Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2013

Ένα απόγευμα με τον Άγιο

Είχε τελειώσει ο χρόνος της βροχής αλλά είχε ξεμείνει μια ψύχρα -συμβατή με των καιρών την υφή-.
"Πάμε στον Άγιο;" μου είπε στο τηλέφωνο. 
Τα τίμια λείψανα του οσίου Δαυίδ, έρχονταν στο στρατιωτικό εργοστάσιο της περιοχής μας, σε μιαν ευλογημένη επανάληψη ερχομού που κρατάει χρόνια τώρα -μια φορά τον χρόνο-.
Δεν είχα ξαναπάει μήτε στην υποδοχή των λειψάνων, μηδέ στο εργοστάσιο.
Όταν φτάσαμε ήταν η ώρα που πέφτει ο ήλιος και που οι άνθρωποι ξανασυναντούν τον εαυτό τους (μετά το σκόρπισμα στις βιοτικές μέριμνες). Λίγοι οι πολίτες, στρατιωτικοί οι περισσότεροι παρόντες, κάποιοι ιερείς, το άγημα στη θέση του και μια σιωπή σεβαστική για τον ερχόμενο Φίλο.
Ήρθε η αντιπροσωπεία του μοναστηριού του, παραδόθηκαν τα λείψανα, άρχισε το θυμιάτισμα, οι ύμνοι, η πορεία προς τον μικρό ναό, μπρος ο Άγιος, πίσω εμείς, ανάμεσα μας -το ένιωθα- κι'ο Γέροντας Ιάκωβος (δεν θ'άφηνε μόνο του τον μεγάλο Γέροντα της Μονής...).
Βαδίζοντας εν πομπή, περνώντας μπροστά από τα άρματα μάχης με τις σημαίες στην άκρη των πυροβόλων να προσκυνούν τον Όσιο και με τους στρατιώτες δεξιά και αριστερά τιμητικά να τον συνοδεύουν, ήταν σαν να είχαμε βγει μια βόλτα στον Παράδεισο. H εξοχή με την ποίηση του Φθινοπώρου, τα μικρά δρομάκια, το σιωπηλό των περιεστώτων, η ευλάβεια που δάκρυζε στα μάτια, η ελπίδα που έτρεχε πριν από μας και μας περίμενε στο επόμενο μονοπάτι, και μπροστά πάντα ο Άγιος....κάπως έτσι δεν θάναι πριν την Εδέμ;
Tα ψάλματα του εσπερινού και της αρτοκλασίας ετοίμασαν θρονιά για τους δύο Δαυίδ (τον άνακτα και τον Ασκητή), άνοιξαν τις βαθιές μας σπηλιές και μπήκε το φως το ιλαρόν και λίγη από την αγία δόξα, ξεχύθηκαν τα πέτρινα της καρδιάς μας και κοματιάστηκαν -με κρότο- πάνω στα βασιλικά που στόλιζαν τα λειψανάκια, αλάφρωσε η ψυχή και ακούμπησε -πουπουλένια- στα στασίδια του Κυρίου Της...
Νύχτωσε ώσπου να φύγουμε αλλά κάτω από την ζακέτα, εκεί στο μέρος της καρδιάς, ξημέρωναν ανατολές.....

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ (του εν Ευβοία)
(Από το μπλογκ Πενταπόσταγμα) 


Ο όσιος πατήρ Δαυίδ γεννήθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα στο παραθαλάσσιο χωριό Γαρδινίτζα, αντίκρυ της νήσου Ευβοίας. 
Ο πατέρας του ήταν ευσεβής και ενάρετος ιερέας. Μόλις τριών ετών, ο Δαυίδ είδε μια νύκτα να του φανερώνεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και να τον οδηγεί στην γειτονική εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στο όνομά του. Έμεινε εκεί, όρθιος και ανυπόδητος για έξι ημέρες, βυθισμένος στη θεωρία, ενώπιον της εικόνας του Προδρόμου. 
Αναθρεμμένος -από την πιο τρυφερή του ηλικία- με τις αρχές της υπακοής απέναντι στους γονείς του, της ασκήσεως και της αδιαλείπτουπροσευχής, άφησε το πατρικό του σπίτι σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, προς αναζήτηση ενός πνευματικού πατέρα. Τον βρήκε στο πρόσωπο του ιερομονάχου Ακακίου, ονομαστού για τις αρετές του και το ευαγγελικό κήρυγμά του στα χωριά της περιοχής.


Το Ασκητήριο του οσίου Δαυίδ
Ο Δαυίδ ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα στη Μονή του Ακακίου κι εκεί έδειξε τέλεια υπακοή, συνοδευόμενη από ταπείνωση και αδιάλειπτη προσευχή. 
Καθώς ο Γέροντάς του επιθυμούσε να βρει μια μονή περισσότερο προχωρημένη στην πνευματική ζωή, τον ακολούθησε πρώτα στην Όσσα, κοντά στον Όλυμπο, εν συνεχεία δε, αφού χειροτονήθηκε διάκονος, σε ένα προσκύνημα στις μονές του Αγίου Όρους. Ο Ακάκιος μετέβη μόνος του στην Κωνσταντινούπολη αφήνοντας τον Δαυίδ στη Μεγίστη Λαύρα. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου από τον Πατριάρχη Ιερεμία και κάλεσε, μετά από λίγο, τον Δαυίδ στην επισκοπή του για να τον βοηθήσει στα ποιμαντικά του καθήκοντα. 
Αν και ζούσε εν μέσω της τύρβης του κόσμου, ο Δαυίδ δεν χαλάρωσε διόλου τις νηστείες, τις ολονύκτιες προσευχές, τις αναρίθμητες μετάνοιες και την απόλυτη υπακοή στον πνευματικό του πατέρα. Έγινε σύντομα ιερέας και ορίστηκε ηγούμενος της Μονής της Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Βαρνάκοβας, κοντά στην Ναύπακτο. 
Ο ζήλος του όμως και οι πνευματικές του απαιτήσεις ήρθαν σε σύγκρουση εκεί με μοναχούς αδιάφορους οι οποίοι δεν επιθυμούσαν παρά να ακολουθούν το ίδιόν τους θέλημα. Εγκατέλειψε λοιπόν το μοναστήρι τούτο προς αναζήτηση ενός τόπου πρόσφορου για την ησυχία. Εγκαταστάθηκε σε τόπο έρημο, στο όρος Στείρι, κοντά στον Παρνασσό. Εκεί δέχθηκε την επίθεση πολλών σατανικών πειρασμών.
 
Η τίμια Κάρα του οσίου Δαυίδ
Με την κατηγορία ότι έδωσε καταφύγιο σε ένα σκλάβο φυγά, συνελήφθη από τους Τούρκους και υποβλήθηκε επί μακρόν σε βασανιστήρια, κατόπιν, απελευθερώθηκε με λύτρα που μάζεψαν οι πιστοί της περιοχής και αναχώρησε για να βρει καινούριο ησυχαστήριο στη νήσο Εύβοια. 
Εκεί ξανάχτισε μια εκκλησία προς τιμήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και δεν άργησε να συγκεντρώσει γύρω του μερικούς μαθητές που συμμερίζονταν την πολιτεία του και την αγάπη του για την προσευχή. Μιμούμενος τον Χριστό, ο Δαυίδ έδειχνε απεριόριστη αγάπη για όσους έρχονταν σε αυτόν, ιδιαιτέρως για τους φτωχού, τους οποίους δεν μπορούσε να βλέπει δίχως να χύνει δάκρυα. Μοίραζε αφειδώς τα αγαθά της μονής σε όσους είχαν ανάγκη, άξιους και ανάξιους, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Πέρασε έτσι χρόνους πολλούς ανταυγάζοντας γύρω του την παρουσία του Θεού με τις αρετές και τα πολλά του θαύματα. Ταξιδεύοντας για να μεσολαβήσει στις διχοστασίες που χώριζαν τους επισκόπους της Πελοποννήσου, το πλοίο του ναυάγησε και ο Δαυίδ σώθηκε από θαύμα. Έχοντας αξιωθεί το χάρισμα της προορατικότητας, βοήθησε πλήθος ψυχών να βρουν τη σωτηρία και προέγνωσε την ημέρα του θανάτου του. 
Μάζεψε λοιπόν τους μαθητές του, τους έδωσε τις τελευταίες πνευματικές οδηγίες του και εκοιμήθη εν ειρήνη τη στιγμή που εμπιστευόταν, σε όσους έστεκαν γύρω του, ότι μόλις του φανερώθηκε ο Χριστός. 
Μετά την κοίμηση του αγίου (εν έτει 1589 ή 1601), πλήθος θαυμάτων έλαβαν χώρα στον τάφο του.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ 
(Κάποια θαύματά πού επιτέλεσε ενόσω ακόμα ζούσε)

Καλοκαίρι καιρό πήγαινε ο άγιος στην Κάρυστο για κάποια ανάγκη τού Μοναστηριού. Ένα βράδυ νυχτώθηκε κοντά στο χωριό Δύστος και κατέλυσε εκεί για να ξεκουραστεί λίγο από την κοπιαστική οδοιπορία. Επειδή όμως υπήρχαν πολλά κουνούπια, ενοχλούσαν τούς ανθρώπους και δεν τούς άφηναν να κοιμηθούν ήσυχα. Γι' αυτό και εκείνοι αναζητούσαν κάποια ησυχία άλλοι σε σπηλιές, άλλοι ψηλότερα στο βουνό. 
Όταν οι κάτοικοι τού χωριού είδαν τον όσιο Δαβίδ, έτρεξαν κοντά του και πέφτοντας στα πόδια του τον παρακαλούσαν να προσευχηθεί στον Θεό -επειδή είχε μεγάλη παρρησία- να τούς ελευθερώσει από τα αμέτρητα κουνούπια.
Ο άγιος, βλέποντας την ευλάβειά τους και τα δακρυσμένα τους μάτια, αφού τούς δίδαξε τα απαραίτητα για τη σωτηρία της ψυχής τους, τούς παρότρυνε να έχουν την ελπίδα τους στον ουρανό και το βλέμμα της ψυχής στον Θεό,και είπε:
 « Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μας, σύ πού ελευθέρωσες τούς Ισραηλίτες από τη δουλεία του Φαραώ και τούς χάρισες τη γη της επαγγελίας, σύ λύτρωσε και ελευθέρωσε και τούς δούλους σου τούτους από τις παγίδες του νοητού Φαραώ (του διαβόλου) και από το πλήθος των κουνουπιών, για να δοξάζουν το όνομά σου το άγιο και για να στηρίξουν πάντοτε σε σένα, Πανάγιε Βασιλιά, τις ελπίδες της σωτηρίας τους». 
Αφού προσευχήθηκε ο άγιος, αμέσως (ώ των άπειρων σου θαυμάτων Βασιλιά των όλων) τα πλήθη των κουνουπιών έφυγαν και πνίγηκαν στη θάλασσα, ενώ όλοι δόξασαν τον Θεό. Το θαύμα διαδόθηκε σε πολλούς τόπους.

 Άλλη φορά, ενώ πήγαινε σε κάποιο χωριό πού λεγόταν Έλευσις, προκειμένου να ωφελήσει πολλές ψυχές, φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός χριστιανού. Αυτός, θέλοντας να περιποιηθεί ιδιαίτερα τον όσιο, μεταξύ των άλλων φαγητών, έβαλε στο τραπέζι και μια κολοκύθα πού ήταν πρώιμη, ώστε να ευχαριστήσει περισσότερο τον μακάριο άντρα.Τρώγοντας όμως ο όσιος από εκείνη την κολοκύθα τη βρήκε τόσο πικρή, πού δεν μπορούσε να τη βάλει στο στόμα του.
Ο νοικοκύρης καταστενοχωρήθηκε. Ο άγιος όμως, πού κατάλαβε το λογισμό του, ενώ καθόταν ήσυχος, παρακάλεσε τον Θεό να μεταβάλει την πίκρα σε γλυκύτητα και αυτό συνέβη αμέσως. Τότε λέει στο νοικοκύρη: Φάε τώρα, τέκνο μου, διότι η κολοκύθα είναι γλυκιά, πολύ γλυκιά. Όταν διαπίστωσε τούτο ο χριστιανός εκείνος, δόξασε τον Θεό μεγαλόφωνα, ενώ διαλάλησε το θαυμαστό γεγονός στον τόπο εκείνο.

 Άλλοτε πάλι καθώς πήγαινε ο όσιος Δαβίδ στο Ζητούνι (Λαμία), κάποιοςΑγαρηνός τον συνάντησε στο δρόμο και με το ραβδί πού κρατούσε χτύπησε τον άγιο στη ράχη. 
Ο μεν μακάριος πατήρ δεν αντέδρασε, το χέρι όμως του Αγαρηνού ξεράθηκε και έμεινε ακίνητο. Τότε ο Αγαρηνός, μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, παίρνει μαζί του και άλλους Αγαρηνούς, μαθαίνει πού φιλοξενείται ο όσιος, σπεύδει εκεί και παρακαλεί τον όσιο, κλαίγοντας πικρά, να τον θεραπεύσει. Αμέσως ο όσιος είπε: Ας είναι το χέρι σου γιατρεμένο, με τη δύναμη του Θεού, όπως και πρώτα. Και, ώ του θαύματος, αποκαταστάθηκε το χέρι του! Ο γιατρεμένος έφερε να δώσει στον άγιο πολλά χρήματα για να τον ευχαριστήσει, αλλά ο όσιος του τα επέστρεψε λέγοντάς του: Πήγαινε να τα δώσεις ελεημοσύνη στους ομοπίστους σου και στο έξης να μη ξανακάνεις το κακό.
 Έτσι δοξάστηκε ο άγιος από τον αγαθοδότη Θεό ως πιστός δούλος και υπηρέτης άριστος του Δεσπότου Χριστού, θαυματουργώντας εις δόξαν Θεού σε πιστούς και άπιστους.

Anthony Bloom:Κάθε δοκιμασία είναι δώρο του Θεού.

Συνήθως εκείνο που περιμένουμε, όταν εκπληρώνουμε τις εντολές του Θεού, είναι το καταπληκτικό αποτέλεσμα, όπως διαβάζουμε κάτι τέτοια στους βίους των αγίων. Όταν, για παράδειγμα, κάποιος μας χτυπήσει στο ένα μάγουλο, γυρίζουμε και το άλλο, αν και δεν περιμένουμε, να μας χτυπήσει και σ΄αυτό, αλλά περιμένουμε ν΄ακούσουμε τον άλλον να λέει: «μπράβο ταπείνωση!». Και μεις μεν παίρνουμε την αμοιβή μας, εκείνος δε την σωτηρία της ψυχής του. Όμως δεν γίνονται έτσι τα πράγματα. Πρέπει να πληρώσεις το τίμημα και πολύ συχνά χτυπιέσαι σκληρά. Αυτό που έχει σημασία είναι το να είσαι έτοιμος γι΄αυτό.
    Όσο για τη μέρα που αρχίζει, αν αποδεχτείς ότι είναι ευλογημένη από το Θεό, διαλεγμένη από το ίδιο Του το χέρι, τότε κάθε πρόσωπο που συναντάς είναι δώρο του Θεού, κάθε περίσταση που θα συναντήσεις είναι δώρο του Θεού, έστω και αν είναι πικρή ή γλυκιά, αν σου αρέσει ή δεν σου αρέσει. Είναι δώρο του Θεού σε σένα και αν το πάρεις μ΄αυτό τον τρόπο, τότε μπορείς να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε κατάσταση. Να την δεχτείς με την ετοιμότητα ότι μπορεί να σου συμβεί οτιδήποτε ευχάριστο ή δυσάρεστο.
 από το βιβλίο: «Μάθε να προσεύχεσαι»
εκδ. Η Έλαφος

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ Ο φλογερός ιεραπόστολος των Ινδιών

Φορητή εικόνα του Αγίου Αποστόλου Θωμά
δια χειρός Κωνσταντίνου Τζάνε του 1670
Μέσα στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Κυρίου συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος στις 6 Οκτωβρίου Άγιος Απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος επίσης Δίδυμος. Ο Θωμάς γεννήθηκε στην Ιουδαία από φτωχούς γονείς και εξασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Από μικρή ηλικία επιδόθηκε στη μελέτη του Λόγου του Θεού, που σε συνδυασμό με την αγαθή προαίρεσή του, τον βοήθησε να αγαπήσει τον Ιησού Χριστό και να γίνει πιστός και αφοσιωμένος μαθητής και ακόλουθός Του. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι στην πρόθεση των Ιουδαίων να θανατώσουν τον Κύριο, ο Θωμάς προέτρεπε και τους άλλους μαθητές να συσταυρωθούν με τον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό παρά να μείνουν στη ζωή, χωρίς την καθοδήγηση και τη διδασκαλία Του.
Επιπλέον ο Απόστολος Θωμάς ήταν ο μόνος από τους Αποστόλους, ο οποίος αξιώθηκε να δει την ένδοξη Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου στους Ουρανούς, αφού με θαυμαστό τρόπο βρέθηκε στη Γεσθημανή βλέποντας όλα όσα θαυμαστά συνέβαιναν, ζήτησε δε από την Παναγία να του δώσει για ευλογία την Τιμία Ζώνη Της, όπως και έγινε.
Η ψηλάφησις του Αποστόλου Θωμά.
Εικόνα από το δωδεκάορτο του τέμπλου
του Ιερού Ναού Αγίου Φιλίππου
Βλασσαρούς Αθηνών.
Μετά την Ανάστασή Του ο Κύριος παρουσιάστηκε στους μαθητές Του, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο και μάλιστα με κλειστές τις πόρτες για τον φόβο των Ιουδαίων. Ο Θωμάς απουσίαζε και όταν οι υπόλοιποι του διηγήθηκαν ότι είδαν τον Ιησού Χριστό, εκείνος επέδειξε δυσπιστία. Μετά από οκτώ ημέρες ο Κύριος εμφανίστηκε και πάλι ενώπιον των μαθητών Του και κάλεσε τον δύσπιστο Θωμά να βάλει τον δάκτυλό του στην πλευρά Του, η οποία είχε τρυπηθεί από τη λόγχη, και να Τον ψηλαφίσει σωματικά. Και τότε ο Θωμάς, αφού ψηλάφισε τον Ιησού Χριστό, δήλωσε με παρρησία «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου» και έγινε ο πρώτος, ο οποίος κήρυξε τη θεότητα του Χριστού μετά την Ανάστασή Του, γενόμενος υπόδειγμα προσωπικής μετοχής στη θεανθρώπινη αναστημένη ζωή του Κυρίου. Η σωτήρια αυτή ομολογία του Αποστόλου Θωμά εορτάζεται πανηγυρικά την Κυριακή του Αντίπασχα ή Κυριακή του Θωμά, όπως είναι ευρύτερα γνωστή.
Η ψηλάφησις του Αποστόλου Θωμά.
Φορητή εικόνα του 17ου αιώνα από την
Ιερά Μονή Αγίου Συμεών του Νέου
Θεολόγου Καλάμου Αττικής.
Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, ο Απόστολος Θωμάς όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του Κυρίου, έλαβαν την εντολή να μεταβούν σε ολόκληρο τον κόσμο και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Στον Απόστολο Θωμά ανατέθηκε η διάδοση του μηνύματος της χριστιανικής αλήθειας στις χώρες των Μήδων και των Πάρθων, αλλά και στις Ινδίες, όπου παρά τους δισταγμούς του ο ίδιος ο Κύριος τον ενθάρρυνε να μεταβεί εκεί για να κηρύξει τον Λόγο του Θεού. Την εποχή αυτή στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν κάποιος έμπορος, ονόματι Αμβανής, τον οποίο είχε στείλει ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος για να βρει επιδέξιο αρχιτέκτονα για να οικοδομήσει το ανάκτορό του, το οποίο θα έπρεπε να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια και πλούτο όλα τα ανάκτορα των προκατόχων του. Τότε ο Κύριος παρουσιάστηκε στον Αμβανή και του υπέδειξε τον Θωμά ως αιχμάλωτο και δούλο του, αλλά και ως έμπειρο στην οικοδομική τέχνη. Ο Θωμάς πωλήθηκε ως σκλάβος στον έμπορο και στη συνέχεια έφυγαν για τις Ινδίες. Εκεί βρέθηκαν σ’έναν γάμο, όπου ο Θωμάς δεν έτρωγε. Τότε ο υπηρέτης του σπιτιού τον κτύπησε στο πρόσωπο για την αρνητική στάση του και ο Θωμάς του απάντησε, ότι για την πράξη του αυτή μακάρι ο Θεός να τον συγχωρέσει, το δε χέρι του θα το κατασπαράξουν τα θηρία προς παραδειγματισμό. Και πράγματι ο υπηρέτης τιμωρήθηκε, αφού τον κατασπάραξε ένα θηρίο, καθώς πήγαινε να φέρει νερό από το πηγάδι. Την τιμωρία του υπηρέτη πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της πόλεως, ο οποίος κάλεσε τον Θωμά να ευχηθεί και για την ευτυχία της νεόνυμφης κόρης του. Εκείνος με τη σειρά του δίδαξε στους νεόνυμφους τη χριστιανική πίστη και προπαντός τις αρετές της εγκράτειας και της παρθενίας. Ο πατέρας όμως της κόρης εξοργίστηκε, όταν αντίκρισε τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο και όχι μαζί. Με την προσευχή όμως των νεονύμφων ο πατέρας άλλαξε στάση και έγινε χριστιανός, στη συνέχεια δε βαπτίσθηκαν και οι τρεις από τον Απόστολο Θωμά.
Όταν ο Θωμάς παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γουνδιαφόρο, του υποσχέθηκε να κατασκευάσει ένα επιβλητικό ανάκτορο, σύμφωνα με το ωραίο σχέδιο που του έκανε ο Απόστολος. Γι’ αυτό και ο βασιλιάς έδωσε την εντολή να του δώσουν το απαραίτητο χρυσάφι για να οικοδομήσει το παλάτι. Ο βασιλιάς έφυγε από την πόλη για τρία χρόνια και ο Θωμάς διένειμε το χρυσάφι στους φτωχούς, ενώ καθημερινά δίδασκε το Ευαγγέλιο του Χριστού και βάπτιζε όσους ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη. Η πλούσια ιεραποστολική και φιλανθρωπική δράση του Αποστόλου Θωμά γνωστοποιήθηκε στον Γουνδιαφόρο, ο οποίος εξοργισμένος τον κάλεσε για να μάθει τί συμβαίνει. Ο Θωμάς του απάντησε ότι πράγματι έκτισε ένα πολύ ωραίο παλάτι, το οποίο βρίσκεται στον Ουρανό. Τότε ο βασιλιάς θεώρησε ότι τον κοροϊδεύει και διέταξε να τον φυλακίσουν. Το ίδιο βράδυ ο αδελφός του βασιλιά αρρώστησε βαριά από τη μεγάλη στεναχώρια και κάλεσε τον αδελφό του, γιατί θα πέθαινε. Είδε όμως σε οπτασία έναν Άγγελο, ο οποίος του έδειξε ένα περίφημο ανάκτορο στην αιώνια Βασιλεία των Δικαίων, το οποίο είχε οικοδομήσει ο Απόστολος Θωμάς. Ο Άγγελος έδωσε ζωή στο νεκρό σώμα του αδελφού του βασιλιά, ο οποίος αφού συνήλθε, διηγήθηκε στον βασιλιά για την ομορφιά του ουράνιου αυτού ανακτόρου. Τότε ο βασιλιάς μετανόησε και αφού διέταξε να αποφυλακισθεί ο Θωμάς, ζήτησε να βαπτισθεί χριστιανός, όπως και ο αδελφός του. Η μεταστροφή αυτή του βασιλιά παρακίνησε και προσέλκυσε και άλλους πολλούς να ασπασθούν τη χριστιανική πίστη και να βαπτισθούν χριστιανοί.
Η Τίμια Κάρα του Αγίου Αποστόλου Θωμά.
Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Αγίου
Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου.
Στη συνέχεια ο Θωμάς πήγε σε άλλη πόλη των Ινδιών και με το φλογερό κήρυγμά του κατόρθωσε να προσελκύσει στη χριστιανική πίστη τη γυναίκα του βασιλιά Μισδίου και τη γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου. Οι δύο αυτές γυναίκες, αφού βαπτίσθηκαν από τον Απόστολο Θωμά, αποφάσισαν να ζήσουν με άσκηση και εγκράτεια στα ανάκτορά τους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τόσο πολύ τον θυμό του Μισδίου, ώστε έδωσε εντολή να οδηγήσουν τον Θωμά στη φυλακή. Τη νύχτα ο Θωμάς έφυγε από τη φυλακή με τη δύναμη της προσευχής του και μετέβη σ’ ένα σπίτι, όπου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και βάπτισε μεταξύ άλλων και τον γιο του βασιλιά Μισδίου, Ουαζάνη. Στη συνέχεια επέστρεψε στη φυλακή. Ο βασιλιάς Μίσδιος βλέποντας ότι η ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Θωμά προσέλκυε ολοένα και περισσότερους στον χριστιανισμό, διέταξε να τον θανατώσουν τρυπώντάς τον με λόγχες. Έτσι η επίγεια δράση του τέλειωσε με το ένδοξο μαρτύριό του, το οποίο έλαβε χώρα έξω από την πόλη του Μαλιαπούρ στην ανατολική πλευρά της ινδικής χερσονήσου.
Ο μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός του Αγίου Αποστόλου
Θωμά Αμπελοκήπων Αθηνών.
Το σώμα του ενταφιάσθηκε με μεγάλες τιμές και ο τάφος του κατέστη αέναος πηγή θαυμάτων, αφού μεταξύ άλλων θεραπεύτηκε και ο δαιμονισμένος γιος του βασιλιά Μισδίου. Μετά από τη θεραπεία του γιου του, ο βασιλιάς ασπάσθηκε τον χριστιανισμό και βαπτίσθηκε χριστιανός. Το λείψανο του Αγίου Αποστόλου Θωμά, του οποίου η μνήμη τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 6 Οκτωβρίου, διακομίσθηκε από έναν έμπορο το 232 στην Έδεσσα της Συρίας, όπου ο άγιος εορταζόταν ως πολιούχος και προστάτης της. Αργότερα ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου μετέφερε το λείψανο στην Κωνσταστινούπολη και το 1204 μεταφέρθηκε στη Ρώμη μαζί με τα λείψανα και άλλων αγίων που φυλάσσονταν στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα η τιμία κάρα του Αγίου Θωμά φυλάσσεται ως πολύτιμος θησαυρός στην ιστορική Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Ιερό Νησί της Πάτμου. Σημαντική είναι και η λατρευτική τιμή του Αγίου Αποστόλου Θωμά, αφού 23 ενοριακοί ναοί στην Ελλάδα τιμούνται επ’ ονόματί του. Αξιομνημόνευτος είναι ο θεμελειωθείς το 1949 και εγκαινιασθείς το 1987 μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά στην περιοχή Αμπελόκηποι (Γουδί) των Αθηνών, ο οποίος συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους ναούς της Αττικής, συγκεντρώνοντας πλήθος χριστιανών κατά τις δύο ετήσιες πανηγύρεις του, την Κυριακή του Θωμά και στις 6 Οκτωβρίου.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 
Βιβλιογραφία 
Βίος και Παρακλητικός Κανών του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Θωμά, Πάτμος 2002.
Άγιος Θωμάς Αμπελοκήπων: Ένας ιστορικός και
μεγαλοπρεπής ναός των Αθηνών.
πηγή

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ – ΗΜΕΙΣ ΠΙΣΤΕΥΟΜΕΝ, ΔΙΟ ΚΑΙ ΛΑΛΟΥΜΕΝ

Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους, απαντά στον προβληματισμό και στην αμφισβήτηση την οποία υφίσταται από κάποιους, λέγοντας ότι «ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν» (Β’ Κορ. 4, 13). Ο λόγος του Παύλου, όπως και ο λόγος της Εκκλησίας έναντι του κόσμου και των ανθρώπων δεν στηρίζεται στην διανοητική, την ιδεολογική, την φιλοσοφική αρτιότητα, αλλά είναι λόγος ο οποίος πηγάζει από την πίστη στο Χριστό. Η Εκκλησία μιλά γιατί η πίστη γεννά την ανάγκη για το λόγο. Η πίστη καλεί τον χριστιανό, τον άνθρωπο του Θεού να μη μένει σιωπηλός, να μην χαίρεται και να μην κρατά μόνο για τον εαυτό του τα όσα πιστεύει και βιώνει, αλλά να τα μοιράζεται και με όσους συναναστρέφεται, εισάγοντας την έννοια της αποστολής για τον κόσμο και την ίδια στιγμή της ευθύνης για τον φωτισμό και τον αγιασμό των συνανθρώπων μας.
                «Πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Πόσοι λόγοι δεν εκφέρονται σήμερα από υποκρισία! Από επαγγελματισμό! Από ιδιοτέλεια! Ενίοτε από ματαιοδοξία!Τα κριτήρια της ανθρώπινης ύπαρξης σχετίζονται με τους λογισμούς της φθοράς και της ματαιότητας. Πρωτίστως μας κάνουν να μιλούμε αφορμώμενοι από την διάθεση να προβάλουμε τον εαυτό μας, να δείξουμε ότι έχουμε άποψη για τον κόσμο και τα πράγματα, ότι είμαστε έτοιμοι να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα, γιατί είμαστε προσωπικότητες! Μία απίστευτη λογοδιάρροια κυκλοφορεί παντού στην εποχή μας. Ιδίως, μέσα από το Διαδίκτυο και την τηλεόραση! Ο καθένας, γνωρίζει –δεν γνωρίζει έχει άποψη! Και μάλιστα, συνήθως υβριστική και απορριπτική για όσους δεν συμφωνούν μ’ αυτόν ή υπερασπιστική άνευ όμως επιχειρημάτων! Και συνοδεύεται η καταιγίδα του λόγου από την βεβαιότητας της παντογνωσίας. Από την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και την πληρότητα. Αγνοείται η ταπεινοσύνη. Αγνοείται το μέτρο. Η εικόνα της αναζήτησης της αλήθειας. Αρκεί να αποδείξουμε την ύπαρξή μας. Ότι αγρυπνούμε. Και μεταφέρουμε ο ένας στον άλλο συνήθως τα πάθη μας. Τις ματαιότητές μας. Ό,τι μας αρέσει, ενίοτε χωρίς να γνωρίζουμε γιατί και με ποιο σκοπό.
                Ο Παύλος όμως αναφωνεί και ο λόγος του παραμένει επίκαιρος και συγκλονιστικός: «πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Πηγή του λόγου είναι η πίστη στο Χριστό. Δεν είναι ο αυτόφωτος εαυτός. Η γνώση, η παιδεία, η ευφυΐα, η κρίση, αλλά η εμπιστοσύνη στο Θεό και «όν απέστειλε, Ιησούν Χριστόν». Από Εκείνον αντλεί το περιεχόμενο των λόγων του. Εκείνος είναι το περιεχόμενο των λόγων του. Η ζωή που ο Χριστός διακηρύττει και εμπνέει για τον κόσμο. Η Ανάσταση, η Αγάπη, η Πορεία προς μία ζωή στην οποία το έσω του ανθρώπου προηγείται. Η θέαση του κόσμου με βάση τον Ουρανό. Τίποτε από τις ανθρώπινες ανάγκες δεν απορρίπτει ο Παύλος, ούτε ο λόγος του. Δεν τις απολυτοποιεί όμως. Δεν τις καθιστά το νόημα και τον σκοπό της ύπαρξής μας. Δείχνει ότι υπάρχουμε και ζούμε για τον Χριστό και την πίστη και τα πάντα μέσα από αυτή την προοπτική φωτίζονται. Οι ανάγκες δεν μας γεμίζουν άγχος. Οι σχέσεις μας δεν καθίστανται αυτοσκοπός για την δική μας ηδονή ή καταξίωση ή υπέρβαση της μοναξιάς μας. Η πορεία του κόσμου μας ανησυχεί, αλλά δεν μας καταθλίβει. Πάντοτε είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά από τις επικαιρότητες της ζωής. Γιατί γνωρίζουμε να τις ερμηνεύσουμε όχι μόνο με βάση τη λογική, τις ιδέες και την εμπειρία μας ή τις πληροφορίες που λαμβάνουμε, αλλά με βάση τον λόγο του Θεού, που μας παρηγορεί, μας υποδεικνύει την αλήθεια, μας φανερώνει ποιος είναι ο αληθινός μας θησαυρός.
                «Πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Ενίοτε φαντάζει ακατανόητος ο λόγος μας. Παρωχημένος. Για πράγματα ξεπερασμένα και δυσνόητα στην εποχή της ταχύτητας και της απουσίας  πνευματικού προσανατολισμού. Εδώ υπάρχει όμως ένα κριτήριο μοναδικό που αποδεικνύει την δροσιά και την ελπίδα που ο λόγος της πίστης κομίζει. Είναι η χαρά του προσώπου που τον εκφέρει. Η αγάπη που εκπέμπει. Η ζωή που δίνει στους άλλους. Η βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού. Η μετοχή στον τρόπο της Εκκλησίας, όπως αυτός βιώνεται στα μυστήριά της. Το συμπάσχειν και το συγχαίρειν. Ακόμη κι αν ο λόγος φαντάζει να έρχεται από το παρελθόν, το βίωμα της αγιότητας είναι παρόν και δίνει ελπίδα. Και όποιος πιστεύει και γι’ αυτό λαλεί, καλείται να εκφέρει και να εκφράζει λόγο και βίωμα αγιότητας και αγάπης. Και τότε ο λόγος σαγηνεύει ψυχές. Γιατί δεν είναι θεωρία, αλλά εμπειρία. Δεν είναι πρόσκληση σε νόημα, αλλά παρουσία του βιωμένου νοήματος. Δεν είναι επίκληση στη γνησιότητα, αλλά φανέρωση της υπάρχουσας, ακόμη και στους πιο κακοπροαίρετους.
                «Πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Αν από κάτι πάσχουμε οι χριστιανοί είναι ότι δεν φαίνεται η πίστη μας. Όχι με επιδείξεις ή με φαρισαϊσμούς. Αλλά από τον τρόπο που διερχόμαστε τις δοκιμασίες μας. Από το πώς ζούμε τις χαρές μας. Από το μέτρο και την άσκησή μας. Από το πώς μιλούμε και πώς συμπορευόμαστε. «Αυτός πιστεύει». Αν οι συνάνθρωποί μας είναι έτοιμοι να παραδεχθούνε αυτή την μεγάλη αλήθεια για μας, αυτό σημαίνει ότι η ψυχή μας ακολουθεί τον λόγο και τον τρόπο του Παύλου, αυτό δηλαδή που θέλει η Εκκλησία. Και έχουμε κουραστεί ως κοινωνία να ακούμε ανθρώπους που δεν πιστεύουν σ’ αυτά που λένε. Που λειτουργούν ιδιοτελώς. Που υποκρίνονται. Που είναι επαγγελματίες κήρυκες του λόγου, χωρίς να συγκλονίζεται η ψυχή τους για ό,τι λένε και για ό,τι δείχνουν, αφού δεν πηγάζει από το «είναι» τους, αλλά από το προσωπείο τους.  Ο κάθε χριστιανός ας αξιωθεί να ακούσει από το Θεό και τους ανθρώπους το «πίστευε, γι’ αυτό και μιλούσε».  Και τότε δεν θα νιώσει μόνος και παρωχημένος. Εκείνος, Τον οποίο εμπιστεύεται, θα του αποδεικνύει την παρουσία Του και θα τον στηρίζει να ξεπερνά κάθε πειρασμό και θα τον βοηθά στην αποστολή που έχει κάθε χριστιανός: να μιλήσει για ό,τι πιστεύει, εμπιστεύεται και αγαπά. Και, κυρίως, για το Ποιον.
 Κέρκυρα, 6 Οκτωβρίου 2013  
 π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός 

Ὁ Ὅσιος Κενδέας




Τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ψαλμῳδοῦ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸν Ὅσιο Κενδέα τὸν θαυματουργό, ποὺ τὴν μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 6 τοῦ Ὀκτώβρη.
Μὲ ἀνυπολόγιστες τιμὲς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν στεφάνωσε ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε. Μιὰ σύντομη ματιὰ στὴν ζωή του μᾶς τὸ βεβαιώνει.

Ὁ Ὅσιος Κενδέας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη.
Ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τὴν Ἀλαμανία γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν μόλις δεκαοκτὼ χρόνων.
Ἐκεῖ ἀσπάστηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.
Στὸ μέρος αὐτὸ σὲ μία ἀπόκρημνη πλαγιὰ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπήλαιο καὶ μὲ χαρὰ ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτὸ καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες, ὅπως ἄλλοτε κι ὁ μέγας πολιστὴς τῆς ἐρήμου, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης.

Στὴν ἴδια ἐρημικὴ περιοχὴ ζοῦσε τότε κι ἕνας ἄλλος ἀσκητὴς μὲ μεγάλη φήμη, ποὺ εἶχε τ’ ὄνομα Ἀνανίας.
Σὲ τοῦτον τὸν ἀσκητὴ κάποια ἡμέρα ἔστειλε τὸ δαιμονιζόμενο παιδί του ἕνας εὐγενὴς ἄρχοντας, γιὰ νὰ τοῦ τὸ θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἀρνήθηκε καὶ νὰ συναντήσει τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ τὸ ἔστειλε παρακάτω πρὸς τὸν Κενδέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση στὰ ἔρημα ἐκεῖνα μέρη οἱ συνοδῖτες τοῦ δύστυχου παιδιοῦ βρῆκαν τὸν Κενδέα, καὶ μὲ παρακλήσεις τοῦ ζήτησαν νὰ κάμει καλὰ τὸν ἄρρωστό τους. Ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς στὴν ἀρχὴ δὲν θέλησε οὔτε καὶ ν’ ἀκούσει τὴν αἴτησή τους. Ἀργότερα ὅμως μπροστὰ στὶς παρακλήσεις τους ὑποχώρησε, καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ μὲ φωνὴ ἐπιβλητικὴ εἶπε:

— Πνεῦμα πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο! Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κενδέας σὲ διατάζει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις ἥσυχο.

Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ὑπάκουσε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παιδί, χωρὶς νὰ τὸ βλάψει καθόλου.

Μετὰ τὴν θαυματουργικὴ τούτη θεραπεία ὁ Κενδέας χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μπῆκε σ’ ἕνα μοναστῆρι. Ἡ ζωὴ ὅμως στὸ μοναστῆρι, δὲν ἦταν ὅπως τὴν περίμενε καὶ ἔτσι πολὺ γρήγορα ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἔφυγε καὶ γύρισε πάλι στὴν ἔρημο.

Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ τὸν ξύπνησαν τὰ κλάματα κάποιου παιδιοῦ, ποὺ ἦταν πεταμένο μπροστὰ στὴν σπηλιά του. Ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε νὰ δεῖ τί συμβαίνει, ἀντιλήφθηκε, πὼς τὸ παιδὶ βασανιζόταν ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τὸ σπλαγχνίστηκε, καὶ τὸ θεράπευσε. Τὸ δαιμονόπληκτο παιδὶ ἦταν τοῦ ἀσκητὴ Ἀνανία.

Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὴν ἔρημο ἐκείνη περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. ΚῚ αὐτοί, γιὰ νὰ γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μία μέρα ὅλοι στὴν παραλία καὶ μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι ποὺ τοὺς ἔφερε στὸ πολύπαθο νησί. Βγῆκαν στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου, γιατί τὸ πλοῖο τους τσακίσθηκε πάνω στοὺς βράχους. Μὲ πολὺ κόπο σώθηκαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη, γιὰ νὰ μονάσουν ὁ καθένας, ὅπου θὰ ἔβρισκε τὸν κατάλληλο χῶρο.

Ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ ἔστησε σ’ ἕναν ἀπόκρημνο βράχο κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς μορφῆς του τράβηξαν ἀμέσως τὴν προσοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγια παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδας. Οἱ ἐπισκέπτες ἔπαιρναν μαζί τους καὶ ἄρρωστους, ποὺ τοὺς θεράπευε ὁ Ἅγιος μὲ τὶς προσευχές του. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δοκίμασε καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ μέρους τοῦ μισόκαλου δαίμονα.
Ἀναφέρουμε μερικούς:

Κάποιο πρωινό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, ὁ διάβολος πῆρε μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας εὐλογία. Ὁ Ἅγιος τρόμαξε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία καὶ ἔπεσε στὸν γκρεμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μὰ δὲν ἔπαθε τίποτα. Τὸν ἔσωσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Μιὰ ἄλλη φορὰ ὁ Σατανᾶς, παρουσίασε μπροστὰ στὸν Ἅγιο μία ὄμορφη γυναῖκα πού, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ πάει στὸ σπίτι της καὶ νὰ τὸ εὐλογήσει. Ὁ Ὅσιος στὴ φαινομενικὴ συντριβή της μὲ συγκίνηση δέχτηκε νὰ πάει. Μόλις ὅμως ἔφτασε καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἡ διεφθαρμένη ἐκείνη γυναῖκα σὰν μία «ἄλλη Πετεφρή» πέταξε ἀπὸ πάνω της τὰ ἐνδύματά της, γιὰ νὰ σκανδαλίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ προσβάλει τὴν ἁγνότητά του. Τρομερή, ἀλήθεια, ἡ δοκιμασία. Μὰ ὁ Ὅσιος σώθηκε καὶ τούτη τὴν φορὰ μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.

Κάποια μέρα πάλι ὁ διάβολος παρέδωσε τὸν Ἅγιο στὰ χέρια ἐνὸς σκληροῦ κι ἄγριου λῃστή, ποὺ καθημερινὰ τὸν βασάνιζε μὲ διάφορους τρόπους. Πότε τὸν κτυποῦσε, πότε τοῦ ἔκαιε τὴν καλύβα, πότε τοῦ ἔσχιζε τὰ ροῦχα, πότε τὸν πετοῦσε χαμαί. Ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου ποὺ σεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο, ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸν λῃστὴ καὶ τὸν θανάτωσαν.

Τὰ δείγματα αὐτὰ τῶν πειρασμῶν μας παρέχουν μία εἰκόνα τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετώπιζαν καθημερινὰ οἱ οὐρανοπολίτες αὐτοὶ ἀθλητὲς ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ Σκότους. Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας καὶ μία πορεία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας.

Ἕνας ἀγῶνας καὶ μία ἐπίμονη πορεία εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Μιὰ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.


Στοὺς ἀγῶνες τους αὐτοὺς οἱ ἅγιοι μὲ τὸν διάβολο, ποὺ κατὰ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπῖη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὅπλου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς προσευχῆς οἱ ἔμπειροι τοῦτοι ἀγωνιστὲς περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νικοῦσαν. Μὲ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν θερμὴ προσευχὴ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ ἀγωνιστὲς καὶ μαχητὲς νὰ νικήσουμε. Ναί! Μποροῦμε νὰ νικήσουμε, ἀρκεῖ μονάχα νὰ τὸ θελήσουμε, καὶ ν’ ἀγωνισθοῦμε μὲ συνέπεια, ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ πάθος γιὰ μία ἀνώτερη ζωή, ποὺ θὰ ἔχει σὰν σκοπό της τὴν ἀσταμάτητη ἀνάβαση στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐνάρετης ζωῆς.

Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔβαλε κι ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ζωή του. Γ’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐλέησε καὶ τὸν χαρίτωσε, τὸν ἐξύψωσε καὶ τὸν ἀξίωσε, ὥστε καὶ τὰ ἀδύνατα νὰ μπορεῖ νὰ τὰ κάμει δυνατά. Ἕνα τέτοιο θάμα εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ ἔκαμε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸν εὐγενικό του πόθο.

Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου ἔμαθε ὁ Κενδέας πὼς διέμενε ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἰωνάς. Θερμὸς ὁ πόθος ἄναψε στὴν ψυχή του νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του καὶ ν’ ἀνταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικῆς οἰκοδομῇς. Ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν καλύβα του καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν προσευχή του, σταυροκοπήθηκε καὶ ξεκίνησε. Ἀπ’ τὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὸ μάθαιναν ἔτρεχαν κοντά του νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Πολλοὶ τοῦ ἔφερναν καὶ ἀρρώστους. Καὶ ὁ καλοκάγαθος ἀσκητὴς, τοὺς θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφτασε σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα Μάνδρες τῆς Τραχιᾶς, κοντὰ στὸ Αὐγόρου, ὁ μακάριος ἀθλητὴς βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ κουρασμένος, ὅπως ἦταν, μπῆκε μέσα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ φλογερὴ ἐπιθυμία ὅμως νὰ συναντήσει τὸν φίλο του, τὸν βασάνιζε πολύ. Καὶ νά!

Μιὰ ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔκαμνε τὴν προσευχή του, ἕνας Ἄγγελος σήκωσε στὰ χέρια τὸν Ὅσιο Ἰωνὰ καὶ τὸν ἔφερε μπροστὰ στὴ σπηλιά του. Οἱ δυὸ φίλοι ἅγιοι, ἀφοῦ μὲ βαθιὰ συγκίνηση ἀσπασθήκανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «φιλήματι ἁγίῳ», δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θαυμαστὴ συνάντηση, καὶ ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες Του.

— Δόξα νὰ ἔχει ὁ Κύριος, ἔλεγε ὁ Κενδέας, ποὺ μὲ ἀξίωσε, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ ἰδῶ. Εὐλογημένο νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του.

Σὰν τοῦ μιλοῦσε, καὶ προτοῦ ἀκόμη προφθάσει νὰ ἀποτελειώσει τὸν λόγο του, ὁ φίλος του Ἰωνὰς χάθηκε ἀπὸ κοντά του. Ἕνας ἄγγελος τὸν πῆρε καὶ τὸν ξανάφερε στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτευε.


Ἡ παράδοξη αὐτὴ περιπέτεια ἔβαλε σὲ πολλὲς σκέψεις τὸν Ἅγιό μας.
- Μήπως ἔπεσα θῦμα φαντασιοπληξίας, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μόνος του.

Γι’ αὐτό, παρὰ τὸν ὅρκο ποὺ ἔκαμε νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν σπηλιά του, ἕνα πρωὶ σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ κελὶ τοῦ φίλου του. Ποθοῦσε νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια. Κάποιο δειλινὸ ἔφτασε. Ὁ φίλος του Ἰωνὰς σὰν τὸν εἶδε, μὲ ἐνθουσιασμὸ τοῦ διηγήθηκε τὸν θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄγγελος τὸν εἶχε μεταφέρει κοντά του. Οἱ ἅγιοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἀσπασθήκανε καὶ πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «ἀσπασμὸν ἅγιον» ἀποχωριστήκανε. Ὁ Κενδέας ξεκίνησε πάλι γιὰ τὴν σπηλιά του. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ὁδοιπορία ἔφτασε καὶ ἔμεινε πιὰ ἐκεῖ, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γηρατειά.

Ν’ ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου δὲν μᾶς εἶναι δυνατό. Ὡστόσο λέμε, πὼς ὅλα τὰ θαύματά του εἶναι πράξεις καὶ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦσε μέσον του, ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς προσευχὲς καὶ δεήσεις. Πολλοὶ ἄρρωστοι βρῆκαν τὴν θεραπεία τους ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε ἀπὸ πάσχοντες ἀνθρώπους. Κάποτε ποὺ ἡ ἀνομβρία εἶχε ἀπειλήσει ἐπικίνδυνα τὸν τόπο ὁ Ὅσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεό, ποὺ ἄνοιξε τοὺς κρουνοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔβρεξε πολύ. Ἡ διψασμένη γῆ χόρτασε, καὶ οἱ ἄνθρωποι εὐφράνθηκαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη του ὁ ἱερὸς αὐτὸς ἀθλητὴς στάθηκε γενικὰ προστάτης καὶ πατέρας κάθε πονεμένου καὶ πάσχοντα.

Πόσα δὲν πρέπει νὰ μᾶς πεῖ τὸ παράδειγμά του. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑλοφροσύνη ἔκλεισαν τὶς καρδιὲς καὶ ὁ καθένας τόσο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς μικροὺς κοιτοῦν μονάχα τὸ δικό τους τὸ συμφέρον καὶ τὴν δική τους ἱκανοποίηση, τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ καὶ ἡ φιλανθρωπία του πρέπει νὰ στέκεται πάντα μπροστά μας. Γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει. Νὰ μᾶς ἐνισχύει. Νὰ μᾶς δείχνει καὶ τὸν δικό μας δρόμο. Καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει. Νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς καὶ σήμερα μιὰ θερμὴ προσευχὴ καὶ λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ἅγιασμά του εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὴν θεραπεία σὲ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ δερματικὲς ἐνοχλήσεις καὶ ρευματισμοὺς καὶ νευραλγίες (τζιεγκές), ἀλλὰ καὶ ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του.

Μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη ἂς πᾶμε καὶ ἐμεῖς νὰ προσκυνήσουμε στοὺς μεγαλόπρεπους ναοὺς ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά του, καὶ βρίσκονται ὁ ἕνας στὸ Αὐγόρου καὶ ὁ ἄλλος στὴν πόλη τῆς Πάφου. Εἶναι καὶ οἱ δύο τὰ μεγάλα προσκυνήματα, ποὺ ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας ἀνήγειρε γιὰ τὸν Ἅγιο. Μὰ καὶ ποὺ θυμίζουν σὲ ὅλους τὸ μεγάλο καὶ ἱερὸ καθῆκον μας νὰ τιμοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς μορφές.

Ναί! Νὰ τὶς τιμοῦμε. Καὶ μὲ πίστη στὴν ψυχὴ καὶ εὐλάβεια στὴν καρδιὰ νὰ γονατίζουμε νοερὰ κάθε φορὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τους καὶ νὰ ζητοῦμε τὶς ἱκεσίες τους. Τὶς θεοπειθεῖς πρὸς Κύριον ἱκεσίες τους.

Γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας.

Τὴν εἰρήνευση τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας.

Τὴν ἐπικράτηση σὲ αὐτὴ τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ποὺ εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.

Γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν μετάνοια ὅλων μας. Τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ νὰ ἔλθει καὶ πάλι σὰν ἐπιστέγασμα καὶ ἡ λύτρωση καὶ ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ δεινά. Τῆς σκλαβιᾶς τὰ δεινὰ καὶ τὸ μίασμα τοῦ βάρβαρου κατακτητή.


Μὲ κραυγὴ ἰσχυρὰ καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς παρακαλοῦμε κι ἂς λέμε στὴν προσευχή μας:

Τέκνα τῆς Κύπρου, εὐλογημένα. Ἀπόστολοι εὐκλεεῖς καὶ μάρτυρες ἱερεῖς καὶ θεῖοι ἱεράρχες. Ὅσιοι καὶ δίκαιοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων. Τὸ νησὶ ποὺ ἀγαπήσατε καὶ ποὺ σ’ αὐτὸ ζήσατε τὴν ἐπίγεια ζωή σας, στενάζει τοῦτο τὸν καιρὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μας. Ἐχθροὶ φοβεροὶ τὸ πάτησαν. Ἁρπάζουν καὶ σκοτώνουν χωρὶς οἶκτο. Γκρεμίζουν σπίτια καὶ ἐκκλησίες. Μολύνουν τὰ ἱερά. Ξαπλώνουν παντοῦ τὴ συμφορά.
 
Λυπηθεῖτέ το... Βοηθῆστέ το... Ἱκετεύσατε σεῖς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας νὰ τὸ σπλαχνιστεῖ. Νὰ μᾶς λυπηθεῖ. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεινά. Νὰ ἀξιώσει τὰ καταδιωγμένα ἀδέλφια μας νὰ γυρίσουν καὶ πάλι στὰ χωριὰ καὶ στὰ σπίτια τους. Νὰ ξαναδοῦν οἱ πονεμένοι τοὺς δικούς τους. Καὶ ἀκόμη νὰ χαροῦμε ὅλοι τὴν ποθητὴ λευτεριά μας. Τὴν λευτεριὰ ποὺ σῴζει. Καὶ λεύτεροι στὸ ἑξῆς, μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχὴ νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Πανάγιο καὶ ὑπερύμνητο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος. Ἀμήν.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας


Γεννήθηκε στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὀνομαζόταν Μανουήλ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ κάποιο εὐσεβὴ ράφτη, γιὰ νὰ μάθει κοντὰ του τὴν τέχνη. Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.
Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος.
Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη. Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο.
Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».
Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.
Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Συναξαριστής της 6ης Οκτωβρίου

 Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ὁ Ἀπόστολος

Ἦταν μεταξὺ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἁλιέων.

Ὁ Θωμᾶς, λοιπόν, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρώτη ἐμφάνισή Του στοὺς μαθητές, δυσπιστοῦσε σ᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγαν αὐτοί. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἐπανεμφανίστηκε στοὺς μαθητὲς μέσα στὸ ὑπερῷον, ὅταν μεταξύ τους βρισκόταν καὶ ὁ Θωμᾶς.

Τότε ὁ Κύριος προέτρεψε τὸ Θωμᾶ νὰ ψηλαφήσει τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ ποὺ Τὸν σταύρωσαν, καὶ νὰ μὴ γίνεται ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Ἔκθαμβος ὁ Θωμᾶς, προσκύνησε καὶ ἀνεβόησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἡ δὲ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν τέτοια, ποὺ θὰ διδάσκει ὅλους ὅσους θέλουν νὰ δυσπιστοῦν στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: «ὅτι ἔωρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος στὸ Θωμᾶ, πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριότεροι καὶ περισσότερο καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἂν καὶ δὲν μὲ εἶδαν, πίστεψαν.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆγε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πέρσες, Μήδους καὶ Ἰνδούς. Στὴ χώρα δὲ τῶν τελευταίων, μαρτύρησε μὲ θάνατο διὰ λογχισμοῦ.

Ἔτσι, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ὄχι μόνο νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιό Του, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του γι᾿ Αὐτόν.


Ἀπολυτίκιον 
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτίς οὐρανίᾳ, Θωμᾶ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ήχος γ'
Ἀπόστολε Ἅγιε Θωμᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ήχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοίᾳ ἐκραύγαζε. Σὺ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.


 

 
Ἡ Ἁγία Ἐρωτηΐς

Μαρτύρησε διὰ πυρός.

 

 
Ὁ Ὅσιος Κενδέας

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Γερμανὸς στὴν καταγωγή, πῆγε νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἔγινε μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κύπρο καὶ μόνασε σὲ κάποια Μονὴ κοντὰ στὴν Πάφο, ὅπου, ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 

 
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ νέος ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὴν Κίο τῆς Βιθυνίας

Γεννήθηκε στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὀνομαζόταν Μανουήλ.

Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ κάποιο εὐσεβῆ ῥάφτη, γιὰ νὰ μάθει κοντά του τὴν τέχνη. Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.

Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος.

Παρὰ τὶς ἀντιῤῥήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴν βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Μακάριος. Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη.

Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο. Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».

Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.

Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἰλαρίων ὁ Νέος, Ἰωάννης, Ἰωσὴφ «εἰς τὸν Λυθροδῶνταν», Καλάντιος ἐν Ταμασίᾳ, Κασσιανὸς ὁ τῆς Γλυφᾶς, Κασσιανὸς ὁ τῆς Ἀξύλου, οἱ ἐξ Ἀλαμανῶν, ἐν Κύπρῳ

Βλέπε σχετικῶς Α.Χ.Ε.Χ.

 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...