Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2022

Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908), διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901

 

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και γένι
 
Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»
Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος. Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων. Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε. Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες. Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!». Ο γέροντας στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: « Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαικών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά. Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: « Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια αμαρτωλών καταστροφέων». Έπειτα ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω δίπλα τους. Ο γέροντας είπε: « Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους δεν είναι ευλογημένο από το Θεό!» Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα. Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτό το μέρος είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την Αγία Τράπεζα με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».
Οι άνθρωποι σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγία Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γη σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σώσε μας!». Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει όπως και εγώ. Τον ρώτησα:»Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ’ αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: « Ο Θεός μας ελεεί μα καταριέται αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: « Μη θρηνείς, μόνο προσευχήσου».
Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναξαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Είναι πολύ δύσκολο για μας, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι πατέρες και οι μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του θεού. Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και το σημείο του σταυρού. Άρχισαν να κλαίνε. Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα!», μου είπε δείχνοντας με το δάκτυλο του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών πτωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς τους δούλους του θεού!». Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επιτίθονταν έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ’ ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, άλλα ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού. Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα ήταν ο Νικόλαος ο Β’. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη.
Πες σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι εγώ ο Τσάρος μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Άγιους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουμε μια Παννυχίδα για μένα τον αμαρτωλό, αλλά δεν θα υπάρξει τάφος για μένα!» Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο. Ο γέροντας είπε: «Κοίτα!». Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους διασκορπισμένους γύρω στη γη που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι’ αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου. Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες. Στη συνέχεια είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, αλλά ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, αλλά οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι’ αυτούς!» Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γι’ αυτούς;». Ο γέροντας αποκρίθηκε: « Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι’ αυτούς».
Προχωρήσαμε πιο πέρα, και ο γέροντας τάχυνε το βήμα του τόσο που με δυσκολία τον προλάβαινα. «Κοίτα!», μου είπε. Είδα ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους να καταδιώκονται από τους δαίμονες οι οποίοι τους κτυπούσαν με πασσάλους, με δίκρανα και γάντζους. Ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των ανθρώπων. Μου αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι εκείνοι που απαρνήθηκαν την πίστη τους και άφησαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και δέχθηκαν την καινούρια νεωτερίζουσα εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκπροσωπεί τους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, και τους λαικούς οι οποίοι απαρνήθηκαν τους όρκους τους, ή το γάμο τους, και δεσμεύθηκαν με το ποτό, την ανηθικότητα, και όλου του είδους τις βλασφημίες και τις διαβολές. Όλοι αυτοί έχουν τρομακτικά πρόσωπα και μια τρομερή δυσοσμία βγαίνει από τα στόματά τους. Οι δαίμονες τους κτυπούσαν, οδηγώντας τους στην τρομερή άβυσσο, από την οποία βγαίνουν οι φλόγες της κολάσεως. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Έκανα το σημείο του σταυρού ενώ προσευχόμουν, ο Κύριος να μας αποτρέψει από τέτοια μοίρα!. Μετά, αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων, νέοι και γέροι μαζί, που ήταν όλοι ντυμένοι άσχημα, και κρατούσαν ψηλά ένα μεγάλο αστέρι με 5 σημεία. Σε κάθε γωνία ήταν 12 δαίμονες και στην μέση ήταν ο Σατανάς ο ίδιος με κέρατα και αχυρένιο κεφάλι. Έβγαλε ένα βλαβερό αφρό στους ανθρώπους, ενώ ανακοίνωνε αυτές τις λέξεις: «Σηκωθείτε εσείς οι καταραμένοι με τη σφραγίδα μου…» Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες με σιδερένιες σφραγίδες και πάνω σε όλους τους ανθρώπους τοποθέτησαν τη σφραγίδα: στα χείλη τους, στους αγκώνες και στο δεξί χέρι. Ρώτησα τον γέροντα: «Τι σημαίνει αυτό;» Και αποκρίθηκε: «Αυτό είναι το σημάδι του Αντιχρίστου!». έκανα το σταυρό μου και ακολούθησα το γέροντα.
Ξαφνικά, σταμάτησε και έδειξε προς την Ανατολή με το χέρι του. Είδα μια μεγάλη συγκέντρωση από ανθρώπους με χαρούμενα πρόσωπα που κουβαλούσαν σταυρούς και κεριά στα χέρια. Στο μέσο τους υπήρχε μια Αγία Τράπεζα τόσο λευκή όσο το χιόνι. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχε ο σταυρός και το Άγιο Ευαγγέλιο και πάνω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο αέρας με ένα χρυσό αυτοκρατορικό στέμμα πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα «Για το άμεσο μέλλον». Πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαικοί στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Όλοι έψαλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Από μεγάλη χαρά έκανα το σταυρό μου και δόξασα το Θεό. Ξαφνικά ο γέροντας κούνησε το σταυρό του προς τα πάνω τρείς φορές και είδα ένα βουνό από πτώματα καλυμμένα από ανθρώπινο αίμα και από πάνω τους πετούσαν Άγγελοι. Έπαιρναν τις ψυχές αυτών που είχαν δολοφονηθεί για το Λόγο του Θεού προς τα ουράνια ενώ έψαλλαν: «Αλληλούια!». Παρατήρησα όλα αυτά και έκλαψα δυνατά. Ο γέροντας με πήρε από το χέρι και μου απαγόρευσε να κλαίω. Ό,τι ευχαριστεί το Θεό είναι το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέφερε και έχυσε το πολύτιμο αίμα του για μας. Κάποιοι σαν αυτούς θα γίνουν μάρτυρες, που δε θα δεχθούν τη σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι αυτοί που θα χύσουν το αίμα τους θα λάβουν ουράνια στέμματα. Ο γέροντας έπειτα προσευχήθηκε γι’ αυτούς τους δούλους του Θεού και στράφηκε στην Ανατολή καθώς τα λόγια του Προφήτη Δανιήλ βγήκαν αληθινά:
«Το βδέλυγμα της ερημώσεως».
Τελικά είδα το θόλο του ναού της Ιερουσαλήμ. Πάνω του ήταν ένα αστέρι. Μέσα στην εκκλησία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρεαν και πάλι πολλοί προσπαθούσαν να μπούν. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας μου άρπαξε το χέρι και είπε: «Εδώ είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». Έτσι μπήκαμε στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη κόσμο. Είδα μια Αγία Τράπεζα, που έκαιγαν κεριά από λίπος ζώων. Στην Αγία τράπεζα ήταν ένας βασιλιάς με κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι του ήταν ένα χρυσό στέμμα με ένα αστέρι. Ρώτησα το γέροντα: «ποιος είναι αυτός;» Μου απάντησε: « Ο Αντίχριστος». Ήταν πολύ ψηλός με μάτια σαν φωτιά, μαύρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός με τρομακτικό πρόσωπο. Ήταν μόνος του στην Αγία Τράπεζα και έτεινε τα χέρια του στους ανθρώπους. Είχε νύχια σουβλερά σαν τίγρης και φώναζε: «Είμαι βασιλιάς, είμαι Θεός. Είμαι ο Αρχηγός. Αυτός που δεν έχει τη σφραγίδα μου θα θανατωθεί.». Όλοι οι άνθρωποι έπεσαν κάτω και τον προσκύνησαν και εκείνος άρχισε να βάζει τη σφραγίδα του στα χείλη τους και στα χέρια τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμί και να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα. Γύρω από τον Αντίχριστο, υπηρέτες του οδηγούσαν αρκετούς ανθρώπους που τα χέρια τους ήταν δεμένα, και δεν είχαν πέσει να τον προσκυνήσουν. Αυτοί είπαν: «είμαστε Χριστιανοί, και όλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό!» Ο Αντίχριστος σύντριψε τις κεφαλές τους αστραπιαία, και το Χριστιανικό αίμα άρχισε να ρέει. Ένα παιδί οδηγήθηκε μετά στην Αγία Τράπεζα του Αντιχρίστου να τον προσκυνήσει, άλλα τολμηρά διακήρυξε: «Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, άλλα εσύ είσαι υπηρέτης του Σατανά»! θάνατος σ΄ αυτόν!» , αναφώνησε ο Αντίχριστος. Άλλοι που δέχθηκαν το σφράγισμα του Αντιχρίστου έπεσαν και τον προσκύνησαν. Ξαφνικά μια βοή από κοσμοσυρροή ξανακούστηκε και χιλιάδες φωτισμένες αστραπές άρχισαν να αστράφτουν. Βέλη άρχισαν να χτυπούν τους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Έπειτα, ένα μεγάλο φλεγόμενο βέλος άστραψε και χτύπησε τον Αντίχριστο τον ίδιο στο κεφάλι. Καθώς κουνούσε το χέρι του, το στέμμα του έπεσε και συνετρίβη στο έδαφος. Μετά εκατομμύρια πουλιά πέταξαν και κούρνιασαν στους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Ένιωσα το γέροντα να με παίρνει από το χέρι. Προχωρήσαμε περισσότερο, και είδα πάλι πολύ αίμα Χριστιανών. Ήταν εδώ που θυμήθηκα τις λέξεις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, ότι το αίμα θα έφτανε ως το χαλινάρι του αλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σώσε μας!» Εκείνη τη στιγμή είδα Αγγέλους να πετούν και να ψάλουν « Άγιος, ‘Αγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»!. Ο γέροντας κοίταξε πίσω και άρχισε να λέει: «Μη λυπάσαι, γιατί σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθει το τέλος του κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος στους υπηρέτες του». Ο καιρός πλησίαζε στο τέλος του. Έδειξε στην Ανατολή, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Κι εγώ προσευχήθηκα μαζί του. Μετά ο γέροντας άρχισε να απομακρύνεται γρήγορα από τη γη εις τας ουρανίους μονάς. Καθώς έκανε αυτό, θυμήθηκα ότι δε γνώριζα το όνομά του και έτσι ικέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιο είναι το όνομά σου;» Τρυφερά απάντησε: «Σεραφείμ του Σαρώφ». Ένα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα τον ήχο και σηκώθηκα από το κρεβάτι. « Κύριε, ευλόγησε και βοήθησέ με μέσω των προσευχών του Αγίου Γέροντα! Με φώτισες, τον αμαρτωλό δούλο σου, τον ιερέα της Κροστάνδης.

Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 2 άτομα, παιδί, άτομα που στέκονται και εξωτερικοί χώροι Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ὁ προορατικὸς & ἰαματικὸς ἱερέας

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Α. Γέννηση - ἀνατροφή

Ὁ π. Ἰωάννης (Ἰβὰν) Ἴλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε τὴν 18 Ὀκτωβρίου 1829, μέρα γιορτῆς τοῦ μεγάλου Σλαύου Ὁσίου Ἰωάννη τῆς Ρίλας (Βουλγαρίας), τοῦ ὁποίου πῆρε τὸ ὄνομα. Τὸ χωριὸ του λέγεται Σούρα στὸ νομὸ Ἀρχάγγελκ στὴ βορεινὴ Λευκὴ θάλασσα τῆς Ρωσίας.

Ὁ πατέρας του Ἠλίας (Ἴλιτς) Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ ἦταν ὀλιγογράμματος ἱεροψάλτης τῆς ἐνοριακῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ. Ἡ μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα ἦταν λίγο μορφωμένη. Ὁ παππούς του ἦταν ἱερέας ἀπὸ γένος ἱερατικό.

Ἡ θεία λατρεία καὶ ἡ αὐστηρὴ νηστεία ἦταν οἱ βάσεις τῆς παιδικῆς του κατήχησης, παρότι γεννήθηκε καχεκτικὸς καὶ βαφτίστηκε τὴ νύχτα τῆς γέννησής του.

Β. Σπουδές

Ὅταν ἔγινε ἕξι ἐτῶν ἄρχισε ἡ μητέρα του νὰ τοῦ παραδίδει μαθήματα. Σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν στάλθηκε στὴν ἐνοριακὴ σχολὴ τοῦ Ἀρχάγγελκ. Τέλειωσε 22 ἐτῶν, σὰν πρῶτος μαθητής, τὸ θεολογικὸ Σεμινάριο καὶ μὲ κρατικὴ ὑποτροφία στάλθηκε στὴ θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Πετρούπολης. Τότε πεθαίνει ὁ πατέρας του σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.

Μὲ ὅπλο τὸν καλλιγραφικὸ γραπτό του χαρακτήρα, γίνεται γραμματέας τῆς Ἀκαδημίας καὶ μὲ πενιχρὸ μισθὸ ἐννέα ρούβλια τὸ μήνα ζεῖ αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του. Ἐνῷ εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει ἱεραπόστολος στὴ μακρινὴ Κίνα, στὸ τέταρτο ἔτος τῶν σπουδῶν περνάει βαθειὰ κατάθλιψη, ποὺ ὅμως τὴν ξεπερνάει σιγὰ-σιγά. Μελέτησε τὰ γραπτὰ πολλῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στάθηκε ὅμως ἰδιαίτερα στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν Φιλάρετο Μόσχας. Στὴν Ἀκαδημία ἐπιπλέον διδάχθηκε ὅλες τὶς τότε γνωστὲς ἐπιστῆμες.

Εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο νὰ σημειώσουμε ὅτι π. Ἰωάννης εἶναι καρπὸς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀναγέννησης ποὺ σημειώθηκε στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, παρότι αὐτὴ δὲν σημάδεψε καίρια καὶ πλήρως τὴν Ρωσικὴ θεσμικὴ Ἐκκλησία. Νὰ θυμίσουμε ὅτι ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὸν στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) ποὺ ἀναγνωρίστηκε ὡς ἅγιος τὸ 1988 ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία.

Πνευματικοὶ ἀπόγονοι καὶ καρποὶ ἦσαν πολλοὶ ἀκόμα. Ἀνάμεσά τους ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ (1759 -1833, μνήμη 2 Ἰανουαρίου, ἀναγνώριση τὸ 1903), ἡ ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸ σαλή, (1732 – 1806/1814, ἀναγν. τὸ 1988), ὁ ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα (1812-1891, ἀναγν. τὸ 1988) ὁ μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων, μητροπολίτης Πετρουπόλεως Γαβριήλ, ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Μπραντσανίνωφ (1807-1867, ἀναγν. τὸ 1988), ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος (1815-1894, ἀναγν. τὸ 1988, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ὁ γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, κλπ.

Γ. Ἱερατικὴ πορεία

Στὸ τέλος τῶν σπουδῶν του ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὴ σκέψη τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, διότι ἔνοιωσε τὴν ἀνάγκη τοῦ ὀρθόδοξου φωτισμοῦ τοῦ δικοῦ του λαοῦ. Ἔτσι τοῦ προτείνεται ἡ θέση ἱερέα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου στὴν Κρονστάνδη ἡ ὁποία, στὸ νησὶ Κότλινε τοῦ Φιννικοῦ κόλπου, ἦταν τόπος ἐξορίας κάθε «παραστρατημένου» μικροαστοῦ. Ὁ γέροντας ἱερέας Κωνσταντῖνος Νετβίτσκυ τοῦ ζήτησε ἐπιπλέον, καὶ αὐτὸς δέχτηκε, νὰ νυμφευτεῖ καὶ τὴν κόρη του Ἐλισσάβετ Κωνσταντίνοβνα.

Στὶς 11 Νοεμβρίου 1855 (26 ἐτῶν) ἔγινε διάκονος καὶ τὴν ἑπόμενη πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Χριστόφορο Βιννίτσκυ, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Ὁ ἱερέας πιὰ Ἰωάννης, γιὰ νὰ βρίσκεται σὲ ἱερατικὴ ἐγρήγορση, βάζει αὐστηροὺς κανόνες στὸν ἑαυτό του. Τοὺς τηρεῖ ὅλους μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν ἤθελε νὰ ἡσυχάζει πολὺ στὸ σπίτι, γιατὶ οἱ ἀνάγκες τῶν πονεμένων ἀδελφῶν του ἦταν περισσότερες ἀπὸ ὅ,τι ὑπολόγιζε. Ἡ σύζυγός του γίνεται μὲ αὐταπάρνηση βοηθὸς στὸ ἔργο του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συναποφασίζουν τελικὰ νὰ ζήσουν χωρὶς παιδιά, σὰν ἀδέλφια.

Δ. Ὁ λαός του

Στὸν τόπο ἐξορίας, στὴν Κρονστάνδη, ἀκόμη καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ 7 ἐτῶν ἦταν παραστρατημένα καὶ ἐπικίνδυνα. Γρήγορα ὁ π. Ἰωάννης κατάλαβε πὼς ὅλοι ἀνήκουν στὸ ποίμνιό του. Ἡ προσέγγιση ἄρχισε ἀπὸ τὰ παιδιά, γιατὶ ὅπως ἔλεγε κρατοῦν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μεγαλεῖο της εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθησαν σιγὰ-σιγὰ καὶ οἱ μεγάλοι. Ἡ μέριμνά του ἁπλώθηκε καὶ ἀγκάλιασε καὶ ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὴν ἐνορία του.

Ἐνθάρρυνε κάθε ἄνδρα καὶ γυναίκα, ἀρκεῖ νὰ ἔβλεπε καὶ τὸν παραμικρὸ σπινθῆρα στὶς ψυχές τους. Μοίραζε τόσα ἀπὸ τὰ πενιχρά του ἔσοδα, ποὺ γιὰ τὸ σπίτι του δὲν εἶχε οὔτε τὰ ἀπαραίτητα. Ἔφτανε σ᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς χωρὶς τὰ παπούτσια του. Οἱ φτωχοὶ καὶ παραμελημένοι ἦταν στὴν καρδιά του. Τοὺς ἀγόραζε πολλὲς φορὲς τρόφιμα ὁ ἴδιος, τοὺς ἔφερνε γιατρό, τοὺς πήγαινε στὸ φαρμακεῖο. Πάντα πίσω του ἀκολουθοῦσε πλῆθος ζητιάνων.

Ἔτσι ἄρχισε νὰ προκαλεῖ δυσφορία στὴν «ὑψηλὴ κοινωνία» τῆς Κρονστάνδης. Ὅμως αὐτὸς ἐπιτίθετο καὶ ἐνοχλοῦσε πλούσιους καὶ πολιτικοὺς παράγοντες πρὸς τὴν κατεύθυνση λύσης τῶν προβλημάτων τῶν φτωχῶν καὶ ἐξόριστων, παρ᾿ ὅλη τὴν χλεύη ποὺ δεχόταν.

Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 1 άτομο 

Ε. Τὸ μεγάλο κοινωνικὸ ἔργο του

Ἡ βάση τῆς φιλανθρωπικῆς του δράσης στηριζόταν στὸ νὰ ὀργανώσει αὐτοὺς ποὺ μποροῦσαν νὰ βοηθοῦν. Μὲ συχνὰ κηρύγματα ἀνέλυε τὶς πολύπλευρες αἰτίες τῆς Κρονστανδικῆς πενίας καὶ ἐπαιτείας. Κατάφερε σύντομα λοιπὸν νὰ ἱδρυθοῦν πτωχοκομεῖα, ἐργατικὲς πολυκατοικίες, ἐπαγγελματικὲς σχολὲς καὶ ἔτσι νὰ δοθεῖ ἀνάλογα στὸν καθένα κατοικία καὶ ἐργασία. Ἔμβλημά του ἡ κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη.

Ἂς ἀναφέρουμε μέρος τοῦ ἔργου του:

  • Τὸ 1874 συγκροτεῖ ἐνοριακὴ πρόνοια γιὰ τοὺς φτωχούς.
  • Στὶς 12 Ὀκτωβρίου 1882, ἐγκαινιάζει ἐργατικὴ ἑστία. Ἡ ἑστία κάηκε, ἀλλὰ πάλι τὴν ἔκτισε, ἀφοῦ εἶχε ἤδη δημιουργήσει ἀσφαλιστικὸ ταμεῖο. Τὸ ἵδρυμα αὐτὸ μεγάλωσε καὶ ἔγινε πολυδύναμο, ὅπου ἔβρισκαν γνώσεις καὶ ἐργασία παιδιὰ καὶ ἀπόκληροι. Τὸ 1902 δούλευαν σὲ αὐτὸ 7281 ἐργαζόμενοι.
  • Τὸ 1903 ἡ στοιχειώδης σχολὴ τοῦ ἱδρύματος εἶχε 259 παιδιά, τὸ τμῆμα ζωγραφικῆς 30 ἄτομα, τὸ ἐργαστήρι ξυλουργικῶν εἰδικοτήτων 61 ἄτομα, τὸ γυναικεῖο τμῆμα 50 ἄτομα. Διέθετε ἐπιπλέον ἐργαστήρι ὑποδηματοποιίας, ζωολογικὴ συλλογὴ καὶ τμῆμα γυμναστικής.
  • Ἡ παιδικὴ βιβλιοθήκη τὸ 1896, διέθετε 2687 τόμους, ἐνῷ παράλληλα μὲ αὐτὴν λειτουργοῦσαν δυὸ βιβλιοπωλεῖα.
  • Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἱδρύματα λειτουργοῦσαν ἀκόμη τὸ σχολεῖο τῆς Κυριακῆς, τὸ κέντρο λαϊκῶν διαλέξεων, τὸ λαϊκὸ ἀναγνωστήριο καὶ ἡ δανειστικὴ βιβλιοθήκη.
  • Ἡ ἐνοριακὴ πρόνοια συντηροῦσε ὀρφανοτροφεῖο - νηπιαγωγεῖο καὶ ἐξοχικὸ οἴκημα γιὰ παιδιά, πτωχοκομεῖο, ξενώνα γιὰ ἀστέγους καὶ κέντρο ἰατρικῆς βοήθειας. Τὸ 1596 πέρασαν δωρεὰν ἀπὸ τὸ ἰατρεῖο αὐτὸ 2721 ἀσθενεῖς, ἐνῷ ἡ λαϊκὴ τραπεζαρία ἑτοίμαζε σὲ καθημερινὴ βάση 400 ἕως 800 μερίδες φαγητοῦ.
  • Πρέπει βεβαίως νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ ποικίλη βοήθεια δινόταν σὲ ὅλους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ καταγωγὴ ἢ θρησκευτικὴ ὁμολογία. Ἔτσι ἡ δημοτικότητα τοῦ π. Ἰωάννη πῆρε πανρωσικὲς διαστάσεις, σὲ μία ἐποχὴ μάλιστα ποὺ οἱ ἅγιοι ἦταν ἐλάχιστοι (καὶ κυρίως στὰ μοναστήρια, ἐνῷ λιγότεροι ἦταν στὶς ἐνορίες).
  • Ἐπιστέγασμα αὐτῆς του τῆς πορείας εἶναι ἡ ἵδρυση στὴν Πετρούπολη γυναικείας μονῆς ἀφιερωμένης στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Ρίλας, ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς Βοροντσόφσκυ στὸ Ριμπίνσκυ τῆς ἐπαρχίας Πσκὸφ καὶ τῆς μονῆς Πιουχτίτσκυ στὴ Ρωσικὴ Πολωνία.

Στ. Ἔργα καὶ στὸ χωριὸ του Σούρα

Ἰδιαίτερη μέριμνα δείχνει γιὰ τὸ χωριό του. Χτίζει ἐκεῖ τρισυπόστατο πέτρινο ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγ. Νικόλαο, τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τῆς Ρίλας καὶ τὴν Ἁγ. Παρασκευή. Ἱδρύει ἀκόμη ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἀδελφότητα, σχολεῖο, παιδικὴ στέγη, πριονιστήριο καὶ συνεταιρισμό. Κατόπιν δημιουργεῖ ἱερὰ γυναικεία μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγ. Ἰωάννη τῆς Ρίλας.

Τὸ 1912 ἡ μονὴ εἶχε 120 μοναχές, ἐνῷ διέθετε ξεχωριστὴ σκήτη κοντὰ στὸ χωριὸ καὶ μετόχι στὸ Ἀρχάγγελκ.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και γένι 

Ζ. Ὁ π. Ἰωάννης σὰν παιδαγωγός

Ἐπὶ 32 χρόνια ὁ π. Ἰωάννης ἐργάστηκε σὰν παιδαγωγὸς (1857-1862 στὴν περιφερειακὴ σχολὴ Κρονστάνδης καὶ 1862-1889 στὸ Γυμνάσιό της). Βασική του ἀρχὴ ἦταν ἡ ἁπλότητα στὴ διδασκαλία. Θεωροῦσε πῶς ἡ γνώση εἶναι ἀπέραντη, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐκλεγεῖ γιὰ τὰ παιδιὰ μόνο τὸ πιὸ ἀπαραίτητο τμῆμα της. Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα ἁρμονικὸ σύστημα, θεωροῦσε πὼς ἡ μόρφωση εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία καὶ προηγεῖται.

Σὰν δάσκαλος ἀπέφευγε νὰ τιμωρεῖ, δίδασκε μὲ συζήτηση, ἐπαναλάμβανε τὶς ἐκλεκτὲς περικοπὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, προκαλοῦσε ἐρωτήματα, ἐνθάρρυνε τὴν παιδικὴ ἐλευθερία καὶ πρωτοβουλία. Τὰ παιδιὰ ἐνθουσιασμένα μαζί του ἐλεύθερα τὸν ἔκαναν συχνὰ ἐξομολόγο τους.

Προσωπικές του παιδαγωγικὲς ἀρχές:

  • Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁπλότητας τῆς διδασκαλίας.
  • Ἡ μόρφωση ὀφείλει νὰ εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς καρδιᾶς.
  • Νὰ μὴ τιμωρεῖ.
  • Νὰ διδάσκει μὲ διαλογικὴ συζήτηση.
  • Νὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ τρόπο ζωντανὸ ἀναλύσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνοδεύοντας τὴν ἐπανάληψη μὲ ἀναγνώσεις ἐκλεκτῶν περικοπῶν.
  • Νὰ ἐπιτρέπει τὶς ἐρωτήσεις τῶν μαθητῶν καὶ νὰ προκαλεῖ συζητήσεις, στὶς ὁποῖες ἔπαιρναν μέρος πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς.
  • Ἡ ἐνθάρρυνση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς πρωτοβουλίας τῶν μαθητῶν.
  • Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ εἶναι τὸ καλύτερο μέσον ἀγωγῆς γιὰ τὴν μόρφωση τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς.

Η. Ὁ π. Ἰωάννης σὰν πνευματικὸς

Ἦλθε σύντομα ἀντίθετος μὲ τὴ Ρωσικὴ συνήθεια τῆς «μιᾶς φορᾶς τὸ χρόνο» Θείας Κοινωνίας. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο πρότεινε συχνὴ συμμετοχὴ στὶς ἀκολουθίες, ἀγωνιστικὴ διάθεση φιλανθρωπίας καὶ ἐξομολόγηση μετὰ ἀπὸ μετάνοια. Ἡ προσωπικὴ ἐξομολόγηση ποὺ ἔκανε, ἦταν συχνὰ πολύωρη, ἔτσι τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν πιστῶν τὸν ὁδήγησε σὲ ἀναβίωση τῆς κοινῆς ἐξομολόγησης.

Καταδίκαζε μὲ αὐστηρότητα τὴν χλιαρότητα καὶ τὸν τυπικὸ εὐσεβισμὸ τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας, ποὺ εἶχε ὑποβαθμίσει τὴ μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία σὲ μία «ἅπαξ τοῦ ἔτους ὑποχρέωση» καὶ τὴν Θεανδρικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας στὸ ἐπίπεδο τῶν «ἐθίμων».

Δὲν εἶναι ἑπομένως τυχαῖο ὅτι τὸ 1890 καθημερινὰ τὸν ζητοῦσαν γιὰ ἐξομολόγηση 150-300 πιστοί. Στὴ Θεία Λειτουργία ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε πάνω ἀπὸ δύο ὦρες. Ἔγινε λοιπὸν ἕνας «στάρετς» ποὺ ἔκαναν σ᾿ αὐτὸν ἐλεύθερη ὑπακοὴ χιλιάδες πιστοί, γιατὶ ἄνοιξε καινούργιους δρόμους μένοντας πιστὸς στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἐμπόδιζε ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία μόνο τοὺς φανατικοὺς ὀπαδούς του (Ἰωαννίτες), μὲ τοὺς ὁποίους εἶχε ἀνοικτοὺς λογαριασμοὺς ἀπὸ τὸ 1880.

Οἱ θρησκόληπτοι αὐτοί, ὅπου ὑπερίσχυαν οἱ γυναῖκες, τὸν θεωροῦσαν ὡς νέα ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἀκόμη λόγος νὰ πηγαίνει στὰ μέρη ποὺ ... δροῦσαν γιὰ νὰ τοὺς πολεμήσει. Ἔτσι τὸ πρῶτο ταξίδι γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ τὸ ἔκανε τὸ 1892 στὴ περιοχὴ Γντόφσκυ, κοντὰ στὴ Πετρούπολη.

Θ. Οἱ περιοδεῖες του

Ὅσο παράδοξο καὶ ἂν φαίνεται ὁ π. Ἰωάννης ἔκανε μεγάλες, πολλὲς καὶ ποικίλες περιοδεῖες. Τὶς ἐπαναλάμβανε σὲ τακτὰ διαστήματα. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀνάγκη ποὺ δημιούργησε ἡ ἀπήχηση τῆς ζωῆς του πέρα ἀπὸ τὴν Κρονστάνδη καὶ ἡ τεράστια ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε.

Τὰ ταξίδια αὐτὰ ἄρχισαν τὸ 1988 πηγαίνοντας κάθε χρόνο στὸ χωριό του Σούρα. Τὰ ὑπόλοιπα ταξίδια - περιοδεῖες ἔγιναν στὸ Βορονέζ, Χάρκοβο, Κίεβο, Κούρκ, Ὀδησσό, Βαρσοβία καὶ ... Βερολίνο. Στὸ ἐνδιάμεσο ἐννοεῖται ὅτι σταματοῦσε συχνά. Σὲ μιὰ ἐνδιάμεση στάση στὸ Ρίζοβο πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ 100.000 ὀνόματα. Ὑπῆρχαν μέρες ποὺ περνοῦσαν 7.000 ἕως 8.000.

Συχνὰ ταξίδευε μὲ τραῖνο. Ἔτσι ἀναγκάζονταν νὰ συνδέσουν 10-12 βαγόνια συμπληρωματικὰ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν συναντήσουν! Ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε πὼς δὲν ἦταν μόνο ὁ λόγος τῆς ἐξομολόγησης ἢ τοῦ κηρύγματος γιὰ τὴ μεγάλη κοσμοσυρροή. Ἦταν συχνὰ καὶ τὸ ξετύλιγμα τῆς ἰαματικῆς χάρης ποὺ τοῦ δινόταν καὶ καρποφοροῦσε στοὺς ἀληθινὰ πιστοὺς καὶ ὄχι στοὺς θρησκόληπτους.

Ι. Σημεῖα Ἁγιότητας

Ὁ π. Ἰωάννης μὲ τὴν προσευχὴ ἦταν αἴτιος πολλῶν θαυμάτων, ἐνῷ ἀπαντοῦσε ἀκόμη σὲ γραπτὲς παρακλήσεις ἢ καὶ σὲ τηλεγραφήματα πιστῶν καὶ μή. Πολλὲς θεραπεῖες ἀναφέρονται στὶς βιογραφίες του ἐν ζωῇ, ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον.

* Ἀναφέρει ὁ ἴδιος γιὰ σημεῖο θεραπείας ποὺ σχετιζόταν μὲ τὴ θεία μετάληψη: «Ἕνας ἄρρωστος ἔπασχε ἀπὸ θανάσιμο ἕλκος στομάχου. Ὑπέφερε ἐπὶ ἐννέα ἡμέρες χωρὶς παραμικρὴ ἀνακούφιση ἀπὸ τοὺς γιατρούς... Κοινώνησε μὲ σταθερὴ πίστη. Προηγουμένως προσευχήθηκα θερμὰ γι᾿ αὐτόν... Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας θεραπεύτηκε καὶ τὸ βράδυ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι!»

* Ὅταν οἱ ἀσθενεῖς ἦταν πάρα πολλοί, ἔκανε καὶ σύντομη ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ δέηση συγχωρητικὴ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀρρώστου. Μιὰ τέτοια περίπτωση θεραπείας ἦταν τῆς πριγκίπισσας Εἰρήνης Βλαδιμήροβνα Μπαριατίνσκαγια, ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1892 στὴν ἐφημερίδα «Γραζντανίν», ὅπου ἀναφέρεται: « ...Ἡ καταδικασμένη ἀπὸ διετίας νὰ κάθεται διαρκῶς στὴ καρέκλα λόγω παραλύσεως τῶν κάτω ἄκρων 13ετὴς κόρη, μετὰ προσευχὴ τοῦ π. Ἰωάννου, πρὸς ἀνέκφραστη χαρὰ ὅλων, σηκώθηκε καὶ περπάτησε». Τὴν ἄρρωστη πριγκίπισσα νοσήλευαν χωρὶς ἀποτέλεσμα μέχρι τότε οἱ καλύτεροι γιατροὶ Ράουχφοους, Ριμπάλκιν καὶ Μερζεέφσκυ.

* Ὁ συγγραφέας Σούρσκυ ἀναφέρει τὴν κάπως κωμικὴ περίπτωση τοῦ ἱερορράπτη Π. Γ. Θεοδώροβιτς, ποὺ πίστευε ὅτι θὰ θεραπευόταν ὁ τραυλισμός του. Πράγματι: «Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1893 ὁ βραδύγλωσσος περίμενε στὴ Μόσχα ἀνάμεσα στὸ πλῆθος γιὰ τὸ ...θαῦμα. Ἄρχισε νὰ φωνάζει τραυλίζοντας φοβερά: Μπάτιουσκα, προσευχηθεῖτε γιὰ μένα. Ὁ π. Ἰωάννης τὸν χτύπησε μὲ τὸ δεξὶ χέρι στὸ ἀριστερὸ μάγουλο καὶ τὸν διέταξε: Μίλα καθαρά, μίλα καθαρά. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ τόσο ἐνοχλητικὴ πάθηση ἔπαυσε νὰ τὸν ταλαιπωρεῖ...»

* Οἱ περιπτώσεις θεραπείας τυφλῶν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὶς ἄλλες, ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦσε σχεδὸν πάντα ἁγιασμό. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μπογουτσάρσκυ Σεραφεὶμ διηγεῖται ὅτι «ἕνας τυφλὸς ὁδηγήθηκε στὸ σταθμὸ Γολοὺτ τὴν ὥρα ποὺ στάθμευε τὸ τραῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευε ὁ π. Ἰωάννης. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βγάλει ὁ ἄρρωστος τὸ μαντήλι ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἔψαλε τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ, ἔβρεξε τὸ μαντήλι στὸ ἁγιασμένο νερὸ καὶ ἔνιψε τρεῖς φορὲς τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ξαφνικὰ ὁ τυφλὸς φώναξε: Βλέπω! Βλέπω! ... Ἔπεσε αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς στὰ πόδια τοῦ π. Ἰωάννη... Ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν μὲ τὴν βοήθεια τῆς χωροφυλακῆς».

* Ὁ ἐπίσκοπος Πετσὲρκ Ἰωάννης ἀφηγήθηκε στὸ Βελιγράδι γιὰ τὸν καθηγητὴ Ἀ. Ι. Ἀλεξάντρωφ πῶς «ἄργησε νὰ ἔλθει στὴν παράκληση σὲ ἕνα σπίτι τῆς πόλης Καζάν. Θέλοντας νὰ μείνει ἀπαρατήρητος στάθηκε στὸ διπλανὸ δωμάτιο. Ὅλοι ἀσπάζονταν τὸ Σταυρὸ τοῦ π. Ἰωάννη καὶ αὐτὸς στράφηκε στὸ πίσω μέρος τῆς πόρτας, ποὺ κρυβόταν ὁ Ἀλεξάντρωφ, καὶ φώναξε: Γιατί ὁ καθηγητὴς δὲν ἔρχεται;

Ὅταν αὐτὸς παρουσιάστηκε τὸν ρώτησε: Φοβάστε τὸ Σταυρό; Γιατί αὐτό; Ἀφοῦ μάλιστα πολὺ γρήγορα θὰ τὸν δίνετε καὶ σὲ ἄλλους νὰ τὸν ἀσπαστοῦν... Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἄφησε ἡ γυναίκα του, πῆρε διαζύγιο καὶ κάρηκε μοναχός. Ἀργότερα ἔγινε πρύτανης τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας καὶ Ἀρχιερέας...»

ΙΑ. Ἡ κοίμησή του

Καὶ ἐνῷ κατὰ τὸ 1907 ἤδη ἦταν ἐπίλεκτο μέλος πολλῶν κοινωφελῶν ὀργανώσεων, διορίστηκε καὶ μέλος τῆς Ἱ. Συνόδου. Ὅμως ποτὲ δὲν ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος νὰ συμμετάσχει. Τὰ παράσημα ποὺ τοῦ ἔδωσαν, ὅπως καὶ τὰ βαρύτιμα ράσα ἢ οἱ δωρεὲς τῶν πλουσίων, ἔδιναν ἀφορμὲς γιὰ ἐπικρίσεις. Ἦταν ἕνα συμπλήρωμα τῶν δοκιμασιῶν του.

Διότι δὲν ξεχώρισε τὴν καλὴ ἀγγελία καὶ ὡς ἀνάγκη καὶ τῶν πλουσίων καὶ τῶν ἐπιφανῶν. Σὲ μιὰ ταραγμένη ἐποχὴ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν ξεχωρίσουν, αὐτὸν ποὺ ἔδωσε τὰ πάντα καὶ χάρισε ὅλη τη ζωή του γιὰ τοὺς βασανισμένους, ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκμεταλλεύονταν τὰ ἀξιώματα γιὰ ἴδιο ὄφελος...

Βαριὰ ἄρρωστος τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1908, χωρὶς νὰ καταλύει τὴν νηστεία τῶν Χριστουγέννων, τέλεσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴ θεία Λειτουργία στὶς 10-12-1908. Εἶχε μία ἐντελῶς ἀδύνατη φωνὴ μὲ βασανιστικοὺς πόνους καὶ στὸ τέλος ἐν μέσῳ λυγμῶν τῶν πιστῶν δίδαξε πάνω σὲ κάθισμα γιὰ τελευταῖα φορά.

Στὶς 18 τοῦ μηνὸς εἶπε «δόξα τῷ Θεῷ, ὅτι ἔχουμε δυὸ μέρες ἀκόμα γιὰ νὰ τὰ κάνουμε ὅλα». Στὶς 19 ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του, τὸ βράδυ συνῆλθε ἀλλὰ μὲ πυρετό. Λειτούργησαν μεσάνυκτα γιὰ νὰ προλάβουν νὰ τὸν κοινωνήσουν μὲ πολὺ κόπο. Στὶς 6.00 τοῦ διάβασαν τὴν εὐχὴ «εἰς ψυχορραγοῦντα».

Ἀπεβίωσε, στὴν Κρονστάνδη, στὶς 07:40 τῆς 20 Δεκεμβρίου 1908, σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ κηδεία του ἦταν ἐπιβλητική. Τὴν ἀκολούθησαν πάνω ἀπὸ 20.000 πιστοί. Συμμετεῖχε ὁ πρωθιεράρχης τῆς ρωσικῆς ἐκκλησίας μὲ πολλοὺς ἐπισκόπους, 60 ἱερεῖς καὶ 20 διακόνους.

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διέταξε ὁ βίος του νὰ διδάσκεται στὰ ἱερατικὰ σεμινάρια. Ὁ τάφος του βρίσκεται στὸν ὑπόγειο ναὸ τῆς γυναικείας μονῆς Ἰωάννοφσκυ τῆς Πετρούπολης, ὡς μεγάλο προσκύνημα. Ἡ ζωή του χαρακτηρίζεται προφητικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰῶνα.

Στὶς 8 Ἰουνίου 1990, ἡ Ἱ. Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στὴν πράξη ἀναγνώρισης τῆς ἁγιότητάς του ἀναφέρει ὅτι ἔγινε «... γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του μὲ τὴν ὁποία ἦταν τύπος τῶν πιστῶν καὶ γιὰ τὴν πλήρη ζήλου καὶ θυσιῶν ὑπηρεσία του στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν πλησίον μὲ τὴν ὁποία σὰν τὸν καλὸ Σαμαρείτη δίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, τόσο στὴ ζωή, ὅσο καὶ μετὰ θάνατον, μέχρι σήμερα...»

ΙΒ. Τὸ συγγραφικό του ἔργο

Παρότι ὁ στάρετς Ἰωάννης ἦταν πνευματικὸ τέκνο τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, στὰ συγγράμματα καὶ τοὺς λόγους του ἡ δραστηριότητά του ἐξωτερικὰ εἶχε λατρευτικὸ (Θ. Λειτουργία – ἀκολουθίες – μυστηριακὴ ζωή) καὶ κοινωνικὸ χαρακτήρα (κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη καὶ ἰάσεις). Ἔτσι τὰ ἔργα του ποὺ τυπώθηκαν ἦταν:

α) Συζητήσεις καὶ κηρύγματα

β) Ἀντιρρητικὴ συγγραφή, ἀναμνήσεις καὶ ἐπιστολές. Τὰ γράμματα καὶ τὰ τηλεγραφήματα ποὺ δέχονταν, ἔφθαναν - καὶ ἑπομένως ἀπαντοῦσε σχεδὸν σὲ ὅλα – καθημερινὰ γύρω στὰ 6.000 ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπίθανα σημεῖα τῆς Ρωσίας.

γ) Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιό του μὲ τὸ τὸν τίτλο «ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου».

Τὸ βιβλίο αὐτὸ γνώρισε πολλὲς «ἐπαυξημένες» ἐκδόσεις, ἐκδόσεις σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἐκδόσεις σὲ ἄλλες ὁμολογίες. Ἡ ἀγγλικὴ μετάφραση τοῦ Γουλιάεφ, 1987, προκάλεσε μάλιστα μεγάλη αἴσθηση στοὺς διανοούμενους. Κρίσεις γράφηκαν στὸν ἀγγλικό, ἀμερικανικὸ καὶ αὐστραλέζικο τύπο.

Ὁ δομινικανὸς Στὰρκ ἐξέδωσε μικρὸ τόμο ἀπὸ ἀποσπάσματα στὴ γαλλικὴ γλώσσα. Ἀργότερα μεταφράστηκαν ἔργα του καὶ μελέτες στὶς διάφορες σλαβικὲς γλῶσσες. Ξεχωρίζει τὸ ἔργο τοῦ Βούλγαρου ἱερομονάχου Μεθοδίου.

Ἡ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ βιβλίου «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου» ἔγινε ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Μιχαήλ. Τὸ 1974 ὁ Β. Μουστάκης κυκλοφόρησε τόμο μὲ ἀποσπάσματα μὲ τὸν ἴδιο τίτλο (ἐκδ. «Ἀστήρ»).

ΙΓ. Ἀποσπάσματα λόγων του

1. Γιὰ τὴν καρδιά: «Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ πρῶτος παράγοντας στὴ ζωή μας. Ἡ καρδιακὴ γνώση προηγεῖται τῆς νοησιαρχικῆς. Ἡ καρδιὰ βλέπει ἄμεσα, ἀστραπιαία, ἑνιαία. Αὐτὴ ἡ γνώση τῆς καρδιᾶς μεταδίδεται στὸ νοῦ, καὶ μέσα στὸ νοῦ χωρίζεται σὲ μέρη, ἀναλύεται σὲ συστατικά. Ἡ ἀλήθεια ἀνήκει στὴ καρδιὰ καὶ ὄχι στὸ νοῦ. Στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἐξωτερικό...

Στὴ κατάσταση τῆς ἀπιστίας γιὰ κάτι ἀληθινὸ καὶ ἅγιο, ἡ καρδιὰ συνήθως γεμίζει ἀπὸ στενοχώρια καὶ φόβο. Ἀντίθετα στὴν εἰλικρινὴ πίστη νοιώθει χαρά, ἠρεμία, ἄνεση καὶ ἐλευθερία. Ἡ ἀλήθεια φανερώνεται καὶ θριαμβεύει στὶς καταστάσεις τῆς καρδιᾶς...

Ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα βαρόμετρο ἀκριβείας, τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἄνοδο ἢ τὴν πτώση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ καρδιά. Μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε καὶ πυξίδα».

2. Γιὰ τὴ θεία λατρεία: «Κατὰ τὴ θεία λατρεία, κατὰ τὴν τέλεση ὅλων τῶν Μυστηρίων καὶ τῶν Ἀκολουθιῶν, ἔχε ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ἔχει ἐμπιστοσύνη στοὺς γονεῖς του. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σὰν θεόπνευστοι φωστῆρες, κινούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σὲ ὁδηγοῦν στὶς τρίβους τῆς σωτηρίας.

Νὰ μετέχεις λοιπὸν στὴ θεία λατρεία μὲ ἁπλὴ καρδιά, μὲ ἐμπιστοσύνη μικροῦ παιδιοῦ. Νὰ ἐναποθέτεις ὅλη σου τὴ φροντίδα στὸν Κύριο καὶ νὰ εἶσαι ἐντελῶς ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀγωνία. «Μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε. Δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε» (Ματθ. Ι´ 19). Πῶς συμβαίνει τώρα αὐτό; «Οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστὲ οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (στίχ. 20).»

3. Γιὰ τὴν παιδαγωγική: «Προσπαθῆστε νὰ προοδεύετε στὴν ἐσωτερικὴ καρδιακὴ ἐπιστήμη, στὴν ἐπιστήμη δηλαδὴ τῆς ἀγάπης, τῆς πίστης, τῆς προσευχῆς, τῆς πραότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς εὐγένειας, τῆς ὑπακοῆς, τῆς σωφροσύνης, τῆς συγκαταβατικότητας, τῆς συμπάθειας, τῆς αὐτοθυσίας, τῆς κάθαρσης ἀπὸ πονηροὺς καὶ κακοὺς λογισμούς...

«Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33).»

Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νὰ μαθαίνετε τὴν γλώσσα τῆς ἀγάπης, τὴν πιὸ ζωντανὴ καὶ ἐκφραστικὴ γλώσσα. Χωρὶς αὐτή, ἡ γνώση τῶν ξένων γλωσσῶν δὲν φέρνει καμμιὰ οὐσιαστικὴ ὠφέλεια.»

4. Γιὰ τὴν προσευχή:

Ι. «Ἡ σωτηρία καὶ ἡ προσευχὴ δὲν βρίσκονται στὰ πολλὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν κατανόηση καὶ στὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς. Τὸ σπουδαιότερο πράγμα, ποὺ πρέπει νὰ θυμᾶσαι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας εἶναι ὅτι πρέπει νὰ ἔχεις συνεχῆ μνήμη Θεοῦ, νὰ κάνεις δηλαδὴ μυστικὴ νοερὰ προσευχή.

Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν ἔχω καιρὸ νὰ παρευρίσκομαι σὲ μακρὲς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες, ἀλλὰ ὅπου κι ἂν πάω, εἴτε μὲ τὰ πόδια εἴτε μὲ τὸ πλοῖο, εἴτε μὲ τὴν ἅμαξα καθιστὸς ἢ ξαπλωμένος, δὲν μ᾿ ἐγκαταλείπει ποτὲ ἡ σκέψη τοῦ Θεοῦ. «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός... ἵνα μὴ σαλευθῶ.» (Ψαλμ. 15:8). Ἡ σκέψη ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι κοντά μου δὲν μ᾿ ἐγκαταλείπει ποτέ. Πρέπει καὶ σὺ νὰ προσπαθήσεις νὰ κάνης τὸ ἴδιο.»

ΙΙ. «... Ὅταν, προσευχόμενοι μὲ ζέση ἱστάμενοι, καθήμενοι, ἐξηπλωμένοι ἢ περιπατοῦντες, αἴφνης μᾶς ἐπισκέπτεται τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκούοντες τὴν Φωνήν Του αἰσθανόμεθα ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν ψυχήν μας ὄχι διὰ τοῦ στόματος, οὔτε διὰ τῆς ρινός μας, οὔτε διὰ τῶν ὤτων - μολονότι ὁ Σωτὴρ μετέδωκε τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ λόγου καὶ τῆς πνοῆς καὶ μολονότι «ἡ πίστις ἔρχεται δι᾿ ἀκοῆς» (Ῥωμ. 10, 17) – ἀλλ᾿ ἀπ᾿ εὐθείας διὰ τοῦ σώματος εἰς τὴν καρδίαν, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος ἐπέρασε διὰ τῶν τοίχων τῆς οἰκίας ὅταν ἐπεσκέφθη τοὺς Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, καὶ ἐνεργεῖ ταχέως ὅπως ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ μάλιστα ταχύτερον ἀπὸ κάθε ἠλεκτρικὸν ρεῦμα.

Τότε αἰσθανόμεθα τὴν ὕπαρξίν μας ἐλαφράν, διότι αἰφνιδίως ἐλευθερωνόμεθα ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ αἴσθημα τῆς συντριβῆς διὰ τῆς ἁμαρτίας, τὸ πνεῦμα τῆς εὐλαβείας, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς χαρᾶς μᾶς ἐπισκέπτεται ...»

ΙΙΙ. «...Μάθε νὰ προσεύχεσαι. Βίαζε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν προσευχήν. Κατ᾿ ἀρχὰς θὰ εὕρῃς δυσκολίαν, ὕστερον ὅμως ὅσον περισσότερον βιάζῃς τὸν ἑαυτόν σου, τόσον εὐκολώτερον θὰ προσεύχεσαι. Εἰς τὴν ἀρχὴν ὅμως εἶναι πάντοτε ἀναγκαῖον νὰ βιάζῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του...»

5. Γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὶς ἀκολουθίες: «Νὰ ἔρχεσαι ὅσο μπορεῖς συχνότερα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ συμμετέχεις στὶς ἀκολουθίες γιὰ νὰ δοξάζεις τὸν Κύριο ἢ νὰ ζητᾶς τὸ ἔλεός Του γιὰ τὴν πνευματική σου ἀδυναμία, γιὰ τὴν ψυχική σου φτώχεια καὶ ἁμαρτωλότητα. Κανεὶς τόσο δυνατὰ καὶ τόσο εἰλικρινὰ δὲν θὰ πονέσει μαζί σου γιὰ τὴν ἀδυναμία σου ὅσο ἡ Ἐκκλησία. Ὅλα ὅσα δοκιμάζεις ἐσὺ τὰ δοκίμασαν ἀκόμη καὶ τὰ ἐκλεκτότερα τέκνα Της, ἔπασχαν πνευματικὰ ὅπως κι ἐσύ, ἁμάρταναν καὶ ἔπεφταν ὅπως ἀκριβῶς κι ἐσύ...

Πουθενὰ τόσο βαθειὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ δὲν ἐρχόμαστε σὲ συναίσθηση καὶ αὐτογνωσία ὅσο μέσα στὸν ναό, γιατὶ ἐδῶ εἶναι ἰδιαίτερα αἰσθητὴ ἡ παρουσία τοῦ σῴζοντος Θεοῦ καὶ ἐνεργεῖ μὲ ἀνερμήνευτο τρόπο ἡ χάρη Του. «Ὁ Θεὸς γὰρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. 2, 13).

Μὲ τὴ βοήθεια τῶν εὐχῶν, τῶν ὕμνων καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἑαυτό του σ᾿ ὅλη του τὴ γυμνότητα, διαπιστώνει τὴν ἀδυναμία του, τὴ πνευματική του φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα καὶ ἄκρα ἁμαρτωλότητά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, συναντᾶται μὲ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄκρα ἀγαθότητά Του, τὴν πανσοφία καὶ τὴ παντοδυναμία Του.»

6. Γιὰ τὴν ἐντολὴ τῶν «καλῶν ἔργων»: «Ἐγὼ τὴν ἐννοῶ ὡς ἑξῆς: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 5:16). Ἀφῆστε λοιπόν, τὸν κόσμο νὰ ἰδῇ τὰ καλὰ σὰς ἔργα, γιὰ νὰ δοξάσει γι᾿ αὐτὰ τὸν Κύριο. Θὰ πάρουν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα καὶ θὰ πεισθοῦν γι᾿ αὐτὰ τὰ ἔργα.

Ἀπ᾿ αὐτὴν ὅμως πρέπει νὰ τὰ κρύβετε (κι ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό του τὴν καρδιά). Ἀπ᾿ αὐτήν, ὅλα πρέπει νὰ μένουν κρυφὰ «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6:3). Μὲ τὸ «ἀριστερὰ» ἐννοεῖ στὴν πραγματικότητα τὴν γνώμη, ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ματαιοδοξία.»

7. Γιὰ τὸ φόβο τοῦ μέλλοντος: «Γιατί νὰ κοιτάζουμε τὸ μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ἂς παραδοθοῦμε σὰν παιδιὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Μὲ τὶς ὑποψίες βασανίζεις μόνο τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖς τὸν σκοπό, ποὺ ἔταξες. Βλάπτεις ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ νὰ φαντάζεσαι ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ὑπάρχει κακὸ ἐκεῖ, ὅπου πιθανὸν δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ἐφόσον ἐμεῖς δὲν κάνομε κακὸ σὲ κανένα, ἂς μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἂν τὸ ἐπιτρέπει αὐτὸ ὁ Θεός.»

8. Γιὰ τὸν πειρασμὸ τῆς ἀπελπισίας στὴν ἡγουμένη Ταϊσία: «Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει σ᾿ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ νὰ προσβάλλει τὶς δυνατότερες φύσεις, αὐτοὺς δηλαδή, ποὺ εἶναι πιὸ πεπειραμένοι στὸν πνευματικὸ πόλεμο. Ὁ ἐχθρός σου τὸν παρουσιάζει, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι οἱ ἀγῶνες σου φθάνουν σ᾿ ἕνα τέλος, ὅτι ἑτοιμάζεται γιὰ σένα στὸν οὐρανὸ μία ἀνταμοιβὴ καὶ θέλει νὰ σὲ χτυπήσει καὶ νὰ σὲ ρίξει κάτω μ᾿ ἕνα δυνατὸ τίναγμα καὶ νὰ σοῦ στερήσει ἔτσι τὸν στέφανο.

Ἔχει καταστρέψει πολλοὺς με τὴν ἀπόγνωση. Νὰ εἶσαι δυνατὴ καὶ ἀνδρεία, νὰ πολεμᾶς τὶς μηχανορραφίες τοῦ ἐχθροῦ. Μὴν παραδίδεσαι. Νὰ σηκώνεις αὐτὸν τὸν σταυρὸ μὲ ταπείνωση καὶ ἀντοχή. Νὰ θεωρεῖς ὅτι αὐτὸς ὁ πειρασμὸς σοῦ παρουσιάζεται, γιὰ νὰ μεγαλώσει τὴν ταπεινοφροσύνη σου καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήσει. Αὐτὸς ποὺ ἔχει θεμελιωμένη τὴν ψυχή του πάνω σὲ βράχο, δὲν θὰ κλονισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῶν πειρασμῶν τοῦ ἐχθροῦ, καμιὰ καταιγίδα δὲν εἶναι ἀρκετὰ δυνατὴ νὰ συγκλονίσει τὰ θεμέλια. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς του εἶναι χτισμένο στὴν ἄμμο, ἡ ψυχή, ποὺ δὲν ἔχει σὰν θεμέλιό της τὴν Πέτρα Χριστό, εὔκολα καταστρέφεται ἀκόμη καὶ μὲ μία μικρὴ μπόρα.

Τὴν πνευματικὴ κλίμακα νὰ τὴν ἀνεβαίνεις, ὄχι νὰ τὴν κατεβαίνεις. Νὰ ἀνυψώνεσαι στὸ πνεῦμα καὶ στὸν νοῦ. Κλήθηκες, γιὰ νὰ ὁδηγήσεις τὸ μικρό σου ποίμνιο τῶν παρθένων, ποὺ τὶς ἔχει διαλέξει ὁ Θεός, γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ ζωή. Αὐτὸ τὸ ἔργο νὰ μὴν τὸ θεωρεῖς κατώτερο ἢ μικρότερο ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ἐκεῖνες καὶ τὰ ἀσκητικὰ ἐπιτεύγματα, ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ ἐπιτύχεις μὲ τὴν ἡσυχία προσπαθώντας νὰ σώσεις μόνο τὴν ψυχή σου.

Τώρα δὲν ἔχεις εἰρήνη, ἐπειδὴ ὑπηρετεῖς τὸν πλησίον σου. Οἱ ἀγῶνες σου τώρα εἶναι οἱ φροντίδες καὶ οἱ θλίψεις. Εἶναι φροντίδες καὶ θλίψεις μαρτύρων, γιατὶ ἐσὺ σταυρώνεσαι γιὰ ὅλους, γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον σου. Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὑψηλότερο;»

9. Τί θὰ πεῖ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας; «Νὰ τί θὰ πεῖ, μὲ ἁπλὰ λόγια: Βλέπεις ἕνα φτωχὸ ποῦ ζητᾶ ἐλεημοσύνη; Ἀναγνώρισε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀδελφό σου, καὶ ἐλέησέ τον μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι στὸ πρόσωπό του βλέπεις τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.

Σὲ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄνθρωπος, γνωστὸς ἢ καὶ ἄγνωστος; Δέξου τον πάλι ὅπως θὰ δεχόσουν τὸν Κύριο, ἂν σοῦ χτυποῦσε τὴν πόρτα. Ἀγκάλιασέ τον μὲ τὴν ἀγάπη σου, φιλοξένησέ τον μὲ χαρὰ καὶ συζήτησε μαζί του πνευματικὰ θέματα.»

10. Γιὰ τὴν σχέση μὲ τοὺς ἀγνώστους: «Τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ σὲ πλησιάζει, νὰ τὸν δέχεσαι μὲ καλοσύνη καὶ μὲ χαρούμενη διάθεση, ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἕνας ἐπαίτης ἢ μία πτωχὴ γυναίκα. Ἐσωτερικὰ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ σὲ ὅλους, θεωρώντας τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλους, διότι ἐσὺ τοποθετήθηκες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ εἶσαι ὑπηρέτης ὅλων. Οἱ ἀδελφοί σου εἶναι μέλη Του, ἀκόμη κι ἄν, ὅπως ἐσύ, φέρουν ἐπάνω τους τὰ τραύματα τῶν παραπτωμάτων».

11. Οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς: «Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζεῖς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζεῖς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μιὰ φαντασία.

Τὸ νὰ ζεῖς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυτος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυτη ζωὴ τοῦ πνεύματος.»

12. Γιὰ τὶς ἁμαρτίες - πάθη τῶν παιδιῶν: «Μὴν παραμελεῖτε νὰ ξεριζώνετε ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τὰ ζιζάνια τῆς ἁμαρτίας, τοὺς ἀκαθάρτους, κακοὺς καὶ βλάσφημους λογισμούς, τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες, κλίσεις καὶ πάθη. Ὁ ἐχθρὸς καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ σάρκα δὲ λείπουν οὔτε ἀπὸ τὰ παιδιά. Τὰ σπέρματα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν ὑπάρχουν καὶ σὲ αὐτά.

Δεῖξτε τους ὅλους τοὺς κινδύνους τῆς ἁμαρτίας στὸ δρόμο τῆς ζωῆς. Μὴν κρύβετε τὶς ἁμαρτίες ἀπ᾿ αὐτά, μήπως ἀπὸ ἄγνοια ἢ ἔλλειψη εὐφυΐας ἀποκτήσουν κακὲς συνήθειες καὶ ἐμπαθεῖς ροπές, οἱ ὁποῖες γίνονται ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρὲς καὶ δίνουν τοὺς καρπούς τους ὅταν τὰ παιδιὰ φθάσουν σὲ ὥριμη ἡλικία.»

13. Ὑλικὸς κόσμος: «Στὸν ὑλικὸ κόσμο ὑπάρχουν πολλὰ ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὸ πνευματικὸ κόσμο. Διότι ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Πνεύματος καὶ ὁ Δημιουργὸς δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ σφραγίσει μὲ τὴν εἰκόνα Του τὸ δημιούργημα...

Ὁ κόσμος σὰν δημιούργημα τοῦ ζῶντος καὶ πανσόφου Θεοῦ εἶναι γεμάτος ζωή. Παντοῦ καὶ σὲ κάθε τι ὑπάρχει ζωὴ καὶ σοφία. Σὲ ὅλα τὰ ὁρατὰ διακρίνουμε τὴν ἔκφραση τῆς σκέψεως. Ὄχι μόνο στὸ σύνολο, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε μέρος. Ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι ἕνα συναρπαστικὸ βιβλίο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὄχι ὅμως τόσο καθαρὰ ὅπως ἀπ᾿ αὐτή.»

Μπορεί να είναι εικόνα 6 άτομα 

ΙΔ. Ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου

* «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος» λέγει ὁ Κύριος «ὑμεῖς τὰ κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5), δηλαδὴ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ὅπως ὁ Κύριος εἶναι Ἅγιος, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία· ὅπως ὁ Κύριος εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ μὲ τὸν Κύριον «ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφ. 5, 30) ἢ τὰ κλήματα Αὐτοῦ, ῥιζωμένη εἰς Αὐτόν - ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ζῶσα ἄμπελος καὶ τρεφομένη ἀπ᾿ Αὐτὸν καὶ αὐξάνουσα μὲ Αὐτόν. Ποτὲ μὴ φαντάζεσαι τὴν Ἐκκλησίαν χωριστὴν ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

...Κάθε ἱερεὺς εἶναι ἀπόστολος στὸ χωριὸ ἢ τὴν ἐνορία του καὶ ὀφείλει νὰ περιέρχεται τὰς οἰκίας τῶν πιστῶν κηρύττων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, διδάσκων τοὺς ἀμαθεῖς, ἐξυπνῶν τοὺς ἀμελεῖς, τοὺς ζῶντας εἰς τὰ πάθη των καὶ τὰς σαρκικὰς ἀπολαύσεις, εἰς ζωὴν χριστιανικήν· ἐνθαρρύνων καὶ τονώνων, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ἀμοιβῆς, τοὺς εὐσεβεῖς καὶ νηφαλίους· ἐνισχύων καὶ παρηγορῶν τοὺς δυσαρεστημένους. Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀντικείμενον τῶν λιτανειῶν μὲ τὸν σταυρὸν κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτάς... Πρέπει νὰ κηρύσσωμεν μὲ τὸν σταυρὸν εἰς τὰς χεῖράς μας ὅτι «ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ μᾶς ὑψώσῃ εἰς τοὺς οὐρανούς»· ὅτι δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ προσκολλώμεθα εἰς τὰ γήϊνα· καὶ ὅτι ὀφείλομεν νὰ ἐκτιμοῦμε τὸν χρόνον, διὰ νὰ κερδίσωμεν τὴν αἰωνιότητα, νὰ καθαρίσωμεν τὰς καρδίας μας ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν καὶ νὰ κάμωμεν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα ἔργα ἀγαθά:

«Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν, 4, 34).

* Ἡ προσευχὴ τοῦ ἱερέως ἔχει μεγάλην δύναμιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ μόνον ὁ ἱερεὺς νὰ ἐπικαλῆται τὸν Κύριον μὲ ὅλην τὴν καρδίαν του, μὲ πίστιν καὶ ἀγάπην. Θεέ, δὸς ὥστε νὰ ὑπάρξουν περισσότεροι ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι θὰ προσεύχωνται εἰς Σὲ μὲ πνεῦμα ζέον· διότι ποῖος πρέπει νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Κύριον διὰ τὰ πρόβατά Του μὲ τόσην δύναμιν, παρὰ ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χάριν καὶ ἐξουσίαν παρ᾿ Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ κάμνῃ αὐτό;

* Ὅπως τὸ φῶς καὶ ἡ θερμότης εἶναι ἀχώριστα ἀπὸ τὸν ἥλιον, ἔτσι καὶ ἡ ἁγιότης, ἡ διδαχή, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐσπλαγχνία πρὸς ὅλους πρέπει νὰ εἶναι ἀχώριστα ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ ἱερέως· διότι τίνος τὸ ὑπούργημα φέρει; τοῦ Χριστοῦ. Τίνος κοινωνεῖ τόσον συχνά; τοῦ Χριστοῦ - Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος Αὐτοῦ. Διὰ αὐτὸ ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον, εἰς τὸ μέσον τοῦ ποιμνίου του, ὅ,τι εἶναι ὁ ἥλιος εἰς τὴν φύσιν! Φῶς δι᾿ ὅλους, ζωοποιὸς θερμότης, ἡ ψυχὴ ὅλων.

Ὁ ἱερεύς, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν, ὀφείλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ πνευματικὲς ἀδυναμίες (δηλαδὴ ἀπὸ πάθη) διὰ νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ θεραπεύῃ καὶ τοὺς ἄλλους· ὡς ποιμήν, ὀφείλει νὰ τρέφεται εἰς τὰς χλοώδεις νομὰς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων, διὰ νὰ γνωρίζῃ ποῦ νὰ βοσκήσῃ τὰ πνευματικά του πρόβατα· ὀφείλει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ παλαίῃ ἐναντίον τῶν νοητῶν λύκων, διὰ νὰ γνωρίζῃ πῶς θὰ ἠμπορῇ νὰ τοὺς ἐκβάλῃ καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ· ὀφείλει νὰ εἶναι ἔμπειρος καὶ ἰσχυρὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἐγκράτειαν· νὰ μὴ δεσμεύεται ἀπὸ κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ θέλγητρα, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἀπληστίαν, τὴν φιλαυτίαν, τὸν ἐγωϊσμόν, τὴν φιλοδοξίαν. Γενικὰ δὲ ὀφείλει νὰ εἶναι φῶς, διὰ νὰ φωτίζῃ ἄλλους· πνευματικὸν ἅλας, διὰ νὰ προφυλάσσῃ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν πνευματικὴν φθορὰν καὶ νὰ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν φθοροποιὸν ἐπίδρασιν τῶν παθῶν. Ἂν ὅμως τὸ ἀντίθετον συμβαίνῃ, κάθε πρόσωπον ἀσθενὲς πνευματικῶς θὰ μπορῇ νὰ πῇ: «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτὸν» (Λουκ. 4, 23) πρῶτον καὶ ἔπειτα θὰ σοὶ ἐπιτρέψω καὶ ἐμὲ νὰ θεραπεύσῃς. «Ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματ. 7, 5).

Ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάφορος πρὸς τὰ γήϊνα, διὰ νὰ μὴ παγιδεύεται ἀπὸ τὸν ἐχθρόν, ὅταν τελῇ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὰ ἁγιώτατα μυστήρια, ἀλλὰ νὰ φλέγεται πάντοτε ἀπὸ ἀγάπην ἁγνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς πλησίον...

* Τί σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ; Ἡ σὰρξ καὶ ὁ κόσμος! δηλαδή, ἡ εὐχάριστος τροφὴ καὶ τὸ ποτόν, τὰ ὁποῖα κάμνουν τὴν καρδίαν ὀκνηρὰν καὶ παχυλήν - καὶ ἡ ἐπιθυμία κομψοῦ ἐνδύματος καὶ καλλωπισμῶν ἢ διακρίσεων καὶ ἀμοιβῶν· ἂν τὸ ἔνδυμα καὶ ὁ ἄλλος στολισμὸς εἶναι καμωμένα ἀπὸ πολὺ ὡραῖα, χρωματιστὰ καὶ μεταξοΰφαντα ὑφάσματα, φροντίζομεν καὶ μεριμνῶμεν ὅπως μὴ τὰ λερώσωμεν καὶ τὰ σπιλώσωμεν ἢ τὰ σκονίσωμεν καὶ τὰ βρέξωμεν, ἐνῷ ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντὶς πῶς νὰ εὐαρεστήσωμεν εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὰς σκέψεις, τοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα ἐξαφανίζονται; ἡ δὲ καρδία τότε ζῇ διὰ τὰ ἐνδύματα καὶ τοὺς καλλωπισμοὺς καὶ καθ᾿ ὁλοκληρίαν καταπιέζεται ἀπὸ αὐτὰ καὶ παύει νὰ μεριμνᾷ περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἑνώσεώς της μετ᾿ Αὐτοῦ... Ἀγωνίζου ἐναντίον κάθε κοσμικοῦ δελεάσματος... καὶ φρόντιζε μὲ ὅλην τὴν δύναμιν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου καὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἄλλων...

* Κατὰ τὴν ὑπούργησιν τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας αἰσθάνεται κανεὶς τὴν οἰκτροτάτην ἁμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅλην τὴν ἀθλιότητα, τὴν ἀμάθειαν καὶ τὸ ἐφάμαρτον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι σταυρός, ἀληθῶς σταυρός! Τόσον ὁ πνευματικὸς βλέπει καὶ αἰσθάνεται τῶν ἀνθρώπων τὴν βαθεῖαν ἀμάθειαν, τὴν ἄγνοιάν των διὰ τὰς ἀληθείας τῆς θρησκείας καὶ τὰς ἁμαρτίας των, τὴν λιθίνην των ἀναισθησίαν, ὥστε ὀφείλει νὰ προσεύχεται δι᾿ αὐτοὺς μὲ θέρμην μεγίστην καὶ νὰ τοὺς διδάσκῃ ἡμέραν καὶ νύκτα, εὐκαίρως καὶ ἀκαίρως. Ὤ, ὁποία ἄγνοια! Μερικοὶ δὲν γνωρίζουν καὶ Αὐτὴν ἀκόμη τὴν Παναγίαν Τριάδα· δὲν γνωρίζουν ποῖος εἶναι ὁ Χριστός· δὲν γνωρίζουν διατί ζοῦν ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ὁποῖον πλῆθος ἁμαρτιῶν! Καὶ ὅμως ζητοῦμεν πλουτισμόν, ἀνάπαυσιν· δὲν ἀγαπῶμεν τὴν ἐργασίαν, ἐξερεθιζόμεθα ὅταν ὑπάρχῃ ἐργασία περισσοτέρα τοῦ συνήθους! Ζητοῦμεν εὐρυχώρους κατοικίας, πλουσίαν ἐνδυμασίαν! Ἂς μὴ ἀγαπῶμεν τὴν ἀνάπαυσιν τῆς γῆς, ἂς μὴ γινώμεθα ῥάθυμοι, ἂς μὴ γινώμεθα ἀμελεῖς εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν πνευματικῶν μας καθηκόντων καὶ ἂς μὴ στεροῦμεν τοὺς ἑαυτούς μας τῶν ἐπουρανίων εὐλογιῶν καὶ τῆς ἐκεῖσε ἀναπαύσεως, διότι ἀφοῦ ἐδοκιμάσαμεν ὑπερβαλλόντως τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ κόσμου ἐδῶ, ὁποίαν ἀνάπαυσιν ἠμποροῦμεν νὰ περιμένωμεν ἐκεῖ;

Τότε μόνον θὰ ἐκτελέσῃς ἀξίως τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας ὅταν ἀγαπᾷς τὴν ψυχὴν καὶ ὄχι τὸ κέρδος, ὅταν εἶσαι ὑπομονητικὸς καὶ ὄχι εὐερέθιστος. Ὤ, πόσον μεγάλη ἀγάπη χρειάζεται διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἄλλων, διὰ νὰ ἐξομολογήσῃ κανεὶς αὐτοὺς ἀξίως, ὑπομονητικῶς, ὄχι ἐσπευσμένως καὶ χωρὶς ἀγανάκτησιν! Ὁ πνευματικὸς ἱερεὺς ὀφείλει νὰ ἐνθυμῆται ὅτι «χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 7 καὶ 10). Μὲ πόσον ζῆλον, λοιπόν, ὀφείλει νὰ προσπαθῇ νὰ ἀφυπνίσῃ τὸ συναίσθημα τῆς μετανοίας εἰς τοὺς ἐξομολογουμένους εἰς αὐτόν, οἱ ὁποῖοι ἐνίοτε δὲν γνωρίζουν διὰ ποῖον πρᾶγμα νὰ μετανοήσουν! Ὁ ἱερεύς, ἐπίσης, ὀφείλει νὰ ἐνθυμῆται πῶς ὁ Ἀπόστολος νύκτα καὶ ἡμέραν, μετὰ δακρύων ἐνουθέτει ἕκαστον ἐκ τῶν νεοφωτίστων χριστιανῶν...

ΙΕ. Βιβλιογραφία

  1. Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, Ἄρθρο στὸ περιοδικὸ Ἐνοριακὸς Παλμὸς Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ὀβρυᾶς, ἔτος 3ο, φ. 36, σελ. 5, 10-12, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998.
  2. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, τοῦ Ἐπισκόπου Ἀλέξανδρου Σεμενὼφ-Τιὰν-Σάνσκυ, μετάφραση ἀρχιμ. Τιμόθεου, ἔκδοση Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1980.
  3. Σύγχρονες ὁσιακὲς μορφές, Β. Γ. Σκιαδᾶ, Ἀθήνα 1996.
  4. Ἱστοσελίδα http://rel.gr/photo/displayimage.php?album=lastup&cat=-19&pos=2
  5. Ἱστοσελίδα http://photo.rel.gr/thumbnails.php?album=26&page=9&sort=ta
  6. Ἱστοσελίδα http://www.geocities.com/lelefty/johncrostand.htm
  7. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης, «Ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ», Ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου
  8. Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Κοινωνία, τοῦ πρωτοπρ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, περιοδικὸ Ἐπίγνωση, τ. 86, Φθινόπωρο 2003, βλ. http://www.zephyr.gr/STJOHN/epi86.htm
  9. Ἡ ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸν σαλή, περιοδικὸ «Ὀρθόδοξη Ζωή», Μάρτιος 1981, βλ. http://www.parembasis.gr/2005/05_06_17.htm
  10. Ἁγίου Ἰωάννου Πρωθιερέως τῆς Κρονστάνδης, «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή», ἐκδ. «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας», βλ. http://img.pathfinder.gr//clubs/files/68120/3.html
  11. «Σκέψεις γιὰ τὰ παιδιὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα», Ἱ. Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1994.
  12. Εἰρήνη Κασάπη, προβληματισμοὶ ἐπὶ τῶν προσφάτων ἀνακηρύξεων ἁγίων της Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, περιοδικὸ Σύναξη, Ἁγιότητα & ἁγιοποιήσεις, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007, σελ. 34-44.

πηγή

Μπορεί να είναι εικόνα ένα ή περισσότερα άτομα, μνημείο και εξωτερικοί χώροι

http://trelogiannis.blogspot.com/2022/12/blog-post_719.html

πηγή

Περί της σωτηρίας μας στους έσχατους καιρούς

 ... Σου λέγω και τούτο Τέκνον μου, ότι θα έρθει καιρός, οπόταν οι χριστιανοί θα προσθέτουν και θα αφαιρούν και θα μεταβάλουν τας βίβλους των Αγίων Ευαγγελίων και των Αγίων Αποστόλων και των Θεσπέσιων Προφητών και των Ιερών Πατέρων και θα μαλακώνουν τας Αγίας Γραφάς και θα γράφουν τροπάρια και άσματα και λόγους τεχνολογικούς.

Και ο νους των θα ξεχυθεί εις αυτούς, θα απομακρυνθούν δε από τα Θεϊκά πρότυπα.

Και δια τούτον τον λόγον οι Άγιοι Πατέρες είχαν προαναγγείλει ότι οι μονασταί της ερήμου πρέπει να γράφουν τους βίους των Πατέρων όχι επάνω εις μεμβράνας, αλλά επάνω εις χάρτινους διφθέρας, διότι η ερχόμενη γενεά θα τους μεταβάλλει σύμφωνα με την δική των αρέσκεια. Όθεν και το κακό που μέλλει να προέλθει θα είναι φρικτόν.

Κατόπιν λέγει ο μαθητής:

-Ώστε λοιπόν, Γέροντα, πρόκειται να αλλάξουν οι παραδόσεις και τα έθιμα των Χριστιανών; Μήπως δεν θα υπάρχουν πλέον ιερείς εις την Εκκλησίαν αφού θα βαδίσει προς αυτό το κατάντημα;

Τότε ο αββάς εσυνέχισεν:

-Εις τους καιρούς εκείνους πλέον, θα κρυώσει η αγάπη του Θεού από τις περισσότερες ψυχές και θα πέσει θλίψις μεγάλη εις τον κόσμον.

Το ένα έθνος θα ρίχνεται εναντίον του άλλου. Οι λαοί θα μετακινούνται από τους τόπους των.

Οι άρχοντες θα ανακατωθούν, οι ιερωμένοι θα το ρίξουν εις την αναρχίαν, οι δε μοναχοί θα ξεκλίνουν εις την αμέλειαν.

Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες θα θεωρούν ανάξιον πράγμα να φροντίζουν για την σωτηρίαν τόσον της ιδικής των ψυχής, όσον και του ποιμνίου των και θα περιφρονούν παντελώς ένα τοιούτον ζήτημα.

Όλοι θα δείχνουν προθυμίαν και δραστηριότητα προ πάντων δια τα τραπέζια και διά τας ορέξεις των. Θα είναι οκνηροί εις τας προσευχάς και πρόχειροι εις τας κατακρίσεις.

Τους βίους και τας διδαχάς και τα παραδείγματα των αγίων Πατέρων δεν θα ενδιαφέρονται μήτε να τα μιμηθούν, μήτε καν να τα ακούσουν, αλλά μάλλον θα κατηγορούν και θα λέγουν ότι, εάν εζούσαμε και μεις εις εκείνα τα χρόνια, έτσι θα συμπεριφερόμεθα.

Οι δε αρχιερείς θα υποχωρούν μπροστά στους ισχυρούς της γης. Και θα λύνουν τις διάφορες υποθέσεις, βγάζοντες από πολλές μεριές δώρα και απολαβές λογιών λογιών για λογαριασμό των.

Τον πτωχόν δεν θα τον υπερασπίζουν, θα θλίβουν τας χήρας γυναίκας και θα καταπονούν τα ορφανά. Αλλά και εις τον λαόν θα εισχωρήσει ασωτία.

Οι περισσότεροι δεν θα πιστεύουν εις τον Θεόν, θα μισούνται αναμεταξύ των και θα αλληλοτρώγονται ωσάν τα θηρία, θα κλέπτουν ο ένας τον άλλον και θα μεθύουν και θα περπατούν ωσάν τυφλοί.

Τέλος ξαναρωτά ο μαθητής:

-Τι λοιπόν πρέπει να κάνει κάποιος σε κείνη την περίστασιν;

Και ο Γέρων Παμβώ απεκρίθη:

-Τέκνον μου, εις εκείνους πλέον τους καιρούς, όποιος αν ημπορέσει να σώσει την ψυχή του και να παρακινά και τους άλλους δια να σωθούν, αυτός θα ονομασθεί μέγας εις την βασιλείαν των Ουρανών.


Πηγή : https://www.vimaorthodoxias.gr

Ένα χελιδόνι τα Χριστούγεννα!

 

        

Ένας παλαιός λαϊκός μύθος διηγείται, πως τα χελιδόνια στις παμπάλαιες εποχές δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν το χειμώνα. Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά, αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό κάποιος ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε πολύ, και άρχισε να προσπαθεί με ό,τι ήξερε και όπως μπορούσε να κατευθύνει τα χελιδόνια προς το νότο πριν το χειμώνα, στις πιο ζεστές χώρες.

Έδινε σημάδια, τα οποία τα χελιδόνια δεν καταλάβαιναν, τα δελέαζε με την τροφή προς το νότο, αλλά μάταια· τα φόβιζε και τα έδιωχνε, αλλά τίποτα.Τίποτα δεν κατάφερε. Τότε αυτός προσευχήθηκε στο Θεό να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι.

Και ο Θεός έκανε κατά τη θέλησή του, και τον μεταμόρφωσε σε χελιδόνι, το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως και ο άνθρωπος.

Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια, και πριν το χειμώνα τα οδήγησε σε πιο ζεστούς τόπους. Και από τότε όλα τα χελιδόνια συνήθισαν να αποδημούν.

Βέβαια, αυτό είναι μόνο μια ποιητική ιστορία. Όμως, θα σε βοηθήσει, ώστε τουλάχιστον μέχρι κάποιου σημείου να καταλάβεις, πώς η αιώνια Σοφία, γεννημένη από την αιώνια Αγάπη εμφανίστηκε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε τους ανθρώπους, παγωμένους από τις γήινες πίκρες, να οδηγήσει σε καινούργιο δρόμο, στη ζεστή χώρα, στο Βασίλειο του Θεού «όπου δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε αναστεναγμοί».

Ενώ και στο μικρό ανθρώπινο σώμα ο μεγάλος Κύριός μας ήταν και παρέμεινε η Ουσία, ο Ίδιος, ο Αιώνιος. Πάντα τέτοιος όπως είναι από πάντα στο άπειρο του πνευματικού βασιλείου Του και της ανείπωτης δόξας Του».

 Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Μνήμη θανάτου- Θάνατος και Απώλεια π. Αντώνιος Μπλουμ Μητροπολίτης Σουρόζ

 ὲ παλιότερες ἐποχές, ὅταν οἱ Χριστιανοί βρίσκονταν πλησιέστερα στὶς παγανιστικές τους ρίζες καὶ στὴ φοβερή καὶ συνταρακτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τους, μιλοῦσαν γιὰ τὸ θάνατο ὡς μιὰ γέννηση στὴν αἰώνια ζωή.

Δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονταν ὡς τέλος, ὡς μιὰ ἔσχατη ἧττα, ἀλλὰ ὡς μιὰ ἀρχή.

Θεωροῦσαν τὴ ζωὴ ὡς ἄνοδο πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ θάνατο ὡς τὴν πύλη ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ εἰσέλθουμε σ' αὐτήν.

Αὐτὸ μάλιστα ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί, τόσο συχνά, οἱ πρῶτοι Χριστιανοί συνήθιζαν νὰ ὑπενθυμίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ θάνατο μὲ φράσεις ὅπως «ἔχε μνήμη θανάτου», ἐνῶ στὶς εὐχὲς ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ ὑπάρχει μιὰ αἴτηση, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει «μνήμη θανάτου».

Ὅταν ἀναφέρονται αὐτὲς οἱ λέξεις στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἡ ἀντίδρασή του εἶναι συνήθως ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ ἀποστροφή.

Μήπως σημαίνουν αὐτὲς οἱ λέξεις ὅτι θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ θάνατος εἶναι σὰν τὴ Δαμόκλειο σπάθη, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας καὶ πώς, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μπορεῖ τὸ συμπόσιο τῆς ζωῆς νὰ τερματιστεῖ τραγικά;
Σημαίνουν μήπως πὼς ὁποτεδήποτε βροῦμε μιὰ χαρά, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι αὐτὴ θὰ ἔχει ἕνα τέλος;

Πρέπει μήπως νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ συσκοτίζεται τὸ φῶς κάθε μέρας μὲ τὸ φόβο ἑνὸς ἐπικείμενου θανάτου;
Ὄχι, δὲν αἰσθάνονταν ἔτσι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί.
Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνονταν εἶναι ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μιὰ ἀποφασιστικὴ στιγμή, ὅταν ὅσα μποροῦμε νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ φθάνουν σ' ἕνα τέλος.

Πρέπει λοιπόν νὰ βιαστοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε πάνω στὴ γῆ ὅσα μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ, κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο, ἕνα σκοπὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή, γιὰ νὰ γίνουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο ποὺ κληθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε, γιὰ νὰ πλησιάσουμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», γιὰ νὰ γίνουμε ὅσο τὸ δυνατόν καλύτερα μιὰ ἀπαραμόρφωτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του λέει ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε, ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ζοῦμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας σὰν νὰ γράφουμε βιαστικά, ἀπρόσεχτα, ἕνα πρόχειρο γραφτὸ ποὺ μιὰ μέρα θὰ καθαρογραφεῖ.
Εἶναι σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κτίσουμε καὶ μαζεύουμε ὅλα τὰ χρειώδη ποὺ ἀργότερα θὰ ὀργανωθοῦν σὲ ὀμορφιά, ἁρμονία καὶ νόημα. Ζοῦμε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, δίχως νὰ ὁλοκληρώνουμε ἢ νὰ τελειοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστά μας.

Λέμε στὸν ἑαυτό μας: ἀργότερα θὰ κάνω κάτι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀργότερα, κάποια μέρα θὰ κάνω τὸ καθαρὸ γράψιμο. Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ δὲν κάνουμε τίποτε.

Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε ὅσα ἡ προηγούμενη περίοδος μᾶς ἔχει ἐπιτρέψει νὰ κάνουμε.

Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μιὰ ὄμορφη καὶ γεμάτη νεότητα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ὅπως δὲν μποροῦμε, σὲ μεγάλη ἡλικία, νὰ ἀποκαλύψουμε στὸν Θεό καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἤμασταν στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητας.
Ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ἀλλά, μόλις περάσει, δὲν εἶναι πλέον δυνατόν νὰ γίνουν αὐτὰ.

Ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει φωτιὰ στὰ μάτια τῶν νέων, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει καὶ φῶς στὰ μάτια τῶν γερόντων.

Ὁ καιρὸς τῆς δυνατῆς φωτιᾶς περνᾶ, ὁ καιρὸς τοῦ φωτὸς πλησιάζει, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ γίνουμε φῶς, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν γίνει τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμασταν φωτιά.

Ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός.
Ὅταν μᾶς λένε ὅτι πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δώσουν φόβο γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ ζήσουμε μὲ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ θὰ εἴχαμε ἂν συνειδητοποιούσαμε ὅτι κάθε στιγμὴ εἶναι μόνο ἡ στιγμὴ ποὺ κατέχουμε, καὶ ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς πρέπει νὰ εἶναι τέλεια: μᾶς ὑποδεικνύεται ὄχι τὸ βάθος ἀλλὰ ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ὄχι μιὰ ἧττα ἀλλὰ ἕνας θρίαμβος.

Ἔτσι, ἡ μνήμη θανάτου φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ κάνει τελικὰ τὴ ζωὴ ἔντονη.

Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσουν γιὰ κάποια περίοδο μ' ἕναν ἑτοιμοθάνατο, μ' ἕνα πρόσωπο ποὺ γνωρίζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἔχουν συνειδητοποιήσει κι αὐτοὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουν τὸ τὶ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ σχέση ἡ παρουσία τοῦ θανάτου.

Σημαίνει πὼς κάθε λέξη ὀφείλει νὰ περιλαμβάνει ὅλο τὸ σεβασμό, ὅλη τὴν ὀμορφιά, ὅλη τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πιθανῶς νὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση νάρκης σ' αὐτὴν τὴ σχέση.

Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀσήμαντο, ἐπειδὴ ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι κάτι, μπορεῖ νὰ γίνει εἴτε ἔκφραση ἀγάπης ἢ ἀκόμη καὶ ἄρνησή της.

Αὐτὸ εἶναι κάτι πολύ σημαντικό, ἐπειδὴ χρωματίζει ὅλη μας τὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ μεγάλη πρόκληση, σὲ κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ πλῆρες μέτρο τῆς ἡλικίας καὶ στὸ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ εἴμαστε ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ γίνουμε, χωρίς ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦμε ἀργότερα ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ εἴμαστε σωστοὶ ἀπὸ σήμερα.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στοὺς "Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ", μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση.
Λέει πὼς ἡ κόλαση μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ δύο λέξεις: «πολὺ ἀργά!»

Μόνο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῆς τῆς φοβερῆς συνειδητοποίησης:
εἶναι πολύ ἀργά.

Λέξεις ἢ χειρονομίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν μιὰ σχέση δὲν μποροῦν πλέον νὰ λεχθοῦν ἢ νὰ πραγματοποιηθοῦν.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ στὸ τέλος, ἀλλὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μ' ἕναν ἄλλο τρόπο, μὲ πολύ πόνο.

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἦρθε νὰ μὲ δεῖ ἕνας ἡλικιωμένος γύρω στὰ ὀγδόντα πέντε. Ἤθελε νὰ μὲ συμβουλευτεῖ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἀγωνία μὲ τὴν ὁποία εἶχε ζήσει γιὰ περίπου ἑξῆντα χρόνια. Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῆς Ρωσίας εἶχε σκοτώσει τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ποὺ καὶ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσε. Ἀγαποῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πολύ. Σκόπευαν νὰ παντρευτοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς σκοποβολῆς, αὐτὴ εἶχε τρέξει ξαφνικὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ γραμμὴ σκόπευσης καὶ ἔτσι ἦταν πολύ ἀργὰ γιὰ νὰ ἐκτρέψει τὴ βολή του.

Γιὰ ἑξῆντα χρόνια δὲν εἶχε μπορέσει νὰ βρεῖ εἰρήνη.
Ὄχι μόνο εἶχε κόψει τὸ νῆμα μιᾶς ζωῆς ποὺ τοῦ ἦταν ἄπειρα πολύτιμη, ἀλλὰ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἄνθιζε καὶ ποὺ ἦταν ἐξίσου πολύτιμη καὶ γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε.

Μοῦ εἶπε ὅτι προσευχόταν, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε ἐξομολογηθεῖ, εἶχε μετανοήσει, εἶχε λάβει τὴν ἄφεση καὶ τὴ Θεία Κοινωνία - εἶχε κάνει ὅλα ὅσα ἡ φαντασία του καὶ ἡ φαντασία αὐτῶν ποὺ εἶχε στραφεῖ γιὰ συμβουλὲς εἶχε προτείνει, ποτὲ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ εἰρήνη.

Μὲ μιὰ ἔμπνευση ἔντονης καὶ δυνατῆς συμπάθειας, τοῦ εἶπα:
«Στρέφεσαι στὸν Χριστὸ ποὺ δὲν ἔχεις δολοφονήσει, στοὺς ἱερεῖς ποὺ δὲν ἔχεις πληγώσει. Γιατί δὲν ἔχεις σκεφτεῖ νὰ στραφεῖς στὸ κορίτσι ποὺ σκότωσες;»

Ἐξεπλάγη. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει;
Δὲν εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ;
Καὶ ὅμως, ἔτσι εἶναι.

Τοῦ εἶπα λοιπόν πὼς, ἂν τὸ κορίτσι ποὺ πυροβόλησε μποροῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει, νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν, τότε ἀκόμη κι ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν προσπεράσει ἀσυγκίνητος.

Ὑπάρχει μιὰ ἱστορία γιὰ τὸν προφήτη Δανιήλ.
Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει ὅτι ἡ προσευχή του εἶναι μάταιη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα, ποὺ τὸν φθονεῖ, προσεύχεται ἐνάντια στὴν προσευχὴ τοῦ Δανιήλ καὶ ἔτσι ἡ προσευχή της εἶναι σὰν δυνατὸς ἄνεμος ποὺ σβήνει τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔλπιζε πὼς θὰ φθάσει στὸν οὐρανό.

Αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ πιθανῶς μοῦ ἦρθε ὑποσυνείδητα. Τοῦ πρότεινα νὰ κάθεται μετὰ τὴ βραδυνὴ προσευχή καὶ νὰ διηγεῖται στὴν κοπέλα γι' αὐτὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια πνευματικῆς ἀγωνίας, γιὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ σπαταλήθηκε, γιὰ τὸν πόνο ποὺ εἶχε ὑπομείνει, καὶ νὰ τῆς ζητήσει συγγνώμη καὶ κατόπιν νὰ τῆς ζητήσει νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν στὸν Κύριο νὰ στείλει εἰρήνη στὴν καρδιά του, ἂν βεβαίως τὸν εἶχε κι αὐτὴ συγχωρήσει.

Τὸ ἔκανε, καὶ ἦλθε ἡ εἰρήνη.
Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅ,τι ἔχει μείνει ἀτέλειωτο στὴ γῆ. Ὅ,τι ἔχει ἀποτύχει στὴ γῆ μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ἀργότερα, ἀλλὰ τὸ τίμημα μπορεῖ νὰ εἶναι πολλὰ χρόνια πόνου καὶ τύψεων, δακρύων καὶ μοναξιᾶς.

Τώρα, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ θάνατο, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φανταστοῦμε οὔτε ὡς ἕνα ἔνδοξο οὔτε ὡς ἕνα ἄθλιο γεγονός.

Ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς στὴ Βίβλο καὶ στὰ Εὐαγγέλια εἶναι πιὸ περίπλοκη ἀπ' αὐτήν.
Νὰ τὸ θέσω ἀλλιῶς: ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δημιούργησε γιὰ τὸ θάνατο καὶ γιὰ τὴν καταστροφή.
Μᾶς δημιούργησε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Μᾶς κάλεσε στὴν ἀθανασία - ὄχι μόνο στὴν ἀθανασία τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀθανασία ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο.

Ὁ θάνατος εἰσῆλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Εἰσῆλθε ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Θεό, στράφηκε μακριὰ ἀπ' Αὐτόν, ἔψαξε νὰ βρεῖ τρόπους μὲ τοὺς ὁποῖους θὰ μποροῦσε νὰ κάνει πράγματα μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Τὴ γνώση ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε μέσω τῆς κοινωνίας μὲ τὴ γνώση καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ τὴν ἀποκτήσει μόνος του.
Ἀντὶ νὰ ζεῖ κοντὰ στὸν Θεό, διάλεξε τὴ δική του ἀνεξαρτησία.

Ὁ Γάλλος πάστορας Ρολλάν ντε Κυρί γράφει κάπου, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ καλὴ εἰκόνα, ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔστρεφε τὴν πλάτη του στὸν Θεό καὶ κοίταζε τὸ ἄπειρο μπροστά του, τὴ στιγμὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε Θεὸς γι' αὐτὸν καὶ, καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ζωῆς, δὲν γινόταν παρὰ νὰ πεθάνει.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ θάνατο ὑπάρχει μιὰ τραγωδία.
Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ὁ θάνατος εἶναι τερατώδης, δὲν θὰ ἔπρεπε κἂν νὰ ὑπάρχει, Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, μιά, ἀτέλειωτη διάρκεια χρόνου χωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, πολλὲς χιλιάδες χρόνων ζωῆς δίχως καμιὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ ὑπάρξει ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν κάτι τὸ πολύ τρομακτικότερο κι ἀπὸ αὐτὴν τὴ διάλυση τοῦ σωματικοῦ μας πλαισίου, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ φαῦλο κύκλο.

Ἔτσι, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ θανάτου: ὅσο στενὴ πύλη κι ἂν εἶναι, εἶναι ὡστόσο ἡ μόνη πύλη ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀποδράσουμε ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο τοῦ ἀτελείωτου χρόνου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό - ἕνας κτιστὸς ἀτελείωτος χρόνος, ὅπου δὲν ὑπάρχει, χῶρος γιὰ νὰ ξαναγίνουμε μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ μέτοχοι τῆς Θείας φύσης.

Γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μπόρεσε νὰ πεῖ: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστός καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Ἐπειδὴ ὅσο ζῶ ἀτέλειωτη σ' αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ εἶμαι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστό.

Γι' αὐτὸ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο λέγει ὅτι γι' αὐτὸν τὸ νὰ πεθάνει δὲν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς ρίχνει ἀπὸ τοὺς ὤμους του τὴν πρόσκαιρη ζωή, σημαίνει ὅτι ἐνδύεται τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ ἕνα τέλος, εἶναι μιὰ ἀρχή.
Εἶναι μιὰ πόρτα ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν ἀπεραντωσύνη τῆς αἰωνιότητας, ποὺ θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ μᾶς γιὰ πάντα ἂν ὁ θάνατος δὲν μᾶς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωσή μας στὰ γήινα πράγματα.

Αὐτὲς οἱ δυὸ πλευρὲς πρέπει νὰ παίξουν ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ θάνατο. Ὅταν πεθαίνει κάποιος, νομιμοποιούμαστε νὰ εἴμαστε συντετριμμένοι.

Μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε μὲ τρόμο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁμαρτία σκότωσε τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε.
Μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ θάνατο ὡς τὴν τελευταία λέξη, τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς.
Ἔχουμε δίκιο ὅταν κλαῖμε πάνω στὸν κεκοιμημένο, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβεῖ. Τὸ πρόσωπο αὐτὸ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ κακό.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε ἐπειδὴ μιὰ νέα ζωή, ἀπεριόριστη, ἐλεύθερη, ἄρχισε γι' αὐτὸν ἢ γι' αὐτήν.

Καὶ πάλι, μποροῦμε νὰ κλαῖμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὴν ἀπώλεια ποὺ νιώθουμε, τὴ μοναξιά μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ πρέπει νὰ μάθουμε τὶ εἶχε ἤδη προβλέψει καὶ προείπει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη:
«κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη».

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ξεθωριάσει ἡ μνήμη τοῦ ἀγαπημένου, ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴ μιλοῦμε γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἀγαπημένο στὸν ἀόριστο:
«Τὸν ἀγαποῦσα, ἤμασταν τόσο κοντά»,
ἀλλὰ μᾶς κάνει νὰ σκεφτόμαστε στὸν ἑνεστῶτα:
«Τὸν ἀγαπῶ, εἴμαστε τόσο κοντά».

Στὴν Καινὴ Διαθήκη, βρίσκουμε κάτι ἀκόμη σπουδαιότερο ἀπ' αὐτὸ. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος οὐσιαστικὰ κατεβλήθη.
Ὁ θάνατος ἔχει καταβληθεῖ μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους.

Κατεβλήθη, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὴν τελευταία λέξη καὶ καλούμαστε νὰ ἐγερθοῦμε ξανά καὶ νὰ ζήσουμε.

Ὁ θάνατος νικήθηκε ἐπίσης μὲ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, μὲ τὴν εἰς Ἄδου κάθοδο, ἐπειδὴ ἡ φρικτότερη ἄποψη τοῦ θανάτου, ὅπως τὴ συνέλαβε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ὅτι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶχε ἐπιφέρει τὸ θάνατο, εἶχε γίνει ὁριστικός, ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Ὅσοι εἶχαν πεθάνει -καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλους- ὅσοι λοιπόν εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ, Τὸν ἔχασαν γιὰ πάντα στὸ θάνατο.
Ἡ Σεόλ τῆς Παλαιάς Διαθήκης εἶναι ὁ τόπος ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ τόπος τοῦ χωρισμοῦ, τῆς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπανόρθωτης ἀπουσίας.

Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἄδη, ὁ θάνατος ἔφθασε στὸ τέλος του.
Ὑπάρχει ὁ χωρισμὸς πάνω στὴ γῆ καὶ ὁ πόνος τοῦ χωρισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἀντίθετα, ὁ θάνατος εἶναι ἡ στιγμή καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο, ὅσο κι ἂν ἤμασταν χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο κι ἂν ἤμασταν ἀτελῶς ἑνωμένοι ἢ ἐναρμονισμένοι μαζί Του, παρουσιαζόμαστε μπροστά Του.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου.
Δὲν μᾶς λέει συνεχῶς,
«Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμο, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον»;
Στεκόμαστε λοιπόν μπροστὰ σ' Αὐτόν, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία.

Ἔτσι, ὁ θάνατος διαθέτει μιὰ περιπλοκότητα -θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ἕναν διφορούμενο χαρακτῆρα-, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἂν εἴμαστε λαὸς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ παραβλέψει τὴ γέννηση τοῦ κεκοιμημένου στὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ εἴμαστε τόσο πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπώλεια καὶ ἀπὸ τὴ γήινη μοναξιά μας.

Ὑπάρχει στὸ θάνατο καὶ μιὰ δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἐγγίζει. Ἂν ἡ ἀγάπη μας εἶναι πιστή, ἂν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ θυμόμαστε, ὄχι μόνο μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, αὐτούς ποὺ ἔχουμε ἀγαπήσει πάνω στὴ γῆ, τότε, σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό:
«ὅπου γἀρ ἐστίν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

Εἶναι δύσκολο, ἂν ὄχι καὶ ἀδύνατο, νὰ μιλοῦμε γιὰ τὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι προσωπικά.

Συναντοῦμε τὸ θάνατο πρῶτα ἀπ' ὅλα στὴ ζωή μας, ὄχι ὡς ἕνα θέμα πάνω στὸ ὁποῖο στοχαζόμαστε, ἂν καὶ συμβαίνει κι αὐτὸ, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας ἀπώλειας, δικῆς μας ἢ κάποιου ἄλλου.
Μάλιστα, αὐτὴ ἡ ὑποκατάστατη ἐμπειρία τοῦ θανάτου εἶναι ποὺ λειτουργεῖ ὡς ὑπόβαθρο γιὰ νὰ στοχαζόμαστε ἐκ τῶν ὑστέρων πάνω στὴ βεβαιότητα τοῦ δικοῦ μας θανάτου, καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετιζόμαστε μ' αὐτὸν.

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ντροπαλὸς ἄνθρωπος.
Μιλοῦσε λίγο, καὶ ἔτσι μιλούσαμε λίγο καὶ μεταξύ μας.
Ἀνήμερα τὸ Πάσχα αἰσθάνθηκε λίγο ἀδιάθετος καὶ ξάπλωσε.

Κάθισα κοντά του καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μας μιλήσαμε τελείως ἀνοιχτά.
Δὲν ἦταν τόσο τὰ λόγια μας ποὺ ἦταν σημαντικά.
Ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Οἱ πόρτες ἄνοιξαν.
Ἡ σιωπὴ ἦταν τόσο ἀνοιχτή καὶ βαθιὰ ὅσο καὶ οἱ λέξεις.

Κατόπιν ἔπρεπε νὰ φύγω.
Χαιρέτησα ὅλους ὅσοι ἦταν στὸ δωμάτιο, ἀλλὰ ὄχι αὐτὸν, ἐπειδὴ αἰσθάνθηκα πώς, ἔχοντας συναντηθεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴχαμε συναντηθεῖ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποχωριστεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Δὲν ὑπῆρξε χαιρετισμός.
Δὲν ὑπῆρξε κἂν ἕνα «εἰς τὸ ἐπανιδεῖν», ἐπειδὴ εἴχαμε συναντηθεῖ, καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ πάντα.

Πέθανε τὴν ἴδια νύχτα.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ὅπου ἐργαζόμουν καὶ μοῦ εἶπαν πὼς εἶχε πεθάνει, προχώρησα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔκλεισα τὴν πόρτα πίσω μου.

Αὐτὸ ποὺ ἀντιλήφθηκα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἦταν ἡ ποιότητα καὶ τὸ βάθος τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἦταν μιὰ ἀπουσία θορύβου, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ζώρζ Μπερνανός, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματά του -«μιὰ σιωπὴ ποὺ ἦταν παρουσία».
Ἔπιασα μάλιστα τὸν ἑαυτό μου νὰ λέει:
«καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος. Τὶ ψέμα».

Αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖ τὸ γιατί ἡ στάση μου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι τόσο μονόπλευρη: ἐπειδὴ βλέπω τὴ δόξα του καὶ ὄχι μόνο τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια.
Ἡ ἐμπειρία μου ἀναφέρεται στὸν ξαφνικὸ θάνατο, στὸν ἀπροσδόκητο θάνατο, στὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται σὰν «κλέφτης ἐν νυκτί».

Ἂν τέτοιες ἐμπειρίες βρεθοῦν μπροστά σας, θὰ καταλάβετε ἴσως τὸ γιατί κάποιος μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ χαίρεται, ὅταν ἡ καρδιά του βρίσκεται σὲ ἔντονο πόνο καὶ ἀγωνία, καὶ τὸ πώς -σ' αὐτὸ θὰ ἐπιστρέψουμε ἀργότερα- μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε στὴν ἐξόδια ἀκολουθία μας:
«Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Γι' αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦμε τὰ λόγια ἑνὸς ψαλμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκολουθία, ὡσὰν ὁ κεκοιμημένος, στρεφόμενος πρὸς ἐμᾶς, νὰ μᾶς ἔλεγε:
«Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε».

Πολύ συχνότερα, ὅμως, ἀντὶ γιὰ ἕναν ξαφνικὸ θάνατο, ἀντιμετωπίζουμε μιὰ μακρόχρονη ἢ ὁλιγόχρονη ἀρρώστια, ἢ γηρατειά, ποὺ σταδιακὰ μᾶς φέρνουν εἴτε στὸν τάφο, εἴτε στὴν ἐλευθερία μας, ἀνάλογα ἀπὸ ποιὰ πλευρὰ θὰ τὸ δεῖ κανείς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνάντηση ποὺ λαχταρᾶ ὁ καθένας μας, συνειδητά ἢ ἀσυνείδητα, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του, ποὺ εἶναι ἡ πρόσωπο μὲ πρόσωπο συνάντησή μας μὲ τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν Αἰώνια Ζωή, καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του.

Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς ἀρρώστιας, ἢ τῶν προϊόντων γηρατειῶν, πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ δημιουργικὰ καὶ χρήσιμα.

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς, ποὺ φέρνει μεγάλη πνευματικὴ ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὅταν βλέπουν ἕνα ἀγαπημένο τους πρόσωπο νὰ γερνάει, νὰ χάνει, τὶς σωματικές καὶ πνευματικές του ἱκανότητες, νὰ φαίνεται πὼς χάνει ό,τι ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμο πρᾶγμα: τὸ καθαρὸ μυαλό, τὴν πνευματώδη ἀνταπόκριση στὴ ζωή.

Πολύ συχνά, αὐτὴ ἡ πορεία βρίσκεται στὴ μία πλευρά. Κλείνουμε τὰ μάτια μας γιὰ νὰ μὴ βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε νὰ δοῦμε καὶ νὰ προβλέψουμε.
Μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, νὰ εἶναι ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ ὄχι μόνο διαθέτει τὸν τρόμο τοῦ ἀπροσδόκητου θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιπλέον τρόμο νὰ μᾶς κτυπᾶ στὴν πλέον εὐαίσθητη χορδή μας.

Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ὁ πόνος, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία ἔχουν ἀνεβάσει τὴν ἔντασή τους μέσα μας, ἀφοῦ ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε νὰ τοὺς δώσουμε ἐλευθερία ἔκφρασης καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ὡριμάσουν.
Τὸ κτύπημα γίνεται ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρό καὶ καταστροφικὸ ἀπ' ὅ,τι στὴν περίπτωση ἑνὸς ξαφνικοῦ θανάτου, ἐπειδὴ, χώρια ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας ποὺ δημιουργεῖ, στὴ συνέχεια μεμφόμαστε καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ὅτι δὲν κάναμε ὅλα ὅσα θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε κάνει.

Ἂν τὰ εἴχαμε κάνει, αὐτὸ θὰ μᾶς ὠθοῦσε στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ξεσκέπαζε σὲ μᾶς καὶ στὸν θνήσκοντα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος ἄνοιγε σιγὰ - σιγὰ τὴν πόρτα - καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πόρτα θὰ ἄνοιγε διάπλατα μιὰ μέρα καὶ τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ διαβεῖ δίχως νὰ κοιτάζει πίσω.

Εἶναι σημαντικὸ γιὰ ὅλους μας, ὁποτεδήποτε ἀντιμετωπίζουμε αὐτὴ τὴν ἀπώλεια ποὺ πλησιάζει σταδιακά, νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε ἀπ' ἀρχῆς μὲ ἐκεῖνον τὸν ὄμορφο καὶ ἰσορροπημένο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε ὅσο τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται ἀκόμη ἐν ζωῇ καὶ ἀνάμεσά μας.
Ἀπέναντι στὴ σκέψη τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὑπάρχει ἡ πραγματικότητα μιᾶς ζωντανῆς παρουσίας.
Μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ ἀκουμπᾶμε στὴν ἀσφάλεια αὐτῆς τῆς παρουσίας ἐνῶ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν περιπλοκότητα τῆς ἐπερχόμενης ἀπώλειας.
Αὐτὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴ δύναμη τῆς πραγματικότητας καὶ στὴν ἀστάθεια τῆς σκέψης εἶναι ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὸ θάνατο πολύτιμων γιὰ μᾶς ἀνθρώπων.

Αὐτὴ ἡ προετοιμασία συνεπάγεται ἐπίσης -ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως- μιὰ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ποὺ νὰ ἀναγνωρίζει ἀφ' ἑνὸς τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μιὰ πύλη ποὺ ἀνοίγει στὴν αἰώνια ζωή.
«Τὸ νὰ πεθάνω δὲν σημαίνει νὰ ἀπεκδυθῶ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ νὰ ἐνδυθῶ τὴν αἰωνιότητα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Μποροῦμε τώρα νὰ δώσουμε λίγα παραδείγματα γι' αὐτὴ τὴν περίοδο προετοιμασίας.

Ἡ μητέρα μου πέθανε ἀπὸ καρκίνο ποὺ τὴ βασάνισε γιὰ μιὰ περίοδο περισσότερο ἀπὸ τρία χρόνια.
Ἐγχειρίστηκε, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς.
Ὁ γιατρὸς μοῦ μίλησε γι' αὐτὸ καὶ κατόπιν πρόσθεσε:
«Φυσικά, δὲν θὰ πεῖς τίποτε στὴ μητέρα σου».
Τοῦ εἶπα: «Θὰ τὸ πῶ». Καὶ τὸ εἶπα.
Θυμᾶμαι πὼς τὴν πλησίασα καὶ τῆς εἶπα ὅτι εἶχε τηλεφωνήσει ὁ γιατρός καὶ μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ ἐγχείρηση δὲν εἶχε πετύχει.
Σιωπήσαμε γιὰ ἕνα λεπτό καὶ κατόπιν ἡ μητέρα μου εἶπε:«Καὶ ἔτσι θὰ πεθάνω».
Τῆς εἶπα: «Ναί».
Κατόπιν ἔμεινα κοντά της, ἐντελῶς σιωπηλός, ἐπικοινωνῶντας μαζί της δίχως λέξεις.
Δὲν νομίζω ὅτι κάναμε τίποτε σκέψεις.
Εἴχαμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάτι ποὺ εἶχε εἰσβάλει στὴ ζωή μας καὶ τὴν εἶχε ἀλλάξει τελείως.
Αὐτὸ δὲν ἦταν κάποια σκιά, ἕνα κακό, κάποιος τρόμος.
Ἦταν τὸ ἔσχατο.
Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὸ τὸ ἔσχατο χωρίς ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε πὼς θὰ ἐκτυλισσόταν.
Μείναμε μαζί ὅσο αἰσθανθήκαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουμε.
Καὶ μετὰ ἡ ζωὴ συνεχίστηκε.

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ μὴν κλειστοῦμε οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή, ἡ μητέρα μου κι ἐγώ, σ' ἕνα ψέμα, νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε σὲ μιὰ κωμωδία, στερημένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε βοήθεια.
Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ νὰ μπῆκα στὸ δωμάτιο τῆς μητέρας μου μ' ἕνα ψεύτικο χαμόγελο, ἢ λέγοντας κάτι τὸ ψεύτικο.
Δὲν ὑπῆρξε καμία στιγμὴ ποὺ νὰ παίξαμε τὴν κωμωδία μιᾶς ζωῆς ποὺ κατακτᾶ τὸ θάνατο, ποτὲ δὲν ἰσχυριστήκαμε ὅτι ἡ ἀρρώστια θὰ φύγει, ὅταν καὶ οἱ δυὸ γνωρίζαμε ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ.
Δὲν ὑπῆρξε καμιὰ στιγμὴ ποὺ νὰ στερήθηκε ὁ ἕνας τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου.
Ὑπῆρξαν στιγμὲς ποὺ ἡ μητέρα μου αἰσθάνθηκε νὰ χρειάζεται βοήθεια.
Θὰ κτυποῦσε τότε τὸ κουδούνι καὶ θὰ ἐρχόμουν, καὶ θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν ἐπερχόμενο θάνατο καὶ τὸ αἴσθημα ἀπώλειας ποὺ εἶχα.
Ἀγαποῦσε τὴ ζωή. Τὴν ἀγαποῦσε βαθιά.
Λίγες μέρες πρὶν πεθάνει ἔλεγε ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ ζήσει 150 χρόνια ὑποφέροντας, ἀντί νὰ πεθάνει.
Μᾶς ἀγαποῦσε.
Θλιβόταν γιὰ τὸν χωρισμό: «Ω! Γιὰ τὸ ἄγγιγμα ἑνὸς χαμένου χεριοῦ καὶ τὸν ἦχο μιᾶς φωνῆς ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει».

Κατόπιν, ὑπῆρξαν ἄλλες στιγμὲς ποὺ αἰσθάνθηκα τὸν πόνο, καὶ πήγαινα τότε καὶ μιλοῦσα γι' αὐτὸν στὴ μητέρα μου.
Μὲ στήριζε καὶ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἀντικρύσω τὸν θάνατο.
Αὐτὴ ὑπῆρξε μιὰ βαθιά καὶ ἀληθινὴ σχέση, δίχως κανένα ψέμα μέσα της.
Σ' αὐτὴν τὴ σχέση εἶχε βρεῖ θέση ὁτιδήποτε εἶναι ἀληθινό.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη πλευρά, ποὺ τὴν ἀνέφερα προηγουμένως.
Ἐπειδὴ ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ ἐπέλθει ἀνὰ πᾶσα στιγμή, καὶ τότε θὰ εἶναι πολύ ἀργὰ νὰ διορθωθεῖ κάτι ποὺ ἦταν στραβό, ὅλη ἡ ζωὴ πρέπει κάθε στιγμὴ νὰ γίνεται μιὰ ἔκφραση, ὅσο τὸ δυνατόν τελειότερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη, σχέσης σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.
Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μετατρέψει ὅσα πράγματα φαίνονται μικρά καὶ ἀσήμαντα σὲ σημεῖα μεγάλα καὶ σημαντικά.

Ὁ τρόπος ποὺ προετοιμάζεις ἕνα φλιτζάνι τσάϊ πάνω σ' ἕνα δίσκο, ποὺ τοποθετεῖς τὰ μαξιλάρια κάτω ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο, ὁ τρόπος ποὺ ἠχεῖ ἡ φωνή σου, ὁ τρόπος ποὺ κινεῖσαι - τὰ πάντα μποροῦν νὰ γίνουν ἔκφραση ὅλων ὅσων ὑπάρχουν σὲ μία σχέση.

Ἂν ὑπάρχει μιὰ λανθασμένη παρατήρηση, ἂν ὑπάρχει ἕνα ρῆγμα, ἂν κάτι ἔχει στραβώσει, πρέπει νὰ διορθωθεῖ ἀμέσως, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἀναπόφευκτη βεβαιότητα ὅτι ἀργότερα θὰ εἶναι πολύ ἀργά.
Ὁ θάνατος μᾶς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, μὲ μιὰ ἁδρότητα καὶ σαφήνεια ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ μεταδώσει.

Εἶναι σημαντικό, εἴτε ἀντικρύζοντας τὸ θάνατό μας εἴτε ἀντιμετωπίζοντας τὸ θάνατο κάποιου ἄλλου, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν αἰωνιότητα.

Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, ἕνας ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ μιὰ φαινομενικὰ συνηθισμένη ἀρρώστια.
Μετὰ τὶς ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χειρουργηθεῖ.
Τὸ πληροφορήθηκε ἡ ἀδελφή του καθώς καὶ ἐγώ, ἀλλὰ ὄχι αὐτός. Αἰσθανόταν ἀκμαῖος, δυνατός καὶ πάρα πολὺ ζωντανός.

Μοῦ εἶπε: «Ἔχω τόσα νὰ κάνω καὶ βρίσκομαι ἐδῶ, καθηλωμένος στὸ κρεβάτι, γιὰ πόσο ἀκόμη;»
Τοῦ εἶπα: «Πόσο συχνὰ δὲν μοῦ ἔχεις πεῖ ὅτι ὀνειρεύεσαι τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ σταματήσεις τὸ χρόνο ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀντὶ νὰ φτιάχνεις; Ποτὲ δὲν τὸ ἔκανες.
Ὁ Θεὸς τὸ κάνει τώρα γιὰ σένα. Τώρα εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ εἶσαι».

Ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ «εἶναι», σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε ἐντελῶς θεωρητική, ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ εἶπε: «Τὶ πρέπει νὰ κάνω;»

Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν καθορίζονται μόνο ἀπὸ φυσιολογικὲς ἀλλαγὲς -ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ τὴν παθολογία -ἀλλά καὶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ καταστρέφουν τὴν ἐσωτερική μας ἐνέργεια.
Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅσα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀποκαλέσει ἀρνητικὲς σκέψεις καὶ αἰσθήματα, τὸ καθετὶ ποὺ ἐξασθενίζει τὴ ζωὴ μέσα μας, τὸ καθετὶ ποὺ ἐμποδίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ ξεχυθεῖ σὰν ποτάμι, καθαρό καὶ ἐλεύθερο.

Τοῦ πρότεινα λοιπόν νὰ τακτοποιήσει ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά καὶ μέσα του ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν λανθασμένα στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἴδιο, σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς του, καὶ νὰ ἀρχίσει ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ὅταν μάλιστα τὸ κάνει αὐτὸ γιά, τὸ τώρα, ἂς προχωρήσει πίσω στὸ παρελθὸν γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει, γιὰ νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τοὺς πάντες, λύνοντας τοὺς κόμβους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε κακό, γιὰ νὰ μετανοήσει, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ εὐγνωμονήσει μὲ ὅλη του τὴ ζωή - πράγματι, ἡ ζωή του εἶχε σταθεῖ σκληρή.

Ἔτσι, μέρα μὲ τὴ μέρα, μῆνα μὲ τὸ μῆνα, περάσαμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴ διαδικασία.
Ἔκανε εἰρήνη μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή.
Καὶ τὸν θυμᾶμαι στὸ τέλος, ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι του, τόσο ἀδύνατο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ κουτάλι, νὰ μοῦ λέει μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν:
«Τὸ σῶμα μου ἔχει, κιόλας πεθάνει, καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο πολὺ ζωντανός, ὅπως νιώθω τώρα».
Εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν μόνο τὸ σῶμα του, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν τὸ σῶμα του, καὶ ὅτι διέθετε μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὁ θάνατος τοῦ σώματός του δὲν μποροῦσε νὰ καταστρέψει.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ σπουδαία ἐμπειρία.
Εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε στιγμή, ἂν θέλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα μας καὶ συνεπῶς νὰ ἀποβάλουμε τὸ φόβο γιὰ ὁτιδήποτε συμβεῖ στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ποὺ ἐπίσης μᾶς ἀνήκει.


 Ἀντώνιος (Μπλουμ)
Μητροπολίτης Σουρόζ (Σουγδαίας)
Andrew Walker - Κώστας Καρράς (επιμ.),
Ζωντανὴ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο,
μτφρ Ἰωσήφ Ροηλίδης, εκδ. 
Ἑστία, Ἀθήνα 2001.

Πηγή: Μυριόβιβλος

πηγ'η

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...