Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Αυτόκλητη «συνήγορος» των δαιμονίων η Πιπιλή Με πρότασή της στη Βουλή ζητά να αφαιρεθούν τα ονόματα των Αγίων μας από τις στάσεις του Μετρό, των τρόλεϊ και του τραμ επειδή μπερδεύεται!!!



Να αφαιρεθούν τα ονόματα Αγίων και εκκλησιών από τις στάσεις των τρόλεϊ, του Τραμ και του Μετρό ζήτησε η Φωτεινή Πιπιλή από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή!!! Και ο λόγος που η κατά τα άλλα «ορθόδοξη χριστιανή» βουλευτής της ΝΔ είναι γιατί η ίδια μπερδεύεται (!!!) από τα ονόματα των Αγίων και αντί να μεταβεί -φαίνεται πως επιχειρεί να μας πείσει πως κινείται με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς- στον Άγιο Αντώνιο μεταβαίνει στον Άγιο Δημήτριο!
 «Την περασμένη φορά έμπλεξα τους Αγίους και αντί να πάω στον Άγιο Αντώνιο, βρέθηκα στον Άγιο Δημήτριο». Η εν λόγω κυρία βουλευτής πιστεύει πως απευθύνεται σε ηλιθίους και φαίνεται πως τρέφει την πεποίθηση ότι δεν θα διακρίναμε ότι πίσω από την δήλωσή της αυτή κρύβεται μία συντονισμένη και μεθοδευμένη προσπάθεια που αποβλέπει στη μετατροπή του ελληνικού κράτους - υποτελούς όπως το κατάντησαν στην τρόϊκα και στους δανειστές- σε θρησκευτικά αδιάφορο κράτος... Θεωρεί ότι δεν θα κατανοούσαμε τη σκοπιμότητα της πρότασης, η οποία κατά την αποψή μας αποτελεί βάση αποδοχής για όλους αυτούς που εκφράζουν τα κέντρα του μυστηρίου της ανομίας...
Γιατί αδυνατώ πράγματι να πιστέψω πως είναι τόσο, μα τόσο φτωχή στο μυαλό, ώστε να μπερδεύεται από τα ονόματα των Αγίων -ηρώων της Ορθόδοξης πίστης μας!
Κι αν πραγματικά συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε μετα λόγου γνώσεως επισημαίνουμε την αποκλειστική ευθύνη, για την τραγική κατάσταση της την έχουν οι ψηφοφόροι της, οι οποίοι δεν διέγνωσαν εγκαίρως το πρόβλημά της και την ψήφισαν για να τους εκπροσωπεί!
Ίσως η εν λόγω κυρία βουλευτής -δεν θέλω καν να την αποκαλώ συνάδελφο δημοσιογράφο- πιστεύει ακράδαντα πως η αφαίρεση των αγίων -ηρώων της ορθόδοξης πίστης μας και αδιάλειπτων πρεσβευτών των χριστιανών θα την βοηθήσει να ξεδιαλύνει το θολωμένο νου της, ώστε να μην μπερδεύετε... Πιθανόν και η από μέρους της ψήφιση του μνημονίου να έγκειται στο πρόβλημά της τούτο!
 Γι’ αυτό προτείνει -λέτε να της το σύστησε ο προσωπικός ιατρός της- αντί των ονομάτων των αγίων να δοθούν ονόματα επιφανών Ελλήνων, όπως λ. χ. του Αντώνη Τρίτση του μεγάλου πολιτικού και πολεμίου της Εκκλησίας μας ή της Μαρίας Κάλλας, που ζήτησε να καεί και τη στάχτη της να την σκορπίσουν στο Αιγαίο!!!
«Γιατί να μην δοθεί το όνομα του Αντώνη Τρίτση σε μία από τις στάσεις η ονόματα επιφανών Ελλήνων που δόξασαν την χώρα. Γιατί να μην προσθέσουμε, είπε, στη στάση "Μέγαρο Μουσικής" και το "Μαρία Κάλλας"», διερωτήθηκε! Οι Άγιοι για την εν λόγω κυρία, που δυστυχώς απευθύνεται σε Ορθοδόξους Χριστιανούς για να την ψηφίσουν, όπως αφήνει εμμέσως να εννοηθεί δεν δόξασαν την πατρίδα μας σε σύγκριση με τους πολιτικούς ήρωες και τους τραγουδοποιούς...
Το τραγικό πάντως στην όλη υπόθεση είναι ότι ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος συμφώνησε μαζί της!!!
Ως εκ τούτου δεν αποκλείεται κάποια μεταμεσονύχτια ώρα, τότε που είθισται να κυκλοφορούν κατά τη λαϊκή παράδοση οι βρυκόλακες και τα ταγκαλάκια, να περάσουν τροπολογία μετονομασίας των σταθμών που φέρουν ονόματα των αγίων μας, μιμούμενοι το παράδειγμα του Δημάρχου Αθηναίων Γ. Καμίνη που απαγόρευσε πέρυσι το Πάσχα στους εκφωνητές του Δημοτικού Σταθμού να λένε το καθιερωμένο παραδοσιακά «Χριστός Ανέστη» αντί της καλημέρας (!!!) για να μην νιώθουν άσχημα οι λαθρομετανάστες...
Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου με προέτρεπε να επικαλούμαι κάθε φορά τους Αγίους για να τρέπονται σε φυγή τα δαιμόνια και να ακολουθώ την οδό της αρετής που ο Χριστός διδάσκει για να προοδεύω στη ζωή μου! «Τα δαιμόνια ενοχλούνται και διώκονται από τους αγίους μας», μου έλεγε χαρακτηριστικά! Λέτε η συντηρητική στο φρόνημα καπιταλίστρια βουλευτής κυρία Πιπιλή, αν και δημοσιογράφος να λειτουργεί ως συνήγορος των δαιμονίων; Τι άραγε άλλο μπορούμε να υποθέσουμε;
Πάντως οφείλουμε να την θαυμάσουμε για το θάρρος της να κυκλοφορεί ακόμη, σε αντίθεση με την συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων της βουλευτών ελεύθερη με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς κοντά στους ψηφοφόρους της και να μην προπηλακίζεται, ως είθισται το τελευταίο διάστημα. Αυτό συνιστά σοβαρό στοιχείο για να την προτείνουμε για να λάβει βραβείο Γκίνες.
Καλοί μου χριστιανοί δεν φταίει η «συνήγορος» των δαιμονίων, αυτή τη δουλειά της κάνει -και την κάνει καλά- γι’ αυτούς που την στηρίζουν και την επιλέγουν στις λίστες τους όπως λ. χ. του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Φταίμε εμείς που επιτρέψαμε σ’ ανθρώπους χωρίς χριστιανικό ήθος και καρδιά να μας οδηγήσουν στην υποτιθέμενη γι’ αυτούς ευημερία και ανάπτυξη... Για το λόγο αυτό σας προτείνω καλοί μου χριστιανοί στις επικείμενες κοντινές -όπως πιστεύουμε -εθνικές εκλογές μη την ξεχάσετε...

Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΩΝ-ΤΑ ΕΞΑΜΙΛΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΗΛΙΑ.


πηγή

Μετά τον θόρυβο που γίνεται σχετικά με την ΑΟΖ θα αναφέρω τις προφητείες για τα εξαμίλια όπως είναι γραμμένες στα βιβλία.Η ιστορία με τα εξαμίλια ξεκινάει στην Μεσσήνη της Σικελίας το 1276 από τον Αγγαθάγελο.Ιδού τι αναφέρει στο βιβλίο του: "H Eλλάς θα γίνει εκ νέου από τους Τούρκους θέατρον ληστειών και καταστροφών,Οι κυβερνήτες και ο λαός θα βρεθούν σε στενοχώρια.Ο εχθρός θα προχωρήσει μέχρι των Εξαμηλίων.Αλλ' έπειτα λαός από την Ανατολή θα έλθει προς βοήθεια των Ελλήνων,οι οποίοι συνερχόμενοι εις εαυτούς από την ταραχή της εισβολής θα εξέλθουν πανστρατιά και θα εκδιώξουν τους Τούρκους,όχι μόνο εκ της Ελλάδας,αλλά εξ όλης της Ευρώπης,οίτινες Τούρκοι θα βρούν άσυλο μόνο στην κόκκινη Μηλιά[Μέκκα]Η δε Κωνσταντινούπολις γίνεται εκ νέου πρωτεύουσα του ελληνισμού." Για όσους μέχρι σήμερα έχουν αμφισβητίσει το βιβλίο του Αγαθάγγελου,ας προσέξουν την έκφραση ''Οι Κυβερνήτες" γιατί το τελευταίο χρόνο έχουμε τρικομματικές κυβερνήσεις[ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.ΛΑ.ΟΣ+Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ].Μια ακόμα σημαντική πληροφορία ακόμα,είναι ότι αναφέρει την κόκκινη μηλιά ως Μέκκα.Επίσης είναι ο πρώτος που αναφέρεται ότι οι Τούρκοι θα φτάσουν μέχρι τα εξαμίλα.Ας αλλάξουμε χώρα και αιώνα.Ας πάμε στον Αγιορείτη, Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό που έζησε από το 1714-1779 για να δούμε την δική του αναφορά στα Εξαμίλια."Oι αντίχριστοι θα φύγουν,αλλά θάρθουν πάλι,έπειτα θα τους κυνηγήσετε ως την κόκκινη μηλιά."¨Έρχεται λοιπόν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός 500 χρόνια μετά τον Αγαθάγγελο και επιβεβαιώνει την κόκκινη μηλιά.Ας δούμε όμως μια πληρέστερη προφητεία του:"Οι Τούρκοι θα φύγουν,αλλά θα ξανάρθουν πάλι και θα φτάσουν ως τα εξαμίλια.Στο τέλος θα τους διώξουν ως την Κόκκινη Μηλιά.Από τους Τούρκους το 1/3 θα σκοτωθεί το άλλο τρίτο θα βαπτιστεί και μονάχα το 1/3 θα πάει στην κόκκινη μηλιά."Εδώ γίνεται η δεύτερη αναφορά,μετά του Αγαθάγγελου στα Εξαμίλια. Το 2009 ανακοινώθηκε ότι η χώρα είχε 71.517.100 κατοίκους, στα τέλη του 2008, σύμφωνα με την τουρκική Στατιστική Υπηρεσία.Αρα ο διαχωρισμός σε 1/3 του Αγιου Κοσμά του Αιτωλού σήμερα αντιστοιχεί σε 23.839.000 κατοίκους,περίπου.][Ποιά είναι όμως τα εξαμίλια,γιατί μετά τις προφητείες του Πατρο-Κοσμά οι περισσότεροι αναφερόντουσαν σε χωριά με αυτό το όνομα ανα την Ελλάδα ή ακόμα τα εξαμίλα στο Κονίσπολη της Β.Ηπείρου.Το 1924 γεννήθηκε στα Φάρασα της Μ.Ασίας ο Αρσένιος Εζνεπίδης γνωστός σε όλους Γέροντας Πα'ί'σιος.Είναι αυτός που είχε στο καλύβι του το βιβλίο του Αγαθάγγελου,τις προφητείες του Αγίου Αρσενίου σε τετράδιο και εξήγησε πολλές προφητείες.Ας δούμε τι αναφέρει για τα εξαμίλια από το ευλογημένο βιβλίο του Αρχιμ.Χρ.Αγγελόγλου:ΓΕΡΩΝ ΠΑ'Ι'ΣΙΟΣ."



Re: ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευσηαπό zenjt » Κυρ Οκτ 21, 2012 11:04 am
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑ'Ι'ΣΙΟΣ:ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΞΑΜΙΛΙΑ.ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ.ΕικόναΜια μέρα πήγα κάτω κι είδα τον Γέροντα να είναι κάπως στενοχωρημένος και λίγο πειραγμένος.Με κέρασε μόνος του κι άρχισε να μου λέει: -Ήρθαν κάποιοι εδώ κι άρχισαν να μου λένε πως θα γίνει πόλεμος και ότι οι Τούρκοι θα μπoύνε στην Ελλάδα και πως θα μας πάνε μέχρι τα Εξαμίλια της Κορίνθου[εξηγώντας έτσι στραβά,με τον χαλασμένο τους λογισμό,την προφητεία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.] Τότε τους περίλαβα και τους είπα ότι ο χειρότερος εχθρός των Ελλήνων είναι κάτι Έλληνες σαν κι εσάς,που εν καιρώ ειρήνης,διαδίδουν πως,αν τυχόν γίνει πόλεμος,οι Τούρκοι θα μας πάνε μέχρι την Κόρινθο.,γιατί όταν θα αρχίσει ο πόλεμος,όλοι θα έχουν πεσμένο ηθικό και μόνοι τους θα οπισθοχωρήσουν μέχρι την Κόρινθο.Ακόμη κι αν ήταν αλήθεια,δεν θα έπρεπε να το λέτε.Πολύ περισσότερο που δεν είναι αλήθεια αυτό που λέτε.Και σας το ξαναλέω:Αυτό να μην το ξαναπείτε πουθενά,γιατί κάνετε μεγαλύτερο κακό απ'ότι θα έκαναν πολλές τουρκικές μεραρχίες. Αυτά τους είπα ,παπά μου,κι ενώ εγώ ποτέ δεν θέλω να μιλώ για προφητείες,μ'ανάγκασαν να τους εξηγήσω ότι τα εξαμίλια,που λέει ο Άγιος Κοσμάς είναι τα έξι μίλια της υφαλοκρηπίδας.Αυτό είναι το θέμα για το οποίο,τα τελευταία χρόνια<<τρωγόμαστε>>με την Τουρκία κι αυτό θα είναι το θέμα για το οποίο θα <<πιαστούμε>>.Όμως δεν θα μπουν στην Ελλάδα,μέχρι εκεί θα προχωρήσουν,στα έξι αυτά μίλια,και τότε θα τους βρει η μεγάλη συμφορά από τον βορρά,που λένε τα γραφόμενα,και δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.Το ένα τρίτο των Τούρκων θα σκοτωθεί,το ένα τρίτο θα εκχριστιανιστεί και το υπόλοιπο θα φύγει βαθυά μέσα στην Ασία.Εμείς από τους Τούρκους δεν πρόκειται να πάθουμε τίποτα.Μερικά ψιλοπράγματα θα καταφέρουν και θα τους βρει η οργή του Θεού. Αυτά άκουσα,παπά μου,απ'αυτούς και στενοχωρήθηκα.Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι ίδιοι οι Έλληνες-με το να διαδίδουν τέτοια πράγματα εν καιρώ ειρήνης-προσφέρουν στους Τούρκους την μεγαλύτερη συμμαχική βοήθεια. Επίσης άρχισαν να μου λένε ότι αυτό που είπε ο Άγιος Κοσμάς:<<τότε θα'ρθεί,όταν θά'ρθουν τα δύο καλοκαίρια και οι δύο πασχαλιές μαζί>>τώρα που έπεσε η Ανάσταση με τον Ευαγγελισμό μαζί-και πέρασε ο χειμώνας σαν καλοκαίρι-σημαίνει ότι οι Τούρκοι θα εισβάλουν στην Ελλάδα. Όλοι γίναμε προφήτες,παπά μου,κι εξηγούμε με το μυαλό μας τα πράγματα,όπως θέλουμε.Κι εδώ αναγκάστηκα να τους πω ότι αυτό που είπε ο Άγιος Κοσμάς<<τότε θά'ρθει>>δεν εννοούσε τους Τούρκους.Εννοούσε πως τότε θά'ρθει η ελευθερία των Βορειοηπειρωτών.Και πράγματι αυτό το έτος άνοιξαν μετά από τόσα χρόνια,τα σύνορα και μπορούν κάπως ελεύθερα να επικοινωνούν με την πατρίδα τους. Παπά μου,είδα ότι μεγάλη ζημιά κάνουν αυτοί οι άνθρωποι,που εξηγούν τα πράγματα με το φτωχό μυαλό τους.Και σαν να μην φτάνει αυτό,διαδίδουν και στους άλλους τις χαλασμένες ιδέεες τους."

Άσε τον Θεό να σου ρίχνει κανένα χαστουκάκι...



O Χ. ήταν παλιός συνάδελφος στο εργοτάξιο. Δεν θα τον έλεγες και δουλευταρά ενώ πολλές φορές με την αδιαφορία του και την φυγοπονία του επιβάρυνε τους υπόλοιπους.
Κι ενώ ήταν ένας άνθρωπος βαρύθυμος όταν επρόκειτο για χρήματα τον έπιανε μια ιδιαίτερη ζέση και αναπτέρωση. Τα μάζευε τα χρήματα και δεν ξόδευε ούτε καν στα εντελώς αυτονόητα. Τόσα χρόνια μαζί στην δουλειά μπορεί να τον κεράσαμε εκατοντάδες φορές αλλά μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη και να το βγάλει να κεράσει!
Από την άλλη η παραμικρή παρεκτροπή από αυτό που πίστευε ότι έπρεπε να είναι η πορεία της ζωής του - κατ' εξοχήν αντανακλούμενη στον τραπεζικό λογαριασμό - τον αναστάτωνε. Μας έλεγε για ένα λάστιχο που έπαθε το αυτοκίνητο και πόσο «ακριβά» το πλήρωσε ωσάν να είχε τρακάρει το ίδιο το αυτοκίνητο. Με λίγα λόγια ήταν ένας μίζερος άνθρωπος που ποιος ξέρει ποιες εμπειρίες ήρθαν κι έδεσαν με τις αδυναμίες του χαρακτήρα του για να τον κάνουν έτσι.
Τον Χ. τον ξαναβρήκα μετά από πολλά χρόνια. Ήταν άλλος άνθρωπος! Τσαλακωμένος και εμφανώς καταβεβλημένος. «Πώς είσαι;» τον ρώτησα. «Άστα...» μου απάντησε με μισοσβησμένη φωνή. «Τι είναι; Τι έπαθες;» τον ξαναρώτησα. «Τι να σου πω... Από κάποιο σημείο και μετά κι ενώ η ζωή μου πήγαινε τέλεια, όλα στράβωσαν! Αρρώστησε το παιδί μου, με χώρισε η γυναίκα μου κι εγώ τώρα έχω κι εγώ προβλήματα υγείας...»μου είπε και η φωνή του ίσα-ίσα που έβγαινε. Η φωνή αυτού του ανθρώπου που χαλούσε τον κόσμο για το παραμικρό ασήμαντο θέμα!
Κάπως έτσι νομίζω πως συμβαίνει με τις ζωές εκείνων που δεν επιτρέπουν στον Θεό να τους ρίξει κανένα χαστουκάκι κι αναχαιτίζουν διαρκώς οτιδήποτε οδυνηρό στην ζωή τους. Στο τέλος νομίζω πως ο Θεός επιτρέπει την καταστροφή τους! 
Αυτά μου ήρθαν στο μυαλό σήμερα που είδα την είδηση της επίθεσης στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας.
Αν αντί του Χ. βάλει κανείς τους πολιτικούς της χώρας μας τότε καταλαβαίνει ο καθένας που θα οδηγήσει η λεηλατική δαιμονιώδης μανία που αυτοί εκδηλώνουν απέναντι στον ελληνικό λαό... Κανείς δεν θα ήθελε να είναι στην θέση τους τώρα που τα πράγματα σοβάρεψαν...         πηγή

 

Με καλάσνικοφ εναντίον της ΝΔ-Κεδίκογλου: 

«Στόχος ήταν το γραφείο του προέδρου»

--Σφαίρα στο γραφείο Σαμαρά.

Συναγερμό έχει προκαλέσει στις αστυνομικές αρχές και στην 
αντιτρομοκρατική υπηρεσία, η ένοπλη επίθεση με καλάσνικοφ 

που σημειώθηκε στα γραφεία της ΝΔ στη λεωφόρο Συγγρού 340. 
Ειδικότερα, στις 3 τα ξημερώματα, ακούστηκαν πυροβολισμοί 
κοντά στα γραφεία της ΝΔ και κινητοποιήθηκε η αστυνομία που 
έσπευσε στην περιοχή για να διαπιστώσει τι έχει συμβεί. 
Οι αστυνομικοί που πήγαν εκεί βρήκαν στο πεζοδρόμιο της
 λεωφόρου Συγγρού 350, εννέα κάλυκες από καλάσνικοφ. 

Τέχνη ἀχειροποίητη, λόγος ἀμετάφραστος





Σέ κείμενό του γιά τήν ἐθνική μας μουσική, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει: «Διὰ τῆς πατροπαραδότου ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ὄχι μόνον τά ἱερά ἄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καί οἰκεῖα εἰς τήν ἀκοήν, καί ἡ γλῶσσα, εἰς ἥν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καί εἰς τούς ἀγραμμάτους, ἄλλα καί αὐτά τῶν θείων Εὐαγγελίων τά ρήματα διά τῆς αὐτῆς μουσικῆς καί τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τήν ἀκοήν καί βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τάς καρδίας. (...) Ἄς δοκιμάση τίς νά μεταφράση ἕν τροπάριον εἰς τήν δημώδη, καί τότε θά ἴδη, ὅτι ἡ γλῶσσα, ἥτις εἶναι ζωντανή εἰς τά ἡρωικά καί ἐρωτικά ἄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρά μέχρι νεκροφανείας διά τά τροπάρια. Π.χ. "Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται πνεύματος..." Θ' ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίση πνέμμα (ἤ πλέμμα ἤ πλέγμα) καί λόγο θά βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ' ἀποδοθῆ ἡ μεταφορά ἤ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). "Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον...' Ἀξίζει ἀλήθεια νά σέ καλοτυχίζουμε σένα τή Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καί καθαρώτατη καί μάνα τοῦ Θεοῦ μας... Πλήν, θά εἴπη τις, ἀντί νά μεταφρασθῶσι τά ὑπάρχοντα, ἄς ποιηθῶσι νέα ἐκκλησιαστικά ἄσματα ὑπό τῶν δοκίμων ποιητῶν μας.

Ναί, βέβαια, λέγομεν ἡμεῖς, καί εἶναι τόσον εὔκολον τό πρᾶγμα!... νά ἐμφυσηθῆ ζωή χωρίς νά ὑπάρχη, νά δοθῆ ἔμπνευσις ἐκεῖ ὅπου λείπει ἡ ψυχή! (...) Ἄλλως, διά νά γίνουν νέα θρησκευτικά ἄσματα, πρέπει νά γίνη πρῶτα καί νέα θρησκεία... Ἄς δοκιμάσουν λοιπόν ἐκεῖνοι πού τά ὀνειροπολοῦν αὐτά νά κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιά τά κέφια τους, καί τότε θά καταλάβουν καί οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροί καί τυφλοί».

Ἡ κατηγορηματικότης τοῦ σκιαθίτη πεζογράφου ἐκφράζει τά αἰσθήματα ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους μας, τό ὁποῖο ἔχει δημιουργήσει καί ἀπαρεγκλίτως τηρεῖ τήν λεγομένη «ἀντιμεταφραστική παράδοσι» τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, τά πατερικά καί τά βιβλικά κείμενα κάθε τόσο μεταφράζονται, τοῦτο συμβαίνει σπανίως καί ὁπωσδήποτε περιθωριακά μέ τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, μολονότι οὐδεμία ἀπαγόρευσις ὑφίσταται. Τό πρᾶγμα δέν ὀφείλεται στίς ὄντως τεράστιες δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος, πού ἐπί τέλους θά κριθῆ ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, ὀφείλεται κυρίως εἰς τήν ἀρνητική στάσι τοῦ πληρώματος, ἡ ὁποία βαραίνει καταθλιπτικά τόν ὑποψήφιο τολμητία. Πρόκειται γιά ἰσχυρότατη ψυχολογική ἀντίδρασι τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας, προτιμοῦν νά μήν ἀντιλαμβάνωνται ἐντελῶς, παρά νά αἰσθάνωνται μεταγλωττισμένη τήν Λειτουργία τους. Ὄχι ὅτι δέν θέλουν νά καταλαβαίνουν, ἀλλά ἡ «κατανόησι» ἐδῶ συντελεῖται μυσταγωγικά, στό πλαίσιο τῆς Θυσίας καί τῆς Ἀναστάσεως. Εὐχαριστιακή ἐπιδίωξι δέν εἶναι ὁ πιστός νά λάβη κάποιο μήνυμα, εἶναι νά μεθέξη στήν ἄκρα ταπείνωσι τοῦ Ἰησοῦ, ὁπότε ὅλα διαδραματίζονται στήν περιοχή τῆς κατανύξεως. Αὐτό ἐξηγεῖ γιατί καί ὁ πιό ἀπελέκητος ὀρθόδοξος γνωρίζει ἀπό στήθους πλῆθος λειτουργικῶν ἀποσπασμάτων, ἀσχέτως ἐάν τά παρανοῆ κάποτε.

Τά ἀντιμεταφραστικά αἰσθήματα τοῦ ἁπλοῦ καί ἀγραμμάτιστου λαοῦ δέν συμμερίζονται πάντοτε ἀγαθῆς προαιρέσεως λόγιοι, θεολόγοι, ἐνίοτε καί κληρικοί, ὁρμώμενοι ἀπό τήν σκέψι ὅτι γιά νά ἐπιτύχωμε οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ πληρώματος στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά τό βοηθήσωμε νά παρακολουθῆ τά εὐχαριστιακά μηνύματα. Τό ἐπιχείρημα ἐνισχύεται ἐκ τῶν πραγμάτων, τώρα πού καταργήθηκαν τά Ἀρχαῖα στό Γυμνάσιο, ἡ δέ διδασκαλία τους στό Λύκειο εἶναι τόσο ἀνεπαρκής, ὥστε καί αὐτοί οἱ πεπαιδευμένοι τῆς αὔριον θά στεροῦνται γλωσσικῆς προσβάσεως στά Μυστήρια. Ἐάν θέλωμε λοιπόν, συνάγουν, τά λειτουργικά κείμενα καί δή ἡ ὑμνογραφία νά ἀνταποκρίνωνται στόν ρόλο τους, πρέπει νά ἀντικαταστήσουμε τήν πεπαλαιωμένη γλώσσα τῆς λατρείας μέ σύγχρονο τρόπον ἐκφράσεως.

Σιωπηρά ἡ ρητή προϋπόθεσι κάθε συναφοῦς μεταφραστικοῦ σχεδίου εἶναι ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἁπλῶς εἰσάγουν μουσικοποιητικά τόν θεῖο λόγο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ἀντιμετωπίζονται ἑπομένως ὡς ὀχήματα, τά ὁποῖα ὅμως, ἐξ αἰτίας τοῦ παρεμβαλλομένου χρόνου μεταξύ τῆς δημιουργίας των καί τῆς ἐποχῆς μας, βασίζονται πλέον σέ νεκρό γλωσσικόν τύπο, εἰς τρόπον ὥστε τό αἴσθημα τοῦ ὑμνογράφου δέν πλησιάζει τό αἴσθημα τοῦ πιστοῦ, ὁπότε μένει ἀμετάδοτο. Τό εὐλογοφανές τοῦτο σκεπτικό δέν ὑπερβαίνει τίς ἐπισφαλεῖς ὁριοθετήσεις τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, θεωρουμένου ὑπό τό πρῖσμα τῆς ἀνυπάρκτου ἑλληνικῆς διγλωσσίας, ὁριοθετήσεις οἱ ὁποῖες, μαζί μέ τίς ὑποκειμενικές ἀφετηρίες τῆς νεωτέρας ποιητικῆς, προσδιορίζουν τήν ὅλη στρατηγική, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ τακτική ἔχει τίς ἰδιορρυθμίες της, ἀφοῦ ἐν πάσῃ περιπτώσει πρόκειται γιά μετάφρασι ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων καί ὄχι ἑνός κειμένου οἱουδήποτε. Παραθεωροῦνται ἔτσι οἱ πνευματικές συντεταγμένες τῆς ὑμνογραφίας, πού ἐκκινοῦν ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀποτελεῖ ὀργανικό στοιχεῖο ζώσης λατρείας. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι δοξολογική δεξίωσι τῆς Παρουσίας στόν κόσμο, μυστηριακή ἀναφορά τοῦ παντός στόν Θεό, ὁ ὅποιος μᾶς προσέφερε τόν υἱκό ἑαυτόν του, συλλογική προσευχή τῆς κοινότητος, ἀρνητική πρός κάθε ἔννοια σωτηρίας διά τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητος. Οἱ πιστοί ζοῦν ἕνα «ἔργο», πού χρειάσθηκε πάνω ἀπό χίλια χρόνια ἁγίας ἐμπνεύσεως τοῦ πνευματικωτάτου τῶν πολιτισμῶν, γιά νά κρυσταλλωθῆ ἡ μορφή του. Ἡ μορφή τούτη δέν ἔχει νά κάνει μέ ἐξωτερικό σχηματισμό διακεκριμένο ἀπό τό λογικό περιεχόμενο, ἀλλά μέ τήν ἴδια τήν ὑπόστασι τῆς Εὐχαριστίας, ὑπόστασι ἀναφανδόν συμβολική, συστατικό μέρος τῆς ὁποίας εἶναι καί ὁ γλωσσικός τύπος.

Ὅσο ἡ Λειτουργία τελειώνεται τόσο οἱ ὑμνογράφοι ἐπιμένουν στήν ὁμοιογένεια τοῦ παραδόσιμου συμβολισμοῦ, ἀδιαφορώντας, κατά τό προηγούμενο τῶν Ἀρχαίων, γιά τό τρέχον γλωσσικό αἴσθημα. Τό πλήρωμα, μέ τήν σειρά του, δείχνει τήν αὐτή ἐμμονή, διότι στόν λειτουργικό συμβολισμό βιώνει τόν ὑπέρλογο κόσμο τῆς πίστεως, ἐνῶ ἡ καθομιλουμένη διάλεκτος μόνο ἐννοιολογικά μπορεῖ νά τόν πλησιάση. Ἡ ἀρχαία γλώσσα διαθέτει τήν μυστηριακή βαφή τῆς ἀποστάσεως, πού «δέν λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλά σημαίνει», ὁπότε κατ' ἐξοχήν ἁρμόζει γιά τήν πνευματική ἀναγωγή τοῦ ἐδῶ στό πέρα. Ἐν ἀρχῇ λοιπόν οἱ ὕμνοι γράφονται, κατά τό πρότυπό τοῦ Εὐαγγελίου, στήν κοινή, ὅμως προϊόντος τοῦ χρόνου, καθ' ἥν μάλιστα στιγμήν ἡ λαλουμένη προσεγγίζει τήν νεοελληνική, γίνονται ἀρχαιοπρεπέστεροι. Νύμφης πανάγιον τόν πανόλβιον τόκον, ψάλλομε στόν ἰαμβικό κανόνα τῶν Χριστουγέννων, καί Λόγος παχυνθείς σαρκί, τόν πεπτωκότα, ἵνα πρός αὐτόν ἑλκύση πρωτόκτιτον. «Πρωτόκτιτον» καί ὄχι «πρωτοκτιστόν», ἐπειδή στήν τελευταία περίπτωσι τό ἰῶτα θά γινόταν μακρό καί τό μέτρο θά ὑπέφερε, ἐξηγεῖ ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἐπικαλούμενος τήν αὐθεντία τῆς ὁμηρικῆς παραδόσεως, ἡ παλαιότητα τῆς ὁποίας οὐδέποτε ἐμπόδισε τίς ψυχές τῶν πιστῶν νά πλημμυρίζουν ἀπό ἄφατη συγκίνησι στό ἄκουσμα τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ «παλινωδία» τῶν ὑμνογράφων δέν εἶναι ἀνεξήγητη. Στούς χρόνους τοῦ Χριστοῦ ἡ ποιητική προσωδία εἶχε ἐκλείψει καί ἡ λήθη σκέπαζε τήν συλλαβική ποσότητα, ἄλλα τοῦτο παραδόξως ἄφησε ἄθικτη τήν τονική προσωδία, πού ἐξακολούθησε νά ἰσχύη μουσικά μέχρι σήμερα, σάν νά προφέρονταν ἀκόμη τά μακρά καί τά βραχέα. Παρέμεινε ἔτσι, γιά νά θυμηθῶ τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο τῶν ἐξ Οἰκονόμων (Περί τῆς γνησίας προφορᾶς, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, 1830), «ὡς ἀχώριστος ἰδιότης, καί οἷον ζωή καί ψυχή, τῶν ἐγγραμμάτων καί σημαντικῶν φωνῶν, ἤτοι τῶν λέξεων, εἰδοποιοῦσα καί διορίζουσα τήν τούτων ἀπαγγελίαν. Ταύτην λοιπόν οἱ μεταγενέστεροι ποιηταί μετεχειρίσθησαν ἐν ταυτῷ καί ὄχημα καί βάσιν τῆς στιχοποιΐας, ποδίζοντες τά μέτρα τῶν στίχων ὄχι πλέον κατά τόν χρόνον τῶν μακρῶν καί τῶν βραχέων, τόν ὁποῖον ὁ ἀπαίδευτος καί ἄμουσος ὄχλος δέν εἶχεν αὐτία νά διακρίνη, ἀλλά μόνον κατά τόν τόνον καί τόν ἀριθμόν τῶν συλλαβῶν, ἐκ τῶν ὁποίων γεννᾶται ὁ λογοειδής ρυθμός, διά τήν συναρμογήν καί συγγένειαν τῆς γλώσσης μετά τῆς μουσικῆς τέχνης. Τούτους δέ τούς δημοτικούς στίχους ὡνόμασαν καί λογοειδεῖς..., συνηθέστερον δέ τούς ὡνόμασαν πολιτικούς, ὡς ἐκ πολιτικῶν... ὀνομάτων, ἤτοι τῆς κοινῶς... συνειθισμένης γλώσσης καί προσωδίας...» Σ' αὐτό τόν λογαοιδικό τρόπο ἀναφέρεται ὁ Παπαδιαμάντης, πού ἔχει, ὡς φαίνεται, κατά νοῦ τό ἔργο τοῦ Οἰκονόμου, σ' αὐτόν στήριξαν οἱ Πατέρες τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπηρετώντας θεμελιακές ἀνάγκες τῆς λατρείας καί διασώζοντας ἐμμέσως, πλήν ἀσφαλῶς, τήν μουσική ὑφή τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου.

Ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία ὑψώνει τήν γῆ στά οὐράνια μέ τήν ἀδιάρρηκτη ἑνότητα τοῦ λόγου καί τοῦ μέλους της, ἑνότητα εἰδοποιό τῆς ἀρχαίας προσωδίας (ἀληθινοῦ δώρου τῆς Προνοίας στό Γένος μας), πού φωτίζει τήν διαφορά τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς ἀπό τό γρηγοριανό μέλος καί τήν λοιπή μουσική τῆς Δύσεως. Μπορεῖ ἡ κατά ποσόν προσωδία νά εἶχε ὑποχωρήση, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀνῆλθε εἰς τό ἱστορικό προσκήνιο, εἶχε ἀφήσει ὅμως ἴχνη ἀνεξίτηλα στό ποιόν τῆς γραφῆς καί τοῦ μέλους, καθώς βεβαιώνουν τά βυζαντινά μουσικά χειρόγραφα, ὅπου τά «λόγια» σημειώνονται ἄτονα καί ἀπνευμάτιστα, ἐπειδή ρόλο πνευμάτων καί τόνων παίζουν τά σύμβολα τῆς παρασημαντικῆς. Μεταπλαθόμενος λοιπόν λειτουργικά ὁ πάτριος ἡμῶν λόγος, διεφύλαξε τήν ἑνότητα σώματος καί πνεύματος, νοῦ καί καρδιᾶς, ἄν καί ἡ προφορά τῆς συλλαβικῆς ποσότητος εἶχε ἀτροφήσει.

Διακρίνει τόν λειτουργικό λόγο ἕνας ἀναγωγικός δυναμισμός, τόν ὁποῖο ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος παραγνωρίζει ἐπειδή θεωρεῖ τόν γλωσσικό τύπο ἔνδυμα καί τόν ξεχωρίζει ἀπό τό νόημα. Αὐτή ἡ ἀναγωγική δύναμι συνυφαίνεται μέ τήν καθολικότητα τῆς τελουμένης ἀληθείας καί κάνει τήν ὑμνογραφία νά «κατανοεῖται» ὄχι καθ' ἑαυτήν ἐννοιολογικῶς ἀλλ' ἐν πίστει στήν ἱεροπραξία. Δέν ὑπάρχει κατά συνέπεια «ἐγώ» τοῦ ποιητῆ, πού πρέπει νά συνταυτισθῆ μέ τό «ἐγώ» μας. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ λειτουργία θά ἦταν θεατρική ἀναπαράστασις ἤ κατηχητική σύναξις, τό δέ αἴσθημα ὑποκειμενικό. Ἀντίθετα, ὁ ὑμνογράφος καί τό πλήρωμα δέν ἀποτελοῦν μεμονωμένα ἄτομα ἀλλὰ τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ὁπότε ἡ μελωδία τοῦ ἀρχαίου κοινοτικοῦ ἤθους προεκτείνεται καί ἀναβαπτίζεται στό νέο κυρίαρχο αἴτημα τῆς κατανύξεως. Στό κλῖμα τοῦτο ὁ ἀγραμμάτιστος πιστός «ἐννοεῖ» τό μυστήριο καλύτερα ἀπό τόν κομψό γραμματισμένο, ὁ ὁποῖος -ὀφείλουμε νά τό ὑπογραμμίσωμε- κατά βάθος ἐπιζητεῖ τήν μετάφρασι γιά νά καλύψη μέ μία σχέσι διανοητική τήν ἀπουσία τῆς κατανύξεως.

Πῶς συγκινοῦν τόσο πολύ οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, καίτοι γραμμένοι σέ ἰδίωμα ξένο πρός τό γλωσσικό μας αἴσθημα; Δέν ἀρκεῖ νά λέμε πώς ἡ ἀρχαιοπρέπεια κάνει τόν λειτουργικό λόγο ἁπλόν καί ἀναλλοίωτο σάν φυσικό φαινόμενο, διότι αὐτό ἀφορᾶ μᾶλλον στό ἐπιβάλλον παρά στήν ὑποβλητική του δύναμι. Οἱ ὕμνοι εἶναι στοιχεῖα τῆς λατρείας καί γί αὐτό δέν μεταδίδουν μηνύματα ἀλλά συναγείρουν τόν πνευματικό μας κόσμο διά τοῦ αἰσθήματος, ξυπνοῦν ἐντός μας μία κατάστασι διαχύσεως, εἰς τήν ὁποία δέν ὁδηγεῖ ἡ φυσική σειρά τῶν πραγμάτων. Δέν ὑποβάλλει κάποια ἀφηρημένη ἰδέα, ὑποβάλλει μία ὑπεροχική τάξις, παροῦσα καί αὐθύπαρκτη, ἕνα σύμβολο πού ἐξ ὁρισμοῦ δέν ἀναπαριστᾶ ἄλλα μετέχει τοῦ συμβολιζομένου. Ἡ μετάφρασι, καί δή στό ἰσοπεδωμένο σύγχρονο ἰδίωμα, κατ' ἀνάγκην συγκεντρώνεται στήν ἔννοια, τήν ὁποία ἀποδίδει εἰς βάρος τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα πού ὁ λειτουργικός λόγος δημιουργεῖ, ὅμως κατ' αὐτό τόν τρόπο διασπᾶ τήν ριζική ἑνότητα τοῦ λόγου καί τοῦ μέλους, καταστρέφοντας συνάμα τό ὑπερούσιο ποιόν καί τό εὐκατάνυκτο ἦθος τῶν ὕμνων. Ἰδού γιατί νιώθουμε ἀποστροφή ἀκούγοντας «θ' ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίση πνεῦμα καί λόγο θά βγάλω...» κι ἄς ἀποδίδουν οἱ αὐτές λέξεις ποιητικά σέ μίαν ἄλλη προοπτική, ὅπως τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Τί διαφορά ἀπό τό πρωτότυπο, ποὺ μέ τήν ὑποβλητική του ἱεροπρέπεια τρέπει τό κοινότατο ἄνοιγμα τοῦ στόματος σέ ὑπερφυσικό συμβολισμό τῆς θείας ἐμπνεύσεως! Δέν μέ προδιαθέτουν ἐκτρώματα τοῦ τύπου «κρεμιέται σήμερα στό ξύλο» (κρεμιέται μόνος του ἤ τόν κρεμοῦν;), μέ τά ὁποία «ἀνανεώνουν» τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν μαθητῶν στά σχολεῖα μας οἱ θεολόγοι προπαγανδισταί τοῦ «καινούριου κόσμου τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ ἡ δική τους ἀνευθυνότητα μέ σταματᾶ πολύ πρίν νά ἐξετάσω τήν ἐμβέλεια μιᾶς ἰδανικῆς μεταφράσεως, ἡ ὁποία ἐν προκειμένω ἐνδιαφέρει. Αὐτῆς τῆς ἰδανικῆς μεταφράσεως τόν λόγο θεωρῶ ἀκριβῶς λειτουργικά πεθαμένο, διότι ἐξαντλεῖται μοιραία σέ λιγότερο ἤ περισσότερο «ποιητική» μεταφορά τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου, ἐνῶ τό ἀρχέτυπο, συνενώνοντας τό ἐδῶ μέ τό ἐκεῖ, χάρη στήν πολυσημία τῶν ρημάτων καί τῶν ὀνομάτων, μεταβάλλει τήν φωνή τοῦ ὑμνωδοῦ σέ καθολική ἀλήθεια πού ἠλεκτρίζει. Τί ἄλλο ἐννοοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης ὅταν μιλοῦσε γιά μέχρι νεκροφανείας ψυχρότητα τῶν ἐκδημοτικισμένων ὕμνων;

Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἐκφράζεται, ὡς ψυχολογικό ὑποκείμενο, μέ τήν ἀτομική του φωνή· δέν ἀντηχεῖ στόν λόγο του τό πνεῦμα τῆς ὁμάδος. Ἡ Ἐκκλησία μας γνώριζε ἀνέκαθεν τά ὅρια τοῦ ἀτομικοῦ λόγου -καί τοῦ πιό ποιητικοῦ- γι' αὐτό καί δέν περιέλαβε στήν ὑμνολογία οὔτε ἕνα στιχούργημα τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, οὔτε ἕναν ὕμνο τοῦ Συμεῶνος Νέου Θεολόγου, παρά τό γεγονός ὅτι ἀμφότερους τούς τοποθετεῖ στήν κορυφή τῶν ἁγίων της. Δέν ἔπασχαν βέβαια οἱ δύο θεολόγοι τόν ἀποκλεισμό τοῦ συγχρόνου ἄνθρωπου, μιλοῦσαν ὅμως ἐξ ἰδίων. Ἄλλο ἡ ἐσωτερική ζωή καί ἡ ἔκφρασι τοῦ κάθε ἑνός καί ἄλλο ἕνα λατρευτικό σύμβολο· ἄλλο ἡ ἐξωτερίκευσι ἑνός βιώματος καί ἄλλο ἡ συγκέντρωσι τῶν ψυχῶν εἰς τό αὐτό σημεῖο. Τό σημεῖο τοῦτο χάνει τήν ἐνοποιό του δύναμι γινόμενο ἰδέα - στήν περίπτωσι, αἴφνης, τῶν μεταγλωττισμένων ὕμνων ἤ τῶν ἀλήστου μνήμης «θρησκευτικῶν» τραγουδιῶν τοῦ τύπου Ὁ Χριστός ἀρχηγός μας καί στρατιῶτες ἐμεῖς. Ἐάν τό λατρευτικό σύμβολο ἦταν ἰδεολογικό, δέν θά ὑπῆρχε λειτουργική ἔκφρασι, δεδομένου ὅτι τό περιεχόμενο τῶν ὕμνων θά ἦταν διακεκριμένο ἀπό τήν μορφή καί γι' αὐτό μεταδόσιμο μόνο του. Ἡ λειτουργική τέχνη δέν φιλοτεχνεῖ ἕνα σύμβολο τοῦ κόσμου γιά νά τόν εἰκονίση καί νά τόν ἀντιπαραθέση ὡς ἀντικειμενική ὑπόστασι στόν νοῦ· θεωρώντας τόν κόσμο συμβολικά, κατοχυρώνει τήν ἐσωτερική του συγκρότησι ἀνάγοντας τά πάντα στό πνευματικό του κέντρο. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει καί οἱ φυσικές ἀκόμη ἰδιότητες τῶν ὄντων δέν ἰσχύουν παρά ἐφ' ὅσον τά ὄντα προσλάβουν τήν σημασία τῆς πνευματικῆς τάξεως καί τῆς ἱεραρχίας τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία καθορίζει ἔτσι συμβολικά καί αὐτή τήν λειτουργικότητά τους. Φαίνεται, νομίζω, ἡ ἐξαιρετική σπουδαιότης τοῦ τυπικοῦ γιά τήν ἱεροτελεστία: Δέν εἶναι ἄχρηστη ἐπένδυσι ἀλλά ὀργανική ἄρθρωσι τοῦ λατρευτικοῦ συμβολισμοῦ, περιφρουρητικὴ τῆς αὐθυπαρξίας του. Ὅταν λοιπόν ὁ συμβολισμός αὐτός ἐκπίπτη σέ παράστασι τῆς «ἀπομυθευμένης» πραγματικότητος χάνει τήν αὐθυπαρξία του, ἡ πνευματική τάξι πού χάραζε ἐκ τῶν ἔνδον τά ὅρια τῆς πράξεως καταρρέει καί ὁ ἄνθρωπος ὁρμᾶ πλέον ἀχαλίνωτα στό κυνήγι τῆς δικῆς του ἐπαρκείας - τήν θανάσιμη χίμαιρα τῆς ἀπόλυτης δυνάμεως. Τό συμβολικό μορφώνει τό φανταστικό, ἐνῶ τό φανταστικό μόνο του ὑπάρχει καί ἀναπαράγεται σάν τό ἀρχέγονο χάος.

Ὁ μεταφραστής τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων συναντᾶ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια προκειμένου νά ἀποδώση τόν λειτουργικό συμβολισμό. Ἐνῶ τό ἀρχαῖο ἰδίωμα ὑψώνει τά λόγια τῆς λατρείας σέ σύμβολο θεϊκῆς πνοῆς καί περαιτέρω καθολικῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, ἡ μετάφρασι τά σχετικοποιεῖ, εἰσάγοντας μέ τήν δηλωτική πλευρά τοῦ ἐνεργοῦ λόγου τό ἀτομικό αἴσθημα. Χαρακτηριστικό τῶν νεωτέρων γλωσσῶν -κυρίως τῆς Δύσεως- εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν μέσον ἐπικοινωνίας καί ἐκφράσεως ἀτόμων. Ὅσο παλαιότερος ὁ λόγος τόσο πιό πλατύ τό αἴσθημα. Τό ἀτομικό αἴσθημα ἐντυπώνεται σέ εἰκόνες• ὁ συλλογικός μύθος ἐκφράζεται μέ σύμβολα. Ἐξ' οὗ ἡ ἀποτυχία δοκίμων κατά τά ἄλλα ποιητῶν μας, ὅταν ἐπεχείρησαν νά «μεταγράψουν» στήν νεοελληνική κάποια πολύ προσφορώτερα, ἐν σχέσει πρός τούς ὕμνους, βιβλικά κείμενα. Τούς διέφευγε ὅτι ἀνασχημάτιζαν μέν ἔννοιες καί λέξεις, δέν δημιουργοῦσαν ὅμως σύμβολα κοινῆς λατρείας καί πίστεως. Ὡς ἀτομική ἀλήθεια τό ἱερό καταντᾶ παγερό καί ἀναξιόπιστο κατάπλασμα ἐπειδή ἀντικαθιστᾶ τό πνεῦμα τῆς ζωντανῆς πίστεως μέ τήν -ποιητική ἤ μή ἀδιάφορο- λογική τῶν ἰδεῶν. Ἡ ὀμορφιά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων ἀναδύεται ὡς ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς ἀπό τήν λειτουργική τους διάστασι, ὄχι ἀπό τήν οἱανδήποτε «λογοτεχνική» τους ἀξία καί ἀρετή. Καί ὅσον ἀφορᾶ εἰς τά καθ' ἡμᾶς, ὑπό τό πρῖσμα ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἡ μεταγλώττισι τῆς ὑμνογραφίας στερεῖται θετικοῦ νοήματος• ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τήν ἀπόδοσι τῶν ἱερῶν κειμένων καί μάλιστα τῶν ὕμνων τῆς μίας, ἁγίας καί καθολικῆς Ἐκκλησίας μας σέ ξένες γλῶσσες, γιά νά εὐτυχήση, ὀφείλει νά διασώζη καί νά ἀκτινοβολῆ τό λειτουργικό τους κάλλος. Τοῦτο δέν εἶναι ἀνέφικτο, ὑπό τόν ὅρο ὅτι θά ὑπάρχη σταθερή ἀναφορά πάντα στό ἑλληνικό πρωτότυπο, ἐνδεχομένη ἀπώλεια τοῦ ὁποίου συνεπάγεται καίριον τραυματισμό τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τό σύμβολο κατακτᾶται καί μπορεῖ νά ἀνανοηματίζεται, ὅταν τό ἐσωτερικεύουμε καί ὄχι ὅταν ἀναγνωρίζουμε τό ἐννοιολογικό του περιεχόμενο. Στήν δεύτερη περίπτωσι εἶναι σημεῖο• στήν πρώτη ἀναδεικνύεται πηγή σημασίας. Λατρευτικῶς τό σύμβολο βιώνεται μέ τήν ψαλμωδία, ἡ ὁποία δίνει στόν λόγο ἔντασι, τόν στρέφει πρός τό βάθος καί τόν κάνει ἐγκάρδιο. Τό σύμβολο δέν ἐγγίζει τίς ψυχές ξεχωριστά, ἀλλά τίς παίρνει ἐπάνω του μέ τήν σύν-κίνησι ὅλων. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον. Τήν ὁμαδική θέασι τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς διά τῆς πνευματικῆς αἰσθήσεως ἐξασφαλίζει ἡ παράδοσι. Ἡ παράδοσι δέν μᾶς καθηλώνει στό παρελθόν, μᾶς γυρνᾶ μέσα· δέν γεννᾶ αἴσθημα, μᾶς ὁδηγεῖ στό αἴσθημα καί ὑπ' αὐτή τήν ἔννοια μᾶς συγκινεῖ, μᾶς ἑνώνει μυστικά μέ ζώντας καί τεθνεώτας. Σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας δέν εἶναι νά κατανοηθῆ τό σύμβολο, εἶναι ν' ἀνοίξη ἡ ψυχή μας, ὁπότε θέμα μεταφράσεως οὔτε γιά τούς ὕμνους οὔτε γιά τά ὑπόλοιπα μέρη της τίθεται. Δέν ἰσχύει γιά τήν γλώσσα μας ὅ,τι διά τίς ἄλλες καί ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ἡ νεοελληνική δέν ἀποτελεῖ ξένο σῶμα ἐν σχέσει πρός τήν ἀρχαία ρίζα της, ὅπως ἡ γαλλική, αἴφνης, ἐν σχέσει πρός τήν ἑλληνική. Δέν συγκροτεῖ ἑπομένως σέ κάθε ἡλικία της αὐτοτελές γλωσσικό σύνολο, διακεκριμένο σαφῶς ἀπό τό ἄμεσο καί τό ἀπώτερο παρελθόν του, εἰς τρόπον ὥστε διατηρεῖ στό ἑκάστοτε παρόν πολιούς τύπους γιά νά ἐνεργοποιῆ βαθύτερα κοιτάσματα τοῦ πνευματικοῦ μας βίου -ἐν προκειμένῳ τόν κόσμο τῆς λατρείας-, πού πρέπει νά μήν θίγωνται ἀπό τήν ρευστότητα τοῦ κοινοῦ λόγου. Ἀντί τοῦ ρηχοῦ λοιπόν «ἐκσυγχρονισμοῦ» ἐπιβάλλεται ἀκραιφνής τήρησι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ, δημιουργία ὅσο τό δυνατόν κατανυκτικώτερης λειτουργικῆς ἀτμόσφαιρας καί μεστό κήρυγμα, πού ἐξιστορικεύει ἑρμηνευτικά τόν εὐχαριστιακό συμβολισμό. Ἀπεργαζόμενος τήν ἑνότητα καρδιᾶς καί διανοίας, ὁ συμβολισμός τοῦτος ἀναφαίνεται οὐσιαστική προϋπόθεσι τῆς προσευχῆς ὅλων, χωρίς τήν ὁποία κοινωνία τῶν μυστηρίων δέν ὑφίσταται. Ἐκεῖνο πού κατ' ἐξοχήν ἐμποδίζει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά προσευχηθῆ, νά ἀναβιβάση τόν νοῦ στόν Θεό καί νά Τοῦ μιλήση, δέν εἶναι ὁ μερισμός τῆς καρδιᾶς καί τῆς διανοίας;

Ἀντί νά μονιμοποιοῦμε τόν ἐσωτερικό διχασμό τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐν ὀνόματι κάποιου ἀπερίσκεπτου ἐκσυγχρονισμοῦ, πρέπει νά ἀποκαταστήσωμε τήν χαμένη πνευματική του ἑνότητα. Μετακομίζοντας τό νόημα σέ ἕνα λόγο «σύγχρονο», χωρίς νά ἀντιλαμβανώμαστε τί ἀκριβῶς θά πῆ αὐτό, πλήττομε τό ἐνοποιό σύμβολο καί διασκορπίζομε τούς ψυχισμούς, ἐνισχύοντας τήν ἐξωτερική συνοχή τῆς λογικῆς καί τῶν τεχνικῶν μέσων. Ὄχι ὅτι ἀπό τό σύμπαν τῆς λογικῆς ἀπουσιάζει τό συμβολικό ἑδραίωμα - κάθε ἄλλο! Ὑπάρχει ἁπλῶς ὡς δεισιδαιμονία τοῦ πρακτικοῦ ἀποτελέσματος, πού ἐγκυμονεῖ ὅμως γιά τόν πολιτισμό μεγάλους κινδύνους, διότι ἐπιτρέπει ἕναν κατευθυνόμενο συμβολισμό, οἰκοδομούμενο στόν σκοτεινό καί ἀποκλειστικό μηχανισμό τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς ἀνάγκης. Πρῶτα, τό συμβολικό στερέωμα ἐμόρφωνε τήν ἰδιοπροσωπία κάθε ἐθνικῆς ὀντότητος καί ἐξασφάλιζε τήν συνύπαρξι ὅλων, δίκην διαφορετικῶν γαλαξιῶν• τώρα, ἡ πολυμορφία ἀπωθεῖται διακριτικά ἤ βάναυσα, πάντως μεθοδικά, ὑπέρ ἑνός καί μόνου παγκοσμίου συστήματος, τό ὁποῖο παραλλάσσει μέν στόν χρόνο ὡς σύνολο, ἀρνεῖται ἐν τούτοις νά δεχθῆ τήν οἱανδήποτε ἐξαίρεσι στούς κόλπους του. Καθώς ὅμως τά ὅρια τῶν ἀναγκῶν εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετα, ὁ δέ πολιτισμός πού ὑπάρχει γιά νά τίς ἱκανοποιῆ διέπεται ἀπό βαθύτατη ἀνασφάλεια, καί ἐξ ὁρισμοῦ τείνει μέ τά ἔργα του πρός τήν ἀμορφία καί τήν ἀποσύνθεσι, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἔχει σοβαρώτατους λόγους νά ἀντιπαραθέτη στόν τεχνοκρατικό ἐπεκτατισμό τῆς Δύσεως τόν θεούμενο ἄνθρωπο, ὡς ζωντανό σύμβολο ἑνός βίου πνευματικοῦ, τέλος τοῦ ὁποίου δέν εἶναι νά συμμορφωθοῦμε στά κελεύσματα τῆς ὅποιας «ἀνάγκης», ἄλλα νά μεταμορφωθοῦμε ψυχή τε καί σώματι, νά πληρωθοῦμε ἐκτός αὐτῆς.

Στήν ὅλη ἀργολογία περί ἐκδημοτικισμοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, ὅπως στό σύνολο τῶν προωθούμενων ἀπό ποικίλες πλευρές «ἐκσυγχρονισμῶν» τοῦ τόπου, ὑφέρπει ἡ σκοπιμότης νά ἐνσωματωθοῦμε, ἐπί τέλους, στήν Δύσι, ἀσχέτως ἐάν τοῦτο συνεπάγεται νά χάσωμε τό πρόσωπό μας καί ἀκυρώνει αὐτή τήν ἐπιζητούμενη ἐνσωμάτωσι, ἀφοῦ προϋποθέτει ἕνα ἱστορικό κουρέλι. Χωρίς ὀντότητα κανένας λαός δέν ἀντέχει στούς κλυδωνισμούς τῶν σκληρῶν ἀναπροσαρμογῶν πού ἐπιβάλλει μία οἰκουμενική συγκυρία σάν τήν παροῦσα. Ὑπ' αὐτό τό πρῖσμα ἔχει ὑψίστη σημασία νά διαφυλάξωμε ἄθικτο τόν πνευματικό μας θησαυρό, ἀρχίζοντας ἀπό τήν παραδόσιμη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὀφείλει μάλιστα, ἀντί ἄλλης κατηχήσεως, νά ἐνθαρρύνη ἐμπράκτως τίς σπουδές τῆς ἀρχαίας μας γλώσσας καί παραλλήλως νά καλλιεργήση τήν λειτουργική μέ τήν δημοτική μουσική καί χορό, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι μόνο ἡ θέρμη τῶν ψυχῶν θά σώση τήν Πίστι. Ὡς πυρήνας τοῦ ἐθνικοῦ πνεύματος ζωῆς, ὡς διαπλαστική δύναμις ἀνθρώπων, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀπείρως πλουσιώτερη ἀπό ὅλα μαζί τά σύγχρονα καί τά μελλοντικά μηχανήματα, ἀπό αὐτήν μπορεῖ τό Γένος νά περιμένη οὐσιαστική ἠθική ἐνίσχυσι στήν μάχη ἐπιβιώσεως πού δίνει, ἐγκαταλελειμμένο ἐν ψυχρῷ ἀπό τήν ἰδιοτελῆ πνευματική καί πολιτική του ἡγεσία. Ἡ προαιώνια ρίζα δέν μᾶς χρειάζεται ἰδεολογικά• μᾶς χρειάζεται ὡς αὐθεντική πνευματική συγκρότησι καί ἐσωτερική ἑδραία βάσι, ἄνευ τῶν ὁποίων σέ μιὰ ἰσχυρή ἱστορική πίεσι εἶναι ἀναπόφευκτο νά καταρρεύσωμε. Ποιό μπορεῖ νά εἶναι τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, ὅταν ὁ λαός ποὺ ἀνέβασε τό πνεῦμα στά οὐράνια γίνη μουσειακό ἀντικείμενο;

Περὶ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μου Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος






Τί ἔπαθα ὁ κακόμοιρος; ποιὸς θρῆνος θὰ εἶναι ἀντάξιός μου;

Ποιὰ πηγὴ δακρύων θὰ μοῦ ἀρκέσει; Ποιὰ τραγούδια;

Οὔτε τῶν παιδιῶν του τὸ θάνατο τόσο δὲν ἔκλαψε κανεὶς

[1354] Οὔτε τῶν σεβαστῶν γονιῶν του ἢ τῆς ἀγαπημένης του γυναίκας

οὔτε τὴν γλυκιὰ πατρίδα ποὺ τὴν ἀποτέφρωσε ὁρμητικὴ φωτιά,

οὔτε τὸ σῶμα ποὺ τὸ βασανίζει δυσθεράπευτη φωτιά,

ὅσο θρηνῶ ἐγὼ τὴν ψυχή μου γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ ἔπαθε.

Ἂχ ὁ ταλαίπωρος, χάνεται ἡ οὐράνια εἰκόνα.

Γιατί πλάσμα καὶ εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ

εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔρχεται καὶ σ' αὐτὸν πηγαίνει·

Ὅποιος κοιτάζοντας ψηλὰ καὶ ἑνώνοντας τὴ σάρκα μὲ τὸ πνεῦμα

ἔχει τὸ Χριστὸ εὐνοϊκὸ ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του·

Ὅποιος τὰ κτήματά του, τὴ γλώσσα, τὰ αὐτιά, τὸ νοῦ του

καὶ τὴ δύναμη δώσει στὴ ζωὴ ποὺ ἔρχεται,

ληστεύοντας τὸν εὐρύχωρο κόσμο, ὅσα κρατοῦσε

ὁ ληστὴς τῶν ξένων ὁ ἀντίθεος Βελίας,

[1355] καὶ φέροντας στὶς ἀποθῆκες του σοδειὲς μεγαλύτερες ἀπὸ τὶς ἐπίγειες

ποὺ τὶς ληστεύουν οἱ κλέφτες καὶ τὶς καταστρέφουν,

θὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του τὸ βασιλιᾶ Θεὸ καὶ θὰ γίνει πνεῦμα

ἀφοῦ ἀποθέσει τὸ σῶμα καὶ τὸ πάχος ποὺ ἐμποδίζει

καὶ θὰ κερδίσει θέση στὸν ἀγγελικὸ χορό,

παίρνοντας βραβεῖο μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς ἀξιόλογους κόπους του·

καθ' ὅλου δὲ θὰ βλέπει τὴ θαμπὴ ὄψη τῆς σκηνῆς, ὅπως ἄλλοτε,

οὔτε τὴν γραπτὴ εἰκόνα τοῦ νόμου ποὺ χάνεται,

ἀλλὰ θὰ βλέπει μὲ τὰ μάτια τοῦ καθαροῦ νοῦ τὴν πραγματικότητα.

Ἐξυμνῶντας μὲ τὸ στόμα του τραγούδι ἑορταστικό.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θνητῆς ζωῆς, σ' αὐτὸ ἀνυψώνει

τοὺς ἀνθρώπους ἡ προσβολὴ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος

δέχθηκε τὴ μορφὴ δούλου καὶ τὸ θάνατο

δοκίμασε καὶ στὴ ζωὴ δεύτερη φορὰ ἐπέστρεψε,

ἐνῶ ἦταν Θεὸς κυβερνήτης τῆς ζωῆς πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες

[1356] ὁλόκληρη ἡ εἰκόνα πάντοτε τοῦ ἀθάνατου πατέρα,

γιὰ νὰ μ' ἐλευθερώσει ἀπ' τὴ σκλαβιὰ καὶ ν' ἀφαιρέσει τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου,

ποὺ θὰ ἔρθει γιὰ καλύτερη ζωή.

Μὰ ἐγὼ δὲν διατήρησα στὴν μνήμη μου τὰ σεβαστὰ θεῖα μυστήρια,

ἂν καὶ ἔχω ψυχὴ μύστη γιὰ τὴν οὐράνια ἄνοδο·

Ὅμως μὲ ἕλκει κάτω τὸ χωμάτινο βάρος καὶ δὲν κατόρθωσα

νὰ βγῶ ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ νὰ στρέψω τὰ μάτια μου στὸ φῶς,

εἶδα βέβαια· ἀλλὰ ὑπῆρχε στὸ μέσον νέφος ποὺ σκέπαζε τὰ μάτια,

Ἡ σάρκα ἐπαναστατοῦσε μὲ τὸ γήινο φρόνημα·

πολλὲς μέριμνες στὴν καρδιὰ μέσα ἐδῶ κι ἐκεῖ

περιφέρονται καθὼς κενὸς πλανιέται ὁ νοῦς,

τὸ Χριστὸ μακριὰ ποὺ διώχνουν, τὸ Θεὸ Λόγο,

γιατί ἀρνεῖται ὁ νυμφίος νὰ ἑνωθεῖ μὲ ξένη ψυχή.

Πολλὰ πάνω στὴ γλώσσα ὑπάρχουν δηλητήρια καταστροφῆς.

Ἡ γλώσσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ μισὴ κακία

[1357] ἐκπέμπουσα θυμὸν ἀκάλυπτο κακό, ποὺ πάρα πολὺ

βράζοντας ὁρμητικὰ ἀφαιρεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν προσοχὴ

ἢ ἂν καὶ κρύβει μέσα στὰ στήθη του ἕνα ἀπατηλὸ σκοπὸ

ἐκφράζοντας ὄμορφα λόγια ἀπὸ ὄμορφο στόμα.

Μακάρι νὰ ὑπῆρχε θύρα· στὰ μάτια μου

καὶ στ' αὐτιά, ποὺ δὲν εἶναι πάντοτε καλοπροαίρετα ἀνοιχτά,

ὥστε τὸ καλὸ νὰ κοιτάζει καὶ ἀκούγοντας νὰ τὸ ἀσπάζεται,

ἀλλὰ νὰ κλείνουν στὰ ἄσχημα καὶ τὰ δύο αὐτόματα.

Τὸ ἄριστο ἔργο τῶν χεριῶν εἶναι νὰ τὰ ὑψώνουμε στὸν οὐρανὸ

ἀμόλυντα καὶ νὰ τὰ δίνουμε στοὺς οὐράνιους νόμους.

Ἔτσι καὶ ἔργο τῶν ποδῶν εἶναι νὰ βαδίζουν

στὸν ἴσο δρόμο καὶ ὄχι στ' ἀγκάθια

οὔτε στοὺς ὑψηλοὺς βράχους καὶ σὲ δρόμο ἄνομο.

Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς ἔδωσε κάθε μέλος λαμπρὸ γιὰ τὰ λαμπρὰ

βρῆκε ὅμως ἡ κακία γιὰ μένα τὸ ὅπλο τοῦ θανάτου.

[1358] Ποιὸς νόμος εἶναι αὐτὸς γιὰ μένα; Μὲ ποιὸ τρόπο

εἶναι δεμένος στὴ γῆ μὲ τὴ σάρκα;

Πῶς μὲ τὸ ἐλαφρὸ πνεῦμα ἀναμείχθηκε τὸ σῶμα;

Οὔτε εἶμαι ὅλος διάνοια, ἀκηλίδωτη φύση, οὔτε χειρότερη,

ὅλος χώμα, ἀλλὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ δύο διπλό.

Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἀντέχω τὴν ἀσταμάτητη ταραχὴ τῆς μάχης μεταξὺ

τῆς σάρκας καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ παίρνουν θέση ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη.

Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἀλλὰ ἕλκομαι ἀπὸ τὴ φαυλότητα.

Στὸ καλύτερο ἄνομα μάχεται τὸ χειρότερο ὄχι ὁσίως.

Ἢ ἀπέχω ἀπὸ τὴν κακία καὶ νικῶ ὄχι χωρὶς κόπο,

πετυχαίνοντας πολλὰ βραβεῖα ἀγώνων μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γιατί ὑπάρχει σὲ μένα καὶ μὲ διπλὴ συνήθεια· ἡ μία καλὴ

ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ καλὸ καὶ ἡ ἄλλη χειρότερη

ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ κακό. Ἡ μὲν συνήθεια τοῦ καλοῦ εἶναι ἕτοιμη

νὰ ὑπακούσει τὸ Χριστό, ἐρχόμενη στὸ φῶς.

[1359] Ἡ ἄλλη πάλι συνήθεια τῆς σάρκας καὶ τοῦ αἵματος εἶναι πρόθυμη

νὰ δεχτεῖ τὸν Βελίαρ πηγαίνοντας στὸ σκοτάδι.

Ἡ μία εὐχαριστιέται μὲ τὰ ἐπίγεια, σὰ νὰ εἶναι τὰ καλά,

Ἐνῶ δὲν ἔχουν μονιμότητα καὶ εἶναι παροδικά.

Ἀγαπάει τὶς διασκεδάσεις καὶ τὰ μίση καὶ τὸν φοβερὸ κορεσμὸ

καὶ τὴν ντροπὴ τῶν παρανόμων πράξεων καὶ τὶς πανουργίες.

Βαδίζει τὸν πλατὺ δρόμο καὶ χαίρεται τὴν καταστροφή της,

ντυμένη στὴν σκοτεινὴ ἀχλὺ τῆς ἀνοησίας.

Ὅμως ἡ ἄλλη εὐχαριστιέται μὲ τὰ οὐράνια σὰ νὰ εἶναι παρόντα

ὅσα ἐλπίζουμε καὶ μόνο τὸ Θεὸ ἔχει

ἐλπίδα τῆς ζωῆς της, βλέποντας τὰ ἐπίγεια καπνὸ ἀσήμαντο,

ποὺ βρίσκονται σὲ διαφορετικὴ κατάσταση μὲ ἄλλη τυχαία περίπτωση.

Καὶ ἀγαπάει τὴ φτώχεια καὶ τὰ δεινά τῆς ζωῆς καὶ τὶς μέριμνες

τὶς καλὲς καὶ βαδίζει στὸ δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς·

Κι ἐνῶ αὐτὲς φιλονικοῦσαν ἦρθε ἀπὸ ψηλὰ ἐνεργητικὸ

[1360] τὸ Πνεῦμα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ φώτισε τὸ νοῦ,

σταματῶντας τὴν ταραχὴ τοῦ δυστυχισμένου σώματος καὶ τῶν σκοτεινῶν

παθῶν καταπραΰνοντας τὸ ἄγριο κύμα.

Ἡ σάρκα, ὅπως ἔχει λυσσασμένη δύναμη καὶ δὲν παύει

τὸν πόλεμο, ἀποκλίνει ὁ ἀγώνας ἄλλοτε πρὸς τὰ ἐδῶ

καὶ ἄλλοτε πρὸς τὰ ἐκεῖ.

Ἄλλοτε τὸ χῶμα (σὰρξ) τιθασεύεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ ἄλλοτε πάλι

στὴν ὁρμητικὴ σάρκα ὑποτάσσεται ὁ νοῦς μὴ θέλοντας.

Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ εἶναι τὸ καλύτερο· καὶ αὐτὸ ποὺ μισεῖ,

ἀφοῦ τὸ πράξει, κλαίει τὴν ἀφόρητη σκλαβιά του,

τοῦ πατέρα τοῦ πρωτόπλαστου τὴν ἀπάτη, τῆς μητέρας τὸ ἔνοχο

ξελόγιασμα, μητέρα τῆς δικῆς μας ἀσέλγειας,

καὶ τοῦ διεστραμμένου μοχθηροῦ φιδιοῦ, τοῦ ἀκόρεστου γιὰ αἷμα,

ἀπάτη, ποὺ μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων εὐχαριστεῖται.

Καὶ τὸ δένδρο καὶ τὸν καταστρεπτικό του καρπὸ γιὰ τοὺς θνητοὺς

τὴ γεύση τὴ φονική, τὶς πύλες τοῦ θανάτου,

[1361] τὴν ἐπονείδιστη γύμνωση τῶν μελῶν καὶ ἀπὸ τὸν παράδεισο

τὴν ἀτιμότατη ἀπόρριψη τοῦ φυτοῦ τῆς ζωῆς.

Ἀπὸ αὐτὰ στεναχωρημένος ὁ νοῦς θρηνεῖ. Ἡ σάρκα μου ὅμως

ρίχνει τὸ βλέμμα στοὺς προγόνους καὶ τὸ ἀνθρωποκτόνο φυτό,

καὶ τὴν κάθε γλυκιὰ τροφὴ δέχεται πάντοτε

ποὺ τὸ καταστροφικὸ μισητὸ φίδι δείχνει κολακεύοντας.

Γι αὐτὸ κλαίω καὶ μὲ προσευχὲς τὸν Βασιλιὰ

ποὺ κυβερνάει ὅλα καὶ γιὰ ὅλους τὴ ζυγαριὰ βαστάει

ἱκετεύω γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὰ δύο,

καὶ μὲ καλὴ διάθεση νὰ δικάσει καὶ τὸν πόλεμο νὰ συντρίψει,

στὸ καλύτερο, ὅπως εἶναι δίκαιο, κάμπτοντας τὸ χειρότερο·

αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο καὶ γιὰ τὰ δύο·

καὶ νὰ μὴ βαραίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ πηγαίνει στὴ γῆ,

ὥστε ὅπως τὸ μολύβδινο βαρύδι νὰ ἕλκεται στὸ βυθό,

[1362] ἀλλὰ στὸ πνεῦμα τὸ φτεροφόρο καὶ στὴν εἰκόνα νὰ ὑποχωρήσει τὸ χῶμα,

ὅπως τὸ κερὶ στὴ φωτιὰ λιώνοντας τὴν κακία.

Τέτοια ἱκετεύοντας καὶ θεραπευτικὰ μέσα στὴ πηχτὴ σάρκα

πολλὰ δίνω, ἀμέσως τὴ βαριὰ ἀρρώστια ἀπομακρύνω.

Καὶ τὴν μανία, ἀνήμερο θηρίο μὲ δυνατὰ

δεσμὰ δένω, τρέμοντας τὸ κακὸ κύμα.

Κλειδώνω τὴν κοιλιά, μὲ δυσθεράπευτη θλίψη, τὴν ψυχὴ

βασανίζω καὶ χύνω τὶς βρύσες τῶν δακρύων μου.

Λυγίζω τὰ πληγωμένα γόνατα στὸ Βασιλιά, τὶς νύχτες ἄϋπνες

τὶς περνῶ καὶ λερώνω τὸ πένθιμο ροῦχο ποὺ ἔχω.

Γιὰ ἄλλους εἶναι τὰ δεῖπνα, οἱ χοροί, τὰ γέλια,

οἱ διασκεδάσεις, τὰ παιχνίδια τῆς τρυφερῆς ἡλικίας.

Ἄλλοι γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς γιοὺς τους χαίρουν

καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ ἰσχυροῦ πλούτου ποὺ χάνεται.

[1363] Καὶ ἄλλοι πάλι μὲ τὶς ἀγορές, τὰ ἄλση καὶ τὰ λουτρὰ

εὐχαριστιοῦνται καὶ νὰ ὑπερηφανεύονται μέσα στὴν πόλη,

μὲ τὰ ἐπαινετικὰ λόγια καὶ τὴ βοὴ τοῦ πλήθους, ποὺ ἀκολουθεῖ,

συνοδεύονται ὑπεροπτικοὶ μπροστὰ στοὺς θρόνους τους.

Εἶναι πολλὲς γιὰ τοὺς θνητούς τῆς ποικίλης ζωῆς

οἱ εὐχαριστήσεις· μὲ τὰ ἄσχημα ἀναμειγνύεται τὸ εὐχάριστο.

Ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι νεκρὸς γιὰ τὴ ζωὴ καὶ σὲ λίγο πάνω στὴ γῆ

ἀφήνω τὴ πνοή· ἀποφεύγω τὶς πόλεις καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὰ θηρία καὶ τοὺς βράχους συναναστρεφόμενος χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους

Κατοικῶ σὲ πέτρινο ρῆγμα ἄθλιο καὶ πρόχειρο

μὲ ἕνα χιτώνα, χωρὶς πέδιλα, ἄστεγος μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα

ζώντας γίνομαι εἰρωνεία γιὰ ὅλους τοὺς θνητούς.

Τὸ στρῶμα μου εἶναι ἀπὸ χόρτα καὶ κλινοσκέπασμα ὁ σκληρὸς σάκκος

καὶ σκόνη βρεμένη στὸ δάπεδο ἀπὸ τὰ δάκρυά μου.

[1364] Πολλοὶ θρηνοῦν στὰ σιδερένια δεσμά.

Ἄλλοι πάλι πληροφοροῦμαι ὅτι ἔχουν τέφρα γιὰ φαγητό.

Καὶ ἄλλοι τὸ ποτὸ τους ἀνακατεμένο μὲ δάκρυα πόνου·

ἄλλοι χτυπιοῦνται ἀπὸ χειμωνιάτικα χιόνια,

σαράντα νύχτες καὶ μέρες ὅμοιοι μὲ δένδρα

νὰ στέκονται μὲ τὴν σκέψη ἀνυψωμένοι ἀπὸ τὴ γῆ

καὶ ἔχοντας μόνο τὸ Θεὸ στὴ καρδιά• ἄλλος ἔκλεισε

τὰ χείλη καὶ στὴ γλώσσα ἔβαλε χαλινὰ.

Ὄχι σ' ὅλα χαλινὰ, ἄφησε μόνο σὲ ὕμνους,

σὰν κιθάρα ποὺ νὰ ἔχει πνοὴ καὶ τὴν παίζει τὸ πνεῦμα.

Κάποιος ἀφιέρωσε τὸ κεφάλι του στὸ Χριστό, διατηρώντας,

ἐξ αἰτίας τῆς ἱερῆς ὑποσχέσεως, ἀκούρευτα τὰ μαλλιά.

Ἄλλος ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ στ' αὐτιὰ του ἔβαλε θύρες

μήπως, δίχως νὰ ἀντιληφθεῖ δεχτεῖ τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου.

[1365] Τέτοια εἶναι τὰ θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὸ ἐχθρικὸ σῶμα.

Ἤδη καὶ τὰ γηρατειά μου εἶναι φάρμακα τῶν παθῶν μου.

Πολλὲς χωρὶς νὰ τὸ θέλω ἀνυπολόγιστες ὁρμητικὲς θύελλες

περιστρέφονται γύρω μου, ποὺ βασανίζομαι ἀπὸ φρικτοὺς πόνους.

Ἀλλὰ τὸ σῶμα οὔτε στὰ λόγια πειθαρχεῖ οὔτε οἱ κόποι

τὸ τραχύνουν, οὔτε ἀλύγιστο κυρτώνει ἀπὸ τὸ χρόνο•

Ἀλλὰ μὲ κλειστὰ μάτια πάντα ἐνάντια στὴ ζωὴ

ὁρμᾶ καὶ σὰν τὴν λεγεώνα μὲ τοὺς χοίρους ἐπιθυμεῖ γκρεμούς.

Ἂν σὲ κάποιο σημεῖο ἀπομακρυνθεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τοῦ Θεοῦ,

τὸ φόβο ἢ ἀπὸ τοὺς κόπους ἢ ἀπὸ λόγια θεϊκά,

ὅπως τὸ φυτὸ ποὺ ὁ καλλιεργητής του μὲ τὶς παλάμες τὸ τραβάει,

περιστρέφεται πάλι στὴν προηγούμενη κακία του.

Ὦ δυστυχισμένοι, θνητὸ γένος τῶν ἀνθρώπων•

Πόσο ὅταν οἱ συμφορὲς μᾶς βασανίζουν εὐχαριστιόμαστε μὲ τὴν παραφροσύνη μας.

Οὔτε τὸ λόγο σεβόμαστε, ποὺ μέσα μας κατὰ τὴν γέννησή μας

[1366] ἔβαλε ὁ Θεός, χαρίζοντας σπέρμα ζωῆς•

Οὔτε τὸ νόμο νὰ φοβόμαστε, ποὺ κάποτε σὲ λίθινες πλάκες

Μὲ γράμματα τὴν ἀλήθεια προτυπώνοντας ὁ Βασιλιὰς

ἐχάραξε τελευταία ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς

τὶς δικές μας μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος•

καὶ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ Πάθη ἀφοῦ μελέτησαν ἀντίθετα

ποὺ μὲ ἀπομάκρυνε ἀπὸ φρικτὰ πάθη,

ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα, στὸ σταυρό, καρφώθηκε καὶ κάρφωσε τὴ σκοτεινὴ

ἁμαρτία τοῦ πλάσματός του καὶ τὴ δύναμη τοῦ Βελίαρ,

καὶ γιὰ νὰ μὲ ἀναγεννήσει καὶ ἐκ τοῦ τάφου νὰ ἐπαναφέρει

μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ συνδοξασθοῦμε ὑψηλά.

Πολλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἐπίγειους τοῦ Θεοῦ

τὰ δῶρα ποὺ εἶναι καλύτερα ἀπ' ὅ,τι ἡ γλώσσα μου μποροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Γιατί κατανικώντας μὲ χτυπήματα γιὰ τὴν ἀσέβειά μου

Μὲ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ μὲ εὐνοϊκὲς σκέψεις.

[1367] Γιατί ὅλα μὲ καλὴ διάθεση τὰ κυβερνᾶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους

ἂν καὶ κρυπτὸ ἔχει τὸ βάθος τῆς δικῆς του σοφίας

καὶ ἀνάμεσα στὸ γένος μας καὶ στὸ Θεὸ σκοτάδι

πολὺ βρίσκεται, τὸ ὁποῖο λίγοι τὸ διασχίζουν,

ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ μάτια ὀξύτατης διαύγειας

καὶ ἀμόλυντοι διασχίζουν τὴν καθαρὴ σοφία.

Ἀλλὰ σὲ μένα ὁ Χριστὸς δίνοντας ἄπειρη δωρεά,

πρῶτα στὴ μητέρα μου ποὺ προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της

δῶρο μὲ ἔδωσε καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς μὲ δέχτηκε

δῶρο ἀφοῦ ἀπὸ τὸ παιδὶ τους τίποτε ἀνώτερο δὲν εἶχαν

ἀπ' ὅλη τὴν περιουσία τους• ὕστερα τὸ θεῖο ἔρωτα

μοῦ ὑπέδειξε μὲ ὁράματα νυχτερινά τῆς ἁγνῆς μου ζωῆς.

Καὶ τώρα ἀκοῦστε εὐσεβεῖς• οἱ ἀκάθαρτοι

στὶς ψυχές, κλεῖστε τὰ αὐτιά σας μὲ πόρτες.

Ἤμουν τρυφερὸ παιδί, ὄχι ἀκριβῶς παιδί, ὅταν ὁ νοῦς

[1368] ἀπὸ τὸ ὁμοίωμα τῶν καλῶν ἢ κακῶν ἐγχαράσσεται,

ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει σχῆμα ἀπὸ σταθερὰ νοήματα,

παρὰ προσλαμβάνει τὰ πρῶτα στοιχεῖα ἀπὸ ξένους τρόπους.

Ἀλλὰ οἱ γονεῖς μου ἀπεικονίζουν στὸ νοῦ μου ὄχι μὲ ἄσχημα

χρώματα, μὲ δίδαξαν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀρετῆς.

Γιατί σ' ὅλους τοὺς θνητοὺς ἦταν θαυμαστοί,

ἔχοντας ἴδιο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς

ἴδιοι στὰ γηρατειὰ καὶ στὸν ἠθικὸ χαρακτήρα

τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, εὐτυχισμένοι καὶ ἰσχυροὶ

ὑπερβαίνοντες τὰ κανονικά. Ὁ ἕνας μακριὰ κάποτε ἀπὸ τὴν μάνδρα

τὴ μεγάλη βρισκόταν, ποὺ τώρα σ' αὐτὴ ἀσκεῖ μεγάλη ἐξουσία

ὄχι πρόβατο, ἀργότερα τὸ πιὸ ἔξοχο ἀπὸ αὐτὰ καὶ σ' αὐτὰ

πνευματικὸς ποιμένας τώρα ἀξιοσέβαστος καὶ ποιμένας τῶν ποιμένων.

[1369] Οὔτε ἦρθε στὸ παραγωγικὸ ἀμπέλι πρωί,

ἀλλὰ ξεπέρασε πολὺ στὴ δουλειὰ τοὺς προπορευόμενους.

Ἡ ἄλλη ἀπὸ θαυμάσιους γονεῖς ἱερὸ φυτό, ἀπὸ

ἁγνὴ ρίζα, ἀπὸ νέους ἱεροὺς βλαστοὺς τῆς μητέρας

καθ' ὅλου περιφρονημένη ἀπὸ τὶς πρῶτες, ποὺ τὸ βασιλιὰ Χριστὸ

δέχτηκαν καὶ τὸν εἶδαν νὰ ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν τάφο,

ἀναπνέοντας λίγο πάνω στὴ γῆ ἀπὸ πιεστικὴ ἐπιθυμία τῆς σάρκας,

ἐξασφαλίζοντας ὅμως περισσότερο μερίδιο ζωῆς στὸν οὐρανό.

Ἀπὸ αὐτοὺς διαμορφώθηκε ὁ ἤπιος χαρακτήρας μου καὶ ὅπως τὸ πηχτὸ

τυρί, γρήγορα ἔπαιρνε τὴν μορφὴ τοῦ καλαθιοῦ, ὅπου ἐναποτίθεται τὸ νωπὸ τυρί.

Κάποτε ποὺ κοιμόμουν μοῦ ἦρθε τέτοιο ὄνειρο

ποὺ μὲ ὁδήγησε εὔκολα στὴν ἐπιθυμία τῆς ἁγνότητας.

Εἶδα δύο μὲ ἀσημένια φορέματα

κοπέλες νὰ λάμπουν, ποὺ στέκονταν κοντά μου,

καὶ οἱ δύο ὄμορφες τῆς ἴδιας ἡλικίας• καὶ στὶς δύο

[1370] καλλωπισμὸς ἦταν ἡ ἀστολισιὰ, ποὺ εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς γυναίκας.

Οὔτε τὸ λαιμὸ στόλιζαν μὲ χρυσό, οὔτε μὲ πολύτιμους λίθους,

οὔτε εἶχαν λεπτὰ μεταξωτὰ νήματα,

οὔτε χιτῶνες φοροῦσαν ἀπὸ λινὸ ὕφασμα

οὔτε μὲ βαμμένα βλέφαρα γιὰ νὰ λάμπουν λίγο τὰ μάτια

οὔτε ὅσα μελέτησαν ἄνδρες τεχνίτες στὰ πρόσωπα γυναικῶν

τρόπους βοήθειας γιὰ τὴν ἀσέλγεια

οὔτε πλεξοῦδες ξανθιῶν μαλλιῶν ριγμένες στὶς πλάτες

ἀνέμιζαν μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἁπαλοῦ ἀέρα.

Ὡραία πέπλος ἕσφιγγε μὲ ζώνη,

μέχρι τὰ πόδια καὶ τοὺς ἀστραγάλους συρόμενος•

μὲ καλύπτρα στὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπο

κάλυπταν, χαμήλωναν τὰ μάτια τους στὴ γῆ.

Τῆς ντροπῆς τὸ ὡραῖο κοκκίνισμα στόλιζε καὶ τὶς δύο

ὅσο φαινόταν κάτω ἀπὸ τὰ καλοφτιαγμένα ὑφάσματα.

[1371] Σιωπηλὲς καὶ οἱ δύο μὲ κλειστὰ χείλη,

δροσερὲς ὅπως τὰ ρόδα στὰ μπουμπούκια τους.

τὶς ἔβλεπα καὶ χαιρόμουν πολύ. Ἰσχυρίζομαι

βέβαια ὅτι ἦταν οἱ καλύτερες ἀπὸ τὶς θνητές•

αὐτὲς μὲ ἀσπάζονταν, ἐφ' ὅσον τόσο εὔθυμος ἤμουν μαζί τους,

μὲ τὰ χείλη τους, καὶ μὲ φιλοφροσύνη μὲ ὑποδέχτηκαν σὰν ἀγαπητὸ γιό.

Ὅταν τὶς ρώτησα ποιὲς γυναῖκες εἶναι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχονται,

ἡ μία ἀπάντησε ἡ ἁγνεία καὶ ἡ ἄλλη ἡ σωφροσύνη,

ποὺ στεκόμαστε γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ βασιλιὰ

καὶ εὐχαριστιόμαστε τὶς ὀμορφιὲς τῶν ἀγάμων τοῦ οὐρανοῦ.

Ἀλλὰ ἐμπρὸς παιδί μου σύνδεσε τὸ νοῦ σου

μὲ τὸ δικό μας νοῦ, τὴν λαμπάδα σου μὲ τὶς λαμπάδες μας,

καὶ νὰ σὲ βάλουμε κοντὰ στὴν λαμπρὴ ἀθάνατη Τριάδα.

Μιλώντας ἔτσι ὑψώθηκαν στοὺς αἰθέρες. Τὰ μάτια μου

[1372] παρακολουθοῦσαν αὐτὲς ποὺ πετοῦσαν. Διασκορπίσθηκαν, ἦταν ὄνειρο,

ἀλλὰ γιὰ πολὺ χρόνο ἡ καρδιά μου μὲ τὶς σεβαστὲς μορφὲς τῆς νύχτας

εὐχαριστιόταν καὶ μὲ τὶς εἰκόνες τῆς λαμπρῆς ἁγνότητας.

Τώρα δὰ ὁ λόγος τους συνέχει τὴν ψυχή μου, ὁπόταν ἡ ἔννοια

τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν σχηματίσθηκε μὲ ἀκρίβεια.

Ὁ νοῦς ὁδηγοῦσε τὴ λαχτάρα καὶ ἡ θολὴ ὀμορφιὰ

τοῦ νυχτερινοῦ ὀνείρου φαινόταν τώρα μεγαλόπρεπα.

Ὅπως στὶς ξερὲς καλαμιὲς ἀόρατη σπίθα

Ποὺ καίει μέσα σ' αὐτὲς ξαφνικὰ δυναμώνει,

μικρὴ φωτιὰ στὴν ἀρχή, ὕστερα ὑψώθηκε φλόγα

ὁρμητική, ἔτσι κι ἐγὼ φλεγόμενος ἀπὸ τὸ ὄνειρο

ἀμέσως φανέρωσα τὸν πόθο καὶ σὲ ὅλους ἔλαμψε τὸ φῶς,

ποὺ δὲν ἔμεινε πιὰ μυστικὸ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς.

[1373] Σχετιζόμουν πρῶτα μὲ τοὺς εὐσεβεῖς ποὺ τοῦ γάμου

τὰ δεσμὰ ἀπέφυγαν, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν ἐπίγειο κόσμο,

γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν πτεροφόροι τὸ Βασιλέα Χριστό,

ὑψωμένοι ἀπὸ τὴ γῆ μὲ μεγάλη δόξα.

Τοὺς ἀγαποῦσα καὶ τοὺς τιμοῦσα μὲ τὴν καρδιά μου

καὶ τῆς ἐλπίδας μου ὁδηγοὺς γιὰ τὸν οὐρανὸ αὐτοὺς εἶχα•

Ἀλλὰ ἔπειτα ὑπολόγιζα τὸ βαρὺ ζυγὸ τοῦ γάμου

ἐπιθυμώντας νὰ καθίσω στὴν ὑψηλὴ θέση τῶν παρθένων.

Γιατί ὅσες ἀνύπανδρες πῆραν μὲ κλῆρο μερίδιο στὸν πλατὺ οὐρανὸ

ξεπέρασαν τὰ ἀφόρητα πάθη.

Λαμπερὸς εἶναι πρώτιστα οἱ παντοδύναμος Θεός• ἔπειτα ὅσοι στὸ Θεὸ

ἀφοσιωμένοι στέκονται κοντὰ στὸν ὑψηλὸ θρόνο.

Ἔχοντας αὐτοὶ τὴν πρώτη ἀκτίνα τοῦ καθαροῦ Θεοῦ,

[1374] ὁλόλαμπροι, προσφέρουν πρόθυμα λάμψη στοὺς θνητούς.

Ὅσοι πλάσθηκαν ἀπὸ ψυχὴ καὶ ὕλη σ' ἕνα σῶμα,

καὶ εἶναι δύαδα, γέννημα τοῦ χώματος ποὺ μάχεται,

ἐπιθυμοῦν γάμο καὶ εἶναι σωματικὰ ὥριμοι

νὰ τεκνοποιήσουν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς κατευθύνοντας τὸ ἀνώτερο μέρος,

τὸ διέκρινε ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὸ ἀποξένωσε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πλάνης

καὶ τὸ τοποθέτησε κοντὰ στὴν ἐλεύθερη ζωὴ τῶν ἀθανάτων.

Ἐκεῖ μ' ἔστειλε ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὰ μεγάλα, οὔτε πάνω στὴ γῆ

χαμηλὰ πατοῦσε χωρὶς κόπο τὸ πόδι μου. Ἀλλὰ

σὰ νὰ εἶχα γευτεῖ τὸ γάλα τὸ γλυκὸ

ἢ τὸ μέλι τῆς ἀμετακίνητης ἐκεῖ χοροστασίας

δὲν ἐπιθυμοῦσα πιὰ νὰ ἐπιστρέψω κοντὰ στὸ πικρὸ φαγητό μου,

ἐπειδὴ ἐδῶ γεννιέται ἡ κακία ποὺ φθείρει τὴν ψυχή.

Οὔτε εὐθυμίες καὶ ὅσα ἀγαποῦν οἱ νέοι, οὔτε ἐλαφρὰ ροῦχα

οὔτε περιποιημένα μαλλιά, οὔτε

δυσάρεστη χαρὰ τῶν ἄσχημων λόγων, οὔτε

γέλια ἀβάσταχτα, οὔτε βράσματα τῆς ἐχθρικῆς σάρκας

μοῦ ἦταν ἀρεστά. Τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνὰ καὶ τ' ἄλογα

ποὺ χλιμιντρίζουν, καὶ τὰ γαυγίσματα τῶν κυνηγόσκυλων,

σ' ἄλλους τ' ἄφησα καὶ ἀφοῦ πέταξα ὅλα τὰ πλούτη,

ἔβαλα τὸν αὐχένα μου στὸ ζυγὸ τῆς σταθερῆς ἁγνότητας

ποὺ μὲ πρόσεχε, μ' ἀγαποῦσε καὶ μὲ ὁδήγησε σὲ μεγάλη δόξα

καὶ μὲ καλὴ διάθεση μ' ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλὰ Πάτερ καὶ Λόγε τοῦ πατέρα, Πνεῦμα φωτεινὸ

τῆς δικῆς μας ἀβέβαιης ζωῆς τὸ στήριγμα,

μὴ μ' ἀφήσεις νὰ κατανικηθῶ ἀπὸ βαριὰ χέρια

τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ἀντιπάλου τῆς δικῆς σου ἐλπίδας.

Οὔτε ὡς μαῦρο καράβι, καλοτάξιδο, ὀρθόπλοο,

ποὺ κοντὰ στὸ λιμάνι πετάει πιὰ

[1376] μὲ ἀνοικτὰ πανιά, ἀφοῦ ξέσπασε θύελλα

ἐλεεινῶν ἀνέμων, ἀπότομα πίσω

νὰ μὲ τινάξει στὴν πλατειὰ θάλασσα τῆς ζωῆς

ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σειόμενο ἀπὸ ἀφόρητα δεινὰ

μήπως χτυπήσει πάνω σὲ ἀόρατους βράχους.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ζηλότυπου Βελίαρ•

Πάντα μισεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, οὔτε ἀπὸ τὴ γῆ ἐπιθυμεῖ

νὰ γίνουν οὐράνιοι, ἐφ' ὅσον ἀπὸ τὸν οὐρανὸ

ὁ ἴδιος ἀπὸ ἔπαρση ρίχτηκε σ' αὐτὴ τὴ γῆ•

ὁ δυστυχὴς ποὺ τὴν πρώτη δόξα τῆς καύχησης νὰ ἔχει

θέλοντας καὶ τὴ μεγάλη καὶ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία τοῦ Θεοῦ,

ἀντὶ φῶς περιβλήθηκε τὸ φοβερὸ σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ

μὲ τὰ σκοτεινὰ πάντοτε ἔργα χαίρεται,

καὶ ἔχει ἐδῶ τὴν ἐξουσία τῆς σκοτεινῆς κακίας.

Μὲ διπλὸ πρόσωπο ἐμφανίζεται καὶ διαστρεβλώνει τὴν διάνοια,

Πηγαίνοντας ἄλλοτε στὴ μία καὶ ἄλλοτε στὴν ἄλλη παγίδα.

[1377] Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι τὸ πραγματικὰ μεγαλύτερο σκοτάδι•

Ἂν τὸν ἀνακαλύψεις αὐτόματα μεταβάλλεται σὲ ἄγγελο τοῦ φωτός,

καὶ γελώντας ἥσυχα κολακεύει. Ἐδῶ περισσότερο

ἂς προσέχει ὁ λογικός, μὴ πλησιάσει τὸν θάνατο ἀντὶ τὸ φῶς.

Τὴν φαυλότητα εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἀποφύγει κάποιος κατώτερος•

γιατί στοὺς πολλοὺς εἶναι φανερὴ ἡ μισητὴ κακία.

Ἐπαινῶ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀνακαλύπτει ἄφαντη μέσα σὲ παγίδες,

ξεχωρίζοντάς την μὲ τὰ δυνατὰ μάτια τοῦ πνεύματος.

Ἀλλὰ σῶσε τὰ γηρατειὰ καὶ τὸ ἄσπρο μου κεφάλι,

ὁδήγησέ με εὐμενὴς στὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὅπως παλιὰ

μὲ ἀγαποῦσες μὲ φροντίδα καὶ ἀπὸ μέρα σὲ πιὸ καλύτερη μέρα

μὲ ὁδηγοῦσες μὲ καλύτερες ἐλπίδες φέροντας μπροστά•

καὶ ἀπὸ μισητὲς καὶ ἀφόρητες μέριμνες

ὁδήγησέ με σὲ γαλήνιο λιμάνι τῆς βασιλείας σου,

[1378] ὥστε μαζὶ μὲ τὰ αἰώνια φῶτα τιμώντας σε,

νὰ πάρω μέρος βασιλιὰ ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα.

Μέγας Ἀντώνιος - Παραινέσεις, περὶ Ἤθους καὶ Χρηστῆς Πολιτείας


1. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΟΣΕΒΕΙΑΣ

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικὰ λέγονται λογικοί. Δὲν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἁπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ᾿ ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιὸ τὸ κακὸ καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.

2. Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος ἕνα μόνο ζῆλο ἔχει: νὰ πείθεται καὶ νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ τῶν ὅλων.
Σ᾿ αὐτὸ καὶ μόνον πρέπει νὰ ἐκπαιδεύει τὴν ψυχή του, ὥστε ν᾿ ἀρέσει στὸ Θεό, εὐχαριστώντας γιὰ τὴν τόσο μεγάλη Του πρόνοια καὶ ρύθμιση τῶν ὅλων, ὁτιδήποτε κι᾿ ἂν τοῦ τύχη στὴ ζωή του.
Γιατὶ εἶναι ἄτοπο, τοὺς μὲν Ἰατρούς, ποὺ μᾶς δίδουν καὶ πικρὰ καὶ δυσάρεστα φάρμακα, νὰ τοὺς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας, πρὸς τὸν Θεὸν δὲ νὰ εἴμαστε ἀχάριστοι, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς φαίνονται δυσάρεστα καὶ δύσκολα καὶ νὰ μὴν γνωρίζομε, ὅτι ὅλα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας κατὰ τὴν Πρόνοιά Του.
Ἡ γνώσις (τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ) καὶ ἡ πίστη στὸ Θεό, εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότης τῆς ψυχῆς.

3. ΟΙ ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΑΣ

Τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀνεξικακία, τὴν σωφροσύνη, τὴν καρτερία, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὰ ὅμοιά τους, τὶς ἔχουμε πάρει σὰν μέγιστες καὶ ἐνάρετες δυνάμεις ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὲς ἀντιπαρατάσσονται καὶ ἀντιστέκονται καὶ βοηθοῦν σὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς δυσκολίες ποὺ προέρχονται ἐκεῖθεν (ἀπὸ τὸν ἀντικείμενων ἐχθρὸ - τὸν διάβολο).
Ἐὰν τὶς γυμνάζομε καὶ τὶς ἔχομε πρόχειρες τὶς δυνάμεις αὐτές, τότε πιὰ τίποτε δὲν φαίνεται νὰ μᾶς γίνεται δύσκολο ἢ ὀδυνηρὸ ἢ ἀφόρητο, γιατὶ ἀναλογιζόμαστε πὼς ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ νικῶνται ἀπὸ τὶς (παραπάνω) ἀρετὲς ποὺ ἔχομε μέσα μας.
Αὐτὸ δὲν τὸ σκέπτονται οἱ ψυχικὰ ἀνόητοι. Διότι οὔτε κἂν λογαριάζουν πὼς ὅλα γίνονται καλὰ καὶ ὅπως πρέπει πρὸς τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ λάμψουν τελείως οἱ ἀρετὲς καὶ νὰ στεφανωθοῦμε (βραβευθοῦμε) ἀπὸ τὸ Θεό.

4. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

(Θὰ εἶσαι πνευματικὸς ἄνθρωπος), ὅταν λογαριάζεις γιὰ φαντασία καὶ μόνον καὶ μάλιστα ὀλιγοχρόνια τὴν ἀπόκτηση χρημάτων καὶ τὴν ἄφθονη χρησιμοποίησή τους καὶ ὅταν γνωρίζεις ὅτι ἡ ἐνάρετη καὶ ἀρεστὴ στὸ Θεὸ πολιτεία διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν πλοῦτο.
Ὅταν τὸ μελετᾶς αὐτό, ἀσφαλῶς καὶ τὸ διατηρεῖς στὴ μνήμη σου, δὲν θὰ στενάξεις, δὲν θὰ θρηνήσεις καὶ δὲν θὰ κατηγορήσεις κανέναν, ἀλλὰ γιὰ ὅλα θὰ εὐχαριστήσεις τὸ Θεό, βλέποντας τοὺς χειρότερους ἀπὸ σένα νὰ στηρίζονται στὰ λόγια καὶ στὰ χρήματα.
(Ἔχε ὑπ᾿ ὄψη σου, ὅτι τὰ χρήματα) εἶναι τὸ χειρότερο πάθος τῆς ψυχῆς, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἡ δόξα καὶ ἡ ἄγνοια.

5. ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό του, δοκιμάζει ποιὰ πράγματα τοῦ πρέπουν καὶ τὸν συμφέρουν, ποιὰ εἶναι ζητήματα τῆς ψυχῆς καὶ ὠφέλιμα καὶ ποιὰ ξένα πρὸς τὴν ψυχή. Ἔτσι ἀποφεύγει ὅσα βλάπτουν τὴν ψυχή, διότι τοῦ εἶναι ξένα καὶ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν ἀθανασία.

6. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ Η ΜΕΤΡΙΑ ΖΩΗ

Ὅσον μετριότερα ζεῖ κανείς, τόσο εὐτυχέστερος εἶναι (εὐδαίμων), γιατὶ δὲν φροντίζει γιὰ πολλά, γιὰ δούλους, γεωργοὺς καὶ ν᾿ ἀποκτήσει ζῷα.
Διότι ὅταν προσηλωνόμαστε σ᾿ αὐτὰ καὶ περιπέσομε ἀργότερα στὶς δυσχέρειες ποὺ τὰ ἐπακολουθοῦν, κατηγοροῦμε τὸ Θεὸ (ὡς αἴτιον).
Ἀπὸ τὴν αὐθαίρετη αὐτὴ ἐπιθυμία μας (τὸν πλοῦτο), ποτίζεται ὁ θάνατος καὶ ἔτσι πλανημένοι μένομε στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας.

7. ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΛΛΑ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ Η ΑΡΕΤΗ

Πρέπει νὰ μὴ λέμε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιτύχει ἐνάρετο βίο, ἀλλὰ μόνον ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο. Οὔτε εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν αὐτὸ οἱ τυχόντες ἄνθρωποι. Συμμετέχουν σὲ ἐνάρετη ζωὴ ὅσοι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοῦν θεοφιλῆ (ποὺ σκέπτονται ὅπως ἀρέσει στὸ Θεό). Γιατὶ ὁ κοινὸς νοῦς, εἶναι κοσμικὸς (σκέπτεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου) καὶ εὐμετάβολος, ποὺ παρέχει νοήματα ἀγαθὰ καὶ κακά, ἀφοῦ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ φυσικὰ πράγματα καὶ ρέπει πρὸς τὴν ὕλη.
Ἐνῷ ὁ θεοφιλὴς νοῦς, τιμωρεῖ τὴν κακία τὴν ὁποία ἐνσωματώνονται αὐτοπροαίρετα οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ρᾳθυμία.

8. ΟΙ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΙ

Οἱ ἀγράμματοι καὶ ἀκαλλιέργητοι ἄνθρωποι, θεωροῦν τὰ λόγια γελοῖο πρᾶγμα καὶ δὲν θέλουν νὰ τ᾿ ἀκοῦνε, ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ ἀγραμματοσύνη τους καὶ θέλουν νὰ εἶναι ὅλοι ὅμοιοί τους.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅσοι ζοῦν καὶ συμπεριφέρονται ἀκόλαστα, φροντίζουν (νὰ ἀποδείξουν) ὅτι ὅλοι εἶναι χειρότεροί τους, νομίζοντας πὼς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κακῶν θὰ ἐπιτύχουν τὸ ἀκατηγόρητο γιὰ τοὺς ἑαυτούς των.
Ἡ ἄτονη (χαλαρὴ καὶ νωθρή) ψυχή (τους) θολώνει ἀπὸ τὴν κακία ποὺ περιλαμβάνει ἀσωτία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, ὀργή, προπέτεια, λύσσα, φόνο, ὀδυρμό, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ὀκνηρία, λύπη, δειλία, ἀρρώστια, μίσος, κατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λήθη Θεοῦ.
Μὲ τέτοια καὶ παρόμοια (κακίες) τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχὴ ποὺ χωρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὸ Θεό.

9. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΡΕΤΗΣ

Αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι θέλουν νὰ ζήσουν τὴν ἐνάρετη καὶ εὐλαβῆ καὶ ἔνδοξη ζωή, δὲν πρέπει νὰ κρίνονται ἀπὸ τὸ πλαστὸ ἦθος (ἐξωτερικὴ συμπεριφορά), οὔτε ἀπὸ τὴν ψεύτικη πολιτεία, ἀλλὰ νὰ κρίνονται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους, ὅπως οἱ τεχνίτες, ζωγράφοι καὶ ἀνδριαντοπλάστες, διότι αὐτὰ δείχνουν θετικὰ τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ πολιτεία τους καὶ ἀπὸ τὸ ἐὰν ἀποστρέφονται σὰν παγίδες ὅλες τὶς πονηρὲς ἡδονὲς (πράγμα ποὺ δείχνει ἀρνητικὰ τὴν ἐνάρετη πολιτεία τους).

10. Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΗΣ

Ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ σκέπτονται σωστά, θεωρεῖται κακότυχος ὁ πλούσιος καὶ εὐγενής, ὅταν δὲν ἔχει καλλιέργεια ψυχικὴ καὶ ὅλες του βίου τὶς ἀρετές.
Ὅπως (ἀντίθετα) ὁ φτωχὸς καὶ τυχὸν δοῦλος θεωρεῖται εὐτυχής, ἂν εἶναι στολισμένος μὲ παίδευση (τῆς ψυχῆς) καὶ μὲ ἀρετὴ τοῦ (βίου.)
Ὅπως περιπλανῶνται οἱ ξένοι στοὺς δρόμους, ἔτσι καταστρέφονται καὶ χάνονται, πλανεμένοι ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες καὶ ὅσοι δὲν δείχνουν ἐπιμέλεια γιὰ ἐνάρετη ζωή πηγή

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η εποχή μας


Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ορισμένες φορές τοποθετείται ως τέταρτος Ιεράρχης μαζί με τον Μ. Βασίλειο, τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Σε μια κρίσιμη εποχή, κατά την οποία ο χριστεπώνυμος ουμανισμός αμφισβητούσε την πεμπτουσία της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως», ο άγιος Γρηγοριος ο Παλαμάς πρόβαλε τη διδασκαλία για τη θέωση του ανθρώπου με τη μετοχή του στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν παρουσίασε καινούργιες θεολογικές αλήθειες που δεν υπήρχαν προηγουμένως στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας όμως τη γλώσσα, τους όρους και τις έννοιες της εποχής του, ανέτρεψε τις αμφισβητήσεις και προσβολές της χριστιανικής πίστεως και ζωής με τη διαχρονική αλήθεια της Εκκλησίας.
Κεντρική θέση στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά έχει η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια ή τις ενέργειες του Θεού. Η διάκριση αυτή, που έχει τις ρίζες της στήν Αγία Γραφή, αναπτύχθηκε θεολογικά από τους Πατέρες της Καππαδοκίας. Ο άγιος Γρηγόριος χρησιμοποίησε τη διάκριση αυτήν υπογραμμίζοντας τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας ενέργειας. Η υπογράμμιση αυτή δεν συνιστά θεολογικό νεωτερισμό αλλά μόνο θεολογικό τονισμό. Κάθε φύση έχει και την αντίστοιχη ενέργειά της. Η κτιστή φύση έχει κτιστή ενέργεια, ενώ η άκτιστη έχει άκτιστη ενέργεια.
Ο Θεός δεν παραμένει απρόσιτος και ακοινώνητος στον άνθρωπο ούτε τον προσεγγίζει και κοινωνεί με αυτόν χρησιμοποιώντας κτιστά μέσα, αλλά έρχεται σε άμεση σχέση και προσωπική κοινωνία μαζί του με την άκτιστη ενέργεια ή τις άκτιστες ενέργειές του. Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος μετέχει άμεσα και προσωπικά στη θεία ζωή και γίνεται θεός κατά χάρη. Ολόκληρη η παλαμική θεολογία καταλήγει σε τελική ανάλυση στην προάσπιση της αλήθειας αυτής• της αλήθειας της εν Χριστώ ανακαινίσεως και θεώσεως του ανθρώπου, δηλαδή της αναδείξεώς του ως προσώπου «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Όπως εύστοχα επισήμανε ο γέροντας Σωφρόνιος, «ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι εκείνος που μας εξήγησε, πως να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό, πως να τον γνωρίζουμε με εναν καταφατικό τρόπο»[1]. Η ενέργεια του Θεού δεν είναι κάποια αόριστη δύναμη ή υπερδύναμη. Η ενέργεια του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός• είναι «ο ζών Θεός», που γίνεται προσιτός και μεθεκτός στον άνθρωπο. Με την ενέργεια του Θεού ζούμε τον ζώντα Θεό μέσα στην ιστορία και στη Ζωή μας.
Στην πολεμική που ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναιρώντας την κακοδοξία του Βαρλαάμ για τον κτιστό χαρακτήρα της θείας ενέργειας, επισήμανε και την πρόταξη του προσώπου. Ακολουθώντας ως ένα σημείο και κατά λεξη τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ο Παλαμας λέει: «Και τω Μωϋσή δε χρηματιζων ο Θεός, ουκ είπεν εγώ ειμι η ουσία, αλλ’ αγώ ειμι ο ών[2]∙ ου γάρ εκ της ουσίας ο ών, αλλ’ εκ του όντος η ουσία• αυτός γάρ ο ών όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι»[3].
Η αναγωγή της ουσίας στο όν δεν σημαίνει και πρόταξη του όντος απέναντι της ουσίας, πράγμα που θα σήμαινε σε τελική ανάλυση και ύπαρξη όντος χωρίς ουσία. Το λάθος αυτό σημειώθηκε πρόσφατα στον θεολογικό χώρο κατά τη συζήτηση της εννοίας του προσώπου, με την επίκληση μάλιστα και του παρατεθέντος χωρίου του αγίου Γρηγορίου Παλαμα. Αλλά έτσι αποφεύγεται μέν ο ουσιανισμός, τον οποίο ορθώς απορρίπτουν οι ορθόδοξοι θεολόγοι, αναδύεται όμως στη θέση του ενας ανούσιος περσοναλισμός. Ο περσοναλισμός αυτός είναι τελείως ξένος προς την πατερική παράδοση και τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμα. “Οπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος, διακρίνουμε την υπόσταση από την ουσία και παρουσιάζουμε τη διαφορά της από εκείνην, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε υπόσταση χωρίς ουσία• «ουκ έστιν ιδείν ύπόστασιν χωρίς ουσίας»[4]. Οι θείες υποστάσεις δεν είναι μέρη της θείας ουσίας, γιατί σε κάθε υπόσταση υπάρχει «όλη και τελεία η θεότης»[5].
Η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε σε σχέση και αναφορά προς τη θεία φύση. Δημιουργηθήκαμε, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναλαμβάνοντας τον Απόστολο Πέτρο, «ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»[6]. Αυτό σημαίνει, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, ότι δεν είμασταν προηγουμένως ούτε γίναμε εξαρχής με την δημιουργία μας κοινωνοί αυτής της φύσεως[7]. Και ενώ έπρεπε να προχωρήσει ο άνθρωπος προς το «καθομοίωσιν», όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά και βάδισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η διπλή αυτή εκτροπή προκλήθηκε από την έπαρση του ανθρώπου. Αυτή τον αλλοτρίωσε από την κατά φύση ενάρετη ζωή και τον οδήγησε στην παρά φύση εμπαθή ζωή. Όταν όμως ο ανθρωπος ταπεινωθεί και ανακτήσει τη φυσική αναφορά του προς τον Θεό, τότε αίρεται η αντίθεση που υπάρχει μέσα του, ειρηνεύει και ζει την κατά φύση ενάρετη ζωή[8].
Ο άνθρωπος λοιπόν δεν καλείται να νικήσει τη φύση του ή να ελευθερωθεί από αυτήν, αλλά να αντιταχθεί στην εκτροπή της, να νικήσει τα πάθη της και να την κατευθύνει στον σκοπό για τον οποίο εξαρχής δημιουργήθηκε•«στο καθ’ όμοίωσιν», στη μέθεξη της «θείας φύσεως». Μέσα σε αυτήν ακριβώς την προοπτική καλειται ο άνθρωπος να πολεμήσει τη σάρκα του ή και να μισήσει τον ιδιο τον εαυτό του[9].
Μέσα σε αυτήν την προοπτική διεξάγεται και η χριστιανική άσκηση, που αποτελει κεντρικό άξονα στη ζωή και τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου. Και έπειδή η έπαρση ήταν η αιτία της εκτροπής του ανθρώπου, γι’ αύτό η ταπείνωση και το πένθος προβάλλονται ως κύρια φάρμακα για την ανόρθωσή του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως σημειώνει ο βιογράφος και εγκωμιαστής του Φιλόθεος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διέθετε ακρότατη ταπείνωση και ανυπόκριτη «εκ καρδίας αγάπη»• είχε βαθύτατη κατάνυξη, πένθος και αείροα δάκρυα[10]. Τέλος με απόλυτη πειστικότητα και ακατάβλητη δύναμη υπερασπίστηκε την αδιάλειπτη προσευχή, αντικρούοντας τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό που την έβλεπε ως διανοητική διαδικασία.
Η θέωση του ανθρώπου, ή η τελείωση και καταξίωσή του ως προσώπου, έρχεται ως επιστέγασμα μακράς και επίπονης ασκητικάς πορείας. Η πορεία αυτή αποκαθιστά την ειρήνη στην ψυχή του πιστού και μετατρέπει τα δάκρυα του πένθους και της μετανοίας σε χαρά και αγαλλίαμα της καρδιάς. Έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τα γήινα πάθη, γεύεται τη θεία μακαριότητα και καταυγάζεται από το άκτιστο φως• γίνεται επίγειος άγγελος του Θεού και προσάγει με τον εαυτό του στον Θεό ολόκληρη την κτίση, γιατί και ο ίδιος μετέχει σε όλα, όπως και στον Θεό που βρίσκεται επάνω από όλα, για να είναι ακριβής εικόνα του[11].
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμα για τη σωστή θεολογική προσέγγιση και αντιμετώπιση της σύγχρονης οικολογικής κρίσεως. Η κρίση αυτή δεν είναι επιφανειακή ούτε αντιμετωπίζεται με νομοθετικά μόνο μέτρα ή ακόμα και με την απλή αλλαγή της εξωτερικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η οικολογική κρίση πηγάζει από την εσωτερική κρίση του ανθρώπου, από τη διάσπαση του νου από την καρδιά του. Πηγάζει από την αποτυχία του να αγκαλιάσει με αγάπη όλόληρη την κτίση και να την αναφέρει μαζί με τον εαυτό του στον Θεό.
Η οικολογική κρίση ξεκινα από την εσωτερική κρίση του ανθρώπου• από την κρίση του ανθρώπινου προσώπου, της ανθρώπινης υποστάσεως. Και η μόλυνση του περιβάλλοντος αντανακλά την εσωτερική μόλυνση του ανθρώπου• τη μόλυνση του νου και της καρδιάς του. Χωρίς την κάθαρση της καρδιάς από τις εμπαθείς διαθέσεις και του νου από τα εμπαθή νοήματα δεν είναι δυνατό να υπάρξουν σωστές σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου. Αν δεν ξεκινήσει ο άνθρωπος από την κρίση που υπάρχει μέσα του, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά την οικολογική κρίση. Η ανακαίνιση του κόσμου προϋποθέτει την ανακαίνιση της ανθρώπινης υποστάσεως.
Η αλήθεια της θεώσεως δεν εμφανίζεται μόνο στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά αισθητοποιείται και στη ζωή του. Άλλωστε η περιγραφή της θεώσεως με τον ανθρώπινο λόγο είναι αδύνατη, γιατί, όπως σημειώνει ο ίδιος, «και λεγομένη άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος…τοις ευμοιρηκόσιν αυτής»[12]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε την ευτυχία να γεννηθεί και να ανατραφεί σε οικογένεια που αγωνιζόταν για την αγιότητα. Όλα τα μέλη της οικογένειάς του είχαν εμφανή γνωρίσματα αγιότητας, γι αυτό και κατά τον τελευταίο καιρό έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχειο η αγιοκατάταξή τους.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν στήριξε την ανθρωπολογία του στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχης του. Την στήριξε στην βιωμένη παράδοση της Εκκλησίας, που έζησε και γνώρισε ο ίδιος εκ των ένδον. Βέβαια, χρησιμοποίησε τη γλώσσα, τους όρους και τις έννοιες της εποχής του, όπως έκαναν και οι προγενέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν επηρέασε την ουσία της διδασκαλίας του. Αντιθέτως η χρήση των όρων και των εννοιών αυτών ανοιξε νέους ορίζοντες και στην ίδια τη φιλοσοφική σκέψη.
Η επιστημονική ανάλυση των πατερικών κειμένων, όπως και στην προκειμένη περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προσπαθεί να βρει τις πηγές, από τις οποίες αυτοί άντλησαν την διδασκαλία τους. Έτσι διαπιστώνει π.χ. στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά πλατωνικές ή νεοπλατωνικές επιδράσεις. Και πραγματικά, μια επιφανειακή ανάγνωση των έργων του μπορεί ίσως να δημιουργήσει τέτοιες εντυπώσεις. Όταν όμως επιχειρηθεί η βαθύτερη ανάγνωσή τους, η εντύπωση που αποκομίζεται είναι τελείως διαφορετική. Οι λέξεις και τα εκφραστικά σχήματα δεν ταυτίζονται με την αλήθεια, αλλά αποτελούν απλά μέσα για τη σχετική πάντοτε υποδήλωσή της. Και η κατανόηση της αλήθειας αυτής δεν είναι εύκολη αλλά ούτε και δυνατή έξω από το πνεύμα της κοινωνίας αυτών που την διατύπωσαν• έξω από το πνεύμα της «κοινωνίας της θεώσεως».
Παραπομπές:
1. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ομιλία προς την Κοινότητα, στις 19-11 – 1989.
2. βλ. Έξοδ. 3,14. 36,625C.
3. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ.666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3, PG
4. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Γαβράν 30, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ. 358-359.
5. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Παύλον Άσάνην 9, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ. 371.
6. βλ. Β’ Πέτρ. 1,4.
7. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Θεοφάνης 15, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ.239.
8. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην 54, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Ε’, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 222.
9. βλ. Λουκ. 14,26.
10. βλ. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, PG 151, 569 ΑΒ
11. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην 59 και προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 18, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ 224 και 239
12. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,32, εκδ. Π. Χρήστου, ο.π., τόμ. Α΄, σ. 664.
Πηγή: «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, Τεύχος 10ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2010

 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...