Ἡ στροφή τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό εἶναι καρπός μιᾶς προσωπικῆς πνευματικῆς πορείας καί ἀναζήτησης. Ὁ Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος συνδέει, ἐρωτηματικά, τήν ἀπαρχή αὐτῆς τῆς στροφῆς μέ ἕνα δραματικό γεγονός τοῦ προσωπικοῦ βίου του, τήν ἐπώδυνη ἀρρώστια καί τό θάνατο τῆς πρώτης γυναίκας του (1956-1959)[1]. Ἀσφαλῶς κάθε προσωπική πνευματική ἀναζήτηση, στό βαθμό πού εἶναι γνήσια καί εἰλικρινής, δέν μπορεῖ παρά νά συνδέεται μέ κρίσιμα γεγονότα καί καταστάσεις τῆς ζωής μας, ποτέ ὅμως μέ σχέση ἀναγκαστικῆς αἰτιολογίας. Καί σέ πολλούς ἄλλους ἡ μοίρα ἐπιφύλαξε δραματικά γεγονότα, δέν στράφηκαν ὅλοι ὄμως στόν χριστιανισμό, στράφηκαν ἀλλοῦ ἤ δέν στράφηκαν πουθενά. Ἡ σχέση τοῦ Θεοτοκᾶ μέ τόν χριστιανισμό εἶναι μιά πορεία πρός. Μιά πορεία πού κράτησε λίγο, γιατί τή διέκοψε ὁ πρόωρος θάνατός του, σφράγισε ὅμως τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του[2]. Δέν πρόκειται πάντως γιά αἰφνίδια μεταστροφή, δέν κεραυνοβολεῖται ἀπό τή θεϊκή παρουσία στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ἤ μέσα στή Νότρ Ντάμ τοῦ Παρισιοῦ, ὅπως ὁ προσφιλής του Κλωντέλ, τά Χριστούγεννα τοῦ 1886, παιδί δεκαοχτώ χρονῶν (στόν σημερινό ἐπισκέπτη τοῦ ναοῦ ὑποδεικνύεται τό σημεῖο τῆς μεταστροφῆς). Γι' αὐτό ἄλλωστε καί ἡ στροφή αὐτή δέν ἔχει τόν ἐνθουσιασμό, τούς ὑψηλούς τόνους, τήν ἀφέλεια ἤ τόν φανατισμό πού χαρακτηρίζουν συχνά τούς μεταστραφέντες ἤ νεοπροσήλυτους, ἀλλά ἐκφράζεται μέ τρόπο ζυγισμένο, διαυγή, ἐπιχειρηματολογημένο, εὐγενικό ἀλλά καί θαρραλέο — μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοτοκᾶ δηλαδή.
Τί μέ συνδέει, ἀναρωτιοῦμαι, μέ τήν ἀτμόσφαιρα αὐτήν; Γιατί δέν ἀμφιβάλλω πώς μέ συνδέει κάτι ζωντανό. Ἡ Ἱστορία, ἀποκρίνομαι, τό δίχως ἄλλο· ἡ διαδοχή τῶν χριστιανικῶν αἰώνων πού γεμίζουν τήν ὁμαδική μας μνήμη, σ' αὐτά τά μέρη ὅπου μᾶς δόθηκε νά ζήσουμε. Μέ συνδέει ὅμως, πιστεύω σήμερα, καί κάτι βαθύτερο, μεγαλύτερο ἀπό κάθε ἐθνική καί γεωγραφική πραγματικότητα, κάτι πού ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τόπους, μόνο, γυμνό μέ τά πεπρωμένα του: μιά ζέστη πού νικᾶ τή μοναξιά, μιά σκοτεινή, ἀνεξήγητη, φευγαλέα καί ἐπανερχόμενη δύναμη παρηγοριᾶς.
Ὅσοι αἰσθάνονται, καμιά φορά, αὐτήν τή δύναμη νά τούς πλησιάζει, δέν πρέπει νά δειλιάζουν καί ν' ἀπομακρύνονται, ὅπως συμβαίνει πολύ συχνά, ἀλλά νά στέκονται καί νά τή στοχάζονται. Νά μήν ἐπιτρέπουν στούς δισταγμούς νά παραλύουν τή θέλησή τους καί νά ἀποθαρρύνονται ἀπό ὁποιεσδήποτε ἀντιρρήσεις μπορεῖ νά προκαλεῖ ἡ στάση τους, τόσο σ' ἐκείνους πού εἶναι ἔξω ἀπό τό θέμα ὅσο καί σ' ἐκείνους πού εἶναι μέσα. Αὐτήν τή σύσταση θά ἔδινα σ' ὅποιο νέο μέ ρωτοῦσε καί θά σταματοῦσα ἐδῶ[3].
Οἱ προσωπικοί λόγοι, ἡ προσωπική πνευματική ἀναζήτηση, πού ὁδηγοῦν τόν Γ. Θεοτοκᾶ, νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, καθορίζουν ταυτόχρονα τόν τρόπο, ἀφενός, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖ τόν χριστιανισμό, τό περιεχόμενο τοῦ χριστιανισμοῦ του, καί, ἀφετέρου, τόν ξεχωρίζουν ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς θλιβερές, ἀπό πνευματική ἄποψη, περιπτώσεις, τοῦ καιροῦ του καί τοῦ καιροῦ μας, πού ἀναζήτησαν στήν Ὀρθοδοξία μιά ἰδεολογία γιά νά ἀντιπαρατεθοῦν στούς ἰδεολογικούς ἀντιπάλους, ἕνα ὁπλοστάσιο γιά νά πολεμήσουν τούς πολιτικούς ἐχθρούς, χωρίς καμιά πνευματική ἀγωνία, χωρίς κανενός εἴδους ἐσωτερική προσχώρηση. Ὁ Θεοτοκᾶς δέν κάνει πολιτική μέ τήν Ὀρθοδοξία. Οὔτε αἰσθητική.
2.
Ἡ στροφή τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό πηγάζει ἀπό τό ρίγος πού τοῦ προκαλεῖ ὁ εὐρωπαϊκός μηδενισμός, ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς ἐποχῆς, πού ὑπερκαλύπτει ὅλες τίς πολιτικοκοινωνικές διαφορές καί ὁρίζει τό πνευματικό καί ψυχικό στίγμα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ὡς «ἔξοδος ἀπό τό μηδενισμό»[4] -τίτλος ἄρθρου του- προτείνεται ἡ ἐπιστροφή στόν χριστιανισμό, στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πού πρόσφερε καί προσφέρει:
τήν παρηγοριά τῆς ψυχῆς ἐμπρός στό χάος τοῦ θανάτου, τή λύτρωση ἀπό τήν ἀγωνία τῆς ματαιότητας καί τῆς ἐγκατάλειψης πού κατέχει ὁρμέμφυτα τόν ἄνθρωπο σάν ἀτενίζει τό ἄγνωστο τοῦ κόσμου καί, σέ συνάρτηση μέ αὐτά, ἕνα σταθερό ἠθικό κανόνα, ἔνα καθαρό ξεχώρισμα τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ.[5]
Γιά ἕναν ἄνθρωπο μέ τό βλέμμα σταθερά στραμμένο πρός τήν κοινωνία, αὐτός ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Ἕνας θεωρητικός χριστιανισμός, ἕνας χριστιανισμός ἰδεῶν δέν θά εἶχε κανένα ἀπολύτως νόημα γιά τόν Θεοτοκᾶ, γιατί δέν ἀποτελεῖ ἀκριβῶς ἀπάντηση στόν καθημερινό μηδενισμό.
Θά καταλήξω στό συμπέρασμα ὅτι ὅποιος ἔχει ἀληθινά τήν τάση νά πιστέψει ἐκεῖνο πού χαρακτήρισα παραπάνω ὡς Καλήν Εἴδηση, τό καλύτερο πού ἔχει νά κάμει εἶναι νά ζητήσει νά συνδεθεῖ ξανά μέ τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου του, ἡ ὁποῖα συνυφάνθηκε, πολλούς αἰῶνες, μέ τή ζωή τοῦ λαοῦ του, μέ τόν ἐθνικό του χαρακτήρα, μέ τή νοοτροπία του, τά ἤθη του, τή μνήμη τῶν πατέρων του. Ἐκεῖ, στό δικό του πνευματικό κλίμα, ὁ καθένας θά ἰσορροπήσει καλύτερα, θά βρεῖ πιό σταθερές, πιό πλήρεις λύσεις τῶν προβλημάτων πού τόν βασανίζουν, λύσεις δοκιμασμένες καί ταιριασμένες μέ τήν ψυχική του ζωή. Θά βγεῖ ἀπό τό πνευματικό χάος, θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ἄγχος τοῦ μηδενός, θά ἱεραρχήσει μέσα του τίς αξίες τοῦ κόσμου μέ τρόπο σταθερό καί, ἄν εἶναι ἄνθρωπος προικισμένος μέ δημιουργικήν ἱκανότητα, θά προσφέρει στήν κοινότητα ἕνα ἔργο ὑγιές καί ζωοποιό.[6]
Ὁ χριστιανισμός ὡστόσο πρός τόν ὁποῖο στρέφεται ἤ πορεύεται ὁ Θεοτοκᾶς δέν εἶναι ἕνας χριστιανισμός τῆς Ὀρθόδοξης ἰδιαιτερότητας, τῆς πολιτιστικῆς ἰδιοπροσωπιας, τῆς ὁμολογιακῆς ταυτότητας, πολύ περισσότερο, τοῦ ἐθνοκεντρισμοῦ. Οἱ λόγοι πού τόν ὁδηγοῦν στόν χριστιανισμό, ἐπειδή ἀκριβῶς συνδέονται ἀφετηριακά μέ τά αἰώνια ἐρωτήματα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τόν ὁδηγοῦν κατευθείαν στό Εὐαγγέλιο:
Οἱ ἀπαντήσεις, ὡστόσο, σ' αὐτά τά ἐρωτήματα ὑπάρχουν (ποῦ ἀλλοῦ;) στήν Καινή Διαθήκη, πού πρέπει ὅμως νά τήν ξαναδιαβάσουμε μέ καθαρό μυαλό καί μέ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους. Ἐκεῖ θά συνειδητοποιήσουμε τόν καινούργιο προορισμό τῆς Ἐκκλησίας μας πού εἶναι ἄλλωστε ὁ προαιώνιος προορισμός της: νά εἶναι στόν κόσμο πηγή ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐλευθερίας καί πανανθρώπινης ἀγάπης, συναδέλφωσης καί εἰρήνης, ἄρνηση τοῦ μίσους, τῆς κακίας καί τῆς ἀδικίας, συμπαραστάτισσα τῆς πάσχουσας ἀνθρωπότητας στή βασανισμένη πορεία της. Ἔξω ἀπό τό πνεῦμα αὐτό, ὅ,τι μπορεῖ νά λέγεται γιά τόν «ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό» φοβοῦμαι πώς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.[7]
Ὅταν ἄλλοι, καί μάλιστα ἀπό τούς ἄμβωνες τῶν ἐκκλησιῶν, μιλᾶνε γιά τόν Κολοκοτρώνη ἤ τόν Παῦλο Μελᾶ, ὁ Θεοτοκᾶς μιλάει γιά τόν Χριστό:
Ὁ Ναζωραῖος ἄγγισε χορδές, ἀποκρίθηκε σέ ἐρωτήματα, θεράπευσε ψυχικές ἀνάγκες, πού συμμετέχουν στήν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Οἱ λαοί πού δοκίμασαν αὐτήν τήν ἀστείρευτη πηγή παρηγορίας καί ἐλέους δέν εἶναι πιθανό νά τήν ξεχάσουν ποτέ ὁριστικά.[8]
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοτοκᾶ στόν μηδενισμό εἶναι ὁ ὀρθόδοξος ἀνθρωπισμός:
Τό ἰδανικό μου θά εἶταν, ἀπό ἐδώ καί πέρα, ἕνας ὀρθόδοξος ἀνθρωπισμός [ἀραιογραφεῖ ὁ συγγραφέας], ἄς ποῦμε ἀντίστοιχος πρός αὐτό πού ὀνόμασαν ἔξω Humanisme Chretien.[9]
Ὁ χριστιανισμός τοῦ Θεοτοκᾶ ὡστόσο δέν εἶναι μόνο ἕνας χριστιανισμός τῆς ἠθικῆς μέριμνας γιά τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Χωρίς νά εἶναι ἕνας χριστιανισμός τῆς μεταφυσικῆς ἀγωνίας, τοῦ τύπου, αἴφνης, τοῦ Κίρκεργκαρ ἤ τοῦ Οὐναμοῦνο, δέν εἶναι πάντως μεταφυσικά ἄνευρος, καθώς ἔρχεται προπάντων νά ἀπαντήσει στό φόβο τῶν φόβων καί τόν μηδενισμό τῶν μηδενισμῶν πού εἶναι ὁ θάνατος.
3.
Ὅσο ἀντίθετος καί ἄν εἶναι ὁ Θεοτοκᾶς σέ μιά ἐθνοπολιτιστική θεώρηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ μιά Ἐκκλησία ἐθνικό θεματοφύλακα, ἡ ὁποία δέν ἔχει νά πεῖ τίποτε πού νά ἀφορᾶ πραγματικά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν δίπλα της, δέν μποροῦσε ὅμως νά μή θέσει τό ἐρώτημα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τό ἔθνος, ἐρώτημα ἄλλωστε ἀναπόφευκτο γιά κάθε χριστιανό ἤ μή χριστιανό τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος, ἀπό τίς τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον τοῦ 19ου αἰώνα μέχρι σήμερα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοτοκᾶ εἶναι ἐν προκειμένῳ ἡ ἑξῆς:
α. Ὁ ἐθνικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποστολή πού ἀνέλαβε τό 1453 -σύμφωνα μέ ἕνα συμβατικό ἱστορικό σχήμα πού υἱοθετεῖ καί ὁ Θεοτοκᾶς-, ὁλοκληρώθηκε, ἔκλεισε ὁριστικά τόν κύκλο του.
Ἀλλά ἡ Ἱστορία ἄλλαξε πορεία καί ἡ πατροπαράδοτη ἀποστολή τῶν πέντε αἰώνων δέν ἔχει πιά νόημα γιά τήν Ἐκκλησία, μές στά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Κανείς δέν ζητᾶ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ταγούς μας νά κυβερνοῦν ὅπως ὁ Ἰωακείμ Γ', νά πολεμοῦν ὅπως ὁ Παπαφλέσσας ἤ νά πέφτουν στή φωτιά ὅπως ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης.[10]
Δέν θά διστάσει νά κρίνει αὐστηρά ἱερά ὀνόματα τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικοθρησκευτικοῦ στερεώματος, ὅπως τόν Γερμανό Καραβαγγέλη, τόν ὁποῖον θεωρεῖ «καθαρόαιμο πολιτικοστρατιωτικό ἡγέτη, χωρίς θρησκευτικές ἀνησυχίες καί μέριμνες»[11]. Ὁ Θεοτοκᾶς πιστεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά συνειδητοποιήσει, χωρίς ἀμφιθυμίες καί δισταγμούς, τό τέλος τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ρόλου της, καί ἀποδίδει τίς ὅποιες δυσκολίες προσαρμογῆς της στή σύγχρονη ἐποχή, στήν ἀδυναμία της ἀκριβῶς νά συνειδητοποιήσει αὐτό τό τέλος.
β. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα θεμελιακή συνιστώσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μαζί μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τό Εἰκοσιένα (πρόκειται οὐσιαστικά γιά τό ἀειθαλές τριμερές σχήμα τοῦ Παπαρρηγόπουλου).
Ὁ Ἑλληνισμός, ὡς κοινωνικοπολιτική ἑνότητα, ἀνήκει στήν κοινότητα τῶν ἐθνῶν τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτή εἶναι μιά διαπίστωση ἱστορική, ἀπό τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά ξεφύγουμε. Μές στήν Εὐρώπη, ἔχουμε τήν ἰδιοτυπία μας καί τίς πνευματικές μας παραδόσεις, πού δίνουν ἀξία καί βάθος στήν ἐθνική ὕπαρξή μας. Οἱ παραδόσεις αὐτές εἶναι ἡ κλασική ἑλληνική παιδεία, ἡ Ὀρθοδοξία, τό φιλελεύθερο καί δημοκρατικό πνεῦμα τοῦ Εἰκοσιένα. Δέν μᾶς χρειάζονται νεολογισμοί θολοί καί ἀμφισβητούμενοι γιά νά προσδιορίσουμε τίς κατευθύνσεις τῆς ἀγωγῆς μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ γνησιότερη καί θερμότερη ἔκφραση τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος, ἡ πλησιέστερη στίς πρῶτες πηγές, συνυφάνθηκε τόσο πολύ μέ τή γλώσσα μας, μέ τήν κλασική ἑλληνική παιδεία καί μέ τήν ὅλη ἐθνική μας πορεία, ὥστε, ἄν τή χάναμε ποτέ, θά χάναμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.[12]
Ἀνάμεσα στό α) καί τό β) ὑπάρχει ἀντίφαση; Ἤ, ἔστω, ὑποχώρηση τοῦ Θεοτοκᾶ πρός μιά ἐθνοκεντρική θεώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας; Δέν νομίζω. Τό α) εἶναι προσωπική θέση: ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά πεισθεῖ πώς τέλειωσε ὁριστικά ὁ ἐθνικός ρόλος της καί νά ἐπαναπροσδιορίσει τήν ἀποστολή της, ἤγουν νά ἐπιστρέψει στό Εὐαγγέλιο καί νά καταστήσει ἐκ νέου ἐνεργό τό λόγο του στόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τό β) εἶναι ἱστορική διαπίστωση, νηφάλια καί δίκαιη, ἡ ἴδια πού κάνει κάθε ἀπροκατάληπτος ἄνθρωπος, καί ἄς μήν ἔχει τήν παραμικρή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν θά ἦταν ὑποχρεωμένος ὅμως, αὐτός ὁ ὑποθετικός ἀπροκατάληπτος, νά συναγάγει ὅτι «ἄν τή χάναμε ποτέ [τήν Ὀρθοδοξία], θά χάναμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας». Οὔτε ὁ Θεοτοκᾶς πάντως θά ἔβγαζε αὐτό τό συμπέρασμα, ἄν δέν πίστευε στήν πνευματική σημασία τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιά τούς ἀνθρώπους γύρω του. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά ἐθνικά κειμήλια ἀλλά γιά ἰσχυρή πρόταση ζωῆς. Στό σημεῖο αὐτό τό α) καί τό β) διασταυρώνονται.
Τήν ἐποχή τοῦ Θεοτοκᾶ, δέν τίθεται τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους. Δέν τό θέτει, ὅπως εἶναι φυσικό, οὔτε ὁ ἴδιος, πού φτάνει μάλιστα νά πιστεύει ὅτι «δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ στήν Ἑλλάδα χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας»[13]. Τό γεγονός αὐτό τόν ὁδηγεῖ ἐνίοτε ἐκ τῶν πραγμάτων σέ σύγχυση τῶν πεδίων. Ἡ ἐκκλησιαστική κρίση πού ξεσπάει τόν Ἰανουάριο τοῦ 1962 μέ τήν ἐκλογή τοῦ Ἰακώβου στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, κατά τόν Θεοτοκᾶ, δέν πλήττει ἁπλῶς τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας, δέν βλάπτει μόνο τήν κοινωνία, ἀλλά «ζημιώνει σοβαρά τό ἔθνος», «προκαλεῖ ρήγματα στά θεμέλια τῆς ἐθνικῆς ζωῆς», γι' αὐτό καί τελικά, προκειμένου νά βγεῖ ὁ τόπος ἀπό τήν περιπέτεια, προτείνει «τό ἐθνικό συμφέρον [νά] εἶναι τό κριτήριο τῶν πράξεών μας»[14].
4.
Ὁ Γ. Θεοτοκᾶς πιστεύει σέ μιά Ὀρθοδοξία εὐαγγελική, κοινωνικά εὐαίσθητη, ἀνοιχτή στήν Εὐρώπη καί τόν κόσμο, οἰκουμενική. Πράγματα σημαντικά, τότε καί τώρα. Ἡ κύρια ὡστόσο συμβολή του στή θεώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας βρίσκεται ἀλλοῦ: στή βαθιά πεποίθηση του ὅτι ὁ μόνος δρόμος σήμερα γιά μιά Ὀρθοδοξία πού νά εἶναι ἀληθινή καί ζωντανή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ περνάει μέσα ἀπό τόν πολιτικό πολιτισμό τῆς Ευρώπης. Μέ τά κείμενά του καί μέ τή στάση του, λέει τό ἁπλούστατο ἀλλά, φεῦ, διόλου αὐτονόητο γιά τήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι μπορεῖς δηλαδή νά πιστεύεις στόν Χριστό καί νά εἶσαι ταυτόχρονα ὑποστηρικτής τῆς δημοκρατίας καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Κάνει ἕνα βῆμα παραπέρα: ὑποστηρίζει οὐσιαστικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά εἶναι κανείς σήμερα χριστιανός ἔξω ἀπό τό νά εἶναι ταυτόχρονα καί δημοκρατικός πολίτης:
Δέν ζητοῦμε, πρός Θεοῦ, ἀπό τήν Ἐκκλησία μας νά κάνει πολιτική. Τῆς ζητοῦμε νά συναντήσει κι αὐτή κάπου τόν Κύριό της — ἤ τουλάχιστο νά τό προσπαθήσει[15].
Σέ μιά Ἐκκλησία πού ζοῦσε καί ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ μέ τή νοσταλγία τοῦ Βυζαντίου -μέχρι πρό τίνος καί μέ τό χιλιαστικό ὅραμα τῆς ἀνασύστασης τῆς Αὐτοκρατορίας-, σέ μιά Ἐκκλησία ἀκραία ἐθνικιστική, μισαλλόδοξη, ἀντιδημοκρατική, ἐχθρική πρός τή Δύση καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τό δίδαγμα τοῦ Θεοτοκᾶ δέν ἀκούστηκε, τό σκέπασαν ἄλλες φωνές. Ὅταν τά ἔγραφε ὅλα αὐτά, γύρω στό '60, λίγο πρίν καί λίγο μετά, ἀπευθυνόταν ἀποκλειστικά στήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τή μόνη πού λειτουργοῦσε σέ δημοκρατικό καθεστώς. Σήμερα θά τά ἀπηύθυνε πάλι, τά ἴδια ἀκριβῶς, σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στίς σλαβικές πολύ περισσότερο. Ἡ πρότασή του ἰσχύει στό ἀκέραιο, ἐπίκαιρη ὄσο ποτέ.
5.
Ἀκούστηκε καί στό συνέδριο αὐτό, καί ἔχει γραφτεῖ κατ' ἐπανά-ληψιν πώς ὁ Θεοτοκᾶς προσχώρησε, στό τέλος τῆς ζωῆς του, στόν θρησκευτικό μυστικισμό. Ὅσοι λένε ἤ γράφουν κάτι τέτοιο ἔχουν παχυλή ἄγνοια γιά τό τί σημαίνει ὁ ὅρος «μυστικισμός» στή θρησκεία καί, ἐπειδή ἀγνοοῦν, ὡς συνήθως, ὅτι ἀγνοοῦν, δέν μπαίνουν καί στόν κόπο νά ἀνοίξουν μιά ἐγκυκλοπαίδεια. Ὁ Θεοτοκᾶς μυστικιστής! — πρόκειται γιά ἀνέκδοτο. Ξέρετε καί ἄλλους μυστικιστές πού θά ἔγραφαν, ἐπί παραδείγματι, ἀπανωτά πολιτικά ἄρθρα στόν ἡμερήσιο Τύπο γιά τά Ἰουλιανά;
6.
Δέν θά ἤθελα νά ἀποφύγω, τελειώνοντας, νά θέσω ὁρισμένα ἐρωτήματα, ἀπό αὐτά πού εἶναι προορισμένα νά μένουν ἀναπάντητα, γιατί ἀφοροῦν περιοχές ἀψηλάφητες.
Μέχρι ποῦ ἔφτασε αὐτή ἡ πορεία τοῦ Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό; Τί θά ἀπαντοῦσε ὁ ἴδιος στήν εὐθεία ἐρώτηση ἄν εἶναι χριστιανός; (Πουθενά στά γραπτά του δέν λέει ρητά ὅτι εἶναι). Ἔκανε τελικά τό ἅλμα τῆς πίστης; Πίστευε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Ἤ μήπως ἔμεινε κυρίως στά ὅρια τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ;
Ἀντιγράφω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Ταξίδι στή Μέση Ἀνατολή καί στό Ἅγιον Ὄρος —τό κείμενο μέ τόν προσωπικότερο τόνο γιά ὅσα συζητᾶμε ἐδῶ—, ὅπου κάνει λόγο γιά τήν προετοιμασία πού χρειάζεται, προκειμένου νά ἐπισκεφτεῖ κανείς τούς Ἁγίους Τόπους, καί τή σημασία πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνα τέτοιο ταξίδι:
Χρειάζεται κάποια ψυχολογική προετοιμασία. Δέν μιλῶ γιά πίστη, γιατί ξέρω πόσο βαρύς εἶναι αὐτός ὁ λόγος καί μέ πόση προσοχή ὀφείλουμε νά τόν χρησιμοποιοῦμε. Τουλάχιστο ὅμως πρέπει νά πηγαίνει κανείς στήν Ἅγια Πόλη μέ εὐλάβεια πρός ὅ,τι θεώρησαν ἀμέτρητες γενεές προγόνων μας ὡς ἱερό. Τήν ἀληθινή, μυστική πίστη δέν μπορεῖ νά τήν ἔχει κανείς κατά παραγγελία, ὅ,τι ὥρα τοῦ κάνει ὄρεξη. Αὐτή ἔρχεται μόνη της, σέ ὅποιον θέλει καί ὅταν θέλει. Τήν εὐλαβική ὅμως διάθεση τή διατηροῦμε μέσα μας ἀπό αἰῶνες καί θά τή βροῦμε, σίγουρα, μέ λίγη προσπάθεια, ἄν δέν εἴμαστε πολύ χαλασμένοι ἀπό τή σύγχρονη ζωή.
[...]
Δέν ὑπόσχομαι ὅτι θά γίνουμε ἔτσι εὔκολα γνήσιοι Χριστιανοί. Κάπως ὅμως θά πλησιάσουμε τό ἀληθινό νόημα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. θά ἀρχίσουμε νά διαισθανόμαστε τό μέγεθος καί τήν ἐκρηκτικότητα τῆς πνευματικῆς δύναμης πού βρέθηκε κάποτε συμπυκνομένη ἐδῶ καί πού ἔμελλε νά ἀλλάξει —καί νά ἀλλάζει ὁλοένα, μέ τίς ἀνεξάντλητες ἀλυσωτές ἀντιδράσεις της— τήν καρδιά καί τή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων. (σ. 63-64)
Δέν ἔχουμε σκοπό, βέβαια, μέ τούτη τήν τελευταία, ἔκτη, σημείωση νά μετρήσουμε ἤ νά βαθμολογήσουμε τήν πίστη τοῦ Θεοτοκᾶ. Μακριά ἀπό μᾶς αὐτός ὁ δαιμονικός πειρασμός. Ἄν θέτουμε αὐτά τά ἐρωτήματα, εἶναι ἐπειδή ἡ προσωπική στάση του τέμνεται μέ τή στάση πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου ἡ πίστη δέν εἶναι δυνατή ἤ, ἔστω, εύκολη, ἀκόμη καί σέ ἐκείνους στούς ὁποίους εἶναι ἐπιθυμητή ἤ καί ἀναγκαία. Ἄν θά δοκίμαζα νά «ἀπαντήσω», θά ἔλεγα ὅτι ὁ Θεοτοκᾶς, πρῶτον, ἔνιωθε βαθιά τήν ἀνάγκη, τόν πόθο καί τή θέληση νά πιστέψει καί, δεύτερον, ἤξερε καλά τί εἶναι αὐτό πού ἤθελε, τόσο καλά πού εἶχε ἐπίγνωση πώς δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλά δῶρο τοῦ Θεοῦ: «Αὐτή ἔρχεται μόνη της, σέ ὅποιον θέλει καί ὅταν θέλει». Τόσο μόνο μποροῦμε νά ποῦμε καί τίποτε περισσότερο.
-----------------------------------------------------------------------------
Ὁ Σταῦρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε τό 1953 στή Συκιά Λακωνίας. Ἀπό τίς ἐκδόσεις τοῦ Βιβλιοπωλείου τῆς «Ἑστίας» (2002) κυκλοφορεῖ τό βιβλίο του Ὁ Θεός στήν πόλη. Δοκίμια γιά τή θρησκεία καί τήν πολιτική.
[1] Στόν Πρόλογό του (σ. 81) στό Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί καί θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966, 2 τόμοι, ἐπιμ. Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος, Μιχάλης Τσαπόγας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1996.
[2] Στά ἡμερολόγιά του δέν ἀποτυπώνονται κινήματα ψυχῆς Θρησκευτικῆς. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά ἐγγραφή τῆς 29.4.1940 (Τετράδια ἡμερολογίου, 1939-1953, πρόλ. Μάρκ Μαζάουερ, ἐπιμ.-εἰσαγ. Δημήτρης Τζιόβας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» 32005, σ. 133-134) πού φανερώνει, πιστεύουμε, τήν ψυχική καί πνευματική διαθεσιμότητα τοῦ Θεοτοκᾶ γιά μιά χριστιανική στροφή. Βλ. ἀκόμη τίς ἐγγραφές τῆς 30.11.1942 καί τῆς 23.10.1941 (διαφωνία του μέ τόν Παναγιώτη Κανελλόπουλο γιά τό Βυζάντιο καί τή βυζαντινή τέχνη), στό ἴδιο, ὅ.π., σ. 373 καί 299 ἀντιστοίχως.
[3] Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ταξίδι στή Μέση Ἀνατολή καί στό Ἅγιον Ὄρος, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2η ἔκδοση, Ἀθήνα χ.χ., σ. 175, (1η ἔκδοση Φέξης 1961).
[4] «Ή ἔξοδος ἀπό τό μηδενισμό», ἐφ. Τό Βῆμα, 10.1.1960, καί Γιώργου Θεοτοκᾶ, Πνευματική Πορεία, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2η ἔκδοση, Ἀθήνα, χ.χ., σ. 129-133.
[5] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία, ὅ.π., σ. 121.
[6] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία,ὅ.π., σ. 132-133.
[7] Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, Οί ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1975, σ. 28-29• βλ. στό ἴδιο καί σ. 24-25.
[8] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία,ὅ.π., σ. 123.
[9] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 34.
[10] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 27.
[11] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας,ὅ.π., σ. 20.
[12] Γ. Θεοτοκᾶ, Ή Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 32-33. Οἱ «θολοί νεολογισμοί» ἀναφέρονται στόν ὅρο «Ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός» τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952. Βλ. στό ἴδιο σ. 36 καί 57.
[13] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία, ὅ.π., σ. 134.
[14] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 41, 42 καί 43 ἀντιστοίχως.
[15] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 12.
πηγή