Ἐν ὄψει τῆς συναντήσεως καὶ τῆς συμπροσευχῆς Πάπα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΕΚΤΑΚΤΟΣ ΣΥΓΚΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΣΥΝΑΞΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Τόσον ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσον καὶ ἡ ἀντίστοιχος τῆς Κρήτης ὡς καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὀφείλουν νὰ προειδοποιήσουν τὸν Πατριάρχην ὅτι δὲν θὰ ἀποδεχθοῦν κοινὴν διακήρυξιν μὲ τὸν Πάπαν ὅτι ὁ Παπισμὸς καὶ αἱ ἄλλαι αἱρετικαὶ «ἐκκλησίαι» εἶναι κανονικαὶ καὶ σώζουσαι καὶ ὅτι ἔχουν ἀποστολικὴν διαδοχήν, ἔγκυρα μυστήρια καὶ ἱερωσύνην. Νὰ διακηρύξουν πρὸς τὸ Φανάριον ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνας ἐκ τῶν πολλῶν κλάδων τῆς χριστιανοσύνης καὶ ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὸ δόγμα τῶν οἰκουμενιστῶν διὰ τὴν ψευδοένωσιν: Ἕνας ὁ Χριστός, πολλαὶ αἱ χριστιανικαὶ πίστεις, πολλὰ τὰ χριστιανικὰ μυστήρια κ.λπ.
Ἤδη οἱ τοῦ Φαναρίου εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους νοθεύουν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁμιλοῦν διὰ ἀποστολικὴν διαδοχὴν τῶν αἱρετικῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐπικαλοῦνται κατὰ τὰς θείας Λειτουργίας τὸν Κύριον, διὰ νὰ ἐπιβλέψη τὴν ἄμπελον (τὴν Ὀρθοδοξίαν), τὴν ὁποίαν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά Του, περιθωριοποιοῦν τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁποίους τιμοῦν πανηγυρικῶς, ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν τὰς παρακαταθήκας των, ζητοῦν τὴν ἀναθεώρησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων ὡς ξεπερασμένων, ἀκυρώνουν τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ πλέον ἀναγνωρίζουν πολλὰς ἐκκλησίας καὶ ἀποδέχονται τὴν «θείαν εὐχαριστίαν» τῶν αἱρετικῶν ἐφ᾽ ὅσον αὐτὴ τελεῖται ἁπλῶς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ συνάντησις Πάπα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου γίνεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ ἡμεῖς θὰ ψηφίζωμεν διὰ τὴν ἐκλογὴν Εὐρωβουλευτῶν καὶ θὰ εἴμεθα ἀπησχολημένοι μὲ ἄλλα θέματα.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θὰ συναντηθῆ μετὰ τοῦ Πάπα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μεταξὺ 24ης καὶ 26ης Μαΐου, διὰ νὰ τιμήσουν τὴν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καὶ τὴν περιθωριοποίησιν τῶν δογμάτων τῆς Πίστεώς μας, πρὸ πεντήκοντα ἐτῶν, ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καὶ τοῦ τότε Πάπα. Πάντα ταῦτα συνετελέσθησαν, διὰ νὰ προχωρήση εἰς τὸ ὄνομα τῆς «διπλωματίας τῆς ἀγάπης», —τὴν ὁποίαν ἀνεκάλυψεν ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος καὶ ἐφαρμόζουν ἔκτοτε οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι μας—ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τελικὸν σκοπὸν τὴν ἕνωσιν Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων. Ἔκτοτε τὸ Φανάριον αἱ «κεφαλαί του» καὶ οἱ καθοδηγούμενοι ἀπὸ αὐτὸ Ἀρχιερεῖς, δὲν δίνουν ἀξίαν εἰς τὰ Ὀρθόδοξα δόγματα καὶ ἀποκλίνουν ἐκ τῆς γραμμῆς τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διακηρύσσοντες ἄλλοτε εὐθέως καὶ ἄλλοτε πλαγίως ὅτι οἱ κανόνες, ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ αἱ γραμμαὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀνεπίκαιροι καὶ ξεπερασμένοι, διότι ἀφοροῦν ἄλλας ἐποχὰς ἄλλων αἰώνων. Τιμοῦν βεβαίως ὑποκριτικῶς τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι διεφύλαξαν ἀνόθευτα τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὡς τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν, τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, καθῶς καὶ ἄλλους ἀντιαιρετικοὺς ἀντιπαπικοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε τίποτε εἰς τοὺς συγχρόνους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπὸ τοὺς ἀγῶνας τῶν ἀντιπαπικῶν − ἀντιαιρετικῶν Ἁγίων. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος διὰ παράδειγμα διεκήρυξεν ὅτι οἱ Παπικοὶ δὲν εἶναι μόνον σχισματικοὶ ἀλλὰ καὶ αἱρετικοί. Ἐνῶ τοποθετῶν τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἐκκλησίας ὑπεράνω τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος διεκήρυξε ὅτι: «Εἰς καμίαν περίπτωσιν δὲν πρέπει νὰ ἑνωθῶμεν μὲ τοὺς λατίνους, ἂν αὐτοὶ δὲν ἀποβάλουν ἀπὸ τὸ σύμβολον τῆς Πίστεως τὴν προσθήκην (Σ.Σ.: τῆς αἱρέσεως τοῦ Φιλιόκβε) καὶ δὲν ὁμολογήσουν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως) ὅπως ἐμεῖς». Αὕτη ἡ διακήρυξις ἔγινεν εἰς μίαν χρονικὴν περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ Βυζάντιον ἦτο ἐξησθενημένον ἀπὸ τὰς ἐπιθέσεις καὶ τὰς λεηλασίας τῆς Φραγκοκρατίας καὶ ὅλοι ἐπεδίωκον τὴν βοήθειαν τῆς Δύσεως διὰ τοῦ Βατικανοῦ, διὰ νὰ ἀποκρούσουν τὴν ἐπίθεσιν τῆς Τουρκίας. Τότε ἔσπευδαν οἱ πάντες εἰς τὸν Πάπαν ὑποσχόμενοι ἀκόμη καὶ τὴν ψευδοένωσιν, ἡ ὁποία θὰ ἐγίνετο, ἂν δὲν τὴν ἐματαίωνεν ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ μετέπειτα Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς μὲ τοὺς ἀγῶνας καὶ τὴν στάσιν του εἰς τὴν Φερράραν καὶ τὴν Φλωρεντίαν καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ συνείδησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ πιστὸς Ὀρθόδοξος λαὸς καὶ ὁ ἔντιμος κλῆρος μὲ τὰς κινητοποιήσεις των ἐναντίον τῶν τότε προδοτῶν τῆς Πίστεως.
Ἀπὸ τὸ Βυζάντιον εἰς τὴν σημερινὴν Ἑλλάδα
Ἐὰν ἀνατρέξωμεν εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ εἰς τὴν πτῶσιν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, θὰ διαπιστώσωμεν ὅτι ἡ σημερινὴ Ἑλλὰς παρουσιάζει ὅλα τὰ παραλυτικὰ καὶ παρακμιακὰ φαινόμενα εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ Κράτους, τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων καὶ τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας, εἰς τὴν πνευματικήν, ἐκκλησιαστικὴν καὶ κοινωνικὴν ζωήν. Τότε ἔτρεχον εἰς τὸν Πάπαν διὰ βοήθειαν. Σήμερον οἱ πολιτικοὶ προσκυνοῦν τὸν προωθημένον Προτεσταντισμὸν τῆς Δύσεως καὶ ἰδιαιτέρως τῆς Γερμανίας. Αὐτὰς τὰς δυσκόλους ὥρας ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Φανάριον ἔπρεπε νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, διότι ὡς παραδέχονται καὶ οἱ πλανεμένοι Χριστιανοί, ἡ Ὀρθοδοξία ἔσωσε τὸ γένος. Δὲν τὸ πράττει ὅμως οὔτε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία οὔτε τὸ Φανάριον. Ἡ πρώτη ἔχει μεταβάλει τὴν Ἐκκλησίαν εἰς Ἐρυθρὸν Σταυρὸν μὲ τὰ χρήματα τῶν πτωχῶν συνανθρώπων μας, ὀλίγων ὑποδίκων ἐπιχειρηματιῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ ἀποκτήσουν «καλὸν προσωπεῖον» ἐνισχύουν καὶ τὰ συσσίτια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ χρήματα ἀπὸ ἐράνους τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς καὶ τὰ Εὐρωπαϊκὰ κονδύλια. Αἱ αἱρέσεις ἁλωνίζουν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μὸνον μὲ τοὺς Ἰεχωβίτας. Τὸ ὑπουργεῖον Παιδείας: 1ον) Ἱδρύει τμῆμα Ἰσλαμικῶν σπουδῶν εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 2ον) Ἀπαγορεύει τὰς χειροτονίας κληρικῶν καὶ ἐξομοιώνει τὸν ἱερέα μὲ τὸν δημόσιον ὑπάλληλον, ὅταν οὗτος εἶναι πνευματικὸς ποιμὴν εἰς τὴν ἐνορίαν του. 3ον) Ἐνομιμοποίησεν ὅλας τὰς ἀνατολικὰς θρησκείας, τὰς παραθρησκείας καὶ τὰς αἱρέσεις μὲ νόμον, ὁ ὁποῖος ἐπιτρέπει μὲ τὴν συγκέντρωσιν τριακοσίων ὑπογραφῶν νὰ συγκροτοῦν «Ἐκκλησίαν», ἡ ὁποία ἐπιτρέπεται νὰ ἔχη κατασκηνώσεις, ραδιοφωνικὸν σταθμὸν διὰ προπαγάνδα προσηλυτισμὸν (ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἀπαγορεύεται) κ.λπ. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἄφωνος διὰ ὅλα αὐτά, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστήση τοὺς πολιτικοὺς ἐξουσιαστάς, οἱ ὁποῖοι κατεδαφίζουν τὴν Ὀρθόδοξον ταυτότητα τῆς Ἑλλάδος καὶ παραδίδουν τὴν οἰκονομίαν τῆς Χώρας εἰς πλουσίους ἐκπροσώπους τοῦ Ἰσλάμ. Οὐσιαστικῶς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία συμπλέει μὲ τοὺς πολιτικοὺς ἐξουσιαστὰς διὰ τῆς ἀφωνίας της καὶ τῆς μὴ ἀντιδράσεώς της εἰς τὴν δημιουργίαν τῆς πολυφυλετικῆς Ἑλλάδος, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἔχουν θέσιν τὰ ἰσχυρὰ μεγάφωνα ἀπὸ τὰ τζαμιά, ἀλλὰ θὰ ἐνοχλῆ ἡ καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μεγάφωνον, τὸ ὁποῖον θὰ μεταδίδη ἐκτὸς Ἐκκλησίας τὴν θείαν Λειτουργίαν κ.λπ. Παραλλήλως ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν τολμᾶ νὰ ἐλέγξη τὸ Φανάριον διὰ ὅσα κάμνει ἐναντίον τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ συμμετέχει εἰς τὰς πράξεις αὐτὰς διὰ ἐκείνων τῶν Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἀσπάζονται ὅλας τὰς θεωρίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συμφώνως πρὸς τὰς ὁποίας: Δὲν ὑπάρχουν πλέον αἱρετικαὶ πλανεμέναι χριστιανικαὶ «Ἐκκλησίαι» ἀλλὰ κανονικαὶ καὶ σώζουσαι. 2ον) Ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεσις. 3ον) Τὰ μυστήρια ὅλων τῶν πλανεμένων εἶναι κανονικὰ ἀκόμη καὶ τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐφ ὅσον αὕτη τελεῖται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν ἐνδιαφέρει, ἐὰν αὕτη ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Ὀρθοδόξου θείας Εὐχαριστίας ἢ ὄχι κ.λπ. 4ον) Τὸ Βάπτισμα ὅλων τῶν κηρυχθέντων ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς «κανονικῶν καὶ σωζουσῶν ἐκκλησιῶν» εἶναι ἔγκυρον, ἀνεξαρτήτως, ἐὰν αὐτὸ τελῆται μὲ τὸν Ὀρθόδοξον τρόπον ἢ ὄχι, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν χρειάζεται βάπτισις διὰ τὴν προσχώρησιν κάποιου πλανεμένου χριστιανοῦ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. 5ον) Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι ὑπὲρ τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπὸ τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἦτο Ἀρχιμανδρίτης. Τὰς ἰδίας ἀπόψεις ἔχει, προφανῶς καὶ ὁ Σεβ. Δημητριάδος, ἀφοῦ ἡ ἐλεγχομένη ὑπὸ τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς του Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, ὠργάνωσε συνέδριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη τὸ δηλητήριον διὰ τὴν ἀναθεώρησίν των. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν ἐτόλμησε νὰ ἀποδοκιμάση τὸ Φανάριον ἀλλὰ καὶ τὸν Σεβ. Δημητριάδος, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε ἀνακαλύπτει τὴν δημοτικὴν γλῶσσαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἄλλοτε τὴν μεταπατερικὴν θεολογίαν, ἄλλοτε ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεσις ἀλλὰ κανονικὴ ἐκκλησία, ἄλλοτε τὴν θρησκειολογίαν κ.λπ. 6ον) Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἰς ἐπίσημον ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Πάπαν ὁμιλεῖ διὰ διαίρεσιν Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν καὶ ὄχι διὰ σχίσμα καὶ αἵρεσιν, ἐπιβάλλων τὴν γραμμὴν αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους προκαλῶν ἀντιδράσεις εἰς τὸν πιστὸν λαόν, τὸν ἔντιμον Κλῆρον, εἰς ἐπισκόπους, θεολόγους, ἱστορικούς, καθηγουμένους Ἱερῶν Μονῶν, Μοναχῶν καὶ Μοναζουσῶν. Δυστυχῶς ὁ εὐσεβὴς λαὸς καὶ ὁ ἔντιμος κλῆρος ἀνέμενον ἀπὸ τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν νὰ λάβη θέσιν διὰ αὐτὰ καὶ διὰ πολλὰ ἄλλα. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅμως ἀσχολεῖται μὲ τὸ πῶς θὰ ἐπιτύχη ὡς «Ἐρυθρὸς Σταυρός», ἀλλὰ ἀδιαφορεῖ διὰ τὰ πνευματικά, τὴν τήρησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τὴν πιστὴν ἐφαρμογὴν τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κ.λπ.
Δὲν ἐνοχλοῦνται
Διὰ παράδειγμα δὲν ἐνοχλοῦνται οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ οἱ καθηγούμενοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ὅταν βλέπουν εἰς τὰς φωτογραφίας Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς (εἴτε τῆς Ἑλλάδος εἴτε τῆς Ρουμανίας) νὰ συμπροσεύχωνται, φέροντες τὰ ἐγκόλπιά των καὶ τὰ ἐπανωκαλύμμαυχά των μὲ ἑτεροδόξους ἢ ἑτεροθρήσκους ἢ νὰ προσκυνοῦν τὴν χεῖραν τοῦ Πάπα καὶ νὰ τὸν δέχωνται ὡς κανονικὸν μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς μὲ τόσην μεγάλην εὐκολίαν συμπροσεύχονται οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἀληθείας καὶ τοῦ Φωτὸς (Ὀρθόδοξοι) μὲ τὸ σκότος καὶ τὴν πλάνην; «Πᾶνε νὰ ἀνακατέψουνε χρυσὸ καὶ μπακίρι;», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς γέρων π. Παΐσιος. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν κατήχησιν τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάνται, οἱ Κόπται, οἱ Ἀγγλικανοὶ (μὲ τὰς παπαδίνας κ.λπ.) εἶναι πλανεμένοι Χριστιανοί, προβληματίζονται καὶ φουντώνουν ὅλα τὰ ἀναρχικὰ θρησκευτικὰ ἔνστικτά των, ὅταν βλέπουν τοιαύτας φωτογραφίας. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἐξοργίζεται ἢ ἀφήνει νὰ ἐξελιχθῆ ἡ ταύτισις αἱρέσεων καὶ Ὀρθοδοξίας, διὰ νὰ ὑπηρετήση μελλοντικῶς κι αὐτὴ τὴν «νέαν Ἐκκλησίαν» τὴν ὁποίαν προωθεῖ ἡ Νέα Ἐποχή; Αὕτη ἡ «νέα ἐκκλησία», θὰ ἔχη στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ὅλας τὰς πλανεμένας, δι᾽ ἡμᾶς Χριστιανικὰς «Ἐκκλησίας».
Τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία
Πιστεύομεν, εἰλικρινῶς, ὅτι ἐν ὄψει τῆς συναντήσεως Πάπα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μεταξὺ 24ης καὶ 26ης Μαΐου, (καὶ ἐνῶ ἡ Ἑλλὰς θὰ εὑρίσκεται εἰς τὰς κάλπας διὰ τὴν ἀνάδειξιν Εὐρωβουλευτῶν καὶ ὡς λέγουν οἱ πολιτικοὶ ἐξουσιασταὶ θὰ κριθῆ τὸ μέλλον τῶν πολιτικῶν καὶ ἐθνικῶν ἐξελίξεων εἰς τὴν Χώραν) ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Διπλῆ Σύναξις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ὀφείλουν νὰ συνέλθουν (κεχωρισμένως) καὶ νὰ προειδοποιήσουν τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν λαϊκοὺς καὶ ρασοφόρους συμβούλους ὅτι δὲν θὰ γίνη ἀποδεκτὴ οἱανδήποτε ἐπίσημος ἢ ἀνεπίσημος συμφωνία διὰ τὴν νόθευσιν τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πρὸς μίαν τοιαύτην διακήρυξιν δὲν συνηγοροῦν μόνον οἱ λόγοι τοὺς ὁποίους προανεφέραμεν. Μὲ ἀφορμὴν αὐτὴν τὴν συνάντησιν ὀφείλουν Διοικοῦσα Ἐκκλησία, Ἅγιον Ὄρος καὶ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης νὰ ἐξετάσουν, ἐὰν ἀπὸ τὸ 1965, ὁπότε ἔγινε ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων καὶ ἐτέθησαν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς Ἐκκλησίας (δήλωσις τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου) ἐκέρδισεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἢ ἀπώλεσε κῦρος καὶ προδίδονται τὰ δόγματα.
Μᾶλλον συμβαίνει τὸ δεύτερον. Διότι ἀντὶ νὰ προσχωροῦν οἱ ἑτερόδοξοι εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, προσχωροῦν αἱ κεφαλαὶ τοῦ Φαναρίου καὶ οἱ περὶ αὐτὸ οἰκουμενισταὶ Ἀρχιερεῖς εἰς τὰς θέσεις τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν. Ὅταν τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἀναγνωρίζει Ἀποστολικὸν χαρακτῆρα εἰς ὅλας τὰς πλανεμένας αἱρετικὰς χριστιανικὰς Ἐκκλησίας καὶ τὰς θεωρεῖ κανονικὰς καὶ σωζούσας «Ἐκκλησίας» δὲν ἀκυρώνει τὸ τελευταῖον ἄρθρον τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖον ὁμιλεῖ διὰ τὴν Μίαν, Ἁγίαν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν; (τὴν Ὀρθόδοξον). Αἴφνης ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μεταβάλλεται εἰς ἰσότιμον καὶ ἰσόκυρον μὲ τὰς «Ἐκκλησίας», τὰς ὁποίας ὁ πιστὸς λαὸς καὶ ὁ ἔντιμος κλῆρος θεωροῦν αἱρετικάς. Καὶ ὡς τοιαύτας ἀντιμετωπίζει (καὶ θὰ ἀντιμετωπίζη) τὸν Παπισμόν, τοὺς Κόπτας (τοὺς καταδικασθέντας ὑπὸ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) τοὺς Προτεστάντας κ.λπ., ὅσα καλὰ στοιχεῖα καὶ ἐὰν ἔχουν διατηρήσει ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν. Ἀντὶ αἱ κεφαλαὶ τοῦ Φαναρίου νὰ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὴν Ἀλήθειάν της, κάμνουν ὅ,τι ἠμποροῦν, διὰ νὰ ἱκανοποιήσουν αὐτοὺς τοὺς ὁποίους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασαν ὡς αἱρετικούς. Ἀλλὰ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπηρέτουν τὴν ἀγάπην ἐν τῇ ἀληθείᾳ τῆς Πίστεως, διότι ἀγάπη μακρὰν τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεως δὲν ὑπάρχει. Οἱ σύγχρονοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπηρετοῦν τὴν ἀγάπην ἐν τῇ ἀληθείᾳ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ τὴν διπλωματίαν τῆς ἀγάπης, τὴν ὁποίαν διεκήρυξεν ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος. Ποτὲ εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἐχρησιμοποιήθησαν εἰς τὰς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς αἱ ἀνταλλαγαὶ ἐπισκέψεων καὶ δώρων, αἱ ἑκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οἱ ἐναγκαλισμοί, οἱ ἀσπασμοὶ μὲ πλήρη ἢ μερικὴν παραθεώρησιν τῆς ἀληθείας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀντιθέτως διελέχθησαν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἐν ἀνυποκρίτῳ ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ». «Οὐ γὰρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλὰ προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα» ἐξομολογεῖται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ποτὲ ἡ ἀγάπη δὲν κατήργησεν οὔτε ὑπεβίβασε τὸ δόγμα, ὅπως συμβαίνει σήμερον. Ποτὲ δὲν παρεμερίσθη ἡ ἀλήθεια χάριν μιᾶς κατ᾽ ἐπίφασιν εἰρήνης. Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὅμως δὲν συνέβη ποτὲ συμβαίνει σήμερον ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸ 1965 οἱ αἱρετικοὶ παπικοὶ καὶ ἄλλοι πλανεμένοι δὲν ἔχουν κάνει ἔστω καὶ μίαν ὑποχώρησιν ἀπὸ τὰς αἱρέσεις καὶ τὰς κακοδοξίας των. Οἱ σύγχρονοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν διακόπτουν τὸν διάλογον. Ἀντιθέτως οἱ Ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες, ὅταν διεπίστωναν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἐπέμεναν εἰς τὰς κακοδοξίας των ἔπαυον νὰ συζητοῦν μαζί των ἐφαρμόζοντες τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος». Ὁ Ἅγιος Χυσόστομος θεωρεῖ αὐτονόητον ὅτι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς εἰρήνης εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, πρέπει νὰ ἀποκόπτωνται ὅσοι δὲν συμφωνοῦν μὲ τὰς ἀρχάς της. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Α´ γράφει ὅτι «Πίστει κραταιούμενοι καὶ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἀγωνιζόμενοι τῶν διαιρούντων ἢ συγχεόντων ἢ οὐχ ὁμολογούντων τὴν ἀλήθειαν». Ἡ καταπάτησις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως (ὡς συμβαίνει σήμερον) δὲν συνάδει μὲ τὴν ἀγάπην. Εἶναι πρόσχημα, προσωπεῖον, μάσκα ἀγάπης ἡ ὁποία κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον ἐπιφέρει μεγάλην ζημίαν.
Ἄλλοι λόγοι διὰ νὰ συνέλθουν Ἱεραρχία, Ἅγιον Ὄρος καὶ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι λόγοι, διὰ νὰ συνέλθουν ἡ Ἱεραρχία, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Κατὰ τὴν συνάντησιν τοῦ Πάπα μὲ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντικανονικὴν συμπροσευχήν, ἡ ὁποία ἐνοχλεῖ τὸν πιστὸν λαὸν καὶ τὸν ἔντιμον κλῆρον, θὰ ὑπογραφῆ μία διακήρυξις. Ἐὰν ἡ διακήρυξις περιγράφει τὸν τρόπον τῆς ψευδοενώσεως, συμφώνως πρὸς τὰ ὁριζόμενα ὑπὸ τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἡ ὁποία προωθεῖ τὴν «νέαν Ἐκκλησίαν» ἤτοι: Ἕνωσις εἰς τὴν κορυφὴν ἀλλὰ ἑκάστη πλευρὰ θὰ διατηρήση τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ἕως ὅτου ὡριμάσουν αἱ συνθῆκαι διὰ τὴν πραγματικὴν ἕνωσιν, ἄνευ τῆς παραιτήσεως τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὰς αἱρέσεις καὶ τὰς κακοδοξίας των, θὰ τὸ ἀποδεχθοῦν; Τὸ δόγμα αὐτὸ ἔχει ἀναλυθῆ ἀπὸ δεκαπενταετίας ὑπὸ τῶν ἐπιστημόνων τῆς γεωπολιτικῆς τῶν θρησκειῶν καὶ προβλέπει: Ἕνας ὁ Χριστός, πολλαὶ αἱ Ἐκκλησίαι Του, διαφορετικὰ καὶ ἔγκυρα τὰ μυστήρια τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀποδοχὴ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν εἴτε πιστεύουν εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ φιλιόκβε, εἴτε ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπίνην τοῦ Χριστοῦ φύσιν, εἴτε δὲν πιστεύουν εἰς τὰς εἰκόνας καὶ τὴν Παναγίαν καὶ δὲν κάμνουν νηστείας, εἴτε κάμνουν τὴν θείαν Εὐχαριστίαν κατὰ τὸν Ὀρθόδοξον τρόπον τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἴτε ὄχι, εἴτε πιστεύουν εἴτε δὲν πιστεύουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει διακηρύξει ὅτι τὸ δόγμα αὐτὸ δὲν τὸ ἀποδέχεται καὶ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ μετανοήσουν, νὰ ἀποκηρύξουν τὰς αἱρέσεις των καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Τὴν θέσιν αὐτὴν δύναται νὰ ἐπαναλάβη πρὸ τῆς συναντήσεως τοῦ Πάπα μὲ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην; Θέτομεν τὸ ἐρώτημα διότι: 1ον) Τὸν τελευταῖον καιρὸν ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἀσφυκτικός. Οὐδέποτε ἄλλοτε κατὰ τὸ παρελθὸν ὑπῆρχε τοιοῦτος ἔλεγχος καὶ πατριαρχικὴ τρομοκρατία. 2ον) Οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ θεωροῦν Ἀκρόπολιν τῆς Ὀρθοδοξίας διαπιστώνουν ὅτι δὲν ὁμιλεῖ πλέον διὰ καυτὰ ζητήματα, ὡς εἶναι ἡ Ἰσλαμοποίησις τῆς Ὀρθοδόξου (κατὰ τὰ ἄλλα) ταυτότητος τῆς Χώρας, ἡ διδασκαλία (πιλοτικῶς) ἐννέα θρησκειῶν εἰς τὰ δημοτικὰ καὶ τὰ γυμνάσια, ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, τὰ σχέδια διὰ τὴν ἀναθεώρησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων (Ἀκαδημία Θεολογικῶν σπουδῶν Βόλου), ἡ διηρημένη ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης διὰ τὰς σχέσεις μὲ τοὺς Παπικούς, ἡ μεθοδικὴ ἀλλὰ οὐσιαστικὴ κατάργησις τῆς Κυριακῆς ἀργίας, ἡ ἵδρυσις τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν εἰς τὴν Θεολογικὴν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αἱ προθέσεις δημάρχων καὶ κομμάτων διὰ τὴν δημιουργίαν ἀποτεφρωτηρίων καὶ Τζαμιῶν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἑλλάδα κ.λπ.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία, ὅταν ἐκυκλοφόρησε πρὸ πέντε ἐτῶν περίπου ἡ Ὁμολογία Πίστεως καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ταραχῆς τοῦ Φαναρίου ἀπὸ τὴν μεγάλην ἀπήχησιν, τὴν ὁποίαν εἶχε, ἐζήτησε διὰ ἀνακοινώσεώς της, νὰ ἔχη ἐμπιστοσύνην εἰς αὐτὴν ὁ πιστὸς λαός. Τότε συνήρχετο ἡ διάσκεψις Παπικῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὴν Κύπρον καὶ ὑπῆρχεν ἡ τάσις, διὰ νὰ ἀναγνωρισθῆ ἐπισήμως τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα καὶ νὰ διακηρυχθῆ ὅτι εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Τότε εἶχεν ὑπάρξει καὶ μία δήλωσις τοῦ Μητροπολίτου Σύρου κ. Δωροθέου: «Ὅτι δὲν θὰ προδώσωμεν τὰ δόγματα». Ὅταν ὅμως ἔχωμεν συμπροσευχάς, ἀποστολικὴν διαδοχὴν εἰς ὅλας τὰς αἱρετικὰς «Ἐκκλησίας», ἀναγνώρισιν ὡρισμένων μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν «Ἐκκλησιῶν», ὅταν ἀναγνωρίζωμεν τὸν Πάπαν ὡς κανονικὸν μέλος τῆς Ἐκκλησίας (ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), ὅταν Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διακηρύττουν ὅτι οἱ Παπικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, τότε δὲν παραβιάζονται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας; Ἕως σήμερον ἡ ἀντζέντα τῶν Θεολογικῶν διαλόγων, εἰς τοὺς ὁποίους συμμετέχουν καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν γνωστοποιεῖται εἰς τὸν πιστὸν λαόν, ἀπὸ τὸν φόβον τῶν ἀντιδράσεων. Τοὐλάχιστον ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νὰ τοποθετηθῆ ἔναντι ὅλων αὐτῶν, ποὺ συμβαίνουν εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας τῆς πίστεώς μας, ὡς αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὰ δόγματα καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας;
Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ὑπάγεται, ὡς Ἱερὰ Σύνοδος, εἰς τὸ Φανάριον, ἐπιτελεῖ ἕνα μεγάλο κοινωνικὸν καὶ πολιτιστικὸν ἔργον, συμμετέχει εἰς τοὺς ἀγῶνας τοῦ λαοῦ, καταφέρεται (ὡρισμένοι Μητροπολῖται) ἐναντίον τῶν πολιτικῶν ἐξουσιαστῶν, ἀλλὰ οὐδέποτε ἔχει τοποθετηθῆ διὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν πορείαν πρὸς τὴν ψευδοένωσιν Ὀρθοδόξων Παπικῶν. Γνωρίζομεν διὰ τὰς διαφόρους ἐπισκέψεις καὶ διαλέξεις, αἱ ὁποῖαι γίνονται εἰς ἕν «διαθρησκειακὸν» κέντρον, τὸ ὁποῖον ἔχει καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον παρελαύνουν Προτεστάνται, Παπικοί κ.λπ., ἀλλὰ διὰ τὰ ζητήματα τῶν συμπροσευχῶν, τὰς παραβιάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τὰς θέσεις διὰ τὸν Παπισμὸν (ἐὰν εἶναι αἵρεσις ἢ ὄχι) κ.λπ. δὲν γνωρίζομεν τίποτε. Ἔχει τὸ δικαίωμα ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Κρήτης νὰ σιωπᾶ, ὅταν πρόκειται διὰ κρίσιμα ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν ἀλήθειαν τῆς Πίστεώς μας;
Παραμένει ἡ Ὀρθοδοξία ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή;
Διὰ νὰ μὴ ὑπάρξουν παρεξηγήσεις ὑπὸ Σεβ. Μητροπολιτῶν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, θέλομεν νὰ τοὺς θέσωμεν τὸ ἀκόλουθον ἐρώτημα. Ὁ Χριστὸς συμφώνως πρὸς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή…» Προφανῶς μὲ τοὺς λόγους του αὐτοὺς ἤθελε νὰ μᾶς προφυλάξη ἀπὸ τὰς «ἀμπέλους» τοῦ Σατανᾶ, εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν ἀπὸ τὰς «Ἐκκλησίας» τῶν αἱρετικῶν Χριστιανῶν. Ἡ ἄμπελος εἶναι Μία καὶ μόνη: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν προκειμένῳ καὶ ἐφυτεύθη ὑπὸ τῆς Δεξιᾶς τοῦ Κυρίου μας, τὴν ὁποίαν καὶ «ἐκτρέφει καὶ θάλπτει». Ὅταν οἱ Μητροπολῖται κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, βγαίνουν εἰς τὴν Ὡραίαν Πύλην καὶ ψάλλουν: «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην (ὄχι τὰς ἀμπέλους) καὶ κατάρτισαι αὐτὴν (ὄχι αὐτὰς) ἥν (ὄχι ἃς) ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου». Ἀντιλαμβάνονται τὶ συμβαίνει εἰς τὴν πραγματικότητα; Προσεύχονται διὰ τὴν Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν (τὴν Ὀρθοδοξίαν) καὶ τὴν ἰδίαν ὥραν ἀναγνωρίζουν εἰς αὐτοὺς τὰ μυστήριά των καὶ ἀναγνωρίζουν ἀποστολικὴν διαδοχὴν εἰς τὰς «Ἐκκλησίας» τῶν αἱρετικῶν Χριστιανῶν, συμπροσεύχονται μαζί των καὶ ἀναγνωρίζουν εἰς αὐτοὺς τὰ μυστήριά των καὶ Ἱερωσύνην. Δὲν ἀκυρώνουν μὲ τὴν μεγάλην αὐτὴν ἀντίφασιν καὶ τὴν προσχώρησιν οὐσιαστικῶς εἰς τὰ δόγματα καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν τὴν προσευχὴν των ὑπὲρ τῆς Μιᾶς, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Ἐκτὸς καὶ ἐὰν δὲν πιστεύουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγουν καὶ εἰς τὸ ὄνομα τῆς ψευδοενώσεως ἐπιχειροῦν νὰ περιθωριοποιήσουν καὶ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας περὶ τῆς ἀληθινῆς ἀμπέλου.
Διά… ταῦτα
Δι᾽ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ἀντίστοιχος τῆς Κρήτης καὶ ἡ Διπλῆ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρέπει νὰ συνέλθουν πρὸ τῆς συναντήσεως τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ νὰ καθορίσουν τὴν στάσιν των, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ ὑπεράσπισις τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅτι αἱ αἱρετικαὶ Χριστιανικαὶ «Ἐκκλησίαι» δὲν εἶναι κανονικαὶ καὶ σώζουσαι, δὲν ἔχουν μυστήρια καὶ Ἱερωσύνην. Διὰ νὰ σταματήση ἡ ὑποβίβασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων εἰς τὴν θέσιν ἑνὸς ἀπὸ τοὺς «πολλοὺς Κλάδους τοῦ χριστιανισμοῦ», διότι μὲ τὴν τακτικὴν αὐτὴν «τὰ ἰσοπεδώνουμε ὅλα» καὶ ἔτσι «σήμερα βλέπεις ἕνα νερόβραστο κόσμο», ὅπως ἔλεγεν ὁ μακαριστὸς Γέρων πατὴρ Παΐσιος (Γέροντος Παϊσίου, «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση».
Γ. ΖΕΡΒΟΣ
Ορθόδοξος Τύπος, 16/05/2014