεστάντες), την οποία προσπαθεί να στηρίξει σε ανάλογη θέση του καθηγητού κ. Βλασίου Φειδά: «Οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Παλαιοκαθολικοί, οι  Αγγλικανοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί, κατά προφανή εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας, διό και είναι αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνον η Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζει δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως τα εκτός των ορίων αυτής υφιστάμενα χριστιανικά σώματα ως αιρετικά ή ως σχισματικά»[12]. Ωστόσο πλήθος Ορθοδόξων Συνόδων έχουν καταδικάσει τον Παπισμό ως αίρεση. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες: Την Σύνοδο του 879 στη Κωνσταντινούπολη, επί Μεγάλου Φωτίου. Η Σύνοδος αυτή, που στην συνείδηση της Εκκλησίας θεωρείται ως η Η΄ Οικουμενική, επειδή σ’ αυτήν συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των Πατριαρχείων και του Πάπα της Ρώμης και οι αποφάσεις της έγιναν ομόφωνα αποδεκτές, καταδίκασε ως αιρετική την διδασκαλία του FilioqueH διδασκαλία αυτή επεκράτησε δυστυχώς ως επίσημη διδασκαλία του Παπισμού από τις αρχές του 11ου αιώνος (1014) μέχρι σήμερα. Η καταδίκη αυτή ισχύει κατ’  επέκτασιν και για τις αιρετικές ομολογίες των Προτεσταντών, επειδή και αυτές αποδέχονται την αιρετική αυτή διδασκαλία. Ο Παπισμός, αποδεχόμενος εκ των υστέρων, μετά από έναν αιώνα και πλέον, μια αιρετική διδασκαλία, που είχε ήδη καταδικάσει μαζί με τα άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, αυτοαναιρείται και αυτοκαταδικάζεται ως αίρεση. Πέραν τούτου όλες οι επόμενες Ορθόδοξοι Σύνοδοι, όπως οι εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι του 1170, 1341, 1450, 1722, 1838, 1895, απερίφραστα καταδικάζουν τον Παπισμό ως αίρεση[13]. Επίσης, εκτός από τον Μέγα Φώτιο, όλοι οι μετά το σχίσμα του 1054 άγιοι, όπως ο άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς κ.α.[14], ομόφωνα καταδικάζουν τον Παπισμό ως αίρεση. Πάνω στην παραπάνω εσφαλμένη θεολογική αντίληψη του κ. Φειδά πολύ εύστοχα παρατηρεί π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος: «…μήπως η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαψε από το 787 μ.Χ. να αυτοπροσδιορίζεται και να αντιδιαστέλλεται από την πλάνη, το ψέμα και την αίρεση; Η άποψη αυτή δεν οδηγεί σε αυτοαναίρεση της Ορθοδόξης Εκκλησιο- λογίας; Τι θα συμβεί, αν αυτή η συλλογιστική, ότι, επειδή για τον Παπισμό, ο οποίος παρουσιάστηκε μετά τον 9ο αιώνα, δεν έχει αποφανθεί κάποια Οικουμενική Σύνοδος, κανένας Ορθόδοξος και μάλιστα υπεύθυνος ποιμένας, δεν έχει το δικαίωμα να τον χαρακτηρίζει ως αίρεση, την επεκτείνουμε και σε άλλες αιρέσεις; Διερωτώμαι για τους Ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά, τους Μορμόνους, τους Πεντηκοστιανούς, τους τηλευαγ- γελιστές  κ.ο.κ., ποιά Οικουμενική Σύνοδος έχει αποφανθεί; Ή μήπως και αυτοί δεν είναι αιρετικοί»[15];

Η θεώρηση των αιρέσεων ως προβλημάτων.

Μέσα στην οικουμενιστική νοοτροπία σκέψεως του κ. Μπασδέκη εντάσσεται και η θεώρηση των αιρέσεων όχι ως διαστροφή της αλήθειας, που οδηγεί στην απώλεια, αλλ’ ως προβλημάτων (σελ. 89, 95, 283). Αυτή η θεώρηση απηχεί την αιρετική θεωρία του δογματικού μινιμαλισμού, σύμφωνα με την οποία οι δογματικές πλάνες των αιρετικών σχετικοποιούνται και υποβιβάζονται στο επίπεδο των προβλημάτων, ώστε να παύσουν να αποτελούν φραγμό στην πορεία προς την ποθητή ένωση. Παρεμφερής και παράλληλη προς την νοοτροπία αυτή, που απηχεί την ίδια αιρετική θεωρία είναι και η θεώρησή των ως μία μεγάλη ποικιλία θεολογικών και εκκλησιολογικών παραδόσεων, ως διαφορετικές διατυπώσεις της ιδίας πίστεως, ή ως θεολογούμενα, δηλαδή ως θέματα, για τα οποία δεν έχει αποφανθεί ακόμη επίσημα η Εκκλησία[16]. Ωστόσο η συνείδηση της Εκκλησίας κατενόησε την αίρεση ως το φοβερότερο όλων των κακών, ως την αρρωστημένη εκείνη κατάσταση, που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια, σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο του Απ. Πέτρου στην Β΄ Καθολική του επιστολή: «και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας»[17]. Στην ίδια γραμμή με τον Απόστολο κινούνται και όλοι οι Πατέρες. Ο Μέγας Βασίλειος στον Α΄ Κανόνα του παρατηρεί ότι «αιρέσεις (ωνόμασαν οι παλαιοί) τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’ αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους».[18] Ο άγιος Αθανάσιος στην 39η εορταστική του επιστολή ονομάζει τους αιρετικούς «νεκρούς»[19] πνευματικά, ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον πρώτο του λόγο Περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, τους ονομάζει όργανα του διαβόλου, ο οποίος «διά της εκείνων (των αιρετικών) γλώττης τον οικείον κατά της ιεράς Εκκλησίας επαφήκεν ιόν»[20], άλλοι δε Πατέρες αποδίδουν σ’ αυτούς  στα αντιαιρετικά τους συγγράμματα, διαφόρους άλλους χαρακτηρισμούς (ακαθάρτους, αντιπάλους Χριστού, ιεροσύλους και αμαρτωλούς, αντικειμένους τω Χριστώ τουτέστι πολεμίους και αντιχρίστους κ.λ.π.)

Τα μυστήρια των αιρετικών

Εφ’ όσον λοιπόν, σύμφωνα με την παραπάνω μαρτυρία του αγίου Ειρηναίου, «όπου Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού. Και όπου το Πνεύμα του Θεού, εκεί η Εκκλησία και πάσα Χάρις», έπεται ότι το Πνεύμα το άγιον υπάρχει και ενεργεί μόνο μέσα στην Εκκλησία, και επομένως τα μυστήρια των αιρετικών είναι άκυρα και ανυπόστατα και αδυνατούν να μεταδώσουν αγιαστικήν Χάριν. Ο ΜΣΤ΄ (56ος) Κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει, ότι «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα, ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάτομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;».[21] Σύμφωνα με τον Α΄ Κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου[22] οι παντός είδους αιρετικοί βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας, οπότε και το βάπτισμα αυτών είναι εντελώς ανυπόστατο. Και αν ακόμη επικαλούνται οι αιρετικοί την αγία Τριάδα κατά την τέλεση του βαπτίσματος, «αργά και ανενέργητα τα υπέρθεα εκείνα ονόματα, προφερόμενα από των αιρετικών τα στόματα»[23], όπως επισημαίνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο ίδιος Πατήρ, σχετικά με το βάπτισμα των Λατίνων (Παπικών και κατ’ επέκτασιν και των Προτεσταντών) παρατηρεί, ότι «το των Λατίνων βάπτισμα είναι ψευδώνυμον βάπτισμα και διά τούτο ούτε κατά τον λόγον της ακριβείας είναι δεκτόν, ούτε κατά τον λόγον της οικονομίας…α) διότι είναι αιρετικοί…β) διότι δεν φυλάττουσι τας τρείς καταδύσεις εις τον βαπτιζόμενον, καθώς άνωθεν η Ορθόδοξος Εκκλησία παρά των αγίων Αποστόλων παρέλαβεν».[24] Πέραν αυτών ο Λατίνοι, και γενικότερα οι αιρετικοί, δεν έχουν βάπτισμα, επειδή δεν έχουν Ιερωσύνη. Τα δύο μυστήρια είναι αλληλένδετα, οπότε ή και τα δύο πρέπει να δεχθούμε, ή κανένα από τα δύο.
 Σχετικά με την χειροτονία και την ιερωσύνη των αιρετικών χαρακτηριστική είναι η φράση του ΞΗ΄ Κανόνος των Αγίων Αποστόλων: «…τους γαρ παρά των τοιούτων (των αιρετικών) βαπτισθέντας, ή χειροτονηθέντας, ούτε πιστούς, ούτε κληρικούς είναι δυνατόν».[25] Ερμηνεύοντας ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης τον εν λόγω Κανόνα, λέει ότι αυτοί, που βαπτίσθηκαν ή χειροτονήθηκαν από αιρετικούς, δεν μπορούν καθόλου να είναι Χριστιανοί με το αιρετικό αυτό βάπτισμα ή καλύτερα μόλυσμα, ούτε Ιερείς και Κληρικοί με την αιρετική αυτή χειροτονία. Γι’ αυτό αυτοί ακινδύνως και βαπτίζονται από τους ορθοδόξους Ιερείς και χειροτονούνται από τους ορθοδόξους Επισκόπους. Επειδή, λοιπόν, σύμφωνα με τον παρόντα Αποστολικό Κανόνα, οι αιρετικοί δεν έχουν ιερωσύνη, άρα και τα ιερουργούμενα από αυτούς είναι κοινά και άμοιρα Χάριτος και αγιασμού[26]. Όπως αναφέρει ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης : «Η ιερωσύνη στο πλαίσιο της Εκκλησίας είναι η ιερωσύνη του ίδιου του Χριστού, αφού ο ίδιος ο Χριστός τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας Του διά των Επισκόπων και Ιερέων Του. Η ιερωσύνη, όπως άλλωστε και όλα τα μυστήρια, αποτελεί λειτουργική φανέρωση της Εκκλησίας (Η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τούτο σημαίνει, ότι για να υπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει η Εκκλησία. Τα μυστήρια είναι σαν τα κλαδιά ενός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, που ανθούν και καρποφορούν, μπορούν να υπάρχουν μόνον, όταν αυτά είναι οργανική προέκταση του δένδρου, όταν δηλαδή είναι οντολογικά συνδεδεμένα με τον κορμό του δένδρου»[27].

Η αίρεση του Μονοφυσιτισμού

Σχετικά με την γνωστή στην Ορθόδοξη Παράδοση αίρεση του Μονοφυσιτισμού (τόσον του ακραίου του Ευτυχούς, όσον και του μετριοπαθούς του Σεβήρου και Διοσκόρου), η Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάνθηκε οριστικά και τελεσίδικα, με όσα εδογμάτισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος το 451 μ.Χ. Όσες χριστιανικές κοινότητες δεν απεδέχθησαν τις αποφάσεις της εν λόγω Συνόδου απεσχίσθησαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποτέλεσαν τις διάφορες αιρετικές Μονοφυσιτικές κοινότητες των Αιθιόπων, Αρμενίων, Κοπτών, Συρίων κ.λπ. Παρέμειναν δε επί 15 αιώνες αποξενωμένες από την ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι μόνον εξ αιτίας της εσφαλμένης χριστολογικής των διδασκαλίας, αλλά και εκ του γεγονότος, ότι απέρριψαν, όπως ήταν επόμενο, και όλες τις μεταγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους (Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα στο πλαίσιο των Οικουμενικών Διαλόγων με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες, διοργάνωσε παράλληλα θεολογικό διάλογο και με τους Μονοφυσίτες Αντιχαλκηδονίους, κατ’ αρχήν μεν με την μορφή ανεπισήμων θεολογικών συνομιλιών (1964-1985), εν συνεχεία δε με τον επίσημο θεολογικό διάλογο (1985 μέχρι σήμερα). Ο διάλογος αυτός κατέληξε σε δύο κοινές δηλώσεις και ένα κοινό ανακοινωθέν. Στα κείμενα αυτά διακηρύσσεται ότι η χριστολογική διδασκαλία των Αντιχαλκηδονίων είναι ουσιαστικά Ορθόδοξη. Με βάση δε αυτά τα συμπεράσματα η Μικτή Επιτροπή του Διαλόγου προτείνει την άρση των αναθεμάτων υπό των προκαθημένων όλων των Εκκλησιών των δύο μερών με την υπογραφή ειδικής εκκλησιαστικής πράξεως, στην οποία θα διακηρύσσεται εκατέρωθεν, ότι η άλλη είναι κατά πάντα Ορθόδοξος. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτών των κειμένων, ότι στις εργασίες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπήρξε δεινή παρεξήγησις, ότι τόσον οι Ορθόδοξοι όσον και οι αιρεσιάρχες έλεγαν το ίδιο πράγμα με διαφορετική ορολογία  και ότι οι άγιοι Πατέρες στην εν λόγω Σύνοδο πλανήθηκαν στις καταδικαστικές αποφάσεις των προς τους εν λόγω αιρετικούς. Μάλιστα αυτή η παρεξήγηση αποδίδεται κατά τον κ. Μπασδέκη και τους οικουμενιστές, στο διαφορετικό θεολογικό τρόπο σκέψεως των δύο Σχολών, της Αντιοχειανής και της Αλεξανδρινής, που είχαν αναπτυχθεί την εποχή εκείνη στο Βυζάντιο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα  «μία και η αυτή θεολογική και δογματική αλήθεια να εκφράζεται με διαφορετικούς θεολογικούς και δογματικούς όρους» (σελ. 74). Αν όμως οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έπεσαν έξω, και πλανήθηκαν, τότε η εν λόγω Σύνοδος δεν μπορεί να είναι θεόπνευστη και αλάθητη, όπως διαχρονικά πιστεύει η Εκκλησία μας, όπως επίσης δεν μπορεί να είναι θεόπνευστες και αλάθητες και οι επόμενες Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες επεκύρωσαν τις αποφάσεις της Δ΄ Συνόδου. Ωστόσο, η πλάνη δεν βρίσκεται, όπως θα δούμε παρά κάτω, στους αγίους Πατέρες, οι οποίοι με τον θείο φωτισμό του αγίου Πνεύματος, ορθώς και αλαθήτως εδογμάτησαν και απεφάσισαν, αλλά στους σημερινούς οικουμενιστές θεολόγους, οι οποίοι με μοναδικό όργανο την λογική και την επιστημονική γνώση και μη έχοντες τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, έφθασαν στο σημείο να έχουν την αξίωση να διορθώσουν τους αγίους Πατέρες. Ειδική Επιτροπή της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, η οποία ασχολήθηκε διεξοδικά με τον γενόμενο διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων και τις κοινές δηλώσεις της Μικτής Επιτροπής, παρατηρεί σε σχετική εισήγησή της τα εξής: «Εμμέσως δεχόμεθα, ότι αι Οικουμενικαί αύται Σύνοδοι (Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄) επλανήθησαν και ημείς τας δορθώνομεν. Προσπάθεια συμβιβασμού των πραγμάτων δεν χωρεί. Ή αι Σύνοδοι ορθοτόμησαν την αλήθειαν και οι Διόσκορος και Σεβήρος, ως και οι τούτων διάδοχοι, ήσαν αιρετικοί, ή εάν ούτοι δεν ήσαν αιρετικοί, αι Σύνοδοι επλανήθησαν…Εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι δέχονται την Ορθόδοξον Χριστολογίαν, τι τους εμποδίζει να αποδεχθούν την Ορθοδοξωτάτην διατύπωσιν  της υπό των αγίων Δ΄, Ε΄, και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων και μάλιστα υπό της αγίας Δ΄ εν Χαλκηδόνι, η οποία και εκ του γνωστού θαύματος της αγίας μεγαλομάρτυρος Ευφημίας ως Ορθόδοξος επιστοποιήθη; Αρνούμενοι τους όρους των Συνόδων αυτών, μας επιτρέπουν βασίμως να υποθέσωμεν ότι κατά βάθος αρνούνται την υπ’ αυτών κηρυττομένην Ορθόδοξον Χριστολογίαν… Αι μέχρι τούδε συμφωνίαι δεν φέρουν την σφραγίδα της συνοδικότητος. Τα ζητήματα συμφωνούνται υπό επιτροπής περιορισμένου αριθμού ιεραρχών και θεολόγων και εγκρίνονται υπό ολιγομελών πάλιν Συνόδων χωρίς ευρυτέραν συμμετοχήν των ιεραρχιών των τοπικών Εκκλησιών και ευρείαν συνοδικήν διάσκεψιν, εις ην ελευθέρως θα ακουστούν αι απόψεις των διαφωνούντων και μετά ταύτα θα αποφανθούν οι Ιεράρχαι»[28]. Η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους σε σχετικό υπόμνημά της (27/5/1995) επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι η Μικτή Επιτροπή έρχεται σε ριζική διαφωνία προς την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, όσον αφορά την Χριστολογίαν των Αντιχαλκηδονίων: «Αυτοί μεν (Μάξιμος ο Ομολογητής, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Αναστάσιος ο Σινναΐτης, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Φώτιος ο Μέγας, Θεόδωρος ο Στουδίτης, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης κ.λπ.) ορίζουν ταύτην ως αιρετικήν διδασκαλίαν, η Μικτή Επιτροπή δε ως Ορθόδοξον και συνέχειαν της αρχαίας αποστολικής πίστεως της Εκκλησίας»[29]. Ο π. Θεόδωρος Ζήσης σε σχετική μελέτη του παρατηρεί, ότι «η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού των Αρμενίων και των άλλων Αντιχαλκηδονίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών και η παρουσίασή των ως κατά πάντα Ορθοδόξων, ενώ αποτελούσε απλώς προσωπική γνώμη ελαχίστων θεολόγων και ως εκ τούτου δεν ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική, στις ημέρες μας αποτελεί βασική γραμμή, πάνω στην οποία πορεύεται ο επίσημος θεολογικός διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Μονοφυσίτες, ο οποίος συναντά λόγω αυτής του της πορείας την δικαιολογημένη αντίδραση μερικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών, του Αγίου Όρους και μεμονωμένων θεολόγων. Οι Αντιχαλκηδόνιοι, χωρίς να εγκαταλείψουν τις δύο βασικές τους θέσεις, την απόρριψη της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την μη αρίθμηση των δύο φύσεων του Χριστού μετά την ένωση, που αρκούν για να θεωρούνται ως Μονοφυσίτες αιρετικοί, κατόρθωσαν, προβάλλοντας ασθενέστατα θεολογικά επιχειρήματα, τα οποία κονιορτοποιεί ο Μέγας Φώτιος, να οδηγήσουν τα Ορθόδοξα μέλη της Επιτροπής του διαλόγου στη θέση, ότι οι δύο Εκκλησίες έχουν κληρονομήσει την ίδια αποστολική πίστη και παράδοση και ότι αποτελούν δύο οικογένειες Ορθοδόξων Εκκλησιών»[30].

Η αίρεση του Παπισμού.

Στην παρούσα κριτική δεν θα ασχοληθούμε με την απαρίθμηση και αναίρεση των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, διότι μια τέτοια προσπάθεια θα απαιτούσε την συγγραφή ενός ολοκλήρου βιβλίου. Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην πλούσια σχετικά με το θέμα αυτό βιβλιογραφία. Εξαίρετο σύγγραμμα, με ιδιαίτερη έμφαση στην αιρετική διδασκαλία περί του «πρωτείου» του επισκόπου Ρώμης, αποτελεί το του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ με τίτλο «Αι αιρέσεις του Παπισμού», το οποίο συνιστούμε στους ενδιαφερομένους. Εκ προοιμίου έχουμε να παρατηρήσουμε στο σύγγραμμα του κ. Μπασδέκη, ότι οι διαφορές-προβλήματα, όπως θέλει να βλέπει τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, δεν είναι μόνον όσες απαριθμεί, αλλά πολύ περισσότερες.

Ο Θεολογικός Διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς

Στο βιβλίο επίσης γίνεται αναφορά στον θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, που ως γνωστόν άρχισε επίσημα το 1980 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σχετικά και με το θέμα αυτό υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία[31]. Ο συγγραφέας επιχειρεί να παρουσιάσει τις επί μέρους φάσεις του διαλόγου, δεν μας δίδει όμως την πραγματική εικόνα του, διότι απαλείφει και παρασιωπά ουσιαστικές πλευρές του, που καταδεικνύουν ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς των αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις Μικτές Επιτροπές σε θέματα δογματικά, που σε τελική ανάλυση οδήγησαν σε προδοσία της πίστεως. Τούτο για παράδειγμα συνέβη με όσα οι Ορθόδοξοι υπέγραψαν στο κοινό κείμενο της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου κατά την Ζ΄ Γενική Συνέλευσή της τον Ιούλιο του 1993 στο Balamand του Λιβάνου, όπου ο Παπισμός αναγνωρίζεται ως αδελφή Εκκλησία με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή, προτού ακόμη συζητηθούν οι πάμπολλες αιρετικές διδασκαλίες του. Παρασιωπά επίσης τις ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις, που έγιναν στο ακανθώδες θέμα της Ουνίας, κατά την παραπάνω Συνέλευση. Η επιτευχθείσα καταδίκη της Ουνίας στο Freising του Μονάχου το 1990, ανατρέπεται με νέες αποφάσεις στο Balamand, όπου πανηγυρικά αθωώνεται και επί πλέον οι Ουνίτες αποκτούν το δικαίωμα να συμμετέχουν στο διάλογο με εκπροσώπους της. Νέα εξέτασις του θέματος της Ουνίας κατά την Η΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής το 2000 στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ καταλήγει σε ναυάγιο, χάρη στην πεισματώδη επιμονή των Ρωμαιοκαθολικών να περισώσουν το εκκλησιαστικό σχήμα της Ουνίας και την προσηλυτιστική της δράση. Η συνέχεια των γεγονότων απέδειξε, ότι η Ρώμη κατώρθωσε έντεχνα να ακυρώσει νέα επανεξέταση του θέματος της Ουνίας, αφού γι’ αυτήν πλέον το θέμα είχε λήξει με όσα συνεφωνήθησαν και υπεγράφησαν στο Balamand. Και ενώ θα περίμενε κανείς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να παραμείνουν πιστές και συνεπείς α) με τις αποφάσεις της Γ΄ Πανορθοδόξου Συνόδου, όπου διεκηρύχθη ότι «Ουνία και διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως»[32] και                 β) με όσα διεκήρυξαν δια των προκαθημένων των τον Μάρτιο του 1992 στο «Μήνυμά» τους ότι «δεν μπορεί να προχωρήσει ο Θεολογικός Διάλογος με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν δεν επέλθη συμφωνία επί του ζητήματος της Ουνίας»[33] και να διακόψουν οριστικά τον διάλογο μετά την αποτυχία της Βαλτιμόρης, ο διάλογος συνεχίστηκε το 2006 στο Βελιγράδι με άλλη θεματολογία. Αλλά και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποδείχθηκε ασυνεπής και διαψεύσθηκε με όσα εδήλωσε στον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄ κατά τη επίσκεψή του στο Βατικανό τον Ιούνιο του 1995, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε θα δεχθή το εκκλησιαστικό σχήμα της Ουνίας. Εκείνο, όμως, που προξενεί πολλή οδύνη και λύπη είναι η ενέργειά του να προσφέρει στον Ουνίτη επίσκοπο των Αθηνών κ. Δημήτριο Σαλάχα τον Μάϊο του 2008 ένα άγιο Ποτήριο ως συμβολικό δώρο[34], με το οποίο απέδειξε στην πράξη, ότι όχι μόνο αμνηστεύει, αλλά και πανηγυρικά αναγνωρίζει την Ουνία. Έτσι το θέμα της Ουνίας έληξε ουσιαστικά με θριαμβευτική νίκη των Ρωμαιοκαθολικών, αφού κατώρθωσε, αφ’ ενός μεν να συνεχιστεί ο Διάλογος, αφ’ ετέρου δε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η προσηλυτιστική δράση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Πέραν τούτου οι πολιτικές εξελίξεις στην ομόδοξη Σερβία απεκάλυψαν για μια ακόμη φορά ξεκάθαρα το ψεύδος και την υποκρισία του Πάπα. Με λόγια και  διακηρύξεις, ομιλούσε περί αγάπης, ενώ ύπουλα και δόλια ενεθάρρυνε και ενίσχυσε τα γεωπολιτικά σχέδια των μεγάλων δυνάμεων (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ), για τη συρρίκνωση της Σερβίας και την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου, και συνευδόκησε στους βομβαρδισμούς της Ορθόδοξης Σερβίας το 1999. Έτσι ο  πολύ-διαφημισθείς «Διάλογος της Αγάπης», αποδείχθηκε μια απάτη και ένα θέατρο εντυπώσεων.
Πέραν αυτών ο συγγραφέας παρασιωπά τις μυστικές συμφωνίες Ρώμης-Φαναρίου για την επίτευξη της ενώσεως, παρά τις υπάρχουσες Δογματικές διαφορές, όπως αυτές απεκαλύφθησαν εκ των υστέρων. Προς τον σκοπόν αυτόν εξεπονήθη ένα καλά μελετημένο σχέδιο του Βατικανού, το οποίο σταδιακά εφαρμόζεται σε στενή συνεργασία με τους Οικουμενιστές του Φαναρίου, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η τελεία ένωση Ορθοδοξίας και Παπισμού, η οποία θα είναι κατά τα πρότυπα των Ουνιτικών Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης. Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έλαβαν μέρος σε Διαχριστιανικούς Διαλόγους και ασχολήθηκαν εις βάθος με αυτούς. Ένας εξ αυτών ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί: «Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και οι περί αυτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν ευρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν Εκκλησιολογίαν»[35]. Ο π. Θεόδωρος Ζήσης επιβεβαιώνει την ίδια πραγματικότητα:Εκείνοι (οι Λατινόφρονες) «εσχεδίασαν και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό, ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλεί-τουργα και αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν έλθη επισήμως, να αποτελεί απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη ενώσεως»[36]Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός σε πλήρη συμφωνία με τους παραπάνω παρατηρεί: «Από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα το 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας»[37]. Ο αγωνιστής και μαχητικός ιεράρχης αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης επισημαίνει: «Η ένωσις, η ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής και Δύσεως, διαβούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων εγκέφαλος ο Πάπας!...Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την οποίαν δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν»[38]! Ο Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι«οι αδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί εμμέσως ή αμέσως αφήνουσι να εννοηθεί, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται να ενωθεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής δι’ ενός είδους ενώσεως ομοίου ή παραλλήλου προς εκείνο το οποίον υφίσταται μεταξύ αυτής και των εκκλησιαστικών ομάδων των Ουνιτών»[39].
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα όσα ο Πατριάρχης Αθηναγόρας απεκάλυψε τον Αύγουστο του 1971: «το ’65 εσηκώσαμεν το σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ…»[40], αλλά και την πλήρη ευθυγράμμιση των διαδόχων του, Δημητρίου και Βαρθολομαίου, με την γραμμή, που αυτός εχάραξε, συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον για το Φανάρι, σχίσμα πλέον δεν υφίσταται και η ένωση των Εκκλησιών ήδη έγινε, αλλά δεν είναι ακόμη ‘τελεία’»[41]. Τελεία ένωση θα γίνει όταν θα φθάσουμε πλέον στο κοινό Ποτήριο. Πρώτο βήμα προς την ένωση αυτή υπήρξε η άρση των αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Φαναρίου το Δεκέμβριο του 1965. Επακολούθησε η πλήρης αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση Ορθοδοξίας και Παπισμού ως «Αδελφών Εκκλησιών» το 1993 στο Balamand. Εκείνο τώρα που απομένει είναι η αποδοχή αυτής της συμφωνηθείσης ενώσεως από τον πιστό λαό του Θεού, εφ’ όσον επιλυθεί το ακανθώδες θέμα του Πρωτείου.
Η καθιέρωση του «Διαλόγου της Αγάπης», μιας μακράς δηλαδή περιόδου από το 1965 έως το 1980, που προηγήθηκε του Θεολογικού Διαλόγου, εντάσσεται μέσα στο άριστα μελετημένο σχέδιο που εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες της ενώσεως Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ και τον Πατριάρχη Αθηναγόρα κατά την συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, τον Δεκέμβριο του 1964. Ο «Διάλογος της Αγάπης» «αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία με την δημιουργία κλίματος καλών σχέσεων και φιλίας. Επινοήθηκε ακόμη η παροχή οικονομικών ενισχύσεων προς τους Ορθοδόξους, με υπερτονισμό της αγάπης και παραμερισμό της σημασίας των δογματικών αληθειών της πίστεως… ώστε να αποδυναμωθεί κάθε διάθεση μαρτυρίας και ομολογίας. Επινοήθηκαν επίσης οι ανταλλαγές επισκέψεων των προκαθημένων Ρώμης και Φαναρίου, οι επιστροφές αγίων λειψάνων από την πλευρά του Βατικανού ως ένδειξη φιλίας προς τους Ορθοδόξους, οι συμπροσευχές και κοινές διακηρύξεις περί ‘αδελφών Εκκλησιών’, για την δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων και τετελεσμένων γεγονότων»[42].
Μεθοδεύτηκε η έναρξη του θεολογικού διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα αλλά από τα ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές, κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν ξαφνικά στο σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα που συνιστάπραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως.[43]
Πέραν αυτών ο συγγραφέας παρασιωπά παραβάσεις ιερών κανόνων και αυθαίρετες και αντικανονικές ενέργειες Πατριαρχών. Για παράδειγμα παραθέτει το ιστορικό της άρσεως των αναθεμάτων, αλλά παρασιωπά ότι η άρση αυτή έγινε όχι κατόπιν αποφάσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, αλλά μονομερώς με απόφαση τοπικής Συνόδου του Φαναρίου. Παρασιωπά εν τέλει την πλήρη χρεοκοπία και το αδιέξοδο στο οποίο έχει φθάσει σήμερα. Η χρεοκοπία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι «η αίρεση και η πλάνη έχουν σύμφυτα τον εγωϊσμό και την υπερηφάνεια. Είναι ουσιαστικό στοιχείο τους. Οι αιρετικοί δεν ταπεινώνονται, δεν μετανοούν. Πόσες ενωτικές Σύνοδοι δεν έγιναν για να συνεννοηθούμε με τον Πάπα και τους Φράγκους; Όλες απέτυχαν. Και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός έλαβε μέρος στη Σύνοδο Φεράρας–Φλωρεντίας και μίλησε ευγενικά κατ’ αρχήν με τον Πάπα. Όταν, όμως, διαπίστωσε την εμμονή στην πλάνη, τον εγωϊσμό και το αμετάπειστο, έγινε σκληρός αντίπαπας, αντίπαλος του Παπισμού»[44].
Η αίρεση των Παλαιοκαθολικών.

Η απόσχιση των Παλαιοκαθολικών από τον κορμό του Παπισμού το 1870 αμέσως μετά την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, ως αντίδραση και διαφωνία προς το δόγμα του Πρωτείου και του Αλαθήτου,  το οποίο εδογμάτισε η παρά πάνω Σύνοδος, έδωσε κατ’ αρχήν την εντύπωση της επιστροφής της κοινότητος αυτής στην αρχαία παράδοση της Εκκλησίας των αποστολικών χρόνων, της εμμονής και της πιστότητός της στην Εκκλησία προ του σχίσματος του 1054. Ωστόσο τα πράγματα απέδειξαν στην συνέχεια το ακριβώς αντίθετο, διότι εν τω μεταξύ (1931) εισήγαγε  την μυστηριακή διακοινωνία (intercommunio) με τους Αγγλικανούς και εν συνεχεία με τους Ευαγγελικούς της Γερμανίας, από δε το 1994 την χειροτονία των γυναικών στους τρεις βαθμούς της Ιερωσύνης. Οι δύο αυτές καινοτομίες υπήρξαν τα σπουδαιότερα εμπόδια, που οδήγησαν τελικά σε ναυάγιο τον επίσημο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Παλαιοκαθολικών, που διεξήχθη από το 1975 έως το 1987[45].

Προτεσταντικές αιρέσεις.

Οι Προτεστάντες, αποσχισθέντες από τον κορμό του Παπισμού ήδη από τον 16οναιώνα με πρωτοπόρους  τον Λούθηρο, τον Καλβίνο και τον Σβίγγλιο, εδημιούργησαν ιδικές τους Κοινότητες, οι οποίες στη συνέχεια με την πάροδο του χρόνου κατακερματίστηκαν σε άλλες αιρετικές ομάδες και ομολογίες, έτσι ώστε σήμερα να είναι πάνω από 400 σε όλο τον κόσμο, οι περισσότερες των οποίων είναι μέλη του ΠΣΕ. Από αυτές οι σπουδαιότερες και πολυπληθέστερες είναι σήμερα η Αγγλικανική Κοινότητα, η Λουθηρανική και η Μεταρρυθμισμένη Ευαγγελική Κοινότητα, οι Κοινότητες των Μεθοδιστών, των Βαπτιστών, των Μεννονιτών, των Σαββατιανών, των Ανεξαρτήτων Λουθηρανών και οι Ελεύθερες Ευαγγελικές Κοινότητες. Όλες αυτές οι Κοινότητες βρίσκονται σε ακόμη μεγαλύτερο χάσμα σε σχέση με την Ορθοδοξία, διότι εκτός του ότι εκληρονόμησαν πολλές αιρετικές διδασκαλίες από τον Παπισμό, εισήγαγαν και άλλες, σημαντικότερη των οποίων είναι η πλήρης απόρριψη της Πατερικής, Λειτουργικής και Κανονική Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι οπαδοί όλων αυτών των Κοινοτήτων εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά μέχρι σήμερα στις αιρετικές τους διδασκαλίες, παρά τους μέχρι τώρα Διαλόγους και ενωτικές προσπάθειες, που έγιναν κατά καιρούς από τον 16ον αιώνα και εντεύθεν, με αποκορύφωμα τους Διαλόγους στα πλαίσια του Οικουμενισμού και του ΠΣΕ.

Οι Διάλογοι στα πλαίσια του Προτεσταντικού Οικουμενισμού.

Ειδικότερα εις ό, τι αφορά τους τελευταίους Διαλόγους και την μέχρι τώρα πορεία των μέσα στους κόλπους του ΠΣΕ, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
 Αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ΠΣΕ και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση μέσα σ’ αυτόν τον υπερεκκλησιαστικό οργανισμό συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της, συνιστά «μίξιν άμικτον και τέρας αλλόκοτον». Όπως επισημαίνει ο καθηγητής κ. Μουρατίδης: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνονθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνονθύλευμα των αιρέσεων του ΠΣΕ προσκρούει «apriori» και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τούτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάλληλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν προκειμένω τα ερωτήματα: Πώς συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το ΠΣΕ;… Πώς είναι δυνατόν η μία, αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών; Πώς είναι δυνατόν η μία, αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της χριστιανικής πίστεως εις τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος;  Ή το έτι χείρον, να συντάσσωνται θεολογικά κείμενα υπό αιρετικών και εν πλήρει σχεδόν απουσία των Ορθοδόξων και να εκπροσωπούν τρόπον τινά τα κείμενα αυτά και την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν; Έτι πλέον. Πώς είναι δυνατόν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία να μετέχει εις ένα οργανισμόν, η συμμετοχή εις τον οποίον να συνεπάγηται την αλλοτρίωσιν θεμελιώδους δικαιώματος της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, του επανευαγγελισμού δηλαδή και της επαναφοράς των αιρετικών εις την Εκκλησίαν, εξ’ ης απεσχίσθησαν, δεδομένου ότι ως γνωστόν, βασική υποχρέωσις των μετεχουσών εις το ΠΣΕ «Εκκλησιών» είναι και η μη άσκησις προσηλυτισμού; Τέλος, δέον ιδιαιτέρως να υπογραμμισθή το γεγονός, ότι διά της συμμετοχής της εις το ΠΣΕ η Ορθοδοξία παρητήθη κατ’ ουσίαν της οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του ΠΣΕ, όπερ και κατά την γνώμην μου συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρόν πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου»[46]. Πάνω στο ίδιο θέμα ο εσχάτως ανακηρυχθείς άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία»[47]. Τέλος ο π. Θεόδωρος Ζήσης, επισημαίνει: «…Ούτε έπρεπε από την αρχή να μετάσχουμε, ούτε τώρα αμετανοήτως να συνεχίζουμε να μετέχουμε του ΠΣΕ και των άλλων οικουμενιστικών θεσμών και διαλόγων, γιατί αυτή η συμμετοχή μας ακυρώνει το Ευαγγέλιο, προσβάλλει τους μάρτυρες, διαφωνεί με τους αγίους Πατέρες, αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία στη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες και είναι μέρος του παιχνιδιού της Βαβυλώνος της μεγάλης»[48].

Αδυναμία Ορθοδόξου μαρτυρίας.
Το αρχικό επιχείρημα των Οκουμενιστών, ότι μέσα από τους διαλόγους καλούμεθα να δώσωμε την μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως, τώρα, μετά την εμπειρία των μέχρι τώρα Διαλόγων, αποδείχθηκε απάτη και πλάνη. Όχι μόνο μαρτυρία Ορθοδόξου πίστεως δεν μπορέσαμε να δώσουμε στους αιρετικούς, αλλά εμείς οι ίδιοι φθάσαμε στο άθλιο κατάντημα να συμμαρτυρούμε στην πλάνη και την αίρεση. Γι’ αυτό και οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι σε τίποτε δεν ωφέλησαν, αφού καθόλου δεν συνετέλεσαν σε μιά έστω και μικρή προσέγγιση των αιρετικών προς την Ορθοδοξία. Παρά το γεγονός ότι διαλεγόμεθα επί 64 περίπου έτη, οι Προτεστάντες δεν θέλησαν να αποβάλουν ούτε μία από τις αιρετικές τους διδασκαλίες. Toν αρχικό ενθουσιασμό μεγάλων Ορθοδόξων θεολόγων, που εκπροσώπησαν την Ορθοδοξία στο ΠΣΕ, για την ενδεχόμενη δυνατότητα Ορθοδόξου μαρτυρίας, αρχίζει σιγά σιγά να διαδέχεται δισταγμός, απογοήτευσις και επιφυλακτικότης. Όσοι εξ’ αυτών ετόλμησαν να εκφράσουν την διαφωνία τους με την οικουμενιστική γραμμή του Φαναρίου, απομακρύνθηκαν από τους Διαλόγους ή παραιτήθηκαν από μόνοι τους[49]. Όπως σημειώνει ο καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Η παραίτηση του (καθηγητού) Ιω. Καρμίρη και άλλων καθηγητών (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος κ.ά.) από τους Διαλόγους, αλλά και η στάση πολλών καθηγητών απέναντί τους λέγουν πολλά»[50]. «Η στάση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, έναντι του ΠΣΕ ήταν ιδιαιτέρως πατερική και αγιογραφική. Συνεχώς επέμενε στην επιστροφή στην αγία Γραφή μέσω της Πατερικής Παραδόσεως. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε από ηγετικές θέσεις του ΠΣΕ και της Οικουμενικής Κινήσεως»[51]. Ο καθηγητής της Πατρολογίας Στυλ. Παπαδόπουλος επισημαίνει με απογοήτευση: «Οι Διάλογοι: αυτονόητοι, αναποτελεσματικοί και προβληματικοί»[52]. Σε άλλο σημείο των διαπιστώσεών του σχετικά με τους Διαλόγους παρατηρεί: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων… Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν. Ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους»[53]. Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας το 1971 εσχολίαζε: «Η υπό τους σημερινούς όρους  συμμετοχή μας εις το ΠΣΕ είναι όλως απαράδεκτος. Εάν δεν εξασφαλιστεί, καθ’ ούς όρους αυτός ο άγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, το να φέρωσιν αι ενέργειαι και αποφάσεις του συμβουλίου τούτου εμφανή ουχί την προτεσταντικήν, αλλά την Ορθόδοξον σφραγίδα ενδείκνυται να αποχωρίσωμεν»[54]. Σχετικά με την θέση του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς και τις δηλώσεις του, υπό την ιδιότητά του ως καθηγητού της Δογματικής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, απέναντι στο ΠΣΕ και τον Οικουμενισμό, έχει γίνει ήδη λόγος παρά πάνω. Παρόμοιες είναι οι διαπιστώσεις του καθηγητού π. Γεωργ. Μεταλληνού: «Αντί η Ορθοδοξία να επηρεάζει σωτηριολογικά τον μη Ορθόδοξο κόσμο, εφθάσαμε στην αποδοχή στην πράξη της ‘βαπτισματικής Θεολογίας’, της ‘Θεολογίας των αδελφών Εκκλησιών’ (πρβλ. συμφωνίαBalamand 1993), της ‘κοινής διακονίας’ της ‘διευρυμένης Εκκλησίας’ και του ‘πολιτιστικού πλουραλισμού’, όπως ορθότατα έχει επισημανθεί… Ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που δέχονται όμως αφόρητη πίεση. Η καύχηση και ο αυτοθαυμασμός των οικουμενιστών μας για μιά δήθεν νέα εποχή, που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920 δεν δικαιώνονται, διότι ‘αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού’»[55]. Αποκαλυπτικές όσο και οδυνηρές είναι επίσης οι διαπιστώσεις του καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση: «Η υπερπεντηκονταετής παρουσία των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων εκκλησιών στο ΠΣΕ, μέσα στην πανσπερμία, στο πλήθος και στην θεολογική αναρχία και σύγχυση των προτεσταντικών ομολογιών, συνδεόμενη ούτως ή άλλως στην πράξη, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, με εκκλησιολογικές παραχωρήσεις, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, δεν ήταν δυνατόν αθροιστικά και ουσιαστικά να έχει την ευλογία του Θεού και την προσδοκώμενη καρποφορία. Εξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οι Ορθόδοξοι αριθμητικά, δεν είχαμε καμμιά δυνατότητα με τον ελάχιστο αριθμό ψήφων, που διαθέταμε να επηρεάσουμε τις συζητήσεις και τις αποφάσεις… Νομιμοποιήσαμε εκκλησιολογικά με την παρουσία μας τις ποικίλες προτεσταντικές ομάδες και παραφυάδες ως ‘εκκλησίες’ και οδηγήσαμε σε ευτελισμό και ξεγύμνωμα την ‘νύμφην Χριστού’, υπέρ της οποίας ο Χριστός έχυσε το πανάγιον αυτού αίμα, την εδόξασε και την ελάμπρυνε υπέρ τον ήλιον»[56]. Στην ίδια γραμμή και στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι διαπιστώσεις και εκτιμήσεις των αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι τόσον σε παλαιότερα υπομνήματά τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσον επίσης και στο πρόσφατο της Ιεράς Κοινότητος του αγίου Όρους, που απεστάλη τον Φεβρουάριο του 2007, επισημαίνουν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η θεολογική ταυτότης του ΠΣΕ είναι προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του ΠΣΕ, όπως φαίνεται από την 60ετή ιστορία του και από την πολύ μακρύτερη ιστορία των ορθοδοξοπροτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο ΠΣΕ είναι η ομογενοποίησις των εκκλησιών μελών του ΠΣΕ μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού»[57]. Σε άλλο σημείο του αγιορειτικού κειμένου επισημαίνεται: «Το ΠΣΕ όπως λειτουργεί σήμερα είναι ένας ομογενοποιητικός  μηχανισμός, που αμβλύνει το δογματικό αισθητήριο και κυοφορεί μια επιφανειακή επικοινωνιακού χαρακτήρος ενότητα»[58]

Φθορά και διάβρωσις του Ορθοδόξου φρονήματος
Η παρά τις παραπάνω επισημάνσεις και διαπιστώσεις εξακολούθηση της παραμονής μας  στους κόλπους του ΠΣΕ, οδήγησε αναπόφευκτα σε προϊούσα φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος, σε συμβιβασμούς και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στο δόγμα και στην Εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. Με πολύ επιπολαιότητα οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι άπλωναν γέφυρες, μικρές και ανεπαρκείς, για να γεφυρώσουν τεράστια χάσματα και να εκμηδενίσουν αποστάσεις και διαφορές, πολύ σημαντικές στο δόγμα και στο ήθος των Εκκλησιών. Παραθεώρησαν το γεγονός, ότι η αλήθεια με την αίρεση δεν έχουν ποσοτική διαφορά. Έτσι φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από Ορθοδόξους εκπροσώπους και πατριάρχες, αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας[59]. Για παράδειγμα στην 3η Γενική Συνέλευση του Νέου Δελχί το 1961 ο καθηγητής της θεολογίας Νίκος Νησιώτης εδήλωσε: «Δεν σκεπτόμεθα διαρκώς και δεν ενεργούμε ωσάν η ‘Una Sancta’ περιορίζετο εντός των ορίων της ιδικής μας Εκκλησίας ή Ομολογίας; Αλλ’ η πείρα  των συναντήσεων εις συνελεύσεις και συνέδρια αποσείει αφ’ ημών την αυταρέσκειαν ταύτην»[60]. Ο καθ. Κων/νος Μουρατίδης πολύ ενωρίς, ήδη το 1973, επεσήμανε το φοβερό αυτό κατάντημα της φθοράς και διαβρώσεως, το οποίο καυτηριάζει δριμύτατα: «Δεν παρήλθον ει μη ολίγαι δεκαετηρίδες και το αποσυνθετικόν πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, το οποίον δεσπόζει εις το ΠΣΕ, επέδρασεν εις τοιούτον βαθμόν διαβρωτικώς επί της περαιτέρω πορείας κορυφαίων εκπροσώπων της Ορθοδοξίας εις το ΠΣΕ, ούτως ώστε να αποδεχθούν ούτοι πλήρως την διαβόητον ‘θεωρίαν των κλάδων’, την ‘αρχήν της περιεκτικότητος’ και την απάρνησιν της Ορθοδοξίας ως της Μίας Αγίας Καθολικής Εκκλησίας»[61]. Και λίγο πιο κάτω παρατηρεί: «Διατί η Ορθόδοξος Ιεραρχία ανέχεται την περαιτέρω συμμετοχήν εις το παγκόσμιον συνονθύλευμα των αιρέσεων του ΠΣΕ παρά την κατάφωρον παραβίασιν των θεοπνεύστων ιερών Κανόνων και θεμελιωδών εκκλησιολογικών αρχών, δι’ ης πλήττεται αυτή αύτη η εν γένει λυτρωτική πορεία της Ορθοδοξίας; Διατί η Ορθόδοξος Ιεραρχία τουλάχιστον μετά την διαπίστωσιν των επικινδύνων και τούτ’ αυτό καταστρεπτικών επιπτώσεων εκ της συμμετοχής εις το ΠΣΕ,  δεν αποχωρεί εξ’ αυτού»[62]; Τεκμηριώνει δε τις παρά πάνω διαπιστώσεις του αναφερόμενος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις: α) Στη δήλωση του τότε αρχιεπισκόπου Θυατείρων Αθηναγόρου, ο οποίος χαρακτήρησε τους ιερούς Κανόνες «κατά τρόπον πρωτοφανή και βλάσφημον, ως ‘ανθρωπίνων ενταλμάτων και σχημάτων ανοησιών και μίσους’ και την de facto ένωσιν της Ορθοδοξίας μετά της αιρέσεως διά του αδιαλείπτου κηρύγματος περί του Κοινού Ποτηρίου επί καταλύσει πάντων των δογματικών και κανονικών φραγμών, με συνέπειαν την διακοπήν υπό Μητροπολιτών της Ελλαδικής Εκκλησίας του μνημοσύνου του κοιμηθέντος Πατριάρχου και την δημιουργίαν, ως μη ώφειλε, κλίματος οξύτητος μεταξύ των Ορθοδόξων, διαιρεθέντων εις οπαδούς του Οικουμενισμού και εις προμάχους της Ορθοδοξίας»[63]. β) Σε θέσεις και προτάσεις του καθηγητού κ. Νησιώτη, ο οποίος μεταξύ των άλλων εισηγείται την δημιουργία σε κάθε τοπική Εκκλησία εκκλησιαστικής Συνόδου «προεδρευομένη υφ’ ενός, συνισταμένη εκ μελών εκπροσωπούντων πάσας τας εν τω τόπω τούτω υφισταμένας ομολογίας, (δηλαδή Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.λπ.) περιλαμβάνουσα επίσης και λαϊκούς». Ωστόσο, κατά τον κ. Μουρατίδη, παρόμοιες προτάσεις και θέσεις οδηγούν στην κατάργηση των πάντων, δογμάτων, κανόνων, παραδόσεων[64]. γ) Στην δημοσίευση στον αθηναϊκό τύπο μιας απίστευτης, τερατώδους καταγγελίας, προερχομένης από 12 ομογενείς του Σικάγου και απευθυνομένης ενυπογράφως προς τον νέον Πατριάρχην (Δημήτριον): «Η καταγγελία αφορά εις τον ελληνορθόδοξον αρχιεπίσκοπον Βορείου και Νοτίου Αμερικής κ. Ιάκωβον, του οποίου οι καταγγέλοντες ζητούν την παραπομπήν εις δίκην, ‘επί αποστασία και αιρέσει, επί παραβιάσει της αγίας Γραφής και των Ιερών Κανόνων, επί αρνήσει του Συμβόλου της Πίστεως, επί εκουσία αρνήσει της Τριαδικής Θεότητος, ήτοι επί αρνήσει του αποκαλουμένου Λόγου του Θεού’. Η καταγγελία δεν είναι ούτε αυθαίρετος, ούτε επιπολαία, αλλά στηρίζεται επί συγκεκριμένων γεγονότων, ήγουν επί δηλώσεων και άρθρων του ιδίου του κ. Ιακώβου, ο οποίος, ως καταγγέλλουν οι 12 ομογενείς, παρά τας διαμαρτυρίας του ποιμνίου, όχι μόνον δεν αποκηρύσσει τας αποστατικάς του αυτάς ενεργείας, αλλά και τας επαναλαμβάνει και τας προσυπογράφει, εις συνεντεύξεις και επιστολάς του προς ξένους και ομογενείς… Το πλέον όμως κραυγαλέον δείγμα των τερατωδών και απιστεύτων δηλώσεων του αποστάτου ιεράρχου αποτελεί το άρθρον του εις τους ‘Τάϊμς της Νέας Υόρκης’ της 25ης Σεπτεμβρίου 1967, εν τω οποίω αναφέρονται υπ’ αυτού τα εξής: ‘Το νόημα του Θεού είναι μια αφηρημένη ελληνική ιδέα, την οποίαν ο άνθρωπος της σήμερον και της αύριον δεν αποδέχεται. Ειδικώς δε η αποδοκιμασία αύτη αφορά το δόγμα της Τριαδικότητος. Επομένως, δέον όπως απεκδυθή η Θεολογία των ελληνικών της ενδυμάτων, εν μεταξύ των οποίων το δόγμα της Αγίας Τριάδος’»[65]. δ) Σε θέσεις και απόψεις του πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, ο οποίος «υπεστήριξεν, ότι η τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης θα ηδύνατο δι’ ορισμένων παραχωρήσεων και υποχωρήσεων και συμβιβασμών εν πνεύματι αγάπης να υπερνικηθή και να αποκατασταθή η χριστιανική ενότης! Έτι μάλλον! Επίστευεν ότι αρκεί η συμμετοχή εις το Κοινόν Ποτήριον, διά να αποκατασταθή de facto η ένωσις των Εκκλησιών και να λησμονηθούν εν συνεχεία αι μεταξύ αυτών διαφοραί! Ο ίδιος προτρέχων κατά πολύ των γεγονότων δεν εδίσταζε να διακηρύττει, ότι ‘ανήκει εις όλας τας Εκκλησίας…’»[66]!
Με πολύ καυστική, αλλά και ελεγκτική γλώσσα διεκτραγωδεί την κατάσταση, η οποία έχει πάρει πλέον διαστάσεις προδοσίας της πίστεως, ο π. Θεόδωρος Ζήσης. Σχολιάζοντας την ενέργεια των προτεσταντών του ΠΣΕ να μας ταυτίσουν με τους Μονοφυσίτες λέγει: «Έχει πάρει τέτοια έκταση αυτή η άμβλυνση και η προδοσία της πίστεως, ώστε όχι μόνο οι Προτεστάντες, αλλά και εμείς, οι εκκλησιαστικοί μας ηγέτες δηλαδή, να συγκαλούμε επιτροπές ή να συμμετέχουμε σε επιτροπές μαζί με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες, αποκαλώντας τις επιτροπές αυτές ‘διορθόδοξες’ … Δεκαέξι αιώνων παράδοση Ορθοδοξίας κατεδαφίζεται και σωριάζεται σε ερείπεια. Και αυτό δεν συνάγεται μόνον από την χρήση και υιοθέτηση του όρου Ορθόδοξος για τους αιρετικούς, που θα αρκούσε να γκρεμίση τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και πλάνης, αλλά και από άλλες θετικές στη συνέχεια προς την κατεύθυνση αυτή ενέργειες, τις οποίες μάλιστα με πρωτοφανή θρασύτητα, θεολογική κενότητα και μεγαλοστομία, τολμούν και δημοσία, ‘γυμνή τη κεφαλή’ να υποστηρίζουν οι αυτουργοί τους και να στρέφονται εναντίον όσων εντοπίζουν την πλάνη και ανησυχούν… Η συγκρητιστική διαθρησκειακή και διαχριστιανική ισοπέδωση δεν ανέχεται πλέον την έννοια της αιρέσεως στην εποχή μας. Η συμμετοχή μας λοιπόν στον εκ της φύσεώς του και της αποστολής του συγκρητιστικό οργανισμό του ΠΣΕ φαίνεται και μόνο από αυτήν την τηλεγραφική αναφορά στις καταλυτικές για την Ορθοδοξία συνέπειές της, ότι δεν προσέφερε τίποτε απολύτως. Η διατυμπανιζομένη μαρτυρία των Ορθοδόξων έμεινε λόγος κενός, γιατί κατέληξε σε συμμαρτυρία της πλάνης και της αιρέσεως»[67]. Αυτή δε ακριβώς η συμμαρτυρία της πλάνης και της αιρέσεως δεν αποδεικνύει απλώς διάβρωση και άμβλυνση του Ορθοδόξου φρονήματος, αλλά πραγματικό ναυάγιο περί την πίστιν. Και το να ναυαγήσει περί την πίστιν ένας θεολόγος, που εκπροσωπεί την Ορθοδοξία στους Διαλόγους είναι βέβαια λυπηρό, αλλ’ όχι τόσο τραγικό. Το πράγμα γίνεται εξόχως τραγικό, πραγματική τραγωδία, όταν το ναυάγιο αφορά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, που κατέχουν μεγάλα εκκλησιαστικά αξιώματα. Σε άλλη συνάφεια των λόγων του ο εν λόγω καθηγητής παρατηρεί: «Η συνειδητοποίηση, συν τω χρόνω, αυτής της καταστάσεως, και οι προκλητικές εξελίξεις στον χώρο του Προτεσταντισμού σε θέματα πίστεως και ζωής, όπως η ανοχή ακόμη και αρνητών του δόγματος της αναστάσεως, παγανιστικών λατρειών του πνεύματος της φύσεως, η αποδοχή και η έγκριση της ιερωσύνης των γυναικών, του γάμου των ομοφυλοφίλων και πολλά άλλα, που έδειχναν ότι η παρουσία των Ορθοδόξων ούτε απλώς ως φρένο και συγκράτηση λειτουργεί, αλλά αντίθετα ως νομιμοποίηση και συνυπευθυνότητα, που ενισχύει τον κατήφορο στην πλάνη, οδήγησαν μερικές αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πιεζόμενες από την υγιή ένσταση και ανησυχία των πληρωμάτων τους, να αποχωρήσουν από το ΠΣΕ»[68].
Συντριπτική ήττα των Ορθοδόξων και καθολική επικράτηση της προτεσταντικής θεολογίας μαρτυρούν τα όσα έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά και υπεγράφησαν από Ορθοδόξους και Προτεστάντες στην 9η Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006. Στην εν λόγω συνέλευση έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: 1) «Είμαστε μια αδελφότητα Εκκλησιών», λέγει το κείμενο, «που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και για τον λόγο αυτό επιζητούμε να εκπληρώσουμε την κοινή μας κλήση, να συμμετέχουμε στη δόξα του ενός Θεού του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[69]. Επομένως, δεν είμαστε μόνον εμείς οι Ορθόδοξοι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως ομολογούμε στο Σύμβολον της Πίστεως, αλλά όλες μαζί οι 340 ψευδοεκκλησίες του ΠΣΕ. 2) «Κάθε Εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της  όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες»[70]. Επομένως, για να εκπληρώσουμε εμείς οι Ορθόδοξοι την καθολικότητά μας είναι απαραίτητο να είμαστε σε κοινωνία με αυτές τις ψευδοεκκλησίες. Ο θεόπνευστος λόγος του Αποστόλου Παύλου: «τίς κοινωνία φωτί προς σκότος»[71]; δεν ισχύει πλέον για τους Οικουμενιστές. 3) «Η πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε από τους αποστόλους  είναι μία, όπως ακριβώς ένα είναι και το Σώμα του Χριστού. Παρά ταύτα είναι θεμιτό η πίστη αυτή να διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους»[72]. Δηλαδή οι ποικίλες αιρετικές διδασκαλίες των Προτεσταντών θεωρούνται ως διαφορετικοί τρόποι εκφράσεως της ιδίας πίστεως και ως ποικιλία των χαρισμάτων  του Αγίου Πνεύματος. 4) «Το ότι όλοι μας από κοινού ανήκουμε στο Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δίνει την δυνατότητα στις Εκκλησίες και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν»[73]. Αυτό δηλαδή που οριοθετεί την Εκκλησία δεν είναι η κοινή ορθή πίστις και η αποστολική παράδοσις, αλλά το Βάπτισμα. Σε άλλο σημείο διατυπώνεται: «υπάρχουν μερικοί που δεν χρησιμοποιούν νερό στην ιεροτελεστία του Βαπτίσματος, αλλά μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής»[74]. Η εντολή δηλαδή του Χριστού προς τους μαθητές του:«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», δεν σημαίνει τίποτε για τους Οικουμενιστές και δεν είναι ανάγκη να εφαρμόζεται.
Θλίψη και οδύνη προξενούν σε κάθε πιστό τα όσα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως διατυπώθηκαν και διακηρύχθηκαν κατά την επίσημη ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, την οποία εξεφώνησε επ’ ευκαιρία της 60ης επετείου από της ιδρύσεως του ΠΣΕ τον Φεβρουάριο του 2008 στην Ελβετία, έδρα του ΠΣΕ. Στην ομιλία αυτή ο Πατριάρχης δεν αντιμετωπίζει τους ετεροδόξους ως αιρετικές ομολογίες, αλλά ως Εκκλησίες, που έχουν κανονική εκκλησιολογική υπόσταση: «Επιβάλλεται», λέει ο Πατριάρχης, «ίνα αναζωπυρωθεί και ενισχυθεί προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη λογιζομένων αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ»[75]. Επίσης, δεν κάνει καθόλου λόγο για τις κακοδοξίες των Προτεσταντών στους κόλπους του ΠΣΕ και την ανάγκη αποκηρύξεώς τους, αλλά τις θεωρεί ως μία μεγάλη ποικιλία θεολογικών δογματικών και εκκλησιολογικών παραδόσεων: «αι  προερχόμεναι εκ διαφορετικών οριζόντων και ανήκουσαι εις μεγάλην ποικιλίαν θεολογικών και εκκλησιολογικών παραδόσεων Εκκλησίαι ηδυνήθησαν να διαλεχθούν και να προωθήσουν την χριστιανικήν ενότητα ανταποκρινόμεναι παραλλήλως και εις τας πολλαπλάς ανάγκας της συγχρόνου κοινωνίας»[76]. Δεν δέχεται ότι έχουν διαστρέψει την Αγία Γραφή, αλλά ότι «δίδουν μαρτυρία περί του Ευαγγελίου εντός διαφορετικών πλαισίων»[77]. Θεωρεί την Εκκλησία διηρημένη και πιστεύει ότι κύρια αποστολή του ΠΣΕ είναι το να αφοσιωθεί εις την συνέχισιν της κοινής πορείας προς την ενότητα: «Σήμερον υπέρ ποτέ είναι απολύτως αναγκαία η ύπαρξις αδελφικών δεσμών μεταξύ των διηρημένων Εκκλησιών και η γεφύρωσις των διαιρέσεων ημών»[78]. Πέραν αυτών, όπως πληροφορηθήκαμε από αξιόπιστα πρόσωπα στην Αμερική, «Ορθόδοξοι» επίσκοποι στις ΗΠΑ εφαρμόζουν στην πράξη όσα θεωρητικά υπογράφονται στα παγκόσμια συνέδρια και όσα διακηρύσσονται από τους εκκλησιαστικούς μας ηγέτες, διότι δέχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία τους ετεροδόξους ως ομοδόξους, μεταδίδουν την Θεία Κοινωνία στους αιρετικούς, αναγνωρίζουν τα μυστήρια των ετεροδόξων ως έγκυρα και προχωρούν σε συμπροσευχές, οι οποίες, ρητώς απαγορεύονται από τους ιερούς Κανόνες[79].


Περί της ιερωσύνης των γυναικών.

Ειδικότερα ως προς το θέμα της ιερωσύνης των γυναικών, έκδηλη υπήρξε η συμπόρευση και ουσιαστικά η αποδοχή της προτεσταντικής θεολογίας από τους ημετέρους οικουμενιστάς θεολόγους, στο διεθνές επιστημονικό συμπόσιο της Θεσσαλονίκης το 2003. Οι διοργανωτές του εν λόγω συνεδρίου, όπως ομολογούν στα πορίσματά τους, αδυνατούν ουσιαστικά να αρθρώσουν ορθόδοξο θεολογικό λόγο και να αναδείξουν το αδύνατον της ιερωσύνης των γυναικών: «Σ’ ένα ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο υπογραμμίστηκε η ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των γυναικών στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε η αδυναμία της εναντίον της χειροτονίας των γυναικών θεολογικής επιχειρηματολογίας των Ορθοδόξων»[80].Σχετικά με το θέμα αυτό, ήδη το 1988 είχε διοργανώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Ρόδο «Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο» με θέμα: «Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών», όπου «το αδύνατον της χειροτονίας των γυναικών εις την ειδικήν ιερωσύνην, ως τεθεμελιωμένον εις την Παράδοσιν της Εκκλησίας»[81], αποτυπώνεται στα πορίσματα του εν λόγω συνεδρίου κατά τρόπον αυθεντικόν. Πόση άραγε φθορά και πόση διάβρωση μεσολάβησε μέσα σε 15 χρόνια, από το 1988 μέχρι το 2003, στους θεολόγους μας; Ο καθένας ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του.

Οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς.

Στη συνάφεια αυτή θα αναφερθούμε εν ολίγοις στο θέμα των συμπροσευχών, στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας (σελ. 283-290), οι οποίες έχουν καθιερωθεί πλέον και αποτελούν σύνηθες φαινόμενο, παρά την ρητή απαγόρευσή των από πλήθος ιερών Κανόνων. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικούς: Των αγίων Αποστόλων Ι΄, ΙΑ΄, ΜΕ΄, ΞΕ΄, ΟΑ΄. Α΄ της Δ΄ Οικουμενικής, Β΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής, Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής, της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου ΣΤ΄, Θ΄, ΛΒ΄, ΛΓ΄, ΛΔ΄, ΛΖ΄  κ.α. Η τήρηση των παρά πάνω Κανόνων είναι υποχρεωτική, διότι όπως σημειώνει  ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στα προλεγόμενα του Πηδαλίου (σελ. λθ΄), «παρά πάντων πρέπει να φυλάττωνται οι θείοι Κανόνες απαρασάλευτα. Οι γαρ μη φυλάττοντες, εις φρικτά επιτίμια υποβάλλονται». «Ταύτα περί κανόνων διατετάχθω υμίν παρ’ ημών, ω επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε, απειθούντες δε κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ’ αλλήλων αΐδιον έξετε δίκην της ανηκοΐας την προσήκουσαν τιννύντες» (Οι απόστολοι εν τω επιλόγω των Κανόνων). «Ει τις αλώ Κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού, εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος» (Β΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής).
Από τις παρά πάνω παραθέσεις γίνεται κατανοητό ότι οι ιεροί Κανόνες  των Οικουμενικών Συνόδων και όσοι εκ των τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων έχουν επικυρωθεί από τις Οικουμενικές, δεν είναι απλές απόψεις κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων ή και μεμονομένων αγίων, που επιδέχονται αναθεώρηση και τροποποίηση, αλλά κείμενα θεόπνευστα με καθολικό και διαχρονικό κύρος. Οι ιεροί Κανόνες είναι αχώριστα συνδεδεμένοι με τα δόγματα της πίστεως, διότι αποτελούν έκφραση αυτών σ’ όλους τους τομείς της ζωής των πιστών. Πολύ εύστοχα παρατηρεί επί του θέματος αυτού ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος VLossky«Οι Κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας ‘εν τη γηΐνη αυτής όψει’ είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας, της αποκαλυφθείσης παραδόσεως εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της χριστιανικής κοινωνίας»[82]. Η προσπάθεια συγχρόνων θεολόγων να επανερμηνεύσουν τους παραπάνω ιερούς Κανόνες με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής και πραγματικότητος, αποδεικνύεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια, εσφαλμένη και μετέωρη θεολογικά, μη δυνάμενη να θεμελιωθεί στην Κανονική και Πατερική Παράδοση της Εκκλησίας. Μέσα στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας εντάσσεται  και το θεολογικό επιχείρημα, που προβάλλει ο καθηγητής κ. Βλ. Φειδάς και το οποίο μεταφέρει στο βιβλίο του ο κ. Μπασδέκης, ότι δηλαδή «δεν μπορούμε και δεν είναι ορθόν να αναφερόμαστε σε ιερούς Κανόνες της εποχής των δογματικών αιρέσεων του του 3ου, 4ου και 5ου αιώνα και να τους χρησιμοποιούμε για να δώσουμε απαντήσεις σε θέματα και προβλήματα του 21ου αιώνα. Το πνεύμα των ιερών Κανόνων είναι αυτό που προέχει και όχι το γράμμα» (σελ. 290). Ουσιαστικά ο κ. Καθηγητής με το παραπάνω επιχείρημα προτείνει την κατάργηση των εν λόγω ιερών Κανόνων ως δήθεν ξεπερασμένων και ανεφάρμοστων σήμερα. Ερωτώμεν: Η σύγρονη παναίρεση του Οικουμενισμού και οι άλλες πάμπολλες αιρέσεις, που «αλωνίζουν» κυριολεκτικά το εκκλησιαστικό πλήρωμα, δεν αποτελούν σήμερα ένα εξ ίσου μεγάλο, αν όχι και μεγαλύτερο, κίνδυνο για την σωτηρία των πιστών σε σχέση με τις αιρέσεις του 3ου, 4ου  και 5ου αιώνος; Αν λοιπόν τότε ήταν ανάγκη να εφαρμοστούν οι ιεροί Κανόνες, που ανάγκασαν τους Πατέρες να τους θεσπίσουν, για να προφυλάξουν τους πιστούς από τον κίνδυνο της αιρέσεως, πόσο μάλλον είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται σήμερα; Το επιχείρημα, επίσης, ότι δήθεν οι ιεροί Κανόνες έχουν «πνεύμα» και «γράμμα» και ότι το μεν «γράμμα» πρέπει να παραμεριστεί, ενώ το «πνεύμα» να εφαρμοστεί, δεν έχει κανένα θεολογικό έρεισμα. Ποτέ κανένας Πατέρας ή άγιος της Εκκλησίας από τον 5ο αιώνα και εντεύθεν μέχρι σήμερα δεν κάνει αυτή την διάκριση «γράμματος» και «πνεύματος» στους ιερούς κανόνες. Ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, για παράδειγμα, που έζησε κάτω από τις συνθήκες της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής, υπήρξε αυστηρός υπέρμαχος της ακριβούς τηρήσεως των ιερών Κανόνων. Αυτή η επινόησις «γράμματος» και «πνεύματος» απηχεί στην ουσία μια πονηρή προσπάθεια των Οικουμενιστών θεολόγων, να υπερβούν τους Πατέρες και να τους υποκαταστήσουν, ως γνήσιοι οπαδοί της Μεταπατερικής «Θεολογίας», για να παύσουν να γίνονται φραγμός στο οικουμενιστικό τους κατρακύλισμα. Τέτοιες προσπάθειες παραμερισμού των ιερών Κανόνων δυστυχώς είχαν αρχίσει ήδη, να παρατηρούνται από την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος επισημαίνει: «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι, λοιπόν οι των Πατέρων Κανόνες και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιών απελήλαται και φοβούμαι μη κατά μικρόν, της αδιαφορίας ταύτης, οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα»[83].

Περί του κειμένου
«Ομολογία πίστεως κατά του Οικουμενισμού».

Η «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», που συνέταξε η «Σύναξη Ορθοδόξων κληρικών και μοναχών» το 2009, αφού δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο», σε διάφορες ιστοσελίδες του Διαδικτύου και στην «Θεοδρομία», εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο του θεολογικού ενδιαφέροντος. Έχει εκτυπωθεί σε χιλιάδες αντιτύπων και διανέμεται στους πιστούς, οι οποίοι σπεύδουν όχι απλώς πρόθυμα, αλλά με ενθουσιασμό και με αισθήματα ανακουφίσεως να προσυπογράψουν το περιεχόμενό της. Αρκετοί κληρικοί την ξανατυπώνουν με δικά τους έξοδα και πολλαπλασιάζουν την κυκλοφορία της. Μεταφράσθηκε στα Αγγλικά και στα Ρουμανικά με προσωπική πρωτοβουλία πιστών. Αμέσως μάλιστα ο αδίκως και αντικανονικώς καθαιρεθείς και αφορισθείς από τη Σερβική Εκκλησία Σέρβος επίσκοπος Ράσκας και Πριζρένης κ. Αρτέμιος, ο ορθοδοξότατος εθνάρχης και ομολογητής του Κοσσυφοπεδίου, την τύπωσε σε σχετικό τευχίδιο και την κυκλοφόρησε στα Σερβικά. Σε σύντομα σχόλια και σημειώματα, που απέστειλαν πολλοί μαζί με την υπογραφή τους γράφουν: «Επί τέλους αρχίζει η ορθόδοξη αντίσταση». «Αργήσατε πολύ, αλλά δόξα τω Θεώ· κάλλιο αργά, παρά ποτέ», και πολλά άλλα. Κυριολεκτικά το ορθόδοξο πλήρωμα αγκάλιασε το ομολογητικό αυτό κείμενο, όπως αγκάλιασε στο γνωστό θαύμα η Αγία Ευφημία τον τόμο των Ορθοδόξων Πατέρων της Δ´ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και πέταξε στα πόδια της τον τόμο των Μονοφυσιτών, υπογράφοντας και επικυρώνοντας την ορθόδοξη διδασκαλία και καταδικάζοντας τον Μονοφυσιτισμό, μετριοπαθή και ακραίο των Σεβήρου και Ευτυχούς· καταδικάζουν και απορρίπτουν όμοια οι πιστοί, όπως η Αγία Ευφημία, την παναίρεση του Οικουμενισμού, την χειρότερη και πιο επικίνδυνη αίρεση όλων των αιώνων. Χωρίς κανένα δισταγμό εφαρμόζουμε στη σημερινή εκκλησιαστική κατάσταση τη φράση του απολυτικίου της Αγίας Ευφημίας και ονομάζουμε τους Οικουμενιστές κακοδόξους· δεν ευφράνθηκαν από την «Ομολογία πίστεως κατά του Οικουμενισμού», αλλά ενοχλήθηκαν, εστενοχωρήθησαν, κατησχύνθησαν. Την «Ομολογία» υπογράφουν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί επίσκοποι, ο Πειραιώς, ο Αιτωλοακαρνανίας, ο Κυθήρων, ο Αντινόης, ο Ράσκας και Πριζρένης, ο Νευροκοπίου, πολλοί ηγούμενοι Αγιορειτικών Μονών, πολλοί αρχιμανδρίτες ηγούμενοι Μονών, πρωτοπρεσβύτεροι, ιερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ά. Ούτως ή άλλως η «Ομολογία» είναι ομολογία, είναι έργο και πράξη θεάρεστη, δεν είναι απλά λόγια και χαρτοπόλεμος. Είναι πράξη παρρησίας και θάρρους με πολύ προσωπικό κόστος, με κατασυκοφάντηση όσων πρωτοστατούν και με απειλές εναντίον τους[84].
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι εξής αντιδράσεις :
Κείμενο του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Γεωργίου Τσέτση[85], ανδρωθέντος εν τω Οικουμενισμώ, διακονήσαντος τον Οικουμενισμό, εμμένοντος εις τα του Οικουμενισμού. Θα είχε καταληφθεί η Εκκλησία από τους αιρετικούς, αν δεν υπήρχαν οι Ενιστάμενοι και αγωνιζόμενοι Άγιοι Πατέρες. Θα καταληφθεί και σήμερα από την παναίρεση του Οικουμενισμού, αν ακολουθούσαμε την σύσταση του π. Τσέτση περί υπακοής στις δήθεν πανορθόδοξες αποφάσεις για συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική, δηλαδή στην συγκρητιστική διαχριστιανική και διαθρησκειακή, Κίνηση. Ο τίτλος Νεοενιστάμενοι που μας απένειμε δεν αποτελεί μομφή, αλλά έπαινο, γιατί δεν προβάλλουμε τίποτε δικό μας, ούτε ακολουθούμε τις καινοφανείς διδασκαλίες των Οικουμενιστών, αλλά βαδίζουμε επί της οδού των αγωνισθέντων εναντίον των αιρέσεων Αγίων Πατέρων, τους οποίους υποτιμούν, περιφρονούν και υβρίζουν κορυφαίοι Οικουμενιστές ως όργανα του αρχεκάκου όφεως. Η βεβαιότητα για την αλήθεια των όσων υποστηρίζουμε αντλείται από την απαρέγκλιτη κατακολούθηση των Αποστόλων και των Πατέρων[86].
Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου[87] προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο, στην οποία ο Πατριάρχης μέμφεται με πολύ σοβαρές εκφράσεις την προσυπογραφή της Ομολογίας από πολλούς Αρχιερείς, ηγουμένους, κληρικούς και λαϊκούς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης «συνοδική διαγνώμη» εκφράζει «τον έντονον προβληματισμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και καταγγέλλει την «Ομολογία Πίστεως» ότι«παραπλανά μέρος του πιστού λαού», οδηγεί σε «σχίσμα» όχι μόνο τους πιστούς, αλλά και την ίδια την Ιεραρχία και επιπλέον δημιουργεί προβλήματα στη επικοινωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες! Είναι προφανές ότι οι καταγγελίες είναι ιδιαίτερα σοβαρές και αφορούν σε σοβαρότατα κανονικά παραπτώματα που επισείουν αυστηρότατες ποινές. Και ο Οικουμενικός κατακλείει την επιστολή Του με την πρόσκληση στην Ιεραρχία «το ταχύτερον δυνατόν λάβη επισήμως θέσιν» και να καταδικάσει την Ομολογία και τους κληρικούς που την υπέγραψαν «αναλογιζομένην τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί δια την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή ή, ως αποδείκνυται, και υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών»… Επίσης και σε ομιλία του ο Πατριάρχης είχε τονίσει ότι οι πρωτεργάτες της Ομολογίας «θα λάβουν τις δέουσες απαντήσεις διότι αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα».
Επιστολή του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Ζηζιούλα)[88], συμπροέδρου της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών προς όλους τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Άγιος Περγάμου και αυτός επισείει τον κίνδυνο σχίσματος λόγω της κριτικής που δέχεται ο Θεολογικός Διάλογος, όπως διεξάγεται μέχρι τώρα. Μάλιστα σε ασυνήθιστα αυστηρό ύφος θέτει προ των ευθυνών των (!!!) τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος που επιτρέπουν την κριτική στα συντελούμενα στο χώρο του οικουμενισμού! Ζητά την παρέμβαση της Ιεραρχίας όχι για να συζητήσει Αυτή το ζήτημα του Διαλόγου, αλλά για να απαγορεύσει ουσιαστικά την κριτική που ασκείται! Οι εκφράσεις του είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και προκαλούν πολλές απορίες : «Πού βαίνομεν ως Εκκλησία, Σεβασμιώτατε άγιε αδελφέ; … “Ο ταράσσων (τον λαόν του Θεού) βαστάσει το κρίμα, όστις αν ή” … Η ευθύνη όλων, μάλιστα δε των επισκόπων, είναι πελωρία. … Λάβετε, παρακαλούμεν, θέσιν επ’ αυτού, πριν ή οδηγηθώμεν εις πλήρη απαξίωσιν των συνοδικών αποφάσεων και διασπασθή το ποίμνιον Σας ως εκ της τυχόν ολιγωρίας μας»! Ακόλουθος και επόμενος με τους ανωτέρω οικουμενιστές ο κ. Μπασδέκης επαναλαμβάνει τα περί ενισταμένων και σχίσματος (σελ. 281-282).
Ακολούθησαν επίσης :
Αρκετές επιστολές Αρχιερέων απευθυνόμενες στον Αρχιεπίσκοπο, που εξέφραζαν την έντονη ανησυχία τους για την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου και ζητούσαν η Ιεραρχία να συζητήσει και να λάβει θέση για το κρίσιμο αυτό θέμα προ της συνεδριάσεως της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής στην Κύπρο.
Δύο επιστολές προς την Ιεραρχία του Καθηγητού Δογματικής κ. Τσελεγγίδη[89], οι οποίες είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τα συμβαίνοντα στο διάλογο και τις πρακτικές των πρωτοστατούντων σε αυτούς. Ο καθηγητής ζήτησε από την Ιεραρχία :«α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα (του Διαλόγου) στους σεπτούς Ιεράρχες μας. β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση. Και τέλος γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος». Παράλληλα ο κ. Τσελεγγίδης καταγγέλλει ότι «γνωστοί «κύκλοι», που ηγούνται του Θεολογικού Διαλόγου και δεν ανήκουν στην Ελλαδική Εκκλησία, αντί να χαρούν και να επαινέσουν έναν απλό πιστό που σέβεται την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας και ζητά να εφαρμοστεί αυτή με την Συνοδική τοποθέτηση της Ελλαδικής Εκκλησίας, αναλώθηκαν σε έναν αγώνα αποτροπής της πραγματοποιήσεως αυτού του αιτήματος. Παρενέβησαν στα εσωτερικά της Ελλαδικής Εκκλησίας χρησιμοποιώντας ψευδείς ισχυρισμούς με συκοφαντική διάθεση εναντίον μου… Και όλα αυτά τα λέγουν, ατυχώς, τη στιγμή που ζητώ να αποφανθούν Συνοδικώς οι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας … Αυτοί που μιλούν περί Εκκλησιολογίας και θέτουν ως θέμα του Θεολογικού Διαλόγου την Εκκλησιολογία, μέμφονται τον πιστό που ενεργεί εκκλησιολογικώς και που ζητά την εφαρμογή στην πράξη αυτής της Εκκλησιολογίας από την Εκκλησία του, επειδή θέλει να λάβουν γνώση οι Αρχιερείς και να αποφανθούν στη συνέχεια Συνοδικώς; Πώς εξηγείται ο τόσος φόβος για την πλήρη εφαρμογή και λειτουργία του Συνοδικού Θεσμού της Εκκλησίας; Μήπως επιθυμούν αντ’ αυτού κάποιο σύστημα «Προκαθημένων»;». Και συνεχίζει με καίρια ερωτήματα ο Καθηγητής: «Μέχρι σήμερα έγιναν δέκα Συνελεύσεις (στο Διάλογο). Πότε τα θέματα αυτών των Συνελεύσεων (του Διαλόγου) τέθηκαν υπόψη του σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να πάρουν θέση σ’ αυτά Συνοδικώς; Πότε ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας συμμετείχε στις Συνελεύσεις (του Διαλόγου) έχοντας στο νου και στα χέρια του την Συνοδική απόφαση της Εκκλησίας του, την οποία υποστήριζε και κατέθετε; Αλλά, αν για καμιά από τις Συνελεύσεις αυτές δεν υπήρχε Συνοδική απόφαση, ποιά απόφαση εκπροσώπησε και κατέθεσε ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας; Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα και οι Αρχιερείς μας βρίσκονται σε άγνοια για όσα έγιναν, πώς διακηρύσσεται ότι ο Διάλογος διενεργείται όχι με τις ενέργειες ορισμένων προσώπων ή Εκκλησιών, αλλά με αποφάσεις όλων ανεξαιρέτως των αυτοκεφάλων και αυτονόμων Εκκλησιών;… Οι γνώμες των προσώπων που ηγούνται του Διαλόγου, αλλά και Προκαθημένων Εκκλησιών, μου είναι σεβαστές ως προσωπικές μόνον απόψεις τους και όχι ως γνώμες που εκφράζουν οπωσδήποτε το σύνολο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και θα περιμένω ταπεινά να εκφραστεί η Εκκλησίας μας εν Πνεύματι Αγίω Συνοδικά και ελεύθερα, σχετικώς με τη Συνέλευση της Κύπρου, και όχι κάτω από εκβιαστικές καταστάσεις που δημιουργούν ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι δεν ανήκουν στην τοπική Εκκλησία μας. Οι παράγοντες αυτοί, ενώ δείχνουν από τη μια ότι ενοχλούνται, όταν επικαλούμαστε την λήψη Συνοδικής αποφάσεως, από την άλλη, έμμεσα πλην σαφώς, μας δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να επιβάλουν την κατευθυντήρια γραμμή τους… Η Ελλαδική Εκκλησία είναι αυτοκέφαλη και θα πρέπει ελεύθερα και ανεπηρέαστα να εκφραστεί Συνοδικώς».
Επιστολή Κληρικών (8.10.09) προς την Ιεραρχία που αιτιολογούσαν την προσυπογραφή της Ομολογίας και ζητούσαν η Εκκλησία της Ελλάδος να συζητήσει και αποφανθεί συνοδικά για το θέμα του Διαλόγου, διότι εξελίσσεται κατά παράβαση των πανορθοδόξως εγκεκριμένων. Επίσης, οι κληρικοί με τη γλώσσα της αλήθειας απαντούσαν στις επιστολές του Πατριάρχου και του Μητροπολίτου Περγάμου. Επεσήμαναν συγκεκριμένα την «παρεμβατική τακτική και εισχώρηση στα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποπροσανατολισμό και επιλεκτική αναφορά ενεργειών και αποφάσεων, καθώς και παντελή έλλειψη επιχειρημάτων και τεκμηριωμένου λόγου…. Με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, υποδείξεις, έμμεσους εκβιασμούς και απειλές επιχειρείται η ποδηγέτηση και η χειραγώγηση των Ιεραρχών και η τεχνητή εκμαίευση της αποφάσεώς τους … Πώς θα προσέλθει ο Συνοδικός απεσταλμένος της Εκκλησίας της Ελλάδος να συμμετάσχει στην διαπραγμάτευση του νέου κειμένου της Επιτροπής, όταν δεν έχει εγκριθεί Συνοδικά το προηγούμενο, το οποίο μάλιστα αποτελεί και τη βάση του επικείμενου διαλόγου; Ποιά αξιοπιστία μπορεί να έχει ένας τέτοιος διάλογος (υπό την συμπροεδρία του Σεβασμιωτάτου Περγάμου), όταν αδιαφορεί για τη Συνοδική έγκριση των πορισμάτων του εκ μέρους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που μετέχουν σ’ αυτόν; Γιατί διαμαρτύρονται για την «Ομολογία Πίστεως», η οποία αποτελεί συνοδική συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία έπρεπε να επιδιώκουν και όχι να αφορίζουν; Αυτό δεν είναι Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αλλά παπική ιεροκρατία. Αυτήν την ιεροκρατική «αυθεντία και το κύρος των Συνοδικών αποφάσεων» υπερασπίζεται ο Μητροπολίτης Περγάμου κι αυτό είναι το «εκκλησιολογικόν διακύβευμα» για το οποίο αγωνιά». Και καταλήγει η επιστολή των κληρικών: «Η ορθόδοξη Εκκλησιολογία προσβάλλεται από ιεροκρατικές τάσεις που αγνοούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, από περιφρόνηση της ιεροκανονικής και Πατερικής Παραδόσεως, όπως αυτή οριοθετήθηκε στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους για την στάση μας έναντι των αιρετικών, αλλά και από την εσχάτως ενισχυμένη υπερόρια ανάμειξη σε θέματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Με εμπιστοσύνη στην Σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας μας παρακαλούμε υιικώς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο και τους Σεβασμιωτάτους Ποιμενάρχες μας να αποφανθούν και να τοποθετηθούν Συνοδικώς, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, και να αναπαύσουν το εν Χριστώ ποίμνιό τους, που αγωνιά απληροφόρητο, αναμένοντας την φωνή της Μητέρας Εκκλησίας του»[90].
Τελικά, στην πέμπτη τακτική Συνεδρία της η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (16 Οκτωβρίου 2009), συζήτησε για το Διάλογο με τους Παπικούς και την «Ομολογία Πίστεως» και εξέδωσε το παρακάτω ανακοινωθέν:
1. Διεπιστώθη η ανάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ενημερώσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, στα σημαντικά αυτά ζητήματα. Δηλώθηκε δε ότι εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνη γνώση όλων των φάσεων των Διαλόγων, διαφορετικά κανένα κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία. Άλλωστε αυτό συνιστά το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας.
2. Ο Διάλογος πρέπει να συνεχισθεί, μέσα όμως στα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια, πάντοτε ύστερα από συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως πανορθοδόξως έχει αποφασισθεί.
3. Οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς τον σκοπό «της των πάντων ενώσεως», «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων.
4. Το κείμενο της Ραβέννας και το κείμενο που πρόκειται να συζητηθεί στην Κύπρο τελούν υπό τον όρον της αναφοράς και εγκρίσεώς τους από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, επομένως και από την Εκκλησία της Ελλάδος, Συνοδικώς διασκεπτομένης. Αυτό πρακτικώς σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν τετελεσμένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Απόφαση της Ιεραρχίας. Οι Ιεράρχες είναι φύλακες της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ομολόγησαν κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία τους.
5. Σχετικά με το κείμενο που θα αναφέρεται στο πρωτείο του πάπα της Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία, το οποίο θα καταρτισθή στην Κύπρο τις προσεχείς ημέρες, δόθηκε κατεύθυνση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας να υποστηρίξουν, ώστε να εγγραφεί στο τελικό κείμενο η κανονική θέση του πρωτείου του πάπα Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία σε σχέση προς τις Οικουμενικές Συνόδους και σε αναφορά προς τον 3ον Κανόνα της Β Οικουμενικής Συνόδου και τον 28ο Κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου.
6. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος παρακολουθεί και θα συνεχίσει να παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ετεροδόξους, γι’ αυτό και θεωρεί ότι το, ως «Ομολογία Πίστεως» κείμενο, ως εκ περισσού.
Παρακαλεί δε τους πιστούς να εμπιστεύονται τους Ποιμένες τους και να απέχουν από ενέργειες, που είναι δυνατόν να δημιουργήσουν περαιτέρω προβλήματα.
Ταύτα συνεζήτησε και απεφάσισε ομοφώνως η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με αίσθημα ευθύνης έναντι του Θεού, της αμωμήτου ημών πίστεως και παραδόσεως και του ευσεβούς λαού, προς δόξαν Θεού και εύκλειαν της Εκκλησίας.
Εκ της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας[91].
Η ανακοίνωση της Ιεραρχίας αξίζει μια προσεκτικότερη ανάγνωση.
Η Ιεραρχία στην παρ. 6 του ανακοινωθέντος Της αναφέρεται στην «Ομολογία Πίστεως». Υπενθυμίζουμε ότι ο Πατριάρχης και σε ομιλίες του και σε επίσημο Πατριαρχικό Γράμμα, «συνοδική διαγνώμη» μάλιστα, είχε ζητήσει την αποκήρυξή της ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή και την καταδίκη όσων υπέγραψαν, διότι η Ομολογία, κατά τον Πατριάρχη, «παραπλανά τον πιστό λαό», δημιουργεί «σχίσμα»στο λαό και την Ιεραρχία, παρακωλύει σοβαρά τη διορθόδοξη συνεργασία κοκ. Από το ανακοινωθέν προκύπτει ότι η Ιεραρχία προφανώς δεν συμμερίζεται τις Πατριαρχικές ανησυχίες και δεν τις βρίσκει δικαιολογημένες. Ο εκπρόσωπος Τύπου Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος μάλιστα δήλωσε ότι η Ομολογία δεν προκαλεί κανένα σχίσμα. Για το λόγο αυτό η Ιεραρχία δεν την αποκήρυξε, ούτε ως προς το περιεχόμενο, ούτε ως προς τη διαδικασία (συγκέντρωση υπογραφών κλπ)! Και ασφαλώς δεν επέβαλε εκκλησιαστικά επιτίμια στους υπογράψαντες κληρικούς, ούτε καν επίπληξη, ή έστω απλή σύσταση! Αλλά ούτε και η υπογραφή των πιστών χαρακτηρίστηκε ως εκκλησιολογικά απαράδεκτη! Άλλωστε πώς ήταν δυνατόν να καταδικάσει τέτοιο κείμενο και την υπογραφή του, όταν είναι πρόδηλο από το ανακοινωθέν ότι οι ίδιοι οι Ιεράρχες συμμερίζονται τις ανησυχίες των συντακτών της «Ομολογίας»; Πώς να καταδικάσουν Αρχιερείς, αλλά και σεβασμίους καθηγουμένους με ολόκληρες Αδελφότητες και λοιπούς κληρικούς από πολλές Ορθόδοξες χώρες, όταν η υπογραφή τους στην «Ομολογία» στάθηκε αφορμή για να συζητήσει η ίδια η Ιεραρχία τόσο αναλυτικά και να ενημερωθεί για το κρίσιμο θέμα του Διαλόγου; Όπως δήλωσε Αρχιερέας εκ των μη υπογραψάντων «τελικά η Ομολογία μας βγήκε σε καλό. Ενημερώθηκε η Ιεραρχία για τα θέματα αυτά στα οποία είχε μεσάνυκτα»! Και μόνο το γεγονός ότι η Ομολογία στάθηκε αφορμή για τη συζήτηση και απόφαση της Ιεραρχίας αυτό και μόνο αποτελεί την καταξίωσή της στη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα.
Η Ιεραρχία δεν απαξιοί θεολογικά την «Ομολογία», αλλά την χαρακτηρίζει απλώς«ως εκ περισσού», δηλ. «χωρίς να είναι απαραίτητη, αναγκαία» (Μπαμπινιώτης). Δίδει δε αυτόν τον χαρακτηρισμόν, διότι, όπως εδήλωσε στην παράγρ. 1, υπόσχεται, ότι«εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνει γνώση όλων των φάσεων των Διαλόγων» και ότι «θα συνεχίσει να παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των διαλόγων» (Παράγρ. 6). Τα πράγματα όμως στη συνέχεια απέδειξαν ότι η «Ομολογία» δεν ήταν καθόλου περιττή. Διότι χάρις σ’ αυτήν και στις υπογραφές που συγκεντρώθηκαν, αναγκάσθηκε η Ιεραρχία να ασχοληθεί για πρώτη φορά μετά παρέλευση πολλών δεκαετιών! με την αίρεση του Οικουμενισμού. Και τούτο, διότι το θέμα του Οικουμενισμού δεν συμπεριλαμβανόταν στην ημερησία διάταξη των θεμάτων, που επρόκειτο να συζητηθούν στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας. Δεν ήταν περιττή επίσης, διότι παρά την αγωνία του Ορθοδόξου πληρώματος, που εκφράσθηκε μέσω της «Ομολογίας», η Ιεραρχία ποτέ μέχρι τώρα δεν θέλησε να ασχοληθεί συστηματικά με την αίρεση αυτή και να πληροφορήσει υπεύθυνα τον πιστό λαό του Θεού, παρά το γεγονός, ότι τον Σεπτέμβριο του 2004 η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών διοργάνωσε μεγάλο (επταήμερο) Διορθόδοξο Συνέδριο με ομιλητές απ’ όλο τον κόσμο, με θέμα τον Οικουμενισμό. Δεν ήταν περιττή επίσης διότι η Ιεραρχία ποτέ μέχρι τώρα δεν θέλησε να προχωρήσει σε μια αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας του Διαλόγου και των αποτελεσμάτων του, όπως βέβαια θα έπρεπε μετά από τόσα χρόνια (32 χρόνια Διαλόγου με τους Παπικούς και 64 με τους Προτεστάντες). Δεν ήταν περιττή επίσης, διότι Ιεραρχία ποτέ μέχρι τώρα δεν θέλησε να καθήσει, να μελετήσει και να αξιολογήσει την «Ορθοδοξία» των μέχρι τώρα υπογραφέντων κοινών κειμένων στον Διάλογο με τους Παπικούς (του Μονάχου, του Μπάρι, του Νέο Βάλαμο, του Φράϊσιγκ, του Μπαλαμάντ και της Ραβέννας), όπως επίσης και των μέχρι τώρα κοινών δηλώσεων στις Συνεδριάσεις του Π.Σ.Ε. στο Διάλογο με τους Προτεστάντες. Δεν ήταν τέλος περιττή διότι διήγηρε και ευαισθητοποίησε τον πιστό λαό του Θεού σε επαγρύπνηση και σε νέους αγώνες απέναντι στην φοβερή αυτή αίρεση. Επομένως η φράση «ως εκ περισσού» δεν αποτελεί απαξιωτικό χαρακτηρισμό της «Ομολογίας» εκ μέρους της Ιεραρχίας, όπως θέλει να πιστεύει ο κ. Μπασδέκης.



[1] Ματθ. 7, 15.
[2] ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, Καθηγητής Θεολ. Σχολής  Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, εκδ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 1972, σ. 11
[3] Γαλ. 1, 9.
[4] Ομιλία εις Γαλάτας, κεφ. 1,  P.G 61, 624.
[5] Ομιλία εις Γαλάτας, κεφ. 1,  P.G 61, 622.
[6] Εφ. 4, 4-5.
[7] ΕΙΡΗΝΑΊΟΣ, Έλεγχος ΙΙΙ,24,1, PG 7,966C
[8] Ψαλμ. 67, 17.
[9] ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΖΙΓΑΒΗΝΟΣ - ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τους ΡΝ΄ Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαυΐδ, τ. Β΄, έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 180.
[10] Πρβλ. Γ.ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Το σώμα του ζώντος Χριστού. Τα όρια της Εκκλησίας, σ. 130.
[11] ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΙΚΩΝΗΣ, Το μυστήριον της Εκκλησίας˙ πατερικαί απόψεις, εκδ. Πατριαρχικόν ίδρυμα πατερικών μελετών, Θεσ/κη 1989 (ανάτυπον εκ της «Κληρονομίας» τ. 18, τεύχος Α΄, 1986), σ.107.
[12] ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους ιερούς κανόνας, εν: Γρ.Λαρεντζάκη, Κων. Σκουτέρη, Βλ. Φειδά, Η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους κατά την Ορθόδοξη θεολογική παράδοση, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 143
[13] ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας, εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 40-42.
[14] Ό.π., σσ. 33-36.
[15] Ό.π., σσ. 44-45
[16] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2011, σελ. 34
[17] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[18] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, Α΄ Κανών του Μεγάλου Βασιλείου, σ. 587.
[19] Ο.π. ..Αγίου Αθανασίου λθ΄ εορταστική επιστολή, σ. 583
[20] Αγ. Γρηγ. Παλαμά, Περί της επορέυσεως του αγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, ΕΠΕ 1, σ.68.
[21] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ΜΣΤ΄ Κανών των Αγίων Αποστόλων, σ. 51
[22] Ό.π., Α΄Κανών Μεγάλου Βασιλείου, σ. 587
[23] Ό.π., σ. 56
[24] Ό.π., σ. 55
[25] Ό.π., ΞΗ΄ Κανών των Αγίων Αποστόλων, σ. 89

[26] Ό.π., σσ. 89-91.
[27] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Είναι οι ετερόδοξοι μέλη της Εκκλησίας»; Εν Συνειδήσει˙ Οικουμενισμός˙ Ιστορική και κριτική προσέγγιση, εκδ. Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα Ιούνιος 2009, σσ. 80-81.
[28] Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; Κείμενα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους και άλλων αγιορειτών Πατέρων περί του διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1995, σσ. 21-33.
[29] Ό.π., σσ. 44-45.
[30] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός, Θεσσαλονίκη 2004,               σ. 142.
[31] Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, τ. Α΄, Β΄, εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Καθ. Παν. Θεσσαλονίκης, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός, Θεσσαλονίκη 2004 και Ουνία, η καταδίκη και η αθώωση, Θεσσαλονίκη 2002. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Θεσσαλονίκη 2007, κ.α.
[32] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ. 38
[33] «Μήνυμα των Προκαθημένων των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών», Επίσκεψις 447 (1992) 7.
[34] Δημοσίευμα εφημερίδος Ελεύθερος Τύπος, 26.5.2008.
[35]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ό.π., σ. 170.
[36] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[37] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον,  σ. 1.
[38] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[39] ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός. Ο αρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα και σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[40] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο, σελ. 4
[41] Κατά την Λατινική Εκκλησιολογία υπάρχουν διάφοροι βαθμοί ενώσεως των ετεροδόξων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
[42] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2011, σ. 88.
[43] O.π. σ. 88-89.
[44] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός, Θεσσαλονίκη 2004,                  σ. 255.
[45] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΙΑΝΤΑΣ, «Ο Διάλογος με τους Παλαιοκαθολικούς», Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, τ. Β΄, σσ. 645-663.
[46] ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις… σ. 18-19.
[47] ΑΓΙΟΣ  ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σ. 224.
[48] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ομότιμος Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,Δικαιολογείται η συμμετοχή…,              σ. 490.
[49] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2011, σ. 42.
[50] ΠΡΩΤΟΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οικουμενικό Πατριαρχείο…., σσ. 245-246.
[51] Του ιδίου, «Πρωτοπρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Πατερική μορφή του 20ου  αιώνος»,Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές, Αθήνα 1998, σσ. 136-141.
[52] Του ιδίου, Οικουμενικό Πατριαρχείο … ό.π., σ. 247,  υποσημείωση 65.
[53] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ, «Ο μύθος της Ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους», Ορθόδοξος Τύπος φ. 1670 ( 22.12.2006).
[54] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήναι 1972, σ. 46.
[55] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οικουμενικό Πατριαρχείο… σσ. 248-249.
[56] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ομότιμος Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας Οικουμενισμός και Παπισμός, εκδ. Τέρτιος, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 74-75.
[57] Η επι των δογματικών ιεροκοινοτική επιτροπή, Υπόμνημα περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε, Άγιον Όρος, Φεβρουάριος 2007, σ. 23.
[58] Ό.π., σ. 18.
[59] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2011, σ. 45.
[60] Η επι των δογματικών ιεροκοινοτική επιτροπή, Υπόμνημα…, σσ. 19-20.
[61] ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, Ό.π., σ. 29.
[62] Ό.π., σσ. 87-88.
[63] Ό.π. σ. 20.
[64] Ό.π., σσ. 26-27.
[65] Ό.π., σ. 28.
[66] Ό.π., σ. 30.
[67] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ομότιμος Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας…,σσ. 76-78.
[68] Ό.π., σ. 78.
[69] Θεοδρομία 1 (Ιανουάριος- Μάρτιος 2008) 133.
[70] Ό.π., σσ. 135-136.
[71] Β΄ Κορ. 6, 14.
[72] Θεοδρομία,  Ό.π., σ. 135
[73] Ό.π., σ. 137.
[74] Ό.π., σσ. 136-137.
[75] «Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου επί ευκαιρία της 60ης επετείου από της ιδρύσεως του Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ιανουάριος –Μάρτιος 2008) 145.
[76] Ό.π., σ. 148.
[77] Ό.π., σ. 153.
[78] Ο.π. σ. 153.
[79] ΜΕ΄ Κανών Αγίων Αποστόλων
[80] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ομότιμος Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας…, σ. 90.
[81] ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ, Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών, Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου-7 Νοεμβρίου 1988, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, Επιμέλεια εκδ. Αρχ. Γενναδίου Λυμούρη, σ. 30.
[82] VLOSSKYΗ Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μετφρ. Σ. Πλευράκης, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 206.
[83] PG 32, 400B.
[84] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ομολογία Πίστεως˙ Ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους», Θεοδρομία ΙΑ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2009) 163-175.
[85] Μ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ, «Ενισταμένων «Ομολογία Πίστεως» »,Θεοδρομία ΙΑ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2009) 223-227.
[86] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ομολογία Πίστεως˙ Ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους», Θεοδρομία ΙΑ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2009) 166, 168.
[87] ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, «Το πλήρες κείμενο της επιστολής του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο», Θεοδρομία ΙΑ3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009) 330-332.
[88] ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ, «Επιστολή προς όλους τους Μητροπολίτες», Θεοδρομία ΙΑ3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009) 442-444.
[89] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος», (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009) 410-412, 445-448.

[90] ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και τη Ιεραρχία»,Θεοδρομία ΙΑ3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009)  452-456.
[91] ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, «Ανακοινωθέν για «Ομολογία Πίστεως» και «Διάλογο» », Θεοδρομία ΙΑ3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009)  449-451.

Σημειώσεις γιά τή χριστιανική στροφή τοῦ Θεοτοκᾶ



 


Ἡ στροφή τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό εἶναι καρπός μιᾶς προσωπικῆς πνευματικῆς πορείας καί ἀναζήτησης. Ὁ Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος συνδέει, ἐρωτηματικά, τήν ἀπαρχή αὐτῆς τῆς στροφῆς μέ ἕνα δραματικό γεγονός τοῦ προσωπικοῦ βίου του, τήν ἐπώδυνη ἀρρώ­στια καί τό θάνατο τῆς πρώτης γυναίκας του (1956-1959)[1]. Ἀσφαλῶς κάθε προσωπική πνευματική ἀναζήτηση, στό βαθμό πού εἶναι γνήσια καί εἰλικρινής, δέν μπορεῖ παρά νά συνδέεται μέ κρίσιμα γεγονότα καί καταστάσεις τῆς ζωής μας, ποτέ ὅμως μέ σχέση ἀναγκαστικῆς αἰτιο­λογίας. Καί σέ πολλούς ἄλλους ἡ μοίρα ἐπιφύλαξε δραματικά γεγονό­τα, δέν στράφηκαν ὅλοι ὄμως στόν χριστιανισμό, στράφηκαν ἀλλοῦ ἤ δέν στράφηκαν πουθενά. Ἡ σχέση τοῦ Θεοτοκᾶ μέ τόν χριστιανισμό εἶναι μιά πορεία πρός. Μιά πορεία πού κράτησε λίγο, γιατί τή διέκοψε ὁ πρόωρος θάνατός του, σφράγισε ὅμως τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του[2]. Δέν πρόκειται πάντως γιά αἰφνίδια μεταστροφή, δέν κεραυ­νοβολεῖται ἀπό τή θεϊκή παρουσία στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ἤ μέσα στή Νότρ Ντάμ τοῦ Παρισιοῦ, ὅπως ὁ προσφιλής του Κλωντέλ, τά Χριστούγεννα τοῦ 1886, παιδί δεκαοχτώ χρονῶν (στόν σημερινό ἐπι­σκέπτη τοῦ ναοῦ ὑποδεικνύεται τό σημεῖο τῆς μεταστροφῆς). Γι' αὐτό ἄλλωστε καί ἡ στροφή αὐτή δέν ἔχει τόν ἐνθουσιασμό, τούς ὑψηλούς τόνους, τήν ἀφέλεια ἤ τόν φανατισμό πού χαρακτηρίζουν συχνά τούς μεταστραφέντες ἤ νεοπροσήλυτους, ἀλλά ἐκφράζεται μέ τρόπο ζυγι­σμένο, διαυγή, ἐπιχειρηματολογημένο, εὐγενικό ἀλλά καί θαρραλέο — μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοτοκᾶ δηλαδή.

Τί μέ συνδέει, ἀναρωτιοῦμαι, μέ τήν ἀτμόσφαιρα αὐτήν; Γιατί δέν ἀμφιβάλλω πώς μέ συνδέει κάτι ζωντανό. Ἡ Ἱστορία, ἀποκρίνομαι, τό δίχως ἄλλο· ἡ διαδοχή τῶν χριστιανικῶν αἰώνων πού γεμίζουν τήν ὁμαδική μας μνήμη, σ' αὐτά τά μέρη ὅπου μᾶς δόθηκε νά ζήσουμε. Μέ συνδέει ὅμως, πιστεύω σήμερα, καί κάτι βαθύτερο, μεγαλύτερο ἀπό κάθε ἐθνική καί γεωγραφική πραγματικότητα, κάτι πού ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τόπους, μόνο, γυμνό μέ τά πεπρωμένα του: μιά ζέστη πού νικᾶ τή μοναξιά, μιά σκοτεινή, ἀνεξήγητη, φευγαλέα καί ἐπανερχόμενη δύνα­μη παρηγοριᾶς.

Ὅσοι αἰσθάνονται, καμιά φορά, αὐτήν τή δύναμη νά τούς πλησιάζει, δέν πρέπει νά δειλιάζουν καί ν' ἀπομακρύνονται, ὅπως συμβαίνει πολύ συχνά, ἀλλά νά στέκονται καί νά τή στοχάζονται. Νά μήν ἐπιτρέπουν στούς δισταγμούς νά παραλύουν τή θέλησή τους καί νά ἀποθαρρύνονται ἀπό ὁποιεσδήποτε ἀντιρρήσεις μπορεῖ νά προκαλεῖ ἡ στάση τους, τόσο σ' ἐκείνους πού εἶναι ἔξω ἀπό τό θέμα ὅσο καί σ' ἐκείνους πού εἶναι μέσα. Αὐτήν τή σύσταση θά ἔδινα σ' ὅποιο νέο μέ ρωτοῦσε καί θά σταματοῦσα ἐδῶ[3].

Οἱ προσωπικοί λόγοι, ἡ προσωπική πνευματική ἀναζήτηση, πού ὁδηγοῦν τόν Γ. Θεοτοκᾶ, νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, καθορίζουν ταυτό­χρονα τόν τρόπο, ἀφενός, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖ τόν χριστιανισμό, τό περιεχόμενο τοῦ χριστιανισμοῦ του, καί, ἀφετέρου, τόν ξεχωρίζουν ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς θλιβερές, ἀπό πνευματική ἄποψη, περιπτώσεις, τοῦ καιροῦ του καί τοῦ καιροῦ μας, πού ἀναζήτησαν στήν Ὀρθοδοξία μιά ἰδεολογία γιά νά ἀντιπαρατεθοῦν στούς ἰδεολογικούς ἀντιπάλους, ἕνα ὁπλοστάσιο γιά νά πολεμήσουν τούς πολιτικούς ἐχθρούς, χωρίς καμιά πνευματική ἀγωνία, χωρίς κανενός εἴδους ἐσωτερική προσχώ­ρηση. Ὁ Θεοτοκᾶς δέν κάνει πολιτική μέ τήν Ὀρθοδοξία. Οὔτε αἰσθητική.



2.

Ἡ στροφή τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό πηγάζει ἀπό τό ρίγος πού τοῦ προκαλεῖ ὁ εὐρωπαϊκός μηδενισμός, ἡ κυρίαρχη ἰδεο­λογία τῆς ἐποχῆς, πού ὑπερκαλύπτει ὅλες τίς πολιτικοκοινωνικές διαφορές καί ὁρίζει τό πνευματικό καί ψυχικό στίγμα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ὡς «ἔξοδος ἀπό τό μηδενισμό»[4] -τίτλος ἄρθρου του- προτείνεται ἡ ἐπιστροφή στόν χριστιανισμό, στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πού πρόσφερε καί προσφέρει:

τήν παρηγοριά τῆς ψυχῆς ἐμπρός στό χάος τοῦ θανάτου, τή λύτρωση ἀπό τήν ἀγωνία τῆς ματαιότητας καί τῆς ἐγκατάλειψης πού κατέχει ὁρμέμφυτα τόν ἄνθρωπο σάν ἀτενίζει τό ἄγνωστο τοῦ κόσμου καί, σέ συνάρτηση μέ αὐτά, ἕνα σταθερό ἠθικό κανόνα, ἔνα καθαρό ξεχώρισμα τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ.[5]

Γιά ἕναν ἄνθρωπο μέ τό βλέμμα σταθερά στραμμένο πρός τήν κοινω­νία, αὐτός ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ὀρθο­δοξία. Ἕνας θεωρητικός χριστιανισμός, ἕνας χριστιανισμός ἰδεῶν δέν θά εἶχε κανένα ἀπολύτως νόημα γιά τόν Θεοτοκᾶ, γιατί δέν ἀποτελεῖ ἀκριβῶς ἀπάντηση στόν καθημερινό μηδενισμό.

Θά καταλήξω στό συμπέρασμα ὅτι ὅποιος ἔχει ἀληθινά τήν τάση νά πιστέψει ἐκεῖνο πού χαρακτήρισα παραπάνω ὡς Καλήν Εἴδηση, τό καλύτερο πού ἔχει νά κάμει εἶναι νά ζητήσει νά συνδεθεῖ ξανά μέ τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου του, ἡ ὁποῖα συνυφάνθηκε, πολλούς αἰῶνες, μέ τή ζωή τοῦ λαοῦ του, μέ τόν ἐθνικό του χαρακτήρα, μέ τή νοοτροπία του, τά ἤθη του, τή μνήμη τῶν πατέρων του. Ἐκεῖ, στό δικό του πνευματικό κλίμα, ὁ καθένας θά ἰσορροπήσει καλύτερα, θά βρεῖ πιό σταθερές, πιό πλήρεις λύσεις τῶν προβλημάτων πού τόν βασανίζουν, λύσεις δοκιμασμένες καί ταιριασμένες μέ τήν ψυχική του ζωή. Θά βγεῖ ἀπό τό πνευματικό χάος, θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ἄγχος τοῦ μηδενός, θά ἱεραρχήσει μέσα του τίς αξίες τοῦ κόσμου μέ τρόπο σταθερό καί, ἄν εἶναι ἄνθρωπος προικισμένος μέ δημιουργικήν ἱκανότητα, θά προσφέρει στήν κοινότητα ἕνα ἔργο ὑγιές καί ζωοποιό.[6]

Ὁ χριστιανισμός ὡστόσο πρός τόν ὁποῖο στρέφεται ἤ πορεύεται ὁ Θεοτοκᾶς δέν εἶναι ἕνας χριστιανισμός τῆς Ὀρθόδοξης ἰδιαιτερότη­τας, τῆς πολιτιστικῆς ἰδιοπροσωπιας, τῆς ὁμολογιακῆς ταυτότητας, πολύ περισσότερο, τοῦ ἐθνοκεντρισμοῦ. Οἱ λόγοι πού τόν ὁδηγοῦν στόν χριστιανισμό, ἐπειδή ἀκριβῶς συνδέονται ἀφετηριακά μέ τά αἰώνια ἐρωτήματα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τόν ὁδηγοῦν κατευθείαν στό Εὐαγγέλιο:

Οἱ ἀπαντήσεις, ὡστόσο, σ' αὐτά τά ἐρωτήματα ὑπάρχουν (ποῦ ἀλλοῦ;) στήν Καινή Διαθήκη, πού πρέπει ὅμως νά τήν ξαναδιαβάσουμε μέ καθαρό μυαλό καί μέ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους. Ἐκεῖ θά συνειδητοποιήσουμε τόν καινούργιο προορισμό τῆς Ἐκκλησίας μας πού εἶναι ἄλλωστε ὁ προαιώνιος προορισμός της: νά εἶναι στόν κόσμο πηγή ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐλευθερίας καί πα­νανθρώπινης ἀγάπης, συναδέλφωσης καί εἰρήνης, ἄρνηση τοῦ μίσους, τῆς κακίας καί τῆς ἀδικίας, συμπαραστάτισσα τῆς πάσχουσας ἀνθρω­πότητας στή βασανισμένη πορεία της. Ἔξω ἀπό τό πνεῦμα αὐτό, ὅ,τι μπορεῖ νά λέγεται γιά τόν «ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό» φοβοῦμαι πώς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.[7]

Ὅταν ἄλλοι, καί μάλιστα ἀπό τούς ἄμβωνες τῶν ἐκκλησιῶν, μιλᾶνε γιά τόν Κολοκοτρώνη ἤ τόν Παῦλο Μελᾶ, ὁ Θεοτοκᾶς μιλάει γιά τόν Χριστό:

Ὁ Ναζωραῖος ἄγγισε χορδές, ἀποκρίθηκε σέ ἐρωτήματα, θεράπευσε ψυχικές ἀνάγκες, πού συμμετέχουν στήν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Οἱ λαοί πού δοκίμασαν αὐτήν τήν ἀστείρευτη πηγή παρηγορίας καί ἐλέους δέν εἶναι πιθανό νά τήν ξεχάσουν ποτέ ὁριστικά.[8]

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοτοκᾶ στόν μηδενισμό εἶναι ὁ ὀρθόδοξος ἀνθρω­πισμός:

Τό ἰδανικό μου θά εἶταν, ἀπό ἐδώ καί πέρα, ἕνας ὀρθόδοξος ἀνθρωπισμός [ἀραιογραφεῖ ὁ συγγραφέας], ἄς ποῦμε ἀντίστοιχος πρός αὐτό πού ὀνόμασαν ἔξω Humanisme Chretien.[9]

Ὁ χριστιανισμός τοῦ Θεοτοκᾶ ὡστόσο δέν εἶναι μόνο ἕνας χριστιανισμός τῆς ἠθικῆς μέριμνας γιά τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Χωρίς νά εἶναι ἕνας χριστιανισμός τῆς μεταφυσικῆς ἀγωνίας, τοῦ τύπου, αἴφ­νης, τοῦ Κίρκεργκαρ ἤ τοῦ Οὐναμοῦνο, δέν εἶναι πάντως μεταφυσικά ἄνευρος, καθώς ἔρχεται προπάντων νά ἀπαντήσει στό φόβο τῶν φόβων καί τόν μηδενισμό τῶν μηδενισμῶν πού εἶναι ὁ θάνατος.



3.

Ὅσο ἀντίθετος καί ἄν εἶναι ὁ Θεοτοκᾶς σέ μιά ἐθνοπολιτιστική θεώ­ρηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ μιά Ἐκκλησία ἐθνικό θεματοφύ­λακα, ἡ ὁποία δέν ἔχει νά πεῖ τίποτε πού νά ἀφορᾶ πραγματικά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν δίπλα της, δέν μποροῦσε ὅμως νά μή θέσει τό ἐρώτημα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τό ἔθνος, ἐρώτημα ἄλλωστε ἀναπόφευκτο γιά κάθε χριστιανό ἤ μή χριστιανό τῆς σημερινῆς Ἑλλά­δος, ἀπό τίς τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον τοῦ 19ου αἰώνα μέχρι σήμερα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοτοκᾶ εἶναι ἐν προκειμένῳ ἡ ἑξῆς:

α. Ὁ ἐθνικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποστολή πού ἀνέλαβε τό 1453 -σύμφωνα μέ ἕνα συμβατικό ἱστορικό σχήμα πού υἱοθετεῖ καί ὁ Θεοτοκᾶς-, ὁλοκληρώθηκε, ἔκλεισε ὁριστικά τόν κύκλο του.

Ἀλλά ἡ Ἱστορία ἄλλαξε πορεία καί ἡ πατροπαράδοτη ἀποστολή τῶν πέντε αἰώνων δέν ἔχει πιά νόημα γιά τήν Ἐκκλησία, μές στά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Κανείς δέν ζητᾶ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ταγούς μας νά κυβερνοῦν ὅπως ὁ Ἰωακείμ Γ', νά πολεμοῦν ὅπως ὁ Παπαφλέσσας ἤ νά πέφτουν στή φωτιά ὅπως ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης.[10]

Δέν θά διστάσει νά κρίνει αὐστηρά ἱερά ὀνόματα τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικοθρησκευτικοῦ στερεώματος, ὅπως τόν Γερμανό Καραβαγγέλη, τόν ὁποῖον θεωρεῖ «καθαρόαιμο πολιτικοστρατιωτικό ἡγέτη, χωρίς θρησκευτικές ἀνησυχίες καί μέριμνες»[11]. Ὁ Θεοτοκᾶς πιστεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά συνειδητοποιήσει, χωρίς ἀμφιθυμίες καί δισταγ­μούς, τό τέλος τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ρόλου της, καί ἀποδίδει τίς ὅποιες δυσκολίες προσαρμογῆς της στή σύγχρονη ἐποχή, στήν ἀδυναμία της ἀκριβῶς νά συνειδητοποιήσει αὐτό τό τέλος.

β. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα θεμελιακή συνιστώσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μαζί μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τό Εἰκοσιένα (πρόκειται οὐσιαστικά γιά τό ἀειθαλές τριμερές σχήμα τοῦ Παπαρρηγόπουλου).

Ὁ Ἑλληνισμός, ὡς κοινωνικοπολιτική ἑνότητα, ἀνήκει στήν κοινότητα τῶν ἐθνῶν τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτή εἶναι μιά διαπί­στωση ἱστορική, ἀπό τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά ξεφύγουμε. Μές στήν Εὐρώπη, ἔχουμε τήν ἰδιοτυπία μας καί τίς πνευματικές μας παραδόσεις, πού δίνουν ἀξία καί βάθος στήν ἐθνική ὕπαρξή μας. Οἱ παραδόσεις αὐτές εἶναι ἡ κλασική ἑλληνική παιδεία, ἡ Ὀρθοδοξία, τό φιλελεύθερο καί δημοκρατικό πνεῦμα τοῦ Εἰκοσιένα. Δέν μᾶς χρειάζονται νεολογισμοί θολοί καί ἀμφισβητούμενοι γιά νά προσδιορίσουμε τίς κατευθύνσεις τῆς ἀγωγῆς μας.

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ γνησιότερη καί θερμότερη ἔκφραση τοῦ χριστια­νικοῦ πνεύματος, ἡ πλησιέστερη στίς πρῶτες πηγές, συνυφάνθηκε τόσο πολύ μέ τή γλώσσα μας, μέ τήν κλασική ἑλληνική παιδεία καί μέ τήν ὅλη ἐθνική μας πορεία, ὥστε, ἄν τή χάναμε ποτέ, θά χάναμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.[12]

Ἀνάμεσα στό α) καί τό β) ὑπάρχει ἀντίφαση; Ἤ, ἔστω, ὑποχώρηση τοῦ Θεοτοκᾶ πρός μιά ἐθνοκεντρική θεώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας; Δέν νομίζω. Τό α) εἶναι προσωπική θέση: ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά πεισθεῖ πώς τέλειωσε ὁριστικά ὁ ἐθνικός ρόλος της καί νά ἐπαναπροσδιορίσει τήν ἀποστολή της, ἤγουν νά ἐπιστρέψει στό Εὐαγγέλιο καί νά κατα­στήσει ἐκ νέου ἐνεργό τό λόγο του στόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τό β) εἶναι ἱστορική διαπίστωση, νηφάλια καί δίκαιη, ἡ ἴδια πού κάνει κάθε ἀπρο­κατάληπτος ἄνθρωπος, καί ἄς μήν ἔχει τήν παραμικρή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν θά ἦταν ὑποχρεωμένος ὅμως, αὐτός ὁ ὑποθετικός ἀπροκατάληπτος, νά συναγάγει ὅτι «ἄν τή χάναμε ποτέ [τήν Ὀρθο­δοξία], θά χάναμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας». Οὔτε ὁ Θεοτοκᾶς πάντως θά ἔβγαζε αὐτό τό συμπέρασμα, ἄν δέν πίστευε στήν πνευματική σημασία τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιά τούς ἀνθρώπους γύρω του. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά ἐθνικά κειμήλια ἀλλά γιά ἰσχυρή πρόταση ζωῆς. Στό σημεῖο αὐτό τό α) καί τό β) διασταυρώνονται.

Τήν ἐποχή τοῦ Θεοτοκᾶ, δέν τίθεται τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους. Δέν τό θέτει, ὅπως εἶναι φυσικό, οὔτε ὁ ἴδιος, πού φτάνει μάλιστα νά πιστεύει ὅτι «δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ στήν Ἑλλάδα χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας»[13]. Τό γεγονός αὐτό τόν ὁδηγεῖ ἐνίοτε ἐκ τῶν πραγμάτων σέ σύγχυση τῶν πεδίων. Ἡ ἐκκλησιαστική κρίση πού ξεσπάει τόν Ἰανουάριο τοῦ 1962 μέ τήν ἐκλογή τοῦ Ἰακώβου στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, κατά τόν Θεοτοκᾶ, δέν πλήττει ἁπλῶς τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας, δέν βλάπτει μόνο τήν κοινωνία, ἀλλά «ζημιώνει σοβαρά τό ἔθνος», «προκαλεῖ ρήγματα στά θεμέλια τῆς ἐθνικῆς ζωῆς», γι' αὐτό καί τελικά, προκειμένου νά βγεῖ ὁ τόπος ἀπό τήν περιπέτεια, προτείνει «τό ἐθνικό συμφέρον [νά] εἶναι τό κριτήριο τῶν πράξεών μας»[14].



4.

Ὁ Γ. Θεοτοκᾶς πιστεύει σέ μιά Ὀρθοδοξία εὐαγγελική, κοινωνικά εὐαίσθητη, ἀνοιχτή στήν Εὐρώπη καί τόν κόσμο, οἰκουμενική. Πράγ­ματα σημαντικά, τότε καί τώρα. Ἡ κύρια ὡστόσο συμβολή του στή θεώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας βρίσκεται ἀλλοῦ: στή βαθιά πεποίθηση του ὅτι ὁ μόνος δρόμος σήμερα γιά μιά Ὀρθοδοξία πού νά εἶναι ἀληθινή καί ζωντανή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ περνάει μέσα ἀπό τόν πολιτικό πολιτισμό τῆς Ευρώπης. Μέ τά κείμενά του καί μέ τή στάση του, λέει τό ἁπλούστατο ἀλλά, φεῦ, διόλου αὐτονόητο γιά τήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι μπορεῖς δηλαδή νά πιστεύεις στόν Χριστό καί νά εἶσαι ταυτόχρονα ὑποστηρικτής τῆς δημοκρατίας καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Κάνει ἕνα βῆμα παραπέρα: ὑποστηρίζει οὐ­σιαστικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά εἶναι κανείς σήμερα χρι­στιανός ἔξω ἀπό τό νά εἶναι ταυτόχρονα καί δημοκρατικός πολίτης:

Δέν ζητοῦμε, πρός Θεοῦ, ἀπό τήν Ἐκκλησία μας νά κάνει πολιτική. Τῆς ζητοῦμε νά συναντήσει κι αὐτή κάπου τόν Κύριό της — ἤ τουλά­χιστο νά τό προσπαθήσει[15].

Σέ μιά Ἐκκλησία πού ζοῦσε καί ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ μέ τή νοσταλγία τοῦ Βυζαντίου -μέχρι πρό τίνος καί μέ τό χιλιαστικό ὅραμα τῆς ἀνασύστασης τῆς Αὐτοκρατορίας-, σέ μιά Ἐκκλησία ἀκραία ἐθνικι­στική, μισαλλόδοξη, ἀντιδημοκρατική, ἐχθρική πρός τή Δύση καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τό δίδαγμα τοῦ Θεοτοκᾶ δέν ἀκούστηκε, τό σκέπασαν ἄλλες φωνές. Ὅταν τά ἔγραφε ὅλα αὐτά, γύρω στό '60, λίγο πρίν καί λίγο μετά, ἀπευθυνόταν ἀποκλειστικά στήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τή μόνη πού λειτουργοῦσε σέ δημοκρατικό καθεστώς. Σήμερα θά τά ἀπηύθυνε πάλι, τά ἴδια ἀκριβῶς, σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στίς σλαβικές πολύ περισσότερο. Ἡ πρό­τασή του ἰσχύει στό ἀκέραιο, ἐπίκαιρη ὄσο ποτέ.



5.

Ἀκούστηκε καί στό συνέδριο αὐτό, καί ἔχει γραφτεῖ κατ' ἐπανά-ληψιν πώς ὁ Θεοτοκᾶς προσχώρησε, στό τέλος τῆς ζωῆς του, στόν θρη­σκευτικό μυστικισμό. Ὅσοι λένε ἤ γράφουν κάτι τέτοιο ἔχουν παχυ­λή ἄγνοια γιά τό τί σημαίνει ὁ ὅρος «μυστικισμός» στή θρησκεία καί, ἐπειδή ἀγνοοῦν, ὡς συνήθως, ὅτι ἀγνοοῦν, δέν μπαίνουν καί στόν κόπο νά ἀνοίξουν μιά ἐγκυκλοπαίδεια. Ὁ Θεοτοκᾶς μυστικιστής! — πρόκει­ται γιά ἀνέκδοτο. Ξέρετε καί ἄλλους μυστικιστές πού θά ἔγραφαν, ἐπί παραδείγματι, ἀπανωτά πολιτικά ἄρθρα στόν ἡμερήσιο Τύπο γιά τά Ἰουλιανά;


6.

Δέν θά ἤθελα νά ἀποφύγω, τελειώνοντας, νά θέσω ὁρισμένα ἐρωτή­ματα, ἀπό αὐτά πού εἶναι προορισμένα νά μένουν ἀναπάντητα, γιατί ἀφοροῦν περιοχές ἀψηλάφητες.

Μέχρι ποῦ ἔφτασε αὐτή ἡ πορεία τοῦ Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστια­νισμό; Τί θά ἀπαντοῦσε ὁ ἴδιος στήν εὐθεία ἐρώτηση ἄν εἶναι χριστια­νός; (Πουθενά στά γραπτά του δέν λέει ρητά ὅτι εἶναι). Ἔκανε τελικά τό ἅλμα τῆς πίστης; Πίστευε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Ἤ μήπως ἔμεινε κυρίως στά ὅρια τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ;

Ἀντιγράφω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Ταξίδι στή Μέση Ἀνατολή καί στό Ἅγιον Ὄρος —τό κείμενο μέ τόν προσωπικότερο τόνο γιά ὅσα συζητᾶμε ἐδῶ—, ὅπου κάνει λόγο γιά τήν προετοιμασία πού χρειάζεται, προκειμένου νά ἐπισκεφτεῖ κανείς τούς Ἁγίους Τόπους, καί τή σημασία πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνα τέτοιο ταξίδι:

Χρειάζεται κάποια ψυχολογική προετοιμασία. Δέν μιλῶ γιά πίστη, γιατί ξέρω πόσο βαρύς εἶναι αὐτός ὁ λόγος καί μέ πόση προσοχή ὀφείλουμε νά τόν χρησιμοποιοῦμε. Τουλάχιστο ὅμως πρέπει νά πηγαίνει κανείς στήν Ἅγια Πόλη μέ εὐλάβεια πρός ὅ,τι θεώρησαν ἀμέτρητες γενεές προγό­νων μας ὡς ἱερό. Τήν ἀληθινή, μυστική πίστη δέν μπορεῖ νά τήν ἔχει κανείς κατά παραγγελία, ὅ,τι ὥρα τοῦ κάνει ὄρεξη. Αὐτή ἔρχεται μόνη της, σέ ὅποιον θέλει καί ὅταν θέλει. Τήν εὐλαβική ὅμως διάθεση τή διατηροῦμε μέσα μας ἀπό αἰῶνες καί θά τή βροῦμε, σίγουρα, μέ λίγη προσπάθεια, ἄν δέν εἴμαστε πολύ χαλασμένοι ἀπό τή σύγχρονη ζωή.

[...]

Δέν ὑπόσχομαι ὅτι θά γίνουμε ἔτσι εὔκολα γνήσιοι Χριστιανοί. Κάπως ὅμως θά πλησιάσουμε τό ἀληθινό νόημα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. θά ἀρχίσουμε νά διαισθανόμαστε τό μέγεθος καί τήν ἐκρηκτικότητα τῆς πνευματικῆς δύναμης πού βρέθηκε κάποτε συμπυκνομένη ἐδῶ καί πού ἔμελλε νά ἀλλάξει —καί νά ἀλλάζει ὁλοένα, μέ τίς ἀνεξάντλητες ἀλυσωτές ἀντιδράσεις της— τήν καρδιά καί τή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων. (σ. 63-64)

Δέν ἔχουμε σκοπό, βέβαια, μέ τούτη τήν τελευταία, ἔκτη, σημείωση νά μετρήσουμε ἤ νά βαθμολογήσουμε τήν πίστη τοῦ Θεοτοκᾶ. Μακριά ἀπό μᾶς αὐτός ὁ δαιμονικός πειρασμός. Ἄν θέτουμε αὐτά τά ἐρωτή­ματα, εἶναι ἐπειδή ἡ προσωπική στάση του τέμνεται μέ τή στάση πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου ἡ πίστη δέν εἶναι δυνατή ἤ, ἔστω, εύκολη, ἀκόμη καί σέ ἐκείνους στούς ὁποίους εἶναι ἐπιθυμητή ἤ καί ἀναγκαία. Ἄν θά δοκίμαζα νά «ἀπαντήσω», θά ἔλεγα ὅτι ὁ Θεοτοκᾶς, πρῶτον, ἔνιωθε βαθιά τήν ἀνάγκη, τόν πόθο καί τή θέληση νά πιστέψει καί, δεύτερον, ἤξερε καλά τί εἶναι αὐτό πού ἤθελε, τόσο καλά πού εἶχε ἐπίγνωση πώς δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρ­θωμα ἀλλά δῶρο τοῦ Θεοῦ: «Αὐτή ἔρχεται μόνη της, σέ ὅποιον θέλει καί ὅταν θέλει». Τόσο μόνο μποροῦμε νά ποῦμε καί τίποτε περισσότερο.



-----------------------------------------------------------------------------

Ὁ Σταῦρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε τό 1953 στή Συκιά Λακωνίας. Ἀπό τίς ἐκδό­σεις τοῦ Βιβλιοπωλείου τῆς «Ἑστίας» (2002) κυκλοφορεῖ τό βιβλίο του Ὁ Θεός στήν πόλη. Δοκίμια γιά τή θρησκεία καί τήν πολιτική.

[1] Στόν Πρόλογό του (σ. 81) στό Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί καί θέσεις. Πολι­τικά κείμενα 1925-1966, 2 τόμοι, ἐπιμ. Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος, Μιχάλης Τσαπόγας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1996.

[2] Στά ἡμερολόγιά του δέν ἀποτυπώνονται κινήματα ψυχῆς Θρησκευτικῆς. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά ἐγγραφή τῆς 29.4.1940 (Τετράδια ἡμερολογίου, 1939-1953, πρόλ. Μάρκ Μαζάουερ, ἐπιμ.-εἰσαγ. Δημήτρης Τζιόβας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» 32005, σ. 133-134) πού φανερώνει, πιστεύουμε, τήν ψυχική καί πνευματική διαθεσιμότητα τοῦ Θεοτοκᾶ γιά μιά χριστιανική στροφή. Βλ. ἀκόμη τίς ἐγγραφές τῆς 30.11.1942 καί τῆς 23.10.1941 (διαφωνία του μέ τόν Παναγιώτη Κανελλόπουλο γιά τό Βυζάντιο καί τή βυζαντινή τέχνη), στό ἴδιο, ὅ.π., σ. 373 καί 299 ἀντιστοίχως.

[3] Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ταξίδι στή Μέση Ἀνατολή καί στό Ἅγιον Ὄρος, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2η ἔκδοση, Ἀθήνα χ.χ., σ. 175, (1η ἔκδοση Φέξης 1961).

[4] «Ή ἔξοδος ἀπό τό μηδενισμό», ἐφ. Τό Βῆμα, 10.1.1960, καί Γιώργου Θεοτοκᾶ, Πνευματική Πορεία, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2η ἔκδοση, Ἀθήνα, χ.χ., σ. 129-133.

[5] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία, ὅ.π., σ. 121.

[6] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία,ὅ.π., σ. 132-133.

[7] Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, Οί ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1975, σ. 28-29• βλ. στό ἴδιο καί σ. 24-25.

[8] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία,ὅ.π., σ. 123.

[9] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 34.

[10] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 27.

[11] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας,ὅ.π., σ. 20.

[12] Γ. Θεοτοκᾶ, Ή Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 32-33. Οἱ «θολοί νεολογι­σμοί» ἀναφέρονται στόν ὅρο «Ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός» τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952. Βλ. στό ἴδιο σ. 36 καί 57.

[13] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία, ὅ.π., σ. 134.

[14] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 41, 42 καί 43 ἀντιστοίχως.

[15] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 12.
πηγή

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ


 
  
 
 
του κ. Νικολάου Πανταζή



Ο Πανανθρώπινος Οίκος της Γης μας (εξ’ ου και Οικολογία, Οικουμένη) διαπερνά ανείπωτη φθορά και υφίσταται μεγίστη διαφθορά από εμάς τους διαχειριστές τους ίδιους. Η παναρμόνια, αβλαβή διατήρηση του Περιβάλλοντος συνεπάγεται και τη δική μας ασφαλή διαβίωση και υγιή διαφύλαξη.


Εκτός από τον Γεωγραφικό μας Οίκο, υπάρχει και ένας άλλος ασυγκρίτως ανώτερος, σημαντικότερος και διαιώνιος Οίκος, ο Οίκος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Τούτον τον Οίκον, στερέωσον, Κύριε». Ο Οίκος αυτός είναι «το στερέωμα των επί Χριστόν τον Θεόν πεποιθότων». Είναι η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μας Οικουμένη.



Κοντά στο πρόβλημα της παρατραβηγμένης Περιβαλλοντολογίας προστίθεται, ως μή ώφειλε, και ένας άλλος ύποπτος, επικίνδυνος και καταδικαστέος «-ισμός» στον όρο «Οικουμένη», ο «Οικουμενισμός» ο οποίος έχει δύο μορφές: τον Πολιτικό και τον Θρησκευτικό.
Είναι της μόδας να μιλούν όλοι για αγάπη και ένωση διακρατική, διαπλανητική, πολιτική και υπερεθνική, ένωση οικονομική και διαθρησκειακή, η οποία απερίφραστα αποτελεί ύποπτο σκοπό της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης και παραπλανητικό παράγωγο της Νέας Τάξης πραγμάτων.



Οι εκλεγμένοι ηγέτες μας πλασάρουν μια δήθεν ελληνο-τουρκική φιλία και τα ελληνικά κανάλια μας, εκπέμπουν τα χάλια μας, διοχετεύοντας το βόρβορο των Τουρκικών Σήριαλ τύπου Σουλεϊμάν και δε συμμαζεύεται. Υπάρχει ενεργό σχέδιο για την Ισλαμοποίηση της Ελλάδος και της Ευρώπης. Απαιτούν Τζαμί στη Βουλή και στην Ομόνοια.



Οι διαλεχτοί της Βουλής γίνονται υποχείρια της υποδουλωτικής Αμερικανοφιλίας, πιόνια της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ και πειθήνια όργανα της «παντοκρατορικής» Μασονίας. Παραδίδονται αμαχητί στις επιταγές της ΕΟΚ, του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ και πέφτουν θύματα των Διεθνών Τραπεζικών Ταμείων (άλλο φρούτο και αυτό) με επιβουλευτικά ομόλογα και σωστικά παχυλά πακέτα.



Είναι η κουλτούρα της ενοποιήσεως, ενώσεως και αφομοιώσεως. Είναι ο λεγόμενος «Πολιτικός Οικουμενισμός». Παγίδα και πρόδρομος του πολιτικού οικουμενισμού είναι το μαεστρικά οργανωμένο και μεθοδικά καλοστημένο παιχνίδι της υποτιθέμενης «οικονομικής κρίσης» η οποία τώρα επιβάλλεται σα θηλειά στο λαιμό μας και είναι άκρως εξυπηρετική και απολύτως αναγκαία.



Απλούστατα, εάν δεν πέσουν όλα τα κράτη σε μεγάλη οικονομική, πολιτική και θρησκευτική κρίση, τότε για ποιό παράλογο λόγο να συσταθεί η διαβόητη Παγκόσμια Διακυβέρνηση; Γιατί να έρθει και από τί στο καλό θα σώσει όλα τα κράτη ο αναμενόμενος Αντίχριστος και Αρχιπλάνος Πλανητάρχης;



Για να έρθει ο Αντίχριστος ως «σωτήρας» και Ψευδομεσίας (σε απολύτως καχέκτυπη απομίμηση του Αληθινού Σωτήρος Χριστού) θα πρέπει πρώτα όλη η οικουμένη να φτάσει στο απροχώρητο, στο «αμήν», να υποφέρει τα πάνδεινα και να γίνει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος είναι πάρα πολύ κοντά...
Δεν μου αρέσουν οι «κινδυνολογίες» και οι διακομματικοί, εσχατολογικοί εκφοβισμοί ούτε θα επιτρέψω στον ευατό μου να πέσει στη μεγάλη πλάνη του προσδιορισμού ακριβούς ημερομηνίας.
Εμπιστεύομαι όμως στη χάρι των Νέων Αγίων μας Γερόντων και στις εκ Θεού αδιάψευστες προφητείες τους. Πιστεύω στην Αποκάλυψη του Αγίου, Ευαγγιστού Ιωάννου η οποία από μόνη της ερμηνεύεται ενώ εκτυλίσσονται σταδιακά και επαληθεύονται διαδραματικά τα ιστορούμενα εν αυτή γεγονότα.



Το σφράγισμα και «χάραγμα» του Αντιχρίστου δεν είναι άλλο από το Τσιπάρισμα RFID το οποίο θα χρησιμοποιηθεί σε όλες τις κάρτες, ταυτότητες, διπλώματα, μισθώματα και συντάξεις, αρχικώς με τη εξωτερική μορφή του μικρού χρυσού τετραγώνου ενός εκατοστού (το οποίο ήδη υπάρχει στις πιστωτικές κάρτες) και έπειτα με την μετατροπή του σε μικροσκοπική ηλεκτρονική φυαλίδα (σε σχήμα ενός κόκου ριζιού) και την υποχρετική εμφύτευσή της διά «χαράγματος» κοφτερής λεπίδος (εγχειρήσεως) μόνο στο δεξί μας χέρι ή στο μέτωπο.



Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η κατασκευάστρια εταιρεία ονομάζεται MONDEX (μόνο δεξιά). Αρκεί κανείς να κάνει μια αναζήτηση “mondex biochip” στο Google και ‘κει θα βρει περισσότερα. Αυτό το μικρο-τσιπάκι έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται σε πολλές χώρες και σύντομα θα επιβληθεί παγκοσμίως και θα αντικασταστήσει τα πάντα: χρήματα, κάρτες, ταυτότητες, διπλώματα, διαβατήρια, κλειδιά κλπ.
Τότε θα είναι πιο αποτελεσματική η παγκόσμια αστυνόμευση και ανίχνευση των πάντων μέχρι και 500 μέτρα κάτω από τη γη. Τότε θα περιοριστεί αποτελεσματικά το έγκλημα και θα εκλείψει οποιαδήποτε τρομοκρατία.



Τότε θα έρθει ο τρισκατάρατος Αντίχριστος σα Παγκόσμιος Πρωθυπουργός να «καλέσει σε ενότητα τους πάντες», απομιμούμενος πάλι το Πανάγιο Πνεύμα, έχοντας μέσα του όμως την ολοκληρία του πονηρού, εωσφορικού πνεύματος. Τότε θα τελέσει μεγάλα «θαύματα» και «υπερφυσικές» δυνάμεις και θεραπείες, όπως του καρκίνου και του AIDS, οι οποίες θεραπείες έχουν ήδη εφευρεθεί και φυλάσσονται για αποκλειστική του δοξολογική χρήση.
Επίσημες, ουσιαστικές πλατφόρμες και κανονικοί πρόδρομοί του του Αντιχρίστου, είναι σήμερα η σατανική τριάδα: η Μασονία, ο Διεθνής Σιωνισμός και ο επάρατος Θρησκευτικός Οικουμενισμός.


Οι πιό αφελείς και τραγικά πλανεμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες μιλούν για διαχριστιανική, οικουμενιστική αγάπη. Αλλοι ασυνείδητα και άλλοι συνειδητά και ένοχα, πουλημένοι και προδότες να ερωτοτροπούν ανεπιφύλακτα με τον Πάπα.
Ο Οικουμενισμός είναι κίνημα αντορθόδοξο και αντιχριστιανικό. Αποτελεί παράγωγο της παγκοσμιοποίησης και είναι ο έσχατος πρόδρομος του Αντιχρίστου.
Ο Οικουμενισμός πλασάρει το παμπόνηρο παρασύνθημα προς όλα τα μέλη: «Ας εστιάσουμε τη προσοχή μας στις ομοιότητές μας και ας παραμερίσουμε παντοτινά τις διαφορές μας!»
      


    Ο Οικουμενισμός έχει αυστηρώς καταδικαστεί από όλους τους Μεγάλους και Συγχρόνους Αγίους Πατέρες και Γερόντους. Παρελαύνει ύπουλα και ποζάρει προκλητικά στη διεθνή πασαρέλα των Διαχριστιανικών Διαλόγων. Οι συμμέτοχοι και συνένοχοι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι παραμένουν έκθαμβοι και μαγεμένοι από την ακατανόητη γοητεία των φράγκων, υποκλινόμενοι ως ελάσσονες σε παπικές ευλογίες.



Είδαμε την εξευτελιστική κατάντεια του Μητροπολίτη Γερμανίας να αποδίδει Μεσσιανικό Ωσσανά στον Πάπα με το Χριστολογικό και Σωτηριολογικό: «Ευλογημένος ο ερχόμενος!»



Είδαμε προσφάτως και τον Μητροπολίτη Γαλλίας να υποκλίνεται δουλικά και να φιλά σα κατώτερος το χέρι του «ανωτέρου» Πάπα, ενώ με μάλιστα συμπροσευχήθηκε «γυμνή τη κεφαλή» εν πλήρη μάλιστα καταστολή και τηλεοπτική κάλυψη.



Ακούσαμε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου σε τηλεοπτική συνέντευξη να αναγνωρίζει επισήμως τον Πάπα σαν «Κανονικό Επίσκοπο της Εκκλησίας μας».



Είδαμε και το δικό μας Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας να υπογράφει ως πρόεδρος τότε του Οικουμενικού Διαλόγου, στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου, αιρετικές θεωρίες των κλάδων και σχισματικές συμφωνίες για «αδελφές Εκκλησίες» ότι είμαστε δήθεν «υπεύθυνοι από κοινού διά την διατήρησιν της μοναδικής Εκκλησίας του Θεού..».



Διαβάσαμε και φρίξαμε για τα όσα ο ίδιος έγραψε στην Χριστουγεννιάτικη Εγκύκλιο του ’88 ότι ο Χριστός δεν ήταν αναμάρτητος εξ άκρας συλλήψεως, όπως ακριβώς μας παρέδωσαν οι Αγιοι Πατέρες, ούτε κατέβηκε από τον ουρανό Αναμάρτητος αλλά «κατέκτησε» την αναμαρτησία σταδιακώς, βήμα προς βήμα, «με οδύνη» κατόπιν «αγώνος και πάλης» κάτι που δεν έχει μέχρι σήμερα γραπτώς ανακαλέσει.



Βλέπουμε συνεχώς τον Πατριάρχη μας να συμπροσεύχεται, να εναγκαλίζεται απανωτά και ανεπανόρθωτα με τον Πάπα, να παρευρίσκεται στα Εβραϊκά Λόμπυ δηλώνοντας πως «έχουμε τον ίδιο Θεό», να επισκέπτεται τα κεντρικά Γραφεία της Κόκα-Κόλας και να δωρίζει, να διαφημίζει το Κοράνι σαν «Αγιο Βιβλίο», να κάνει εκτεταμένο αγώνα «διά επιστολής και διά λόγου» για τρεπτό περιβάλλον και από την άλλη να αφορίζει αδίκως καιχωρίς απολογία, τον δεινότατο και ελλογιμότατο, παγκοσμίως ανεγνωρισμένο και καταξιωμένο Θεολόγο, τον κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο, ο οποίος ήλεγξε σφοδρώς τις αιρετικές θέσεις του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού.



Ο κάθε Πατριάρχης «μεταλάσσεται» σε Οικουμενιστής Μέγας και ας διατείνεται (χωρίς να μας πείσει) πως δεν παζαρεύεται την Ορθοδοξία, ας προσπαθεί ανεπιτυχώς να μας καθησυχάσει.
«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» ανατρέπονται συντριπτικά από βαρύγδουπα Φιλήματα Ιούδα. Οι διπλωματικές επισκέψεις του στο Αγιο Ορος δεν δικαιολογούν τη στάση του και τις οικουμενιστικές του τάσεις.



Κι' ενώ ο μαρτυρικός Ελληνικός Λαός στενάζει κάτω από τη λασπωμένη και ματωμένη πολιτικάντικη μπότα της «οικονομικής κρίσης», ο Πατριάρχης επισκέπτεται ακριτικές εστίες μετά βαρέων εξόδων, μετά βαΐων και κλάδων σα νεοστεφθής αυτοκράτορας με συρόμενο τραπεζομάντιλο μανδύα. Κι' οι παρακείμενοι μητρο-μανείς μητροπολίτες τρέχουν αβίαστα να συνοδέψουν τη φανφαρίστικη πομπή λες και τους έταξε επίγειο παράδεισο και επουράνιο θρόνο.



Μόνο φάλτσο σ' αυτό το φιάσκο η Αθωνική σιγή και ανοχή, ενώ θα 'πρεπε δικαίως να απειλεί με μιαν άλλη αναπόφευκτη μνημοσύνου διακοπή. Κρίμα και ντροπή.



Η Ορθοδοξία θέλει τόλμη και αρετή, θέλει Αρχιεπίσκοπο και Πατριάρχη τον Πειραιώς Σεραφείμ. «Τοιούτος έπρεπε ημίν αρχιερεύς!» Ακακος, ατρόμητος και Ορθοδοξότατος.


Το φιλοπαπικό τώρα «ντιρλαντά» άγουν με αδέσποτα φιλιά οι «άγιοι» Γερμανίας και Γαλλίας ενώ ο επίμαχος και «παλαίμαχος» Αυστραλίας, έχοντας παραιτηθεί πια από το πρωτείο διαλόγων, συνεχίζει ατιμώρητος να βαρύνεται από το απλήρωτο πρόστιμο της καζαντζάκειας βλασφημίας και αρχιερατικής αιρεσιαρχίας.



Ο κρυφός και υπομάνικος «Άσος εκδικήσεως» του τραγελαφικού ανυπόστατου αφορισμού λειτούργησε ως μπούμεραγκ και τώρα τρίζει το μετερίζι του κ. Στυλιανού. Ο τηλεοπτικά μεταδιδόμενος έντονος θαυμασμός του για την βλάσφημη πορνοταινία του Τελευταίου Πειρασμού που επιτρέπεται «ποιητική αδεία», συνεχίζει να προκαλεί εμμετική αηδία, και ενώ δεν πέρασε απρόσεκτος, περνά στην αιωνιότητα της αδεκάστου Κρίσεως.



Ο Πολιτικός και Θρησκευτικός Οικουμενισμός σηματοδοτεί την Νέα Εποχή του Αντιχρίστου. Θα έρθει της Ορθοδοξίας η αναλαμπή. Θα έρθουν τα μαρτύρια και οι διωγμοί. Πλανώνται ακόμη και οι μεγαλόσχημοι, οι εκλεκτοί. Θα γίνουν και άλλες πολλές προδοσίες. Θα έρθουν και άλλα σκάνδαλα. Εμείς ας μην σκανδαλιζόμαστε. Ας στεκόμαστε καλώς, πιστοί στην Αγία μας Ορθοδοξία και ας προσευχόμαστε για τη μετάνοια και τον φωτισμό των ηγετών μας.

Χριστιανισμὸς - Ὀρθοδοξία - Ἐθνισμὸς Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος






Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, συμμεριζομένη τὴν ἔκφρασιν τῆς πανελληνίου χαρᾶς καὶ ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας καὶ ἱκανοποιήσεως ἐπὶ τῇ σημερινῇ μεγάλῃ ἐπετείῳ τῆς ἐθνεγερσίας, εἰς τὴν ὁποίαν ὀφείλεται ἡ ἔστω καὶ μερικὴ ἀπελευθέρωσις τῆς πατρίδος μας, συνεορτάζει μετὰ παντός τοῦ Ἑλληνικοῦ τὴν σημερινὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεομήτορος καὶ συγχρόνως κατ' εὐτυχῆ σύμπτωσιν καὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος.

Ἀξία μεγάλου ἑορτασμοῦ διὰ πάντα ἄνθρωπον, καὶ ἰδίᾳ διὰ πάντα Χριστιανόν, ἡ προαναγγελθεῖσα σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ καθόλου μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας.

Ἀλλὰ καὶ ἀξία μεγάλου πανηγυρισμοῦ διὰ πάντα ἐλεύθερον Ἕλληνα ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ γένους ἀπὸ τοῦ μακραίωνος ζυγοΰ, ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἀναφέρει ἡ ἱστορία, καὶ ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἐλευθερίας, ἥτις ὑπῆρξεν ἀείποτε τὸ ἀνώτερον ἐθνικὸν ἰδεῶδες, καὶ διὰ τὴν ὁποίαν τὸ σύνθημα ὑπῆρξεν «ἐλευθερία ἢ θάνατος».

Ἡ πρώτη, θρησκευτικὴ ἐπέτειος, ἔχει παγκόσμιον χαρακτῆρα, διότι ἀναφέρεται εἰς τὴν πνευματικὴν σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἐνῷ ἡ δευτέρα, ἐθνικὴ ἐπέτειος, ἔχει μόνον πανελλήνιον χαρακτῆρα, μὲ εὐρυτέραν ἀκτινοβολίαν ἐφ' ὁλοκλήρου τῆς ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἀπεχθῆ ζυγὸν ὑποδούλου βαλκανικῆς χερσονήσου καὶ τῶν λαῶν αὐτῆς, εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ὁποίων ἐκάλεσε πάντας τοὺς ὑποδούλους ταύτης λαοὺς ὁ μέγας βάρδος τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ὁ Ἕλλην ἐθνομάρτυς Ρήγας ὁ Φεραῖος.

Ὁ ἄνθρωπος, δημιουργηθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μικρόν τι παρ' ἀγγέλους καὶ στεφανωθεὶς ὑπ' αὐτοῦ δόξῃ καὶ τιμῇ, διὰ τῆς πλήρους ὑποδουλώσεώς του εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ὕλην, ὑπέκυψεν εἰς τὸν πνευματικὸν θάνατον καὶ ἀπώλεσε τὴν κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν αὐτῷ ὡραιότητα, δυναμένην ὅμως νὰ ἀποκατασταθῇ εἰς τὴν προτέραν δόξαν μόνον διὰ τῆς ἐνσυνειδήτου οἰκειώσεως τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐπὶ τῇ βάσει ζωντανῆς καὶ ἀληθινῆς πίστεως.

Τὸ μυστήριον τῆς θείας ταύτης Οἰκονομίας ἐπραγματοποιήθη διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ θείου Λόγου ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων τῆς Θεομήτορος, δι' ἧς καὶ μόνης ἡ πρώτη πτῶσις μετεβλήθη εἰς ἀνάστασιν.

Ἐξ ἄλλου ὁ Ἕλλην, τὸ θαῦμα τοῦτο τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ἀπὸ τῶν πρώτων ἰχνῶν τῆς ἐμφανίσεώς του εἰς αὐτήν, παρουσιάζει μοναδικὸν σύμπλεγμα πνευματικῆς, ψυχικῆς, ἠθικῆς, αἰσθηματικῆς καὶ τεχνικῆς ἀκόμη συνθέσεως, μὲ περιοδικὰς ἱστορικὰς μεγαλουργίας, ἀπὸ τῶν ὁποίων ὅμως ὡς ἔθνος, διὰ τὰ ἀναμφισβήτητα ἐλαττώματα τῆς φυλῆς, κατὰ καιροὺς ἐκπίπτει μέχρι ταπεινώσεως καὶ ὑποδουλώσεώς του εἰς λαοὺς κατωτέρας πνευματικῆς ὑποστάσεως καὶ παραμένει εἰς τὴν ταπείνωσιν τῆς δουλείας μέχρις ἀναγεννήσεως καὶ ἀνανεώσεως τῶν δυνάμεων τῶν θείων δώρων τῆς φυλῆς, δι' ὧν μὲ πραγματικὰς θυσίας τῶν ἁγνῶν αἱμάτων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἡρώων ἀποκαθίσταται, ὡς κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, εἰς τὴν ἀνθρωπίνην εὐδαιμονίαν τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία συνιστᾷ καὶ τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ.

Τὸ ἔθνος, ἀποκατασταθὲν εἰς τὴν ἐλευθέραν ζωήν, συνεκέντρωσεν ὅλας του τὰς δυνάμεις διὰ τὴν στερέωσιν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας, ηὐχαρίστησεν εἰλικρινῶς τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἐπιτευχθεῖσαν ἐθνικὴν ἀνάστασιν καὶ ἐξεδήλωσε τὴν εὐγνωμοσύνην του διὰ τῆς ἀνεγέρσεως λαμπροῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας ἐν Ἀθήναις καὶ χιλιάδων περικαλλῶν ναῶν ἀνὰ τὴν ἐπικράτειαν. Ἔκτοτε δ' ἐν μέσῳ ποικιλίας εὐνοϊκῶν ἢ καὶ ἀντιξόων περιστάσεων, βαδίζει τὴν στενὴν ὁδὸν τῆς προόδου, βασιζομένην εἰς τὰ ἀνώτερα ἰδανικά τῆς χριστιανικῆς του θρησκείας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ του πολιτισμοῦ, ὧν ἁπάντων προεξάρχει ἡ ἐλευθερία, χάριν τῆς ὁποίας οἱ Ἕλληνες, ἀκόμη καὶ κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους, πολεμοῦντες γενναίως, ἀληθινὰ κατ' ἐπανάληψιν ἐμεγαλούργησαν.

Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ ἐγερθῶμεν:

Αἰωνία ἔστω ἡ μνήμη τῶν ἀοιδίμων προμάχων τῆς Ἐλευθερίας!

Δι' ἀμφότερα τὰ εἰς τὴν μεγάλην διπλῆν ἐπέτειον ἀναφερόμενα θαύματα κρίνω περιττὸν νὰ ὁμιλήσω διεξοδικώτερον, διότι κοινὸς θεολογικὸς τόπος εἶναι ἡ περὶ τὴν θείαν Οἰκονομίαν θεολογικὴ διδασκαλία καὶ ἐπίσης κοινὸς τόπος εἶναι ἡ ἔξαρσις τοῦ μεγαλείου τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς μεγαλειώδους καὶ ἐνδόξου ἐκβάσεώς του, ἡ ὁποία ὅμως, ἀφ' ἑνὸς μὲν ἦτο μερική, διότι δὲν ἀπηλευθερώθη ὁλόκληρον τὸ γένος, ἀφ' ἑτέρου δὲ μικρόν τι καὶ θ' ἀπέβαινεν ἀρνητικὴ διὰ τῆς πείσμονος ἐμμονῆς εἰς τὰ μεγάλα ἐλαττώματα τῆς φυλῆς καὶ κυρίως τὴν μέχρις ἐξοντώσεως ἀλληλοεχθρότητα, τὰ ὁποῖα ὡδήγησαν κατ' ἐπανάληψιν εἰς ἀπερίγραπτους ἐθνικὰς συμφοράς, ἀπὸ τῶν ὁποίων ἐν πολλοῖς καὶ παραμένομεν ἀδίδακτοι, ἐπὶ ἀνεπανορθώτῳ ζημίᾳ τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς.

Οὕτως, ἀντιπαρερχόμενος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μεγάλων γεγονότων καὶ ἀνδραγαθιῶν, τὰς ὁποίας καὶ λίαν φιλαρέσκως ἑκάστοτε ἐπὶ τῇ σημερινῇ ἐπετείῳ ἐκδιηγούμεθα, προβαίνω ἐν γενικαῖς γραμμαῖς εἰς τὴν ἀντικειμενικὴν θεώρησιν τῶν τριῶν μεγάλων σφαιρῶν ἢ καταστάσεων, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἔζησε καὶ ἐμεγαλούργησε τὸ ἔθνος μας, τὸν Χριστιανισμόν, τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸν Ἐθνισμόν, καὶ τοῦτο, οὐχὶ διὰ νὰ ἐξάρω κατὰ τὰ εἰωθότα τὰ ἐξιστορούμενα γνωστὰ μεγαλεῖα τοῦ ἔθνους, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐπισημάνω τὰς εἰς τὰς τρεῖς ταύτας σφαίρας ἐπισυμβάσας καὶ ἐπισυμβαινούσας περιπλοκὰς καὶ συγχύσεις, αἱ ὁποῖαι, διαιωνιζόμεναι συνειδητῶς ἢ ἀσυνειδήτως, ἐπιφέρουν ἀσυναισθήτως θετικὴν ζημίαν καὶ ἔχουν φοβερὰ ἐπακολουθήματα καὶ ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ἐθνικήν μας ζωὴν καὶ ὑπόστασιν.

Καὶ πρῶτον στρέφομεν τὴν προσοχήν μας εἰς τὴν βάσιν καὶ οὐσίαν τῆς θρησκείας μας, τὸν Χριστιανισμόν.


Α'

Τὸ σημερινὸν κεφάλαιον τῆς σωτηρίας μας ὡς ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἄλλο ἢ ἡ ἀποκάλυψις τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἑνός τῆς ἁγίας Τριάδος, δι' ἧς, ὡς ἐλέχθη, τῆς ἀποκαλυπτικῆς αὐτοῦ διδασκαλίας, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως Αὐτοῦ, ἐξησφαλίσθη ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μὲ τὴν προϋπόθεσιν τῆς ἀληθινῆς καὶ ζωντανῆς καὶ οὐχὶ συμβατικῆς πίστεως. Διὰ ταύτης, δὲν ἐπιτυγχάνεται μόνον ἡ ἀπὸ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου ἀνάστασις καὶ σωτηρία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἡ τοῦ ἀνθρώπου θέωσις, κατὰ χάριν βέβαια καὶ δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἐν ἐπιγνώσει θεληματικῆς τῶν ἀνθρώπων ὑπακοῆς καὶ ὑποταγῆς. Ὁ Θεὸς κατῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ νὰ ἀνέλθῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν κλίμακα τῆς θεότητος καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν θείαν μακαριότητα, ἀφ' ἧς ἐξέπεσεν. Ἡ τοιαύτη εἰς τὴν θείαν μακαριότητα ἐπάνοδος, βάσει τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ θαυμαστὸν καὶ θαυματουργὸν πέλαγος τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, εἰς τὸ ὁποῖον οὗτος ζῇ, ὅταν ἀληθινὰ πιστεύῃ, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἀθλιότητα τῆς παρούσης βραχυτάτης ζωῆς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς μας θρησκείας, τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μὲ τὴν ἱστορικὴν ἐξέλιξιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἡ νέα θρησκεία ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς, ἐνεφανίσθη αὕτη ὑπὸ τὴν μορφὴν καὶ ὑπόστασιν τῆς Χριστιανικῆς ἢ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐν τῇ οὐσία της οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ὁ συνεχιστὴς τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Σωτῆρος ἐν τῷ κόσμω τῶν αἰώνων, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐπιδιώκει τὴν σωτηρίαν πάντων τῶν ἀνθρώπων, τῶν θελόντων νὰ ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας (Α' Τιμ. β' 4).

Ἀποτέλεσμα τῆς θείας ταύτης δωρεᾶς καὶ χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι πᾶς ὁ οἱοσδήποτε ἄνθρωπος, ἄνευ ἐξαιρέσεως γένους, φύλου, κοινωνικῆς θέσεως ἢ τάξεως, εἶναι ἀφ' ἑαυτοῦ, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως καὶ ἀγάπης του, ὑποψήφιος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ ὁποία οὐδεὶς οὐδὲν προνόμιον ἔχει, διότι πάντες εἶναι τέκνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, μὲ ἴσα δικαιώματα καὶ παρρησίαν ἀπέναντί Του.

Ἀκόμη καὶ τὰ δύο ἔθνη, τὰ ὁποῖα οὐσιαστικῶς συνέβαλον εἰς τὴν θείαν Οἰκονομίαν, τὸ Ἰουδαϊκόν, ἐκ τοῦ ὁποίου κατ' ἄνθρωπον κατήγετο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ Ἑλληνικόν, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς γλώσσης καὶ φιλοσοφίας αὐτοῦ συνετέλεσεν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν καὶ ἐξάπλωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατ' οὐδὲν διακρίνονται τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἔναντι τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος, οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ, πάντες γάρ... εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλάτ. γ' 28).

Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ βάσις τῆς πίστεώς μας καὶ οἱαδήποτε παλαιοτέρα ἢ νεωτέρα θεολογία, ἐκκλίνουσα ἀπὸ τῆς βάσεως ταύτης, εἶναι θεολογία ἀρνητικὴ καὶ καταλυτικὴ τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ τονίσωμεν τὴν ὑποχρέωσιν, τὴν ὁποίαν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες, ὡς πρωτότοκοι τῶν Εὐρωπαίων Χριστιανῶν, διὰ τῆς ἀποστολικῆς ἐνεργείας τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, νὰ τηρῶμεν ἀλώβητον τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν μας καὶ μὲ ἀληθινὸν δέος νὰ ἀντικρύζωμεν τὰς πρὸς αὐτὴν ὑποχρεώσεις μας, ὄντες τίμιοι ἔναντι τοῦ χριστιανικοῦ μας ὀνόματος καὶ μὴ ἀνεχόμενοι οἱανδήποτε νοθείαν αὐτοῦ, εἴτε διὰ μὴ ἐντίμου χριστιανικοῦ βίου, οὗτινος κορύφωμα ἡ βρωμερὰ ὑποκρισία, εἴτε δι' ἀποδοχῆς νέων καινῶν δαιμονίων καὶ ψευδοπροφητειῶν, νοθευουσῶν καταφώρως τὴν εἰς Χριστὸν καὶ μόνον ἁγνην ἡμῶν πίστιν.

Ἀκριβῶς ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐν τῇ μορφῇ τῆς Χριστιανικῆς ἢ τῆς Καθολικῆς, ὡς ὠνομάζετο τότε, Ἐκκλησίας, ἐπισυμβαίνει διὰ τῆς ἀναμείξεως τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος ἡ πρώτη περιπλοκὴ καὶ σύγχυσις ὅλως ἀσυναισθήτως καὶ θὰ ἔλεγον, καὶ ἀπαρατηρήτως ἐπικρατήσασα.

Ἡ πρώτη Χριστιανικὴ ἢ Καθολικὴ Ἐκκλησία προχωρεῖ ἐν τῷ κοσμῶ ἐν πλήρει ἀντιδράσει τῆς κοσμοκρατείρας Ρώμης, ἡ ὁποία, κατ' αὐστηρὰν τοῦ πολιτειακοῦ νόμου ἐφαρμογήν, ἐπιβάλλει μαρτυρικὸν μάλιστα θάνατον κατὰ τῶν ὀπαδῶν τῆς νέας θρησκείας, χωρὶς ὅμως ὁ νόμος νὰ κατορθώσῃ νὰ διαγράψῃ διὰ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων τοὺς τοὐναντίον διὰ τοῦ ἰδίου αὔτοῦ αἵματος ἀποκτηθέντας τίτλους ἐπιβολῆς τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ κόσμου.

Ἀκριβῶς δ' ὅταν ἐπλημμύρισεν ἡ τότε γνωστὴ Οἰκουμένη ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ αἵματα τῶν προμάχων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ μεγάλη μορφὴ τοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος, ὡς μέγας πολιτικός, ἀποφασίζει βαθυστόχαστον ριζικὴν μεταβολὴν τῆς ἔναντι τῆς νέας θρησκείας πολιτικῆς τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἔναντι τοῦ Μαξεντίου μάχην, μὲ τὸ ἐνθαρρυντικόν ὅραμα τοῦ Σταυροΰ, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «ἐν τοὺτῳ νίκα», ἐπιφέρει τὴν μεταβολήν, διατάσσει τὴν κατάπαυσιν τῶν διωγμῶν, ἀναγνωρίζει τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν ὡς religionem licitam, καὶ ἀνακηρύσσει αὐτὴν εὐθὺς ἀμέσως, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον, ἐπίσημον θρησκείαν τοῦ κράτους. Ἀπὸ τοῦ σημείου τούτου ἀρχίζει ἡ νέα περίοδος ἀνέσεως, προόδου καὶ ἀναπτύξεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μάλιστα, κυρίως ἔκτοτε, τιτλοφορεῖται καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὀρθόδοξος, ἔναντι εἴτε τῶν νοθευόντων τὴν ὀρθὴν πίστιν αἱρετικῶν, εἴτε τῶν ἐπιμενόντων εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, οἱ ὁποῖοι καὶ διώκονται τώρα ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος. Συγχρόνως ὅμως ἀρχίζει νέα περίοδος καταπτώσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς διὰ τῶν αἱμάτων τῶν μαρτύρων μέχρι τοῦδε συνεχῶς ἀποπλυνομένης ἁγνότητος αὐτῆς ὡς πρὸς τὴν πνευματικήν της πίστιν καὶ τὸ χριστιανικόν της ἦθος.

Ἡ μεγάλη πολιτικὴ πρᾶξις τοῦ Κωνσταντίνου τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐπισήμου καὶ τῆς καταπαύσεως τῶν διωγμῶν, δι' ἃ ἠμείφθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακηρυχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἅγιος, ἀκολουθεῖται ὑπὸ τῆς ἑτέρας μεγάλης πολιτικῆς πράξεως, τῆς μεταφορᾶς τῆς πρωτευούσης τοῦ κράτους ἀπὸ τῆς Ρώμης εἰς τὸ Βυζάντιον, μὲ τὸ νέον ὄνομα τῆς Νέας Ρώμης ἢ Κωνσταντινουπόλεως. Αὕτη, ὡς καὶ ἡ ὅλη μεταβολή, βαθύτερον θεωρουμένη, ἐμφανίζει σοβαρωτάτην σύγχυσιν ἢ περιπλοκὴν εἰς τὰ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δὲν ἔμεινεν ἄνευ σοβαρωτάτων δι' αὐτὴν τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιπτώσεων. Βεβαίως διὰ τῆς νέας πολιτικῆς τοῦ Κωνσταντίνου κατέπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ἐστείρευσαν οἱ ποταμοὶ τῶν αἱμάτων τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ἐφ' ὧν στηρίζεται ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἐξησφαλίσθη ἄνεσις ἀναπτύξεως, προόδου καὶ ἐξαπλώσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλ' ὁποία διαφορά! Πρότερον ἡ Ἐκκλησία, στηριζομένη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ἀπὸ τῶν αἱμάτων τῶν Μαρτύρων αὐθεντίαν, προχωρεῖ τὴν στενὴν ὁδὸν τῆς προόδου καὶ ἤδη κατὰ τὴν περίοδον τῶν διωγμῶν τὸ χριστιανικὸν δένδρον διακλαδοῦται μὲ σημαντικοὺς κόμβους εἰς ὁλόκληρον τὴν τότε γνωστὴν οἰκουμένην, ἐνῷ τώρα ἡ πρόοδος καὶ ἀνετωτέρα ἐξάπλωσίς της βασίζεται ἁπλούστατα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθεντίας. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἦτο τὸ μόνον. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐτοποθέτησε τὴν νέαν καὶ ὑπ' αὐτοῦ εὐνοηθεῖσαν θρησκείαν εἰς τὴν θέσιν τῆς παλαιᾶς καὶ ἒλαβεν ἔναντί της τὴν θέσιν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἔναντι τῆς παλαιᾶς ὡς Pontifex Maximus. Τώρα, ὡς «ἐπίσκοπος τῶν ἔξω», ὡς φιλαρέσκως ὠνόμαζεν ἑαυτόν, ἀναμειγνύεται εἰς τὰ ἐσωτερικώτερα ἀκόμη τῆς Ἐκκλησίας. Καίτοι δὲ μὴ ὢν εἰσέτι Χριστιανός, διότι, ὡς γνωστόν, ἐβαπτίσθη μικρὸν πρὸ τοῦ θανάτου του, ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης του, λαμβάνει ἐνεργὸν μέρος εἰς τὸν καθορισμὸν τῆς ὀρθοδόξoυ χριστιανικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ συγκαλεῖ τὴν Α' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (325 μ.Χ.), ἡ ὁποία καθώρισεν, αὐτοκρατορικῇ ἐγκρίσει, τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ἔναντι τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου. Ἡ σύγχυσις ἐπαυξάνεται περισσότερον, ἐφ' ὅσον ἡ ἄμεσος ἐπέμβασις τοῦ Αὐτοκράτορος γίνεται τῇ ἀνοχῇ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κυρίως ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἐπίσκοποι, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς δύο ἐπισκόπους, τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εὑρισκόμενοι ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ μεγάλου εὐεργετήματος πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, τῆς καταπαύσεως τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν φιλάρεσκον γοητείαν τῶν ἐξαιρετικῶν προνομίων, τὰ ὁποῖα. ἐπεδαψίλευσεν εἰς αὐτοὺς ὁ Αὐτοκράτωρ ὡς ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, προνομίων, τὰ ὁποῖα, ἰδίᾳ ὡς πρὸς τὸν πρῶτον, ἐξελίχθησαν εἰς καθαρῶς κοσμικὰ καταντήματα, οὐ μόνον ἠνέχθησαν ἀδιαμαρτυρήτως τὴν ἐπέμβασιν, σύμφωνον ἄλλως τε πρὸς τὴν ὀρθὴν πίστιν, ὡς διετυποῦτο θεοπνεύστως, ἀλλὰ καὶ διὰ πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν δυσκολίαν προσέτρεχον εἰς τὸν Αὐτοκράτορα, ὅστις ἐπροθυμοποιεῖτο νὰ διευθετῇ τὰ πράγματα καὶ νὰ λύη τὰς διαφοράς. Τοιουτοτρόπως, σχεδὸν ἀπαρατηρήτως, ἐφ' ὅσον οἱ Ἐπίσκοποι ἐπρωτοστάτουν εἰς τὴν ἀποδοχήν τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐπεμβάσεως, ἡ πρώην ἀνεξάρτητος καὶ αὐτεξούσιος Ἐκκλησία, κατά τι τοὐλάχιστον ἐκκοσμικοποιεῖται, καί, ἀντὶ τοῦ κανόνος τοῦ Χριστοῦ «ἀπόδοτε τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι, καὶ τὰ τοῦ Θεοΰ τῷ Θεῷ» (Μάτθ. κβ' 22), παραδίδεται σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Καίσαρος καὶ ἔκτοτε καθιεροῦται ἡ, οὕτως εἰπεῖν δικαιωματική, ἀνάμειξις τῆς πολιτείας εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας. Αὕτη, ἐπὶ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, τοῦ θέλοντος τὴν ἰσχὺν τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, καὶ ἄλλων μετέπειτα αὐταρχικῶν βασιλέων, ἀκόμη καὶ ἄλλων ἐκχριστιανισθεισῶν χωρῶν, προχωρεῖ καὶ φθάνει εἰς τὴν αὐθεντίαν καὶ ἐπιβολήν τοῦ μέχρι καὶ σήμερον ἰσχύοντος, ἰδίᾳ ἐν τῇ προτεσταντικῇ μάλιστα Δύσει ἀξιώματος: Cujus regio, ejus et religio.

Συμπληρωματικῶς δέον νὰ ἐπισημανθῇ καὶ ἡ ἄλλη φοβερὰ ἐπίπτωσις τῆς συγχύσεως ταύτης, ὅτι δήλ. τώρα οἱ διάφοροι λαοὶ εἰσήρχοντο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ διαταγῆς τοῦ ἄρχοντός των, βαπτιζόμενοι ὁμαδικῶς εἰς τοὺς ποταμούς, ἄνευ φυσικὰ οἱασδήποτε προτέρας ψυχικῆς ἐπεξεργασίας, ὡς αὕτη λίαν ἐπιμεμελημένως ἐγίνετο κατὰ τὴν περίοδον τῶν διωγμῶν, ὅτε ἴσχυεν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος καὶ ὅτε, διὰ καταλλήλου κατηχήσεως ἀνωτέρας ποιότητος, ἐχαλυβδοῦτο ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ χριστιανικὴ συνείδησις. Τώρα τὸ ποιὸν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ἐπόψεως χριστιανικῶν ἠθῶν, κατῆλθεν ἐν τῇ πραγματικότητι πολὺ χαμηλὰ καὶ οὐδὲ μακρόθεν δύναται νὰ παραβληθῆ πρὸς τὸ ὕψος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανικοῦ ἤθους τῆς πρώτης ἐποχῆς. Μὴ λησμονῶμεν δέ, ὅτι αἱ μεταγενέστεραι καὶ σύγχρονοι χριστιανικαἰ γενεαὶ εἶναι ἀπόγονοι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἰσῆλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὡς εἰσῆλθον, μὲ ἀνίπτους, ὡς θὰ ἐλέγομεν, πόδας, δι' ὃ καὶ οὐδαμῶς παράξενον εἶναι, ὅτι διὰ τοὺς ἀμεσωτέρους ἀπογόνους των, εἰς οὓς ἀνήκουν καὶ οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, πλὴν ἐξαιρέσεων, καὶ ἕνεκα βέβαια καὶ ἄλλων λόγων καὶ διαφόρων κατὰ καιροὺς κοινωνικῶν ἐξελίξεων, δύναται ἡσύχως νὰ τεθῇ τὸ ἐρώτημα καὶ πράγματι θετικῶς τίθεται, σήμερον μάλιστα, κατὰ πόσον οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ εἶναι πράγματι χριστιανοί, ὅλως ἀντίθετον τούτου προβάλλοντες διὰ τῆς ἀτομικῆς καὶ ὁμαδικῆς βιωτῆς αὐτῶν εἰκόνα χριστιανικοῦ ἤθους.

Τὸ σημεῖον ἀκριβῶς τοῦτο προκαλεῖ σήμερον, κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ εὐρυτέρου Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἱκανὴν βέβαια καθυστέρησιν, τὴν πολύπλευρον ἐξέτασιν τοῦ κυρίου τούτου θέματος, ὑπὸ τῶν μεγάλων ἐπισήμων παγχριστιανικῶν συγκεντρώσεων, ὡς τῆς 2ας Βατικανῆς Συνόδου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (1962 -1966), τῆς παγκοσμίου Συσκέψεως τῆς Οὐψάλλας τοῦ παρελθόντος Ἰουλίου, τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν διεκκλησιαστικῶν μεγάλων κοινωνικῶν Συσκέψεων τοῦ ἰδίου ἐν Γενεύῃ (1966) καὶ Βηρυτῷ (1968) , περὶ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς προσπαθείας ἀναζωογονήσεως τοῦ ἐν τῇ πραγματικότητι ἀπονεκρωθέντος χριστιανικοῦ ἤθους.

Ἰδοὺ αἱ φοβεραὶ ἐπιπτώσεις τῶν ἀπὸ αἰώνων γενομένων περιπλοκῶν καὶ συγχύσεων, ὧν ἕνεκα, παρὰ τὰς τεραστίας καταβαλλομένας προσπαθείας τῶν ὡς ἄνω διεθνῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανώσεων κύρους, ἡ καθαρότης τῶν χριστιανικῶν ἠθῶν παραμένει εἰσέτι εἰς χαμηλὸν ἐπίπεδον, μὲ τὰς πρωτοφανεῖς εἰς τὴν ἐποχήν μας ἐπαναστατικὰς ἐκδηλώσεις. Τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καὶ ἡ στασιμότης καὶ αἱ δυσχέρειαι πραγματικῆς, χριστιανικῆς δέ, ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων μεγάλων κοινωνικῶν προβλημάτων, τῶν ἐπιτακτικῶς ἀπαιτούντων τὴν λύσιν των οὐ μόνον διὰ τῆς υἱοθετήσεως καὶ ἐφαρμογῆς ὑγιοῦς ἀνωτέρας κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἀλλὰ καὶ διὰ πρεπούσης ἀναπτύξεως τοῦ ποιμαντορικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καὶ δι' ἀνυψώσεως τοῦ χριστιανικοῦ ἐπιπέδου καθόλου μὲ γνήσιον χριστιανικὸν φρόνημα καὶ ἀληθινὸν χριστιανικὸν ἦθος εἰς τὰς διαφόρους χώρας τοῦ κόσμου καὶ κυρίως τὰς χριστιανικάς.

Ἀλλ' ἃς προχωρήσωμεν εἰς τὴν θεώρησιν τῆς δευτέρας σφαίρας, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐπισημαίνομεν ἐπίσης ποιάν τινα σύγχυσιν καὶ περιπλοκήν, δηλ. εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν.


Β'

Ἡ ἐπέμβασις τοῦ Μ. Κωνσταντίνου συμπίπτει σχεδὸν μὲ τὴν τιτλοφορίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδόξου, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν, ὅτι ἔναντι τῶν αἱρετικῶν Ἐκκλησιῶν ἢ ὁμάδων, τῶν νοθευσασῶν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, ἵσταται ἡ Καθολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς ἡ φύλαξ καὶ κιβωτὸς τῆς γνησίας, ἀκραιφνοῦς καὶ ἀλωβήτου, καὶ διὰ τοῦτο, ὀρθοδόξου πίστεως καὶ διδασκαλίας, δι' ἣν ἔλαβε καὶ τηρεῖ τὸν τίτλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖον τηρεῖ καὶ ὡς ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν τὸ ἀνατολικὸν τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῷ τὸ δυτικὸν τμῆμα ἔχει καὶ διατηρεῖ τὸν τίτλον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς γενομένης, ἰδίᾳ μετὰ τὴν Μεταρρύθμισιν, ἱστορικῆς ἐξελίξεως μὲ χαρακτῆρα ὁμολογιακὸν (Confessionnel).

Ὡς γνωστὸν ὅμως, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν τοπικῶν Συνόδων, τῶν συγκροτηθεισῶν κατὰ τὸ πλεῖστον πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ τίτλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὀρθῶς ἐπεκτείνεται καὶ ἐπὶ τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων καθορισθείσης. Ἔτι δὲ περισσότερον, μετὰ τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους, ὁ τίτλος ἐπεκτείνεται καὶ ἐπὶ τὸ μεταγενέστερον ἐθιμικὸν δίκαιον, καὶ γενικώτερον τὴν ἐθιμικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ἢ τοῦ ὅρου «Ὀρθοδοξία» χρησιμοποιεῖται ὑπὸ γενικωτάτην μορφήν, περιλαμβάνουσαν πᾶν ὅ,τι ὑφίσταται ἐν τῇ πράξει καὶ τῇ ζωῇ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε τοῦτο καλῶς κεῖται, εἴτε κατόπιν ἐπικρατησασῶν ὅλως μεταγενεστέρως διευθετήσεων καὶ νεωτέρων ἐθίμων κακῶς, ἔστω καὶ ἂν ταῦτα πολλάκις ρητῶς ἀντίκεινται εἰς τὴν ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων καθορισθεῖσαν ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικὴν τάξιν, ὡς, φέρ' εἰπεῖν, εἰς τὸ ζήτημα τῆς κόμης τῶν κληρικῶν (καί, ὃ χείριστον, τῆς τελέσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας) καὶ εἰς ἄλλα πολλὰ καὶ νεώτερα ἤθη καὶ ἔθιμα εἰς τὴν τελετουργικὴν καὶ τὴν καθόλου ζωὴν καὶ πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δεδομένου δ' ὅτι ἡ ἐν ἀνεπιτρέπτῳ, διὰ δῆθεν πολιτισμένον ἔθνος, καταπτώσει εὑρισκομένη τάξις τοῦ κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας —παρὰ τὰς γνωστὰς καὶ ἐπαινετὰς ἐξαιρέσεις πολλῶν κληρικῶν, ἰδίᾳ τοῦ ἀνωτέρου κλήρου— ἰδιαιτέρως ἀγαπᾷ τὴν προσήλωσιν εἰς τοὺς κατὰ τεκμήριον παλαιοὺς τύπους καὶ τὰς παλαιὰς συνηθείας, ἀδιαφόρως ἂν πολλαὶ τούτων εἶναι νεώτεραι, ὁ ὑπεραιρόμενος τίτλος τῆς Ὀρθοδοξίας συμπεριλαμβάνει πολλάκις καὶ πλεῖστα ὅσα πράγματα, ἀντιστρατευόμενα εἰς τὴν ἀρχικὴν ἔννοιαν καὶ τὴν μεγαλειότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐν τοῖς σημείοις τούτοις βλέπει τὶς νέαν σύγχυσιν καὶ νέας περιπλοκὰς μὲ ἀμέσους ἐπιπτώσεις ἐπὶ τῆς γνησίας ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σχεδὸν ἀπαρατηρήτως ἐπικρατούσας.

Ἡ σύγχυσις αὕτη ἐπεκτείνεται καὶ δι' ἐξωεκκλησιαστικῶν ἐπεμβάσεων εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ἀδυναμίᾳ πρεπούσης διακρίσεως τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴν ὑπερτέρας πως μορφώσεως ἐπεμβάσεων, ἥτις φέρει τελείαν σύγχυσιν εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Οὕτως ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις ὑφίσταται σύγχυσιν καὶ περιπλοκὴν καὶ δυσκόλως δύναται εἰς ταύτας νὰ ἐκκαθαρίσῃ τις τὴν ἀκριβῆ ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἥτις ἐκκαθάρισις θὰ ἐπέλθῃ πλήρης μόνον μετὰ τὴν πλήρη ἐξάπλωσιν καὶ ἐπικράτησιν ἀληθινῆς μορφώσεως τοῦ κλήρου ἐν τῷ συνόλω τοῦ ἱκανοΰ νὰ ἀναλάβῃ μὲ πλήρη αὐθεντίαν τὸ διδακτικόν, τὸ διοικητικὸν καὶ τὸ ποιμαντικὸν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν πρέποντα τρόπον καὶ τόνον.

Ἀλλ' ἡ ἔννοια τῆς 'Ορθοδοξίας ὑφίσταται περαιτέρω νέαν σύγχυσιν καὶ περιπλοκὴν ὅταν, ἐξ ὑπερβολικῆς ἐπιστημονικῆς δῆθεν διαθέσεως, καταβάλλεται προσπάθεια νὰ προσαρμοσθῇ ἡ Ὀρθοδοξία πρὸς καινοφανῆ διδάγματα τῆς δυτικῆς θεολογίας καὶ ἰδίᾳ τῆς τελευταίας φιλελευθέρας τάσεως τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας, ὅπου τὰ ἀσυμβίβαστα βιάζονται νὰ λάβουν μορφὴν δῆθεν ὀρθόδοξον, ἐπὶ πλήρει συγχύσει τῆς ἀκριβοῦς ἐννοίας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Οὐχ ἥσσονα ὅμως σύγχυσιν ὑφίσταται ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξ ἀλογίστου προσπαθείας ὑπερβολῆς καὶ ὑπερτονισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, τὸ ὁποῖον βέβαια συνετέλεσε σημαντικῶς εἰς τὴν θεολογικὴν ἀνάπτυξιν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλ' ὅπου στοιχεῖα ἑλληνικὰ ἀναμειγνύονται καθ' ὑπερβολὴν μὲ τὴν ἀκριβῆ καὶ θετικὴν θρησκευτικὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐμφανίζεται αὕτη ὡς τοῦτ' αὐτὸ ἀποκλειστικῶς ἔργον καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς ἐπεξεργασίας καὶ ἐξελίξεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ οὐδὲν σχεδὸν στοιχεῖον χριστιανικὸν καὶ θρησκευτικὸν ἀπομένει, τῆς Ὀρθοδοξίας ἐμφανιζομένης ἀποκλειστικῶς ὡς ἔργου ἑλληνικοῦ, τοῦθ' ὅπερ οὐ μόνον εἶναι ἀπαράδεκτον ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεῖ σημεῖον δικαίως ἀντιλεγόμενον παρὰ τῶν μὴ Ἑλλήνων ὀπαδῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, μὴ ὄντων διατεθειμένων καὶ δὴ ἀπὸ καθαρᾶς θρησκευτικῆς πλευρᾶς νὰ δεχθοῦν πλήρη ἐλληνοποίησιν τῆς Ὀρθοδοξίας, παρὰ τὴν ἀναγνώρισιν καὶ ἐκ μέρους των τῆς μεμετρημένης ἑλληνικῆς συμβολῆς καὶ ἐπιδράσεως, ἰδίᾳ εἰς ὅ,τι ἀφορᾳ εἰς τὴν μορφὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ταύτης.

Τοῦτο καθίσταται ἔτι φανερώτερον εἰς τὸ μέγα ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ, ὡς γνωστόν, ὡς δύο ἰσοτίμους πηγὰς τῆς θρησκευτικῆς ἀληθείας τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν. Ἡ δευτέρα οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία καὶ ἡ ἐν ἀπολύτῳ συμφωνίᾳ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν προφορική, ὡς καὶ γραπτὴ συμπληρωματικὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἡ ἱστορικὴ ὅμως ἐξέλιξις τῆς Ἐκκλησίας ταχέως ἐπέβαλε τὴν διάκρισιν μεταξὺ Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ μεταγενεστέρας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Ἀλλ' ἡ τελευταία, προχωροῦσα καὶ μέχρι σχεδὸν συγχρόνου ἐθιμικῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, συγχέεται, ἐκ μέρους ἰδίᾳ τῶν ἁπλοϊκωτέρων, μὲ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, καθ' ἣν στιγμὴν πολλὰ στοιχεῖα ταύτης εἶναι ζήτημα ἂν ἀντέχουν εἰς τὸν ἀκριβῆ ὀρθόδοξον ἔλεγχον, ὁπότε παρὰ ταῦτα, διισχυριζόμενα τυχὸν τὴν θέσιν των ὡς γνησίων ὀρθοδόξων, προφανῶς συντελοῦν εἰς νοθείαν τῆς Ὀρθοδοξίας, τουλάχιστον ἐξ ἐπόψεως περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ εὐρυτάτου πνευματικοῦ ὀρίζοντος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἀδυναμίαν ἀντικρύσεως καὶ πρεπούσης ἐκτιμήσεως τοῦ ἁπανταχοῦ ἐπικρατήσαντος οἰκουμενισμοῦ, πρὸς ὃν προσανατολίζονται πᾶσαι αἱ Χριστιανικαὶ Ἐκκλησίαι, ἑκάστη βέβαια κατὰ τὴν φύσιν καὶ τὴν ἰδὶαν αὐτῆς πνευματικὴν ἱκανότητα.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἀνακαίνισις τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει τὴν ἐκκαθάρισιν τῶν τοιούτων ξένων ἐπιστρωμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπιβαρύνουν ἀλλοιωτικῶς τὴν καθαρότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἡ σύγχυσις καὶ περιπλοκὴ καθίσταται προφανὴς καὶ εἰς τὴν σφαῖραν ταύτην τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ λίαν δυσαρέστους καὶ ὄχι μόνον μελλοντικὰς ἐπιπτώσεις.


Γ'

Ἐκεῖ ὅμως ὅπου ἡ σύγχυσις καθίσταται ἔτι πλέον φανερά, εἶναι εἰς τὴν σφαῖραν τοῦ ἐθνισμοῦ καὶ τὴν κατὰ φυσικὸν λόγον συγχώνευσιν τῶν δύο ἐννοιῶν, ἔθνους καὶ κράτους ἀφ' ἑνὸς καὶ θρησκείας ἀφ' ἑτέρου. Τὸ πρῶτον εὐχερῶς καὶ πρεπόντως ἐμφανίζεται ἔναντι τῆς δευτέρας ὡς ἡ κιβωτὸς προστασίας καὶ διαφυλάξεως τῆς 'Ορθοδοξίας, ἐπὶ ἱκανῇ ὅμως συγχύσει τῶν ρόλων, τοὺς ὁποίους ἐμφανίζουν αἱ δύο αὐταὶ σφαῖραι, τῆς θρησκείας καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τοῦ ἔθνους-κράτους ἀφ' ἑτέρου, ὅπου ἡ πρώτη, καθαρῶς πνευματικὴ δύναμις, οὐδεμίαν ἔχει ἢ πρέπει νὰ ἔχῃ κατ' ἀρχὴν ἀνάμειξιν εἰς τὰ τῆς δευτέρας, πλὴν καιρικῶν περιπτώσεων καὶ περιστάσεων, ὧν παρελθουσῶν, ἑκάστη ἀποχωρίζεται τῆς ἑτέρας, τηροῦσα τὴν ἑκάστη προσήκουσαν ἀνεξαρτησίαν, ἐπὶ ἑκατέρωθεν σεβασμῷ τῆς πραγματικῆς αὐτῶν ἐννοίας καὶ ἀναλόγου ἐνεργείας ὑπὲρ τοῦ πνευματικοῦ ἀγαθοῦ τοῦ Ἕλληνος ἰδίᾳ Χριστιανοῦ.

Ὡς Ἔθνος καθορίζεται συνήθως ἐπὶ τὸ γενικώτερον ἡ ὁμὰς λαοῦ ἢ λαῶν, ἡ ὁποία μὲ κοινότητα γλώσσης, καταγωγῆς, κοινῶν αἰσθημάτων καὶ ἐπιδιώξεων ἐμφανίζεται κεχωρισμένη καὶ διακρίνεται ἔναντι ἄλλων παρομοίων ὁμάδων καὶ ἡ ὁποία κατὰ τὴν χρονικὴν διαδρομὴν τῶν αἰώνων καὶ ἀναλόγως τῶν πνευματικῶν καὶ ψυχικῶν αὐτῆς ἰδιοτήτων καὶ ἱκανοτήτων μικρὸν κατὰ μικρὸν ἐμφανίζει ἴδιον πολιτισμόν, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ τὴν σφραγῖδα καὶ τὸ γνώρισμα τῆς ὁμάδος.

Παρόμοιόν τι συνέβη κατ' ἐξοχὴν μὲ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ ὁποῖον ἀπ' ἀρχαιοτάτων χρόνων διακριθὲν ἄλλων βαρβάρων ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἀλλὰ καὶ ἄλλων, μὲ ἴδιον πολιτισμόν, λαῶν, παρουσίασε τὴν γνωστὴν ἐκπολιτιστικὴν ἐμφάνισιν ἐν τῇ Ἱστορίᾳ, ἡ ὁποία καθιστᾷ ὑπερήφανον πάντα Ἕλληνα ἀνήκοντα εἰς τὴν ἐθνικὴν αὐτὴν ὑπόστασιν, ἡ ὁποία γνωρίζεται διὰ τοῦ ὑψίστου τῶν πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.

Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, διακρινόμενον μεταξὺ ἄλλων ἐθνικῶν ὁμάδων καὶ ἕνεκα ἐξαιρετικῶν λόγων καὶ ἱστορικῶν ἐξελίξεων, ἐβράδυνε νὰ ἐμφανίσῃ τὴν ἐθνικήν του ὁμαδικὴν ἑνότητα. Καὶ ἡ μεγάλη πολιτικὴ μεταβολὴ ἐπὶ Μ. Κωνσταντίνου ἐπέτεινε τὴν βραδύτητα καὶ ἐχρειάσθησαν αἰῶνες διὰ νὰ ἀποτελεσθῇ ἡ ἐθνικὴ ἑνότης ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἐνσυνειδήτως περισσότερον παρὰ ποτὲ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς δουλείας, μὲ τελικὸν πλῆρες ἀποτέλεσμα ἀλλ' οὐχὶ ἐν τῷ συνόλῳ του ὡς πρὸς τὴν χωρικὴν αὐτοῦ ἔκτασιν, κατὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν, ὁπότε, ἔστω καὶ εἰς μόνον τὸ ἐλεύθερον τμῆμα τοῦ ἔθνους, ἐπραγματοποιήθη ἡ συνταύτισις ἔθνους καὶ κράτους, μὲ τὴν ἐπίσημον μάλιστα ὑπὸ νεωτέραν ἔννοιαν κρατικήν της ἐμφάνισιν. Ἡ σύνθεσις αὕτη, κατὰ φυσικὸν λόγον, ἐνεφανίσθη μὲ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς τίτλους τῆς περιόδου τῆς δουλείας. Εἷς δὲ τῶν σπουδαιοτέρων τίτλων ἦτο ὁ κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ φρικτοῦ ζυγοῦ χαλκευθεὶς στενώτατος σύνδεσμος θρησκείας καὶ ἔθνους. Ὡς γνωστόν, κατὰ τὴν ἐφιαλτικὴν ταύτην περίοδον τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, τοῦτο εὕρισκε πλῆρες καταφύγιον ἐκ τῶν δεινῶν της δουλείας εἰς τὴν Ἔκκλησίαν, δι' ἧς, κυρίως διὰ τῆς ὑπερόχου ὀρθοδόξου λατρείας της καὶ τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ», διεσώθη ἡ γλῶσσα, τὸ ἐθνικὸν αἴσθημα καὶ διετηρήθη ἄσβεστον τὸ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν αἴσθημα τοῦ παντὸς Ἕλληνος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ πρότυπα τοὺς Ἱεράρχας της καὶ τὸν κλῆρον της, πλουσίως συμβαλόντα εἰς τὸν φόρον τοῦ αἵματος τοῦ ἀγωνιζομένου ἔθνους, ἐπετέλεσε μοναδικὸν ποιμαντορικὸν ἔργον, τὸ ὁποῖον κατὰ φυσικὸν λόγον συνεδέθη στενώτατα μὲ τὴν ὑπόδουλον ἐθνικὴν ζωήν, τοῦ στενωτάτου τούτου συνδέσμου ἐκδηλωθέντος εἰς τὸν ἐθνικὸν χαρακτῆρα τοῦ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνος, ὅστις ἐχαρακτηρίζετο ὅτι διεξήγετο διὰ τὴν πατρίδα καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν, ἔναντι τῶν ἀλλοθρήσκων Μωαμεθανῶν, δι' ὅ καὶ ὁ ὅρκος τῶν Φιλικῶν (πρᾶξις καθαρῶς ἐθνική) ἐλάμβανε τύπον καὶ χαρακτῆρα θρησκευτικόν.

Ὁ σύνδεσμος οὗτος ὑπῆρξε χρονικῶς μακρότατος καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἀπέβη οἰονεὶ ἡ δευτέρα φύσις τοῦ Ἕλληνος, εἰς σημεῖον ὥστε Ἕλλην ἐσήμαινεν ἐν τῇ πραγματικότητι Ὀρθόδοξος καὶ Ὀρθόδοξος ἐσήμαινεν Ἕλλην. Ὅμως ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἐξακολουθεῖ μὲν κατὰ κεκτημένην ταχύτητα ὑφιστάμενος ἄρρηκτος ὁ δεσμὸς μετὰ τοῦ ἔθνους, τώρα κράτους, καὶ θρησκείας, ὡς δεικνύουν καὶ αἱ πρῶται εὐσεβεῖς ἐκδηλώσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους-κράτους ὑπὲρ τῆς θρησκείας του, ἀλλὰ οὐσιαστικῶς, ἐκλιπούσης τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς αἰτίας τοῦ συνδέσμου, φυσικὸν ἦτο νὰ χαλαρωθῇ ὁ δεσμός, καὶ μάλιστα νὰ διαλυθῇ, διότι ὁ ἐθναρχικὸς ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον εἰς τὸ ἐλεύθερον κράτος, ἔπαυσεν ὑφιστάμενος, ἐφ' ὅσον τὸ κράτος, ὡς πραγματικὸν κράτος, ἀνελάμβανε πᾶσαν τὴν εὐθύνην καὶ μέριμναν τῆς καθαρῶς ἐθνικῆς ὑποθέσεως, καὶ ἡ θρησκεία ἀπέμεινε, κατὰ φυσικὸν λόγον, ὡς ἡ ἀποκλειστικὴ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία οὐδεμίαν ἠδύνατο νὰ ἒχῃ ἀνάμειξιν πλέον εἰς τὰ κοσμικὰ ἐθνικὰ πράγματα, ὡς κατὰ τὴν Ἐθναρχίαν, καὶ θὰ ἀφιεροῦτο ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὰ πνευματικὰ ἔργα της, τουτέστι κυρίως εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ θρησκευτικὸν διαφωτισμὸν καὶ τὴν διαποίμανσιν τοῦ ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ κράτους λαοῦ της, ἐπὶ ἀναδείξει τοῦ πραγματικοῦ αὐτοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Τὸ δὲ Κράτος, ἐκ πολλαπλῶν λόγων καὶ διὰ τὰς ἀναριθμήτους ὑπηρεσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Ἔθνος, θὰ περιωρίζετο εἰς τὴν πραγματικὴν προστασίαν αὐτῆς, ἔστω καὶ ὑπὸ τὸν τύπον τῆς ἐπισήμου θρησκείας τοῦ Κράτους. Δυστυχῶς τοῦτο συνέβη μόνον κατὰ θεωρίαν, διότι τὸ μὲν κράτος ἀπὸ τῆς πρώτης αὐτοῦ ὀργανώσεως ἐκ ξένων κινήτρων ἐπενέβη, κατ' αὐθαίρετον μάλιστα τρόπον, ἰδίᾳ διὰ τοῦ Μάουρερ, μέχρις ἀνεπιτρέπτου σημείου εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δὲ τελευταῖα, κατὰ κεκτημένην ταχύτητα, ἐφαίνετο ζωηρῶς κατ' ἐξακολούθησιν ἐνδιαφερομένη καὶ διὰ τὰ ἐθνικὰ ζητήματα, ἔστιν ὅτε καὶ τὰ κρατικά, (ὡς, φέρ' εἰπεῖν, τὴν παιδείαν), ζωηρότερον ἀφ' ὅ,τι ἀπὸ θρησκευτικῆς πλευρᾶς ἐπετρέπετο διὰ τὸν ἀναγκαῖον περιορισμὸν εἰς τὰ ἴδια διαφέροντα. Οὐχὶ μάλιστα σπανίως ἤκουέ τις καὶ ἀκούει καὶ σήμερον ἀκόμη λόγους ἐκκλησιαστικοὺς ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, τοῦ ἀποκλειστικοῦ τούτου βήματος τοῦ θείου λόγου, περισσότερον ἐμπνεομένους ἀπὸ τὰ ἐθνικά, παρὰ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ ἰδεώδη. Δὲν εἶναι δὲ καὶ ἄηθες, ἀποτυχημένος κληρικός, νὰ ὑπερτονίζῃ τὸν ρόλον τὸν ἐθνικόν, τὸν ὁποῖον δῆθεν ἔχει, διὰ νὰ καλύψῃ τὴν κληρικὴν αὐτοῦ γυμνότητα, χρησιμοποιῶν μᾶλλον ἀσεβῶς, ματαιοδόξως καὶ ρητορικῶς τὴν μὴ ὑπάρχουσαν πλέον ἐθνικὴν τῶν κληρικῶν αὐθεντίαν καὶ εὐθύνην.

Ἐδῶ πλέον ἡ σύγχυσις καὶ ἡ περιπλοκὴ φαίνεται καθαρώτατα, ἐφ' ὅσον μάλιστα διὰ τὴν φύσιν τῶν ὅρων καὶ τῶν πραγμάτων χωρεῖ πολλὴ δημαγωγία, εἴτε ὑψηλοτέρας, εἴτε κατωτέρας μορφῆς. Εἶναι περιττὸν νὰ εἴπω, ὅτὶ ὁ φυσικὰ διαλυόμενος ἐν τῷ ἐλευθέρῳ κράτει παλαιὸς δεσμός, διὰ τὴν μακραίωνα ἱστορίαν αὐτοῦ, αὐτομάτως ἀνανεοῦται εἰς δυστήνους περιστάσεις τῶν ἐθνικῶν μας τυχῶν, ὡς τοῦτο συνέβη κατὰ τὴν σύγχρονον παροδικὴν ὑποδούλωσίν μας εἰς τὰ καθεστῶτα τῶν δύο εὐρωπαϊκῶν πολιτικῶν τεράτων, τὰ ὁποῖα κατήσχυνον δι' ἑαυτὰ καὶ τὸ ἔθνος των τὸν χριστιανικὸν πολιτισμόν. Τότε ἀνεδείχθη, ὡς ὅλοι γνωρίζομεν, πάλιν ἡ Ἐκκλησία μας μνήμων τῆς παλαιᾶς της δράσεως διὰ τῆς Ἱεραρχίας, ἀναλαβούσης αὐτομάτως καὶ κατ' ἀπαίτησιν του Ἔθνους τὸν ρόλον τῆς Ἐθναρχίας ὡς φύλακος καὶ ὑπερασπιστοῦ τοῦ δουλεύοντος ἔθνους κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς παροδικῆς βαρβάρου ὑποδουλώσεώς μας. Κατὰ ταύτην ἀνεδείχθησαν ὀνόματα Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἤρθησαν εἰς ἀληθὲς ὕψος ἐθνικοῦ μεγαλείου, ὑπενθυμίζοντος μεγάλας μορφὰς τῆς περιόδου τῆς μεγάλης ὑπερβαρβάρου δουλείας τοῦ ἔθνους μας. Ὁμοίως δ' ἀνεδείχθησαν τότε καὶ πολλοὶ ἐθνομάρτυρες ἱερεῖς, ἐν ἐξάρσει τῆς πιστῆς πρὸς τὸ ἔθνος καὶ τὰς τύχας του ἀφοσιώσεώς των, οὐχὶ μόνον ὡς Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ ὡς ἱερέων τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ. Ταῦτα δυσκολεύονται νὰ ἐννοήσουν πολλοὶ ἐκ τῆς Δύσεως, παρεξηγοῦντες τὴν θέσιν τοῦ Ἱεράρχου-Ἐθνάρχου, ἐνῷ, πρὸ παρομοίων συνθηκῶν εὑρεθέντες πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἐν τῇ Δύσει, ἔπαιξαν παρόμοιον ρόλον Ἐθνάρχου, ὡς ὁ περίφημος Ἐπίσκοπος Berggrav τῆς Νορβηγίας, καὶ ἄλλοι πολλαχῶς διὰ τοῦτο ὑμνηθέντες ἐν τῇ Δύσει.

Φυσικὸν ὅμως εἶναι, εὐθὺς ὡς παρέλθῃ τοιαύτη ἐθνικὴ κρίσις, ὡς καὶ ἔγινεν, ἡ σύγχυσις νὰ διαλύεται καὶ ἑκάστη σφαῖρα νὰ περιορίζεται εἰς τὰς ἁρμοδιότητάς της, τὸ μὲν ἔθνος, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ κράτους, νὰ ἀντικρύζῃ εἰς τὸ σύνολον τὰς εὐθύνας του τὰς πολιτικὰς καὶ νὰ τὰς ἀναλαμβάνῃ εἰς τὸ πλῆρες, ἡ δὲ Ἐκκλησία νὰ ἀναλαμβάνῃ τὰς εὐθύνας της, τὰς πολὺ μεγάλας εὐθύνας της, ὡς πρὸς τὴν ἀληθινὴν διαποίμανσιν τοῦ λαοῦ, παρ' οὐδεμιᾶς ἄλλης αἰτίας ἀπασχολουμένη, καὶ δὴ κοσμικῆς, εἰς σημεῖον δ' ὥστε νὰ μὴ ἐπισυμβῇ ποτὲ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον προειδοποίησεν αὐτὴν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, νὰ μὴ εὑρεθῇ δήλ. αὕτη ποτέ, περὶ ἀλλότρια ἀπασχολουμένη, εἰς τὴν τραγικῶς δυσάρεστον θέσιν, τὰ τέκνα της νὰ ζητοῦν παρ' αὐτῆς ἄρτον καὶ ἰχθῦς καὶ ἀντὶ τούτων ἡ Ἐκκλησία νὰ δίδῃ λίθους καὶ ὄφεις (Λούκ. ια' 11), διότι τότε οὐαὶ εἰς τὴν τοιαύτην Ἐκκλησίαν, καθ' ἃ διδάσκει ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου.

Ἀνακεφαλαιοῦντες, ἐπισημαίνομεν οὐ μόνον τὰς καθ' ἑκάστην τῶν τριῶν σφαιρῶν ἢ καταστάσεων ἐπισυμβάσας, ὅλως δὲ φυσιολογικῶς καὶ διὰ τοῦτο ἀσυναισθήτως ἐπικρατησάσας, συγχύσεις καὶ παρεκτροπάς, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκ τούτων ἐπακολουθήματα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους μας καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὡς ἐκ τούτου ἄμεσον καθῆκον τοῦ Κράτους, ὡς κυρίως ἐκπροσώπου τοῦ μεγαλειώδους Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κυρίως ἐκπροσώπου τῆς μοναδικῆς μας θρησκείας, τοῦ ἁγνοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀκηράτου 'Ορθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀτόμου τοῦ Ἕλληνος, ὡς ἐκπροσώπου τῆς ὑψηλοτέρας ἐθνικῆς ἰδεολογίας καὶ παραδόσεως, εἰς τὴν ἐποχὴ ν μάλιστα γενικοῦ ρεύματος ἀνακαινίσεως τῶν πάντων, καθ’ ἃ ὑπόσχεται ὁ Χριστὸς λέγων: «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ τὰ πάντα καινά», ἄμεσον, λέγω, καθῆκον εἶναι νὰ προσπαθήσωμεν οἱ πάντες νὰ ἀντικρύσωμεν ἀντικειμενικῶς τὴν θέσιν μιᾶς ἑκάστης σφαίρας κατὰ τὸ πρέπον. Τοῦτο ὡς εἰς πρώτην σκέψιν θὰ ἐσήμαινε τὴν προσπάθειαν ἐκκαθαρίσεως τῆς καταστάσεως, δηλ. τὴν προσπάθειαν ἀνακαινίσεως καὶ ἀναζωογονήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦτο ἐπιχειρεῖται διὰ πλήρους καὶ ἐνσυνειδήτου αὐτοκριτικῆς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, ἀρχῆς γενομένης ὑπὸ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῆς 2ας Βατικανῆς αὐτῆς Συνόδου, παραπλεύρως δὲ τὴν προσπάθειαν τῆς ἐπὶ ἀπολύτως ἠθικῶν βάσεων καὶ ἀναμφισβήτητου ἐπικρατήσεως τῆς δικαιοσύνης περισώσεως τοῦ Κράτους. Ὅμως τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι τόσον ἁπλοῦν ὅσον λέγεται, παρὰ τὴν ἀπαίτησιν ταχυτέρας ἐκτελέσεώς του, διότι δὲν πρέπει προκειμένου περὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ μᾶς διαφεύγη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἁγιώτερος καὶ διὰ τοῦτο ὁ πλέον εὐαίσθητος καὶ ὁ πλέον εὔθικτος ὀργανισμός, ἡ δὲ μετὰ δέους καὶ φόβου Θεοῦ μεταχείρισίς του εἶναι conditio sine qua non, διότι ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν πάντες ἀνήκομεν εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἰδική μας (ἔξωθεν δ' ἐπεμβάσεις δὲν ἔχουν ἐν προκειμένῳ θέσιν) . Ἡ Ἐκκλησία, ἔχουσα ἀνάγκην ἀνακαινίσεως καὶ ἀναζωογονήσεως, θὰ τὸ ἐπιτύχῃ δι' ἑαυτῆς, τῇ καθοδηγήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ οὔτε ἔχει σημασίαν ὁ χρόνος μακροτέρας ἢ συντομωτέρας ὑπομονῆς πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἀπωτέρου σκοποῦ (Ἀτομικαὶ πρωτοβουλίαι εἶναι προωρισμέναι εἰς ἀποτυχίαν καὶ προοιωνίζονται κακὰ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν) . Προτιμότερον δ' ἴσως νὰ παραμείνωμεν εἰς τὸ status quo, ἐπί τινα καιρὸν ἀκόμη καὶ δὴ ἐταστικῶς, παρὰ νὰ προξενήσωμεν ἀνωμαλίας καὶ ἀνατροπάς. Ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι ἀπαράδεκτος ἡ ἀνεπίτρεπτος πρωτοβουλία ἐπιβολῆς πραγμάτων μὴ προερχομένων ἐκ τοῦ βάθους τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὸ ἀψευδὲς τεκμήριον τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρέποντος καὶ τὸν αὐθεντικὸν ὁδηγὸν πρὸς τὸ μέλλον. Καὶ μόνον ὅταν τοῦτο ἐξασφαλισθῇ, ἡ ἀνακαίνισις θὰ ἐπέλθῃ ὡς μία φυσιολογικὴ ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων. Προκειμένου δὲ περὶ τοῦ Κράτους νὰ καταστῇ συνείδησις, ὅτι τοῦτο μόνον ἐπὶ τῶν βάσεων τῆς ἠθικῆς τάξεως καὶ τοῦ Δικαίου δύναται νὰ σταθῆ. Τότε, μακρὰν μεγαλαυχιῶν καὶ ἀναξίων τῆς ὑψηλότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους φανατισμῶν καὶ ἐντυπωσιακῶν ἐκδηλώσεων, ἀποδίδοντες πραγματικῶς «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι, καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» καὶ μὴ ἐκφεύγοντες τεχνηέντως τῆς ἀτομικῆς μας εὐθύνης ἕκαστος, ἂς προσπαθήσωμεν ὅλοι μαζὶ νὰ δημιουργήσωμεν ἀληθινὴν νέαν κατάστασιν, καθ' ἥν ὁ Ἕλλην, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ μεγάλα ἐθνικὰ ἰδεώδη τῆς ἁρμονίας τῶν ἀρετῶν, καὶ ὁ Ἕλλην Χριστιανός, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ ἁγνὰ ἰδεώδη τῆς θρησκείας του καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης, τὰ μὴ ὑποκριτικῶς δυνάμενα νὰ καλυφθοῦν δι' ἀναξίας ἀληθινῶν Χριστιανῶν βιοτῆς, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν ἀληθινὴν ἀνακαίνισιν τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους μας καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας καί, μετὰ πραγματικὸν βέβαια μόχθον, τὴν ἰσορροπίαν τοῦ ἀληθινοῦ Ἕλληνος καὶ τοῦ γνησίου Χριστιανοῦ, εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδος μας.

(24 Μαρτίου 1969)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης




Ἔρωτι φλεγόμενος τοῦ σοῦ Δεσπότου,
τῇ φλογὶ παρέδωκας σαὐτὸν ἡδέως.
Τρίτη Ὀκτωβρίοιο θάνε Διονύσιος.



Τέμνῃ κεφαλήν· καὶ τὸ λοιπὸν ὡς μέγα!
Ἄρας γὰρ αὐτήν, Διονύσιε τρέχεις.
Τμηθεὶς Διονύσιε τρίτῃ κεφαλὴν θέες αἴρων.
Βιογραφία
Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Έζησε και μαρτύρησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Δομετιανός. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση κα τη βαθιά του καλλιέργεια.

Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε. Αργότερα διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Ιερόθεο. Επιβραβεύθηκε από το θεό για τη χριστιανική του δράση με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα.

Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δύσης, όπου κήρυξε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευσε τις ιερές γραφές. Όταν έφθασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων, όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος τα ενταφίασαν με τιμές.

Ο Άγιος Διονύσιος υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμμάτων, από τα όποια παραθέτουμε σε μετάφραση ορισμένα λόγια του, σχετικά με την Αγιότητα, τη Βασιλεία και την Κυριότητα του Θεού: «Αγιότητα, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μας η καθαρότητα η ασημάδευτη από οποιοδήποτε μίασμα, η πλήρης και ολότελα άσπιλη. Βασιλεία είναι η τακτοποίηση κάθε ορίου, κάθε τάξης, κανονισμού, κατάστασης . Κυριότητα δεν είναι μόνο η υπεροχή πάνω στους χειρότερους, άλλο και η συνολική των καλών και αγαθών και πλήρης ολοκτησία, καθώς και η αληθινή και αμετάβλητη βεβαιότητα. Γι΄ αυτό και η κυριότητα ετυμολογείται από το "κύρος" και το "κύριο" και το "κυρίευαν". Θεότητα είναι η πρόνοια που θεάται τα πάντα και με τέλεια αγαθότητα "περιθέει" (περιέχει) και συνέχει τα πάντα, τα γεμίζει με τον εαυτό της και υπερέχει από όλα όσα απολαμβάνουν τα δώρα της πρόνοιας της» (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, «Περί Θείων Ονομάτων». Εκδόσεις Π. Πουρναρό).

Περισσότερες και πιο συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του Αγίου Διονυσίου δεν έχουμε πλην αυτών των λίγων που προαναφέραμε. Τα υπόλοιπα που αναφέρουν ορισμένοι Συναξαριστές ανήκουν στα πλαίσια της παραδόσεως και μόνο.

Ύστερα από την με αριθμ. 22/30 Σεπτεμβρίου 1999 μ.Χ. εγκύκλιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η μνήμη του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου συμπεριελήφθηκε να τιμάται επιπρόσθετα και στις 12 Οκτωβρίου όπου και ορίσθηκε να τιμάται η Σύναξη των εν Αθήναις Αγίων.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόῤῥητα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Διονύσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸ συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευβεῖς τῷ τοῦ Παύλου Πάτερ κηρύγματι, ὑφηγητὴς ἀνεδείχθης τῶν ὑπὲρ νοῦν δωρεῶν, διαvoiα ὑψηλὴ καλλωπιζόμενος, τῶν γὰρ ἀΰλων οὐσιῶν, τᾶς ἀρχὰς μυαταγωγεῖς, ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, καὶ τῆς σοφίας ἐκφάντωρ, Ἱερομάρτυς Διονύσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν ἀρρήτων μυητὴν καὶ ὑφηγήτορα Καὶ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν ἱεροφάντορα Ἀνυμνοῦμέν σε ἀξίως Ἱερομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πλήρης τῆς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεως Τῆς σῆς χάριτος μετάδος ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Διονύσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὰς οὐρανίους διαβὰς πύλας ἐv πνεύματι, μαθητευθεὶς τῷ ὑπὲρ τρεῖς οὐρανοὺς φθάσαντι, Ἀποστόλου Διονύσιε τῶν ἀῤῥήτωv, ἐπλουτίσθης πᾶσαν γνῶσιν καὶ κατηύγασας, τοὺς ἐν σκότει ἀγνωσίας πρὶν καθεύδοντας, διὸ κράζομεν, Χαίροις Πάτερ παγκόσμιε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ἐξ ἀνθρώπων ἀρεταῖς χρηματίσας, ὁ μέγας Διονύσιος πᾶσαν, ὡς ὑπόπτερος, ἐμυήθη τὸν νοῦν τὴν οὐράνιον γνῶσιν· διὸ ᾄσμασιν , ὡς Ἄγγελον τιμήσωμεν, βοῶντες πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα.

Χαῖρε, ὁ γνοὺς Χριστὸν διὰ Παύλου, χαῖρε, πολλοὺς πρὸς Χριστὸν ἐπιστρέψας.
Χαῖρε, πολυθέου σκηνῆς ὀλετήριον, χαῖρε, θεογνώστου βουλῆς σκοπευτήριον.
Χαῖρε, βίβλος θεοχάρακτος, μυστηρίων θησαυρέ, χαῖρε πίναξ θεομόρφωτε, καὶ διόπτρα οὐρανοῦ.
Χαῖρε, ὅτι τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου κατεῖδες, χαῖρε, ὅτι προθύμως δι' αὐτὸν σφαγιάζῃ.
Χαῖρε, πηγὴ βλυστάνουσα ἄφεσιν, χαῖρε, ῥανὶς κοιλαίνουσα ἄνοιαν.
Χαῖρε, ὁδὸς ἀπλανὴς σωτηρίας, χαῖρε, φραγμὸς ἀσεβῶν παροδίας.
Χαίροις, Πάτερ παγκόσμιε.

Μεγαλυνάριον
Τῶν ὑπερκοσμίων θεωριῶν, γεγονὼς ἐπόπτης καὶ ἐκφάντωρ θεοειδής, θεαρχικωτάτων, ἐλλάμψεων τὸ κάλλος, πανσόφως διαγράφεις, ὦ Διονύσιε. 

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Ἀθηναίων Ἀρχιερεύς, πρῶτος τε καὶ μάρτυς γεγονέναι ἀξιωθείς, ὑπὲρ ἡμῶν ἁπάντων ποιοῦ σὴν ἱκεσίαν Θεῷ, θερμαῖς λιταῖς σου, ὦ Διονύσιε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...