Η εκκλησία μας σήμερα τιμά αδελφοί μου, πανηγυρικά τιμά τη μνήμη του Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού.
Ασκήτευσε στην Αίγινα και το 1920 ίδρυσε την Ιερά Μονή, τη γνωστή σημερινή Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος.
Από μικρός ο Άγιος υπήρξε αγνός και καθαρός.
Στις σπουδές του άριστος μαθητής, φοιτητής, ακαδημαϊκός, και στη προσωπική του ζωή όσιος.
Στη μοναχική που καθιέρωσε, υπήρξε μάρτυς του πόνου, και του αναιμάκτου μαρτυρίου της συνειδήσεως.
Σαν διδάσκαλος και ιεροκήρυκας υπήρξε προφήτης και απόστολος.
Μέσα στην ιεροσύνη και ως διάκονος και ως πρεσβύτερος, και ως επίσκοπος υπήρξε μια συνεχή προσφορά θυσίας, προς τον αμαρτωλό άνθρωπο.
Ύστερα από τον άδικο κατατρεγμό του, και την εξορία του από την Αλεξάνδρεια, εδώ στην Ελλάδα, κατάφερε με την δύναμη και τη Χάρη του Χριστού μας, να διδάξει στη πατρίδα μας την αληθινή βιωματική μυστική ζωή της ορθοδόξου εκκλησίας, δηλαδή να ξεχωρίσει από τον παρωχημένο σκοταδισμό και τις δυσειδαιμονίες της εποχής του, την ατόφια διδασκαλία τη μυστική, της εκκλησίας της ορθοδόξου.
Να αναγεννήσει λίγο το πνεύμα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και να ξαναφέρει στην επιφάνεια τα θέματα περί προσευχής.
Αφού ξεχώρισε ο Άγιος κατά πρώτον λόγον τον άνθρωπο, από τον χριστιανό άνθρωπο,
- εννοείται βέβαια με τα κηρύγματα και τα γραπτά του κείμενα – κατόπιν ζωγράφισε τον χριστιανό.
Πώς είναι με το κάθε πάθος χωριστά, και πως είναι όταν κοσμείται από τις αρετές του Θεού.
Και τέλος δίδει και τον χριστιανό, που κατακτάται ολόκληρος από τη θεία χάρη.
Όλα αυτά περιγράφονται άριστα σε ένα βιβλίο του, που το κυκλοφόρησε ως «Γνώθι σ’αυτόν».
Είναι αυτό που έλεγε ο Απόστολος Παύλος και το οποίον είπε και το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, «Ζώ δε ουκέτι εγώ, Ζεί δε εν εμοί Χριστός».
Στην καρδιά μας, όχι ο άνθρωπος που αγαπάμε, σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέλφια, αλλά ο ΧΡΙΣΤΟΣ.
Πρώτα ο Χριστός και ύστερα ο αγαπημένος ή η αγαπημένη.
Αγάπη στον πρώτον, τον Θεόν, εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος, διανοίας, αλλά και αγάπη στον δέυτερον ως σεαυτόν, δηλαδή να τον αγαπάς όπως τον εαυτόν σου και τίποτα περισσότερο.
Στην καρδιά μας ο Χριστός και όχι ο χρυσός.
Η προτεραιότητα, μας συμβουλεύει ο Άγιος Νεκτάριος, είναι ο Χριστός, το Άγιον θέλημά Του, η εκκλησία και τα μυστήριά της, και ύστερα ακολουθούν οι κοσμικές γνώσεις, η καριέρα, το επάγγελμα, και να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω στην αμαρτωλή εξουσία και δύναμη, στις επιστήμες, στον αμαρτωλό πλούτο, στην παλικαριά, στην πρωτιά, στην διεστραμμένη τέχνη, στην τελειομανία και τόσα άλλα που μας απομακρύνουν απ' το Χριστό.
Και όταν βασιλεύσει ο Χριστός και η ειρήνη στην καρδιά μας, τότε την πλούσια αυτή ευλογία, απλόχερα την δίνουμε στον άνδρα μας, στη γυναίκα μας, στα παιδιά μας, στους γονείς μας και στον κάθε πλησίον.
Αυτόν τον πλούτον, της θείας χάριτος, που έχει και κοσμεί τη καρδιά μας, ΕΥΚΟΛΑ εμείς την μοιράζομε, τη δίνουμε, η την μοιραζόμαστε αν θέλετε, με τον σύντροφο της ζωής μας, και την οικογένειά μας και με τον κάθε συνάνθρωπό μας.
Σε ασύγκριτο βαθμό, τον σκορπούσε αυτόν τον πνευματικό πλούτο, της θεία χάριτος, ο Άγιος Νεκτάριος, στο πλήρωμα της εκκλησίας, πολύ δε περισσότερον ως διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, στους σπουδαστές της, καθώς αργότερα και στις μοναχές της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος
που ίδρυσε ο ίδιος στην Αίγινα.
Χριστιανοί μου,
η ζωή του Αγίου Νεκταρίου από τότε που έγινε επίσκοπος Πενταπόλεως, ήτο γεμάτη πίκρες, φθόνους, συκοφαντίες, προδοσίες, εξορίες, κατατρεγμούς, πειρασμούς και θλίψεις, και αρρώστιες πολλές.
Διαβάστε το βίο, κυκλοφορούν σε πολλά φυλλάδια και θα τον δείτε και θα θαυμάσετε.
Αλλά και η ΥΠΟΜΟΝΗ του όμως, ήτο απροσμέτρητος, Ιώβειος, αγόγγυστος, και Αγία, γι αυτό και ήτο όλος φώς, και όλος δόξα, και αυτό το φώς δεν ήτο ένας απλός φωτισμός του νου.
Αλλά άκτιστον ουράνιον φώς, που τον κάλυπτε ορατά ολόκληρον, και τον γέμιζε από ειρήνη, αγάπη, δόξα και δύναμη πίστεως, αυτήν που χρειαζόμαστε, στις δύσκολες ημέρες που έρχονται, όποιες κι αν είναι αυτές.
Το άκτιστον φώς, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, πηγάζει μέσα από τις ΚΑΘΑΡΕΣ καρδιές, διότι μέσα σ’ αυτήν βασιλεύει ο Χριστός, ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ η βασιλεία του Θεού, βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος στην Αγία Γραφή, όπου ο Χριστός εκεί και το ανέσπερον, άκτιστον φώς, όπου ο Χριστός εκεί και ο Παράδεισος, εκεί και η βασιλεία Του.
Στον Άγιο Νεκτάριο, καρδιά και νους, ήταν ένα πράγμα, γι αυτό, επαναλάμβανε συχνά, «ζεί δε εν εμοί Χριστός, ζώ δε ουκέτι εγώ, ζεί δε εν εμοί Χριστός».
Όταν το 1962 μ' αξίωσε ο Θεός και πήγα για πρώτη φορά στον Άγιο Νεκτάριο, μόλις είχε αγιοποιηθεί, πρίν ένα χρόνο, δύο, συνάντησα εκεί, μια μοναχή Θεοδώρα, η οποία μάλιστα μας είχε και η ίδια, αγιογραφήσει τον Άγιο Νεκτάριο, όπως ακριβώς ήταν, όπως ήταν, -την έχουμε αυτήν την εικόνα, -
εκείνη η ευλογημένη ψυχούλα η μοναχή, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι, αχ πάτερ μου λέει,
"Τι απέραντη ουράνια και ακατάληπτη ευτυχία, με καταλαμβάνει σε κάθε Θεία Λειτουργία του Αγίου, όταν βεβαιώνεται, ότι ακουμπάει η ψυχή μου, πνευματικά ακουμπάει η ψυχή μου στο στήθος του Χριστού, μέσω του Αγίου, ως άλλος αγαπημένος μαθητής απόστολος και Ευαγγελιστής του Κυρίου, Ιωάννης… "
Και ρώτησα εγώ, "και πώς γίνεται αυτό", -μεσάνυχτα εγώ τότε από τέτοια πράγματα-, να, μας έμαθε να λέμε και το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Όταν λοιπόν από τις πολλές φορές που το λέγω στη Θεία Λειτουργία, χωρίς να το καταλάβω, από μόνο του το κεφάλι μου γέρνει αριστερά, και σκύβει σκύβει και ακουμπά προς το μέρος της καρδιάς, όπως ακριβώς, διδάσκεται και η εφαρμογή, η πρακτική εφαρμογή της νοεράς προσευχής.
Και άλλοτε το βιώνω, το ίδιο πράγμα νοιώθω δηλαδή εκείνη τη στιγμή που γέρνει, το κεφάλι μου προς το μέρος της καρδιάς, γέρνει η ψυχή μου και ακουμπά στο στήθος του Κυρίου.
Και άλλοτε αυτό το βιώνω, στη Θεία Κοινωνία όταν επιστρέφω στη θέση μου.
Για κοιτάξτε τώρα ένα παράξενο πράγμα, την Κυριακή του Αγίου Δημητρίου, μια ψυχή από σάς, -είναι εδώ,- δε λέω άνδρας γυναίκα, λέω μόνο μια ψυχή, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είδε λοιπόν γύρω μας, εδώ μέσα στο ναό, να παρευρίσκονται, -η ψυχή εννοεί,- όχι τα μάτια, όχι τα σωματικά μάτια, η ψυχή ένοιωσε την ώρα που έλεγε την ευχή και είχε κλειστά τα μάτια, ότι γέμισε από τους Αποστόλους, τον Πέτρο, τον Παύλο, τον Ιωάννη, τον Ιάκωβο, τον Ανδρέα και άλλους.
Επίσης τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Χαράλαμπο, και άλλους πολλούς. Επίσης τον Άγιο Γεώργιο, πρώτα βέβαια τον Άγιο Δημήτριο, ήταν και του Αγίου Δημητρίου, τον Άγιο Στέφανο, τον Άγιο Μηνά, τον Άγιο Αρτέμιο και άλλους …
Εκατομμύρια μαρτύρους, μαζί με την Αγία Βαρβάρα, την Αγία Αικατερίνη την Αγία Παρασκευή, την Αγία Ειρήνη και άλλους και άλλους και άλλους …
Επίσης αισθάνθηκε και ολόκληρον τον αόρατο κόσμο, των αγγέλων και αρχαγγέλων, Χερουβείμ και Σεραφείμ, Θρόνων και Κυριοτήτων, και πάνω από όλους την Υπεραγία Θεοτόκο.
Εκείνη τη στιγμή, είδε να φεύγουν από δω μπροστά, κάτι παιδάκια, τα οποία τα αναγνώρισε γιατί ήταν εδώ καθισμένα, Ήταν η Λυδία της Ξένιας, ήταν ο Στέφανος ο δικός μου και ο Μηνάς, ήταν ο Μιχαλάκης του κυρίου Κώστα, και της Θυμίας, ήταν ο Τιμόθεος του κυρίου Λευτέρη, ήταν η Δήμητρα, -πού είναι η Δήμητρα;- , ήταν η Γεωργία της κυρίας Νίκης, ήταν μια Μαρία και άλλοι.
Τα οποία φύγαν όλα μαζί άνοιξε ο χώρος των ανδρών, εν μέσω των αποστόλων πήγαν στο θρόνο του Κυρίου, όπου εκάθητο ο Κύριος και έπεσαν στην αγκαλιά Του.
Τα παιδιά έπεσαν στην αγκαλιά Του, τα παιδάκια, τα άκακα, κάτω από δύο χρονών,
Δε θα θυμώνετε…
Αχ χριστιανοί μου πόσο θάθελα όλοι και εμείς, και σείς και μείς οι λειτουργοί του Υψίστου που σήμερα είμαστε τρείς, ο πατής Παναγιώτης, ο πατήρ Αντώνιος και εγώ ο βρωμερός, και ο καθένας χωριστά, να ένοιωθε, να ζήσει, να ζούσε, να βίωνε, με τρόπο καθαρά πνευματικό και ακατάλυπτο – ΟΧΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ – όχι με το νού, όχι με φαντασίες, όχι με ψευδοφάνιες,
όχι με ψευδοκαταστάσεις και ανατριχιάσματα, όχι, αλλά με ουράνια θεωρία, να μπορεί να βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, την καρδιά του, να ακουμπά, στο θεανθρώπινο στήθος του Κυρίου μας, εδώ.
Και στη συνέχεια να καταφιλά, όπως εκείνα τα παιδάκια, που ακουμπούσαν στο στήθος Του, πώς όλα μαζί δεν ξέρω, και ύστερα άρχισαν να του φιλούν τα χεράκια και τα πόδια τα πανάχραντα του Κυρίου,
να μπορούσαμε και μείς νοερά, να το κάνομε αυτό όπως τόκανε στην πραγματικότητα και ο Μέγας Παϊσιος.
Θα αισθανόμασταν τότε ανέκφραστη μακαριότητα, "τι ευτυχία Θεέ μου" θα λέγαμε,
Δεν τα βιώνουμε όμως …
Να γιατί εκκλησιαζόμεθα, να γιατί εκκλησιαζόμαστε, Φύγαν όλοι οι νεαροί στην ηλικία των 14, 15, 16,
Τι πάς εκκλησία, αφού δε καταλαβαίνεις, πώς θα καταλάβει το ξερό σου το κεφάλι;
Αφού δε προσεύχεσαι.
Αφού σε όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δε λές Χριστέ μου ελέησέ με, βοήθησέ με το σκοτισμένο μου μυαλό!
Σάμπως το λένε οι γονείς για τα παιδιά;
Εδώ βιώνουμε την ανθρώπινη τραγωδία μας, την αμαρτωλότητά μας, αλλά βιώνουμε όμως και την ελπίδα της σωτηρίας μας.
Αυτά πρόσφερε ο Άγιος Νεκτάριος σε κάθε Λειτουργία, στην Αγία Τριάδα στην Αίγινα, και όταν ο Άγιος λειτουργούσε, δεν συνέβαιναν μόνο αυτά που μου είπε και μου αποκάλυψε η αδελφή Θεοδώρα και το βρήκα ύστερα από 48 χρόνια αυτό το πράγμα γραμμένο σε ένα τριμμένο χαρτί, αλλά και στο Χερουβικό Ύμνο και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, έμπαινε ολόκληρος μέσα σε ένα φώς, τόσο φώς που δεν τον έβλεπε η γερόντισσα Μαγδαληνή που ήταν διάκονος τότε του Αγίου Νεκταρίου σύμφωνα με την μαρτυρία.
Φοβερόν το μυστήριον, και όλο αυτό το μεγαλείο της αποκαλύψεως της θείας λαμπρότητος,
εισέρχεται μυστικά στις καρδιές όλων μας όσων τις έχουν ανοικτές.
Από τα απροσπέλαστα εκείνα μυστήρια των ουρανίων Θείων Λειτουργιών του Αγίου Νεκταρίου, είθε ο Άγιος να δίδει, να δωρίζει σε όλους εμάς που εκκλησιαζόμαστε σε κάθε ναό της χώρας, μετά φόβου Θεού, πίστεως, αγάπης, υπομονής και ταπεινού φρονήματος, λίγες στιγμές Θεέ μου, λίγες, λίγες, λίγες στιγμές, λίγα δευτερόλεπτα, μας φτάνουν, λίγα δευτερόλεπτα, έστω και πέντε, να μας χαρίσει τη θεία μακαριότητα που ζούσε εκείνος, μπροστά στην Αγία Τράπεζα όταν έκανε ή όταν έκανε προσευχή, με τη βεβαιωμένη ελπίδα ότι θα τύχουμε όλοι μας, την σωτηρία μας, δυνάμει του θείου ελέους και της Σταυρικής Του Θυσίας,
Αμήν.