Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2017

Αρχιμ. Χριστόδουλος Κουτλουμουσιανός: Η τελική κρίση και ο ελάχιστος αδελφός

Αποτέλεσμα εικόνας για Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού
Η πιο χαρακτηριστική εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας είναι εκείνη που μας παρουσιάζει η παραβολή της κρίσεως, όπως την καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.
Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού … συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφορίσει αυτούς απ᾽ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, Δεύτε, οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου· επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες,
Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν; πότε δε σε είδομεν ασθενούντα η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς, ᾽Αμήν λέγω υμίν, εφ᾽ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων, Πορεύεσθε απ᾽ εμού [οι] κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού· επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται και αυτοί λέγοντες, Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα η διψώντα η ξένον η γυμνόν η ασθενή η εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων, ᾽Αμήν λέγω υμίν, εφ᾽ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. (Ματθ. 25, 31-46).
Η εικόνα της κρίσεως είναι σαφής ως προς τα μηνύματα της. Το κλειδί βρίσκεται στον ελάχιστο αδελφό και στην ταύτιση του με τον Κύριο της δόξης. Ο ίδιος ο Κύριος είναι ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο ξένος, ο γυμνός, ο ασθενής, ο φυλακισμένος. Και η σχέση κάθε πιστού προς αυτόν είναι το ζύγι όπου ζυγοσταθμίζεται η ποιότητα και η γνησιότητα της ζωής του. Οι άγιοι Πατέρες, αναζητώντας τα ίχνη της βασιλείας του Θεού μέσα μας, εμβαθύνουν στην σχέση αυτή και επισημαίνουν τις εκδηλώσεις που μαρτυρούν το νέο ήθος που έφερε ο Χριστός στον κόσμο.
Την ευποιΐα προς τους αδελφούς ο Χριστός «αγαπητικώς μετατρέπει εις εαυτόν» (Κλήμης Αλεξανδρείας). Η ταύτιση αυτή του προσώπου του Κυρίου της δόξης με την ύπαρξη του ελαχίστου, ενδεούς και καταφρονημένου, είναι μια αληθινή επανάσταση, διότι καταργεί κάθε έννοια διακρίσεως φυσικής η κοινωνικής.Και μαζί τονίζει πόση σημασία δίνει ο Θεός στην αγαπητική μας διάθεση προς τον πλησίον. Αφού “ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον”, και εμείς οφείλουμε να μιμηθούμε την ίδια αγάπη. Η μετάδοση της καρδιάς κάνει τον άνθρωπο πραγματικά πλούσιο. Αντιθέτως υπάρχουν πλούσιοι που είναι πραγματικά πένητες, διότι «πένονται μεταδόσεως, ως ούκ έχοντες» (είναι φτωχοί στο να δίνουν, σαν να μην έχουν!).
Η Εκκλησία δεν καταδικάζει τα ίδια τα υλικά αγαθά, αλλά την επιθυμία και την όρεξη του πλούτου,που οδηγεί στην άδικη συσσώρευση και στην αδικώτερη χρήση του. Προϋπόθεση για την δίκαιη χρήση του είναι ο ολοκληρωτικός προσανατολισμός της υπάρξεως προς τον Θεό. Δηλαδή, το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεως σου» και το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν».
Η αγάπη αυτή κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο, αήττητο, άνοσο, άτρωτο, υπό χρημάτων, γι’ αυτό και βλασταίνει φιλανθρωπία. Μάλιστα οι Πατέρες αναφερόμενοι στον λόγο του Κυρίου «ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας, ίνα όταν εκλίπητε δέξωνται υμάς εις αιωνίους σκηνάς», συνιστούν στον πραγματικό Χριστιανό να μην εφησυχαζει περιμένοντας εκείνους που θα του χτυπήσουν την πόρτα, αλλά να κινηθεί ο ίδιος και να αναζητήσει με ευχάριστη διάθεση τους μαθητές του Κυρίου. Πρόκειται για μια διαρκή κίνηση συνάντησης που μαρτυρεί την συνοχή των μελών του Σώματος του Χριστού. Έτσι μπορεί κάποιος με τα χρήματα να αγοράσει την αφθαρσία. Και ο πλούσιος καλείται «να πλεύση επί ταύτην την πανήγυριν», να αψηφήσει κινδύνους και πόνους για την απόκτηση του αληθινού πλούτου.
Ο Μέγας Αθανάσιος απαντά σε μια σχετική ερώτηση που γίνεται και σήμερα από κάποιους. Τι είναι για τον Θεό τιμιώτερον, οι δωρεές στους ναούς η η προσφορά προς τους δεομένους; Λέει ο ιερός Πατήρ ότι η παραβολή της Κρίσεως μας αποκαλύπτει την προτεραιότητα της βοήθειας προς τους δεομένους. Τους παραβάλλει με κτιστούς ναούς, που έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των οικοδομημάτων: ότι έχουν κτισθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Χριστού.
Οι ελεήμονες μακαρίζονται περισσότερο από τους ποιούντας σημεία. Αν και τα θαύματα έχουν ιδιαίτερη θέση στην ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων, ως σημεία της δυνάμεως και της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, ποτέ στην Εκκλησία δεν υπερέβησαν τα λοιπά χαρίσματα και μάλιστα τα μείζονα χαρίσματα του Πνεύματος. Μιλάμε σήμερα για μεγάλα χαρίσματα της προοράσεως και της διοράσεως η για θαυματουργικές ενέργειες. Εάν όμως το θαύμα είναι μέσον προς την γνώση του Θεού, η αγάπη είναι ο σκοπός, διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και το γνώρισμα της αγάπης είναι το έλεος, η ευσπλαγχνία, το άνοιγμα και η καύσις της καρδίας για όλο τον κόσμο.
Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, Καθηγούμενος Ι. Μονής Κουτλουμουσίου

Άγιος Βαλεντίνος δεν υπάρχει

Ιωάννης Κοτζάμπασης
Οι Ρωμαίοι, αιώνες π.Χ. γιόρταζαν 14-15 Φεβρουαρίου μια ειδωλολατρική αισθησιακή γιορτή που την έλεγαν Λουπερκάλια, μια ποιμενική γιορτή της γονιμότητας. Τα Λουπερκάλια γιορταζόταν προς τιμή του θεού Λούπερκους, προστάτη των βοσκών και της γονιμότητας. Πολλοί τον συνέκριναν με τον θεό Πάνα καθώς, οι εορτασμοί παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία. Γιορταζόταν στην ύπαιθρο και οι ιερείς θυσίαζαν ζώα, όπως πρόβατα, κατσίκια και σκυλιά, που θεωρούσαν ότι είχαν «έντονη σεξουαλική επιθυμία». Οι πιστοί έπιναν άφθονο κρασί και όταν άρχιζαν να μεθούν, έβγαζαν τα ρούχα τους, κάλυπταν μέρος του σώματος με κομμάτια από δέρματα των ζώων που θυσιάστηκαν και έτρεχαν στους δρόμους σχεδόν ημίγυμνοι. Οι νέες γυναίκες έτρεχαν στους δρόμους γυμνές, γίνοταν στόχος των ανδρών και επιθυμούσαν να συνευρεθούν εκείνη την ημέρα, γιατί πίστευαν ότι θα ήταν γόνιμες. Κατά τη διάρκεια της γιορτής έβαζαν τα ονόματα των νεαρών κοριτσιών σ’ ένα κουτί και οι άνδρες έπαιρναν εκείνη που θα τους τύχαινε στο λαχνό το όνομά της. Αυτά τα δρώμενα οδηγούσαν τους νέους στη μοιχεία και την πορνεία.
Θέλοντας να σταματήσει τα δρώμενα αυτά το 496, με απόφασή του, ο Πάπας Γελάσιος Α΄, την 14η Φεβρουαρίου όρισε ως Χριστιανική γιορτή του «αγίου Βαλεντίνου». Ο Γελάσιος Α΄ όμως, δεν ξεκαθάρισε ποιος ήταν ο «άγιος» που ήθελε να τιμήσει, αλλά ίσως να στηρίζεται στον παρακάτω θρύλο.
Όλα όσα αναφέρονται για το πρόσωπο του δήθεν αγίου Βαλεντίνου βασίζονται σε έναν « θρύλο». Για το βίο του Βαλεντίνου ελάχιστες είναι οι πληροφορίες και αυτές είναι συγκεχυμένες. Δεν έχει ποτέ διευκρινισθεί αν πρόκειται για ένα ή δύο πρόσωπα με το ίδιο όνομα. Στον Ορθόδοξο συναξαριστή πουθενά δεν αναφέρεται άγιος με αυτό το όνομα και η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν τον παραδέχτηκε. Ούτε όμως οι παπικοί τον έχουν στο εορτολόγιό τους ως άγιο. Η παπική εφημερίδα «Ενοριακές Καμπάνες» (29/01/2010) γράφει τα εξής: Η εορτή του «αγίου Βαλεντίνου» καταργήθηκε από το ημερολόγιο μας το έτος 1969, όταν αποφασίστηκε να αφαιρεθεί η λειτουργική μνήμη εκείνων των αγίων που δεν στηριζόταν σε ιστορικές μαρτυρίες, αλλά μόνο σε αβέβαιους θρύλους.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Βαλεντίνος, ήταν ιερωμένος, έζησε τον 3ο αιώνα και κρυφά από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο τον Γοτθικό, πάντρευε ερωτευμένα ζευγάρια Χριστιανών. Συνελήφθη για τη δράση του αυτή και φυλακίστηκε. Ωστόσο ο αυτοκράτορας του έδωσε χάρη , αλλά ο Βαλεντίνος προσπάθησε να τον μυήσει στον Χριστιανισμό και ο αυτοκράτορας τον καταδίκασε σε θάνατο και τον αποκεφάλισαν στις 14 Φεβρουαρίου του 269, κατά τον θρύλο πάντα.
Ένας άλλος θρύλος λέει, ότι ο Βαλεντίνος ήταν πρώην επίσκοπος στην κεντρική Ιταλία. Θεράπευσε δήθεν την θετή κόρη του δικαστή Αστερίου και ο δικαστής μετά από αυτό το θαυμαστό περιστατικό έπρεπε να βαπτισθεί ο ίδιος, όλη η οικογένειά του και να καταστρέψει όλα τα ειδωλολατρικά αγάλματα, καθώς είχε υποσχεθεί. Ταπεινωμένος ο δικαστής μέσα σε τρεις μέρες κατέστρεψε τα αγάλματα που είχε και όταν το έμαθε ο αυτοκράτορας Κλαύδιος έδωσε εντολή συνέλαβαν το Βαλεντίνο και η κατάληξη και αυτού του θρύλου είναι ίδια με του προηγούμενου.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, πως ο διάβολος κατόρθωσε κάποιες συνήθειες της αρχαιότητας να τις διαιωνίσει με έναν τρόπο καμουφλαρισμένο, ότι δήθεν υπάρχει ένας άγιος προστάτης των ερωτευμένων, νομίμων και παρανόμων. Αν είναι δυνατόν να έχουμε άγιο που προστατεύει τους πόρνους και τους μοιχούς.
Υπάρχει το σκεπτικό πως, αφού ένας άγιος προστατεύει τέτοιες σχέσεις, τότε αυτό που κάνουν δεν είναι κακό. Η συνείδηση αμβλύνεται δέχοντας οι άνθρωποι πως δεν είναι κακό να είναι ερωτευμένοι, παραμερίζοντας μάλιστα στο κλίμα της γιορτής κάθε ένοχη σκέψη.
Κάποιοι λόγω της εορτής πέφτουν στην πορνεία και άλλοι που είναι, βυθίζονται περισσότερο μέσα στο βούρκο. Λέγεται ακόμη η μέρα αυτή, «ημέρα των ερωτευμένων» και είναι λυπηρό ένα αίσθημα καθαρά πνευματικό, να ταυτίζεται με σαρκικές απολαύσεις. Ίσως ο μοναδικός έρωτας της ζωής μας θα έπρεπε να ήταν ο Θεός μας, ο Χριστός. Η σχέση μας με το Χριστό θα έπρεπε να είναι ερωτική στην κυριολεξία.
Δυστυχώς όσο δεν αντιστεκόμαστε σθεναρά στη λαίλαπα του πανσεξουαλισμού, κερδισμένοι θα είναι ο διάβολος, που παρασύρει ψυχές στην κόλαση και οι έμποροι που στηρίζουν τέτοιες γιορτές όπως οι ανθοπώλες, κοσμηματοπώλες, ζαχαροπλάστες κ.α.
Ίσως μέχρι τώρα, χωρίς να ξέρεις, συμμετείχες σ’ αυτά τα έθιμα και να πίστευες, άθελά σου, από άγνοια στην ύπαρξη του «αγίου Βαλεντίνου». Στο χέρι σου είναι τώρα ν’ αποφασίσεις. Tίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; Τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Τίνα δε συμφωνίαν ο Χριστός με τον Βελίαλ; Ή τίνα μερίδα ο πιστός με τον άπιστον; ( Β’Κορ. 6/ 14-15 )

Διαχρονικές ἀλήθειες ἐν μέσῳ Παγκοσμιοποίησης




Ἀντιφωνώντας τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κατά τήν ἐπίσημη ὑποδοχή πού τοῦ ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν τὸ ἔτος 2001 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος ἀναφέρθηκε σέ τρεῖς διαχρονικές ἀλήθειες πού ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό ὑπάρξεώς του καί οἱ ὁποῖες, ἔλαβαν ἄλλη διάσταση μέ τήν ἐμφάνιση καί καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Γι’ αὐτό καί ὁ κ. Ἀναστάσιος τίς ἀνέλυσε μέ βάση τήν ὁριοθέτηση πού ἔκανε σέ αὐτές ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Ὁ προκαθήμενος τῆς Ἀλβανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶπε συγκεκριμένα: 

Ὅταν λειτουργεῖ κανείς (κληρικός) στήν Ἀθήνα, αὐθόρμητα n σκέψη στρέφεται στόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ὁ ὁποῖος, μέ τόν πιό συνεκτικό τρόπο, μίλησε γιά τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ στόν Ἄρειο Πάγο. Ἐκεῖ, ὄχι ἁπλῶς ἔθιξε, ἀλλά καί καθόρισε αἰώνια κριτήρια γιά τή λύση θεμάτων πού ἐξακολουθοῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε καί σήμερα. Ἐπισημαίνω τρία: 

Πρῶτον, τό θέμα ἔθνος καί οἰκουμένη. 
Δεύτερον, πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. 
Τρίτον, παρόν καί ἔσχατα γιά κάθε ἄνθρωπο καί γιά ὅλο τόν κόσμο.

1. Ἡ οἰκουμενική διάσταση καί προοπτική δέν εἶναι κάτι πού σήμερα ἀνακαλύφθηκε μέ τίς πολλές συζητήσεις περί παγκοσμιoποιήσεως. Ἤδη, στό σύντομο κείμενο πού περιεκτικά μᾶς διέσωσε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρεται μέ σαφήνεια, καί ὡς ἔννοια καί ὡς λέξη, τό ἔθνος καί ἡ οἰκουμένη. Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. ιζ΄ 26). 

Σέ μεταγενέστερες ἐποχές δέν ἔλειψαν διάφορες παρερμηνεῖες αὐτῆς τῆς πρωταρχικῆς ἀλήθειας. Ἡ παλαιά βιβλική ἀρχή, «μακάριον τό ἔθνος οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ» (Ψαλμ. λβ΄:12), ἑρμηνεύθηκε μέ ἐθνικιστικά κριτήρια πού ἀναδύθηκαν στόν 19ο αἰώνα.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ καί ἱδρυτής τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων στίς περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἐπανέλαβε ὅτι «ὁ Θεός, ὁ ποιήσας τόν κόσμον καί πάντα τά ἐν αὐτῷ» (στίχ. 24), αὐτός δίδει «πάσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα. Ἐποίησε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (στίχ. 25 – 26). Ὅλα τά ἔθνη ἀνήκουν στήν ἴδια ἀνθρωπότητα, πού πλάστηκε ἀπό τόν ἴδιο Δημιουργό. Κανένα ἔθνος, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο θρησκεύεται, δέν ἔχει ἀποκλειστικότητα στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μετά μάλιστα τή σταυρική θυσία καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κάθε διαχωρισμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καταργεῖται καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας Του ἀποβλέπει στό νά «εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγyελίας αὐτοῦ ἐν Χριστῷ διά τοῦ εὐαγγελίου» (Ἐφεσ. γ΄ 6). Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, «ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄ 23), ἔχει ἀνέκαθεν παγκόσμιο ὁρίζοντα καί αὐτό καλούμεθα ἰδιαίτερα, τόσο οἱ ποιμένες ὅσο καί οἱ θεολόγοι, νά τό ἐνισχύσουμε στή συνείδηση κάθε πιστοῦ καί κάθε λαοῦ. Ὅ,τι συμβάλλει στήν οὐσιαστική ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά ἐνισχυθεῖ.

Ἡ παγκοσμιότητα δέν ἔρχεται στίς μέρες μας ἀπ' ἔξω. Βλάστησε μέσα στόν χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ὡς οἰκουμενικότητα καί ἀναπτύχθηκε κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία στό δρόμο της ὑπῆρξε οἰκουμενική. «Ὁ Θεός τά νῦν (καί αὐτό ἀρχίζει ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους καί φθάνει μέχρι σήμερα γιά νά συνεχισθεῖ στόν αἰώνα) παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ προοπτική εἶναι παγκόσμια. Δέν ἀφορᾶ μόνο ἕναν λαό, μερικούς ἀνθρώπους ἐκλεκτούς. «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31). Δέν αἰφνιδιαζόμαστε λοιπόν σήμερα μέ τή διαδικασία αὐτή τῆς προσεγγίσεως τῶν λαῶν καί τῶν ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦμε βεβαίως γιά τίς κατευθύνσεις πού μπορεῖ νά λάβει καί τήν ἐκμετάλλευση ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό ὁμάδες ἰδιοτελῶν ἀτόμων, αἰχμαλώτων στά ἐγωκεντρικά τους κίνητρα. Πρόκειται γιά μία πιθανή καταιγίδα. Ἀλλά δέν ἔχει νόημα νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι ἐναντίον τῆς θυέλλης. Τό ζητούμενο εἶναι, πῶς θά προετοιμασθεῖ γιά νά ἀντιμετωπίσει τή θύελλα πού ἔρχεται καί νά ὁδηγήσει σωστά τό πλοῖο μέσα στά ἐπικίνδυνα κύματα καί ρεύματα.

2. Καί τώρα, δύο λόγια γιά τό δεύτερο θέμα:

Πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. Ὁ ρηξικέλευθος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στάθηκε μέ εὐλαβικό σεβασμό στά ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί δέν δίστασε νά τά τοποθετήσει μέσα στήν πρόνοια τοῦ θεοῦ, νά τά ἐντάξει μέσα στή βιβλική παράδοση. «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν» (στίχ. 28). Μία σαφής παραπομπή στόν Ἄρατο (Φαινόμενα, 5).

Τήν ὥρα πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τολμάει νά ἀρθρώσει τή χριστιανική πρόταση στήν πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου πνευματικοῦ κόσμου, ὁ ἑλληνικός κόσμος - ὅπως ἔχουν ἐπισημάνει πολλοί στοχαστές - εἶχε διανύσει μία ἐκπληκτική πορεία πνευματικῆς ἀναπτύξεως, μέ θαυμαστή ἀξιοποίηση τοῦ λόγου ὡς καθολικῆς καί ἀνωτέρας ἀξίας. Φθάνoντας ὕστερα ἀπό μία φωτεινή τροχιά στό σύνορο της λογικῆς, εἶχε ἀρχίσει νά διαβλέπει ὅτι πέρα ἀπό αὐτήν ἐκτείνεται ὁ ἀνεξερεύνητος χῶρος τοῦ Ἀρρήτου. Καί νά συνειδητοποιεῖ ὅτι σέ αὐτόν τόν χῶρο ἦταν ἀδύνατο νά διεισδύσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Σέ αὐτήν τήν ἔντονη ἐσωτερική λαχτάρα γιά νέες ἐξερευνήσεις, γιά νέα δημιουργία ἔρχεται ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Μέχρι τότε, ὁ ἑλληνική διανόηση εἶχε στηριχθεῖ καί ἀναδιπλωθεῖ στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος, πού συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς του. Γιά τόν Παῦλο, ἡ βασική στροφή, ἡ «μετάνοια» τῆς ἀνθρωπότητος, πρέπει νά γίνει πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀπροσπέλαστης γιά τόν νοῦ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπoκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Τούς μέν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός τά νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ ἀνάγκη τῆς μετανοίας θά παραμείνει συνεχής, μόνιμη πηγή ἀνανεώσεως. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τελικό κριτήριο παραμένει ἀκριβῶς ὁ σταυρωθεὶς καί ἀναστὰς Ἰησοῦς, βάσει τοῦ παραδείγματος καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31).

Ὁ Παῦλος δέν ἀνησύχησε ἄν χαμογέλασαν καί χλεύασαν τό ἐπαναστατικό μήνυμά του. Ὁ Ἀπόστολος φύτευσε στήν καρδιά τοῦ ἀρχαίου πολιτισμένου κόσμου μίαν ἀλήθεια. Ἤξερε ὅτι αὐτή ἔκρυβε μία ἐκπληκτική δυναμική ἀναπτύξεως καί πολιτισμοῦ. Οὔτε κἄν διανοήθηκε νά τήν ἐπιβάλει πολιτικά ἤ στρατιωτικά, ὅπως θά ἔκανε ἀργότερα, ὕστερα ἀπό 7 αἰῶνες κάποιος ἄλλος ἱδρυτής θρησκείας. Οἱ μεγάλες ἀλήθειες δέν χρειάζονται τεχνική στήριξη. Ριζώνουν ἀθόρυβα καί καρποφοροῦν μακροπρόθεσμα. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πάντοτε νά εἶναι φορέας ἀλήθειας καί ζωῆς ἐν Χριστῷ, χωρίς διάθεση ἐπιθετικότητας, ὅπως συμβαίνει σέ ἄλλα θρησκευτικά συστήματα.

3. Κάθε Θεία Λειτουργία μᾶς ἐπανατοποθετεῖ στήν προοπτική πού ὁ Παῦλος καθόρισε σχετικά μέ «τό παρόν» καί «τά ἔσχατα». Μέ τό «τά νῦν» καί τήν «ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην». Τό προσωπικό παρόν, τό παρόν τοῦ λαοῦ μας, τῆς περιοχῆς, τοῦ κόσμου, μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα. Καί ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ συναγμένη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καλεῖται νά δώσει ὅ,τι πιό πολύτιμο ἔχει.

Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά παραμείνει φορέας πνευματικῆς ἐλευθερίας, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος στόν σύγχρονο κόσμο. Φιλάνθρωπη, στήν ἀρχική ἔννοια τοῦ ὅρου. Γεμάτη συμπόνοια καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τόν εὑρισκόμενο σέ ἀνάγκες καί στενοχωρίες, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φυλῆς, χρώματος, φύλου, θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Τόν ἀδικούμενο ἤ διωκόμενο λόγω κοινωνικῶν ἤ πολιτιστικῶν διαφορῶν. Ὑποστηρίζοντας ἀνεπιφύλακτα τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τό χρέος τῆς ἀδελφοσύνης. Καλεῖται νά ἔρχεται ἀρωγός πρός πάντα ἄνθρωπον, μάλιστα τόν ἁμαρτωλό καί τόν ἐλάχιστο ἀδελφόν, τόν ὁποῖο διάφοροι κατά τόπους καί θέσεις ἰσχυροί ὑποτιμοῦν καί περιφρονοῦν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταγμένη νά τονίζει τήν ἀξία καί τό κάλλος τοῦ ἁγίου βίου καί νά καλλιεργεῖ πρόσωπα ἐλεύθερα πού μέ τό ἦθος, τόν χαρακτήρα, τό δημιουργικό τους πνεῦμα ἀνυψώνουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κοινωνία.

Στίς διάφορες ἀναστατώσεις, στίς παγκόσμιες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις πού μᾶς τρομάζουν, τό βλέμμα μας ἠρεμεῖ, καθώς εἶναι στραμμένο πρός τό τέλος, τή βεβαιότητα ὅτι ἡ ἱστορία δέν ἐξελίσσεται ἐρήμην Ἐκείνου στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη΄ 18), ὁ ὁποῖος καί θά ἔλθει «κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ». Οἱ χριστιανοί ἐπ' οὐδενί λόγῳ πρέπει νά παρασυρθοῦμε ἀπό τή μέθοδο τοῦ ἀντιπάλου, τήν ἐπιθετικότητα καί τήν ἐκδικητικότητα, ἀλλά ὀφείλουμε σταθερά νά εἴμαστε παράγοντες δικαιοσύνης. Τό ἄλλο ὄνομα τῆς δικαιοσύνης λέγεται ἀνάπτυξη, ἀνάπτυξη γιά ὅλους, μέσα στόν τόπο μας, ἔξω ἀπό τόν τόπο μας. Ἡ Ἑλλάδα σήμερα ἔχει ἀποκτήσει προνομιακή θέση στά Βαλκάνια, καί ἐν πολλοῖς στόν κόσμο. Ἐπί 20 αἰῶνες δέχεται τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὅσο ἐλάχιστες ἄλλες χῶρες. Ὅμως, ἡ ὁποιαδήποτε δωρεά τοῦ Θεοῦ παρέχεται γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης στούς ἄλλους πού τίς στεροῦνται. «Παντί ᾦ ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται παρ' αὐτοῦ, καί ᾦ παρέθετο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν» (Λουκ. ιβ΄ 48).

Άγιος Μαρτινιανός: Ένα πρότυπο αγνείας, ένας αντί-βαλεντίνος Άγιος

άγιος μαρτινιανός


O Όσιος Μαρτινιανός καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα. Από μικρός ποθούσε τον βίο της άσκησης και της αφοσίωσης.
O Όσιος Μαρτινιανός, σε ηλικία 18 ετών αποσύρθηκε στο όρος του Κιβωτού και ζούσε εκεί ασκούμενος στην προσευχή και την νηστεία. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή εμφανίστηκε με δολιότητα στη θύρα του κελιού του Αγίου και παρακαλούσε να την δεχθεί για διανυκτέρευση μέσα στο κελί, διότι έχασε, όπως έλεγε, το δρόμο και κινδύνευε να κατασπαραχθεί από τα θηρία κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο Άγιος ενεργώντας με φιλανθρωπία την φιλοξένησε στο εξωτερικό μέρος του ερημητηρίου του. Η γυναίκα αυτή όμως απέβαλε το προσωπείο και ποικιλοτρόπως προκαλούσε τον Άγιο. Ο γενναίος τους Χριστού αθλητής προς κατανίκηση της εμπαθούς επιθυμίας, άναψε φωτιά και έριξε τον εαυτό του εντός αυτής. Μόλις η γυναίκα είδε αυτό, τα μάτια του πνεύματός της που έβλεπαν μόνο την διαφθορά, ανέβλεψαν για πρώτη φορά. Η αμαρτωλή γυναίκα μετανόησε και αφού έφυγε έγινε μοναχή με το όνομα Παύλα και σώθηκε ζώντας οσιακά στη Βηθλεέμ.
Η φήμη του, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη γύρω περιοχή, με αποτέλεσμα να συρρέουν στο κελί του πλήθος κόσμου, που ζητούσε παρηγοριά και τις συμβουλές του. Μεταξύ των άλλων έρχονταν και γυναίκες και κόρες, ζητώντας στήριγμα κατά των καταιγίδων και ασπίδα κατά των πειρασμών της ζωής.
Ο Μαρτινιανός, κάνοντας το έργο του πνευματικού, πήγε σε πολλά μέρη. Τελικά κατέληξε σ’ ένα ησυχαστήριο έξω από την Αθήνα. Συχνά δε έλεγε τα λόγια των αποστόλων Πέτρου και Παύλου: ότι ο Διάβολος περιέρχεται σα θηρίο και ζητά ποιόν να καταπιεί. Οφείλουμε λοιπόν να προφυλαγώμαστε από τις επιθέσεις του, έτοιμοι πάντοτε για να τον αποκρούσομε. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στο ερημητήριό του περί τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ.
Η Σύναξη του Οσίου ετελείτο στο Αποστολείο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.

Όσιος Αυξέντιος: Ο μοναχός που προσκλήθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο


όσιος Αυξέντιος

Η Εκκλησία τιμά σήμερα, 14 Φεβρουαρίου, τη μνήμη του Οσίου Αυξεντίου.
O όσιος Αυξέντιος έζησε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου Β` του Μικρού και κατείχε το αξίωμα του Σχολαρίου. Διακρινόταν για την βαθιά του ευσέβεια, τη βιβλική του παρουσία, την ευπρέπεια του, τη σωματική του ρώμη και τον ηθικό του πλούτο. Η φιλήσυχη και φιλομόναχη διάθεσή του και η αγάπη του για τον ασκητικό βίο, τον οδήγησαν να γίνει μοναχός. Εγκατέλειψε λοιπόν τις τιμές και τα αξιώματα της Βασιλεύουσας και αποσύρθηκε σε κάποιο απομακρυσμένο βουνό όπου και ασκήτευσε. Παράλληλα ο όσιος Αυξέντιος ασχολήθηκε με την μελέτη και σπουδή της Αγίας Γραφής, τόση δε ήταν η φήμη του για τις σπάνιες αρετές και την βαθιά θεολογική μόρφωσή του, ώστε προσεκλήθη ως απλός μοναχός στη Δ` Οικουμενική Σύνοδο που συνεκλήθη το 451 στη Χαλκηδόνα για να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Ευτυχούς του Νεστόριου. Καθημερινά πολλοί ήταν εκείνοι πού επισκέπτονταν το ερημητήριό του, για να τους παρηγορήσει και να τούς θεραπεύσει με τα θαύματά του ή να εκδηλώσουν, το σεβασμό και την εκτίμησή τους, προσφέροντας του δώρα και τρόφιμα τα οποία ο άγιος μοίραζε στους φτωχούς. Ο όσιος Αυξέντιος εκοιμήθη οσιακά σε βαθιά γεράματα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήνθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς, σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Αὐξέντιε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καί τάς ὀρέξεις τής σαρκός χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει σου αὐξανόμενος, καί ὡς φυτόν ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.

Ένας δαίμων ρωτάει εάν τον δέχεται πίσω ο Θεός! (Διήγηση από το Γεροντικό)

~Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτραἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει.
Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰμάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸτὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε,ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰκατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰπαλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰπράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοιὄνομα.
-Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ – ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιανὁ Θεός;
Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶμᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικα, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπὡλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰδέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος,ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
-Τὶ ἔχεις, ᾶνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
-Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸγινόμενον.
Λέγει ὁ δαίμων·
-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰςἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰνἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;
Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.
-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
-Μή ταραχθῇς δι’ αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁπανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ’ εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανέναἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ’οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ·ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι’ ἐμοῦ σὲ προστἀζει.
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
-Τάδε λἑγει Κὐριος·
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σουὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰςἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰμετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶςὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
-Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸλέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένηνἀπάτην»!
Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐἀν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲτὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦτοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐἀν λοιπὸν συμφωνἡσῃνὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετἀνοιαν.
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμἐρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰμετανοἡσουν. Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διἡγησιν αὐτὴν οἱβαρέως ἀμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπἀθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Αὑτἀ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
Τὴν ἐπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸμακρὁθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
Ὁ Γέρων κατ’ ἀρχἀς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπἀτην τοῦ προσερχομένου· μόνονἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του: -Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητἡριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντἀρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμἐνε, παραμορφωμένε.
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
-Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκἀλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲδέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι’ ἐμοῦὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ὁ δαίμων· -Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
-Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολἀς καί κρἀζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «ὉΘεός ἐλἑησὁν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλἑησόν με τό βδἑλυγμα τῆς ἐρημὡσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπἀτην». Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇτὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούςἈγγέλους Αὐτοῦ.
Καθὼς ῆκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπἑβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦθρἡνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἔνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸνἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
-Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένηνἀπἀτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εὺθὐς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
Ἀλλἀ, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτἀσσονται καὶμὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νἀ γίνω διὰ τῆς μετανοἰαςἐγὼ ἔνα τίποτε, ἔνα παίγνιον, ἔνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός,ἐλεεινός, εὑτελἡς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
Αὐτἀ εἶπε τὸ ἀκἀθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ένα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶἀλαλαγμὸν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχἡν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
-Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!
Ὡς ἐπίλογος
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διἀβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺπερισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἶμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Συναξάριον της 14ης Φεβρουαρίου

Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει

 


Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη (καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία), στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (440) καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Σχολαρίου. Τὸν διέκρινε μεγάλη σωματικὴ δύναμη, εὐπρέπεια ἤθους, ἐπιείκεια, καθὼς καὶ ἄλλες ἀρετές. Ὅμως, ἡ φιλήσυχη διάθεσή του καὶ ὁ πόθος του νὰ καταγίνεται συστηματικότερα μὲ τὶς θρησκευτικὲς καὶ θεολογικὲς μελέτες, τὸν ἔφερε στὶς μοναχικὲς τάξεις.

Ἄφησε, λοιπὸν τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἀντικρινὸ βουνὸ ἑνὸς μικροῦ νησιοῦ καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Ὁ Αὐξέντιος ἀπέκτησε τόση πολλὴ ἐκτίμηση ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν θεολογικῶν του γνώσεων καὶ τὴν μεγάλη του ἀρετή, ὥστε προσεκλήθη σὰν ἁπλὸς μοναχὸς τὸ 451 νὰ παραστεῖ στὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα.

Βέβαια ὁ Αὐξέντιος δὲν ἔμεινε στὴ θεωρία μόνο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ ἦταν καὶ πιστὸς ἐφαρμοστὴς τῆς πίστεως. Διότι, «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχει, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». Ἡ πίστη, δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει καρπὸ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ὅλως διόλου ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή.

Οἱ καθημερινοί, λοιπόν, ἐπισκέπτες του, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πλούσιοι, τοῦ ἔφερναν ἄφθονα δῶρα καὶ τροφές. Ἐκεῖνος, ὅμως, κρατοῦσε τὰ ἀναγκαῖα. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς, ποὺ ἦταν τακτικοὶ «πελάτες» του. Διότι ἤξεραν ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα του θὰ ἔπαιρναν τροφὴ ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὰ χέρια του τροφὴ τοῦ σώματος. Μάλιστα, ὁ μεγάλος σεβασμὸς πρὸς τὸν ὅσιο ἔγινε αἰτία νὰ ἱδρυθεῖ γυναικεῖο μοναστήρι, στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ ἀσκήτευε.
Ὁ θάνατός του, σὲ μεγάλη ἡλικία, ἦταν γαλήνιος θάνατος δικαίου.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Αὐξέντιε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὁσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δι’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμῶντας, Πάτερ Αὐξέντιε.

Ἕτερον Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.

Ὁ Οἶκος Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπῃ, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὓς ὑπέστης ἐν γῇ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἡμῖν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἀπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.

Κάθισμα 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου.
Εἰς ὄρος ἀνελθών, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθῳ γεραίρομεν.

Μεγαλυνάριον.Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῶ βίῳ, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλῃ εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ῥυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοι.


 

 
Ὁ Ὅσιος Μάρων

 


Εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ τῆς ἐπαρχίας Ἀντιοχείας. Ἀλλ᾿ ἡ θερμὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν ἔκανε νὰ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸ ἀσκητήριό του καὶ νὰ περιοδεύει σὲ πόλεις καὶ χωριά, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο.

Ἐπίσης ἔδινε παρηγοριὰ καὶ συμβουλές, συμφιλίωνε καὶ συμβίβαζε, ἅρπαζε πολλοὺς ἀπὸ τὶς παγίδες τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ καμίνι τοῦ θυμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἀκολασίας. Καὶ ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὶς πόλεις, ἔρχονταν οἱ πόλεις πρὸς αὐτόν.

Καὶ τότε στὸ ἐρημικὸ ἀσκητήριό του ἀκατάπαυστα ἔρχονταν πυκνὲς ὁμάδες ἀνθρώπων, ποὺ ζητοῦσαν γιατρειὰ στὶς διάφορες ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀσθένειές τους. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μοναχούς, ὁ Ὅσιος, ἔδειχνε μεγάλο ἐνδιαφέρον. Τοὺς παρακαλοῦσε λοιπὸν καὶ τοὺς ἱκέτευε, νὰ μένουν πιστοὶ στὰ καθήκοντά τους, νὰ εἶναι ὑποδείγματα τῆς πίστης, ζηλευτοὶ τύποι τῆς ἐγκράτειας, φρουροὶ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ θεῖα κάτοπτρα τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς.

Σὲ τέτοιες λοιπὸν ἀσχολίες, βρῆκε τὸν Μάρωνα ἡ ἀσθένεια, ποὺ τὸν διαβίβασε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο στὸν ἄλλο, μὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση, ὅτι ἔζησε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του.


 

 
Ὁ Ἅγιος Φιλήμονας ἢ Φίλιππος, ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Γάζας

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266. (Ἄλλοι καταγράφουν τὰ δυὸ ὀνόματα σὰν δυὸ ξεχωριστοὺς ἐπισκόπους).


 

 
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ψάρι τῆς Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Καλή, καὶ οἱ δυὸ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Δώδεκα χρονῶν ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Σηλυβρία τῆς Θρᾴκης. Ἐκεῖ παντρεύτηκε, ἀπόκτησε παιδιὰ καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πλανόδιου παντοπώλη.

Τοῦρκοι ὅμως συνάδελφοί του, τὸν ζήλεψαν καὶ τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὸν Μωάμεθ. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸ 34ο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Σουλεϊμὰν Α´ (1520-1566), ὅπου ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Ἀφοῦ δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν Τούρκων, ῥίχτηκε στὴ φωτιὰ καὶ κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 14 Φεβρουαρίου 1554 στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀκολουθία τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ συνέγραψε ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης ὁ μετέπειτα Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης.


 

 
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς ὁ μοναχὸς

 


Πατρίδα τοῦ νέου ὁσιομάρτυρα Δαμιανοῦ ἦταν τὸ χωριὸ «Ρίχοβον Ἀγράφων», δηλαδὴ τὸ Μυρίχοβο τῆς ἐπαρχίας Καρδίτσας. Νέος ἀκόμα πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Φιλόθεου. Κατόπιν πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕναν ἀναχωρητή, τὸν Δομέτιο, ὅπου ἔμεινε κοντά του, ἀσκούμενος στὴν ἀρετή, γιὰ τρία χρόνια.

Ἔπειτα ἐγκατέλειψε τὴν σκήτη του καὶ ἦλθε στὰ χωριὰ τοῦ Θεσσαλικοῦ Ὀλύμπου καὶ μετὰ τοῦ Κισσάβου καὶ τῆς Λάρισας, διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ἀποσύρθηκε κοντὰ στὸ χωριὸ Σηλίτζιανη καὶ ἔκτισε μοναστήρι στὸ ὄνομα τῆς ἀποτομῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Ἔχοντας λοιπὸν σὰν ὁρμητήριο τὸ μοναστήρι του, ἐξακολουθοῦσε τὴν ἀποστολική του δράση. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο χωριό, ποὺ ὀνομαζόταν Βουγαρίνη καὶ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1568. Ὁδηγήθηκε στὴ Λάρισα, ὅπου φυλακίστηκε μὲ διαταγὴ τοῦ Τούρκου ἄρχοντα τῆς πόλης αὐτῆς. Ἐκεῖ μέσα ὑπέστη πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν ὑπέκυψε στὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις τοῦ Τούρκου ἄρχοντα καὶ ἔμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη, καταδικάστηκε σὲ θάνατο δι᾿ ἀγχόνης. Τὸ πρωί, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν κρεμάσουν, κόπηκε τὸ σχοινὶ τῆς θηλειᾶς καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν μισοπεθαμένος τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Τὴν δὲ στάκτη του μὲ μανία τὴν ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Πηνειοῦ.
Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὶς 14 Φεβρουαρίου 1568.


 

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος

Ἦταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ῥάφτης στὸ ἐπάγγελμα καὶ μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη, στὶς 14 Φεβρουαρίου 1693. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Πλαγιὰ τῆς περιφερείας Πλωμαρίου.


 

 
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Τραπεζούντιος

Ὁ νέος ὁσιομάρτυρας Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του σὲ κάποια μικρὴ κωμόπολη Κατίγογι λεγόμενη, τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ. Σὲ ἡλικία 18 χρονῶν μεταμφιέστηκε γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τ᾿ ἀδέλφια του, προκειμένου νὰ πάει σὲ μοναστήρι τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ὁ μοναχικὸς πόθος τὸν ἔκαιγε ὑπερβολικά. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε καὶ τ᾿ ἀδέλφια του τὸν πάντρεψαν μὲ τὴν βία. Ἡ γυναῖκα του ὅμως πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ἔρημο μὲ δυὸ παιδιά, ποὺ τὸ ἕνα πέθανε κι αὐτό, ἐνῷ τὸ ἄλλο τὸ πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του κάποιος συγγενής του.

Ἔτσι, μόνος τώρα, ἐργάστηκε πνευματικὰ σ᾿ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Ἀπὸ τὴν πολλὴ μελέτη, ἔπαθαν ζημιὰ τὰ μάτια του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμαθε θαυματουργικὰ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὠφέλησε πολλοὺς πάσχοντες. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ δὲ ἐπίσκοπος Πάφρας Ἀμισοῦ Εὐθύμιος ὁ Ζήλων, διέκρινε τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Νικολάου καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του.

Ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν οἱ μαθητές του γιατί δὲν ἡσυχάζει καθόλου, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Φοβᾶμαι, παιδιά μου, τὸν λόγο τοῦ Προφήτη, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἀμελῶς». Ποίμανε τὸ ποίμνιό του 4-5 χρόνια, ὥσπου τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι σὰν κακοῦργο.

Οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ βρῆκαν τρόπο νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Διότι ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε νὰ βαδίσει μετὰ χαρᾶς στὸ μαρτύριο. Μετὰ δὲ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 14-2-1920 σὲ ἡλικία 66 χρονῶν.
Τὰ θαύματά του καὶ μετὰ τὸν θάνατό του εἶναι ἐπίσης πολλά.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος μάρτυρας, ὁ ἐν Ῥώμῃ


 

 
Οἱ Ἅγιοι Δύο Βαλεντίνοι, Ἱερομάρτυρες

Ἡ διάκριση αὐτῶν τῶν Ἁγίων δὲν εἶναι σαφής. Ὁ πρῶτος ἦταν κληρικὸς τῆς Ῥώμης καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Κλαυδίου Β´. Ὁ δεύτερος ἦταν ἐπίσκοπος Τέρνι καὶ μαρτύρησε στὴ Ῥώμη.

Τὰ δὲ λείψανά του ἀνακομίστηκαν στὴν Τέρνι. Στὴ Δύση, καθὼς καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους μὴ Ὀρθόδοξους λαούς, ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου θεωρεῖται ἑορτὴ τῶν ἐρωτευμένων, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἰδιαίτερος λόγος ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συγκεκριμένων ἁγίων. Πιθανότατα ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ συνδέεται ἡ μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ζευγαρώνουν τὰ πουλιὰ ἢ καὶ μὲ τὴν γιορτὴ τῆς γονιμότητας ποὺ ἑορταζόταν ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους στὶς 15 Φεβρουαρίου (Λουπερκάλια).


 

 
Ἡ Ἁγία Βαλεντίνη, μάρτυς

Σὲ κάποιο ἁγιολόγιο ἀναφέρεται αὐτὴ τὴν μέρα καὶ ἡ μνήμη τῆς πιὸ πάνω ἁγίας. Πιθανότατα εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ προφανῶς συγχέεται μὲ τὴν μνήμη τῶν πιὸ πάνω δυὸ Ἁγίων Βαλεντίνων.

 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος ὁ Ἔγκλειστος ὁ ἐκ Ρωσίας

 


Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος (Τοροπτσάνιν) γεννήθηκε στὴ Ρωσία ἀπὸ πλούσιους καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ἡ κύρια ἐνασχόλησή του ἦταν τὸ ἐμπόριο. Κάποτε ὅμως ἡ ἀγαθὴ διάνοιά του σκέφθηκε ὅτι ὅλα τὰ ἀνθρώπινα εἶναι μάταια. Μοίρασε τότε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς πτωχοὺς καὶ ᾖλθε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου), στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἄρχισε τὸν σκληρό του πνευματικὸ ἀγῶνα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου κλείσθηκε στὸ βάθος τῶν Σπηλαίων, στὸ πιὸ σκοτεινὸ κελί.

Ὁ Ὅσιος προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸν Κύριο μὲ δάκρυα, χωρὶς νὰ γνωρίζει πότε ἦταν νύκτα καὶ πότε ἡμέρα. Δὲν εἶχε στρῶμα καὶ ποτὲ δὲν ξάπλωνε γιὰ ὕπνο. Κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένος σὲ ἕνα κούτσουρο. Ἔτρωγε μόνο λίγο πρόσφορο καὶ ἔπινε λίγο νερὸ ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος.
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τὴν κενοδοξίας. Ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν Πατέρων τὸν διαφύλαξαν σῶο καὶ ἀβλαβή. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία καὶ πρόκοψε στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἁπλότητα, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης καὶ οἱ ἀδελφοὶ κήδευσαν μὲ μεγάλη τιμὴ τὸ ἱερὸ λείψανό του στὸν ὑπόγειο τόπο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ σεπτὰ λείψανα καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Λαύρας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...