Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 29, 2011

Ὁμιλία εἰς τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν

Ἀστέριος (Ἐπίσκοπος Ἀμασείας)



Μόλις ἠκούσαμε τόν υἱό τῆς βροντῆς, τόν Ἰωάννη, ἤ μᾶλλον τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού ἀπό ἁλιέα καί χειροτέχνη τόν ἔκαμε συγγραφέα καί κήρυκα θείων ὄντως καί ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νά μᾶς ἐκθέτει τό θαῦμα τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στό προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τήν πολλή καί ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου μέ τήν ὁποία καθοδηγοῦσε τόν ἀπειθῆ καί δύστροπο ἑβραϊκό λαό στή θεογνωσία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τό νοῦ τους ἀπό τήν ἔννοια τῆς μοναρχίας τους. Τούς ἄνοιγε τήν πόρτα γιά νά περάσουν ἀπό τή νομική παράδοση στή χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλῶς ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπό τήν ἔρημο πρός τήν πλούσια καί εὔφορη γῆ. Ἀλλά ἄν καί ἐφανέρωνε ποικιλοτρόπως καί τή δική του προΰπαρξη, ὅτι δηλαδή ὑπάρχει προαιωνίως καί εὑρίσκεται πάντοτε σέ συνάφεια μέ τόν Πατέρα, καί ἐφώναζε μέ σαφήνεια στά ὦτα τῶν κωφῶν: πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί, ἐκεῖνοι δέν ἀντελήφθησαν τή δύναμη τοῦ λόγου, οὔτε ἐκεῖνο πού δέν παραδέχτηκαν τό ἤλεγξαν μέ κάποια ἐπιστημονική ἀντίρρηση. Ἀλλά ἀντί τῶν λόγων ἔπιασαν τούς λίθους, καί ἐνῶ βρίσκονταν ἀκόμη μακριά ἀπό τόν Σταυρό, γύμναζαν τά φονικά τους χέρια γιά τή δολοφονία. Ἐκεῖνος ὅμως πού πάντοτε προέκρινε τή μακροθυμία μπροστά στόν ὑβριστή καί βλάσφημο λαό, ἀπέφυγε τήν ὀργή καί τήν ὀχλαγωγία τους. Ἀπέδρασε, ὄχι ὅμως μέ τρόπο ταπεινό, ἀλλά θεϊκό. Στάθηκε μεταξύ τους τόσο κοντά ὥστε νά τόν φτάνουν μέ τά χέρια τους, ἀλλά δέν τόν ἔβλεπαν, καί ἐνῶ ἄγγιζε τούς ἐξοργισμένους, δέν φαινόταν. Εἶχαν μείνει τότε ἐμβρόντητοι, φονεύοντας μέ τήν προαίρεση, χωρίς ὅμως νά βρίσκουν τρόπο νά ἐκτονώσουν τήν ὀργή τους. Ὅμοιοι μέ τούς ἄπειρους κυνηγούς οἱ ὁποῖοι, ἄν φοβίσουν καί διώξουν τό κυνήγι παράκαιρα, καί τό ἐλάφι βρεῖ διέξοδο σέ κάποιο δάσος καί διαφύγει κρυφά, περιπλανῶνται χωρίς λόγο στήν κοιλάδα περιφέροντας τά δίχτυα ἀσκόπως, τραβώντας μαζί τους καί τά σκυλιά ματαίως.

Ἐγώ δέ, ἄν καί κατά τά ἄλλα εἶμαι ἀχρεῖος, δέν λησμόνησα πώς εἶμαι δοῦλος, καί ὀφείλω νά ἐξεγερθῶ κατά τῶν ὑβριστῶν, ὑποστηρίζοντας τόν Δεσπότη μου. Γι’ αὐτό καί θά φωνάξω στούς ἑβραίους, σάν νά εἶναι σήμερα παρόντες καί νά ἔχουν καταληφθεῖ ἀπό μανία: λιθοβολεῖτε, ἐλεεινοί, τόν Εὐεργέτη; Καί ποιός σᾶς ξεδίψασε κάποτε ἀπό μία πέτρα; Πετᾶτε λίθους σ’ αὐτόν ποὺ νομοθέτησε τή ζωή σας μέ τίς λίθινες πλάκες; Στόν λίθο τόν ἐκλεκτό καί πολύτιμο ποὺ προεφήτευσε ὁ Ἠσαΐας; Στόν λίθο τόν νοητό ποὺ ἀπεσχίσθη ἀπό τόν ἀπότομο βράχο χωρίς ἀνθρώπινο χέρι, ὅπως ὁ θεσπέσιος Δανιήλ σᾶς δίδαξε; Λιθοβολεῖτε τόν λίθον τόν ἀκρογωνιαῖον, πού συνένωσε τούς δύο τοίχους, τῆς Καινῆς καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καί ἄν ἐσεῖς δέν πιστέψετε, δυνατός ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα Ἀβραάμ, δηλαδή νά συνάξει στόν Χριστό λαόν περιούσιον, τούς ἀπερίτμητους ἐθνικούς. Αὐτή τήν ἐπαγγελία ἐδέχθη καί ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Θεός τοῦ εἶπε, ὅτι εὐλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα τά ἔθνη. Διότι βλέποντας ὁ Θεός μέ τήν ἀπόρρητο πρόγνωσή του τό μέλλον, χάρισε στόν ἀρχηγό τῆς πίστεως ὡς τέκνα ὅλους ἐκείνους πού ἐπρόκειτο στό μέλλον νά πιστέψουν. Ἐπειδή προέβλεπε τήν ἐπανάσταση τῶν ἑβραίων, ἀλλά καί τούς λίθους ἔβλεπε, πού θά σήκωναν ἐναντίον του τά ψευδώνυμα τέκνα του, τά εἶχε συμπεριλάβει στούς ἀποκηρυγμένους. Καί ἐπειδή, κηρύττοντάς τους τήν ἀλήθεια, δέν τούς ἔβλεπε νά εὐσεβοῦν, ἐνῶ ἦταν παρών, ἐκρύβη καί καθώς τόν ἔβλεπαν, ἐξηφανίσθη, ὥστε μέ αὐτή τή θαυματουργία του νά τούς κάνει νά συγκατατεθοῦν, ὅτι πράγματι ἦταν ὁ Χριστός καί Θεός ἀπό τόν Ἀβραάμ παλαιότερος.

Ἀκοῦστε λοιπόν, λέγω, τυφλοί ἀληθῶς καί ἀνόητοι. Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ βρίσκεται ἐμπρός σας χωρίς νά φαίνεται; Μήπως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὁμιλοῦσε στόν Μωυσῆ χωρίς νά φαίνεται; Γιατί καί τότε φαινόταν φωτιά καί βάτος, ἄφωνα καί τά δύο. Ἀλλά ὅμως καί φωνή ἀκουγόταν, καί λόγια διδακτικά, καί τό μέλλον μέ ἀκρίβεια ἐπροφητεύετο. Ὅποιος διαθέτει νοῦ, πρέπει ἀπό τή συγγένεια τῶν γεγονότων νά ἀναγνωρίσει τό πρόσωπο.

Ἔτσι παραλογίζονταν οἱ ἀνόητοι ἑβραῖοι, καί ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας σάν κάποιος ἰατρός σοφός καί ἐπιμελής, ἀφοῦ τό πάθος δέν ὑπεχώρησε μέ τήν πρώτη ἐπέμβαση, μεταχειρίζεται ἄλλον τρόπο Θεραπείας. Θέλει νά θεραπεύσει τούς διανοητικῶς τυφλούς, διά μέσου ἑνός σωματικῶς τυφλοῦ, πού ἔτυχε νά εὑρίσκεται ἐκεῖ. Ὁ ὁποῖος δέν ἐτυφλώθη ἀπό κάποιαν ἀρρώστια, ἀλλά ἀπό λάθος τῆς φύσεως εἶχε ἔλθει ἔτσι στή ζωή.

Βλέποντας λοιπόν αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἐστάθη, ἕτοιμος νά τόν θεραπεύσει μέ τρόπο πού ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη λογική καί τέχνη.

Ἐπειδή ἡ ἰατρική καί ἡ θεραπευτική της ἀσχολεῖται μέ τά νοσήματα ἐκεῖνα τά ὁποῖα παρουσιάζονται ὅταν ἤδη ἡ φύσις ἔχει φέρει στό φῶς ἕναν ἄρτιο ὀργανισμό, καί μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα, δέν ἀσχολεῖται ὅμως μέ τή θεραπεία μιᾶς σωματικῆς βλάβης ἡ ὁποία ἔχει γεννηθεῖ μαζί μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά οὔτε ὅλα τά νοσήματα πού συμβαίνουν ἀργότερα μπορεῖ νά θεραπεύσει, καί τό μαρτυροῦν αὐτό οἱ ἀκρωτηριασμένοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων οὐδείς ἰατρός ἐπανώρθωσε τή στέρηση τῶν μελῶν, γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί οἱ μαθηταί, συμπονώντας γιά τό πάθημα, προσπαθοῦσαν νά ἀνακαλύψουν τήν αἰτία τῆς κακώσεως αὐτῆς. Ἐρώτησαν λοιπόν τόν Κύριο μέ ἁπλότητα, γιά νά μάθουν ἐάν ἀπό δική του ἁμαρτία ἤ ἀπό εὐθύνη τῶν γονέων του ἦλθε ἔτσι στή ζωή. Καί τά δύο ὅμως σκέλη τῆς ἐρωτήσεως ἔχουν κάτι τό ἐπιλήψιμο. Διότι δέν θά κατεκρίνετο ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ ἄλλον ἀντ’ ἄλλου. Οὔτε βέβαια πλήρωνε γιά δικά του ἁμαρτήματα, ἀφοῦ ἐγεννήθη τυφλός. Ἐπειδή κανείς δέν ἁμαρτάνει πρίν ἀπό τή γέννηση. Ἡ ἐρώτησις λοιπόν δέν ἦταν τόσο ἐπιτυχής.

Νά δοῦμε ὅμως πῶς ἀπεκρίθη ἡ Ἀλήθεια, ὁ Κύριός μας, στήν ἐρώτηση. Αὐτό τό πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δέν προῆλθε ἀπό ἁμαρτίες, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑτοιμασία μελλοντικῆς οἰκονομίας, ὥστε αὐτός πού θεωρεῖται κοινός ἄνθρωπος νά ἐνεργήσει ὑπεράνθρωπα, καί ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, μετά τήν πρώτη νά εὕρη ἀφορμή γιά νέα δημιουργία. Ἔτσι ἀπό τό μερικό νά ἐπιβεβαιώσει τό γενικό, καί ὁ σκληρός καί δύστροπος λαός νά πεισθεῖ νά Τόν προσκυνᾶ ἀντί νά Τόν πετροβολᾶ.

Ἄς φωτισθοῦν λοιπόν οἱ ὀφθαλμοί πού δέν βλέπουν, γιά νά λάμψει στίς ψυχές τῶν ἀσύνετων ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἄς γίνει αὐτό τό παράδοξο, νά πλασθοῦν ὀφθαλμοί, γιά νά μάθουν οἱ ἐπαναστάτες ὅτι ὁ λεγόμενος υἱός τοῦ Ἰωσήφ, ἐάν πράγματι εἶχε πατέρα τόν ξυλουργό, θά ἠμποροῦσε μέν νά διορθώσει ἕνα σπασμένο σκαμνί ἤ νά κολλήσει τά ξύλα πού ἔχασαν τήν ἐπαφή τους ἤ νά στερεώσει κάποια σπασμένη δοκό. Ἀλλά δέν θά ἠμποροῦσε νά φτιάξει ἕνα μέλος ἀνθρώπου, καί μάλιστα τόν ὀφθαλμό, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖται ἀπό τή φύση μέ τόν πιό πολύπλοκο, ἄλλος ἀπό αὐτόν πού ἔχει ἐξαρχῆς τήν ἐξουσία ἐπάνω στή φύση. Καί ἄν κάποιος θελήσει νά ἐρευνήσει μέ προσοχή τά ἀνθρώπινα μέλη, ἰδιαιτέρως σ’ αὐτό τό μέλος τοῦ σώματος, θά διαπιστώσει τήν παντοδύναμο καί ποικίλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τή μικρή περιοχή πού καταλαμβάνει αὐτό τό μέλος, ἐπιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη.

Ἀξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν ὁ ὀφθαλμός, καί τώρα, σ’ αὐτό τό θαῦμα ἐχτίσθησαν αὐτοσχέδιοι ὀφθαλμοί, ὥστε νά ἀπομακρύνουμε ἐμεῖς τίς μικροπρεπεῖς ἔννοιες πού μᾶς προξενεῖ ἡ σάρκα τοῦ Μονογενοῦς, ἀποβάλλοντας ἀπό τήν ψυχή μέ τή μεγαλειώδη αὐτή ἐνέργεια, κάθε ταπεινή καί γήινη ὑπόληψη περί αὐτοῦ. Καί νά μάθουμε ὅτι τό μακάριον φῶς καί τό κάλλος τῆς θεότητος τό δέχθηκε ἕνα πήλινο σκεῦος, διακονώντας ὅπως ὁ λύχνος διακονεῖ τό φῶς. Πραγματοποιεῖ δέ μέ τά ἴδια Του τά χέρια τή θεραπεία ὁ Κύριος, καί δέν χρησιμοποιεῖ τόν λόγο μόνο γιά νά ἐνεργήσει, αὐτός πού μέ πρόσταγμα μόνον ἐδημιούργησε ὅλον τόν κόσμο, καί μέ δύο μικρές λέξεις ἐθεράπευσε τόν παράλυτο. Ἀλλά καί μέ τό στόμα καί μέ τά χέρια καί μέ πολλή φροντίδα θεραπεύει τήν τυφλότητα, ὥστε ἀπό τίς ἐνέργειές Του, νά προξενήσει στούς ἀπίστους τή βεβαῖα πίστη. Ἔπτυσε στό ἔδαφος καί μέ τόν τρόπον αὐτό ἔφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας καί τή γῆ γιά τή θεραπεία, ὥστε νά δείξει πῶς μέ ἐκεῖνο τό χῶμα, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε πλασθεῖ ἀρχικῶς ὁλόκληρο τό σῶμα, δημιουργεῖται αὐτή τή στιγμή καί τό μέρος αὐτό πού τοῦ λείπει. Τό ἀναμιγνύει δέ μέ σίελο καί κολλᾶ ἔτσι τούς διάχυτους κόκκους, ὥστε νά ἔχουν συνοχή, γιά νά μᾶς δείξει φανερά ὅτι μέ τή δύναμη τοῦ στόματός του Λόγος κατόρθωσε τά πάντα. Ἐπειδή, τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν, καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν. Ἀλλά καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο θεραπεύει μέ πτύσμα: γιά νά συνεφέρει πρός κατάνυξη καί φόβο αὐτούς πού λίγο ἀργότερα, πρόκειται νά τόν ὑβρίζουν πτύοντάς Τον. Καί ὅμως, δέν ἐμείωσε τό θράσος τῶν μαινομένων, ἀλλά ὑπέμεινε ἐμπτυσμούς πολλούς, ἐκεῖνος πού τά κατόρθωσε ὅλα αὐτά μέ τό πτύσμα.

Μέ τήν πρώτη αὐτή λοιπόν ἐνέργεια φανερώνει τή δημιουργική Του δύναμη. Καί προστάζοντας τόν τυφλό νά πλυθεῖ στοῦ Σιλωάμ τήν κολυμβήθρα, μᾶς δεικνύει τήν διά τοῦ ὕδατος σωτηρία, τήν ὁποίαν ἐχάρισε ὁ ἀπεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε ἀληθῶς, ὅταν ἐξέλθουμε ἀπό τό μυστικό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. Τότε μᾶς λαμπρύνει τό φῶς τῆς χάριτος, ὅταν ἡ δύναμις αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἀποπλύνει τήν ἀκαθαρσία καί τίς κηλίδες τῶν ἁμαρτιῶν. Καί ὅλοι ὅσοι μέ τήν ἐντολή τοῦ Σιλωάμ λουζόμεθα, βλέπουμε τό πνευματικό φῶς, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον. Ὤ τοῦ θαύματος καί τῆς μεγάλης εὐεργεσίας! Ἔφυγε ἀπό τήν κολυμβήθρα ὁ πρό ὀλίγου τυφλός, στολισμένος στό πρόσωπο μέ τήν προσθήκη τῶν ὀφθαλμῶν, καί βλέποντας καθαρά τίς ἡλιακές ἀκτίνες.

Μέ ἔκπληξη εἶδαν οἱ γείτονες καί οἱ γνωστοί τό γεγονός. Ἐθορυβήθησαν ἀπό τόν πρωτοφανῆ τρόπο τῆς θεραπείας -περιεφέρετο στήν πόλη ὁ ἄνθρωπος βλέποντας, γιά νά βλέπεται ἀπό ὅλους τό πρωτάκουστο καί παράδοξον ἔργον Ἐκείνου πού ἐγεννήθη στή Βηθλεέμ, τοῦ μικροῦ βρέφους τό ὁποῖο στήν φάτνη ἐτυλίχθη μέ σπάργανα. Ἐπειδή αὐτά εἶναι πού ἔκαναν τούς ἰουδαίους νά ἀπιστοῦν στήν θεότητα.

Ὦ, σεῖς, λοιπόν, ἀνόητοι καί παχυκάρδιοι, βάλτε στό νοῦ σας ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῶν αἰώνων. Ἀρχίστε ἀπό αὐτόν, καί ἐρευνήσετε ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους. Βρίσκετε νά ἔγινε σέ κάποιον ἄλλον αὐτό ποὺ συνέβη τώρα; Ὑπάρχει στόν κόσμο παράδειγμα παρομοίας θεραπείας; Ἀλλά σεῖς ἐπιμένετε νά διασύρετε τόν Κύριό μου, καί τόν ἀποκαλεῖτε τέκνο τοῦ ξυλουργοῦ —οὐχ οὗτός ἐστι ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; — τοῦ ὁποίου γνωρίζετε τούς ἀδελφούς καί τήν κατοικία. Ἀπαριθμῆστε ὅλα τά ταπεινά, φιλονικῆστε, ὑποτιμῆστε Τον ὅσο θέλετε. Ἄν ὅμως τίποτε παρόμοιο δέν ἔγινε ποτέ ἀπό ἄνθρωπο, οὔτε ὁ κόσμος ἐγνώρισε ἄλλο περιστατικό, τότε ἀνοῖξτε τά μάτια σας, καί ἀντικρύσετε τήν ἀλήθεια, κατακρίνοντας τήν ἄγνοιά σας. Νιφθῆτε καί σεῖς στόν Σιλωάμ γιά νά μήν ἀποθάνετε τυφλοί.

Ἀλλά, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, καθόλου δέν συνῆλθαν. Οὔτε μέ τά λόγια ἠθέλησαν νά μάθουν, οὔτε ἡ πρᾶξις τούς ἐδίδαξε, οὔτε τά θαύματα τούς προξένησαν σεβασμό. Ἀντιθέτως, ἀπό τήν ὑπερήφανον ἀχαριστία τους, ἐπιχειροῦσαν μέ μύριους τρόπους ὅλα νά τά ἐξαφανίσουν καί νά τά διασύρουν. Ἀλλά ἡ κακουργία ἀντεστρέφετο κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους, διότι ὅσον ἀπιστοῦσαν, καί μέ τίς ἐρωτήσεις τούς προσπαθοῦσαν νά ἀνατρέψουν τά γεγονότα, τόσο περισσότερον ἐβεβαιώνετο ἡ ἀλήθεια. Ἔπαθαν ὅ,τι καί τά θηρία ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐπληγώθησαν ἀπό κάποιον, ἀλλά ἐπειδή δέν ἔχει εἰσχωρήσει βαθειά στά σπλάχνα τους τό μαχαίρι, ὁρμοῦν ἐξαγριωμένα στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ἀποτελειώνοντας μόνα τους τή σφαγή.

Τήν ἐριστικότητά τους τήν ἔδειξαν κατ’ ἀρχήν, ψάχνοντας ἐάν τούς ἐπαρουσιάσθη ὁ ἴδιος ὁ τυφλός, ἤ ἄλλος ἀντί γιά ἐκεῖνον. Γι’ αὐτό σαφῶς τούς διαβεβαίωνε ὁ ἄνθρωπος, ἀναγγέλλοντάς τους καί τή διαδικασία τῆς θεραπείας, ὅτι δηλαδή τό φάρμακο τῆς τυφλώσεως ἦταν ὁ πηλός, μέ τόν ὁποῖο τόν ἔχρισε ὁ Ἰησοῦς. Καί ὅταν ἐξέπλυνε τόν πηλό στήν κολυμβήθρα, εὑρῆκε τό φῶς του. Αὐτά περιεργάζοντο οἱ γείτονες καί τά ἔμαθαν. Τά ἀναζητοῦσαν καί οἱ Φαρισαῖοι καί δέν ἐπείθοντο.

Δεύτερο τέχνασμα μέ τό ὁποῖο ἀπεπειράθησαν νά διαστρεβλώσουν τό γεγονός, ἦταν ἡ προσπάθειά τους νά ἀποδείξουν ὅτι δέν ἦταν ὁ Χριστός ἐκεῖνος πού τόν ἐθεράπευσε. Ἐπειδή δέ ὁ ἄνθρωπος ἀνεκήρυττε τόν Σωτῆρα, καί μέ τήν ὁμολογία τοῦ κηρύγματος ἀνταπέδιδε τήν χάρη διαφημίζοντας τόν εὐεργέτη, ἐκεῖνοι τοῦ ἔκλειναν τό στόμα, καί μέ τό μυαλό ζαλισμένο, ἐπειδή δέν εἶχαν τί νά κάνουν, ἐπανέρχονται πάλι στήν ἴδια συζήτηση. Περιεργάζονται ἐάν ἦταν τυφλός ἐκ γενετῆς, ἀναζητοῦν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐξετάζουν τό κάθε τι μέ ἀκρίβεια, ὄχι γιά νά βεβαιώσουν τό γεγονός, ἀλλά γιά νά εὕρουν κάποιαν ἀφορμή νά διαψεύσουν τό θαῦμα, καί κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία, νά ἀνατρέψουν τήν ὁρμητικότητα τοῦ πλήθους πού ἐπίστευσε.

Τί ὑπερβολή κακίας! Νά πολεμοῦν τήν ἀλήθεια καί νά διασύρουν, ἀντί νά προσκυνοῦν τόν εὐεργέτη. Ἀντί νά θαυμάζουν τή δύναμή του, προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν σάν ἀσήμαντα τά γεγονότα. Πεισθεῖτε καί ἀπό τούς γονεῖς, Φαρισαῖοι, γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐγεννήθη μαζί μέ τήν τύφλωση. Τρέξτε πάλι στόν τυφλό καί δεύτερη καί τρίτη φορά, γιά νά σᾶς ἀποκαλύψει ἐκεῖνος τήν κακία καί τήν ἐπιβουλή πού κρύβουν αὐτά τά ἐπιχειρήματα. Ἀλλά σεῖς, ὅταν δοκιμάσετε τήν πρώτη ἀπογοήτευση, προχωρεῖτε στή δεύτερη. Ὅταν δοκιμάσετε τή δεύτερη, στήν τρίτη, καί οὕτω καθεξῆς. Ἀκολουθεῖτε τήν πορεία τῆς κακούργας ἀλεπούς. Εἶστε ἀπό παντοῦ περικυκλωμένοι μέ τά δίχτυα τῆς ἀλήθειας. Ἀδυνατεῖτε νά ἀρνηθεῖτε τό θαῦμα, δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος. Παρ’ ὅλα αὐτά, δέν ἀμελεῖτε μέ κάθε τρόπο νά περιπλέκετε τό πρᾶγμα, ὑφαίνοντας ἱστόν ἀράχνης μέ ὅλη σας τήν τέχνη. Ἀνίσχυρος ὅμως καί ἀνώφελος εἶναι ἡ ἐπιβουλή σας. Προγονική ἡ ἀρρώστια σας. Ἀπίστων πατέρων ὅμοια τέκνα. Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν κι ἐκεῖνοι τά θαύματα τῆς Αἰγύπτου. Ἐσώζοντο ἀπό πολέμους παραδόξως καί ἀνελπίστως, καί ἀπιστοῦσαν σ’ αὐτόν πού ἐχάριζε τή σωτηρία. Ἐτρέφοντο μέ τροφές πού ὑπερέβαιναν τή φύση, καί ἦσαν πιό ἀχάριστοι κι ἀπό αὐτούς πού λιμοκτονοῦν. Ὑπεδέχοντο τό μάνα πού τούς ἀπεστέλλετο ἀπό τόν οὐρανό, καί ποθοῦσαν τή δυσωδία τῶν σκόρδων καί τῶν κρεμμυδιῶν τῆς Αἰγύπτου. Μέ στήλη νεφέλης ἐσκεπάζοντο τήν ἡμέρα γιά νά μήν ταλαιπωροῦνται ἀπό τό καῦμα τοῦ ἥλιου, καί μέ στήλη φωτεινή ἐφωτίζοντο τή νύχτα, ἀπολαμβάνοντας ἄλλον, νέο φωστῆρα, ἐκτός ἀπό τή σελήνη. Καί σάν νά μήν εἶχαν εὐεργετηθεῖ μέ καμμιὰ θεϊκή ἐνέργεια, ὅταν ὁ Μωΰσης εἶχε ἀνεβεῖ στό ὄρος γιά νά τοῦ δοθεῖ ὁ νόμος, καί καθυστεροῦσε νά ἐπιστρέψει, αὐτοί ζητοῦσαν καί εὕρισκαν νέους καί ἀνυπάρκτους θεούς. Εἶστε ὄντως κληρονόμοι τῆς ἀχαριστίας τους. Καί τό νόμο δέν ἀγαπήσατε, καί τήν χάρη μισεῖτε. Σᾶς χρειάζεται ράβδος φτιαγμένη ὄχι ἀπό καρυδιά, γιά ἐπιστασία, ἀλλά ἀπό σίδηρο.

Βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο, πού ἄν καί τόν εἶδε τό φῶς, αὐτός εὑρίσκεται στό σκοτάδι. Σέ μιὰ στιγμή τόν βλέπετε νά θεραπεύετε καί νά ἀναβλέπει, ὄχι μέ συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, οὔτε μέ χρήση χειρουργικῶν ἐργαλείων, ἀλλά μόνο μέ λάσπη, κι αὐτή ἀπό πτύσμα. Καί πῶς δέν θαμβώνεσθε, δέν ἐκπλήττεσθε, δέν πίπτετε στή γῆ νά προσκυνήσετε αὐτόν ποὺ ἀπό τή γῆ ἔπλασε τούς ὀφθαλμούς, σεβόμενοι τή Θεϊκή ἐνέργεια; Ἀντιθέτως, σεῖς κινδυνεύετε νά διαρραγεῖτε ἀπό τόν φθόνο, καί ζηλεύετε τόν Θεό σάν ἀντίζηλο, σάν δημιουργοί τόν Δημιουργό, σάν κοινό ἄνθρωπο τόν Θεάνθρωπο. Καί διαβάζετε μέν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά βιβλία, ὅσα ἐγράφησαν ἐκεῖ γιά νά οἰκονομήσουν τόν λαό, καί ὅσα διδάσκουν περί τῶν βασιλέων καί τῆς ἱστορίας τους, πείθεσθε δέ καί παραδέχεσθε ὅσα γράφουν γιά τόν καθένα. Ὅτι τόν Μωυσῆ λίγο ἔλειψε νά τόν ἐκλάβουν ὡς Θεό, καί τόν Ἐλισαῖο τόν ὑπερεθαύμαζαν, καί τόν διδάσκαλό του τόν Ἠλία πολύ τόν ἐξυμνοῦσαν. Καί ὅλους τοὺς ἁγίους κάθε γενεᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, καί πραγματοποίησαν τά μεγάλα καί πασίγνωστα, τούς τιμᾶτε σάν ἀγγέλους. Σέ τίποτα δέν ἀμφισβητεῖτε τούς ἀρχαίους, οὔτε ἀπιστεῖτε στίς διηγήσεις τῶν πατέρων σας, μολονότι οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στήν ἀκοή.

Αὐτό ὅμως πού συνέβη στίς ἡμέρες σας μέ τούς ὀφθαλμούς ἐκείνου, καί τό εἴδατε μέ τούς ὀφθαλμούς τούς ἰδικούς σας, ἠμπορεῖτε δέ καί μέ τά δάχτυλα νά τό ψηλαφήσετε, καί νά ἀκούσετε μέ ἀκρίβεια τήν ἐξιστόρησή του, αὐτό μέ τόσην ἀπιστία καί ἀχαριστία κακοτρόπως τό ἐπιβουλεύεσθε, καταπατῶντας τίς προφητεῖες, και προσπαθῶντας νά διαψεύσετε τήν ἐκπλήρωσή τους. Ἀφοῦ ὅσα βλέπουμε τώρα νά πραγματοποιοῦνται, εἶχε προφθάσει ὁ Ἠσαΐας νά μᾶς τά διδάξει λέγοντας: «Ἰδού ὁ Θεός ἡμῶν κρίσιν (δικαιοσύνη) ἀνταποδίδωσι, καί ἀνταποδώσει, αὐτός ἥξει καί σώσει ἡμᾶς. Τότε ἀνοιγήσονται ὀφθαλμοί τυφλῶν, καί ὦτα κωφῶν ἀκούσονται, τότε ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανή δέ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων» (δηλαδή, τότε θά πηδᾶ ὡς ἔλαφος ὁ κουτσός, καί τρανή θά γίνει ἡ γλῶσσα τῶν κωφαλάλων). Αὐτά δέν εἶναι λόγια τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἰωάννου, οὔτε κάποιου ἀπό τά πρόσωπα πού ὑποπτεύεσθε, ὥστε νά ἀπιστήσετε στήν ἀλήθεια, ὑποθέτοντας ὅτι χαρίζονται στόν Κύριο, καί κάνουν διαφήμιση. Εἶναι λόγια τῆς ἰδικῆς σας προφητείας, ἐάν βέβαια ἀναγνωρίζετε τούς Προφῆτες σας, καί μάλιστα τόν μεγαλύτερο ἀπό τούς Προφῆτες καί διδασκάλους τοῦ Νόμου.

Τῷ δέ Θεῷ δόξα, κράτος, τιμή νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή του Τυφλού)

 
Μοναδική στην Κ. Διαθήκη θεραπεία τυφλού από γεννησιμιού του είναι αυτή που μας αφηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην περικοπή 9, 1 – 38· Αρκετές άλλες περιπτώσεις θεραπείας τυφλών μας διασώζουν και οι υπόλοιποί ευαγγελιστές όχι τόσο γιατί η τυφλότητα ήταν ασθένεια ευρύτατα διαδεδομένη στην Παλαιστίνη και στην αρχαία Ανατολή γενικότερα ή γιατί η συμπάθεια του Ιησού προς το είδος αυτό των ασθενών ήταν μεγάλη, αλλά γιατί τα θαύματα αυτά αποδεικνύουν την μεσσιανικότητά του και συγχρόνως αποτελούν σημεία μιας νέας πραγματικότητας που φέρνει στον κόσμο ο Χριστός. Οι προφήτες της Π. Διαθήκης, περιγράφοντας το έργο του αναμενόμενου Μεσσία, αναφέρουν ανάμεσα στις διάφορες πτυχές του και την ανάβλεψη τυφλών. Αυτός λοιπόν που έχει την εξουσία να ξαναδίνει το φως στους τυφλούς δεν είναι άλλος από τον Μεσσία.
Η απόδοση όμως του φωτός στους τυφλούς, πέραν της αποδεικτικής σημασίας της για την μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού, έχει και ένα άλλο βαθύτερο νόημα: Είναι σημάδι μιας νέας καταστάσεως πραγμάτων που εισβάλλει μέσα στον κόσμο του σκότους και της τυφλότητας. Ο Χριστός ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων για να μπορέσουν να διαπιστώσουν τη νέα ζωή που αυτός προσφέρει σαν δώρο στον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι μολονότι έχουν το σωματικό φως δεν αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Χριστού τον αποκαλυπτόμενο θεό που εισέρχεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για να την σώσει από την καταστροφή, ενώ από την άλλη μεριά οι ευαγγελιστές μας διασώζουν περιπτώσεις τυφλών που αναγνωρίζουν στον Ιησού τον Μεσσία και μετά την σωματική θεραπεία τους διακηρύσσουν σ’ όλους την πίστη τους. Έτσι δικαιώνεται η φράση του Ιησού που ακολουθεί στο ευαγγέλιο του Ιωάννου ευθύς μετά την περικοπή που διαβάζεται σήμερα: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται».
Η παρουσία του Χριστού ως Φωτός του κόσμου και εν συνεχεία του Ευαγγελίου του που διακηρύσσει η Εκκλησία δημιουργούν κρίση μέσα στον κόσμο βέβαια όχι με την έννοια της κατακρίσεως των ανθρώπων αλλά με την έννοια της υποχρεώσεως που δημιουργείται μέσα στον κάθε άνθρωπο να λάβει θέση απέναντι αυτού του φωτός. Από την στάση δε που παίρνει ο καθένας απέναντι στο φως κρίνεται ήδη και προδικάζεται το μέλλον του. Χρειάζεται τόλμη για να δει κανείς κατάματα το φως, να αντικρύσει τη γύμνια του χωρίς να την επενδύει με ψεύτικα και συμβατικά ρούχα, χρειάζεται θάρρος για να συνειδητοποιήσει δυσάρεστες πλευρές του εαυτού του που η ύπαρξή τους τον πληγώνει, να πει το όχι σε πολλές διεφθαρμένες επιθυμίες του που τον συνδέουν με προσωπική ωφέλεια στη ζωή, και παράλληλα να πει το ναι στην πρόσκληση του Θεού. Και την τόλμη αυτή την προσφέρει το φως το ερχόμενο στον κόσμο «διά τού Ιησού Χρίστου».
Το φως αυτό έρχεται σαν μια νέα δημιουργία και ανάπλαση του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό στη διήγηση της θεραπείας ότι ο Ιησούς πλάθει πηλό και επιχρίει τα κλειστά μάτια του τυφλού στέλνοντάς τον μετά να πλυθεί στη δεξαμενή τού Σιλωάμ. Όπως ο θεός, κατά την αρχική δημιουργία του κόσμου (σύμφωνα με τήν σχετική διήγηση της Π. Δια­θήκης) πλάθει με χώμα τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιησούς με τον ίδιο τρόπο αναδημιουργεί το καταστραμμένο από την φθορά της αμαρτίας πλάσμα. Και όπως ο Θεός προστάζει το «γεννηθήτω φως», έτσι και ο Υιός του Θεού με την ίδια δημιουργική δύναμη δίνει το φώς στον τυφλό και ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων να δουν την αλήθεια που αυτός αποκαλύπτει για να σώσει τον κόσμο.
Ωστόσο διαφορετικά αντιδρούν οι άνθρωποι μπροστά στο αποκαλυπτόμενο φως του Χριστού. Ενώ ο θεραπευμένος τυφλός ομολογεί και διακηρύσσει χωρίς φόβο σ’ όλους την πίστη του στο Χριστό, οι φαρισαίοι με κάθε τρόπο και μέσο, ακόμη και με εκφοβισμό των γονέων του θεραπευθέντος, προσπαθούν να αρνηθούν την πραγματικότητα του θαύματος. Αρνούνται το φως και εξακολουθούν να παραμένουν στο σκότος. Δεν τολμούν να κοιτάξουν προς το φως, γιατί προτιμούν το σκοτάδι που κρύβει και σκεπάζει τα έργα τους. Ο έλεγχος του φωτός δεν είναι αρεστός στους ανθρώπους, των οποίων τα έργα είναι σκοτεινά και φθοροποιά.
Η σημερινή ευαγγελική διήγηση μάς παρουσιάζει το κατ’ εξοχήν και αυθεντικό φως των πολλών αμυδρών φώτων που διεκδικούν σε κάθε εποχή τον φωτισμό και την καθοδήγηση των ανθρώπων, Προβάλλει τον Χριστό σαν φως και σωτήρα του κόσμου που φέγγει μέσα στο σκοτάδι και καλεί τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν. Η στάση απέναντι σ’ αυτό το φως είναι αποφασιστική για την τύχη του κάθε ανθρώπου. Όποιος απορρίπτει το φως του Χριστού και παραμένει στο σκοτάδι, γιατί αυτό το σκοτάδι καλύπτει τα πονηρά του έργα, είναι κατ’ ουσίαν τυφλός έστω και αν έχει τα σωματικά του μάτια. Όσοι αναγνωρίζουν την πνευματική τυφλότητά τους και προστρέχουν προς το φως του Χριστού, αποκτούν την απαιτουμένη όραση για να δουν την αλήθεια σχετικά με τον εαυτό τους, με τον πλησίον τους, με την δωρεά του Θεού γι’ αυτούς. Στη στάση του θεραπευμένου τυφλού και των φαρισαίων της διηγήσεως απηχούνται οι δύο διαμετρικά αντίθετες στάσεις των ανθρώπων έναντι του θείου φωτός. Ο κάθε άνθρωπος κρίνεται από το αν θελήσει να αντικρύσει με θάρρος το φως ή από το αν προτιμήσει το εύκολο σκοτάδι.

(Ι.Δ.Καραβιδόπουλου, Καθηγ. Παν/μίου, «Οδός ελπίδας»)

Ελεγεία για την Άλωση της Πόλης

 
του Πέτρου Γεωργαντζή, Δρ. Θ.- ιστορικού
Σήμερα είν΄η 558 επέτειος της άλωσης της Πόλης. Του κάλλιστου και τιμιώτατου μέρους της Θράκης και όλου του ελληνισμού και αυτής της Οικουμένης.
Σήμερα είν΄ μαύρος ουρανός, σήμερα είν΄ μαύρη μέρα.
Σήμερα είν΄ η πιο θλιβερή μέρα της ρωμιοσύνης, η πιο αποφράδα μέρα του Ελληνισμού.
Σήμερα είν΄η μεγάλη Παρασκευή του Γένους μας. Η σταύρωση αυτού.
Σήμερα ο ελληνισμός εν τάφω.
Σήμερα ο Κωνσταντής έσβησε ηρωϊκά στου Ρωμανού την πύλη.
Σήμερα ο Διγενής, μετά άνισο αγώνα ψυχορραγεί στα μαρμαρένια αλώνια και η γη τον εθαυμάζει.
Σήμερα οι θεματοφύλακες και οι απελάτες της φυλής έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα και έπεσαν άχρις ενός χωρίς να συνθηκολογήσουν.
Σήμερα πατήθηκαν οι εκκλησιές και βουβάθηκαν οι καμπάνες.
Σήμερα τα άγια μαγαρίσθηκαν και λεηλατήθηκαν τα όσια.
Σήμερα ο γόος και η οιμωγή έγιναν η φωνή του ελληνισμού.
Σήμερα το δάκρυ των Ελλήνων έγινε ποτάμι και ο στεναγμός των πέτρα.
Σήμερα το πνεύμα των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας ξαναζωντάνεψε στης Πόλης τις επάλξεις.
Σήμερα για μια ακόμη φορά αποδείχθηκε ότι «κάλλιον εντάφιον η πορφύρα». Ο θάνατος είναι τιμή και κλέος και όχι απλά χρέος.
Σήμερα η Παναγιά εδάκρυσε και πολύ της κακοφάνει.
Σήμερα ο μαρμαρωμένος βασιλιάς έγινε θρήνος αλλά και θρύλος.
Σήμερα οφείλουμε να θυμόμαστε ότι για μας τους Ελληνες η μνήμη δεν είναι απλά μια νοητική λειτουργία, ούτε η αποθήκη των γνώσεων και η βιβλιοθήκη της ύπαρξής μας. Είναι το άλλο μας εγώ, που ξεκινά από το αχρονολόγητο παρελθόν και  καθορίζει το παρόν αλλά και προδιαγράφει το μέλλον μας. Είναι η ταυτότητα και το DNA του καθενός μας.
Για το λόγο αυτό οι πρόγονοί μας θεοποίησαν τη μνήμη ως Μνημοσύνη και την κατέταξαν ανάμεσα στους θεούς τους. Τη θεώρησαν κόρη του Ουρανού και της Γης, μια από τις Τιτανίδες, από την οποία γεννήθηκαν οι 9 Μούσες.
Για τους προγόνους μας η Μνημοσύνη ήταν η κατ΄ εξοχήν μητέρα του Ελληνισμού. Οποιος περιφρονούσε ή έστω ασεβούσε στη Μνημοσύνη εθεωρείτο εχθρός της φυλής και της πατρίδας του. Κατηγορείτο ως φθορέας της θρησκείας και ως προδότης της πατρίδας. Κατηγορείτο τελικά για καθοσίωση και εσχάτη προδοσία. Σ΄αυτή την ευλάβεια προς τη
Μνημοσύνη της ιστορίας και της παράδοσης στηρίχθηκε ο μέχρι σήμερα ελληνισμός και η διατήρηση της φυλής.
Ο,τι έχει δημιουργήσει η ελληνική ζωντάνια και ο ελληνικός πολιτισμός κατά βάση είναι προϊόντα της ελληνικής μνήμης και παράδοσης, που μεταγ-γίζεται ανόθευτη και λαγαρή από γενιά σε γενιά . Είναι τα κόκκαλα των προγόνων μας, τα ιερά, μέσα από τα οποία ανθίζει η προσωπική και εθνική ελευθερία.
Σήμερα υπέρ ποτε και άλλοτε οφείλουμε να αποδεικνύουμε ότι δεν ξεχνούμε ή απαρνούμαστε την ιστορική μας μνήμη.
Δεν είμαστε Γραικύλοι απάτριδες. Γιατί εκείνος που ξεχνά το χθες του, την παράδοση και την ιστορία του όχι μόνον στρουθοκαμηλίζει αλλά ταυτόχρονα γίνεται αχάριστος επιλήσμων των θυσιών και των αιμάτων πάνω στα οποία είναι πυργωμένος όλος ο ελληνισμός. Γίνεται αγνώμων και ανάξιος του εαυτού του και προδότης της πατρίδας του.
Δεν μπορείς να νιώσεις πατριώτης εάν δεν αισθάνεσαι ρίγη συγκινήσεως να διαπερνούν το είναι σου για τα δεινά και τα μαρτύρια των πατέρων σου, των κοντινών ή μακρινών. Πατριώτης πρώτα σημαίνει ότι είσαι γιός του πατέρα σου (του προσωπικού και εθνικού), και βαδίζεις στα ίχνη του.
Σήμερα όμως η μέρα δεν είναι ταφόπετρα ούτε  μνημούρι άδειο.
Σήμερα η μέρα γίνεται φλάμπουρο, βουκέντρα στην ψυχή μας.
Σήμερα οι προδομένοι και οι νεκροί δικαίωση ζητούνε.
Σήμερα ο νόστος και ο πόνος μας γίνεται σαράκι. Σκόλοπας στην ψυχή μας που θα μας τρώει το είναι μας, θα λιώνει τα σωθικά μας.
Σήμερα ο ίμερος ξαναφουντώνει και όρκους και τάματα ζητά και υποσχέσεις :
Για την πατρίδα την παλιά, όχι την Ευρωπαία αλλά την Ανατολίτισσα, τη φωτοδότρα  της Οικουμένης. Για τη Θράκη τη μυριόπαθη, τη χιλιοκουρσεμένη. Του Πόντου τα παρχάρια, τα κάστρα της Καππαδοκίας, της Ιωνίας τη λαμπρή τη χιλιομυρωμένη.
Μα πάνω απ΄όλες για τη Βοσπορίτισσα της Παναγιάς την Πόλη. Της αγια Σοφιάς το χώμα.
Ολες μας περιμένουνε όλες μας καρτεράνε. Πότε θα λάμψει ελπίδας φως και θα ανατείλει νόστιμο ήμαρ ελευθερίας.
Άραγε θα διαψευσθούν, θα σβήσουνε για πάντα; Μην ήταν ένα όνειρο γλυκό που τώρα το ξεχνάμε;
Σήμερα στη μισοκαμένη Βλαχερνίτισσα τι άραγε θα πούμε ; Εχει για Παναγιά, «τα μιλήσαμε», «τά συμφωνήσαμε» σας «λησμονήσαμε» ; Τότε κρίμα σ΄αυτούς πού έπεσαν, αλλοί και τρισαλλοί σ΄ αυτούς που θάρθουν.
Η είναι και για μας μια ασίγαστη φωτιά που μέσα μας θα καίει, και θα πυρώνει το είναι μας, Πυργενείς και Φρυκτωρούς να μας κάνει ;
Αν σας ξεχάσω Επτάλοφη, Θράκη, Πόντο και Ασία, αν πάψω να θρηνώ σας, να κολληθεί η γλώσσα μου και να χαθεί η ψυχή μου. Να σβήσω ωσάν Ελληνας, να διαγραφώ απ΄τη ρωμιοσύνη.
Δειλοί μονάχα χάνονται και ηττοπαθείς πεθαίνουν.
Σήμερα λοιπόν ας κλείνουμε τα γόνατα της ψυχής μας και ας παρακαλέσουμε τον Υψιστο με όλο μας  το είναι. Ανάπαψε μας, Κύριε, τις ψυχές εκείνων που αυτοπροαίρετα για ελευθερία, αξιοπρέπεια, τιμή, πατρίδα και θρησκεία έπεσαν στις επάλξεις της τιμής «μηδέν από του χρέους μη κινούντες».
Σήμερα σ΄αυτούς δεν πρέπουν δάκρυα παρά ευγνωμοσύνη και όρκος βαρύς απ΄όλους μας στα χνάρια τους να ζούμε.
Καντήλι ακοίμητο η μνήμη μας να γένει και  ασίγαστη φλόγα στα σωθηκά μας να καίει, και τότε μόνον «η ρωμιοσύνη είν΄απέθαντη, ανθεί και φέρει κι΄άλλο»
www.Amen.gr

Η ένδοξη Άνασσα Υπομονή.(«Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα»)()-29 Μαίου.

 

 

                        CP-Pal-Man-children.jpg
(η πριγκήπισσα Έλενα Δραγάση Παλαιολογίνα -μετέπειτα οσία Υπομονή- με τον σύζυγο της, αυτοκράτορα Μανουήλ Β Παλαιολόγο-μετέπειτα μοναχό Ματθαίο- και τα 3 από τα 8 παιδιά τους ) 

Από τις εκδόσεις ‘Ορθόδοξος Κυψέλη’, (Πνευματικά Ορθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οικοδομής).
Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες – κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους = όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάννα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κων/ νον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
(Από το ημερολόγιο του 2006 της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης).
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθή προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ’ οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε.
Γιατί είσαι μελαγχολικός;
Και εκείνος δεν εδίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλη να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστή. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι’ έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχθηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε : ‘Αυτή ήταν’.
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
(Από το βιβλίο εκδόσεως Ι. Μ. Οσίου Παταπίου Λουτρακίου).
Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται τη 13η Μαρτίου και 29η Μαΐου.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες, θραύσον, λιταίς σου ημών δεσμούς ανόμους, άνασσα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
ΦΩΤΟ.misha.pblogs.gr

ΚΘ' ΜΑΪΟΥ


  undefined
ΚΘ' ΜΑΪΟΥ
Περιοδικόν «Εστία», 29 Μαΐου 1894
Σπυρ. Λάμπρος

       Επί αιώνας μακρούς αλησμόνητος είχε μείνει παρά τοις αρχαίοις Ρωμαίοις η θλιβερά εκείνη 18 Ιουλίου του 390 π.Χ. καθ' ην οι Γαλάται υπό τον Βρέννον επόρθησαν και επυρπόλησαν την Ρώμην. Η απαισία εκείνη Αλλιάς ημέρα ετάσσετο μεταξύ των αποφράδων και εν αυτοίς τοις χρόνοις, καθ' ους η Αιωνία Πόλις, εκπλύνασα παλαιάς ήττας, εκοσμείτο δια των δαφνών των μεγάλων εκείνων νικών, διών η Ρώμη είχεν αναδειχθή κυρία τών ηπείρων. Τα έθνη, όσα ενθυμούνται και σέβονται το παρελθόν αυτών, εκείνα και μόνα είναι άξια να παρασκευάσωσι το μέλλον. Το δε παρελθόν δεν σύγκειται μόνον εκ νικών και δόξης, αλλά και εκ συμφορών, ων η ανάμνησις είναι ακόμη επιβλητικωτέρα. Αν η αίγλη της δόξης λαμπρύνη αλλ' η αναπόλησις παρελθούσης κακοδαιμονίας διδάσκει τα έθνη· και προς αποτέλεσιν της εθνικής ευτυχίας προαπαιτείται, πλήν αγώνος μακρού και εργασίας ανενδότου, διδασκαλία πολλή και συνεχής.
Τοιαύτας σκέψεις φέρει και οφείλει να φέρη εις τον νουν παντός Έλληνος η σημερινή Αλλιάς ημέρα του Ελληνισμού, καθ' ην έπεσε προ της πύλης του Αγίου Ρωμανού ο τελευταίος του Βυζαντίου βασιλεύς και επορθήθη των πόλεων η πόλις και η Βασιλίς. Εληξεν αληθώς, την αποφράδα εκείνην Τρίτην, το μαρτύριον της Κωνσταντινουπόλεως, ως τελευτά ο βίος ετοιμοθανάτου φθισιώντος, καθ' ας ημέρας διανοίγεται η φύσις προς το έαρ και την ζωήν. Η πόλις, ην ο αυτοκράτωρ, ολίγας προ της μοιραίας τελευτής ώρας, προσφωνών τα θύματα της αύριον, απεκάλει βοηθόν και σκέπην της πατρίδος, καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν απάντων των Ελλήνων και καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν, έγινε λεία των βαρβάρων. Οι ολίγοι γενναίοι, οίτινες δεν περιωρίσθησαν εις το να περιφέρουν την εικόνα της Οδηγητρίας περί τα τείχη του Βυζαντίου, αλλ' ηγωνίσθησαν αγώνα υπεράνθρωπον «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ως αυτοί εφώνουν, δεν ηδυνήθησαν να σώσουν την Πόλιν από του επικειμένου κινδύνου, ως ήλπισαν μεν αυτοί, ήλπισε δε και ο Αυτοκράτωρ. Ο ναός ο ιερός, όστις είχε παραστή μάρτυς τόσης δόξης και τόσης λαμπρότητος των ευκλεών ημερών της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, η μητρόπολις του Βυζαντίου, η μεγάλη εκκλησία του Ελληνισμού, εμολύνθη υπό ποδός βαρβαρικού· και το κονίαμα του βαρβάρου νικητού απέσβεσε τας αγίας εικόνας και μεγάλα μεγαλωστί ηπλώθησαν επί των εσωτερίκών τοίχων τα ρητά του Κορανίου, υψηλότερος δε και αυτού του τρούλλου του Ανθεμίου και του Ισιδώρου ήρθη έξωθεν της Αγίας Σοφίας, εν μέσω παντοίων βαρβαρικών προσαρτημάτων, ο μιναρές του Μωαμεθανού. Τέλος ο ύστατος των Παλαιολόγων έπεσε μάρτυς μετά της πόλεως, ην είχεν εμπιστευθή εις αυτόν ο Ελληνισμός, ως βασιλεύς Ελλην και Χριστιανός.
Εν τω μαρτυρίω του Κωνσταντίνου είναι φανεροί και ευδιάκριτοι οι δύο ούτοι χαρακτήρες, εμφαινόμενοι προδηλότατα κατά τας τελευταίας ώρας της πόλεως και της βασιλείας. Εν τη τελευταία νυκτί τη προ της αλώσεως, ο βασιλεύς, πορευθείς εις τον μέγαν της Αγίας Σοφίας ναόν, έκλινε το γόνυ προσευχόμενος, και εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, οίονεί καθιερώνων εαυτόν εν τη υψίστη εκείνη ώρα εις τον Θεόν των Χρίστιανών. Αλλ' εν τη αυτή νυκτί, ηκούσθη από των βασιλικών χειλέων του προωρισμένου θύματος εξερχομένη η λέξις «Ελληνες », δι' ης προσεφώνησεν ο αυτοκράτωρ τους συναγωνιστάς και συμμάρτυρας. Αι δύο αύται πράξεις του Κωνσταντίνου, η κοινωνία εν τη τελευταία εκείνη λειτουργία της Αγίας Σοφίας και το γλυκύ όνομα δί' ου εκάλεσε τους περί αυτόν, είναι η αλησμόνητος διαθήκη της πιπτούσης Αυτοκρατορίας, ήτις εχαρακτήριζεν εαυτήν ως χριστιανικήν άμα και ελληνικήν. Το Βυζάντιον δεν έσχεν ίσως πάντοτε σαφή, σαφεστάτην, την έννοιαν του Ελληνικού του χαρακτήρος· η βασιλεία του επί μακρόν επωνομάζετο βασιλεία των Ρωμαίων. Αλλά τα χείλη των μελλοθανάτων δεν ψεύδονται· και ο Κωνσταντίνος δια των τελευταίων αυτού πράξεων εκείνων και λόγων, απέπλυνε πάσαν παραγνώρισιν και επέθηκεν επί του βίου του Βυζαντίου την επίσημον σφραγίδα του αψευδούς αυτού χαρακτήρος. Εξήνεγκε την τελευταίαν λέξιν του βυζαντιακού προγράμματος και ανεπέτασε την αληθή σημαίαν του Βυζαντίου, εφ' ης συνηδελφωμένα αναγνωρίζονται τα ονόματα Ελλάς και Χριστός.
Ζοφερά και καυσώδης ήτο, συμφώνως προ το επ' εσχάτων ανακαλυφθέν Σλαβονικόν χρονικόν, η εσπέρα της 28ης Μαίου. Οταν δε επροχώρησεν η νυξ, βαρέα και μελανά νέφη ηθροίσθησαν άνω της πόλεως δίκην επιταφίου σαβάνου, επικρεμαμένου από του ουρανού επί την μητρόπολιν των Παλαιολόγων. Άγρυπυος και ανήσυχος ο Μωάμεθ κατελήφθη υπό δέους επισκοπήσας από της σκηνής αυτού τον ουρανόν. Καλέσας δε προς εαυτόν ένα των δοκιμωτάτων του ουλεμάδων, είπερ τινά και άλλον ειδότα τα μυστήρια των ουρανών, ηρώτησεν αν τα πυκνά νέφη τα σωρευόμενα ύπερθεν της πόλεως προεμήνυόν τι.
- Ναί! απεκρίθη ο ουλεμάς. Είναι μέγα προμάντευμα. Προμηνύουν την πτώσιν της Σταμπούλ.
«Και τότε- προσθέτει το χρονικόν- από των συννέφων δεν προήλθεν υετός, αλλά κατέρρευσαν μεγάλαι σταγόνες ύδατος, ων εκάστη είχε μέγεθος σχεδόν οφθαλμού ταύρου». Επειτα δε, ως διηγούντο τινέζ των επιζησάντων εις το τραγικόν τέλος της Κωνσταντινουπόλεως, βροχή αίματος ερράντισε την πόλιν, μικρόν προ της ενάρξεως του τελευταίου κρισίμου αγώνος. Ούτως η παράδοσις των μεταγενεστέρων παρελάμβανεν εις τας διηγήσεις αυτής την ανάμνησιν της καταπλήξεως και των δειμάτων, άτινα είχον καταλάβει την ψυχήν των ατυχών υπερασπιστών της βασιλευούσης.
Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως συνεκίνησε μεν βεβαίως την Χριστιανικήν Ευρώπην, αλλά και δεν εκίνησεν αυτήν. Εν δε τη αυλή των Παπών, εις μάτην χάριν του έθνους, περιβαλλόμενος την πορφύραν του Καρδιναλίου, ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων ηγωνίζετο να μετατρέψη εις όπλα τας ευλογίας των Ποντιφίκων και μεταβάλη εις στρατευομένην υπέρ της χριστιανίκής ιδέας την θεολογούσαν Εκκλησίαν. Ενώ δε, τέλος, η μέλλησις της Δύσεως μετεβάλλετο εις αδιαφορίαν, ο ήδη δουλεύων Ελληνισμός, πληγείς καιρίως και στένων, εθρηνώδει βαρύθυμος την άλωσιν της Πόλεως. «Μακάριοι νυν οι τεθνηκότες, ελεεινοί δε οι ζώντες και θρήνων άξιοι» ανεβόα Ανδρόνικος ο Κάλλιστος. Ο δε ανώνυμος ποιητής του θρήνου της Κωνσταντινουπόλεως εγίνετο εν τοις στίχοις αυτού η ηχώ των πενθίμων σκέψεων, εις ας είχεν εμβάλει το ελληνικόν σύμπαν η αποφράς Τρίτη της 29ης Μαίου 1453: Εκείν' η μέρα, η σκοτεινή και αστραποκαημένη της Τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης, της θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης. Αργότερον, εθρήνει την Άλωσιν δια στίχων αρχαϊκών Αντώνιος ο Επαρχος και, εν τη δημώδει, ο Σερραίος Παπα Συναδινός. Αλλά πολύ ανωτέρα των ποιητικών τούτων θρήνων, ους έγραψαν λόγιοι και ημιλόγιοι, υπήρςξεν η οδύνη, ην εξεδήλωσεν ο ελληνικός λαός, όστις εθρήνησεν την Άλωσιν ποιητικώτατα, οιονεί ραντίσας τους αυτομάτους αυτού στίχους δια του ιδίου εκείνου αίματος, όπερ περιέβρεξε την Κωνσταντινούπολιν την τελευταίαν νύκτα, κατά την παράδοσιν, ην διεφύλαξεν εις ημάς ο χρονογράφος του Σλαβονικού χρονικού. Αυτοσχέδιοι ποιηταί, ων το όνομα ελησμονήθη, τέκνα γνήσια του Ελληνικού λαού, υψωθέντος εις ποιητικόν Ιερεμίαν της εθνικής καταστροφής εθρήνησαν συγκινητικώς την μνήμην της βασιλίδος των πόλεων και έρρανον την πορφύραν του τελευταίου αυτοκράτορος.
Ο Ελληνικός λαός, ψάλλων ακόμη εκείνους τους στίχους, ενωτιζόμενος ακόμη εκείνων των θρύλων, οιονεί ακροάταί της απηχήσεως των τελευταίων εν κινδύνω κρουομένων σημάντρων και κωδώνων της Αγίας Σοφίας. Η δημώδης παράδοσις και η ποίησις του λαού περιέβαλον, ως έγραφον και άλλοτε, τον τελευταίον μάρτυρα δια μυστηριώδους τινός αίγλης και την ώραν της πτώστως δια τραγικής τινος περιπαθείας. Τις δεν ενθυμείται την παράδοσιν περί της καλογραίας, ήτις « εμαγείρευε ψαράκια στο τηγάνι»; Παρορμουμένη να παύση το έργον, διότι αλίσκεται η Πόλις, απεκρίθη: Οταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν, τότε κι ο Τούρνος θέ να μπή κι η Πόλη θα τουρκένη. Αλλ' εν τούτοις: τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν κι ο αμηράς εισέρηκεν ατός του καβαλάρης.

Το δισκοπότηρο της Αγιά-Σοφιάς



Νικολάου Βασιλειάδη

 Την ώρα που ακούονται έξω από την Αγία Σοφία φωνές «οι Τούρκοι! – οι Τούρκοι!», ο πρωτόπαπας βγαίνει από την στοά της εξομολογήσεως. Αποβραδίς κοινώνησε τον Αυτοκράτορα κι ως το πρωί εξομολογούσε. Όπως βγήκε ψηλός, ηλιοκαμένος, μ’ άσπρα γένια και φρύδια παχιά, νόμιζες πως ένας άγιος ξεκόλλησε από τον τοίχο. Και για μια στιγμή, όταν είδε το πλήθος γονατιστό να τρέμει, κιτρίνισε σαν το φλουρί, σαν να τον κτύπησε βόλι. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τα δάκρυα και προχώρησε στην εκκλησία. Ο ναός, ο άμβωνας, ο σωλέας και τα περιστύλια ήταν γεμάτα κόσμο. Τα φώτα, οι πολυέλαιοι, οι κανδήλες ήταν αναμμένα.
Για τελευταία φορά έλαμπε στην Ανατολή το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης. Έλαμπε η θαυμάσια αρχιτεκτονική του Ανθέμιου και Ισιδώρου. Έλαμπε ο αφάνταστος πλούτος, που εσκόρπισεν ο Ιουστινιανός, για να νικήσει τον Σολομώντα. Κι από μακριά έφταναν του τρόμου οι φωνές:
«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!»
Οι πολυέλαιοι από κρύσταλλα ασημοδεμένα, τα πελώρια μανουάλια, σαν γίγαντες φωτοβόλοι, οι ποικιλόχρωμες κολόνες, τα χρυσά μωσαϊκά, όλα έλαμπαν για τελευταία φορά. Και ψηλά οι ελαφρύτατες γραμμές, γεμάτες ευγένεια, γεμάτες χάρη, αγκάλιαζαν, σαν σχέδιο ενάερης κολόνας, τον πελώριο τρούλο. Ω! όπως ήταν ο τρούλος θαυμάσιος στους γύρους, νόμιζες πως ζητούσε να πλανέψει σ’ έναν άλλο κόσμο τους χριστιανούς την ώρα της Θυσίας!
Ο πρωτόπαπας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό. Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο. Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ’ εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο. Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος. Ο πρωτόπαπας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε. «Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε.
Σαν αρχαίο ελληνικό αγγείο, όλο από χρυσάφι, λίγο κοντό, με δυο όμορφα χερούλια και με πλευρές καμπύλες, τέτοιο ήταν το Ιερόν Ποτήριον. Το στόμα του τριγύριζε διπλή γραμμή σε ρυθμό μαιάντρου. Και στην πρόσοψη είχε το Χριστό σε κολυμπήθρα, από παράσταση αρχαία.
Ο ιερός Δίσκος ήταν από χρυσάφια καλοδουλεμένο. Στο κέντρο ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου. Και γύρω πολύτιμα πετράδια. Ο πρωτόπαπας έριξε μια ματιά στη θάλασσα, ανασκουμπώθηκε κι έσπρωξε με τέτοια δύναμη το καραβάκι, που γλίστρησε ως τον γιαλό. Μπήκε μέσα, άνοιξε πανί και κράτησε το τιμόνι γραμμή για την Βιθυνική παραλία. Ο αντίλαλος της Πόλης εξακολουθούσε.
«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!».

Μια τρικυμία σηκώθηκε τρανή. Το καραβάκι σαν τσόφλι χοροπηδούσε στα κύματα επάνω. Στην Πόλη φλόγες και καπνοί παντού. Στ’ αυτιά ο αέρας έφερνε μια άγρια αντήχηση από τρόμο, από δαρμούς, από παρακάλια, από ξεψυχημό, από βογκητά θανάτου?
Ω! Πόλη, με τα βασιλικά σου, με τους ιπποδρόμους σου, με τις ακαδημίες των τεχνών σου! Χριστιανοσύνη που εδίδαξες στον κόσμο την αλήθεια. Χιλιόχρονη ιστορία του πολιτισμού που σβήνεις. Εργάτες του νου που γενήκατε φυγάδες και δούλοι.
Ανθρώπινα έργα, που ζηλέψατε αθανασία και γενήκατε ερείπια. Μεγαλεία περασμένα. Άρματα νίκης που περνούσατε την Χρυσόπορτα. Βασιλείς με τις χρυσές κορόνες. Γεννήσεις και θάνατοι σβησμένοι για την πρόοδο. Μνημεία, που μέσα στην καταστροφή εμείνατε χωρίς μορφή, χωρίς όνομα. Άπειρες μέρες εκμηδενισμένες. Να! παίρνει τη σκόνης σας ένας ανθρώπινος ανεμοστρόβιλος και την σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους!
Η Δύση του ηλίου χρωμάτισε τον ουρανό κόκκινο, σαν αίμα. Σημάδι της φρίκης. Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά κι ο ανεμοστρόβιλος σάρωνε την Προποντίδα.
Σκοτείνιασε. Το σκοτάδι σκέπασε τον ουρανό, την Πόλη. Κι από τη θάλασσα μακριά ανέβαινε αιμοσταγμένος του φεγγαριού ο δίσκος. Κόκκινος, σαν τα μάτια του φονιά.
Ολόρθος στο καράβι ο πρωτόπαπας κάρφωσε στον ουρανό τα μάτια του και είδε, ω φρίκη! το φονικό φεγγάρι να στέκεται ακίνητο στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Και είδε να μαυρίζει, να μαυρίζει ο μισός δίσκος. Αρχαία προφητεία έλεγε: «Θα είναι πανσέληνος. Έκλειψη θα γίνει. Και η Πόλη θα πέσει!»
Ο πρωτόπαπας περιχύθηκε με κρύο ιδρώτα. Έβλεπε μια τον σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και μια το μισοφέγγαρο. Το καραβάκι χοροπηδούσε στα κύματα της θάλασσας. Χίλια κομμάτια έγινε το μικρό πανί του. Κι ο αέρας βούιζε σα θρήνος στο κατάρτι του. Ο πρωτόπαπας έβαλε τις τελευταίες του προσπάθειες. Στο στήθος του κρατούσε σφιχτά τα Δισκοπότηρα. Κι ενώ θωρούσε πέρα την Αγία Σοφία, δε βλέπει το σταυρό. Βλέπει μισοφέγγαρο.
Αμέσως άνοιξαν τα μεσουράνια. Ένα φως γλυκύτατο απλώθηκε. Άγγελος Κυρίου φάνηκε κι άρπαξε τα Δισκοπότηρα.
Μην ήταν θαύμα; Η θάλασσα άνοιξε στόμια και κατάπιε τον πρωτόπαπα. Γαλήνη! Το τρομερό στοιχείο ησύχασε. Και σαν να ήταν Φώτα κι άγιασε την θάλασσα σταυρός.

Κείμενο. www.egolpion.com

Σάββατο, Μαΐου 28, 2011

Tραγούδια – θρήνοι για την Πόλη

 


“…Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι…”
Οι θρήνοι για την άλωση, γνήσια δημιουργήματα της λαϊκής έμπνευσης, εκφράζουν τη θλίψη των «Ρωμιών» για το «πάρσιμο της Πόλης απ’ την Τουρκιά» αλλά και την ελπίδα της επανάκτησης των «αλησμόνητων πατρίδων». Θλίψη και ελπίδα δένονται αρμονικά σε ήχους αργούς και μελικούς. ¶λλοτε όμως οι ήχοι τους έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους και είναι χαρμόσυνοι. Αυτό, όπου έγινε, έγινε σκόπιμα, για να μπορούν τα τραγούδια αυτά να τραγουδιούνται από τους έλληνες στα πανηγύρια τους, χωρίς να δίνουν στόχο για το περιεχόμενό τους, αλλά αντίθετα να δίνουν την αίσθηση πως επρόκειτο για τραγούδια γιορτινά, κατά πως πρόσταζε η περίσταση, ώστε να μη δίνουν στόχο στους Τούρκους, οι οποίοι πλέον επέβλεπαν κάθε κίνηση τους και να μπορούν ταυτόχρονα τα τραγούδια αυτά να περνούν, απαρατήρητα από τον κατακτητή, από στόμα σε στόμα από γενιά σε γενιά.
Είκοσι από αυτά τα τραγούδια – θρήνους για την άλωση, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, θα θυμηθούμε στη συνέχεια, με την πολύτιμη βοήθεια του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής», που οι άνθρωποί του με μεράκι και φροντίδα συγκεντρώνουν και καταγράφουν κάθε λογής παραδοσιακό τραγούδι του τόπου μας. (Για το «Αρχείο Ελληνικής Μουσικής» βλ. περισσότερες λεπτομέρειες στην Βιογραφία του Χρόνη Αηδονίδη στην κατηγορία «βιογραφίες» του MusicHeaven.

1.«Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι
Πώ ΄χει σαρανταδυό ΄κλησιές κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και ψάλτης» (Ηπείρου)
2.«Ν’ ανέβαινα πολύ ψηλά, ψηλά παν’ τα ουράνια
Να διω την Πόλ’ πως καιητι, τα κάστρα πως ρημάζουν
΄Πο μια μερια ν ‘ ιδείν φωτιά, ‘πο την αλλ’ χάρος την δέρνει
Τα μοναστήρια καίγουντι κι οι εκκλησιές χαλιούντι
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με τσ’ νύφες
Πήραν μια χήρα παπαδιά με δυο με τρεις νιφάδες» (Μάλγαρα Ανατ.Θράκης)
3.«Να ΄μαν δεντρί στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη
και κόκκινη τριανταφυλλιά, μεσ’ τους επτά ουράνους
Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πως τουρκεύει
Πόλη μου για δεν χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια
Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιχνίδια
Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρνει ο Τούρκος
Κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά, Φράγκος με πολεμάει…» (Καππά Καρδίτσας)
ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ
Η είδηση της ¶λωσης, στους θρήνους, φτάνει άλλοτε από το πουλί που γυρνά με καμένα φτερούδια από την Πόλη, άλλοτε από το παιδί της χήρας που διαβάζει τα χαρτιά, άλλοτε από το καράβι κι άλλοτε από άγγελο σταλμένο απ’ το Θεό…: «ας πάψει το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…»
4.«Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την Πόλη,
Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα
Κι ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα
πες μας πες μας πουλάκι μου, κανα καλό χαμπάρι
Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω
Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι
Πήραν και την Αγια Σοφιά.»(Ελασσόνας)
5.«Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλιν
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.» (Πόντου)
6.«Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατ’ είναι θέλημα Θεού
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» (Ηπείρου)
7«Γιατί πουλί μ΄ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα
Για πως μπορώ να κελαηδώ ;
Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε μπρ’ αμάν την Πόλη μας και την Αγια Σοφιά μας
Κλαίγει πικράν η Παναγιά» (θρήνος Θράκης)
8.«Εσείς πουλιά πετούμενα, πετάτε στον αέρα
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…» (Δυτ. Μακεδονίας)
9.«Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα, πιτάτι στουν αέρα
Χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα:
«Τούρκοι την Πόλη πήρανε» , πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την’ Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
Πώ χει τριακόσια σήμαντρα κι αξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος
Τούρκοι την Πόλη πήρανε..» (Νιγρίτα Σερρών)
10.«Από την Πόλη ως τη Σαλλονίκη, Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει
Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει, νούδι γκιζιρούσι, νούδι κι πετούσι
Μον΄ περπατούσι κι ηλεγεν Ελένη μ’ πήραν την πόλ’ πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν την Πολ’ πήραν την Σαλλονίκη, πήραν το Μέγα Μοναστήρι
Πω χει τριακόσια σήμαντρα Ελένη μ’ κι ηξήντα δυο καμπάνες
Κι ηξήντα δυο καμπάνες και χίλιους καλογέρους» (Καρδίτσας)
11.«Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
γιε μ’ τους κάμπους ν΄ αγναντέψω,
πέρδικα, μαρή πέδικά μου.
Βρίσκω μια πετροπέρδικα, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μια πετροπεριστέρα
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου.
Να λέει τραγούδι θλιβερό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ να λέει μοιρολόγι
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μοιρολογάει και λέει,
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Οι Τούρκοι επήραν τη Σοφιά, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ το Μέγα Μαναστήρι
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά
Πήραν μανάδες και παιδιά μου…» (Ανατ. Στερεάς Ελλάδας)
12. «Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-”Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
-”Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.»
13.«Στην Πόλη γράφουν τα χαρτιά, στη Σαλλονικ’ τα στέλνουν
Κανάς δεν πάει να τα δει, κανάς δεν τα διαβάζει
Μόνο της χήρας το παιδί πααιν΄ και τα διαβάζει
Η μάνα του τον ρώτησι κι η μάνα του του λέει
Παιδί μ’ τι γράφουν τα χαρτιά, τι μολογάει το γράμμα
Αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο Θιός να μην το δώσει
Θέλει να γίνει πόλεμος, η Πόλη να τουρκέψει» (Σαγιάδες Τρικάλων)
14.«Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια°
το ‘να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν”.
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
“Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι». (Θράκης)
15.«Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ ¶γον Όρος
Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν
Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη
Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου
Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες» (Μακεδονίας)
16.«Τρεις καλογέροι κρητικοί, ωρέ και τρεις Αγιονορείτες
καράβι ν’ α – κι αμάν αμάν, καράβι ν’ αρματώνανε
Καράβι αναματώσανε σ’ ένα βαθύ λιμάνι
Φωνή ακόυστη εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Πήραν την Πόλη, πήραν την , πήραν τη Σαλλονίκη
πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι…»(Πελοποννήσου)
17.«Σήμερα ψέλνουν εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια
Ψέλνει και η Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς
Ψιλή φωνή εξέβγηκε μέσα απού τα ουράνια:
«Αγία Σοφία πάρθηκε σ’ Αγαρηνών τα χέρια
να κόψουνε οι ψαλμωδιές» (Μ. Ασίας, Βιθυνίας)
«…ΤΟ ΄ΝΑ ΦΩΡΤΩΝΕΙ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ…»
Μετά την άλωση οι πιστοί έτρεξαν να περισώσουν τα ιερά τους, την άγια τράπεζα, το σταυρό, το ευαγγέλιο, τα εικονίσματα. Τα καράβια ετοιμάζονται για το έργο της μεταφοράς. Το μοτίβο γνωστό και κοινό σε πολλά τραγούδια του τόπου μας.
18.«Τρία καράβια – βόηθα Παναγιά – τρία καράβια φεύγουνε
που μέσα που την Πόλη, κλαίει καρδιά μ’ κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το ΄να φουρτώ – βόηθα Παναγιά – το ’να φουρτώνει το σταυρό
Κι τα’ άλλου του Βαγγέλιου κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το τρίτο το – βοήθα Παναγιά – το τρίτο το καλύτερο
Την ¶για Τράπεζά μας, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Μη μας τα πά – βόηθα Παναγιά – μη μας τα πάρουν οι άπιστοι
Και μας τα μαγαρίσουν, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Η Παναγιά αναστέναξι κι δάκρυσαν οι κόνις….» (Ανατ. Θράκης)
19«Μον’ δώστε λόγο στη Φραγκιά, να’ ρθουν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το ευαγγέλιο
Το τρίτο το τρανίτερο την άγια τράπεζά μας
Μη μας τα πάρουν οι άπιστοι και μας τα μαγαρίσουν
Κι η Δέσποινα ως τα’ άκουσε, τα μάθια τσε δακρύσαν
Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ την επαρηγορούσαν
Σώπασ’ αφέντρα μ’ και κυρά και μην πολύ δακρύζεις
Πάλαι με χρόνια με καιρούς, πάλαι δικά μας θα ’ναι» (Βορείου Αιγαίου)
«…ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ…»
Η ελπίδα της απελευθέρωσης της Πόλης, συνόδευε τα τραγούδια και τους θρήνους των «ρωμιών» από τα πρώτες κι όλες εκείνες μέρες της άλωσης. Ονειρεύονταν το χτίσιμο ξανά της Πόλης και το «ξαναλειτούργημα» στην Αγια Σοφιά, όνειρο που αποτύπωνεται στους στίχους των θρήνων τους…
20. «Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο
Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει
Με τ’ άργανα κιντύνευε, τριαναταφυλλάκι μ’ κόκκινο,
Με τ’ άργανα κιντύνευε, με τον αέρα σειώταν
Και με τα χαλκοτύμπανα, μαζώνοντ’ αντρειωμένες.
Μαζώνουνταν, συνάζουνταν, πύργον θέλουν να στήσουν,
Να στήσουν την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν
Κι οι ¶γγελοι απ’ τον ουρανό βάζουν τα κεραμίδια» (Θεσσαλίας (Πηλιορείτικο))

Ο θρύλος για την Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας

 


Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.


Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.
Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:
” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα κξαι εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “
Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:
“ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γ΄λήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”
Θα μπορούσε να είναι άλλος ένας μύθος που κατάφερε να επιβιώσει τόσους αιώνες μέσα στις καρδιές των Ελλήνων μαζί με τον κρυφό πόθο της επιστροφής της Κωνσταντινούπολης και πάλι σε Ελληνικά χέρια. Αυτός ο κρυφός πόθος εξάλλου μεγάλωσε, και θα μεγαλώνει, αμέτρητες γενιές Ελλήνων. Όμως σύμφωνα με ντόπιους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης, το σημείο αυτό είναι υπαρκτό και τα τελευταία χρόνια μετακινείται πλησιάζοντας την πόλη. Σύμφωνα με προφητεία η αγία τράπεζα θα μεταφερθεί και πάλι μέσα στον ναό για να τελειώσει η θεία λειτουργία που διεκόπη όταν εισέβαλαν στην πόλη οι Τούρκοι.
      

Παραλληλισμοί και αγωνίες…




Παραλληλισμοί και αγωνίες…



Μετράγαμε τις αποδείξεις… Μετράγαμε… μέχρι που έφθασα σε σημείο να έχω ημικρανία που σημαίνει είχαμε πολλές αποδείξεις που σημαίνει ζούμε καλά…
Έχουμε να πληρώσουμε να πάρουμε αγαθά για να πάρουμε αποδείξεις…
Και όλη αυτή η διαδικασία με έχει παραπέμψει σε κάτι άλλο… ως συνήθως…
Σκέφτηκα για την συλλογή…
Έτσι και στο τέλος της ζωής μας θα πρέπει να μαζέψουμε τα αποδεικτικά για να περάσουμε στην Άλλη Όχθη…
Πρέπει να μαζέψουμε την αγάπη, πρέπει να μαζέψουμε την υπομονή, το έλεος… Όλες τις αρετές…
Να τις μετράμε κατά την διάρκεια της ζωής για να δούμε αν θα είναι αρκετές, και να αγωνιστούμε για να τις αυξήσουμε…
Έχουμε και το «λογιστή» μας – τον πνευματικό μας πατέρα που έχοντας την γνώση τα μετράει κάθε λίγο και λιγάκι και μας λέει που έχουμε ελλείψεις και μας δίνει τις οδηγίες…
Κατά ένα παράξενο τρόπο έχουμε μπερδεμένες και λανθασμένες προτεραιότητες, διότι το λογιστή τον πληρωμένο τον ακούμε προσεκτικά και εκτελούμε τις εντολές του, τόση αγωνία έχουμε για τα κοσμικά μας, ενώ τον «ουράνιο λογιστή – πατέρα» δεν τον ακούμε πολλές φορές…
Κρίνουμε τις συμβουλές του χωρίς να έχουμε τις «λογιστικές» γνώσεις…
Και γι΄ αυτό το λόγο τα χαρτιά μας και οι αποδείξεις μας είναι μπερδεμένα και ελλιπείς…
Πλησιάζει η ώρα του απολογισμού…
Εκεί θα είμαστε μόνοι μας με τα χαρτιά και τα χαρτάκια στα χέρια μας…
Θα σταθούμε ενώπιον του Κριτή που θα τα κοιτάει, θα τα μετράει…
Και αν θα ακούσουμε να μας λέει: «Λυπάμαι, αλλά δεν έχετε συμπληρώσει σωστά τα έγγραφα, και τα αποδεικτικά σας στοιχεία είναι ελλιπείς… Πρέπει να πληρώσετε μεγάλο φόρο… αιωνίως…»;
Τότε… τι κάνουμε;
Δεν υπάρχει παράταση…
undefined

πηγή

ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ-ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΛΩΣΕΩΣ...


undefined
Κάποτε ο νόμος της Ζωής στην Ελλάδα ήταν ο απόηχος μιας λεβεντιάς κοινοβιακής, με ιδανικό την Πίστη των Αδελφών ενός ΄Εθνους, που βίωσε και ένωσε αρμονικά, το Κοινοτικό αίσθημα των Ελληνιζόντων με την Κοινοβιακή Ορθόδοξη Παράδοση.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, «μελαγχολικά αισιόδοξος» έδωσε με την θυσία Του, την ουσιαστική εκπυρσοκρότηση του νεοελληνικού εθνισμού, ενώνοντας με το Αίμα Του τις δύο κυρίαρχες τάσεις της προσφάτου παρελθούσας διανόησης της εποχής Του.
Ο Πλήθων ο Γεμιστός και η «Σχολή του Μυστρά», εμπρός στον επικείμενο επιτάφιο της Αλώσεως, επανιδρύουν το «Ελληνικόν ΄Αστυ», προσδοκώντας την εκούσια θυσία στις επάλξεις της Ιερής Πόλεως, των τριακοσίων εκ «Μυστρά Σπαρτιατών», εμπνεόμενοι από την «ανατολική ταπείνωση» του Παλαιολόγου.
Ο Ορθόδοξος μοναχικός στοχασμός της Ανατολής, με το κίνημα των «Ησυχαστών» εκφράζει μια αριστοτελική εκκλησιαστική διαλεκτική, όπου τελεταρχικά, διατυπώνει εμπρός στο Ιερό Βήμα της τελευταίας υπαρξιακής Βυζαντινής Θείας Λειτουργίας τη μαρτυρία του ότι, «για να γίνουν χρυσαυγή και πάλι τα στολίδια του παγωνιού της Ανατολής», θα πρέπει να φράξουμε τις Θερμοπύλες των Ιερών και των Οσίων, στον ήδη εισερχόμενο, δυναστικό δυτικό ουμανισμό.
Ο σύμμετρος και ελεύθερα δομημένος πνευματικός στοχασμός τους, απόρροια της μαρτυρίας του Σταυρού, του μοναχικού βιώματος, εκφράζει την κατ΄ουσίαν έννοια της ελευθερίας, η οποία ανδρώθηκε στο πλουραλιστικό παραδοσιακό πνεύμα της «Θριαμβεύουσας και Αγωνιζομένης» Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ατενίζοντας της «αλάθητη δυτική δεσποτεία», έχοντας ζήσει της «ορθολογιστική και σχολαστική ιπποσύνη» με τις μαρτυρικές εμπειρίες της πρώτης αλώσεως της Πόλεως από τους Σταυροφόρους, γονυπετής εκλιπαρεί για την αποφυγή της πνευματικής εκπτώσεως του πληρώματος της Αγίας Σοφίας, επιζητώντας ακόμη και το εκούσιο μαρτύριο, την ομαδική θυσία, δια της Αλώσεως των υλικών της Πόλεως, από το ηγεμονικό όρνεο του Πορθητού, προς σωτηρία της πίστεως των Αγίων Πατέρων, «ζώντων και τεθνεώτων», παρελθόντων και επερχομένων γενεών, τις οποίες ήδη προετοιμάζει «ως γενεά μελλοθανάτων Θεηγόρων Μαχητών», της Ελληνικής διαχρονικής πραγματικότητος.


Ο Παλαιολόγος, κοντά στις Βλαχέρνες, αποδυόμενος την αυτοκρατορική χλαμύδα και ενδυόμενος τη στολή του ταπεινού οπλίτη, κερδίζει με το αίμα Του, την Επουράνια Αυτοκρατορία, συνεχίζοντας και μετά θάνατον την αυτοκρατορική Του πορεία, κληροδοτώντας το Γένος με την αναφαίρετη και ανεξάντλητη «Αναστάσιμη Ελπίδα».
Μια «Ελπίδα» που χιλιοτραγουδά ανυπότακτη εμπρός στον βρυχηθμό του ευνουχισμένου και στείρου πνευματικού κόσμου της φραγκολεβαντίνικης ελεφαντίασης.
Χαμογελά εμπρός στο σπαθί του Χαλίφη, ο οποίος ακουσίως γεμίζει τον Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας με εαρινά άνθη, του νέου Μαρτυρολογίου των Νεοελλήνων Ορθοδόξων Εθνιστών.
Στον έρημο Μυστρά, στις κορυφές του Μοριά, ανδρείες αδελφοποιτές ψυχές ζουν την «Παιλολόγειο Ελπίδα» εντός της γεοοικονομικής κλειστότητός τους, διατηρώντας την «Κοινοβιακή Ελληνική Πατριά», την «Ελληνοκεντρική Κληρονομική Ευγένεια», βαδίζοντας τη στενή και τεθλιμμένη οδό της «Πλατωνικής Κοινοτικής Αγωγής» τους με αυστηρή ειλικρίνεια.
Η Κοινοβιακή βίωση της ενοριακής αντίληψης για κοινοτική συμβίωση αδελφοποιτών ορθοτομούντων ψυχών, δημιουργεί στον Μυστρά αδιάβλητους και συμπαγείς ομόφρονες πυρήνες, που ταπεινά ορθώνονται ενάντια στην αναγεννησιακή ανεμοφιλολογία των ρομαντικών νάρκισσων της Δύσεως, οι οποίοι κατακλύζουν με «Μαντόνες» την υφήλιο και η «Μαριολογία» τους, στιχοπλοκεί σονάτες, από κόμπλεξ εμπρός στον ΄Υμνο που σιγοψιθυρίζουν οι «Μελλοθάνατοι του Μοριά» στην Υπέρμαχο Στρατηγό.
Η Ελληνική κλασική έννοια της Ελευθερίας γίνεται στον Μοριά κατανοητή μόνο εντός της βιώσεώς της, στις πετρόχτιστες Εκκλησίες.
Ο Θυρεός της «Παλαιολόγειας Ελπίδας» κυματίζει στα κάστρα του Μυστρά, ζητώντας την ολοκλήρωσή του, πέραν των συμβατικών ορίων του Μοριά, διακατεχόμενος από Σωκράτειο ανθρωπογνωσία και Χρυσοστομική αδελφογνωσία, εξέρχεται «πλήρης ημερών» να βαδίσει την προαιώνια οδό της ελευθερίας, οδηγούμενος στην ατραπό των Αρίστων Προγόνων Του.
Γενέθλιο μνημόσυνο στον Κωνσταντίνο Δραγάση, συνεχίζοντας τη «Βυζαντινή ΘείαΛειτουργία» της Ελληνικής Υπάρξεως, προσφέρει δώρο «τα Σα εκ των Σων, κατά Πάντα και δια Πάντα», επιστρέφοντάς Του, αίμα μαρτυρικό, θυσία στο μαρτύριο της Κερκόπορτας. Η Νέα Γενιά των απογόνων Του.
Ζωσμένη το μαρτύριο κατάσαρκα, αυτή η γενεά δημιουργεί έναν ηρωικό τρόπο ζωής, μια ανδρεία στάση ζωής, βιώνοντας την ήδη διαμορφούμενη «Ευζωνική Κοινωνιολογία», η οποία κατακτάται στη συνείδηση, δεν εκβιάζεται, γιατί ζει την εμπράγματη δικαιοσύνη της μεΕλληνοπρεπή Λεβεντιά και Πολεμικό άτεγκτο ανάστημα.
Θα ηττηθεί μόνο από την κατωτερότητα της σύγχρονης ευρωπαϊκής διανόησης, η οποία εμπρός στην «Ελληνική Μετριότητα» εωσφορικά ανίσταται, προβάλλοντας την Καλβινική ηθική πόλωση, εννοώντας ότι η «Γενιά Αυτή», αποτελείται από απογόνους Βαλκανίων χοιροβοσκών.
Παράλληλα δε, αντιτάσσει τον Προύστ ενάντια στην Ελληνική πραγματικότητα της διδασκαλίας των Ελλήνων Αγίων Πατέρων.
Η «Ευζωνική Φιλοσοφία» απαύγασμα μαρτυρικό, θα γίνει στις μέρες μας, κατανοητή ως «Αθάνατο κρασί του ΄21» της νηφαλίου μέθης, μέσα στην οποία η «Γενεά Εκείνη», θυσιάστηκε και παρέδωσε τη «Φλόγα της Ελπίδος» στις «επόμενες γενεές» για να ζούμε οι νεοέλληνες εν κραιπάλη στον ωραιοποιημένο αισθητικό λαϊκισμό μας, χωρίς εμπειρική σύλληψη της πραγματικότητος.
΄Αμουση από τα «Ελληνικά Δέοντα», με νεωτεροποιά στοιχεία «ευρωπαϊκής καλλιέπειας»βιώνουμε το εκμοντερνισμένο φεουδοαστικό σαλόνι της Ευρώπης, ατενίζοντας στο λήθαργο μας, τη «διεθνή ευαισθησία» της πλουτοδημοκρατικής ολιγαρχίας να εναγκαλίζεται με την αναιμική καθεστηκυία άρχουσα τάξη του Ιερού Τόπου μας, προετοιμάζοντας πλέον και τον Εθνικό ευνουχισμό μας...
Για «Πολλούς...», το ΄21 δεν σταμάτησε ποτέ!
Για «άλλους...» θεωρείται μια ξεπερασμένη ταξική πάλη ως αυτή των γειτόνων μας «αλβανών προκρίτων» και «μαφιόζων εξεγερθέντων»...
Τούτη τη χρονιά ως γενέθλιο μνημόσυνο στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο-Δραγάση προσφέρουμε οι νεοέλληνες την 28η Μαΐου 1453, στην οποία με μεγάλη ευκολία φέραμε την Τιμημένη Πατρίδα μας.
«Μετά Πνευμάτων Δικαίων» Αιωνία η Μνήμη Σου Στρατηλάτη της Ελπίδος Κωνσταντίνε!
Του ΄Ομηρου Φωτιάδη – (Περιοδικό «ΝΕΜΕΣΙΣ» Μάιος 1997)/infognomonpolitics.blogspot.

 

…η ψυχολογία του Βάθους…

undefined
Η δόμηση της απάτης στη βίωση της αμαρτίας
(Ιωάννη Κορναράκη)
Η σύγχρονη ψυχολογία, και μάλιστα η ψυχολογία του Βάθους, μάς συνειδητοποιεί με πολλούς τρόπους το γεγονός ότι η αυταπάτη ανήκει στις ψυχοδυναμικές λειτουργίες της ανθρωπινής προσωπικότητος.
Η υπογράμμιση της σημασίας της λειτουργίας ασυνείδητων ψυχικών «μηχανισμών», στο βάθος της ανθρώπινης προσωπικότητος, από την ψυχολογία αυτή, μας βοηθά να καταλάβουμε πώς συμβαίνει, πολλές φορές, να ενεργούμε παρά τη θέλησή μας, να οδηγούμεθα σε πλάνες, σε παραισθήσεις και φαντασιώσεις ή ψευδαισθήσεις. Δηλ. σε καταστάσεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν απατηλές, επειδή ακριβώς μας οδηγούν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις της πραγματικότητας που βιώνουμε.
Σε πολλές περιπτώσεις, καθώς εκφέρουμε μια γνώμη ή διατυπώνουμε μια σκέψη, είμαστε βέβαιοι, ότι αυτό που αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή λέμε είναι «δικό μας», με την έννοια ότι είναι ειλικρινές και αποτελεί έκφραση της προσωπικής μας συνειδήσεως. Εν τούτοις, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της ψυχολογίας του Βάθους, η συνεργία ασυνείδητων ψυχικών «μηχανισμών» στη διατύπωση μιας σκέψεως ή την παραγωγή ενός συλλογισμού, θέτει σε αμφιβολία τον απόλυτο βαθμό της προσωπικής μας συνειδητότητας. Έτσι η ψυχολογία του Βάθους θέτει «επί τάπητος» το πρόβλημα του βαθμού και της ποιότητος της αυταπάτης μας μέσα στο στενό ή ευρύ χώρο της υπάρξεως.
Αλλά την αίσθηση της αυταπάτης αυτής συμβαίνει να αντιλαμβάνεται κάθε άνθρωπος που, ορισμένες φορές, αιφνιδιάζεται από κάποια έκπληξη που σχετίζεται με τη συμπεριφορά του και με τα «έργα του».
-«Πώς μου ήλθε τέτοια σκέψη στο μυαλό»;
-«Πώς το έκανα αυτό, αφού δεν ήταν στην πρόθεσή μου»;
-«Πώς δεν αντιλήφθηκα τί έπρεπε να κάνω σε μια τόσο απλή περίπτωση»;
-«Πώς με έπεισε τόσο εύκολα»;
Τέτοιες και άλλες σχετικές ερωτήσεις θέτει κανείς στον «εαυτό» του, όταν κάποια έκπληξη τον αφυπνίσει και καταφέρει να βεβαιωθεί ότι «απατήθηκε»!
Το γεγονός αυτό, ότι δηλ. η ψυχολογία (ως επιστημονική μεθόδευση της ανιχνεύσεως του βαθύτερου προβληματισμού της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου) αλλά και η άμεση εμπειρία, μάς αποκαλύπτουν την απατηλή φύση της λειτουργίας της συνειδήσεώς μας, δείχνει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται συνήθως υπό το κράτος μιας ευρύτερης και βαθύτερης αυταπάτης απ’ ό,τι νομίζει! Μ’ άλλα λόγια απατάται, εάν νομίζει ότι μόνο τις φορές που συνειδητοποίησε μια αυταπάτη αυταπατήθηκε. Φαίνεται ότι η αυταπάτη συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις που δεν έχουμε τη δυνατότητα να την αντιληφθούμε. Έτσι, εάν δεν θέλουμε να αυταπατώμεθα μ’ ένα ασυνείδητο τρόπο, πρέπει πράγματι να δεχθούμε ότι η αυταπάτη είναι ψυχοδυναμική λειτουργία της ανθρωπινής προσωπικότητος!
Στο συμπέρασμα αυτό φθάνει κανείς πιό άνετα, εάν παρακολουθήσει τη δόμηση της άπατης στη βίωση της αμαρτίας, σύμφωνα με τη σχετική διήγηση της Π.Δ. Όντως η βίωση της αμαρτίας στην αρχική της εικόνα, την «παραδεισιακή», προβάλλει τη λειτουργία της άπατης σαν ένα ψυχοδυναμικό στοιχείο πρωταρχικής σημασίας για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ας δούμε, αλήθεια, τη λειτουργική έκφραση αυτού του στοιχείου ξεκινώντας από τον επίλογο της αμαρτίας.
Όπως είναι γνωστό, η Εύα, απολογούμενη για την πράξη της παραβάσεως της εντολής του Θεού, ισχυρίσθηκε ότι· «ο όφις ηπάτησέ με και έφαγον». Δηλώνει με τον τρόπο αυτό ότι έπεσε θύμα απάτης. Η βρώση του απαγορευμένου καρπού ήταν, λοιπόν, καρπός απάτης!
Πράγματι ο όφις δεν είναι ειλικρινής στο διάλογο που κάνει με την Εύα. Ψεύδεται «ασύστολα» για να δομήσει μεθοδικά («σατανικά») μιαν άπατη, που θα έφερνε πιό γρήγορα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· την παράβαση του θελήματος του Θεού. Τα δομικά στοιχεία της σατανικής απάτης στην αρχική εικόνα της βιώσεως της αμαρτίας είναι τα ακόλουθα:
1. Το ψεύδος. Η εντολή του Θεού ήταν: «Από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού» (Γεν. 2, 16-17). Ενώ η διατύπωση της εντολής κατά τον όφι είναι· «Τί ότι είπεν ο Θεός, ου μη φάγητε από παντός ξύλου του παραδείσου»; (Γεν, 3, I). Ήδη η Εύα ευρίσκεται μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Επειδή δε γνωρίζει αμφότερα, αποκαθιστά την αλήθεια νοθευμένη όμως με «λίγο ψεύδος»·… από δε του καρπού του ξύλου, ο έστιν εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, ου φά¬γεσθε απ’ αυτού, το δε μη άψησθε αυτού, ίνα μη αποθάνητε» (Γεν. 3, 3). Η υπογραμμισμένη φράση εκφράζει ασφαλώς την επήρεια του ψεύδους του όφεως στο συνειδησιακό χώρο της Εύας. Η αλήθεια λέγεται, αλλά μ’ ένα ποσοστό νοθείας, που δηλώνει τον απατηλό τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη συνείδηση την αναγνωρίζει. Αυτό είναι ασφαλώς το πιό κρίσιμο σημείο της δομήσεως της άπατης στην όλη διαδικασία της βιώσεως της αμαρτίας.
2. Η υποβολή. Ο όφις, αφού πλέον η Εύα βλέπει την αλήθεια με το θαμπό πρίσμα του ψεύδους, εκφράζεται με τρόπο απόλυτο. «Ου θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 3, 4). Ο τρόπος αυτός ευρίσκει απήχηση στη νοθευμένη συνείδηση της Εύας και γι’ αυτό «υποβάλλεται». Γίνεται επιδεκτική μιας ουσιαστικώτερης επιδράσεως…!
3. Η μετατίμηση του ψεύδους σε αλήθεια.Η απατηλή πειθώ ολοκληρώνεται με τη μετατίμηση του ψεύδους σε αλήθεια. «Ήδει γαρ ο Θεός, ότι η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως Θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν». Η Εύα με τα απατηλά αυτά λόγια του όφεως πείθεται για τη θετική αξία του απαγορευμένου καρπού. Τον κατανοεί ως βιωματική αλήθεια, που πρόκειται να καταξιώσει τον ανθρώπινο προορισμό της,
4. Η άμεση (νοθευμένη) εμπειρία ως επικάλυμμα της πραγματικότητος. Η εντολή του Θεού, που αφορούσε την απαγόρευση της βρώσεως του καρπού του ξύλου του «γινώσκειν κα¬λόν και πονηρόν», συνιστούσε το χώρο της πραγματικότητος μέσα στον οποίον έπρεπε να πλανηθεί το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος. Για το ζεύγος αυτό άμεση πραγματικότης ήταν η ρητή (εκ μέρους του Θεού) αρνητική «αξία» του απαγορευμένου καρπού. Αλλά η πραγματικότης αυτή καλύπτεται υπό το απατηλό πρίσμα που κατασκεύασε με τον έντεχνο διάλογό του ο όφις. Έτσι η Εύα βλέπει τον καρπό αυτό προικισμένο με θετικές ιδιότητες («αξίες»). «Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον έστι του κατανοήσαι…» (Γεν. 3, 6). Ο ανθρώπινος νους γίνεται πλέον ρεαλιστής. Η άμεση πραγματικότης είναι γι’ αυτόν η … πραγματικότης. Χάνει, λοιπόν, την ενορατική του αίσθηση και περιορίζεται σε ό,τι οι σωματικοί του οφθαλμοί βλέπουν και θεωρούν. Κι επειδή ακριβώς, με τον τρόπο αυτό της θεωρήσεως των πραγμάτων, δεν μπορεί να ιδεί πιό πέρα από τη… μύτη του, ολοκληρώνει την κατάφαση της απατηλής πραγματικότητος με την αισθησιακή απόλαυση του καρπού που εκπροσωπεί την πραγματικότητα αυτή. Η Εύα, ύστερα από τη θετική εκτίμηση του απαγορευμένου δένδρου, «λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε· και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής, και έφαγον» (Γεν. 3, 6).
Με τη βρώση αυτή ολοκληρώνεται η βίωση της άπατης και φθάνει ο αδαμικός άνθρωπος σε μια γνώση, που ενώ αποτελεί επικύρωση της απάτης αυτής συγχρόνως περιέχει το σπέρμα της αφυπνίσεως από την άπατη. Έτσι μπόρεσε η Εύα να διατυπώσει την προσωπική της κρίση για την όλη διαδικασία της βιώσεως της αμαρτίας- «Ο όφις ηπάτησέ με, και έφα¬γον». Είναι ευτύχημα για την ανθρώπινη συνείδηση το γεγονός ότι, έστω και μετά την πτώση, είχε χώρο να φιλοξενήσει την αυτοσυνειδησία της άπατης! Την επίγνωση της αυταπάτης!
Η σύγχρονη ψυχολογία, καθώς ερευνά επίμονα την περιοχή του ασυνειδήτου, μας δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε σ’ ένα μεγαλύτερο βάθος το πρόβλημα της αυταπάτης, Γι’ αυτό το λόγο η ψυχολογία αυτή αποβαίνει, σε πολλές περιπτώσεις, χρήσιμη στην προσπάθεια της κατανοήσεως της ποιότητος της πνευματικής ζωής, που ισχυριζόμαστε ότι ζούμε. Η νοθεία της πνευματικής ζωής που διενεργείται υπό την πίεση μη συνειδητών ψυχικών «μηχανισμών», συνιστά την πιό βαθειά και την πιό επικίνδυνη κρίση της ανθρώπινης προσωπικότητος. Αυτό σημαίνει ότι τα «εσωτερικά» προβλήματα του ανθρώπου αποτελούν πάντοτε την αφετηρία οποιουδήποτε άλλου «εξωτερικού» του προβληματισμού. Γι’ αυτό κάθε άνθρωπος, δηλ. και ο θρησκευτικός και ο μη θρησκευτικός, βιώνουν στο ίδιο βάθος και στην ίδια ποιότητα τον ανθρώπινο προβληματισμό. Η συνέπεια της διαπιστώσεως αυτής είναι το γεγονός ότι κι ο θρησκευτικός και ο μη θρησκευτικός άνθρωπος πρέπει να κατανοήσουν το ρόλο της αμαρτίας και του ασυνειδήτου στη δόμηση της άπατης που νοθεύει την αυτοσυνειδησία τους. Ο Jung έχει δίκιο όταν γράφει· «Σήμερα οι άνθρωποι περιφρονούν τη θρησκεία και το αντικείμενό της, τη στοιχειώδη αμαρτωλότητα, γι’ αυτό έχουν χαθεί κατά μέγα μέρος στο ασυνείδητο και δεν πιστεύουν ούτε το ένα ούτε το άλλο» .
Η νήψη, λοιπόν, δεν είναι πρόβλημα του θρησκευτικού μόνο ανθρώπου, αλλά και εκείνου που, αυταπατώμένος, νομίζει πως δεν είναι θρησκευτικός άνθρωπος.
πηγή: Ιωάννου Κορναράκη, «Ψυχολογικές προοπτικές σε θέματα πνευματικής ζωής», σ.207-212, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1990

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...