Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2011

Βασίλειος Χ. Στεργιούλης, Ταϊβανέζα Ιεραπόστολος Πελαγία Υu: «Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα»


Η πρώτη Ιεραπόστολος της Ταϊβάν
Πελαγία Yu

«Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα»
Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη
Είναι γνωστό πως η ηθική κρίση και η διαφθορά μας οδήγησαν στον υπέρογκο δανεισμό και στην υπερχρέωση, από την οποία δεν ξέρουμε αν πότε και με τι είδους θυσίες δικές μας και των επερχόμενων γενεών θα απαλλαγούμε. Φτάσαμε στο σημείο να διασύρεται το εθνικό μας όνομα. Να διακωμωδούνται ακόμη και αυτά τα εθνικά μας μνημεία και σύμβολα.
Εχει τρωθεί η εθνική μας αξιοπρέπεια, το εθνικό μας φιλότιμο. Γίναμε όνειδος όλου του κόσμου. Και πολλοί εύχονται: «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του»!
Γι΄ αυτό με ανακούφιση διαβάσαμε την ανοικτή επιστολή της Ταϊβανέζας Ιεραποστόλου Πελαγίας Υu, που δημοσίευσε πρόσφατα το ωραίο από πλευράς εμφάνισης και περιεχομένου ιεραποστολικό περιοδικό «Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» (τεύχος 84/2011). Ένα μικρό δείγμα αποσπάσματός της παραθέτουμε ακολούθως: «Είμαι Κινέζα, γράφει, γεννήθηκα στην Ταϊβάν και το χριστιανικό μου όνομα είναι Πελαγία. Ημουν προτεστάντισσα και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να γίνω ορθόδοξη. Μου αρέσει να διαβάζω την Αγία Γραφή και έχω όλες τις εκδόσεις της στα κινέζικα» (τριάντα διαφορετικές εκδόσεις συνολικά, όπως γράφει σε άλλο σημείο της επιστολής).
«Εχω επισκεφθεί, συνεχίζει, την Ελλάδα και διαπίστωσα ότι είναι μία ξεχωριστή χώρα. Ταξιδεύοντας στην πατρίδα σας, πριν φθάσω ακόμα, μέσα στο αεροπλάνο διαπίστωσα πόσο διαφορετικοί είναι οι Ελληνες, πόσο ξένοιαστα μιλούσαν, πώς γελούσαν και πώς χειροκροτούσαν τον πιλότο κατά την προσγείωση, πράγμα απίστευτο για μας τους Ασιάτες, που είμαστε συντηρητικοί και δεν εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας. Τώρα πια ξέρω ότι η ελευθερία έχει μέσα της λίγο πάθος και λίγο ένταση φωνής. Στην Ελλάδα επισκέφθηκα πολλές εκκλησίες, συμμετείχα στη Θεία Λειτουργία και όταν κοινωνούσα τα Αχραντα Μυστήρια έκλαιγα, παρόλο που δεν καταλάβαινα την ελληνική γλώσσα, γιατί η Ορθόδοξη πίστη είναι ίδια. Θα ήθελα, προσθέτει, να ήμουν Ελληνίδα, να είχα γεννηθεί Ορθόδοξη, να μεταλάμβανα τη Θεία Κοινωνία και να φιλούσα τις Αγιες Εικόνες από τα βρεφικά μου χρόνια μέχρι τον θάνατό μου. Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, γιατί αντί της Θείας Κοινωνίας τρώμε και πίνουμε τα φαγητά των ειδώλων.
Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να γεμίζουν τα αυτιά μου από Αγιους Υμνους… Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να οσφραίνομαι τη γλυκιά ευωδία του λιβανιού… Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε τα χέρια μου να αγγίζουν τις εικόνες, τα Αγια Λείψανα και να γεμίζουν από την αγάπη του Χριστού. Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, που τα χέρια μας αγγίζουν είδωλα, ειδωλόθυτα και αγκαλιάζουν το τίποτα. Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, να ανάβω λαμπάδες στον Χριστό και όχι όπως εδώ που καίμε χρήματα για τα φαντάσματα… Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε να μπορώ να διαβάζω την Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο!... Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να μπορώ να βλέπω παντού τη χάρη του Θεού… Ναι, είμαι Ορθόδοξη, αλλά ως Ταϊβανέζα, τα ορθόδοξα βιώματά μου είναι φτωχά… Η Ταϊβάν δεν είναι ορθόδοξη χώρα, οι γιορτές μας δεν μοιάζουν καθόλου με τις δικές σας. Λυπάμαι που στην Ελλάδα έχετε τόσο όμορφα βουνά που τα καίτε και δεν τα φροντίζετε, αλλά θαυμάζω που σχεδόν κάθε βουνό έχει κι ένα Μοναστήρι. Εμείς έχουμε βουνά γεμάτα από ναούς, μοναστήρια και είδωλα βουδιστικά. Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε να μπορώ να πάω να προσευχηθώ σε κάποιο Μοναστήρι, εύκολα… Πρώτη φορά πήγα σε μοναστήρι, στην ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, στο Πήλιο. Ταξίδεψα από την Ταϊβάν στην Ελλάδα 16 ώρες με το αεροπλάνο, μερικές ώρες με το τρένο ως τη Λάρισα και άλλη μία ώρα με το αυτοκίνητο της Ιεράς Μονής, που το οδηγούσε μια αδελφή… Είδα τα παλιά ερείπια της Ιεράς Μονής (σημ. εννοεί προφανώς το μοναστήρι της Ανατολής - παλιάς Σελίτσανης)… και μάτωσε η καρδιά μου. Στην Ταϊβάν δεν έχουμε τόσο αρχαία, Αγια και όμορφα μέρη, αλλά εσείς δεν τα εκτιμάτε. Κλαίω που δεν έχουμε εδώ όμορφες εικόνες. Κλαίω, γιατί νιώθω τον Χριστό αδύναμο, γυμνό. Ελληνες, νομίζετε ότι είστε φτωχοί με την κρίση που διέρχεστε, αλλά δεν ξέρετε πόσο πλούσιοι είστε…»!
Αυτά μεταξύ πολλών άλλων, αναφέρει στην ωραία μακροσεκλή επιστολή της η Ταϊβανέζα ιεραπόστολος και κάνει έκκληση για βοήθεια, προκειμένου να αγοράσουν στη χώρα τους μια αίθουσα, που να τη μετατρέψουν σε ναό προς εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών των εκεί ορθοδόξων αδελφών μας. Και μιλάει εύγλωττα, νομίζω, στις καρδιές μας η αποσπασματική αυτή παράθεση της επιστολής. Φανερώνει με την «εκ βαθέων» εξαγόρευση της Ιεραποστόλου το θαυμασμό και το δέος μιας ξένης - μιας Ασιάτισσας - προς τη λαμπροφόρα Ελληνορθόδοξη παράδοση και τον πολιτισμό μας, που αποτελεί το μεγάλο μας πλούτο. Το άφθαστο πνευματικό μας κεφάλαιο. Αυτό, που δυστυχώς κάποιοι μάχονται και επιζητούν να το υποβαθμίσουν και περιθωριοποιήσουν. Γι΄ αυτό και φτάσαμε στο σημερινό μας κατάντημα. Ας τους προβληματίσει και διδάξει τουλάχιστον η ομολογία μιας ξένης.

Ο Έλλην λόγος στην Ορθοδοξία


 

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Η Ορθοδοξία αποτιμά με ρεαλισμό τον ανθρώπινο λόγο, αναγνωρίζουσα την αποφασιστική του σημασία για την δόμηση και λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό δηλώνει σε ένα εκπληκτικό για την ακρίβεια και σαφήνειά του κείμενο ο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται για την Ομιλία του «Εις το πρόσεχε σεαυτώ»1, που αποτελεί επιτομή της ορθόδοξης ανθρωπολογίας: «Την του λόγου χρήσιν δέδωκεν ημίν ο κτίσας Θεός, ίνα τας βουλάς των καρδιών αλλήλοις αποκαλύπτωμεν και διά το κοινωνικόν της φύσεως, έκαστος τω πλησίον μεταδώμεν, ώσπερ εκ τινων ταμιείων των της καρδίας κρυπτών προφέροντες τα βουλεύματα»2.
Ο λόγος αποτελεί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και συντελεί στη φανέρωση των ενδομύχων σκέψεων για την πραγμάτωση της κοινωνίας (επικοινωνίας) μεταξύ των ανθρώπων. Η ανθρωπολογική κατοχύρωση της σημασίας του λόγου δίνεται από τον άγιο Πατέρα στη συνέχεια: «Ει μεν γαρ γυμνή τη ψυχή διεζώμεν, ευθύς αν από των νοημάτων αλλήλοις συνεγινόμεθα. Επειδή δε υπό παραπετάσματι καλυπτομένη ημών η ψυχή τας εννοίας εργάζεται, ρημάτων δείται και ονομάτων προς το δημοσιεύειν τα εν τω βάθει κείμενα»3. Η συγκάλυψη της ψυχής από το σώμα επιβάλλει την χρήση του λόγου ως μέσου εκφράσεώς της.
Αλλά και η λειτουργία του λόγου περιγράφεται από τον Μ. Βασίλειο: «Επειδάν ουν ποτε λάβηται φωνής σημαντικής η έννοια ημών, ώσπερ πορθμείω τινί τω λόγω εποχουμένη διαπερώσα τον αέρα, εκ του φθεγγομένου μεταβαίνουσα προς τον ακούοντα, εάν μεν εύρη γαλήνην βαθείαν και ησυχίαν, ώσπερ λιμέσιν ευδίοις και αχειμάστοις, ταις ακοαίς των μανθανόντων ο λόγος εγκαθορμίζεται. Εάν δε οίον ζάλη τις τραχεία ο παρά των ακουόντων θόρυβος αντιπνεύση, εν μέσω τω αέρι διαλυθείς ο λόγος, εναυάγησε»4. Συνδέεται, έτσι, η φυσική λειτουργία του ανθρωπίνου λόγου με την χρήση του στο εκκλησιαστικό κήρυγμα και μεταφερόμεθα από τον Μ. Βασίλειο στο κέντρο της εκκλησιαστικής λατρευτικής πράξεως.
Υπόβαθρο, φυσικά, των λόγων του Μ. Βασιλείου είναι η αριστοτελική θεωρία περί «ενδιαθέτου» και «προφορικού» λόγου, την οποία διέσωσε στη χριστιανική διατύπωσή της ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός5. Ο λόγος ο προφορικός είναι κατά τον Μ. Βασίλειο6, «νους προπεμπόμενος», όπως ο ενδιάθετος είναι «λόγος εγκείμενος»7. Έτσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογική ερμηνεία της «λογικής» λειτουργίας του ανθρώπου.
Η πατερική διδασκαλία δέχεται ομόφωνα την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του ανθρώπου ως προς τα ζώα, διότι, πέρα από όλα τα άλλα, μόνο τον άνθρωπο προίκισε ο Θεός με το χάρισμα του λόγου8. Στη φύση των ζώων απουσιάζει ο λόγος σε όλες τις εκδοχές του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος καλείται «λογικός» και τα ζώα «άλογα», και είναι υποχείρια στον άνθρωπο9. Οι άνθρωποι «διά λόγου τον Θεόν επεγνώκαμεν» και «λόγω τον Κτίστην γεραίρομεν»10. Από την καθημερινή χρήση δηλαδή, που επιβάλλει το «κοινωνικόν» του ανθρώπου, ο λόγος αίρεται στη σφαίρα της θεογνωσίας και της ομολογίας της, διά της γραπτής ή προφορικής εκφράσεως των εμπειριών της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης11.
2. Στην αγιοπατερική παράδοση γίνεται σαφέστατα η διάκριση ανάμεσα στη δύναμη του λόγου, με την οποία είναι εκ Θεού οπλισμένος ο άνθρωπος και στην γλώσσα ως «σημαντική» του λόγου. Τα ρήματα δηλαδή και ονόματα, τα οποία δημιουργεί με τη λογική του δύναμη12 ο άνθρωπος13. Ο Θεός «πραγμάτων εστί δημιουργός, ου ρημάτων ψιλών»14. Η γλώσσα, ως σύνολο ρημάτων και ονομάτων, και ο μηχανισμός της διασυνδέσεώς τους, είναι επιτεύγματα του ανθρώπου. Καμμία ανθρώπινη γλώσσα, συνεπώς, δεν δημιούργησε ο Θεός, ώστε να μπορεί να καυχηθεί κάποιος λαός, ότι η γλώσσα του είναι θεόσδοτη. Ο Τριαδικός Θεός δεν έχει ανάγκη ονομάτων ή ρημάτων, για να κοινωνήσει μαζί μας15. Δεν αποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ανθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στον άνθρωπο και θεάται από τον θεόπτη άνθρωπο, ως άκτιστη «δόξα» και «βασιλεία», ως Φως υπερφυσικό και υπερουράνιο. Ο άνθρωπος εκφράζει τη θεοπτική του εμπειρία με την γλώσσα, που χρησιμοποιεί, χωρίς πάλι να μπορεί να ταυτισθεί ποτέ η θεοπτική εμπειρία με τα χρησιμοποιούμενα για την έκφραση της κτιστά ρήματα και νοήματα.
Θεολογούμεν, «ως αν η δυνατόν εξαγγείλαι διά την της φύσεως ημών πτωχείαν»16. Επειδή ο Θεός «υπερέχει πάντα νουν», κατά τον Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται με την «καθαράν καρδίαν» (Ματθ. 5, 8), διά της σιωπής: «Εκείνο γαρ σιωπώμεν, ο διά ρημάτων αδυνατούμεν εξαγγείλαι»17. Αυτό εκφράζει θεόπνευστα ο άγιος Κοσμάς Μαϊουμά στον Κανόνα των Χριστουγέννων: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («Επειδή είναι ακίνδυνο, λόγω του (θείου) φόβου, ευκολότερα λατρεύουμε τον Θεό με την σιωπή (μας)»).
Η ποικιλία εξ άλλου, των ανθρωπίνων γλωσσών είναι αποτέλεσμα της διαιρέσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως διδάσκει η Γραφή με τη διήγηση για τον Πύργο της Βαβέλ (Γεν. Κεφ. 11). Συντελείται, έτσι, η διάσπαση και διάθλαση της μιας ανθρώπινης γλώσσας σε πολλές και οι άνθρωποι ονομάζουν τα πράγματα «κατά την επιχωριάζουσαν εν εκάστω έθνει συνήθειαν»18. Από την εσωτερική-καρδιακή ενότητα οδηγήθηκε η ανθρωπότητα στην καρδιακή και γλωσσική σύγχυση και διαίρεση. Η Πεντηκοστή, με την «του Πνεύματος επιδημίαν», θα είναι η επανασύνδεση των ανθρωπίνων καρδιών στην «κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και σε μία γλώσσα, την γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, εκφραζομένη ως «ενότητα της πίστεως» και κοινή δοξολογία. «Εις ενότητα πάντας εκάλεσε (ο Θεός) και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Η γλωσσική στις ανθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ως καρπός της αμαρτίας, αλλά αποκαθίσταται η εσωτερική ενότητα, την οποία προσπαθεί κατά το δυνατό, να εκφράσει η ατελής και πεπερασμένη ανθρώπινη (οποιαδήποτε) γλώσσα.
3. Αφού καμμία γλώσσα δεν έχει θεία προέλευση, γι’ αυτό και καμμία γλώσσα δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της το χαρακτήρα της ιερής γλώσσας. Είναι γνωστή από την ιστορία η πλάνη των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών, την οποία αντιμετώπισε ως αίρεση η Ορθοδοξία στα πρόσωπα μεγάλων πατερικών μορφών της19. Η πατερική παράδοση δέχεται τη σχετικότητα όλων των γλωσσών στην έκφραση των εμπειριών της θείας αποκάλυψης. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, έτσι, κάθε εθνικιστική θεώρηση της εβραϊκής γλώσσας, μη δεχόμενος κατ’ αρχήν στο ελάχιστο την ιστορική προτεραιότητά της, αλλά και τονίζοντας ότι χρησιμοποιήθηκε «εις το νηπιώδες των άρτι τη θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω της νηπιότητας των ανθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικά η απλή εβραϊκή, μέχρις ότου ο Λαός του Θεού, ως Νέος Ισραήλ, χρησιμοποιήσει ως τελειότερη -αλλά πάντοτε ατελή- γλώσσα την Ελληνική.
Στα όρια της θείας συγκαταβάσεως νοείται και η γλώσσα της Εκκλησίας. Το γεγονός της θείας σαρκώσεως υπήρξε,  άλλωστε, η  αυτομετάφραση του Θείου Λόγου στην ανθρώπινη «γλώσσα», για την κοινωνία του ανθρώπου μαζί Του. Ο Θεός «αυτεπάγγελτος» σαρκώνεται «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν». Εισέρχεται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα «εν σαρκί» και κοινωνεί μαζί μας στη δική μας «γλώσσα», διότι, όπως λέγει στον νυκτερινό Του μαθητή Νικόδημο: «Ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς αν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;» (Ιω. 3, 12). Όπως παρατηρεί σχετικά, πάλι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεί  ταις ανθρωπίναις ακοαίς την εαυτού φωνήν» ο Χριστός. Αν, τώρα, θέλαμε μια άλλη συσχέτιση, η Μεταμόρφωση στο Θαβώρ ήταν η (αυτο) ερμηνεία του Θεανθρώπου, με την φανέρωση της θεότητάς Του.
4. Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί κατά την επίγεια δράση Του τις γλώσσες του περιβάλλοντός Του (αραμαϊκή και ελληνική), όπως και οι Μαθητές και Απόστολοί Του. Άλλωστε, από τον γ’ π.Χ. αιώνα στην ιουδαϊκή διασπορά είχε επικρατήσει η ελληνιστική κοινή (πρβλ. τη Μετάφραση των Ο’). Έτσι η εβραϊκή παρέρχεται ως «σκιά» και δίνει τη θέση της στην Ελληνική Κοινή, που γίνεται η γλώσσα της Καινής, αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης, για την Εκκλησία. Η ελληνική γλώσσα σε όλες της τις ιστορικές μορφές και μετά την αποστολική εποχή γίνεται η γλώσσα των Πατέρων, διακονεί το κήρυγμα της αληθείας, στα όρια της ελληνο-ρωμαϊκής Οικουμένης, και μέσω αυτής καλεί η Εκκλησία στην σωτηρία.
Η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της Αγίας Γραφής και του μεγαλύτερου και περισσότερο πρωτότυπου μέρους της πατερικής παραδόσεως, γίνεται η γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εντάσσεται στο θείο σχέδιο της σωτηρίας. Κατά την ευρύτατα γνωστή ερμηνεία, το «πλήρωμα του χρόνου», ως ο «καιρός» της θείας σαρκώσεως, δεν σχετίζεται μόνο με το πανίερο πρόσωπο της Δεσποίνης Μαρίας, αλλά και με τις ιστορικές συνθήκες, την πολιτειακή και γλωσσική ενότητα της εποχής, στο πλαίσιο της Pax Romana και της lingua franca. Έτσι, στα όρια της Εκκλησίας, από τη νηπιακή γλώσσα, την εβραϊκή, συντελείται η μετάβαση στη γλώσσα της ανθρωπίνης ενηλικιώσεως, την ελληνική, έξω από κάθε έννοια ε­θνι(κιστι)κών ανταγωνισμών ή σκοπιμοτήτων. Ευαγγέλιο και ελληνική γλώσσα θα συνδεθούν αναπόσπαστα, όχι ως γλώσσα μόνο ενός έθνους, αλλά γλώσσα όλης της Οικουμένης. Αυτή η γλώσσα γίνεται η ανθρώπινη -ιστορική- σάρκα του θείου «Λόγου», ενωμένη «αδιαίρετα», αλλά και «ασύγχυτα» μαζί Του.
Αυτή την διαχρονική σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας επισημαίνει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σε ό,τι αφορά στην γλώσσα, κηρύσσοντας την ανάγκη γνώσεως της Ελληνικής για την κατανόηση του Ευαγγελίου ως Ορθοδοξίας. Αδελφοί μου -έλεγε στο κήρυγμά του- «να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν (γλώσσαν)...». Και σε άλλο σημείο: «Πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι, διότι διαβάζοντας ελληνικά, τα ηύρα, οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του ανθρώπου»21. Μη ξεχνάμε δε, ότι ελληνικά εδώ είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου και των Πατέρων και όχι η απλουστευμένη ελληνική, τα Ρωμαίικα.
5. Η ελληνική γλώσσα με την πρόσληψή της από την Εκκλησία, βαπτίζεται στο εκκλησιαστικό σώμα, πεθαίνει και αναγεννάται, και γίνεται γλώσσα της Εκκλησίας, με μια ιδιαιτερότητα όμως, που την διαφοροποιεί από τα Ελληνικά του εκτός της Εκκλησίας κόσμου. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της εκκλησιοποιημένης ελληνικής γλώσσας, θα μέναμε στα ακόλουθα σημεία:
α) Η ελληνική, ως γλώσσα της Εκκλησίας-Ορθοδοξίας, είναι γλώσσα διακονική και ποιμαντική. Όπως σ’ όλους τους χώρους, έτσι και εδώ, η Ορθοδοξία δεν υποδουλώνεται στο πρόσλημμα. Το βάρος πέφτει στο προσφερόμενο, στο μήνυμα της αλήθειας και όχι στο ένδυμά του. Οι Άγιοι, Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας, όσο και αν κατέχουν τον ελληνικό λόγο, είναι θεούμενοι και όχι απλώς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες όχι ως «διδάσκαλοι του Γένους», αλλά ως μυσταγωγοί στη θεία, την «άνωθεν» σοφία, στον τρόπο δηλαδή θεώσεως-σωτηρίας. Η παιδεία, και μαζί και η γλώσσα, είναι γι’ αυτούς ένα από τα αριστοτελικά «μέσα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο νοείται ο φοβερός εκείνος λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επειδή ούτω δοκεί τισιν»22, με τον οποίο αποστομώνει τους «υπεράγαν ορθοδόξους», τους Φιλισταίους της παιδείας «συντηρητικούς» της εποχής του. Γι’ αυτό και δεν θα διστάσει να γράψει στον Σταγείριο: «Αττικός συ την παίδευσιν; αττικοί και ημείς»23. Η γλώσσα όμως ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλο Πατέρα, απολυτοποιείται ή θεωρείται καθ’ αυτήν, ως αυτονομημένο μέγεθος και αφορμή καυχήσεως.
Όπως η χρήση της τέχνης στην εκκλησιαστική παράδοση δεν την καθιστά μέσο αυτοπροβολής ή κοσμικής διακρίσεως, έτσι και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι γι’ αυτήν παρά μέσον στην επιτέλεση της ποιμαντικής και ιεραποστολικής της διακονίας. Στο χώρο δε ειδικά της ιεραποστολής καταξιώνεται κάθε ανθρώπινη γλώσσα, και η ατελέστερη και απλούστερη, και γίνεται φορέας του μηνύματος της σωτηρίας (κορεατικά-σουαχίλι). Η Ορθοδοξία δεν ιεροποίησε καμμία γλώσσα, όπως ειπώθηκε παραπάνω. Οι άγιοί μας προσφέρουν «τω Λόγω τους λόγους», «Λό­γω πλέκοντες εκ λόγων μελωδίαν, ω των προς ημάς ήδεται δωρημάτων» (Ιαμβικός κανόνας Χριστουγέννων).
β) Η χρήση της γλώσσας γίνεται στην Εκκλησία (Ορθοδοξία) χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις- ακόμη και καλλιτεχνικές. Γι’ αυτό και οι Πατέρες δεν θηρεύουν την γλωσσική τελειότητα για προσωπική καταξίωση. Η τελειότητα της γλώσσας των Μεγάλων Πατέρων είναι απλώς καρπός της υψηλής παιδείας τους και όχι αποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κατακρίνει το «κατεγλωττισμένον και έντεχνον» και επαινεί «το απλούν και ευγενές» του λόγου24. Γι’ αυτό και τους μεγαλύτερους αιρετικούς της εποχής του, τους Ευνομιανούς (ακραίους Αρειανούς), τους αποκαλεί «κομψούς τω λό­γω», διότι στήριζαν την «θεολογία» τους στην ωραιολογία και τον εξ αυτής εντυπωσιασμό. Γενικά, για την πατερική παράδοση όλων των αιώνων ισχύει ένας απαράβατος κανόνας, που εφαρμόζει, άλλωστε, σ’ όλες τις περιπτώσεις: Όποιος έχει να πει κάτι βαθύ και αληθινό το λέει με κάθε απλότητα και σαφήνεια. Μόνο αυτός, που δεν έχει να αρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την στρυφνότητα του λόγου του και την ακαταληψία.
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι και στην πατερική παράδοση απαντούν αρχαϊκές μορφές, όπως τα προσωδιακά μέτρα στην υμνογραφία, ή τα Έπη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως πάλι διακονείται η εκκλησιαστική αλήθεια. Ούτε, πάλι, πρόκειται για επίδειξη γνώσεων, όπως έχει ειπωθεί! Ο Γρηγόριος αντιμετωπίζει τα αντιχριστιανικά μέτρα του Ιουλιανού του Παραβάτου (εμπόδιζε στους Χριστιανούς τα κλασσικά γράμματα) ή τους χρησιμοποιούντες παρόμοια γλωσσική μορφή Απολλιναρίους (πατέρα και υιό), που καθιστούσαν την γλώσσα μέσο αιρετικής προπαγάνδας. Κινείται, δηλαδή, στα όρια της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Αλλά και αργότερα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός (†750) θα μας δώσει τους περίφημους Ιαμβικούς Κανόνες του (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή) και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τα Ανακρεόντειά του. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι η αρ­χαΐζουσα ποίηση του δευτέρου, όπως και του Γρηγορίου, δεν πέρασε στην εκκλησιαστική λατρεία, του πρώτου δε οι Ιαμβικοί Κανόνες -αληθινά ποιητικά αριστουργήματα- μπήκαν στην λατρεία, αλλ’ ως «δεύτεροι» Κανόνες των αντιστοίχων εορτών, με πρώτους εκείνους, που γράφτηκαν στην τρέχουσα γλώσσα και με τα καθιερωμένα πια εκκλησιαστικά τονικά (και όχι προσωδιακά) μέτρα.
Την προτεραιότητα, συνεπώς, στην εκκλησιαστική λειτουργική πράξη έχει «η δύναμις των ρημάτων», η εγκλεισμένη στα λόγια Χάρη, και όχι το ένδυμα, γλωσσικό ή μουσικό, η μορφή. Την στάση δε των θεουμένων Πατέρων απέναντι στην γλώσσα εκφράζει καθοριστικά ένα ιστορικό ανέκδοτο, συνδεόμενο με το πρόσωπο του αγίου Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος (της Κύπρου). Συμμετείχε σε μια Θεία Λειτουργία στη Λήδρα, την σημερινή Λευκωσία. Ο επίσκοπος της πόλεως Τριφύλλιος ήταν αρχαϊστής. Έτσι, στο κήρυγμά του το γνωστό χωρίο του Ευαγγελίου «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) το μετέβαλε σε «άρον τον σκίμποδά σου και πε­ριπάτει». Τότε ο άγιος Σπυρίδων σηκώθηκε για να εγκαταλείψει την σύναξη, λέγοντας, ότι δεν μπορεί να ανεχθεί το να ντρέπεται κανείς να χρησιμοποιήσει την γλώσσα, που δεν ντράπηκε ο ίδιος ο Θεός, στο πρόσωπο του Χριστού, να χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπόν κανείς, γιατί η πατερική Ορθοδοξία μένει έξω από κάθε είδος γλωσσικών αγώνων και από κάθε γλωσσικό μονισμό, που εμπνέει η αντορθόδοξη συντηρητικότητα.
γ) Η εκκλησιαστική γλώσσα έχει σαφήνεια και απλότητα. Ο μη εγκλωβισμός της σε οποιεσδήποτε τάσεις και χρήσεις, συντελεί στο να διατηρεί εκφραστική καθαρότητα. Ως ιστορική σάρκα του «θείου λόγου» είναι και αυτή «χωρίς αμαρτία», όπως η «ανθρωπότητα (ανθρώπινη φύση) του Χριστού. Αποφεύγεται ο εντυπωσιασμός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ο λόγος της Ορθοδοξίας πρέπει να περνά από τις ακοές στην καρδιά των ακουόντων, αβίαστα και άμεσα. Γι’ αυτό και η (πατερική) Ορθοδοξία απευθύνεται στην γλώσσα (από κάθε άποψη) κάθε ανθρώπου. Συγκαταβαίνει αυτή, κατά το θείο παράδειγμα, στο επίπεδο του ανθρώπου και δεν αδιαφορεί για την προσληπτική του δύναμη. Το κάλλος του εκκλησιαστικού λόγου, βγαίνει αβίαστα από το στόμα του αληθινού ποιητή. Και αυτό το ζει κανείς στα μοναστήρια και τις σκήτες, όπως της αγιορειτικής πολιτείας, συζητώντας με τους Γέροντες και ακούοντας τον εύχυμο λόγο τους, που κινείται στα απέραντα όρια της Χάρης. Εδώ ακριβώς, ανακύπτει το πρόβλημα των μεταφράσεων στην Λατρεία. Η «κατανόηση» δεν είναι καρπός της μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) των κειμένων, αλλά λειτουργικής εμπειρίας (πρβλ. τους «φιλακόλουθους» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) και εμπειρικής, τουλάχιστον, θεολογικής γνώσης. Αν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, και ο σοφότερος πανεπιστημιακός φιλόλογος δεν θα μπορεί να συλλάβει το «απόθετον κάλλος», το θεολογικό νόημα του κειμένου.
δ) Υπάρχει μία λανθασμένη εντύπωση, καλλιεργουμένη ιδιαίτερα σε εθνικιστικούς κύκλους, ότι η Ορθοδοξία οφείλει την αίγλη της στην ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, λησμονώντας ότι η ελληνικότητα στην Εκκλησία δεν είναι μέγεθος αυθυπόστατο, αλλά «μέσο» και όργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στην αγιοπνευματική Χάρη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας όλη την σχετική πατερική στάση, επισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, μάλλον επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ». (Και αν κανείς από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους φιλοσόφους, η σχέση σταματά στις λέξεις, στα σημαινόμενα όμως απ’ αυτές υπάρχει μεγάλη απόσταση-διαφορά)26. Ο ελληνικός λόγος ακόμη, όπως και η άφθαστη, στα μέτρα του κόσμου, ελληνική φιλοσοφία, αποφορτίζονται νοηματικά και αναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στα εκκλησιαστικά μέτρα και στις ποιμαντικές ανάγκες. Έτσι γίνεται λόγος της Εκκλησίας, εκκλησιαστικός.
Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι οι γλωσσικές «ατέλειες» του εκκλησιαστικού λόγου. Ποιος φιλόλογος λ.χ. θα δεχόταν ποτέ την γνωστή εκείνη φράση της Αποκαλύψεως: «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 8); Τί είναι φιλολογικά αυτό το «ο ην»; Ο συγγραφέας όμως της Αποκαλύψεως μένει έξω από τους φιλολογικούς κανόνες. Δεν είναι άγνοια της γλώσσας εδώ, αλλά εκκλησιοποίηση της γλώσσας. Μόνο αυτή η αδόκιμη μορφή «ο ην» (αντί «ο ων») εκφράζει την διαχρονική διάρκεια, ή μάλλον την υπερχρονικότητα σ’ αυτό, που το ανθρώπινο μυαλό αντιλαμβάνεται ως παρελθόν.
Την ίδια ευτολμία -για να σταθούμε στα σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει και η χρήση από τους Πατέρες του δ’ αιώνα του όρου «ομοούσιος». Δεν υπήρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικά όρος από αυτόν, αφού χρησιμοποιήθηκε από φοβερούς αιρετικούς, όπως οι Γνωστικοί, ο Σαβέλλιος και ο Παύλος ο Σαμοσατέας, πρόδρομοι του Αρείου. Και όμως αυτός ο τόσο κακόηχος όρος γίνεται εκκλησιαστικός κατ’ εξοχήν για τη διατύπωση της σχέσεως των αγιοτριαδικών Προσώπων. Ποια ουσιαστική μεταλλαγή και ανανοηματοδότηση δέχεται ο όρος «ομοούσιος» στην πατερική εκκλησιαστική γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία ουσία και ένα πρόσωπο. Θεός όχι τριαδικός, αλλά μονοπρόσωπος. Τα πρόσωπα δεν είναι παρά μάσκες-προσωπεία του ενός στην ουσία θείου προσώπου. Στην γλώσσα όμως του εκκλησιαστικού Συμβόλου ο όρος σημαίνει: Τα τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν ομού τη μία θεία ουσία. Μία η ουσία του Θεού, τρία τα Πρόσωπα της Θεότητας. Ανατινάζεται, έτσι, κυριολεκτικά η παλαιά νοηματοδότηση του όρου. Η λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται ως «καινή κτίση».
6. Στην συνάφεια όμως αυτή ανακύπτει ένα ερώτημα: Τί γίνεται με τις μεταφράσεις; Ειπώθηκε παραπάνω, ότι στην Ορθοδοξία δεν νοούνται ιερές γλώσσες. Η Πεντηκοστή βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτή στην διακονία του Ευαγγελίου, με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Όσο και αν το πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) είναι αναντικατάστατο -αυτό είναι φιλολογικός νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται εκκλησιαστικά δεκτή στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Η μεταφορά από το πρωτότυπο στη μετάφραση είναι ένα είδος μετενσαρκώσεως του «θείου λόγου» στην συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να αρνηθεί η Ορθοδοξία. Το αναντικατάστατο όμως του ελληνικού πρωτοτύπου συναρτάται με τον πλούτο και την πλαστικότητα του ελληνικού λόγου, όπως θα παρατηρήσει ο πρώτος Γενάρχης της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Η των Ελλήνων φωνή πολύ ευρυχωροτέρα της Λατίνων και σαφεστέρα...»27. Αρκεί να σκεφθούμε, ότι το θεολογικό πρόβλημα του Filioque οφείλεται και σ’ αυτή την στενότητα της Λατινικής γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + εκπορεύεσθαι).
Στην Εκκλησία δεν μπορούμε, συνεπώς, να μιλούμε για «εθνικές» γλώσσες, αλλά για γλώσσα εκκλησιαστική, υπερεθνική, που υπερβαίνει γενικά όλες τις καθιερωμένες χρήσεις και όλα τα αυτονόητα. Αυτό ισχύει και για τη θέση της Ελληνικής στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Όλες οι μορφές του ελληνικού λόγου καταφάσκονται εκκλησιαστικά, ανάλογα με τις ποιμαντικές ανάγκες. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε την κοινή (ελληνιστική) γλώσσα στην Καινή Διαθήκη. Αργότερα όμως οι Πατέρες θα γίνουν αττικότεροι, ανάλογα με την σχολική τους παιδεία και την γλώσσα του περιβάλλοντός τους. Το πατερικό όμως κήρυγμα είναι πάντοτε σε γλώσσα απλούστερη και ευληπτότερη. Και στο σημείο αυτό η πατερική προσαρμοστικότητα είχε μια συγκεκριμένη αιτία: την αιρετική πρόκληση. Πρώτοι οι Γνωστικοί και τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσική μορφή, αποβλέποντας στη διάδοσή τους.
Αυτό θα επαναληφθεί και στα νεώτερα χρόνια. Όταν οι δυτικές προπαγάνδες άρχισαν να χρησιμοποιούν απλούστερη γλωσσική μορφή, η Εκκλησία καταφεύγει και αυτή στον δημώδη λόγο, για να ενισχύσει το πλήρωμα και αποκρούσει τον κίνδυνο. Τον 16ον αιώνα, οι δυτικοί αιρετικοί, Παπικοί και Προτεστάντες, χρησιμοποιούσαν στην προπαγάνδα τους μεταφράσεις. Η Εθναρχία των Ορθοδόξων Πατριαρχών βρήκε την χρυσή τομή: η λατρεία διατηρεί την γλωσσική μορφή της (πρωτότυπο), το κήρυγμα όμως γίνεται σε απλή γλωσσική μορφή (δημοτική)28.
Κλασσικό παράδειγμα σ’ αυτή την «συγκατάβαση» πάλι ο Πατροκοσμάς. Κατείχε υψηλή παιδεία για την εποχή του. Στο κήρυγμά του όμως χρησιμοποιεί τον γλωσσικό κώδικα του μέσου Ρωμηού, πλουτίζοντάς τον με εκφράσεις από το Ευαγγέλιο και την λατρεία, προσιτές ως ακούσματα στο λαϊκό αισθητήριο. Ο «δημοτικισμός» όμως του Πατροκοσμά δεν είναι τεχνητός, όπως εκείνος του Ψυχάρη, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν βιάζει, άλλωστε, την γλώσσα, για να καταλήξει σε κάποια «φτειαχτή» μορφή της. Πρόκειται για ένα «εθνικό δημοτικισμό», χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Στόχος του δεν ήταν η δημαγωγία, αλλ’ ο φωτισμός του Λαού στην ολότητά του. Ο πατερικός δε αυτός δρόμος του Πατροκοσμά ήταν και η αιτία της επιτυχίας του, σ’ αντίθεση με άλλους κήρυκες της εποχής του, που κλεισμένοι στα γλωσσικά τείχη τους, δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν τον Λαό και ν’ αγγίξουν την ψυχή του. Και αυτό επαναλαμβάνεται σε κάθε εποχή.
7. Ο Πατροκοσμάς, πιστεύω, λειτουργεί εκκλησιαστικά, και γι’ αυτό για μας και «εθνικά», και σε μια άλλη κατεύθυνση. Διασώζει την συνέχεια του ελληνικού-εκκλησιαστικού λόγου, αποκρούοντας τον μονισμό των Προπαγανδών, που έρχονταν από την Δύση. Ακόμη άνοιξε ένα δρόμο, που προφυλάσσει από την πόλωση, τεχνητή οπωσδήποτε, ανάμεσα στην δημοτική και καθαρεύουσα, που μας επέβαλαν από τα γραφεία τους ο Κοραής και ο Ψυχάρης, άγευστοι και οι δύο της εκκλησιαστικής ελευθερίας.
Το έργο αυτό της διακοπής της συνέχειας του ελληνικού λόγου ασκούσαν με τον δικό τους τρόπο και οι προτεσταντικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής τον 19ον αι. Εφάρμοζε, μάλιστα, η Βιβλική Εταιρεία (B.F.B.S.) μια κακόβουλη τακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα. Για να αποσπάσουν την άδεια των Ελληνικών Εκκλησιαστικών Αρχών, στην πρώτη έκδοση δημοσίευαν την μετάφραση μαζί με το πρωτότυπο. Στις επανεκδόσεις όμως αφαιρούσαν το πρωτότυπο, αφήνοντας μόνη την μετάφραση. Καλλιεργούσαν, έτσι, στον ελληνικό Λαό την συνείδηση, ότι η νεοελληνική μετάφραση είναι το αγιογραφικό κείμενο. Για την Παλαιά Διαθήκη, εξ άλλου, καταφεύγοντας στο «πρωτότυπο» εβραϊκό, απέρριπταν σιωπηρά και στην πράξη το κείμενο της Μεταφράσεως των Ο’, που ναι μεν δεν είναι το πρωτότυπο για μεγάλο αριθμό παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, είναι όμως το παραδοσιακό κείμενο της Εκκλησίας, ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, δυστυχώς, από την Βιβλική Εταιρεία ως σήμερα, υποθάλπεται δε και από εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία συνευδοκούν στην κυκλοφορία της Μεταφράσεως χωρίς το πρωτότυπο για λόγους οικονομίας, λησμονώντας όμως, ότι για τον Ελληνισμό η παραθεώρηση του πρωτοτύπου της Καινής Διαθήκης είναι πρόβλημα εθνικό, διότι αναιρείται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η γλώσσα του Ευαγγελίου, που γέννησε την νεοελληνική γλωσσική μορφή.
Οι επιχειρούντες καινοτομίες στην Λατρεία, όποιοι και αν είναι, είτε παρασυρόμενοι, είτε εν γνώσει τους, συμπράττουν με τους οπαδούς και «πράκτορες» των ξένων προπαγανδών, συμβάλλοντας στην διάσπαση της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας μας. Η κί­νηση αυτή είναι μία όψη του «χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας», η οποία στην ουσία είναι η βούληση για αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι δεν υπάρχει συνέχεια στο Έθνος μας, αφού είναι Νεοελληνικό Έθνος, αλλά και στην Εκκλησία μας, διότι είναι Νεοελληνική Εκκλησία. (Αυτό διατεινόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης τον 19ο αιώνα). Η λατρεία μας όμως αποδεικνύει την διπλή αυτή συνέχεια. Είναι μάλιστα, τραγικό να απορρίπτουμε οι Έλληνες την κιβωτό της γλώσσας και του πολιτισμού μας, που είναι η εκκλησιαστική λατρεία, με την παιδαριώδη ψευδαίσθηση ότι, αν μεταφρασθούν τα κείμενα της λατρείας, θα συρρεύσει ο κόσμος -και μάλιστα οι Νέοι- στην λατρεία. Δεν είναι η γλωσσική μορφή του λατρειακού λόγου, που απομακρύνει τον σημερινό άνθρωπο από την Εκκλησία, αλλ’ η ασυνέπεια, η απουσία γνησιότητας και αγωνιστικότητας και η σύμπραξή μας με τις δυνάμεις της Νέας Εποχής (πολιτικά και θρησκευτικά), που καταπιέζουν τον άνθρωπο και αλλοτριώνουν την κοινωνία.
8. Γίνεται λοιπόν κατανοητή η ακόλουθη αλήθεια. Η Εκκλησία-Ορθοδοξία σώζει και στο θέμα της γλώσσας τον Ελληνισμό και όχι ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία γίνεται ο κυματοθραύστης των επιβουλών εναντίον της γλώσσας μας. Διότι όχι μόνον καταφάσκει και συντηρεί την ελληνική γλώσσα σ’ όλη την ιστορική της διαχρονία, αλλά και διασώζει και μεταδίδει τα ακούσματα του καθαρού ελληνικού λόγου. Δεν είναι γλώσσα, που διδάσκεται μέσω των κειμένων, αλλά ζωντανή εκκλησιαστική γλώσσα, που λαλείται και ψάλλεται στην εκκλησιαστική λατρεία. Η πορεία του Έθνους μας σήμερα, μέσα στην χοάνη της Ενωμένης Ευρώπης, πείθει αναντίρρητα, ότι η Εκκλησία με όλη την ζωή και κίνησή της είναι ο χώρος, στον οποίο θα σωθεί ή μπορεί να σωθεί η γλώσσα μας. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς ακόμη και σε σπουδαστές της Θεολογίας ή Φιλολογίας: μόνον εκείνοι, που έχουν άμεση επαφή με την λατρεία και την γλώσσα της, χειρίζονται άνετα τον ελληνικό λόγο. Συμβαίνει δηλαδή αυτό, που διαπιστώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άνθρωποι μικρής σχολικής παιδείας, ως τον Μακρυγιάννη, στο γραπτό τους λόγο φανερώνουν την σχολική ανεπάρκειά τους. Στον προφορικό τους όμως λόγο διασώζουν την ζωντανή ελληνική γλώσσα, έξω από κάθε καλούπι και ιδεολογική δέσμευση. Αυτό σημαίνει, ότι μόνο στην εκκλησιαστική λατρεία θα παρέχεται η δυνατότητα άμεσης επαφής και κοινωνίας με τον «έλληνα λόγο», την γλωσσική μας παράδοση. Διότι η εκκλησιαστική λατρεία θα διασώζει τα ακούσματα του αυθεντικού ελληνικού λόγου μέσα στην ακατάλυτη συνέχειά του.

Βιβλιογραφική Σημείωση.
Ειδικές μελέτες για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας είναι οι ακόλουθες: Κ.Γ. Μπόνη, Η γλώσσα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1970. Χρ. Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970. Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αυτές βρίσκει κανείς και την λοιπή βιβλιογραφία.
(2010)
1.    Το κείμενο στην Ελληνική Πατρολογία του Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου του Μεγάλου εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», Λόγος επί τη εορτή των τριών Ιεραρχών, Εν Αθήναις 1958.
2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. («Ο Θεός, που μας έπλασε, μας έδωσε την χρήση του λόγου, για να φανερώνουμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις των καρδιών (μας) και, λόγω της κοινωνικότητας της φύσης (μας), να μεταδίδουμε ο καθένας στον πλησίον, προσφέροντας σαν μέσα από κάποια ταμεία τις σκέψεις από τα βάθη της καρδιάς μας»).
3. PG 31, 197CD. («Διότι, αν ζούσαμε με γυμνή από το σώμα ψυχή, αμέσως θα επικοινωνούσαμε μεταξύ μας με τις σκέψεις (μας). Επειδή όμως η ψυχή μας σκέπτεται, καλυπτομένη με το παραπέτασμα του σώματος, έχει ανάγκη από λόγια και λέξεις, για να ανακοινώσει αυτά, που βρίσκονται στο βάθος της»).
4. Στο ίδιο. («Όταν, λοιπόν, η σκέψη εκφρασθεί με την φωνή, μεταβαίνει από τον ομιλητή σ’ αυτόν, που ακούει, διασχίζοντας τον αέρα, μεταφερόμενη με τον λόγο σαν πορθμείο. Και αν μεν βρει άκρα γαλήνη και ησυχία, σαν σε γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, αγκυροβολεί ο λόγος στις ακοές των ακροατών. Αν όμως, σαν κάποια σφοδρή θύελλα, ο θόρυβος των ακροατών πνεύσει αντίθετα, τότε ναυαγεί ο λόγος, διαλυόμενος στον αέρα»).
5. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Β (21) 35.
6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, όπ.π., σ. 13 ε.
7. Βλ. πατερικά παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975, σ. 14 ε.ε.
8. Ιερός Χρυσόστομος, PG 47, 428.
9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.
10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.
11. Στο ίδιο.
12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.
13. Βλ. Γένεση 2, 19 ε.
14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.
15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.
16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.
17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.
18. Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.
19. Για το ζήτημα βλ. στου Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής, Εν Αθήναις 1986, σ. 345 ε.ε.
20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 32 ε.
21. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου (επισκ.), Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1977, σ. 204, 285.
22. Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ’.
23. PG 37, 308.
24. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 36-37.
25. Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δε επιτελουμένης, επιτραπείς Τριφύλλιος διδάξαι το πλήθος, επεί το ρητόν εκείνο παράγειν εις το μέσον εδέησε, το, «άρον σου τον κράββατον και περιπάτει», σκίμποδα αντί του κραββάτου μεταβαλών το όνομα, είπε. Και ο Σπυρίδων αγανακτήσας. ου συ γε, έφη, αμείνων του κραββάτου ειρηκότος, ότι ταις αυτού λέξεσιν επαισχύνη κεχρήσθαι; Και τούτο ειπών απεπήδησε του ιερατικού θρόνου, του δήμου ορώντος».
26. Περί των ιερώς ησυχαζόντων Α’, 1, 11.
27. PG 160, 698.
28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι., Αθήναι 20042, σ. 43 επ.

ΠΗΓΗ:
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το νηστίσιμο ταβερνείο της Θεώνης και η Αγία Παρασκευή


Ήμασταν μια παρέα που  επιθυμούσε να φάει ψαράκι σε κάποιο γνωστό μας  παραθαλάσσιο και «ξεχασμένο»  ταβερνάκι. Είχαμε  γευτεί και στο παρελθόν τις νοστιμιές της κουζίνας αυτού του ταβερνείου και φορτωμένη με ανάλογες  αναμνήσεις η μνήμη του στομαχιού το επισκέφθηκε ξανά. Μετά από κάμποσα μακροβούτια η όρεξη είχε ανοίξει και η πείνα  έφτιαχνε  εικόνες στο μυαλό. Μαζεύτηκαν σε ταχύτατους ρυθμούς  τα ελάχιστα μπαγκάζια με άμεσο  προορισμό το ταβερνείο της Θεώνης.
Το μαγαζάκι όπως  ακριβώς το θυμόμασταν. Το κύμα έσκαγε επάνω στην  εξέδρα με τις λίγες καρέκλες και τα τραπεζάκια. Τα ψαροκάικα, αγκυροβολημένα,  χόρευαν ρυθμικά, σχεδόν λειτουργικά λες και  πετάγονταν από κάποιο μυθιστόρημα του Κόντογλου. Στο εσωτερικό ο χώρος σταματημένος (αλλά όχι εγκλωβισμένος)  με μια  αξιοπρέπεια στη δεκαετία του 70΄. Καθόμαστε στο τραπεζάκι με την ελπίδα να φάμε τα πολυπόθητα ψάρια. Βγαίνει ένας αγαθός  σερβιτόρος (εκ της αλλοδαπής) ενημερώνοντας μας ότι σήμερα δεν σερβίρεται ψάρι λόγω νηστείας. Κεραυνός στις πολυτελείς ανησυχίες των στομαχιών μας. Σήμερα σερβίρονται μόνο μαλάκια! Παραγγείλαμε ό, τι μας πρόσφερε το ταβερνείο  και περιμέναμε. Η χωριάτικη  σαλάτα εννοείτε χωρίς φέτα ενώ  το λάδι υπήρχε,  κατά εξαίρεση, μόνο  για εμάς που δεν κατέχαμε τι παίζεται. Αν και λιτή η παραγγελία  μας ήτανε ωστόσο αρκετά χορταστική! Οι μερίδες της, όπως και οι τιμές της, έχω την εντύπωση ότι ξεπερνάνε  τις προσδοκίες των φτωχών.
Με έτρωγε όμως και η περιέργεια για την υποχρεωτική νηστεία που μας έμπασε η Θεώνη. Έτσι, μετά από τη νηστήσιμη ματσαμπούκα, μπούκαρα στο μαγαζί για να πάρω τις απαντήσεις που χρειαζόμουνα. Την πετυχαίνω στο βάθος της κουζίνας και με καλωσορίζει. Αυτή καθόταν στο τραπέζι σαν αρχόντισσα. Μια δουλευταρού και κουρασμένη γυναίκα που δεν ξεπέφτει για να πλησιάσει τους ανθρώπους που εμπιστεύονται την κουζίνα της  σαν πελάτες που θα πρέπει να τους κάνει τεμενάδες ή πονηριές για να τους κλέψει την καρδιά. Ντυμένη μέσα από  μια Παράδοση που την έμαθε το αληθινό θαύμα αλλά και το κοπιαστικό μεροκάματο ανταποκρίνεται μόνο όταν της ζητηθεί.
Την ρωτώ λοιπόν, σαν να αγνοούσα κάτι, για το  αν η  ημέρα μνήμης (της εορτής)  της Αγ. Παρασκευής θεωρείτε νηστεία και γιατί;
Με μια φυσικότητα μου απαντάει: μα ναι ασφαλώς!
Δεν το ήξερα της απαντώ.
Μετά  θέλοντας κάπως  να  διορθώσει την απάντησή  της.
Κοίταξε μου λέει. Έχουμε μια Εκκλησία αφιερωμένη στη χάρη της εδώ λίγο παρακάτω και την τιμάμε αυτή την ημέρα με πλήρη νηστεία.
Μας ήρθανε και άλλες παρέες σήμερα που δεν παραγγείλανε καθόλου ψάρι γιατί το ήξεραν.
Πιάστηκα αδιάβαστος.
Ήτανε ντόπιοι; την ρωτάω.
Ναι μου απαντάει. Και την τηρούν αυτή τη νηστεία.
Αρχίζει από μόνη της να μου διηγείται  διάφορα σύγχρονα θαύματα της Αγ. Παρασκευής και γιατί νηστεύουν οι ντόπιοι στη μαρτυρική μνήμη της.
Κλείνει την αφήγησή της με ένα θαύμα που συνέβηκε στην ίδια και από τότε την ευλαβείται, άλλα χωρίς να μου πει τι ακριβώς ήταν αυτό. Δεν την ρωτάω κι εγώ από σεβασμό στο μυστήριο του θαύματος και του προσώπου.
Μου εκφράζει της επιθυμία της να επισκεφθεί το χειμώνα το λείψανό της που είχε μάθει ότι βρίσκεται κάπου στην Κορινθία.
Νιώθει χαρούμενη για όσα μοιράστηκε αυτά τα λίγα λεπτά μαζί μου.
Μου κόβει απόδειξη από μόνη της και μου λέει: την επόμενη φορά που θα έρθεις, να μου πεις ότι είσαι ο Γιώργος που τα είπαμε για την Αγ. Παρασκευή για να σε θυμηθώ.
Δεν ξέρω τι είδους πρεσβεία είχε  κάνει αυτή η τολμηρή αγωνίστρια του Χριστού Αγ. Παρασκευή για χάρη της Θεώνης. Φαινόταν όμως να είναι κάτι δυνατό αυτό που την είχε μεταμορφώσει σε κάτι άλλο, όπως είχε μεταμορφώσει κάποτε και την ίδια την Αγ. Παρασκευή.
Φαίνεται ότι μεταξύ των σταθερών αγωνιστών της πίστης υπάρχει μια μυστήρια συνεννόηση όπου ο πρεσβευτής κινεί στην κυριολεξία γη και ουρανό  για να στηρίξει τον αγώνα του πρεσβευόμενου.
Και όσο για την αφεντιά μας; Μάλλον αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε εκείνο το σημείο όπου ο Βασιλιάς της Νινευή, αφού εντέλει ενημερώθηκε για την καταστροφή της από τον Ιωνά, κήρυξε νηστεία μετανοίας ακόμα και στα ζώα!   Κατά ένα μυστήριο τρόπο λοιπόν, σαν άλλος Βασιλιάς, η υποχρεωτική νηστεία του ταβερνείου της Θεώνης   μας έκανε και  νιώσαμε τόσο, μα τόσο κοντά στη νηστεία εκείνων  των ζώων της Νινευής.
Γιώργος  Κουτσοδιάκος

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ !


News  Μόσχα, 17 Μαρτίου 2006, 14:40, ειδησεογραφικό πρακτορείο Interfax.
Το σημείο του Σταυρού και της Ορθόδοξης (Χριστιανικής) προσευχής είναι ικανά να σκοτώσουν μικρόβια, και να μεταβάλουν της οπτικές ιδιότητες του νερού.
Μία μελέτη.

   Επιστήμονες έχουν αποδείξει πειραματικά τις θαυματουργικές ιδιότητες του σημείου του
Σταυρού και της προσευχής.
«Είναι διαπιστωμένο ότι η παλιά συνήθεια να γίνεται το σημείο του Σταυρού πάνω από το φαγητό και το ποτό πριν το γεύμα, έχει ένα προφανές μυστικό νόημα. Πίσω από αυτό παραμένει η πρακτική χρησιμότητα:
Η τροφή κυριολεκτικά καθαρίζεται μέσα σε μια στιγμή. Αυτό είναι ένα μεγάλο θαύμα, που κυριολεκτικά συμβαίνει κάθε ημέρα», είπε η φυσικός Angelina Malakhovskaya που προσκλήθηκε από την εφημερίδα Zhizn την Παρασκευή.
Η Malakhovskaya έχει μελετήσει τη δύναμη του σημείου του Σταυρού με την ευλογία της Εκκλησίας, για 10 περίπου χρόνια τώρα. Έχει διεξάγει ένα μεγάλο αριθμό πειραμάτων που έχει επανειλημμένα επαληθευθεί, πριν τα αποτελέσματά τους έρθουν στη δημοσιότητα. Ειδικότερα έχει ανακαλύψει τις απαράμιλλες βακτηριοκτόνες ιδιότητες του νερού μετά την ευλογία του από μία Ορθόδοξη προσευχή και το σημείο του Σταυρού. Η μελέτη επίσης αποκάλυψε μία νέα, ενωρίτερα άγνωστη ιδιότητα του λόγου του Θεού να μετασχηματίζει τη δομή του ύδατος, αυξάνοντας αξιοσημείωτα την οπτική του πυκνότητα στην περιοχή του φάσματος της βραχείας υπεριώδους ακτινοβολίας, γράφει η εφημερίδα.
Οι επιστήμονες έχουν επαληθεύσει την δύναμη της δράσης της Κυριακής προσευχής (Πάτερ ημών) και του Ορθοδόξου σημείου του Σταυρού στα παθογενή βακτήρια. Δείγματα νερού από διάφορες δεξαμενές (πηγάδια, ποταμούς, λίμνες) πάρθηκαν για έρευνα. Όλα τα δείγματα είχαν goldish staphylococcus, ένα κολοβακτηρίδιο. Αποδείχθηκε εν τούτοις, ότι αν η Κυριακή προσευχή λεχθεί και το σημείο του Σταυρού γίνει επάνω τους, ο αριθμός των βλαβερών βακτηριδίων θα μειωθεί επτά, δέκα, εκατό ακόμη και πάνω από 1000 φορές.
Τα πειράματα έγιναν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείουν και την ελάχιστη πιθανή νοητική επιρροή. Η προσευχή ειπώθηκε και από πιστούς και από απίστους, αλλά ο αριθμός των παθογόνων βακτηρίων σε διάφορα περιβάλλοντα με διαφορετικές ομάδες βακτηρίων ακόμη και τότε μειώθηκε, συγκρινόμενος με τα πρότυπα αναφοράς.Οι επιστήμονες απέδειξαν επίσης την ευεργετική επίδραση που η προσευχή και το σημείο του Σταυρού έχουν πάνω στους ανθρώπους. Όλοι οι συμμετέχοντες στα πειράματα είχαν την πίεση του αίματός τους να τείνει να σταθεροποιηθεί, και τους αιματικούς δείκτες βελτιωμένους. Κατά τρόπο εντυπωσιακό, οι δείκτες άλλαζαν προς την ίαση που χρειαζόταν: Στους υποτασικούς η αιματική τους πίεση ανέβηκε, ενώ στους υπερτασικούς κατέβηκε.
Επίσης παρατηρήθηκε ότι το σημείο του Σταυρού εάν γίνεται πρόχειρα, με τα τρία δάχτυλα βαλμένα μαζί απρόσεκτα ή τοποθετούμενα εκτός των απαραιτήτων σημείων (στο μέσο του κούτελου,το κέντρο του ηλιακού πλέγματος, και στα κοιλώματα κάτω από το δεξί και αριστερό ώμο), το θετικό αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο αδύνατο, ή απουσίαζε εντελώς.
Εδώ θα βρείτε το αυθεντικό κείμενο  http://www.interfax-religion.com   
απόδοση στα ελληνικά υπό Λεοντίου Μoναχού Διονυσιάτου
 πηγή :  Διαβάστε περισσότερα  http://www.imdleo.gr

Η Ιστορία των παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο

undefined
Η αγάπη, ο σεβασμός και η τιμή των πιστών για το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, από την αρχή της σωτηρίου οικονομίας, όπως λέγουν οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και είναι τόσο μεγάλη, ώστε αδυνατεί ο ανθρώπινος λόγος να περιγράψει τα αισθήματα αυτά επαρκώς.
Από αυτήν την αγάπη, την τιμή και την ελπίδα στην μεσιτεία της προς τον μέγα και Μόνο Μεσίτη Χριστό και Υιό της, κατά το ανθρώπινον η Εκκλησία καθιέρωσε να τελείτε κατά την περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, η ιερή Ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εναλλάξ, εκτός των εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Έτσι επ’ ευκαιρίας του γεγονότος αυτού καλόν είναι να δούμε και να γνωρίσουμε μερικά πράγματα για το τι είναι κανόνας, και ποιος συνέθεσε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι ύμνοι μακροσκελής, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Η κάθε ωδή αποτελείτε από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα στα τροπάρια, που τρέπονται σύμφωνα με τον ήχο του ειρμού και τέλος το εφύμνιο όπου επαναλαμβάνεται σε κάθε τροπάριο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία τού Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση τού Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστή τους ειρμούς της α’, γ’, ζ και η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ’ όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια του Παμβασιλέως Θεού.
Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με πιστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν..

Η ιστορία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος,η λειτουργική του χρήση και τα χαρακτηριστικά του.

 

undefined
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Ο Ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα(Μ.Π.Κ)
Ο ποιητής λοιπόν του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις, βασιλιάς τῆς αυτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ιδρύθηκε μετα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως απο τους Φράγκους, σαν αντίσταση στην Φραγκοκρατία ποὺ επεβλήθηκε απὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία κατὰ τὰ έτη 1204 – 1261.
Ὁ χρόνος άρα που γράφτηκε ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανόνας είναι ὁ ΙΓ´ μ.Χ. αιώνας καὶ συγκεκριμένα τὸ διάστημα των ετών 1204 – 1258 μ.Χ.που ἔζησε ὁ ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις.
Ο Επιληπτικός Αυτοκράτορας
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία, και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του.
Ήταν πολύ μορφωμένος, και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικήφόρος Βλεμμύδης και Θεόδωρος Ακροπολίτης.
Όταν πάντρεψε την κόρη του με τον Νικηφόρο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ και της Θεοδώρας , του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια.
Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, του προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του.Ειδικότερα η συναισθηματική του αστάθεια εκφράζεται κυρίως «σαν κατάθλιψη η σαν διάχυση του συναισθήματος ¨..
Σε μια από το πλήθος των επιστολών του ,ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του γράφει: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν,κατηφή ,δεινόν ,συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον .Οίμοι τι εν εμοί γέγονεν!Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχικλή και ταπείνωσις σαρκική ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον»(J.B.Papadopoulos)
Κάποτε στον δρόμο της Ιστορίας ,συναντήθηκε με το πρόσωπο της Θεοδώρας ,της Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σημερινής Αγίας και πολιούχου της Άρτας.
Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Νικηφόρο ,τον πρωτότοκο γυιό του Μιχαήλ και της Θεοδώρας. Ο χαρακτήρας της Θεοδώρας , ,που είχε αποκτήσει «υπομονή αγίας και συνέίδηση ειρηνοποιού»(D.M.Nicol), αλλά και η Θεοτοκοφιλία της ήταν παραδειγματική και καταλυτική γι αυτόν.Και στις δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου έμαθε από την Θεοδώρα ,(που οι περιπέτειες της ζωής της έκαναν να κυλήσουν από τα μάτια της ¨θρόμβοι δακρύων» και να στραφεί προσευχητικά πολλές φορές προς το πρόσωπο της Θεοτόκου ) να στρέφει τα βλέμματα στην μορφή της Γιάτρισσας Παναγίας .Και να απευθύνει σε Αυτή κατανυκτικές επικλήσεις ,που εκφράζουν ένα έντονο ψυχικό άλγος.
Αποτέλεσμα αυτών των διαρκών προσευχητικών επικλήσεων του Θεοδώρου προς την Θεοτόκο είναι και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας που αυτός συνέθεσε.
Καθώς ή υγεία του χειροτέρευε o Θεόδωρος  παραιτήθηκε από τον θρόνο της Νικαίας καί αποσύρθηκε στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, δπου καί έγινε  μοναχός λίγο πρίν τόν θάνατο του. “Αφησε την τελευταία του πνοή τόν Αύγουστο τοΰ 1258 πρίν ή κατά τήν διάρκεια τού μεθεόρτου οκταημέρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ό Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σέ κάποια ύφεση της ασθενείας του πού διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός πού αποδόθηκε σέ θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Η Λειτουργική χρήση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα.
Ό Κανόνας  γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σέ ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των  γύρω  Μονών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ό Κανόνας χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Μεγάλη Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου ή Μεγάλη Παράκλησις τελούνταν καθημερινά  προς ίασή  του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως του Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι  ή ακολουθία της Μεγάλης Παρακλήσεως ψάλλονταν   καθημερινά  μέχρι την ώρα του θανάτου του. Είναι επίσης εύλογο νά δεχθούμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και έγινε  συνήθεια έκτοτε νά ψάλλεται ή ακολουθία κάθε Αύγουστο  σε μνήμη του ποιητή της.
Λίγο πρίν από τον θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί.Έπεσε στα πόδια του εξομολογητή και ¨δακρύων απλέτοις ρεύμασι την γήν εν ή κατέκειτο έπλυνεν ,ώστε και πηλόν γεγενήσθαι εκ τούτων …το «εγκατέλιπόν σε Χριστέ» συνεχώς επεφώνει»(Γ.Ακροπολίτης )
Η ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα , που σήμερα αντηχεί στους ναούς στα δειλινά του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου ,συγκινώντας τους πιστούς με τους έξοχους στίχους του ,γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και συντριβή.
«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη την εμήνκαλύπτουσι καρδίαν»
. «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ήν έχω»
Στίς 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει τήν Κωνσταντινούπολη  γιά λογαριασμό τοϋ Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τοΰ 1204- Ή αναίμακτη ανάκτηση τής Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως σαν θαυματουργή παρέμβαση τής Θεοτόκου.
Ό Αυτοκράτορας  για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ τής 25ης Ιουλίου καί 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γίνονταν  στην Κωνσταντινούπολη καί μεταξύ αυτών ήταν  και   ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών τοΰ Θεοδώρου Λασκάρεως. ‘
Αλλά ή νέα Βασιλική Αυλή τοΰ Μιχαήλ,, βρέθηκε  μπροστά στο εξής δίλλημα.
ΟΙ δύο βασιλικές δυναστείες τοΰ Θεοδώρου Λασκάρεως καί Μιχαήλ Παλαιολόγου βρίσκονταν  σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ό Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιό του Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί ή Βασιλική Αυλή ακολουθίες πού θύμιζαν την δυναστεία του Θεοδώρου.
Η λύση βρέθηκε με την χρήση του παλιότερου  Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του μοναχού Θεοστήρικτου.
Ό  Μεγάλος Παρακλητικός κανόνας παρέμεινε σε χρήση μόνο κατά την νηστεία τοϋ Δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος μέ την μνήμη του Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε νά εναλλάσσεται μέ τον Μικρό, ό όποιος διαδόθηκε  έξ ϊσου ευρέως και χρησιμοποιείται πλέον καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου («εις πάσαν περίστασιν»).
Δέν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθηκε  ή εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο. Είναι φυσικό να υποθέσουμε πώς αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και αφού ξεχάστηκαν οι διαφορές των δύο δυναστειών καθιερώθηκε ή εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο σαν  εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
ΟΙ δύο Παρακλητικοί Κανόνες, Μικρός καί Μεγάλος, παρέμειναν άγνωστοι στους Ρώσους Όρθοδόξους πού παρέλαβαν τά ελληνικά λειτουργικά κείμενα μέχρι τόν ενδέκατο αιώνα μεταφρασμένα στην σλαβονική γλώσσα. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες δεν περιελαμβάνονταν στα ελληνικά λειτουργικά βιβλία της εποχής εκείνης.
Β.Χαρακτηριστικά του Μ.Π.Κ.
Ὁ Μεγάλος Παρακλητικός Κανών, όπως γράφουν οι ερευνητές Νικόλαος Τωμαδάκης καὶ Ιωάννης Φουντούλης, έχει περισσότερο προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ «αναφέρεται ειδικά στὰ παθήματα καὶ στις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής του πολυπαθούς αὐτοῦ βασιλέως, ὁ ὁποίος έπασχε απὸ ανίατο ψυχικὸ νόσημα». Ἀναφέρει δὲ ὁ Τωμαδάκης ὅτι: «εαν ἡ περίπτωσις τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως προσαρμόζεται πρὸς την κατάθλιψη καὶ τὶς διακυμάνσεις της οργιζομένης καὶ αμαρτανούσης καὶ νοσούσης υπάρξεως των μυριάδων πιστών, αυτὴ ακριβώς είναι καὶ η αιτία της κατὰ τὰ τελευταία έτη της βυζαντινής αυτοκρατορίας εισαγωγής της ποιητικής αυτής συνδέσεως, δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, στὴν εκκλησιαστικὴ ακολουθία, προς λειτουργικὴ χρήση.
Η ποίηση του Μ.Π.Κανόνος ειναι έκφραση πόνου καὶ κραυγὴ αγωνίας πρὸς την Παναγία, που αυτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ αποτελοῦν ένδειξη μεγάλου ποιητή, ὅπως π.χ. «ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ἢ «ἵνα τὶ μὲ ἀπώσω ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἐκάλυψέ με τὸ ἀλλότριον σκότος τὸ δείλαιον», ἢ «ἀλλ΄ ἐπίστρεψόν με καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον, δέομαι» καὶ ἄλλα πολλά.
Εὰν συγκρίνωμε τώρα τὴν ποιητικὴ έκφραση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψεως καὶ της κραυγαλέας οδύνης του Μ.Π.Κ. πρὸς την σύγχρονη εξομολογητικὴ ποίηση τῶν καιρών μας, θα διαπιστώσωμε τα εξής: ότι στην εξομολογητικὴ ποίηση του συγχρόνου κόσμου, ο ποιητής εκχέει προς τὸ κενό τον σπαραγμό της καρδίας του, το ἐσωτερικό του άλγος, χωρὶς να περιμένει από κανένα την διόρθωση της καταστάσεώς του, εφ΄ όσον δεν πιστεύει, ούτε ελπίζει σὲ κάτι. ‘Ετσι, ὁ ποιητής αυτὸς αφήνει ανοικτές τις πληγὲς της ψυχής του μὲ απόγνωση καὶ απογοήτευση, χωρὶς τὴν ελπίδα γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ασθενείας του. Ενώ ἀντίθετα η ποίηση του Μ.Π.Κ., όπως καὶ όλων των ύμνων της Εκκλησίας μας, παρὰ την έκφραση του πόνου, της θλίψεως, της ασθενείας, των πειρασμών καὶ των βασάνων, δεν κυριεύεται απὸ απόγνωση καὶ απελπισία, αλλὰ μὲ πίστη καὶ ελπίδα εκλιπαρεί την ευσπλαχνία καὶ την πρεσβεία της Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ θείο έλεος τοῦ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μὲ θάρρος καὶ αισιοδοξία για να συνεχίσει τον ἀγώνα, με την βοήθεια εκείνων, για την διόρθωση όλων των δεινών του

Η Ιστορία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του

undefined
πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
 Γενικά.
Ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιό λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ονομάζονται «Παρακλητικοί» οι δύο κανόνες στὴν Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί, τἀ αισθήματα των ὁποίων ἐκφράζουν οι κανόνες, ικετεύουν καὶ παρακαλούν την Παναγία μὲ τις μεσιτείες καὶ πρεσβείες της προς τον φιλάνθρωπο Θεό καὶ Υιό της (»πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου») νὰ ἱκανοποιήσῃ καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ φλέγοντα αἰτήματα τῶν προσευχῶν των πρὸς αὐτήν (»τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν…»).
Όπως αναφέρει ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης, οἱ δύο κανόνες ονομάζονται «Μικρὸς» ὁ α´ καὶ «Μέγας» ὁ β´, ἢ Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, αν καὶ έχουν ίσο  αριθμὸ τροπαρίων, τριάντα δύο συνολικά ο καθένας , τέσσερα σὲ κάθε ωδή. Όμως τὰ τροπάρια καὶ οι ειρμοὶ του Μεγάλου Κανόνος είναι ἐμφανῶς ἐκτενέστερα. Ἀλλ᾿ αὐτό, καθὼς ἀναφέρει ὁ ἴδιος καθηγητής, δεν είναι αρκετὸ γιἀ νὰ αιτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «Μέγας» σ᾿ αὐτόν. Ὁ σπουδαιότερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ Μέγας αὐτὸς Κανόνας  ψάλλονταν πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὰ ἐξαποστειλάρια: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες πού οδήγησαν στην ποίηση των δύο κανόνων όσο και  στην τελική μορφολογία των δύο Παρακλήσεων.
Το  σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ό Κανόνας  της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα  της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα τοΰ Λασκάρεως. Ό τίτλος του δούκα μας δείχνει ότι συνέθεσε τόν Κανόνα πρίν τήν ανάρρηση του στον θρόνο της Νικαίας τόν Νοέμβριο 1254.
Η ιστορία του μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του.
Ο Μικρός παρακλητικός κανόνας, που είναι και ο πιο παλιός, αποδίδεται από ορισμένους στο μοναχό Θεοστήρικτο, που έζησε τον έννατο αιώνα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι έργο του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη του Ομολογητή,τον Γραπτό, που έζησε τον ίδιο αιώνα.
Αλλοι πάλιν τον αποδίδουν στον Αγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.
Στο εκκλησιαστικό  βιβλίο ΩΡΟΛΟΓΙΟ γράφεται ότι ό Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού. Οι δε (υποστηρίζουν) Θεοφάνους».Τα δύο αυτά ονόματα είναι ενδεχόμενο να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο ,με την έννοια ότι ο Θεοφάνης ήταν ο μετέπειτα μοναχός Θεοστήρικτος.
Σύγχρονοι ειδικοὶ ερευνητές ,(Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν – καὶ Ιωάννης Φουντούλης – Καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς στὸ Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης –) διατυπώνουν τὴ γνώμη, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, ποὺ φέρει δύο ὄνόματα, τὸ κοσμικόν του ὄνομα Θεοφάνης καὶ τὸ μοναχικόν του ὄνομα Θεοστήρικτος.
Νεώτερες έρευνες στο θέμα συγκλίνουν στην άποψη ότι ποιητής του Μικρού Παρακλητικού κανόνος είναι ο Άγιος Θεοστήρικτος ο  Ομολογητής.Αυτός  χρησιμοποιώντας τόν ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, Ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Ό Κανόνας του Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί  σαν  πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων. Ο Θεοφάνης με  την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τόν Κανόνα του Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανεισθεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ καί η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό. Έτσι ό Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα
Ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής και οι αγώνες του υπέρ των ιερών εικόνων.
Γεννημένος στις αρχές του 8ου αιώνος στην Τριγλία της Βιθυνίας ,ο όσιος Θεοστήρικτος έγινε  μοναχός από νεαρή ηλικία στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ,την αποκαλούμενη Πελεκητή, όπου αργότερα εκλέχθηκε ηγούμενος.Όταν κατά την διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρωνύμου ?(741-775) ο περιβόητος και αιμοσταγής κυβερνήτης της Μικράς Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας άρχισε να καταδιώκει τους ομολογητές των ιερών και σεπτών εικόνων ,εισέβαλλε στην μονή την νύχτα της Μεγάλης  Πέμπτης  του 763 μ.Χ.την ώρα της Θείας Λειτουργίας .
Ο  Ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, ο Θεοστήρικτος τελούσε την Θεία Λειτουργία με τους 780 υποτακτικούς του, εκ των οποίων οι 70 ήταν Ιερομόναχοι.
Η κατανυκτική ατμόσφαιρα, διακόπηκε ξαφνικά από άγρια χτυπήματα που σείουν την Πύλη του Μοναστηριού και άγριες φωνές δυο χιλιάδων στρατιωτών ,που προξενούν ρίγος και τρόμο.
Η Πύλη θραύεται από τα τσεκούρια και όλος αυτός ο συρφετός μπαίνει στην αυλή.Ο Αρχηγός Ηγεμόνας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας εισορμά μέσα στον Ναό μαζί με τον στρατό του, πλησιάζει τον Ηγούμενο κι’ αφού πετά κάτω  το Άγιο Δισκοπότηρο, του δίνει δυό δυνατές γροθιές στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να γίνει συμπλοκή στρατιωτών με τους Μοναχούς.
Μετά από αυτά ο Ηγούμενος, αφού προστάξει τα τέκνα του να υποχωρήσουν, ο Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει ένα χαρτί στον Ηγούμενο και του λέγει άγρια.
-Πάρε και υπόγραψε αμέσως εναντίον των ειδώλων που τα λέτε εικόνες, γιατί θα σας σφάξουμε όλους. Είναι πρόσταγμα του Ευσεβούς Βασιλέως μας Κωνσταντίνου του Πέμπτου.
-Κοπρωνύμου να λες καλύτερα, λέγει ο Ηγούμενος Θεοστήρικτος .Δεν υπογράφομε ποτέ εναντίον των Ιερών Εικόνων, τις οποίες τιμητικά προσκυνούμε.
Αυτά λέγοντας ο Άγιος Ηγούμενος, ο Λαχανοδράκοντας αγριεμένος προστάζει ν’ αρχίσουν οι στρατιώτες την σφαγή.
Σε λίγα λεπτά της ώρας, τετρακόσιοι (400) Μοναχοί πέφτουν  νεκροί.
Ο  Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει τώρα άλλη προσταγή. Να δέσουν με αλυσίδες τους υπόλοιπους και να τους βγάλουν στην αυλή. Έπειτα βάζουν φωτιά από όλες τις πλευρές του Μοναστηριού για να γίνουν  όλα στάχτη. Το ωραίο Μοναστήρι τυλίγεται στις φλόγες του πυρός.
Οι αιχμάλωτοι μοναχοί οδηγούνται  μπροστά στον Κοπρώνυμο τον ανάξιο Αυτοκράτορα του Βυζαντινού Κράτους.
-Πόσοι είναι; ρωτά ο Κοπρώνυμος τον Λαχανοδράκοντα κι’ εκείνος απαντά.
-Ιερομόναχοι 40 Μοναχοί 342 και ο Ηγούμενος.
Ο Κοπρώνυμος λυσσά από οργή. Απευθυνόμενος πρώτα-πρώτα στο πλήθος των Μοναχών τους προστάζει άγρια.
-Παλιοκαλόγηροι! Απειθείς και αντιδραστικοί στα Βασίλεια, ελάτε εδώ μπροστά μου. Είμαι ο Κωνσταντίνος ο Πέμπτος και εγώ δεν χορατεύω.
Στο πρόσταγμα του Κοπρωνύμου, κανένας δεν σαλεύει. Ένας μόνο με χαμογελαστό πρόσωπο Σινέσιος στο όνομα, Παλικάρι στο σώμα και στην ψυχή, πλησιάζει τον Κοπρώνυμο και του λέγει.
-Κοπρώνυμε! Εμείς είμαστε τέκνα ενός Θεοστηρίκτου και μάθαμε από τον Γέροντά μας να καταπατούμε την κεφαλή του Διαβόλου και των Εικονομάχων.
Ο Κοπρώνυμος κιτρινίζει και γνέφοντας στον υπασπιστή του, του λέγει. -Υπασπιστή μου, κόψε την αυθάδη κεφαλή του. Η κεφαλή του Οσίου υποτακτικού πέφτει.
Μετά ταύτα εξετάζει έναν – ένα όλους τους Μοναχούς. Βλέποντας όμως το ανδρείο φρόνημα της πίστεως τους, προστάζει να τους αποκεφαλίσουν εκείνη την στιγμή.
Το αίμα τόσων Οσίων Μοναχών τρέχει σαν ποτάμι, η δε καρδιά του Κοπρωνύμου ευφραίνεται διπλά.
Μετά από την ομαδική αυτή σφαγή, ο Κοπρώνυμος προστάζει να φέρουν μπροστά του τον Ηγούμενο.
Ο Άγιος Ηγούμενος πλησιάζει με καρδιά, που από το ήμισυ χαίρει και απ’ το άλλο ήμισυ κλαίει.
Ο Κοπρώνυμος με πολύ σκληρή φωνή του λέγει.
-Φονιά. Δήμιε. που θανάτωσες τα 780 τέκνα σου για ένα καπρίτσο σου, να μη πετάξεις στον βόθρο τα είδωλα που λέτε Εικόνες. Φονιά που θα σε γράψει η Ιστορία ως παιδοκτόνο.
Ο Όσιος Ηγούμενος δεν απαντά. Κάνει λίγα βήματα, ξεκρεμά από τον τοίχο μια ζωγραφιά του Κοπρωνύμου, την ρίχνει στο πάτωμα, την πατά και λέγει.
-Αυτή η ατιμία σου αξίζει Κοπρώνυμε. Εγώ είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων και διψώ τον υπέρ αυτών θάνατο. Βιάζομαι μάλιστα για να προλάβω τα χρυσά και ευλογημένα τέκνα μου, τον στέφανο και το καύχημά μου.
Ο Κοπρώνυμος αφρίζει. Όμως αλλόκοτος θόρυβος που ακούγεται μέσα στο Παλάτι, τον κάνει να τρέμει. Νομίζει πως τον έχουν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του και ότι όλοι έγιναν εχθροί του.
Να τώρα ! Στρατηγοί, τουρμάχες, παρακοιμώμενοι, Συγκλητικοί και όλοι, πράγματι σηκώνονται εναντίον του.
-Αυλάρχη μου ! Αυλάρχη μου ! αρχίζει να φωνάζει ο Κοπρώνυμος, σώσε με. σώσε με.
Ο Αυλάρχης υψώνει το ξίφος και αρχίζει να κόβει κεφάλια. Ένα χέρι του αρπάζει το ξίφος και τον αφοπλίζει. Αυτός είναι ο Στρατηγός Αιμίλιος Τεραβίνος.Ο Στρατηγός Αιμίλιος αφού κάνει το σημείον του Σταυρού, βγάζει μια Εικόνα  του Χριστού μας από το στήθος του και φωνάζει δυνατά.
-Καταραμένε Αιρετικέ Κοπρώνυμε, είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων, σφάξε με.
Η Τίμια κεφαλή του Στρατηγού πέφτει στο δάπεδο, ενώ ο Κοπρώνυμος τρέμοντας και τρικλίζοντας αποτραβιέται στο Τρίκλινο.
Την άλλη μέρα ο θηριόψυχος Κοπρώνυμος, καλεί μπροστά του τον Ηγούμενο κι αφού παίρνει απ’ αυτόν τις ίδιες απαντήσεις προστάζει να κόψουν την μύτη, τα αυτιά και τα δάχτυλα των χεριών του. Έπειτα με τανάλιες τραβούν λουρίδες του δέρματος από όλο το σώμα του, και ενώ τα αίματα βάφουν ξανά το πάτωμα, προστάζει να τον κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, ώσπου να ξεψυχήσει.
Η προσταγή του αιμοσταγούς Αιρετικού Κοπρωνύμου εκτελείται.
Μέσα σ’ αυτή την απαίσια φυλακή μένει ο Άγιος Ηγούμενος Θεοστήρικτος επί ένα ολόκληρον χρόνο. Η ευσπλαχνία του Θεού αποστέλλει καλούς φρουρούς, οι οποίοι κρυφά-κρυφά του δίνουν λίγο ψωμί και λίγο νερό.
Στον χρόνο επάνω πεθαίνει ο Κοπρώνυμος από Άνθρακα και ανεβαίνει στον θρόνο του Βυζαντίου Λέων Δ’ γυιός του Κοπρωνύμου, φυματικός και ασθενικός στο σώμα, εύσπλαγχνος  όμως στην ψυχή.
Ο Λέων Δ΄ δίνει πάλι ελευθερία στους προσκυνητές των Σεβασμίων Εικόνων, και ελευθερώνει  από τις φυλακές όλους τους ευσεβείς.
Ο Ηγούμενος, Άγιος Θεοστήρικτος, ελευθερώνεται κι’ αυτός και μεταφέρεται στα ερείπια του Μοναστηριού του.
Τον μεταφέρουν στα χέρια προσκυνητές  των σεβασμίων εικόνων.
Φθάνει κάποτε στον τόπο, όπου άλλοτε κατοικούσαν τα 780 λατρευτά του πνευματικά τέκνα.
Στο Μοναστήρι, που βασίλευε χαρά πνευματική, σωστή αγκαλιά Αγγέλων.
Παρ’ ότι τα γύρω Μοναστήρια με στοργή και δάκρυα ζητούν να τον πάρουν κοντά τους, εκείνος αρνείται. Θέλει να μείνει εκεί, που γεύτηκε μαζί με τα άγρια τέκνα του, τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Καλογερικής του αγίας ζωής. Εκεί, σε μια άκρη των ερειπίων, φτιάχνει μια ξύλινη καλύβα για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, μόνος και έρημος με τις εικόνες των αναμνήσεων, επαναλαμβάνοντας τον θρηνητικόν λόγο.«Εμνήσθην ημερών αρχαίων»
Εκεί, μέσα στα ερείπια ο Στρατηγέτης του Κοινοβιακού Μοναχισμού, συνθέτει έναν εκ των ωραιοτέρων ύμνων της Εκκλησίας. Την Μικρή Παράκλησι της Θεοτόκου.
«Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμός, προς Σε καταφεύγω σωτηρίαν επιζητών, ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».
Εκεί όμως και ένα θαύμα φοβερό και πρωτάκουστο γίνεται:
Μετά από τρία χρόνια, σμήνος νέων συμπυκνώνεται γύρω από τον Άγιο Θεοστήρικτο, ράκος σωστό χωρίς δάχτυλα, χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά.
Το πλήθος των νέων ζητά από τον Ηγούμενο να τους κρατήσει κοντά του για να γίνουν Μοναχοί.
Ο Ηγούμενος δεν τολμά να αντισταθεί στη Βουλή του Θεού, γι’ αυτό και τους δέχεται. Σε λίγο άλλοι και άλλοι προσθέτονται στην Συνοδία, μέχρις ότου μέσα σε λίγους μήνες, φθοίνουν στον αριθμό των 800 οκτακοσίων Μοναχών, με Προεστώτα τον Ηγούμενον Θεοστήρικτο.
Έτσι αναστήνεται και πάλι το Μοναστήρι της Πελεκητής. Σε όλων των Μοναχών τα στήθη καίει η φλόγα της υπακοής και η φλόγα υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων. Ο Ηγούμενος προάγει αυτούς εις την τελειότητα, ζώντας μαζί τους πάνω από 25 χρόνια.
Είναι πολύ ειρηνική η ψυχή του, γιατί με την Βοήθεια της Θεοτόκου και την ανάμνησι, ότι τα 780 πρώτα τέκνα του, θυσιάστηκαν στον βωμό της πίστεως και της αρετής, κερδίζοντας έναν αιώνιο Παράδεισο, αναχωρεί με μεγάλη χαρά προς συνάντησί τους. Η μέρα της Οσίας Κοιμήσεως του υπήρξε η 17η Μαρτίου του έτους807 μ.Χ. τα τελευταία λόγια του Οσίου πατρός ημών Θεοστηρίκτου
«Την Άχραντον εικόναν Σου προσκυνούμεν Αγαθέ αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών Χριστέ ο Θεός….

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...