Γράφει ὁ Δημήτρης Τσινικόπουλος,
Νομικὸς μὲ σπουδὲς Φιλοσοφίας-Θεολογίας καὶ συγγραφέας
Ἡ Μεταφυσική τῆς Ἀνταρσίας
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν μελετητῶν τώρα, καὶ πέρα ἀπὸ φανατισμούς, ἐνῶ ὁ Καζαντζάκης ἀναγνωρίζεται ὡς «διανοούμενος ποὺ θεολογεῖ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τούς Ἕλληνες διανοούμενους» (Μ. Αὐγέρης), «μοναδικὸς Ἕλληνας λογοτέχνης ποὺ ἔδωσε στὸ ἔργο του τόση θέση στὸν Θεὸ καὶ τὸν Χριστὸ ποὺ οὔτε ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἔδωσε» (Π. Χάρης) καὶ «ὁ θρησκευτικώτερος ὅλων τῶν συγγραφέων» (Κ. Τσάτσος), ἐλάχιστοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τοὺς ἐπὶ μέρους φιλοσοφικοὺς καὶ μεταφυσικοὺς προβληματισμούς του, ὅπως ἡ ἰδέα τῆς ἐπικράτησης τοῦ κοινωνικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ πρόβλημα συνύπαρξης καλοῦ καὶ κακοῦ, ἡ ἀλληλενέργεια...
Θεοῦ καὶ κόσμου, τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας κ.ἂ. Οἱ περισσότεροι ἀσχολήθηκαν κυρίως μὲ τὴ χριστολογία τοῦ Καζαντζάκη, οἶκος αὐτὴ ἐμφανίζεται στὰ μυθιστορήματά του, εἴτε γιὰ νὰ τὴν ἐπικρίνουν εἴτε γιὰ νὰ τὴν ἐπικροτήσουν. Ἀκόμη περισσότερο, λίγοι ἔκαναν τὸν κόπο νὰ μποῦν πιὸ βαθιὰ καὶ νὰ ἀναζητήσουν τὶς ρίζες τῶν θρησκευτικῶν του ἰδεῶν ποὺ ἀντανακλῶνται στὰ ἔργα του. Βέβαια, ἡ θρησκευτικὴ εἰκονοκλασία του, ὁ ἀντικληρικαλισμὸς ἢ ἡ μετα-χριστιανικότητα τοῦ Καζαντζάκη, ὅπως τὴ χαρακτήρισαν μερικοί, ἔχουν ἤδη ἐπισημανθεῖ ἀπὸ πολλούς, ὅπως ἐπίσης οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Δαρβίνου, τοῦ Φρόιντ, τοῦ Μπερξὸν καὶ φυσικά τοῦ Νίτσε, ποὺ οἱ σκέψεις τους χάραξαν βαθιὰ τὴ ζωή του.
Ἕλληνες μελετητὲς τοῦ ἔργου του, ὅπως ὁ Ν. Ματσούκας (Ἡ Ελληνική Παρόδους τὸν Καζαντζάκη, 1989) καὶ ὁ Θ. Δετοράκης (Ὁ Καζαντζάκης καὶ τὸ Βυζάντιο, περιοδικό Παλίμψηστο τ. 4) ὀρθὰ ἐπεσήμαναν ὅτι στὰ βιβλία του παρουσιάζονται πολλὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, ἐνῶ ξένοι ὅπως οἱ D. Middleton καὶ P. Bien (God’s Struggler: Religioninthe Writingsof N. Kazantzakis, 1996) ἔχουν νὰ ποῦν ἴσως περισσότερα ἀφενὸς γιὰ τὴ θρησκευτικότητά του καὶ τὴ «θεολογία τῆς πάλης», ἀφετέρου γιὰ τὸ θρησκευτικὸ ἀντικομφορμισμὸ καὶ τὴ «μεταφυσική τῆς ἀνταρσίας», ὅπως χαρακτηρίζουν τὴ σκέψη του.
Ὡστόσο, οἱ μέχρι σήμερα μελέτες γενικὰ εἶναι ἀνεπαρκεῖς, γιατί δὲν ἐξηγούν ἀπό ποῦ ἀντλεῖ ὁ Καζαντζάκης ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἑτερόκλητων καὶ φαινομενικὰ ἀντιφατικῶν καὶ προκλητικῶν ἰδεῶν του. Θὰ μποροῦσε βέβαια κάποιος νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι εἶναι καθαρὰ «καζαντζικῆς» προέλευσης, δηλαδὴ προσωπικὲς πεποιθήσεις. Καὶ πράγματι εἶναι.
Ἡ μεταφυσική του σχεδία εἶναι πολυφωνικὴ ἀλλά οἱ ρίζες τῶν ἰδεῶν του θά πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν ἀλλοῦ καὶ κυρίως στὶς ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὴν ἔνταξή του στον Ἐλευθεροτεκτονισμό καό τὶς μελέτες τοῦ στηΘεοσοφία, ἕνα πεδίο πού, ὅπως ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ μελετητὴς τοῦ ἔργου του Βρασίδας Καραλής, παραμένει μέχρι σήμερα ἀνεξερεύνητο.
Ἡ φιλοσοφικὴ ἀναζήτηση τοῦ Καζαντζάκη ξεκίνησε πολὺ νωρίς, ὅταν σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ἔχοντας πάρει τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς Σχολῆς, φεύγει ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πηγαίνει στὸ Παρίσι, τὸ 1907, γιὰ νὰ παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας ἀπὸ τὸν Μπερξόν. Ταυτόχρονα μελετᾶ τὸ ἔργο τοῦ Νίτσε καί λίγα χρόνια μετὰ γράφει τὴ διδακτορική του διατριβή ὁ Φρειδερίκος Νίτσε ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τὸν Δικαίου καὶ τῆς Πολιτείας, γιὰ νὰ ὀνομαστεῖ ὑφηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, στὴν ἕδρα τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου.
Στὸ Παρίσι μένει μέχρι τὸ 1909 καὶ στὴ συνέχεια ἐπιστρέφει στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ ξεκινάει μία περιπλάνηση μὲ σκοπὸ νὰ γνωρίσει ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς ἑλληνικῆς γῆς καὶ τὸ 1914 ἐπισκέπτεται μὲ τον Ἄγγελο Σικελιανό τό Ἅγιον Ὅρος. Ἡ γνωριμία του μὲ τὸν Σικελιανὸ θὰ σταθεῖ καθοριστική, ἀφοῦ ἔτσι ἔρχεται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ τις θεοσοφικὲς ἰδέες, ποὺ εἶχαν μεγάλη ἀπήχηση σὲ πολλοὺς διανοούμενους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Μέσα ἀπὸ τὸ Σικελιανό, ποὺ ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς Θεοσοφίας, ὁ Καζαντζάκης ἀνακαλύπτει ἕναν καινούριο κόσμο, νέες ἰδέες (κυρίως το θεοσοφικὸ συγκρητισμό), οἱ ὁποῖες καὶ εἶχαν ἄμεση ἐπίδραση στὸ ἔργο του.
Ἔτσι, τὸ 1921 πηγαίνει στὴ Βιέννη καὶ μελετᾶ τὶς μεγάλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου καὶ ἰδιαίτερα το Βουδισμό. Ἡ ἐνασχόλησή του αὐτή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ γνωριμία του μὲ τον Κομμουνισμό, τὴν περίοδο 1922-24 ποὺ βρισκόταν στὸ Βερολίνο, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ μέχρι τότε ἰδεολογία του, ποὺ ἦταν κατὰ βάση ἑλληνοκεντρική, νὰ ἀποκτήσει πλέον ἕναν πιὸ οἰκουμενικὸ χαρακτήρα.
Σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα ἀναζήτησης τὸ 1926 ἐπισκέπτεται τοὺς μοναχούς τοῦ Σινᾶ καὶ τοῦ Θιβέτ, ὅπως ἐπίσης τὴν Κίνα καὶ τὴν Ἰαπωνία, γιὰ νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους πανάρχαιους πολιτισμούς.
Τὴν ἴδια περίοδο πηγαίνει γιὰ λίγο στὴ Γαλλία καὶ σύμφωνα μὲ ὁρισμένα στοιχεία μυεῖται στὸν Τεκτονισμό. Τὸ ὅτι ὁ Καζαντζάκης ὑπῆρξε τέκτονας εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ φίλου του, συγγραφέα Παντελῆ Πρεβελάκη, ὁ ὁποῖος ὅμως λανθασμένα ἀναφέρει ὅτι ὁ Καζαντζάκης εἶχε μυηθεῖ σὲ Στοὰ τῆς Ἀθήνας τὸ 1907. Τὴν ἴδια πληροφορία μεταφέρει καὶ ὁ Κυριάκος Μητσοτάκης (Ὁ Καζαντζάκης μιλεῖ γιὰ τὸν Θεό, σελ. 53) μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι «δὲν γνωρίζουμε τίποτε ἄλλο γιὰ τὴν τεκτονική του σταδιοδρομία, ἂν ἀνέβηκε σὲ ἀνώτερα δηλαδὴ στάδια καὶ ἂν παρακολουθοῦσε τεκτονικὲς ἐργασίες γιὰ πολλὰ χρόνια». Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ἡ Ἕλλη Ἀλεξίου μνημονεύει τίς τρεῖς τελείες στήν ὑπογραφὴ τοῦ Καζαντζάκη στὸ γνωστό της βιβλίο «Για νὰ Γίνει Μεγάλος».
Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ ὅτι σὲ ἐπιστολόχαρτά του ὁ Καζαντζάκης εἶχε τυπώσει τόν οὐροβόρο ὄφι, ἕνα ἀπὸ τὰ σύμβολα τῆς Θεοσοφίας καὶ μέσα στὸν κύκλο τὸ ψευδώνυμό του Πέτρος Ψηλορείτης μέ τὴ φράση «ἐν τὸ πᾶν», ἐνῶ στήν Ὀδύσσειά του (Β' στίχ. 811-813) μνημονεύει τη σβάστικα, γνωστὸ ἀποκρυφιστικὸ σύμβολο ποὺ ἔχει τὴν καταγωγή της στὴν ἀρχαία ἰνδικὴ θρησκεία.
Τὴ δεκαετία τοῦ ’30, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Ἑλλάδα, ὁ Καζαντζάκης ὑπέβαλε αἴτηση μύησης στὴ Στοὰ τῆς Θεσσαλονίκης Μεγας Ἀλέξανδρος, ἡ ὁποία ὅμως ἀπορρίφθηκε, γιατί ὁ ἴδιος δήλωνε ἄθεος, κάτι ποὺ ἀντιβαίνει μία ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τοῦ Τεκτονισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πίστη στὸν Θεό. Βέβαια, ἡ ἄποψή του αὐτὴ δὲν εἶχε ἀποτελέσει ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἔνταξή του πρὶν λίγα χρόνια σὲ γαλλικὴ Στοά, γιατί ὁ γαλλικὸς Τεκτονισμὸς στὴ συντριπτική του πλειοψηφία ἔχει διαγράψει ἀπὸ τὶς βασικές του ἀρχὲς τὴν πίστη στὸν Θεό.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε -ἀπὸ πολὺ παλιὰ- ὡς ἀποτέλεσμα οἱ τεκτονικὲς δυνάμεις τῶν ἄλλων κρατῶν νὰ μὴν ἀναγνωρίζουν πλέον τὸ γαλλικὸ δόγμα καὶ νὰ θεωροῦν τὶς Στοὲς ποὺ ἐργάζονται ὑπὸ τὴν αἰγίδα του ὄχι κανονικὲς ἀλλὰ «ἄτακτες», δηλαδὴ ἐκτὸς κανονικῆς τάξης. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί δὲν ἀναγνώρισε ἡ ἑλληνικὴ Στοὰ τὴν τεκτονικὴ ἰδιότητα τοῦ Καζαντζάκη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει στὴ Γαλλία καὶ φυσικὰ ὁ λόγος ποὺ ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ ἔστω ἐξαρχῆς, ὡς νέο μέλος, λόγω τῶν πεποιθήσεών του. Παρὰ τὴ μικρή του ἐμπλοκὴ μὲ τὸν Τεκτονισμὸ -δὲν πρέπει νὰ ξεπέρασε τὸ βαθμὸ τοῦ Ἑταίρου- οἱ ἰδέες τοῦ Τεκτονισμοῦ καὶ κυρίως ὁ οὐμανιστικός του χαρακτήρας ἐπηρέασαν βαθιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Καζαντζάκη.
Ἡ Ἐπίδραση τῆς Θεοσοφίας
Τί ἀποκόμισε λοιπὸν ὁ Καζαντζάκης ἀπὸ τὴ θητεία του στὸν Τεκτονισμὸ καὶ τὸ συγχρωτισμό του μὲ τὴ θεοσοφική σκέψη;
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν τάση του γιὰ το θρησκευτικὸ συγκρητισμό, ὅπως φαίνεται στην Ἀσκητική, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἀντίληψη ὅτι ὀΘεὸς ἐμφανίζεται μὲ διάφορα πρόσωπα, ἀνάλογα τὶς τοποχρονικὲς συνθῆκες, ἄλλοτε ὡς Ἀλλάχ, ἄλλοτε ὡς Βούδας, Θεός, Βράχμα, Ρά, Διόνυσος, Δίας, Γιαχβέ κ.ἂ., ὅπως καὶ τὸν παρουσιάζει στὰ βιβλία του. Γιὰ τὸν Καζαντζάκη δὲν ἔχει σημασία ἡ μορφὴ ἀλλὰ τὸ ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἐμφανίζεται μὲ διάφορα πρόσωπα. Ἀκόμη, γιὰ τὸν ἴδιο, Θεὸς εἶναι ἡ ζωτικὴ ὀρμή τοῦ Ἠράκλειτου ἢ τό elan vital τοῦ Μπερξόν. Ὁ Θεὸς βρίσκεται μέσα στὴ ζωή, στὸν ἄνθρωπο, καὶ μάχεται γιὰ τὴ δική του σωτηρία.
Ἡ σχέση του μὲ τὴ θεοσοφία τὸν ὁδήγησε στη μελέτη τοῦ Βουδισμοῦ και τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς ἐπίδρασης εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς δημοσίευσε τὸ πρωτόλειο ἔργο του Όφις καὶ Κρίνος μέ τὸ ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴν ἰνδουιστικὴ παράδοση Κάρμα εἶναι ὁ νόμος τῆς σχέσης τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ (ὅ,τι σπέρνει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ θερίζει) και Νιρβάνα ἡ κατάσταση τῆς ἀπόλυτης ἀνάπαυσης στὴν ὁποία φθάνει ὁ ἄνθρωπος ὕστερα ἀπὸ συνεχεῖς μετενσαρκώσεις μὲ σκοπὸ τὴν τελειοποίησή του. Ἐπίσης στὰ μυθιστορήματά του συχνὰ παρεμβάλει μικρὲς ἱστορίες καὶ παραμύθια ἀνατολίτικης προέλευσης, στὰ ὁποῖα μάλιστα φαίνεται καὶ ἡ υἱοθέτηση κάποιων ἀπόψεων σούφικης προέλευσης.
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ στοιχεῖο εἶναι οἱ ἀντιλήψεις του περὶ καλοῦ καὶ κακοῦ καὶ γιὰ τὰ στάδια ἐνοποίησης καὶ συγχώνευσης καλοῦ-κακοῦ. Τὸ κακό, ὅπως συνήθως τὸ ἐννοοῦμε, δὲν ὑπάρχει. Γιὰ τὴν ἄποψή του αὐτὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπὸ την Ἀσκητική: «Δὲν πολεμοῦμε τὰ σκοτεινά μας πάθη μὲ νηφάλια, ἀνεμικιά, οὐδέτερη, πάνω ἀπὸ τὰ πάθη ἀρετή. Παρὰ μὲ ἄλλα σφοδρότερα πάθη. Ἀφήνουμε τὴ θύρα μας ἀνοιχτὴ στὴν ἁμαρτία». Πίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιζόμενος μεταστοιχειώνει τὴν ὕλη σὲ πνεῦμα καὶ αὐτομυούμενος φτάνει στὸ ἀνώτατο σημεῖο τελειοποίησης. Συχνὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὰ ἔργα του τῆς φράσης: «Θεέ μου, κᾶνε με Θεὸ» (Ὀδύσσεια Ξ' στίχ. 210-212, Συμπόσιο σελ. 48, Ὁ Τελευταῖος Πειρασμός σελ. 152, 273).
Ὅπως καὶ οἱ θεοσοφιστές,ἀρνιόταν νὰ δεχτεῖ ὅτι ὑπάρχει κόλαση, ἄσχετα ἂν τὴ μνημονεύει συχνὰ στὰ μυθιστομήματά του, βάζοντας τοὺς ἥρωές του νὰ λένε φράσεις γιὰ τὸν παράδεισο καὶ τὴν κόλαση. Παράλληλα ὁ Καζαντζάκης πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς «κρατάει σφουγγάρι καὶ ὅτι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ σωθοῦν καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ ἴδιος» (Ὁ Φτωχούλης τοῦ Θεοῦ, σελ. 318).
Ὁ Ἰούδας καὶ οἱ Ἄλλοι Ἀντιήρωες
Μία ἀξιοσημείωτη παράμετρος στὸ ἔργο του εἶναι ὅτι πρόσωπα ἀνταρτῶν καὶ ἐπαναστατῶν τὰ παρουσιάζει ὡς ἥρωες ἢ ἅγιους, κάτι ποὺ καὶ ἡ Θεοσοφία ἀναγνωρίζει σὲ μυθικὲς μορφὲς ὅπως ὁ Δαθᾶν, ὁ Ἀβιρῶν, ὁ Κάιν, ὁ Ἰούδας κ.ἂ. Εἰδικὰ τὸν Κάιν, ὁ Καζαντζάκης, ὅπως καὶ ὁ πολὺ παλαιότερός του Λόρδος Μπάιρον, τὸν ἐκθειάζει: «Ὁ Κάιν, αὐτὸς ὁ ἀπελπισμένος καὶ περήφανος. Τὸν ἀγαπῶ, ὡς ἀγαποῦμε ὅ,τι μᾶς μοιάζει» (Ε. Ἀλεξίου, Γιὰ νὰ Γίνει Μεγάλος, σέλ. 138).
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Ἰούδα, εἶναι γνωστὸ ὅτι παίζει ἡγεμονικὸ ρόλο στὰ μυθιστορήματά του καὶ ἰδιαίτερα στον Τελευταῖο Πειρασμό. Ὅπως καὶ οἱ ἀρχαῖοι Γνωστικοὶ, ὁ Καζαντζάκης ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα εἶναι μία θεϊκὴ ἀποστολή. Τὸν θεωρεῖ συνεργάτη τοῦ Ἰησοῦ στὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἐμφανίζει τὸν Χριστὸ νὰ παρακαλεῖ τὸν Ἰούδα νὰ πάει στοὺς Φαρισαίους νὰ τὸν προδώσει, ἔργο ποὺ γιὰ τὸν συγγραφέα εἶναι πολύ βαρυτερό ἀπὸ τὴ σταύρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ (Ὁ Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 423. 437).
Ὅπως καὶ ἡ ἱδρύτρια τῆς Θεοσοφίας Ἐ. Μπλαβάτσκι, ὁ Καζαντζάκης πίστευε ὅτι τὰ Εὐαγγέλια εἶναι παραποιημένα καὶ ἔπρεπε κάποιος νὰ τὰ ἀποκαταστήσει. Ὁ ἴδιος ἔγραφε ὅτι προσπαθοῦσε «νὰ ξανασαρκώσει τὴν οὐσία τοῦ Χριστοῦ, παραμερίζοντας τὶς σκουριές, τὶς ψευτιὲς καὶ τὶς μικρότητες ποὺ τὸν φόρτωσαν καὶ τὸν παραμόρφωσαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες καὶ ὅλοι οἱ ρασοφόροι τῆς Χριστιανοσύνης».
Στὴν προσπάθειά του αὐτὴ μελέτησε πολλὰ ἀπόκρυφα Βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, ἀπ' ὅπου ἄντλησε πολλὰ στοιχεῖα ποὺ τὰ θεωροῦσε ἂν ὄχι περισσότερο, τουλάχιστον ἐξίσου ἀξιόπιστα μὲ αὐτὰ τῆς Βίβλου. Γιὰ τον Τελευταῖο Πειρασμό, τὸ πολύκροτο αὐτὸ ἔργο, ἡ σύζυγός του Ἑλένη Καζαντζάκη σὲ συνέντευξή της στὴν ἐφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (21.1.96) ἀναφέρει ὅτι ὁ Καζαντζάκης ἄντλησε τὸ ὑλικό του ἀπὸ τά Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια.
Ὁ Καζαντζάκης ἀσπαζόταν τὴν ἄποψη -διαδεδομένη στοὺς κύκλους τῶν τεκτόνων καὶ θεοσοφιστῶν- ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε μαθητεύσει κοντὰ στους Ἐσσαίους. Τέλος, πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἄνθρωπος ποὺ εἶχε μέσα του τὸν Θεό, ἀκριβῶς ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Γιὰ τὸν Καζαντζάκη ὅλοι εἴμαστε ἐν δυνάμει θεάνθρωποι, ὅλοι ἔχουμε μέσα μας τὸ θεῖο καὶ μὲ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν προσωπικὴ ἄσκηση ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσουμε ἴσως κάποτε τὴ θεία ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ φτάσουμε στὴ θέωση. Τὴν ἴδια ἄποψη ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Ρούντολφ Στάινερ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἀνθρωποσοφίας, ποὺ ἀναφέρει: «Γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀναγνωρίσει τὴ θεία τους φύση, ὁ Ἰησοῦς καὶ ὁ Βούδας εἶναι μυημένοι μὲ τὴν πλέον ὑψηλὴ ἔννοια. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕνας μυημένος μέσω τῆς ἐγκατοίκησης τῆς ὕπαρξης τοῦ Χριστοῦ μέσα του...» (Ἀρχαία Σοφία καὶ Χριστιανισμός, σελ. 108-110).
Ἔτσι, καὶ στὸν Καζαντζάκη, ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τὸν Θεὸ ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ τὸν σώσει. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς χρειάζεται βοήθεια, γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἀσκητική του ἔχει τὸν ὑπότιτλο Salvatores Dei, δηλαδή Σωτῆρες τοῦ Θεοῦ.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο «Ὁ Τέκτονας καὶ Θεόσοφος ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ» τοῦ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, στό περιοδικὸ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ τεῦχος 1ο