άΟ γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων για την επιείκεια προς τους τελώνες, οι οποίοι πρώτοι άρχισαν να πλησιάζουν τον Κύριόν μας με ευλάβεια και να απολαμβάνουν την διδασκαλία του, τους ιδίους τους αμαρτωλούς και τους τελώνες δεν τους ημπόδισε να προχωρήσουν στο συμφέρον τους, ούτε τους απεμάκρυνε από την τόσο καλή και ευτυχή εκείνην προσέγγιση. τους ωφέλησε μάλιστα, δίδοντάς τους αρκετές εγγυήσεις για την φιλανθρωπία με την οποίαν αντιμετωπίζει ο Θεός αυτούς που μετανοούν και επιστρέφουν σ’ αυτόν από τις πονηρίες τους·
παρεκίνησε δε και τον Κύριόν μας να παρηγορήση με μεγαλύτερον και πιο έντονον ζήλον εμάς, χάριν των οποίων εδιηγήθη και αυτές τις παραβολές. Διότι όχι μόνον τους τότε παρόντες αμαρτωλούς και τελώνες, αλλά βεβαίως και εμάς και ολους αυτούς που από τότε μέχρι τώρα προσέχουν με πίστη στους θείους του λόγους και θα προσέχουν μέχρι την συντέλεια, μας ψυχαγωγεί θαυμάσια με τις ελπίδες της φιλανθρωπίας του, αρκεί να προτιμήσωμε την δια της μετανοίας επιστροφή με κάθε δυνατόν τρόπο.
Και οι μεν «άγγελοι χαίρουσι επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι», όπως μας λέγει ο Δεσπότης, ο ιδικός μας και των αγγέλων. Οι δε Φαρισαίοι περιγελούσαν τον θείον λόγον, είχαν υποδουλωθή στην οίηση και την φιλαργυρία, και ήσαν συνηθισμένοι να οδηγούν μαζί τους στην απώλεια και στην διαφθοράν όσους εξηπατούντο από αυτούς, και τους έδιδαν προσοχή νομίζοντας ότι έχουν την δυνατότητα να ωφελήσουν και να σώσουν.
Και αφού ούτε επείθοντο στον Δεσπότη μας, αλλά με κάθε τρόπο τον επηρέαζαν φανερά και του έστηναν ενέδρες, ούτε ήθελαν να προσέξουν στα γεγονότα από τα οποία κάθε ημέρα κηρύττεται φανερά η φιλανθρωπία του Θεού, έπρεπε τουλάχιστον να πιστεύουν στα βιβλία των οποίων εθεωρούντο ερμηνευταί προς τους άλλους.
Μέσα σε αυτά όλες σχεδόν οι υποθέσεις δεικνύουν την συμπάθεια και τον οίκτο του Θεού προς εκείνους που μετανοούν, και την σφοδροτάτην ποινήν εναντίον αυτών που αμαρτάνουν αμετανόητα. Και από μύρια παραδείγματα αυτής της ουρανίου φιλανθρωπίας ήταν γεμάτος ο πριν από την θείαν οικονομία χρόνος, σαν από προδρόμους και προοίμια της μετά ταύτα σαφεστέρας και μεγαλυτέρας συμπαθείας που έδειξε.
Αλλά τώρα εμείς αφήνοντας την άλλη διδασκαλία του Σωτήρος, θα μιλήσωμε μόνο για την παραβολήν των δύο υιών, την οποία θα ακούσωμε σήμερα να διαβάζεται. Ήδη ο παραβολικός λόγος που χρησιμοποιούσε η θεία εύνοια προς χάριν των αμαρτωλών, και αφορούσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, είχεν εξαπλωθεί αρκετά, ανεφέρετο δε στο ότι απιστούσαν ακόμη και στα αυτονόητα, κλείνοντας επιμόνως τους οφθαλμούς των, ή και βλέποντας προσποιούντο ότι δεν βλέπουν.
Εδικαίωναν τους εαυτούς των ενώπιον των ανθρώπων χωρίς να εντρέπωνται Εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, και εγίνοντο φορτικοί στα πταίσματα των ομοδούλων ή και των αδελφών τους. Επίσης, όσους μεταξύ των ανθρώπων ήσαν πατέρες και έδειχναν φιλανθρωπία για τα παιδιά τους, συγχωρώντας την προηγουμένην αναίδειάν τους, έστω και αν ήταν πολυχρόνιος, και αρκούμενοι στο ότι επέστρεφαν και ομολογούσαν την αφροσύνη τους, τους επαινούσαν, μερικές φορές μάλιστα εμεσίτευαν υπέρ αυτών.
Την φιλανθρωπίαν όμως του κοινού Δημιουργού και Πατρός των όλων την ηρνούντο. Σ’ εκείνους λοιπόν εδίδοντο γι’ αυτούς τους λόγους οι παραβολές, οι οποίες έπαιρναν αφορμές από τα καθημερινά και ανθρώπινα γεγονότα, και ήλεγχαν την απανθρωπίαν. Εμείς όμως δεν χρειαζόμεθα πλέον τις παραβολές, αφού έχουμε πιστεύσει κατ’ εξοχήν στους λόγους και στα έργα του Κυρίου, και μόνον από αυτά αντλούμε την ελπίδα της σωτηρίας.
Διότι αυτό το καλό δεν το αποκτήσαμε μόνον από τα μαθήματα των θείων μυστηρίων που αυτός μας έδωσε, αλλά τον παρακολουθήσαμε να μας βεβαιώνη και με πολύ φανερά παραδείγματα, ότι αφού πρώτα έδιδε την άφεση των αμαρτιών, αμέσως μετά την επεβεβαίωνε σ’ αυτούς που την εδέχθησαν, και την εφανέρωνε προσθέτοντας την απαλλαγήν από τα σωματικά κακά, όπως έγινε στον παραλυτικόν και σε πολλούς άλλους.
Αυτά λοιπόν, τιμώντας τον Δεσπότη, τον Πατέρα και Κηδεμόνα μας, θα τα εκθέσωμε απλώς, όχι για να επιβεβαιώσωμε την προς εμάς φιλανθρωπία του με παραβολές ή διηγήσεις, αφού αυτή είναι ανεκδιήγητος και νικά κάθε όγον, αλλά μόνον για να τον ευχαριστήσωμε, επειδή όχι μόνο την πραγματοποιεί αλλά και την φανερώνει σιωπηρώς, αυτήν που φανερώνεται κάθε ώρα με έργα απερίγραπτα.
Πατέρας λοιπόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά φύσιν είναι ο Θεός που αιωνίως τον γεννά. Από αυτόν προήλθε κατά φύσιν και όχι απλώς με την βούλησιν όπως συνέβη με τα κτίσματα. Πατέρα δε εμείς οι άνθρωποι έχουμε έναν, δηλαδή μαζί και τον Θεόν Πατέρα και τον Θεάνθρωπον Υιόν. Επειδή είναι ένας Θεός και μία φύσις, είναι ένας και σχετικώς με εμάς, έστω και αν διακρίνωνται οι υποστάσεις τους.
Επομένως ο καθένας τους είναι πατέρας μας, από την άποψη της διακρίσεως των προσώπων, και συγχρόνως ένας πατέρας μας είναι και οι τρείς, όπως είναι και ένας Θεός κατά την φύση. Ο δε Θεός είναι πατέρας μας κατά χάριν, όχι κατά φύσιν, επειδή είμεθα έργα της βουλήσεως, όχι της φύσεώς του. Και για όλα μεν τα έργα του είναι πατέρας ο Θεός, ιδιαιτέρως όμως για εμάς τους ανθρώπους, επειδή σ’ εμάς δίδει λογική, μας κάνει αυτεξουσίους, μας ορίζει άρχοντες όλης της κτίσεως.
Μας συνδέει με το σώμα σαν με εργαλείο, μας δίδει δε την δυνατότητα να ανεβούμε με το πνεύμα μέχρι τον ουρανό. Προνοεί για μας χωρίς χρονικόν περιορισμόν, όχι μόνον για την πρόσκαιρον ύπαρξη και ζωή μας, αλλά και για να ζούμε αιωνίως, συναναστρεφόμενοι άμεσα μαζί του και απολαμβάνοντας τα εκεί αγαθά. Να είμεθα μακάριοι όπως αυτός, όχι με γηίνην ευτυχίαν αλλά με την μακαριότητα που δίδεται υπερφυώς. Ω, τι ανέκφραστος αγαθότης, που νικά κάθε νουν και κάθε λόγο! Ηνέχθη να είναι και πατέρας των έργων και των δούλων του, χρησιμοποιώντας για μας όλες τις πατρικές μεθόδους, χωρίς να παραλείπη τίποτε.
Η προαίρεσις των τοιούτων τέκνων από την αρχήν ακόμη έχει διαιρεθεί σε δύο, αν και η φύσις τους είναι μία. Ας εξαιρέσωμε όμως τώρα την πρώτην δυάδα των ανθρώπων, τότε που έγινε η σπορά της φύσεώς μας, επειδή εκείνοι δεν ήσαν αδελφοί, η δε δική τους υπόθεσις είναι διαφορετική, και αρμόζει σε άλλην ευκαιρία. Σ’ αυτόν τον λόγο θα ασχοληθούμε με εκείνους που εγεννήθησαν από αυτούς. Από τότε λοιπόν διηρέθη το ανθρώπινον γένος. Και ο Θεός προεγνώριζε μεν και προτιμούσε να μείνη αδιαίρετον, αλλά ήθελε να αφήση την χρήση των καλών που τους έδωσε περισσότερο στην προαίρεσή τους.
Διότι δεν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία της γνώμης, το καλλίτερον από τα δώρα που τους είχε δώσει. Και εγνώριζε μεν ότι μία μερίδα των τέκνων του δεν θα χρησιμοποιήση καλώς αυτά που έλαβε” αλλά δεν ήθελε, επειδή είναι πανάγαθος, να δώση πρόφαση της φυγής από τον πατέρα, στερώντας τους από τα μέσα με τα οποία θα ημπορούσαν να ζήσουν καλά, όπως αρμόζει σε τέκνα. Γι’ αυτό εμοίρασε την περιουσία των αγαθών εξ ίσου στην καλλιτέρα και στην χειροτέρα μερίδα, πριν αποκαλυφθεί εμπράκτως η προαίρεσις του καθενός.
Η μία λοιπόν μερίδα των ανθρώπων δεν απεμακρύνετο από τον Θεόν και Πατέρα, συναναστρέφετο συνεχώς μαζί του, τον υπηρετούσε και υπετάσσετο στους πατρικούς νόμους, όπως είναι το φυσικόν, και αρκείτο για όλα στην κρίση του Πατρός, χωρίς να απαιτή τίποτε. Εγνώριζε ότι και χωρίς να του ζητήση, εκείνος θα δώση και θα προσθέση περισσότερες και μεγαλύτερες δωρεές. Όλο το υπόλοιπο μέρος των ανθρώπων επέλεξε την εντελώς αντίθετη τακτική.
Γι’ αυτό, το μέρος της ανθρωπότητος που παρέμεινε με τον Πατέρα και υπήκουε σε όλα, εύλογα δεν ήταν μόνον στην τάξη προγενέστερο και δικαίως ονομάζεται πρεσβύτερον, αλλά προπορεύεται του άλλου και σύμφωνα με τον Πατρικόν και Θείον σκοπό. Ενώ εκείνο που προετίμησε να ζη με ιδικόν του ρυθμό, και έμελλε γι’ αυτό να εκτοπισθή στην εσχάτην αθλιότητα, είναι και ονομάζεται και από τις δύο απόψεις νεώτερον. Διότι καινοτομούσε, ακυρώνοντας τον σκοπό που είχε γι’ αυτό ο Πατέρας, και εκινείτο από παιδαριώδη θελήματα.
Έτσι λοιπόν είχαν χωρισθή, και ο Πατέρας τους εδημιούργησε ολους ομοίως για να μείνουν μαζί του, να υπακούσουν σε όλα και να μην απομακρυνθούν, να προξενήσουν δε πολλήν δόξαν από αυτήν την συνετήν διαγωγήν, όχι μόνον στον εαυτόν τους άλλα και στον ίδιο τον Πατέρα.
Δύο δηλαδή είναι οι δρόμοι που σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός και τις μεγάλες ελπίδες που προέρχονται από αυτό, οδηγούν στον ένα σκοπόν, στην άκρα μακαριότητα, οι οποίοι κατευθύνονται από αληθινήν πίστη και ήθη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής. Και αυτοί μεν που ηκολούθησαν τον δρόμο της πίστεως, οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι και ανήκουν στην μερίδα των πρεσβυτέρων, πρόσεχαν στον Θεόν και Πατέρα, και εδέχοντο την παιδαγωγία του, ενώ οι άλλοι που μετά τους παλαιούς εκείνους χρόνους επανεστάτησαν και απεστράφησαν τον Θεόν, ανήκαν στην μερίδα των νεωτέρων, και συνανεστρέφοντο με τους χοίρους.
Διότι έχοντας εκπέσει εντελώς από τα θεία χαρίσματα με την καθημερινήν αύξηση αυτής της αποστροφής, και κατοικώντας τόπους εντελώς ερήμους από θείες επισκέψεις, αφού ζούσαν μακρυά από την Ιουδαία, η οποία διετρέφετο με την ποικίλη πρόνοιαν του Θεού, προσεκολλήθησαν πλέον στον πονηρόν, στον εχθρόν της ανθρωπίνης σωτηρίας, αυτόν που εξέβαλε πρώτον η πονηρία από την πατρικήν χώρα. Αυτός παρέδωσε το ευγενές εκείνο πλάσμα στην ζωήν και την τροφήν των χοίρων. Ή μάλλον αυτό λιμοκτονούσε περισσότερο και από τους χοίρους. Διότι οι μεν δαίμονες από τότε που απεστάτησαν, ετρέφοντο με την απώλεια του θείου πλάσματος. Το δε μέρος των ανθρώπων που συνανεστρέφετο μαζί τους είχε στερηθεί και από αυτήν την τροφή, και έτσι μάλλον έτρεφε τους δαίμονες παρά αυτό ετρέφετο από εκείνους. Και αυτοί μεν, υποκρινόμενοι ότι τρώγουν, ήσαν στην πραγματικότητα πεινασμένοι, ενώ ο άνθρωπος από κάθε άποψη λιμοκτονούσε.
Έτσι λοιπόν διπλή ήταν και η πίστις της δυάδος των τέκνων του Θεού. Ως προς δε τα ήθη, οι περισσότεροι ζούσαν πολύ άσχημα. Διότι και εκείνοι που επίστευαν σωστά, ήσαν με τα έργα απομακρυσμένοι από τον ουράνιον Πατέρα.
Γι’ αυτό και εδέχοντο πολλές μαστιγώσεις, μάλλον δε μόνοι τους εταλαιπωρούντο με τις πληγές που τους έπρεπαν, αφού η πατρική κηδεμονία είχε αναχωρήσει πλέον από αυτούς. Εφ’ όσον με τα λόγια μεν επίστευαν σωστά, αλλά με τα έργα απιστούσαν παραβαίνοντας τους πατρικούς νόμους. Έτσι και οι υποτιθέμενοι ευσεβείς είχαν παραδοθεί σε διαφόρούς πειρασμούς, ενώ λίγοι ήσαν εκείνοι που μαζί με την πίστιν είχαν και την έμπρακτον ευλάβειαν. Ώστε τα τέκνα του Θεού είχαν χωρισθεί τότε σε δύο μέρη. Και εκείνοι μεν που ζούσαν με φρόνημα πρεσβυτέρου ήσαν ολίγοι, οι περισσότεροι δε ενεωτέριζαν.
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στους παλαιούς χρόνους. Ας ασχοληθούμε όμως τώρα για μεγαλυτέραν ωφέλεια, με τον μετά την Θείαν Οικονομίαν χρόνον, προς τον οποίον αρμόζει περισσότερο και η παραβολή. Διότι τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ήσαν ανάπλασις, μετά την πρώτην εκείνη πλάση, και αναγέννησις μετά την γέννηση, και αρχή δευτέρας και τελειοτέρας ζωής. Γι’ αυτό και το φάρμακο της μετανοίας προηγουμένως ήταν πολύ ασταθές και υπέσχετο την σωτηρία, χωρίς όμως να σώζη. Έσπερνε, χωρίς όμως να καρποφορή.
Και πολύ ολίγοι από τους τότε ευσεβείς το είχαν δοκιμάσει, δεν ημπορούσε δε ακόμη να απαλλάξη από την φυσικήν φθοράν η οποία προεκλήθη από την φυγή, και την απόκρυψη των πρωτοπλάστων από τον Πατέρα. Και γιατί πρέπει να απορουμε για τους κατά τα άλλα πιστούς, οι οποίοι ημάρταναν και μετανοούσαν, αφού και για εκείνους που εκτός από την πίστιν είχαν κατορθώσει και όλη την αρετή, είχε κλεισθή μετά από αυτά ο πατρικός οίκος και τους περίμενε ο ίδιος Αδης, όπως και τους διεφθαρμένους στην πίστη και την ζωή; Διότι η στέρησις αυτή της δυνατότητας ήταν ισχυροτέρα, όχι μόνον από την μετάνοια που ακολουθούσε τα πταίσματα, αλλά και από κάθε προσωπικήν αρετή.
Άνοιξε λοιπόν στα τέκνα Του την Βασιλεία των Ουρανών, και με την Θείαν Οικονομίαν ετοίμασε την αιωνίαν κληρονομίαν, αφού γι’ αυτό ήλθε και εταπεινώθη με πολλούς τρόπους, ακόμη και με τον θάνατο. Έτσι τους έκαμε πλέον, αδελφούς και συμμόρφους, όχι μόνον τέκνα του όπως πριν. Από εδώ και πέρα δεν είναι ούτε λέγονται πλέον ολοι οι άνθρωποι τέκνα του Θεού, αλλά μόνον όσοι εσφραγίσθησαν με την πίστη και το βάπτισμά του, και έγιναν μέτοχοι των άλλων χαρισμάτων που προήλθαν από την Θείαν Οίκονομία, και αυτούς αφορά. η διαιρεσις και το νόημα της παραβολής.
Ας εξετάσωμε λοιπόν το δώρο της μετανοίας, έχοντας ενώπιόν μας τους δύο αυτούς υιούς του ωραίου και φιλανθρωποτάτου Πατρός, και χρησιμοποιώντας ως διδάσκαλον εκείνον που τους έδωσε. Από αυτούς λοιπόν τους δύο υιούς, εκείνος μεν που έχει πρεσβυτικόν φρόνημα, παραμένει μαζί με τον Πατέρα, οικονομεί καλώς τα αγαθά που έλαβε και προεκτείνει την επιθυμία και την προσπάθειά του προς τα μεγαλύτερα. Μοιράζει όλη την ζωήν του μεταξύ δύο καλών.
Αφ’ ενός καρποφορεί για τον εαυτόν του και για τον Πατέρα με την επίπονον εξάσκηση των αγαθών έργων, αφ’ ετέρου στρέφεται προς το πρόσωπο του Πατρός με την θεωρία. Ο άλλος, υποδουλώνεται στη σάρκα και στις αισθήσεις, και με μίαν εντελώς παιδικήν ορμήν, απομακρύνεται από τον Πατέρα, διαβιώνει δε σε περιοχές τις οποίες ο Πατέρας δεν επιβλέπει, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρόπον ζωής που δεν εναρμονίζεται με την θέλησή του. Εκεί σκορπίζει τον πλούτο των αγαθών που του εδόθη, σπαταλώντας τον για την εκπλήρωση των αλόγων του επιθυμιών.
Ο Πατέρας του έδωσε τον ηγεμόνα νου, και αυτός τον υπεδούλωσε στα πάθη του. Του όρισε νόμο για να οικονομήση καλώς την ζωή του προς ευφροσύνην του ευεργέτου, και επίτευξη των μεγαλυτέρων αγαθών, αυτός όμως τον παρέβαινε και έτσι προκαλούσε συνεχώς τον Πατέρα. Του άνοιξε την ιδία την πύλη της αιωνίου ζωής με την πίστη και το βάπτισμα, και εκείνος με τις προσωπικές του αμαρτίες την έκλεισε πάλιν αθλίως. Σωρεία αμαρτιών εσύναξε στην ψυχή του, αντί του πλήθους των ασυγκρίτων εκείνων δωρεών. Αντί στον Πατέρα υποδουλώνεται στον εχθρό, και εκείνος τον κάνει χοιροβοσκό και ομοτράπεζο με τους χοίρους. Εζητούσε από την τροφή τους και δεν ημπορούσε ούτε αυτήν να έχη, ώστε και από τους ιδίους τους χοίρους έγινε χειρότερος και αθλιώτερος.
Έτσι τιμούν οι δαίμονες εκείνους που υποδουλώνονται στα θελήματά τους. Αλλά όταν μετά πολύν χρόνον ήλθε στον εαυτόν του και συνησθάνθη την υπερβολήν των κακών, ομολόγησε μέσα στην ψυχή του αφ’ ενός την ευσπλαγχνία του Πατρός, και την μετάνοια την οποίαν η πατρική φιλανθρωπία αναγνωρίζει στα τέκνα ως πρώτον δικαίωμα, αφ’ ετέρου ότι το να απελπισθή για την συγχωρητικότητα του Πατρός, από απιστία στην αγαθότητά του και γι’ αυτό να απομακρυνθή οριστικώς από αυτόν, είναι αθεράπευτο κακό, και κορυφή των άλλων πταισμάτων. Επιστρέφει λοιπόν προς τον Πατέρα με μεγάλο θάρρος. Εξομολογείται την αμαρτία με πολλήν συντριβή, την οποία πρώτα ησθάνθη στην καρδία του, πριν προσέλθη στον Πατέρα, και έπειτα την εφανέρωσε με σχήμα και με γλώσσα.
Δεν ζητεί πλέον την τάξη του υιού, αλλά θεωρεί μεγάλο δώρο να καταταγή με τους υπηρέτας, εάν βέβαια εκρίνετο άξιος και γι’ αυτό. Προτιμά με θέρμη, σε αντικατάσταση της ελευθερίας την οποίαν ανοήτως έχασε, να υπηρετή και να αντισταθμίζη την ασεβή εκείνην ραθυμία με τους κόπους της δουλείας. Εχρησιμοποίησε κακώς τα καλά που του εδόθησαν. Διότι τα κατηνάλωσε όταν δεν έπρεπε, και προς εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε, και με τρόπο που δεν αρμόζει . Τώρα δε υποτάσσει πάλιν όλη την θέλησή του στις πατρικές εντολές, πράγμα το οποίον είναι έργον των μισθωτών.
Ο δε φιλανθρωπότατος Πατέρας, βλέποντάς τον από μακρυά να έρχεται, δεν αγανακτεί, δεν αποστρέφει το πρόσωπόν του, δεν στέλλει να τον διώξουν, δεν κλείνει τις πύλες, δεν τον αφήνει μεν να παρουσιασθή εμπρός του και μετά, πολύ δικαίως, να τον επιπλήξη, δεν τον επικρίνει για την αδοξία που φανερά προξένησε το παιδί του όχι μόνον στον εαυτόν του αλλά και στον Πατέρα, για τίποτε εντελώς δεν τον κατηγορεί, αλλά αμέσως επιβεβαιώνει και ενισχύει την ελπίδα που είχε εμφυτευθή στην ψυχή του παιδιού για την πατρικήν ευσπλαγχνία, και την επαληθεύει τρέχοντας να τον προϋπαντήση και να τον αγκαλιάση, και να ταπεινωθή κι αυτος μαζί με την ταπείνωση του παιδιού, και να δείξη με ασπασμό την πατρική του στοργή. Και ο μεν υιός, ενώ είδε τόσην επιείκεια, δεν αξιώνει ακόμη τον εαυτόν του να ονομασθή υιός του, ο δε Πατέρας του δίδει και τα γνωρίσματα της υότητος. Του φορά δηλαδή πάλι την πρώτην στολή του βαπτίσματος, από την οποίαν απεγυμνώθη με τις προσωπικές αμαρτίες, επειδή η μετάνοια έγινε γι’ αυτήν δεύτερον βάπτισμα. Σφραγίζει το χέρι με το δακτυλίδι, για να είναι του λοιπού απρόσιτος στους δαίμονες, αναγνωριζόμενος από μακρυά.
Του ετοιμάζει υποδήματα για τον δρόμο της υπακοής, κάνοντάς τον πάλιν οδοιπόρο προς την σωτηρία. Τον αξιώνει της μυστηριώδους και πνευματικής τροφής, και τον κάνει σ’ αυτό το γεύμα ομοτράπεζόν του. Ω, τι μεγίστη συμπάθεια! τι φιλανθρωπία ανέκφραστος που νικά κάθε νουν και λόγο! Χαίρεται μ’ αυτήν και ο ουρανός, και οι δούλοι που παραστέκουν στον Πατέρα. Επειδή δούλοι του Θεού είναι και των αγγέλων οι τάξεις, αφού υπηρετούν στην διοίκησιν αυτού του σύμπαντος, και ιδιαιτέρως στην σωτηρία των ανθρώπων, που πραγματοποιούνται και τα δύο με την πρόνοια του Θεού. Και από το ένα μέρος χαίρονται μαζί του για την μετάνοια του αμαρτωλού, από δε το αλλο εκθειάζουν την ευμένεια του Δεσπότου και Πατρός, φανερώνοντας αυτήν την ηδονή με ψαλμούς και χορούς νοερούς.
Ο δε πρεσβύτερος αδελφός, αν μεν παρευρίσκετο εκεί από την αρχή, θα έχαιρε μαζί τους, θα συνέτρωγε και δεν θα δυσανασχετούσε, βλέποντας τόσην πίστη σ’ αυτόν που μετενόησε, καθώς και την γεμάτην αγαθές ελπίδες επιστροφή του, και ακούοντας την ομολογίαν του, στα οποία ηκολούθησε η ευσπλαγχνία του Πατρός. Αλλα επειδή τότε ήταν απησχολημένος με τα ιδικά του, ή μάλλον με τις πατρικές εντολές, ήλθε έξαφνα και αντίκρυσε το παράδοξον αυτό θέαμα. Και ήταν συγκρατημένος, όχι από φθόνο και οργήν, αλλά από έκπληξη για την τόσο μεγάλην εύνοια προς τον φυγάδα και άσωτο, και περισσότερον από όλα για το ότι το θαύμα ήταν τώρα μαζί τους.
Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο προς εκείνον που μετενόησε, και έτσι έπρεπε να είναι. Τοποθετώντας λοιπόν την δικαιοσύνην του Πατρός απέναντι στην υπερβολήν της επιεικείας του, εθαύμαζε πολύ βλέποντας την πρώτη να ηττάται παραδόξως από την δευτέρα. Διότι αυτός ποτέ δεν έφθασε να έχη εμπειρία τοιαύτης φιλανθρωπίας, αν και πρόσεχε πάντοτε στα πατρικά θελήματα, και δεν είχε παραβή καμμίαν εντολή του, γεγονός για το οποίο και πολύ τον αγαπούσε ο Πατέρας, και αποσκοπούσε μόνον στην δικαιοσύνη του με την οποίαν αντιμετωπίζει αυτούς που τον υπηρετούν.
Τον πλησιάζει δε και αυτόν ο Πατέρας και τον πείθει, και αποκαλύπτοντας την φιλανθρωπίαν του λέγει: Εάν, παιδί μου, αυτός που έχασε ένα από τα εκατό πρόβατα που είχε, αφού ασφαλίσει καλά τα άλλα, τρέχει με αγωνία σε αναζήτηση του ενός, και όταν το εύρη το επαναφέρει και το συναριθμεί με τα άλλα πλημμυρισμένος από χαρά. Και αν κάποια γυναίκα που έχασε μία από τις δέκα δραχμές την αναζητεί με κάθε τρόπο, και χαίρεται όταν την εύρη. Και μάλιστα δεν αρκούνται να χαίρωνται μόνοι τους, αλλά καλούν και φίλους και γείτονες για να ευχαριστηθούν κι αυτοί μαζί τους για την εύρεσιν αυτών που είχαν απωλεσθή. Πώς εγώ, που είμαι Πατέρας, δεν θα ευφρανθώ πολύ δεχόμενος τον αδελφό σου που ξαναέζησε από την φοβεράν εκείνη νέκρωση, και ευρέθη μετά από την πολυχρόνιον απώλειάν του; Πόσο καλλίτεροι είστε εσείς τα παιδιά μου από τις δραχμές και τα πρόβατα;
Τόσον μεγάλο θαυμασμόν προξενεί ακόμη και στους πλέον οικείους η υπερβολή της πατρικής επιεικείας. Και θαυμάζουν όχι επειδή φθονούν αυτόν που παραδόξως έτυχε τόσον καλής αντιμετωπίσεως, αλλά επειδή καίονται από ζήλον και πόθο για τον Πατέρα, τον οποίον θεωρούν ότι προσεβλήθη και είναι αδικημένος. Ίσως δε ούτε με σχήματα και λόγους έδειξε αυτήν την απορία του ο πρεσβύτερος υιός, αλλά απορούσε μόνον με τον λογισμό του, και ο Πατέρας τον εθεράπευσε εμπνέοντας το φάρμακο στον νου του παιδιού του, και εκείνα που θα του ελεγε ο Πατέρας είπε και ο ίδιος στον εαυτόν του, εμπνευσμένος από τον Πατέρα.
Από την στιγμήν εκείνην έχαιρε και απελάμβανε το τραπέζι ανυμνώντας την πατρικήν φιλανθρωπία. Διότι αν δεν γινόταν έτσι, σημαίνει ότι δεν θα ήταν πρεσβύτερος ούτε τηρητής των πατρικών εντολών, αλλά θα ήταν υποδουλωμένος στην οίηση και τον φθόνο και θα ημάρτανε πολύ χειρότερα από τον νεώτερο.
Πράγματι, το να βρούμε κάτι από αυτά που είχαμε χάσει, προξενεί πολλήν ευφροσύνην, έστω και αν τα περισσότερα είχαν διαφυλαχθεί. Επειδή για τα καλά που υπάρχουν χαιρόμεθα με την παρουσία τους, για δε τα χαμένα, όπως είναι φυσικό, πονούμε, και όταν τελικά ευρεθούν χαιρόμεθα γι’ αυτά διπλά, προσθέτοντας για την εύρεση στην προηγουμένην χαρά και δευτέραν, αυτήν που αντικατέστησε την λύπη. Αυτό αποτελεί απαράβατον νόμο και σοφήν υποκίνηση του Θεού προς την φύση.
Γι’ αυτό ούτε θα ήταν ανάγκη να ειπή ο Κύριός μας παρομοία παραβολήν, αφού είναι πολύ φανερά η θεία προς τα τέκνα φιλανθρωπία του, την οποίαν εσυνήθιζε θεοπρεπώς να χαρίζη αφειδώς στους αμαρτωλούς και στους τελώνες που προσήρχοντο τότε. Αλλά ήταν η αναίδεια των Φαρισαίων και των Γραμματέων ασφαλώς που οδήγησε σ’ αυτό, οι οποίοι, όπως είπα και πριν, εβλασφημούσαν ωμότατα τον Θεόν περισσότερο και από ό,τι τους επιγείους πατέρες, και ενώ οι ίδιοι έδειχναν φιλανθρωπία για τα τέκνα τους, ήθελαν μόνον ο Θεός να μνησικακή για τα ιδικά του, η άβυσσος της φιλανθρωπίας, το πέλαγος της αγαθότητος. Και χρησιμοποιούσαν αυτό το ψεύδος ως πρόφασιν, όχι μόνο για την απιστία τους προς τον Κύριόν μας, αλλά και για να κατασπαράζουν τους αδελφούς των, περιεργαζόμενοι και κρίνοντας πολύ αυστηρά τα άχυρα που είχαν στους οφθαλμούς των, ενώ δεν ησθάνοντο τις δοκούς που είχαν στους ιδικούς των, ή και τις εκάλυπταν με τα χρώματα της υποκρισίας.
Γιά να συμπληρώσωμε λοιπόν εδώ κλείνοντας τον λόγο για το προκείμενο θέμα, τα τέκνα του Θεού διακρίνονται σε δύο μέρη, όπως είπαμε, από τα οποία οι μεν είναι και λέγονται μακάριοι, ο ίδιος τους έδωσε αυτό το όνομα, δηλαδή με πρεσβυτικόν φρόνημα χρησιμοποιούν καλώς τις πατρικές ευεργεσίες, και για την φιλοπονία τους προκόπτουν και εδώ, αλλά και εκεί κληρονομούν την αιώνιον ζωή, συναναστρεφόμενοι άμεσα με τον Πατέρα και απολαμβάνοντας μαζί του με τρόπον υπερφυσικό την ευδαιμονία. Οι άλλοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται προσωρινώς νεωτερίζοντας, και πολύ κακώς σκεπτόμενοι, κάνουν κατάχρησιν των πατρικών εντολών και των δώρων του Δεσπότου, παρεκλίνοντας προς την ζωήν των χοίρων. Αφού δε μετανοήσουν, επειδή έχει παραμείνει μέσα τους η σπίθα της αγάπης προς τον Πατέρα και δεν έχει σβήσει εντελώς, απολαμβάνουν πάλι την τάξη των υιών, όχι σύμφωνα με κάποιαν δικαιοσύνην, αλλά από οίκτο και φιλανθρωπία. Διότι η θερμή μετάνοιά τους έχει ως παρακίνηση και αφορμήν την πολλήν αγαθότητα, την σφοδροτάτην αγάπη και συγχωρητικότητα του Πατρός, ώστε να αποτελή καρπόν όχι μόνον φόβου αλλά και αγάπης. Γι’ αυτό και ονομάζονται ηλεημένοι. Και έτσι σώζεται η δυάδα των αδελφών, έτσι συνενώνεται όλο το πλήθος των αληθινών τέκνων του Θεού, σε μίαν ευτυχή και λαμπράν δυάδα.
Διότι εκείνοι που απιστούν και αρνούνται την δευτέρα και υπέρμετρο χάριν του Πατρός, η οποία έγινε με πρωτοφανή οικονομίαν, αχρηστεύουν την πίστη με άλλες κακοδοξίες, ή πιστεύουν μεν ορθά, αλλά παραμένουν χωρισμένοι οριστικώς από τους πατρικούς νόμους, διακινδυνεύοντας ματαίως την σωτηρία τους με την νεκρά και χωρίς έργα πίστη. Όλοι αυτοί απεδοκιμάσθησαν από την περιοχή και την ονομασία των υιών, αφού με την θέλησή τους απεστράφησαν τον Θεό και την κατάταξη μαζί με τους αδελφούς των. Γι’ αυτό άθλιοι και γυμνοί από κάθε αγαθόν, πορεύονται στην παρούσα ζωή, και πολύ περισσότερο στην μέλλουσα και αιώνιο, κατοικούν στον Άδη και υποφέρουν εκεί πικρά κατά τα έργα τους.
Ας ευχαριστήσωμε λοιπόν τον Πατέρα και Κύριόν μας, ο οποίος, για να αφήσωμε τώρα τα άλλα που ακούμε καθημερινώς, και εδώ μετρίως αναπτύξαμε, «ουχ ήλθε καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Και πολύ καλά έδειξε την πρόθεσή του αυτήν με τα έργα, όχι μόνον συγχωρώντας πόρνες και ληστάς και τελώνες που μετενόησαν, αλλά συγκαταλέγοντάς τους μαζί με τους καθαρούς.
Αλλά και τον τρόπο της γνησίας μετανοίας μας περιέγραψεν ο ίδιος. Βάλε στον νού σου, λέγει, ποίων αγαθών εστερήθης, και για ποία κακά έγινες ένοχος. Μίσησε την αποστασίαν, η οποία σε οδήγησε στον φοβερό λιμό των αγαθών και στην συναναστροφή με τους χοίρους. Και ενώ άλλοι που είναι προικισμένοι με ολιγώτερα χαρίσματα, απολαμβάνουνν αυτά τα αγαθά και χορταίνουν από θείον πόθο, συ λιμοκτονείς αθλίως. Επίστρεψε με όλη την διάθεση της ψυχής σου στον αρχικόν τρόπο ζωής σου, τότε που συμβίωνες με τα αληθινά τέκνα του Θεού, και πρόσεχες στους θείους νόμους.
Μη φοβηθείς την υπερβολήν των πταισμάτων, αλλά να σε ενθαρρύνη το μέγεθος της θείας ευσπλαγχνίας. Επίστρεψε γρήγορα πονώντας για τα εκούσια κακά, αλλά και ψυχαγωγούμενος από τις καλές ελπίδες. Γονάτιζε συνεχώς ενώπιον του Θεού με την καρδία και το σώμα. Ανακάλεσε με δάκρυα τον θείον οίκτον. Να παρακαλής ακατάπαυστα, ώστε να μην επιτρέψη ο Θεός να ξαναπέσης πλέον. Να είσαι έτοιμος να υπομείνης κάθε πληγήν από τον Θεόν με την οποία θα θεραπευθούν τα πταίσματά σου, και θα φύγης καθαρός από αυτήν την ζωή. Πλήγωνε και συ τον εαυτόν σου με όσην δύναμιν έχεις. Πίεζε το σώμα σου με την εγκράτειαν, ώστε να πλουτισθή το πνεύμα σου.
Θέλεις να προσθέσω και τα μεγαλύτερα; Αν μετά την αλλαγή σου εκπληρώσεις όλον τον θείο νόμο, να ονομάζης και να θεωρής τον εαυτόν σου αχρείον δούλον. Διότι έτσι ταπεινώνονται όσοι σκέπτονται σωστά, έστω και αν ευρίσκωνται σε συνεχή κοινωνία με τον Θεόν, έστω και αν δεν τους ελέγχει η συνείδησις ότι με κάποια πράξη τους έφυγαν φανερά από τον ορθόν δρόμο. Συ δε πώς θα καυχηθής μετά από όλα αυτά για κάποιο καλόν; Πρέπει να αποκρούης αμέσως με την ανάμνηση των προηγουμένων παρεκτροπών τον λογισμό της οιήσεως, και να εντρέπεσαι μάλλον για τα προηγούμενα κακά, παρά να υψηλοφρονής για τα πρόσφατα καλά. Μη προσέχης δε στις αμαρτίες των αδελφών παρά τόσον όσο να μήν αμαρτάνης με την επικοινωνία μαζί τους. Μη κρίνεις μέσα σου.
Μη κατηγορής τους άλλους, μάλλον δε να προσεύχεσαι να δώση ο Θεός και σ’ εκείνους μετάνοια, διότι και σε σένα από αυτόν ήλθε αφανώς το καλόν της μετανοίας. Μη σκανδαλίζης κανέναν, ούτε από τους μικρότερους, και να προσπαθής ούτε καν αφορμή σκανδάλων να μη δίδης, διότι θα αναγκάσης τον Θεόν να αποστρέψη το πρόσωπό Του από σε, και πάλι θα ευρεθής κενός από χάρι. Να είσαι έτοιμος να πληγωθής από τους ανθρώπους και να υπομένης, όταν με κάθε τρόπο σε πληγώνουν. Διότι εκείνος που δικαιώνει τον εαυτόν του και αντιδρά σ’ αυτούς που τον λυπούν και τον πληγώνουν, χάνει το κέρδος που είχε από την μετάνοια. Να ανταποδίδης στους αδελφούς αγαθόν αντί κακού, ενθυμούμενος τον Θεόν, ο οποίος αντί των κακών που έκαμες, άνοιξε για σε την πύλη της μετανοίας. Ο δημιουργός για το χτίσμα, ο Κύριος για τον δούλον.
Με αυτούς και παρομοίους λόγους και λογισμούς ασχολούμενος όλην την ώρα, και εκπληρώνοντας τους άλλους νόμους των Ευαγγελίων, θα ελκύσης με αυτόν τον αγαθόν τρόπο τον Θείον οίκτο, για την αληθινήν μετάνοιά σου. Διότι χωρίς τοιαύτην μετάνοιαν είναι αδύνατον να έλθουν στην Βασιλείαν των Ουρανών ακόμη και εκείνοι που ζούν πολύ προσεκτικά, όχι μόνον εκείνοι που επιστρέφουν από πολύ αμαρτωλήν ζωήν. Επειδή όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να μετανοήσουν, αφού κανείς δεν ημπορεί να είναι εντελώς απηλλαγμένος από ακαθαρσίαν. Εκείνοι δε που με τις αρετές έχουν πλησιάσει περισσότερο τον Θεόν, αυτοί και τις μικρότερες παρεκτροπές τις θεωρούν πολύ μεγάλες, και καλά κάνουν. Έτσι αποκτούν μεγάλην ταπείνωση, προκόπτουν ασφαλώς και προσεγγίζουν περισσότερο τον Θεόν. Όπως εκείνοι που αμελούν για τις μικρότερες και ούτε πονούν γι’ αυτές ούτε διορθώνουν τον εαυτόν τους, παραχωρεί ο Θεός και πίπτουν σε μεγαλύτερες.
Εμφύτευσε και σε μας, Χριστέ Βασιλεύ, διάπυρον πόθον αληθινής μετανοίας, και χρησιμοποιώντας αυτήν ως αφορμήν, δείξε τον πατρικόν σου οίκτο για μας, και εκείνους που επιστρέφουν καλώς από πολλήν ασωτία, κατάταξέ τους μεταξύ των τέκνων σου, ότι σοί πρέπει δόξα και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν».