Γιὰ τὴν ἀγάπη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κάτι νὰ ποῦν. Συναίσθημα εὐγενές, θρησκευτικὴ ἀρετή, ἐφαλτήριο προσέγγισης τῶν προσώπων, κίνητρο θυσίας γιὰχάρη τῶν ἄλλων· τὴν ἐξύμνησαν ποιητές, τὴν φιλοτέχνησαν καλλιτέχνες, τὴν τραγούδησαν μουσικοί, τὴν προσέγγισαν φιλόσοφοι, τὴν ἑρμήνευσαν θεολόγοι, τὴν ἐκτίμησαν ἅγιοι, τὴν ἔνιωσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σὲ διαφορετικὴ ἔνταση, γιὰξεχωριστὸ λόγο, μὲ ποικίλο τὸ ἀντικείμενό της.
Γιὰ τὸν χριστιανισμὸ ἡ ἀγάπη εἶναι ὅλα τὰ παραπάνω, ἀλλὰ κυρίως εἶναιὑπέρβαση τῆς προσωπικῆς μας μοναδικότητος, τοῦ ἑαυτοῦ μας, καὶ πορεία συνάντησης μὲ τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα, τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, χωρὶς νὰλαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν τὸ ποιόν του, ἡ ἰδιαιτερότητά του, ἡ ἀνταπόκρισή του. Ἡἀγάπη δὲν ἀντισταθμίζεται. Ἔχει αὐτόνομη δυναμικὴ φορά. Ὅταν δηλαδὴκάποιος ἀγαπᾷ, δὲν προϋπολογίζει τὴν ἀγάπη τοῦ ἄλλου πρὸς αὐτόν. «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», γιατὶ διαφορετικὰ αὐτοαναιρεῖται. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας: «ἂν ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶςἀγαποῦν, τότε ποιά εἶναι ἡ χάρις καὶ ποιό τὸ πνευματικὸ ὄφελος;». Ἡ ἀγάπη ἔχειἀπὸ μόνη της μεγαλεῖο, δὲν εἶναι μικροπρεπής, ὥστε νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἄλληἀγάπη καὶ νὰ μειώνεται ἢ νὰ αὐξάνῃ κατὰ περίπτωσιν.
Ἂν λόγου χάριν ἡ μητέρα ἀγαπᾷ τὸ παιδί της τόσο, ὅσο κι ἐκεῖνο τὴν ἀγαπᾶκαὶ ὄχι περισσότερο, τότε ἡ ἀγάπη της εἶναι ἐλλειπὴς καὶ προβληματική. Τέτοιαἀγάπη δὲν θὰ συναντήσουμε στὸν Θεό, γιατὶ Ἐκεῖνος ἀγαπᾶ καὶ ὅσους Τὸν μισοῦν στὸν ἴδιο βαθμὸ μὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, Θεὸς ὢν δικαιοσύνης. Στὸσημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς διδάσκει αὐτὸ ποὺ ὁ Ἴδιος ἐκπέμπει πρὸςὅλους μας, ἀγάπη ἀνιδιοτελῆ, αἰώνια, ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἀληθινή,ἀπροϋπόθετη, ἀνυπόκριτη, ὑπερμεγέθη, ποὺ φθάνει μέχρι τὸν ᾅδη. Δὲν περιμένει νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε, γιὰ νὰ μᾶς ἀγαπήσῃ· τὸ ἴδιο ζητᾶ νὰ ἐφαρμόσουμε κι ἐμεῖς στοὺς ἄλλους. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν Τὸν μειώνει τὸν Θεό, δὲν Τὸν προσβάλλει, δὲν εἶναι ἀδυναμία Του, ἀλλὰ δύναμη.
Ἐμεῖς τὴν φοβόμαστε τὴν ἀγάπη, Ἐκεῖνος ὄχι. Ἐμεῖς νιώθουμε τὴν ἀνασφάλεια τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἐπειδὴ εἴμαστε μεταπτωτικὰ ὄντα καὶ γνήσιοιἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ κρύφθηκαν στὸν Παράδεισο μετὰ τὴν πρώτη ἁμαρτία,ἐνῷ Ἐκεῖνος μὲ τὴν συγκατάβασή Του προσέλαβε στὸ πρόσωπό Του ὁλόκληρη τὴν πεπτωκυῖα φύση μας, δίχως νὰ μᾶς σιχαθῇ, δίχως νὰ μᾶς ἐπιτιμήσῃ.
Τὴν ἀγάπη ὁ Χριστὸς δὲν τὴν ἀποτιμᾶ, δὲν τὴν ἐμπορεύεται, δὲν τὴν παζαρεύει· τὴν μοιράζει δωρεάν· δὲν τὴν τέμνει στὸν χρόνο, περιορίζοντάς την, καὶ δὲν τὴν διαιρεῖ· τὴν μελίζει ἐντούτοις ἀδαπάνητα, ὥστε νὰ γίνῃ ἀφορμὴ ὑπέρβασης τοῦκομματιάσματος φύσης καὶ προσώπου στὸν ἄνθρωπο, ἀφορμὴ ἑνοποίησης τῶν διεσπασμένων μερῶν. Οἱ ἐραστὲς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀποδέχονται ὡς μεῖζον δῶρο, τὴν χαίρονται, τὴν ἀπολαμβάνουν, τὴν μεταβιβάζουν. Οἱ ἀρνητές της εἶναι καὶ αὐτοὶ ἀποδέκτες της, ἀλλὰ τὴν θέλουν γιὰ ἰδίαν καὶ περιορισμένη χρήση. Ἀγαπῶνται δίχως ὅριο, ἀγαποῦν μέχρις ἑνὸς σημείου. Ἀγαπῶνται αἰωνίως, ἀγαποῦν περιστασιακά. Πλουτίζοντες πτωχεύουν. Ναί! Ἡ ἀγάπη εἶναι πλουτισμός καὶ γιὰ τὸν ἀποδέκτη καὶ γιὰ τὸν παροχέα της. Ὁ ἀγαπῶν δὲν μένει κενός. Ἂς δοῦμε ἕνα παράδειγμα ἁπλὸ ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν συγκοινωνούντων δοχείων. Ἂς ποῦμε ὅτι δύο ἄνθρωποι, μιὰ νύφη καὶ μιὰ πεθερά, ἔχουν ἡ μία γιὰτὴν ἄλλη δέκα κιλὰ ἀγάπης. Ὑπάρχει ἰσοῤῥοπία καὶ τὰ πράγματα ἔχουν καλῶς.Ἂν ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο σταματήσῃ νὰ ἀγαπᾷ, τότε ἡ ἄλλη θὰ πρέπῃ νὰ κάνῃεἴκοσι τὰ δέκα κιλά τῆς δικῆς της ἀγάπης, νὰ τὴν διπλασιάσῃ καὶ νὰ τὴν μοιράσῃ στὰ δύο. Ἂν ὡστόσο δὲν γίνῃ ἀποδεκτὸ τὸ μοίρασμα, τοὐλάχιστον θὰτῆς μείνῃ διπλάσια ἡ ἀγάπη καὶ θὰ δικαιοῦται διπλάσιο τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἀγαποῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς μισοῦν, ὅταν ἡ ἀγάπη μας σπάζῃ τὸ φράγμα τῆς ἰσοτιμίας, ὅταν ἐκδηλώνεται ὡς ἀποκάλυψη αὐτόβουλης ὑπέρβασης, τότε κάνουμε τὸ ἐναρκτήριο βῆμα τῆς ἐπιγνώσεως τῆς ὁμοουσιότητάς μας, τότε ἡἀγάπη μας γίνεται πρωτουργὸς καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεανθρώπου καὶ τοῦ ἐνἡμῖν θεωμένου ἀνθρώπου.
Εἶναι πολλὰ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὸ θέμα αὐτό καὶ ἴσως ὅλοι μας χορταίνουμε ἀπὸ λόγια καὶ θεωρίες. Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ὑπερβατικὴἀγάπη, ποὺ φτάνει μέχρι καὶ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἐχθρεύονται καὶ μᾶς μισοῦν, δὲν θὰτὴν κατανοήσουμε παρὰ μόνον ἐμπράκτως. Ὁ Χριστὸς πάντως τὴν ἐφήρμοσε πρῶτος, καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε.