Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 14, 2011

Νοικοκυρα και ιεραποστολος-Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28

Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28)

Νοικοκυρα και ιεραποστολος

«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)

Μαρθα & Μαριαholy_bible copyΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καὶ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε. Σ᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα ἕνα ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν εἰκόνα δύο ἀξιολόγων γυναικῶν. Εἶνε οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία. Καὶ οἱ δύο ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό. Ἀλ­λὰ λόγῳ χαρακτῆρος ἐξ­εδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους κατ᾽ ἄλλο τρόπο ἡ μία καὶ κατ᾽ ἄλλον ἡ ἄλλη. Καὶ οἱ δύο εἶνε ἄξι­ες μιμήσεως. Μακά­ρι νὰ εἴχαμε καὶ στὴν ἐποχή μας γυναῖκες ποὺ νὰ μοιάζουν, ἂν ὄχι στὴν Παναγία ποὺ εἶνε ἄ­φθαστη κι ἀν­επανάληπτη, τοὐλάχιστον σ᾽ αὐτές.
Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὴν περικοπή.

* * *

Σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἕνα χωριό, ἡ Βηθανία. Συχνὰ πήγαινε ἐ­κεῖ ὁ Χριστός, διότι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια αὐ­τὴ μὲ τὴν ὁποία συνδεόταν. Ἔρχεται λοιπὸν καὶ τώρα στὸ σπίτι τους. Ἡ Μάρθα μόλις τὸν εἶ­δε ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ κι ἀμέσως ἀνασκουμπώθηκε νὰ τὸν περιποιηθῇ. Πῆγε στὸ μαγειρεῖο, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἄρχισε νὰ μαγειρεύῃ. Γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἑτοίμαζε φαγητὸ ἐκλεκτὸ βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη της.
Τί λέτε σεῖς, ἔκανε ἄσχημα; Ποιός θὰ τὴν κα­τηγορήσῃ; Καλὰ ἔκανε. Πρῶτα – πρῶ­τα, για­τὶ ὁ Χριστὸς εἶ­χε ἀ­­νάγκη τροφῆς. «Ἀν­ενδεὲς τὸ θεῖ­ον», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ θεότης δὲν ἔ­χει ἀνάγκες. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦταν μόνο Θεός· ἦταν καὶ ἄνθρωπος, εἶχε σῶμα καὶ πεινοῦσε. Ὁ ἴ­διος ἄλλωστε στὴν περι­κοπὴ τῆς δευτέρας παρουσίας δίδαξε τὴ φιλο­ξενία. «Ξένος ἤ­μην, καὶ συνηγάγε­τέ με», δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω, εἶπε, καὶ μὲ φιλοξενήσατε (Ματθ. 25,35).
Συνεπῶς δὲν μποροῦμε νὰ κατακρίνουμε τὴ Μάρθα γιατὶ ἑτοίμαζε φαγητό. Κάπου ἀλλοῦ εἶνε τὸ σφάλμα της. Ἐνῷ δηλα­δὴ ἐκείνη κάνει αὐτὸ ποὺ νομίζει καλό, ἀπαιτεῖ νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀδελφή της. Ἀλλὰ ἡ Μαρία, μόλις πῆ­γε ὁ Χριστός, πῆρε ἕνα σκαμνί, κάθη­σε κον­τὰ στὰ πόδια του καὶ ἄκουγε τὴ διδα­χή του. Καὶ ἦ­ταν τόσο εὐχαριστημένη! Σὰν μέ­λισσα στὸ ἄν­θος, σὰν πρόβατο στὸ χορτά­ρι, σὰν βρέφος στὸ μαστὸ τῆς μάνας, ἔτσι ῥουφοῦσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν στὴ γῆ, βρισκόταν σ᾽ ἄλλο κόσμο.
Αὐτὸ τὸ αἰσθάνονται μόνο ὅσοι πιστεύουν. Λέει ὁ φιλόσοφος Πλάτων· ἂν πάρῃς μιὰ κιθά­ρα καὶ πᾷς στὸ στάβλο ποὺ εἶνε τὰ γαϊδούρια καὶ τοὺς παίξῃς μουσική, δὲν πρόκειται νὰ κατα­λάβουν. Ἔτσι μοιάζουν καὶ ὡρισμένοι ἄνθρω­ποι. Γι᾽ αὐ­τὸ ὁ Κύριος μίλησε γιὰ ᾽κείνους πού, ἐνῷ ἔχουν αὐτιά, δὲν ἀκοῦνε (βλ. Μᾶρκ. 8,18).
Ἐνῷ λοιπὸν ἡ Μαρία ἦταν ἀφωσιωμένη στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἡ Μάρθα καὶ λέει· Κύριε, δὲ μὲ σκέπτεσαι ποὺ ἡ ἀδελφή μου μ᾽ ἄφησε μόνη νὰ ἑτοιμάζω; πές της λοι­πὸν νὰ ᾽ρθῇ νὰ μὲ βοηθήσῃ. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἀ­πήντησε μὲ τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια, ποὺ ἑρ­μηνεύονται διαφορετικὰ καὶ παρεξηγοῦνται· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42).
Τί θέλει νὰ πῇ ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια αὐτά; Κατηγορεῖ τὴ Μάρθα; Ὄχι. Ἁπλῶς τῆς κάνει μία ἐλαφρὰ παρατήρησι. Ἐκτιμῶ, λέει, τὴν ἀ­γάπη καὶ τὴ φιλοξενία σου, ἀλλά γιατί κουρά­ζεσαι τόσο; Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀ­ρέ­σκομαι σ᾽ αὐτά. Μοῦ φτάνει ἕνα ἁπλὸ φαγητό, ὥστε νὰ σοῦ μείνῃ καιρὸς νὰ ἔρθῃς κ᾽ ἐ­σὺ ἐ­δῶ ν᾽ ἀκούσῃς. Ἡ Μαρία ὅμως διάλεξε τὴν καλὴ μερίδα, ν᾽ ἀκούῃ δηλαδὴ τὰ λόγια μου, ποὺ εἶνε τροφὴ πνευματικὴ καὶ θεία.
Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ φαίνονται τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῶν δύο ἀδελφῶν, καὶ σ᾽ αὐτὰ θέλω νὰ στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή.

* * *

⃝ Ἡ Μάρθα εἶνε σύμβολο τῆς νοικοκυρᾶς. Σήμερα ἡ νοικοκυρά, ποὺ φροντίζει τὴν οἰ­κογέ­νεια καὶ τὸ σπίτι, μαγειρεύει κ.λπ., ἔχει γί­νει πρᾶγμα σπάνιο. Παλαιότερα οἱ γυναῖκες ἰ­δίως τοῦ χωριοῦ κοπίαζαν πάρα πολὺ ―καὶ πέ­θαιναν νωρίς―, ἐνῷ οἱ ἄν­τρες κάθονταν στὰ καφενεῖα. Τώρα οἱ γυναῖκες, ἰδίως τῶν πόλεων, κατήργησαν τὸ νοικοκυριό. Πολλὲς δουλειὲς δὲν τὶς ξέρουν· δὲν πλένουν, δὲ μαγειρεύουν. Βάφονται, περιποιοῦνται ἐπὶ ὧρες τὸν ἑαυτό τους. Κι ἂν τοὺς ἔρθῃ ξένος, δὲν τοῦ κάνουν τραπέζι στὸ σπίτι· τὸν πηγαίνουν σὲ ἑστιατόρια. Ἄλλαξε ἡ νοοτροπία, ἔγινε ἀ­μερικάνικη, μὲ μύρια κακὰ ἐπακόλουθα.
Εὐτυχὴς ὁ ἄντρας ποὺ ἔχει γυναῖκα νοικοκυρά. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου· Δόξα τῷ Θεῷ δὲν ἔκανα τὸ σφάλμα νὰ πάρω γυναῖκα ὑπάλληλο· πῆγα στὸ χωριό μου, ἔψαξα καὶ βρῆκα νοικοκυρά… Τώρα δυστυ­χῶς καὶ στὰ συνοικέσια στόχος εἶνε τὸ «παραδάκι»! Ζητοῦν γυναῖκα ἐργαζομένη, νὰ ἔχῃ θέσι καὶ νὰ εἰσπράττῃ μισθό. Δὲ βλέπουν τὶς συνέπειες. Πολλὲς φορὲς ζεύγη ὑπαλλήλων διαλύονται. Κι ὅταν δὲν διαλύ­ωνται, οἱ σύζυγοι ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ ῥόλο τους. Διότι ἡ νοικοκυρὰ εἶνε στὸ σπίτι βασίλισσα, ποὺ κρατάει τὴν οἰκογένεια. Κι ὅταν αὐτὴ δὲν μένῃ στὸ σπίτι, συχνὰ ὑποχρεώνεται ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ γυναικεῖες δουλειές. Ἔχω παράδει­γμα ὑπάλληλο, τμηματάρχη ὑπουργείου, ποὺ ἡ γυναίκα του τὸν ὑποχρεώνει νὰ πλένῃ τὰ πιάτα. Δὲν εἶ­νε ἀσφαλῶς κακὸ αὐτό, εἶνε ὅμως ἐναλλα­γὴ τῶν θέσεων. Ἀλλὰ τὸ πιὸ σοβαρὸ εἶνε, ὅτι τὰ παιδιὰ μένουν ἐγκατελειμμένα καὶ ἀνεπιτήρητα, καὶ γίνονται κακομαθημένα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὅποιος βρῆκε γυναῖκα νοικο­κυρά, βρῆκε θησαυρό (βλ. Παροιμ. 31,10)
Ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, μὲ πρότυπο τὴ Μάρθα, πρέπει νά ᾽νε νοικοκυρά. Ἂς προσέξῃ ὅμως ἕνα ἄλλο πρᾶγμα· νὰ μὴν τὴν ἀπορροφήσῃ τελείως τὸ νοικοκυριό. Γιατὶ αὐτὸ πάλι εἶνε ἄλλο κακό. Οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο. Σὲ κάποιο χωριὸ στενοχωρήθηκα ὅταν βγήκαμε ἀ­πὸ τὴ λειτουργία. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν μόνο ἄντρες καὶ κάτι παιδιά· γυναίκα καμμιά. Τὶς εἶχαν ἀγγαρέψει οἱ ἄντρες καὶ ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ἔψηναν, γιὰ νὰ ἐπακολουθήσῃ φαγοπότι.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ Χρι­στιανοὶ φρόντιζαν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες τους, μιλοῦσαν ὅπως ὁ Χριστός· «Μάρθα, κάνε φαγητὰ ἁπλᾶ». Βρῆκα διαβάζοντας, ὅτι στὴ Μακεδονία Κυριακὴ καὶ γιορτὴ δὲν μαγείρευε ἡ γυναίκα· ἑτοίμαζε τὸ φαγητὸ ἀπὸ τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ λειτουργηθῇ καὶ αὐτή. Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναίκα οὔτε Κυριακὲς οὔτε ἑ­ορ­τὲς μπορεῖ νὰ χαρῇ. Ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ ἀργία εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ πε­ρὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
⃝ Ἡ ἄλλη, τώρα, ἀδελφή, ἡ Μαρία. Εἶνε ἡ πιστὴ καὶ πνευματι­κὴ γυναίκα, τῆς ὁποίας τὴν στάσι ἐπαινεῖ ὁ Κύριος. «Μαρία δὲ τὴν ἀ­γα­θὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾽ αὐτῆς». Εἶνε σύμβολο τῆς ἱεραποστόλου. Γυναῖκες σὰν αὐτὴν εἶνε ἀκόμη περισσό­τερο δυσεύρετες. Ἂν εἶνε σπάνιο σήμερα νὰ βρεθῇ νοικοκυρά, πολὺ πιὸ σπάνιο εἶνε νὰ βρεθῇ γυναίκα ἱεραπόστολος, ἀφιερωμένη στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὅλη τὴν πόλι νὰ κοσκινίσῃς, δὲ βρίσκεις τέτοια πρόσωπα, πρόσωπα ἀφωσιωμένα ὄχι πλέον στὸ παιδὶ στὸν ἄντρα καὶ στὸ σπίτι, ἀλλὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴ διακονία τοῦ πλησίον. Ὑπηρετοῦν σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα χωρὶς μισθό! Καὶ τὸ λυπηρὸ εἶνε ὅτι, ἀντὶ μισθοῦ καὶ ἀναγνωρίσεως, εἰσπράττουν πολλὲς φορὲς ἀπὸ ὡρισμένους τὴν περιφρόνησι καὶ τὸν χλευαστικὸ χαρακτηρισμὸ «γεροντοκόρες». Ὄχι, κύριοι! Εἶνε ἡρωικὰ καὶ ἱερὰ πρόσωπα αὐτά, ἰδεολόγοι· εἶνε Μαρίες τῆς ἐποχῆς μας. Στὸ ἐκκλησιαστικὸ γηροκομεῖο Φλωρίνης ὑπάρχουν γέρον­­τες ποὺ οἱ δικοί τους τοὺς ἄφησαν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦν ἱεραποστολικὲς γυναῖκες.
Οἱ ἀφιερωμένες γυναῖκες δὲν θεωροῦν τὴ ζωή τους ἄκαρπη οὔτε τὰ χρόνια τους χαμένα. Δὲν εἶνε χαμένος ὁ χρόνος ποὺ ἀφιερώνει ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό· ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, τῆς μελέτης τῆς Γραφῆς, τῆς συμμετοχῆς στὰ μυστήρια, τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἐπισκέψεως ἀσθενῶν, τῆς ὑ­πηρεσίας ἐν γένει σὲ ἔργα ἀγάπης. Γι᾽ αὐτὸ οἱ σπάνιες αὐτὲς γυναῖκες ἔχουν μεγάλη ἀξία.

* * *

Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀ­νάγ­κη ἀπὸ μοντέρνες γυναῖκες· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ Μάρθες καὶ Μαρίες, ἀπὸ νοικοκυρὲς καὶ ἱεραποστόλους, ποὺ θὰ ἀνορθώσουν τὴν οἰκογένεια καὶ θὰ ξαναφέρουν στὴν κοινωνία τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνθρωπιά.
Ὦ πατρίδα μας, πότε θ᾽ ἀποκτήσῃς τέτοιες γυναῖκες; Μπῆκε δυστυχῶς τὸ πνεῦμα τῆς μόδας, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τῆς διαφθορᾶς κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας, καὶ ἀλλοίωσε τὸν χαρακτῆρα τῶν Ἑλληνίδων, τὶς ἔκανε ἀγνώριστες.
Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ φωτίσῃ τὶς Ἑλληνίδες νὰ ξαναγίνουν νοικοκυρὲς καὶ ἱεραπόστολοι, πρὸς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλαδορράχης – Φλωρίνης 15-8-1976)
____________________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

__________________

PREDICĂ A MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA LA

ADORMIREA MAICII DOMNULUI

(Luca 10, 38 – 42; 11, 27-28)

O GOSPODINĂ ŞI O MISIONARĂ
“Marto, Marto, te sileşti şi te îngrijeşti de multe; dar un singur lucru trebuieşte”
(Luca 10, 41 – 42)
Astăzi, iubiţii mei, în toate bisericile Ortodoxiei se prăznuieşte Adormirea Născătoarei de Dumnezeu şi se citeşte Evanghelia pe care aţi auzit-o. În aceasta, Evanghelistul Luca descrie în culori vii un episod din viaţa lui Iisus Hristos, prin care ne oferă o imagine a două femei deosebite. Sunt surorile lui Lazăr: Marta şi Maria. Amândouă Îl iubeau pe Hristos. Dar potrivit caracterului fiecăreia, îşi arătau iubirea lor într-un fel una, într-un fel alta. Dar amândouă sunt vrednice de urmare. Măcar de-am avea în epoca noastră femei care să semene, dacă nu Preasfintei (Maicii Domnului), care este de neajuns şi irepetabilă, cel puţin acestora. Dar să vedem pericopa.
***
La o mică distanţă, în afara Ierusalimului, era un sat, Betania. Hristos mergea acolo adesea, pentru că exista familia aceasta cu care avea o legătură. Deci şi acum vine în casa lor. Marta, doar ce L-a văzut, a alergat să-L primească şi imediat s-a suflecat ca să aibă grijă de El. S-a dus la bucătarie, a aprins focul şi-a început să gătească. Ca să-I mulţumească a pregătit o masă aleasă, folosindu-se de toată arta ei.
Ce ziceţi voi, a făcut rău? Cine o va acuza pentru asta? Bine a făcut. Mai întâi şi întâi, pentru că Hristos avea nevoie de hrană. “Dumnezeirea nu are trebuinţe sau nevoi”, zice Sfântul Ioan Damaschinul. Hristos însă nu era doar Dumnezeu. Era şi Om, avea trup şi flămânzea. De altfel, El însuşi în pericopa celei de-a Doua Veniri a învăţat ospitalitatea. “Străin am fost şi M-aţi primit”, n-am avut unde să rămân – a zis – şi Mi-aţi oferit ospitalitate (Matei 25, 35).
Prin urmare, nu putem s-o acuzăm pe Marta, că a pregătit de mâncare. Altundeva trebuie căutată greşeala ei. Adică: deşi ea face ceea ce crede că este bine, pretinde să facă acelaşi lucru şi sora ei.
Dar Maria, doar ce a venit Hristos, a luat un scaun, s-a aşezat lângă picioarele Lui şi asculta învăţătura Sa. Şi era atât de mulţumită! Ca o albină pe-o floare, ca o oaie la iarbă, ca un prunc la sânul mamei, aşa sorbea cuvintele lui Dumnezeu. Nu mai era pe pământ, se afla în altă lume. Acest lucru îl simt doar cei care cred. Spune filosoful Platon: Dacă iei o chitară şi mergi în grajd, unde sunt măgarii, şi începi să le cânţi, nu vor înţelege nimic. Aşa sunt şi unii oameni. De aceea, Domnul a vorbit pentru cei care au urechi, dar nu aud (vezi Marcu 8, 18). Aşadar, în timp ce Maria era ataşată de învăţătura lui Hristos, vine Marta şi zice: Doamne, nu te gândeşti la mine, că sora mea m-a lăsat singură să pregătesc? Spune-I dar să vină să mă ajute. Şi atunci Hristos i-a răspuns cu acele renumite cuvinte, care sunt explicate în mod diferit şi răstălmăcite:
“Marto Marto, te sileşti şi te îngrijeşti de multe; dar un singur lucru este de trebuinţă” (Luca 10, 41-42).
Ce vrea să spună Hristos prin cuvintele acestea? O acuză pe Marta? Nu. Doar că-i face o uşoară observaţie. Zice: Preţuiesc dragostea şi ospitalitatea ta, dar de ce te osteneşti atât? Eu nu sunt din aceia care îşi găsesc plăcerea în ele. Îmi ajunge o mâncare simplă, aşa încât să-ţi rămână vreme să vii şi tu aici să asculţi. Maria însă şi-a ales partea cea bună, adică să asculte cuvintele Mele, care sunt hrană duhovnicească şi dumnezeiască.
În aceste cuvinte a lui Hristos se văd însuşirile pozitive ale celor două surori, şi asupra acestora vreau să ne îndreptăm acum atenţia.
***
Marta este simbolul gospodinei. Astăzi, gospodina care se îngrijeşte de familie şi de casă, găteşte etc., a devenit un lucru rar. Mai demult, femeile, îndeosebi de la sat se osteneau foarte mult – şi mureau devreme – în timp ce bărbaţii stăteau la cafenele. Acum, femeile, îndeosebi de la oraşe, au desfiinţat gospodina. Multe lucruri nu ştiu. Nu spală, nu gătesc. Se vopsesc, se îngrijesc ore întregi de ele însele. Şi dacă le vine vreun străin, nu-i oferă o masă în casă. Îl duc la restaurante. S-a schimbat mentalitatea, a devenit americană, de unde şi mii de rele.
Fericit bărbatul care o are pe femeia lui gospodină. Ne spunea un profesor universitar: Slavă lui Dumnezeu!, că n-am făcut greşeala de a-mi lua o femeie funcţionar, angajată. M-am dus în satul meu, am căutat şi am găsit o gospodină… Acum, din nefericire, şi în cadrul tratativelor de căsătorie, la peţire, scopul este “cât îi dai”! Caută femeie care să lucreze, să aibă o poziţie şi să câştige salariu. Nu-i interesează consecinţele. De multe ori o pereche de funcţionari se desparte. Şi atunci când nu se despart, soţii se abat de la rolul lor. Pentru că gospodina este în casă regina, care ţine familia. Şi dacă ea nu stă acasă, adeseori este nevoit bărbatul să facă treburile femeieşti. Un exemplu: Un funcţionar, şeful unui birou ministerial, a cărui femeie îl obligă să spele farfuriile. Cu siguranţă asta nu e rău, dar este schimbarea poziţiilor. Însă lucrul cel mai grav este că pruncii sunt părăsiţi şi nesupravegheaţi şi se învaţă rău, devin obraznici. De aceea, Scriptura zice că cei care şi-au găsit o femeie gospodină, şi-au găsit comoara (vezi Pilde 31,10).
Femeia creştină, după modelul Martei, trebuie să fie gospodină. Să ia aminte însă la un alt lucru: să nu fie absorbită cu totul de gospodărie. Pentru că, iarăşi, asta este un alt rău. Nici una, nici alta. Într-un sat, m-am supărat când am ieşit de la Liturghie. În biserică erau doar bărbaţi şi nişte copii. Dar nicio femeie. Bărbaţii le obligau la muncă şi de dimineaţă făceau grătar ca să urmeze cheful, chiolhaua. În anii de demult, cei binecuvântaţi, în care creştinii se îngrijeau şi de femeile lor, vorbeau ca Hristos: “Marto, fă mâncăruri simple”. Citind, am aflat că în Macedonia, în duminici şi sărbători, femeia nu găteau. Pregătea mâncarea de sâmbătă, ca să poată să meargă şi ea la Liturghie. Acum, sărmana femeie, nici în duminici şi sărbători nu poate să se bucure. Sărbătoare şi nelucrare este şi pentru femeie. “Marto, Marto, te îngrijeşti şi te sileşti spre multe; dar un singur lucru trebuieşte”.
Acum, cealaltă soră, Maria. Este femeia credincioasă şi duhovnicească, a cărui poziţie Domnul o laudă. “Iar Maria partea cea bună şi-a ales care nu se va lua de la ea.” Este un simbol al misionarului. Femei de acestea sunt şi mai greu de găsit. Dacă astăzi este greu să găseşti o gospodină, apoi şi mai greu este să găseşti o femeie misionar, dedicată lucrărilor Bisericii, lucrărilor iubirii. Tot oraşul să-l cerni, nu vei afla astfel de persoane, persoane dedicate nu doar copilului, bărbatului şi casei, ci lui Dumnezeu şi slujirii aproapelui. Slujesc în spitale şi în alte aşezăminte filantropice fără salariu! Şi ceea ce este mai trist este faptul că, în loc de salariu şi recunoaştere, de multe ori se aleg din partea unora cu dispreţul şi caracterizarea persiflantă de “fete pentru bătrâni”. Nu, domnilor! Aceste persoane sunt eroice şi sfinte, ideologi. Sunt Mariile epocii noastre. La Azilul Bisericesc din Florina există bătrâni pe care ai lor i-au părăsit, dar îi îngrijesc femei misionare.
Femeile afierosite, dedicate, nu-şi consideră viaţa irosită, nici anii pierduţi. Timpul pe care oamenii îl închină lui Dumnezeu nu este timp pierdut. Timpul rugăciunii, al mersului la biserică, al studiului Scripturii, al participării la Taine, al Mărturisirii păcatelor, al vizitării bolnavilor, al slujirii – în general – în faptele iubirii. De aceea, aceste rare femei au o mare valoare.
***
Lumea, iubiţii mei, nu are nevoie de femei moderne. Are nevoie de Marte şi de Marii, de gospodine şi de misionari, care vor reclădi familia şi vor readuce în Biserică Lumina lui Hristos şi omenia.
O, patria noastră, când vei câştia astfel de femei? Din nefericire, a intrat duhul modei, dintr-o parte al depravării şi al corupţiei, iar din alta al materialismului şi ateismului, şi a deformat caracterul elinidelor, le-a făcut de nerecunoscut.
Fie ca Dumnezeu, prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu, să le lumineze pe elinide să devină din nou gospodine şi misionare, spre slava şi cinstea Sfintei Treimi. Amin.
†Episcopul Augustin
(Omilia Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin Kandiotis în Sfânta Mănăstire a Adormirii Născătoarei de Dumnezeu din Kladorrahis – Florina, 15.08.1976)
Sursa: “Ne vorbeşte Părintele Augustin…”

πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης, Η Κοίμησις της Υπεραγίας


Η Κοίμησις της Υπεραγίου Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας. Καί τούτο γιατί επιστεγάζει την όλη αγιασμένη επί γης πορεία της. Όπως συμβαίνει με τον Ιησού Χριστό, που η εκ νεκρών Ανάστασή Του νοηματοδοτεί τη Γέννησή Του και τα άλλα γεγονότα της ζωής Του – χωρίς την Ανάσταση ο Κύριος δεν θα ήταν ο Λυτρωτής του κόσμου - , οπότε καταλαβαίνουμε και το γιατί η Ανάσταση θεωρείται και η μεγαλύτερη εορτή της χριστιανοσύνης, όπως συμβαίνει και γενικά με το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου, που ρίχνει φως σε ό,τι προηγήθηκε από τη ζωή του, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ, με την Κοίμηση της Παναγίας: το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της ῾Κεχαριτωμένης᾽ και της ῾ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί᾽.
Διότι το τέλος της δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, ῾μετάρσιοι γενόμενοι᾽, ῾συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω᾽, αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: ῾επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον᾽. Στην Εκκλησία μας με άλλα λόγια, τα πάντα προσεγγίζονται μ᾽ ένα διπλό τρόπο: με τις υλικές αισθήσεις, αλλά και με τις πνευματικές αισθήσεις. Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο ῾μιμουμένη τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις᾽. Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: ῾το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε᾽.
2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως είπαμε,  αποκαλύπτει και το βάθος: Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: ῾Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν᾽. Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου. Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: ῾μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή᾽. Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα ῾ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου᾽ για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. ῾Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα᾽. ῾Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα᾽. Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. ῾Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα᾽.
3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν, βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην ῾κρίσιμη᾽  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρωμερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.
4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής, που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. ῾Ω, του παραδόξου θαύματος᾽ κραυγάζει. ῾Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!᾽ Και δικαιολογημένα: ῾η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται᾽. Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.
Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και ῾ζωής ηξιώθημεν᾽, έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου, που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι ῾αναστάσεως τύπον εκλάμπει᾽, όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το ῾Πάσχα του καλοκαιριού᾽.
Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. ῾Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον᾽. Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.
Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία. Δεν τελειώνουν δηλαδή γι᾽ αυτήν τα πράγματα με την Κοίμησή της. Το αντίθετο: θα έλεγε κανείς ότι ιδίως τότε, και μέχρι της συντέλειας των αιώνων, το μυστήριο της παρουσίας της θα συνεχίζεται, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Κι εννούμε βεβαίως αυτό που όλοι ζούμε και ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: ῾Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε᾽. Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της, μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει και γίνεται εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει στα κείμενα που μας διέσωσε ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία του είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην, παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: ῾Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ᾽. Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο Γέροντας Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;
5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το ῾ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου᾽ είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές. 
Ακολουθείν

π. Χερουβείμ Βελέτζας-ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η κεκλεισμένη πύλη

Εορτάζει σήμερα και πανηγυρίζει η αγία μας Εκκλησία την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Μητέρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού. Στην Ακολουθία του Εσπερινού της εορτής ακούμε τον Προφήτη Ιεζεκιήλ να παρομοιάζει την Παναγία με κλειστή πύλη: «Ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ διέλθῃ δι' αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεός, Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δι' αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη». Όντως, η Παναγία είναι η πύλη, διά της οποίας ο Θεός “εσκήνωσεν εν ημίν” και ενήργησε το έργο της σωτηρίας. Είναι η πύλη διά της οποίας οι πιστοί γινόμαστε κοινωνοί του Θεού, είναι η διασώζουσα και μεσιτεύουσα για το ανθρώπινο γένος. Με την ζωή της αλλά και με την Κοίμησή της, η Υπεραγία Θεοτόκος έγινε η αιτία να ανοίξει για μας η πύλη του Παραδείσου.

Η Παναγία, όπως είπαμε, είναι η πύλη δια της οποίας εισήλθε ο Θεός στον κόσμο. Είναι αυτή που δανείζει στον Θεό ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Με την απάντησή της “ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου” προς τον αρχάγγελο Γαβριήλ, δέχεται να γίνει η Μητέρα του ίδιου του Θεού. Και τότε μέσα της συντελείται η πιο παράδοξη ένωση ανάμεσα στον Δημιουργό και στο πλάσμα Του, ανάμεσα στο άκτιστο και το κτιστό, η ένωση του απείρου με το πεπερασμένο, της Ζωής με το φθαρτό. Και προσλαμβάνει ο Θεός όχι απλά την ανθρώπινη σάρκα, αλλά ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, όπως ο ίδιος την έπλασε, αποτελούμενη από σώμα και ψυχή, καθαρή από τον ρύπο της αμαρτίας, χάρη στην «εκ Πνεύματος Αγίου» σύλληψή Του στην μήτρα της Αειπαρθένου.
Με την σάρκωση του Θεού και την γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η Παναγία μας γίνεται επίσης η πύλη διά της οποίας εισήλθε στον κόσμο η λύτρωση, η συγγνώμη και η ελπίδα. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ευαγγελισμό λέει στην Παναγία ότι εξ αυτής θα γεννηθεί «ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ». Με την σάρκωση του Λόγου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ανατέλλει η ελπίδα, πραγματώνεται η σωτηρία, πλημμυρίζει τον κόσμο η συγγνώμη και απαστράπτει το φως της Αναστάσεως. Με την Κοίμηση της Θεοτόκου και την αγία της Μετάσταση προσφέρεται σ’ εμάς μια ακόμη απόδειξη τούτης της θείας δωρεάς. Η απόδειξη πως όταν κατορθώσουμε στα μέτρα της προσωπικής μας αδυναμίας να ενωθούμε με την όντως Ζωή, δηλαδή με τον ίδιο το Θεό, τότε όχι μόνο γινόμαστε μέτοχοι της Ζωής, όχι μόνο δεν πρόκειται να γευτούμε τον πνευματικό θάνατο, αλλά ακόμα και αυτή η σωματική νέκρωση αποτελεί σημείο θριάμβου και όχι λύπης.
Η Παναγία αποτελεί ακόμη εκείνη την πύλη διά της οποίας οι πιστοί εισερχόμαστε στην αιωνιότητα. « Αύτη η πύλη του Κυρίου, δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή». Με την ζωή της, με την Κοίμησή της, με την διαρκή πρεσβεία της υπέρ της του κόσμου σωτηρίας, γίνεται η μεσίτρια όλου του ανθρώπινου γένους προς τον Κύριο, γίνεται ο συνδετικός κρίκος που μας συνδέει με την Ζωή και μας εισάγει στην χαρά του Παραδείσου. Για τον λόγο αυτό οι συχνότερες και οι θερμότερες ικεσίες μας έχουν αποδέκτη το πρόσωπο της Θεοτόκου, για το λόγο αυτό καθημερινά, από την πρώτη Αυγούστου και μέχρι σήμερα, τελούμε την Ιερά Παράκληση προς την Παναγία μας, για να μεσιτεύει για μας στον Κύριο, για να Του μεταφέρει τις προσευχές μας, για να προστρέχει στις ανάγκες μας, ως η Μητέρα όλου του κόσμου.
Η Παναγία μας, σύμφωνα με τη Θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι η νέα Εύα. Η πρώτη έκλεισε την πύλη του Παραδείσου, και εισήγαγε την ανθρωπότητα στην θλίψη, στον πόνο, στην αμαρτία. Η Παναγία, ως δεύτερη Εύα μας ανοίγει την θύρα του Παραδείσου, γίνεται η ίδια η Πύλη που μας εισάγει στην όντως Ζωή, στην ειρήνη, στη λύτρωση, στην ίδια την Ανάσταση. Είναι αυτή που με θαυμαστό τρόπο και με το παράδειγμά της διέκοψε τον χειμαρρώδη ρου της ανθρωπότητας προς την φθορά του θανάτου, τον αντέστρεψε και δημιούργησε την προοπτική της πορείας μας από τον θάνατο προς την ζωή.
Καλούμαστε λοιπόν όλοι μας, ιδιαίτερα τούτες τις ημέρες, όχι μόνο να εντείνουμε τις προσευχές μας και τον πνευματικό μας αγώνα, αλλά πολύ περισσότερο να εισέλθουμε στη ζωή της ταπείνωσης, της αγάπης και της καρτερίας, σύμφωνα με το παράδειγμα της ίδιας της Παναγίας μας. Καλούμαστε τέλος όχι μόνο να ακολουθήσουμε τα δικά της βήματα, γιατί αυτή είναι η τελειότερη απ’ όλους τους ανθρώπους, αλλά και να εντείνουμε τις δεήσεις μας προς αυτήν, ψάλλοντας και ομολογώντας μαζί με τον υμνωδό:
«Εν τη Γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την Ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της Ζωής και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών».



Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2010/08/blog-post_09.html#ixzz1UoN6U0A0

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Κήρυγμα Κοίμησεως της Θεοτόκου-Σεβ.ΜητροπολίτουΝαυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεου

Εορτή Κοίμησεως της Θεοτόκου

Την σημερινή μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αγαπητοί Χριστιανοί, η Εκκλησία μας καθόρισε στην ακολουθία του Όρθρου να διαβάζεται η Ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στην επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ, μετά τον Ευαγγελισμό της και την σύλληψη του Χριστού. Μόλις η Ελισάβετ την απεκάλεσε μητέρα του Χριστού και έδειξε βαθύτατο σεβασμό σε αυτήν, η Παναγία ξεχύθηκε σε ύμνο και δοξολοξία στον Θεό. Ο πρώτος στίχος αυτής της Δοξολογίας είναι:
«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λουκ. α , 46). Δηλαδή: «η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο».
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης που έτρεφε, όπως και όλοι οι άγιοι, μεγάλη αγάπη προς την Παναγία, αφού ήταν Θεοτοκόφιλοι, ερμηνεύει ότι η Παναγία με τρεις τρόπους μεγάλυνε, δηλαδή δόξασε τον Κύριο.
Πρώτον, με νοήματα που είναι μεγάλα, υψηλά και άξια της μεγαλειότητος του Θεού. Αυτό φαίνεται από το ότι η Παναγία σε όλη της την ζωή, αλλά ιδιαίτερα τότε που ήταν δώδεκα χρόνια μέσα στα άγια των αγίων, ζούσε συνεχώς μέσα στην θεωρία του Θεού, δηλαδή την θεοπτία, έβλεπε τον Θεό και ο νους της ήταν βυθισμένος σε Αυτόν. Η Παναγία βρισκόταν πάνω από κάθε μικροπρεπή θεωρία των γηΐνων πραγμάτων του κόσμου αυτού. Ο νους της ήταν ανίδεος και ασχημάτιστος και έτσι η Παναγία ζούσε ωσάν ασώματος άγγελος. Γι’ αυτό κανείς άλλος, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος δεν κατενόησε περισσότερο τα μεγαλεία του Θεού όσο η Παναγία.
Δεύτερον, η Παναγία δόξασε τον Κύριο με λόγια μεγάλα και υψηλά και πρέποντα στην μεγαλειότητα του Θεού. Σε όλη την ζωή της με το στόμα της υμνούσε και δοξολογούσε τα μεγαλεία και την δόξα του Θεού. Μάλιστα σε αυτήν την ωδή που ψάλλουμε κάθε φορά στην ακολουθία του Όρθρου φαίνεται ότι υμνεί το δυνατό, παντοδύναμο, άγιο και πανάγιο Όνομα του Θεού και κηρύττει το έλεός Του.
Τρίτον, η Παναγία μεγάλυνε τον Θεό με έργα μεγάλα, υψηλά και άξια της θείας μεγαλειότητος. Η Παναγία που είχε καθαρή, εξαγιασμένη και ισάγγελη ζωή αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού και με αυτόν τον τρόπο ευεργέτησε όλη την οικουμένη. Όλοι οι άγγελοι που έχουν την επιστασία των Εθνών δεν υπέταξαν τόσους ανθρώπους στον Θεό ούτε μεγάλυναν τόσο την κυριότητα του Θεού όσον μόνη η Θεοτόκος. Αλλά και όλοι οι Απόστολοι, που εστάλησαν σε όλα τα μέρη της γης για να σώσουν τους ανθρώπους, δεν επλάτυναν τόσο πολύ την Βασιλεία του Κυρίου, όπως το έκανε μόνη η Θεοτόκος. Αυτή έκανε το μεγάλο έργο μέσα στην ιστορία, γιατί με την καθαρότητά της έκανε τον Θεό υιό ανθρώπου, τους ανθρώπους υιούς του Θεού και τους αγγέλους απέδειξε ατρέπτους στο κακό και τους αξίωσε μεγαλυτέρων χαρισμάτων. Έτσι, η Παναγία έκανε την μεγαλύτερη ιεραποστολή μέσα στον κόσμο, χωρίς να μεταβαίνη από τόπο σε τόπο, επειδή με την εξαγιασμένη ζωή και πολιτεία της έγινε Μητέρα του Χριστού.
Επομένως, η Παναγία εμεγάλυνε τον Κύριο με τα υψηλά νοήματα, λόγια και έργα της. Αυτό το έζησε σε όλη της την ζωή, αλλά το βλέπουμε και κατά την διάρκεια της ενδόξου Κοιμήσεώς της. Εμεγάλυνε τόσο πολύ τον Κύριο, ώστε Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός κατέβηκε από τον Ουρανό για να παραλάβη την ψυχή της, την γέμισε με δόξα και τιμή, όλοι οι Απόστολοι, κατά θαυματουργικό τρόπο, ήλθαν από τα πέρατα της οικουμένης, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έμειναν εκστατικοί από την θεία δόξα που περιέλαμπε το άγιον σώμα της.
Αυτό σημαίνει, κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ότι η Παναγία, επειδή μεγάλυνε στην ζωή της τον Κύριο, γι’ αυτό σμίκρυνε και εξολόθρευσε την βασιλεία του διαβόλου και εξαφάνισε την ειδωλολατρία. Και καθώς η προμήτωρ Εύα με την παρακοή της εσμίκρυνε τον Κύριο και την κυριότητά του και συγχρόνως εμεγάλυνε τον διάβολο και την βασιλεία του, έτσι έπρεπε, κατά αντίθετον τρόπο η Παναγία, η θυγατέρα της Εύας, να μεγαλύνη τον Κύριο και την εξουσία Του, δια της υπακοής, και να σμικρύνη την βασιλεία του διαβόλου, ώστε να ιατρεύση το παράπτωμα της προμήτορος.
Όλα αυτά δείχνουν ότι όπως η Παναγία είπε «μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον», έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς στην ζωή μας, και να μιμούμαστε την Παναγία στην δοξολογία του Θεού, με φρονήματα, λόγια και έργα. Να έχουμε μεγάλα φρονήματα, περί του Θεού, δηλαδή να σκεπτόμαστε τον Θεό και όχι τόσο τα σμικροπρεπή και γήϊνα πράγματα, να δοξολογούμε τον Θεό με θεολογικά λόγια, να φυλάττουμε το στόμα μας καθαρό από αισχρολογίες, ύβρεις και φλυαρίες, και να κάνουμε καλά έργα, με τα οποία να επιστρέφουμε ανθρώπους, δια της μετανοίας, στον Θεό.
Όταν μεγαλύνουμε το Όνομα του Θεού με φρονήματα, λόγια και έργα, τότε θα λάβουμε την Χάρη του Θεού και θα έχουμε την αγάπη και την προστασία της Παναγίας, ακόμη και όταν έλθη η ώρα που θα φύγουμε από τον κόσμο αυτόν.
Εύχομαι χρόνια πολλά και ευλογημένα. Η Παναγία να προστατεύη όλους μας με την Χάρη της και τις προσευχές της.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Η Κοίμηση της Θεοτόκου- π.Χρήστος Πυτιρίνης

«Εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε» 
Μέσα στην σωματική και πνευματική νωχέλεια του καλοκαιριού η Εκκλησία μας προβάλει, ως μια δροσερή νοητή όαση και πνευματική ανάταση, τη μεγάλη εορτή της Παναγίας μας. Το δεκαπενταύγουστο, ή όπως το ονομάζουν πολλοί «το Πάσχα του καλοκαιριού», αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθμό του εκκλησιαστικού ενιαυτού. Η κορυφαία αυτή εορτή είναι  για ολόκληρη την Ορθοδοξία και ιδιαίτερα για μας του Έλληνες, που ευλαβούμαστε τη Θεοτόκο κατά τρόπο ξεχωριστό, μια ευκαιρία να εκφράσουμε ολόθυμα την τιμή μας προς το ιερό Της πρόσωπο, κι αυτό διότι η προσωπική και εθνική μας ζωή είναι συνυφασμένη με την υψηλή σκέπη και προστασία της Μεγάλης Μάνας, του κόσμου.
Τα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν αναφέρουν δυστυχώς τίποτε για την ζωή της Παναγίας μας μετά την Ανάσταση του Κυρίου και την Πεντηκοστή. Όταν ήρθε η ώρα, λοιπόν, της εξόδου Της στάλθηκε και πάλι ο αρχάγγελος Γαβριήλ να της αναγγείλει την θέληση του Θεού και Υιού Της. Ενώ προσευχόταν στον οίκο Της στην Ιερουσαλήμ παρουσιάστηκε ο άγγελος και της προσέφερε ένα μικρό κλαδί φοίνικα και της είπε: «Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία. Σου φέρνω μήνυμα από τον Υιό Σου. Ήρθε η ευλογημένη ώρα να πας κοντά Του και να δοξαστείς όπως Σου ταιριάζει. Ετοιμάσου λοιπόν και σε τρεις ημέρες θα έρθει Εκείνος να πάρει την τίμια και αμόλυντη ψυχή Σου».
Μετά από αυτό και αφού συνήλθε από την οπτασία, χάρηκε πολύ και κίνησε βιαστικά να ανέβει στο αγαπημένο Της Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, εκεί που προσευχήθηκε για τελευταία φορά ο Υιός Της πριν από το πάθος Του. Συνήθιζε να ανεβαίνει συχνά και να προσεύχεται εκεί. Ανηφορίζοντας το μονοπάτι συνέβη το απροσδόκητο: Τα δένδρα και οι θάμνοι του δρόμου έγερναν και την προσκυνούσαν! Η άψυχη και άλογη κτίση, όπως είχε εναντιωθεί την ώρα του σταυρικού πάθους του Κυρίου και Υιού Της, τώρα αποκτά ξανά κρίση και συναίσθημα και προσκυνά την Βασίλισσα του κόσμου! Κατευθύνθηκε στο σημείο εκείνο του κήπου που είχε προσευχηθεί και ο Κύριος.
Γονάτισε ταπεινά, ύψωσε τα σεπτά της χέρια και ατένισε τον ουρανό και αφού ευχαρίστησε το Θεό τον παρακάλεσε για την σωτηρία του κόσμου.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της προσευχής Της ένα ουράνιο φως Την έλουζε. Το τίμιο και άγιο πρόσωπό Της έλαμπε από θεία ενέργεια. Μετά γοργά γύρισε στον οίκο Της και άρχισε να ετοιμάζει τα απαραίτητα της κηδείας Της. Μάζεψε επίσης τους συγγενείς και πιστούς φίλους και φίλες Της και τους ανακοίνωσε την θέληση του Κυρίου να την καλέσει κοντά Του. Εκείνοι όταν το άκουσαν ξαφνιάστηκαν και άρχισαν να θρηνούν το χωρισμό της Μητέρας του Κυρίου. Εκείνη τους παρηγόρησε λέγοντάς τους πως αυτή είναι η θέληση του Θεού και πως από την θέση Της στον ουρανό θα πρεσβεύει πάντοτε για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Για παρηγοριά τους δώρισε δύο από τα φορέματά Της, την σκέπη (το μαντίλι της κεφαλής) και την εσθήτα Της, τα οποία αποτέλεσαν κατόπιν από τους πολυτιμότερους θησαυρούς της Εκκλησίας μας!   Την Τρίτη ημέρα μετά την επίσκεψη του αρχαγγέλου, η Κυρία Θεοτόκος αφού ντύθηκε μόνη Της τα νεκρικά Της ενδύματα, κάλεσε και πάλι τους φίλους Της και ξάπλωσε ήρεμα στην κλίνη Της. Τότε συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός: Μια δυνατή βοή ακούστηκε στον σπίτι Της, μια φωτεινή νεφέλη το κάλυψε. Πάραυτα μεταφέρθηκαν σε νεφέλες από τα πέρατα της οικουμένης οι άγιοι Απόστολοι προκειμένου να παραβρεθούν στην έξοδό Της. Κατά τον ίδιο τρόπο μεταφέρθηκε επίσης ο απόστολος Παύλος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο άγιος Ιερόθεος, πρώτος επίσκοπος των Αθηνών, ο άγιος Τιμόθεος και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της Εκκλησίας.
Η Κυρία Θεοτόκος, αφού χαιρέτισε και ευλόγησε όλους, παρέδωσε την αγία ψυχή Της στα χέρια του Υιού Της ο Οποίος κατέβηκε από τον ουρανό για να την παραλάβει ο Ίδιος. Οι συγκεντρωμένοι απόστολοι, οι προεστοί της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και ο πιστός λαός άρχισαν να ψάλλουν εξόδιους ύμνους στην Θεομήτορα. Ταυτόχρονα ακούστηκε να συμψάλλει στρατιά αγγέλων από τον ουρανό! Η ουράνια μελωδία ακούστηκε σε ολόκληρη την πόλη. Φόβος και έκσταση κατέλαβε τους κατοίκους της αγίας πόλεως. Μόνο οι σκληρόκαρδοι και φθονεροί Ιουδαίοι δεν συγκινήθηκαν από αυτό το θαυμαστό γεγονός. Μετά σχηματίσθηκε νεκρική πομπή η οποία κατευθυνόταν στο χωριό Γεθσημανή, όπου θα θάπτονταν το τίμιο σκήνωμά Της. Οι θρήνοι του πιστού λαού, που είχε χάσει την Μάνα του, έσμιγαν με τις ψαλμωδίες των αποστόλων. Στα ιλαρά πρόσωπά τους κυλούσαν δάκρυα λύπης και χαράς.
Πριν φτάσουν στον τόπο της ταφής έφτασαν φανατικοί Ιουδαίοι και θέλησαν να βεβηλώσουν την έξοδο της Μητέρας του Ιησού, τον Οποίο μισούσαν θανάσιμα. Με ύβρεις, απειλές και λοιδορίες προκαλούσαν την σεμνή ομήγυρη. Κάποιος από αυτούς είχε την αναίδεια να πλησιάσει το σεπτό φέρετρο της Θεοτόκου, με σκοπό να ρίξει στο έδαφος το άγιο σκήνωμα. Μόλις τόλμησε να αγγίξει το στολισμένο με μυρωδάτα άνθη νεκροκρέβατο, πάραυτα κόπηκαν και τα δυο του χέρια και έμειναν κολλημένα σε αυτό. Ταυτόχρονα έχασε και το φως του! Τότε κατάλαβε την ασεβέστατη και αισχρότατη πράξη του και με φωνές γοερές δήλωνε την μετάνοιά του και παρακαλούσε την Παναγία να τον λυπηθεί και να τον θεραπεύσει. Και ω του θαύματος, ο άνθρωπος εκείνος θεραπεύτηκε αμέσως!
Κατόπιν ομολόγησε την ανομία και την απιστία του και έγινε χριστιανός. Με δάκρυα στα μάτια ακολουθούσε και αυτός την ιερή πομπή. Αντίθετα οι άλλοι σύντροφοί του παρέμειναν ψυχροί και αμετανόητοι μπροστά στο μεγάλο θαύμα της Θεομήτορος! Εκεί στο ήσυχο χωρίο Γεθσημανή έγινε η κήδευση του άχραντου λειψάνου της Παναγίας μας. Το θεοδόχο σώμα Της, τέθηκε σε περιποιημένο μνημείο, που ετοίμασαν οι Χριστιανοί της αγίας πόλεως. Με λυγμούς και δάκρυα οι άγιοι απόστολοι και οι άλλοι Χριστιανοί σφράγισαν το μνημείο και αποχώρησαν.   Η ευσεβής παράδοση της Εκκλησίας μας αναφέρει πως μετά την ταφή και αφού πέρασαν τρεις ημέρες, έφτασε στην Γεθσημανή αργοπορημένος ο απόστολος Θωμάς από τις μακρινές Ινδίες, όπου έκανε ιεραποστολή. 
Ζήτησε επίμονα, με δάκρυα στα μάτια και λύπη πολύ, να του ανοίξουν τον τάφο για να δει και να προσκυνήσει για τελευταία φορά το τίμιο σκήνωμα της αγαπημένης Μητέρας του Δασκάλου του. Μπροστά στην επιμονή του οι άλλοι απόστολοι άνοιξαν τον τάφο και, ω του θαύματος, ο τάφος ήταν κενός, ο Κύριος μετέστησε το πάνσεπτο σώμα Της στον ουρανό, ώστε να μην γευτεί την φυσική φθορά. Η αργοπορία το Θωμά χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία ως οικονομία του Θεού, για να γίνει γνωστή η μετάσταση της Κυρίας Θεοτόκου! Ο κενός τάφος Της στην Γεθσημανή αποτελεί μέχρι σήμερα πηγή αγιασμού των μυριάδων πιστών που τον επισκέπτονται κάθε χρόνο και τεκμήριο της μετάστασής Της στον ουρανό.
Η ιερή μνήμη της Κοιμήσεώς της Παναγίας μας είναι, όπως είπαμε, μια καλή ευκαιρία να εκδηλώσει ο ευσεβής λαός των πιστών την αγάπη, τον σεβασμό, και την ευγνωμοσύνη του προς Αυτήν, η Οποία όντας άνθρωπος, αξιώθηκε να γίνει το τιμιότατο θείο δοχείο, το ιερότατο σκεύος, ώστε να δεχτεί τον άπειρο Θεό στο καθαρότατο σαρκίο Της, να κυοφορήσει τον άναρχο και αναλλοίωτο Θεό στην τίμια γαστέρα Της, να θρέψει τον απόλυτα αυτάρκη Θεό από τα παρθενικά Της αίματα, να κρατήσει στα σεπτά Της χέρια τον «αχώρητον παντί». Το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου αποτελεί, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία μας, μέρος του απερινοήτου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Μετά τον Τριαδικό Θεό Αυτή κατέστη το κύριο πρόσωπο, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Εκλέχτηκε από το Θεό ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα κορίτσια, αμέτρητων γενεών, ως η καθαρότερη και αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, προκειμένου να γίνει Θεοτόκος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως για την υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός έδωσε τον Υιό του τον μονογενή και η ανθρωπότητα έδωσε την Παναγία. Στο ιερό πρόσωπο Εκείνης έγινε η μεγάλη συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Μέσα στο πάναγνο σώμα Εκείνης έγινε η μεγάλη καταλλαγή (Εφεσ.2:16) και από αυτό  ξεκίνησε η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, η αναδημιουργία και η θέωση του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο μεγάλος Πατέρας της αρχαίας Εκκλησίας  Ειρηναίος (+199) παραλλήλισε και σύγκρινε  την Θεοτόκο με την προμήτορα του ανθρωπίνου γένους, την Εύα, ώστε να δείξει τη διαφορά μεταξύ τους.
Η παρθένος Εύα δεν έκαμε καλή χρήση των θείων δωρεών και δυνατοτήτων, που είχε λάβει από το Θεό, αλλά τα χρησιμοποίησε για το κακό και την καταστρατήγηση του θείου θελήματος. Η αιτία και η ρίζα της ανταρσίας αυτής υπήρξε ο εγωισμός και η έπαρση. Αν εκείνη υπήρξε φορέας της αλαζονείας, η Παναγία υπήρξε το πρότυπο της υπακοής και της ταπείνωσης.   Ο ιερός πατήρ τονίζει πως «... η Εύα (έπρεπε) να αποκατασταθή εν τη Μαρία, ίνα μια παρθένος να γίνη συνηγόρος άλλης παρθένου και να εξαλήψη την ανυπακοήν της πρώτης δια της παρθενικής υπακοής» (Ειρ. Επιδ. Αποστ. Κηρύγματος 32,33).
Επίσης ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (+ 386) έγραψε πως «Δια παρθένου της Εύας ήλθεν ο θάνατος, έδει δια παρθένου, μάλλον δε εκ παρθένου φανήναι την ζωήν» (Κυρίλ. Ιερ. Κατηχ. 12,ιε΄ ). Η ευλογημένη ρήση Της προς τον άγγελο του ευαγγελισμού «ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.1: 38) αποτελεί σαφώς την πεμπτουσία της συμβολής Της στο έργο της εν Χριστώ σωτηρίας του κόσμου. Το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα, στο οποίο αποκαταστάθηκε η ανθρώπινη φύση στην αρχαία προπτωτική της μορφή και ωραιότητα, υπήρξε η Θεοτόκος. Με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος κατά τον Ευαγγελισμό (Λουκ.1: 35) καθαρίστηκε  από τον ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος, τον οποίο έφερε και Αυτή εκούσα, ως μέτοχος της ανθρώπινης φύσεως, καθιστώντας Την πλέον άμωμη κηλίδος ώστε, να δεχτεί στα αγνά σπλάχνα Της το «πυρ της θεότητος » και να μην καεί.
Από τότε έγινε η «Κεχαριτωμένη», η αγιοτέρα ύπαρξη μετά τον Τριαδικό Θεό. Στο πρόσωπό Της έγινε η απαρχή της λυτρώσεως του κόσμου και της θεώσεως του ανθρώπου. Η συμβολή της Παναγίας μας κατά τη διάρκεια του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού υπήρξε τεράστιο. Βρισκόταν συνεχώς πλάι στον Λυτρωτή μας, από τη Γέννηση ως το Πάθος, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Δοκίμασε, ως μητέρα, τις πίκρες των παθημάτων του Θείου Γιου της, με αποκορύφωμα εκείνη του σταυρικού θανάτου Του. Ένοιωσε κοντά Του την αγωνία Εκείνου για την υλοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου . Σύμφωνα επίσης με την αρχέγονη παράδοση της Εκκλησία μας
Αυτή ήταν που εμψύχωνε τους διωκόμενους πρώτους χριστιανούς της νεαράς Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κοντολογίς η επί γης ζωή της Παναγίας μας υπήρξε ένας συνεχής αγώνας και προσφορά για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο πιστός λαός του Θεού, γι’ αυτό αποδίδει στη Θεοτόκο, από την αρχαιότητα ως σήμερα, ύψιστη τιμή, τη μεγαλύτερη, μετά τον Τριαδικό Θεό. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, πως μόνο η Ορθοδοξία μας αποδίδει την δέουσα τιμή στην Μητέρα του Κυρίου μας. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου είναι αφιερωμένο στην Παναγία μας. 
Οι Ορθόδοξοι πιστοί, συμμετέχουμε καθημερινά στις ακολουθίες των υπέροχων Παρακλητικών Κανόνων, νηστεύουμε, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε. Τρέχουμε με δάκρυα στα μάτια να εναποθέσουμε σε Αυτή τις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής μας, Την παρακαλούμε με ζέση ψυχής να ελαφρώσει τον βαρύ ζυγό μας, διότι πιστεύουμε ακράδαντα πως η γλυκιά Θεομάνα και μετά την σεπτή Της Κοίμηση συνεχίζει να αγαπά και να νοιάζεται για μας τους ανθρώπους. Μέσα στη μεγάλη καρδιά Της υπάρχει χώρος για τον κάθε άνθρωπο, όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους αμαρτωλούς και ασεβείς , ακόμα και για τους υβριστές Της!
Η μακάρια θέση Της κοντά στον Υιό Της και Θεό μας Ιησού Χριστό, της δίνει την ευχέρεια να προσεύχεται για τον καθένα μας, για κάθε μας πρόβλημα. Τα αποτελέσματα των βοηθειών Της είναι απτά. Γι’ αυτό ψάλλουμε στον περίφημο Μικρό Παρακλητικό Κανόνα προς Αυτήν: «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως»

Η Κοίμηση της Θεοτόκου του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Κατά την σημερινή μεγάλη Θεομητορική εορτή, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, διαβάζεται ως αποστολικό ανάγνωσμα ένα τμήμα της προς Φιλιππησίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, που αναφέρεται στην κένωση και ταπείνωση του Χριστού.
Και μπορεί να ερωτήση κανείς: Γιατί τέτοια ημέρα που τιμούμε και δοξάζουμε την Παναγία μας, διαβάζεται στην Εκκλησία ανάγνωσμα που αναφέρεται στον Χριστό;
Η απάντηση είναι ότι η δόξα και η τιμή της Παναγίας μας συνδέεται αναπόσπαστα με την δόξα του Χριστού. Η Παναγία δεν ήταν απλώς ένας καλός άνθρωπος, μια ενάρετη γυναίκα, όπως υπήρχαν πολλές ενάρετες γυναίκες στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά η Μητέρα του Χριστού. Άλλωστε, αυτό ψάλλουμε στον θεομητορικό ύμνο: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών». Όλα μέσα στην Εκκλησία αναφέρονται στον Χριστό και η δόξα που απολαμβάνει η Παναγία οφείλεται στον «καρπό της κοιλίας» της, αφού αυτή εγέννησε τον Χριστό.
Έπειτα, το αποστολικό ανάγνωσμα αναφέρεται στο μυστήριο της κενώσεως του Χριστού. Ο Χριστός, χωρίς να αφήση την θεότητά Του, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση από την Παναγία, έκανε υπακοή στον Πατέρα Του μέχρι σταυρικού θανάτου και έτσι το όνομα του Θεανθρώπου έχει μεγάλη δόξα. Η ταπείνωση είναι υψοποιός, η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι δόξα. Αυτό είναι το μυστήριο της θείας οικονομίας, το οποίο υπούργησε η Παναγία μας.
Αυτό το μυστήριο της κενώσεως-ταπεινώσεως του Χριστού, τηρουμένων των αναλογιών, βίωσε και η Παναγία μας. Υπάκουσε στον Θεό με όλη την καρδιά της, διεφύλαξε την καθαρότητά της, έζησε με μεγάλη ταπείνωση, γι’ αυτό και ο Θεός την εδόξασε και της έδωσε την Χάρη και την δυνατότητα να προσεύχεται για το ανθρώπινο γένος. Κύριος είναι ο Θεός, Κυρία και η Παναγία. Όπως η δόξα του Χριστού φάνηκε στον Σταυρό και την Ανάστασή Του, έτσι και η δόξα της Παναγίας φάνηκε έντονα κατά την Κοίμησή της, που λέγεται ένδοξη, αλλά και την ανάληψη-μετάσταση του σώματός της στους ουρανούς.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος για να θεώση τον άνθρωπο, και αυτό πρώτα πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο της Μητέρας Του, της Παναγίας, η οποία λέγεται Θεοτόκος, γιατί δεν γέννησε έναν απλόν άνθρωπο, αλλά τον Υιό και Λόγο του Θεού.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η δόξα συνδέεται με την ταπείνωση και η τιμή προέρχεται από την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Πολλοί άνθρωποι σήμερα ζητούν δόξα από τους ανθρώπους, επιδιώκουν να απολαύσουν τιμές με ανθρώπινα μέσα και από τους ανθρώπους, αλλά είναι ανικανοποίητοι. Γιατί η ανθρώπινη δόξα λέγεται κενοδοξία, δηλαδή κενή – κούφια δόξα, δεν μπορεί να αναπαύση την ψυχή του ανθρώπου που ζητά κάτι αυθεντικό, ολοκληρωμένο, αιώνιο.
Η Παναγία με την ταπείνωση και την απλότητα, με την υπακοή και την αγάπη, με την θυσία και την προσφορά, μετά τον Χριστό, είναι το πρότυπο για όλους μας. Όσες δόξες και τιμές μας προσφέρουν οι άνθρωποι, όσα αξιώματα και αν αποκτήσουμε, όσες ώρες κι αν διασκεδάζουμε, όλα έρχονται και παρέρχονται, εξανεμίζονται, αφανίζονται, όπως τα όνειρα της νύκτας και όπως ο καπνός που διαλύεται στην ατμόσφαιρα. Μάλιστα πολλές φορές αφήνουν πίκρα, θλίψη και πόνο. Αυτό που μένει είναι η υπακοή στο θέλημα του Θεού, η ταπείνωση και η αγάπη, η ήρεμη χριστιανική ζωή.
Εύχομαι χρόνια πολλά και ευλογημένα και η Παναγία να πρεσβεύη στον Θεό για την πνευματική προκοπή όλων μας.
Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ





 

Η Θεοτόκος, η μητέρα του Κυρίου μας, έζησε σύμφωνα με τους Πατέρες πενήντα πέντε χρόνια και πλέον. Το τέλος της επίγειας ζωής της, κατά την παράδοση τησ Εκκλησίας το πληροφορήθηκε τρεις ημέρες νωρίτερα απο τον γνωστό σ' εκείνην αρχάγγελο Γαβριήλ ο οποίος της είπε ότι είναι καιρός να πάει κοντά στον Υιό της. Ετσι με πόθο να συναντήσει τον Υιό και Θεό της, η Μαρία ανέβηκε στο όρος των Ελαίων για να προσυχηθεί. Αφού προσευχήθηκε γύρισε στο σπίτι της στα Ιεροσόλυμα, έστειλε μήνυμα στούς γνώστους και στους Αποστόλους. Οταν όλοι συγκεντρώθηκαν τους διαβεβαίωσε πως δεν θα τους αφήσει ορφανούς και πως θα εποπτεύει ολόκληρο τον κόσμο. Οταν όλα είχαν τελείωσει ένας βροντερός ήχος συγκλόνισε το σπίτι της Παναγίας.Επείτα υψώνοντας τα δύο της χέρια στον ουρανό, προσευχήθηκε για την ειρήνη όλου του κόσμου και ευλόγησε τους Απόστολους. Υστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι και αφού τακτοποίησε το σώμα της παρέδωσε την Πανάγια ψυχή της στα χέρια του Υιού της. H θαυμαστή παράσταση των Αποστόλων στις τελευταίες στιγμές της Θεοτόκου υποδηλώνει το θέλημα του Θεού να μην παραμένει ο άνθρωπος μόνος του στο τέλος της ζωής του. Το τέλος ενός ανθρώπου είναι ενα εκκλησιαστικό γεγονός μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Ο χριστιανός δεν είναι ποτέ μόνος. Τον χαιρετά η Στρατευόμενη και τον υποδέχεται η Θριαμβεύουσα. Αν λοιπόν η έξοδος ενός απλού μέλους είναι γεγονός εκκλησιαστικό, τότε η έξοδος της Πρώτης γυναίκας μέσα στην εκκλησία είναι το κατ' εξοχήν γεγονός. Απήχηση της αλήθειας αυτής είναι ο πάνδημος εορτασμός της Θεοτόκου. Η γιορτή αυτή στην Ορθοδοξία αποτελεί ενα δεύτερο Πάσχα. Με τον τρόπο αυτό η εκκλησια εκδηλώνει την πίστη και την ελπίδα οτι, όπως το πρώτο μέλος της η Παναγία πέρασε στην ζωή και την χαρά του ουρανού, έτσι και κάθε πιστό μέλος της θα περάσει στο φώς και στην χαρά του ουρανού ακολουθώντας το δρόμο του Αναστημένου Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του. <<Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεσθήμανη τω χωρίω, κησεύσατε μου το σώμα>> και συ Υιέ και Θεέ μου παράλαβε και το πνεύμα μου>>.. Κατά την ιστορική και εικονογραφημένη παράδοση, η Θεοτοκός παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Υιού και Θεού. Ετσι βλέπουμε ότι στην κοίμηση της Θεοτοκού παρέστη ολόκληρο το σώμα της εκκλησίας , με επικεφαλής τον Κύριο Ιησού. Η εκκλησία κηδεύει το σώμα της Θεομήτορος και η Κεφαλή της, ο Ιησούς Χριστός παραλαμβάνει την παναγία ψυχή της στον ουρανό. Η Θεοτόκος είχε παραστεί στίς τελευταίες στιγμές του Εσταυρωμένου. Τώρα ο Κύριος συμπαρίσταται στις τελευταίες στιγμές της Μητέρας Του. Τότε ο Ιησούς παρέδωσε την Μητέρα του στην φροντίδα του απόστολου Ιωάννη - τώρα πια παραλαμβάνει μόνος του την πάναγνη την ψυχή της. Οταν η Θεοτόκος παρέδωσε το πνεύμα της οι απόστολοι κήσευσαν το θεοδόχο σώμα της με πολλή ευλάβεια, μεγάλη λαμπαδοφορία και επιτάφιους ύμνους στο χωρίο Γεσθημανή λίγο έξω απο τα Ιεροσολύμα. Μετα απο τρείς ημέρες ο τάφος βρέθηκε κενός. Σε ολόκληρη την γή υπάρχουν δύο μεγάλοι τάφοι: ο Τάφος του Χριστού και ο Τάφος της Παναγίας. Και οι δύο είναι κενοί. Ολοι οι άλλοι τάφοι είναι γεμάτοι με γυμνά οστά. Οι δύο πρώτοι κενοί-άδειοι τάφοι είναι η μεγαλύτερη μαρτυρία για την νίκη του θανάτου και την κοινή ανάσταση των ανθρώπων. Τό θάνατο της Θεοτόκου η εκκλησία τον ονόμασε κόιμηση. Είναι ο πρώτος θάνατος που ονομάστηκε έτσι. Διότι η εκκλησία στο πρόσωπο της Θεοτόκου είδε να εφαρμόζεται απόλυτα ο λόγος του Κυρίου για τον θάνατο σαν ύπνο. Το ότι ο θάνατος της Θεοτόκου ήταν κοίμηση και ύπνος το απέδειξε πρώτη η ίδια, με το χαρούμενο τρόπο που το υποδέχθηκε. Εκείνο όμως που κυρίως μαρτυρεί ότι ο θάνατος της Παναγίας ήταν απλή κοίμηση είναι η ένδοξη μετάσταση του σώματος της στον ουρανό τρεις ημέρες μετά τον θανατό της. Κατά την παράδοση και την διδασκαλία πολλών εκκλησιαστικών συγγραφέων δύο θαυμαστά και παράδοξα γεγονότα ακολούθησαν την κοίμηση της Θεοτόκου. Πρώτον οτι το σώμα της Παναγίας δεν γνώρισε την φθορά του τάφου και δεύτερον ότι την Τρίτη ημέρα μετά το χωρισμό του απο το Πνεύμα, το πανάγιο σώμα της μετέστη, μεταφέρθηκε δηλαδή στον ουρανό, αφου ενώθηκε με την ψυχή της Θεοτόκου. Η Ανάσταση του Χριστού νίκησε όχι μόνο τον θάνατο αλλά και την φθορά του ανθρωπίνου σώματος. Η αφθαρσία του θεομητορικού σώματος είναι καρπός της αναστάσεως του Χριστού και συνέπεια της παναγίας ζωής της Θεοτόκου. Το σώμα εκείνο που έγινε θρόνος της θεότητας και δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Δεν ήταν δυνατό να νικηθεί απο την φθορά του τάφου. Το πρωτοφανές αυτό γεγονός που πραγματοποιήθηκε στο σώμα της Παναγίας, καθιερώθηκε έπειτα και για ορισμένους αγίους, τα σώματα των οποίων μένουν άφθορα και άθικτα στον χρόνο. Ο Χριστός όμως στην Μητέρα του θέλησε να προσφέρει κάτι περισσότερο από την αφθαρσία του σώματος, που όπως είπαμε, θα ήταν πια δώρο και για πολλούς άλλους αγίους. Στην Μητέρα του και ιδιαίτερα στο σώμα της που του δάνεισε την ανθρώπινη φύση Του, ο Κύριος επεφύλασσε μια μεγαλύτερη δωρεά : την μετάσταση!.. Η Ορθοδοξία χρησιμοποιεί τον όρο Ανάσταση για την περίπτωση του Χριστού και τον όρο Μετάσταση για την περίπτωση της Παναγίας, επομένως υπάρχει καποία διαφορά, πρόκειται περί της μετάστασης της Θεοτόκου απο τον κόσμο , στην αιωνιότητα, απο την εκκλησία στην Βασιλεία των Ουρανών. Η μετάσταση τοποθετεί την Παναγία στον καιρό της έσχατης κρίσεως κατα της δευτέρας παρουσίας. Δηλαδή είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ζεί πρωτος την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων μετά την κρίση. Η Παναγία έμμελε να είναι και πρώτη στην Ανάσταση. "Οι νεκροί αναστήσονται πρώτον". Η Μετάσταση της Θεοτόκου συνδέεται και με τον δοξασμό της στον ουρανό. Ο Δαυίδ θεωρώντας την ιεραρχική θέση του ανθρώπου μέσα στην δημιουργία έλεγε: Κύριε έπλασες τον άνθρωπο λίγο κατώτερο απο τους αγγέλους... Τώρα όμως με την μετάσταση της Παναγίας και την τιμητική ύψωση της πάνω απο τους αγγέλους η δημιουργική ιεραρχία αλλάζει. Ο Θεός δημιούργησε ένα καινούργιο δημιούργημα που είναι ανώτερο των αγγέλων. Είναι η τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξότερα ασύγκριτως τωνΣεραφείμ. Της δόθηκε θρόνος Βασιλικός και εκπληρώθηκε κατα γράμμα η προφητική ρήση του Δαυίδ ''παρέστη η Βασίλλισα εκ δεξιών σου''. Την βασιλική θέση της Παναγίας στην ζώη της εκκλησίας την βλέπουμε παντού. Στην λατρεία, όπου δεν υπάρχει ακολουθία χωρίς αναφορά στο πρόσωπο της. Στην εικονογραφία όπου υπάρχει παντού στο ναό το πρόσωπο της σε κεντρική θέση. Ο δοξασμός της Παναγίας στην ορθόδοξη εκκλησία είναι ζωντανός και αδιάκοπος. Η προσευχή της εκκλησίας βασίζεται κύριως στις πρεσβείες της Παναγίας. Η Ωδή της Θεοτόκου δεσπόζει στην λατρεία της. Οι γιορτές της Παναγίας στολίζουν το ετήσιο στεφάνι του εκκλησιαστικού εορτολογίου. Η Θεοτόκος τιμάται και δοξάζεται σήμερα στον ουρανό και γη ως η Βασίλισσα του κόσμου. Σ' αυτήν την Μητέρα και Κυρία μας ας στείλουμε και εμείς τις προσευχές μας επαναλαμβάνοντας έναν ύμνο απο την σημερινή ημέρα της κοιμήσεως και μεταστάσεώς της : Χαίρε Παντάνασσα Πανύμνητε,Μήτερ Χριστού του Θεού,Χαίρε Βασίλισσα των αγγέλων,Δέσποινα του κόσμουΧαίρε των προφήτων το κήρυγμα,πατριαρχών η δόξαΧαίρε άσπιλε,αμόλυντε,άφθορε ΠαναγίαΧαίρε η των απηλπισμένων η ελπίς και των πολεμουμένων η βοήθειαΧαίρε Κεχαριτωμένη,μετά σου ο Κύριος και δια σου μεθ'ημώνΧαίρε Μαρία Κυρία παντών ημών,χαίρε μήτερ της ζωήςΧαίρε παράδεισε αγιότατε.Χαίρε νύμφη ανύμφευτεΧαίρε αγία αγίων μείζων ,χαίρε νύμφη ανύμγευτεΠαναγία,Παρθένε επάκουσον της φωνής του αχρείου ικετού σου,στεναγμούς της καρδίας πρόσφερε ιν σοι αεννάως ευόδωσον Δέσποινα.Παναγία Παρθένε Θεόνυμφε την οικτράν λειτουργίαν μου δέξαι και Θεώ ευσπλάγχνω προσάγαγε όπως χαίρων δοξάζω Πανάμωμε

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η Κοίμηση της Θεοτόκου-Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και Αποκορώνου







Ἀπό χθές τό ἀπόγευμα, πού ἐκτύπησαν οἱ καμπάνες, χιλιάδες πιστοί, ἄνδρες, γυναῖκες, νέοι καί παιδιά πῆραν τούς δρόμους πού ὁδηγοῦν στίς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀφιερωμένες στήν Παναγία μας καί τίς γέμισαν.
Ἄναψαν τό κερί τους καί τή λαμπάδα τους, μέ τρεμάμενα ἴσως χέρια καί μέ δακρυσμένα μάτια καί καθώς ἀκουμποῦσαν εὐλαβικά τά χείλη τους στήν ΄Ἅγια Εἰκόνα τῆς μία θερμή παράκληση βγῆκε μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους: «Παναγία μου βοήθησε μέ» ἤ «Παναγία μου βοήθησε τό παιδί μου».
Ἀναρίθμητες εἶναι ἀλήθεια οἱ παρακλήσεις μας πρός Ἐκείνη, τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν καί δέν ὑπάρχει πιστός πού νά μή εὔχεται νά φθάσει ἡ παράκληση τοῦ ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Της.
Ὅλοι πιστεύουμε πώς ἔτσι γίνεται, γι’ αὐτό πλημμυρίζουμε τίς Ἐκκλησίες της καί γι’ αὐτό ἐμφανίζεται μέσα μας ἡ ἐλπίδα πού ζεσταίνει τήν ψυχή μας ὅτι Ἐκεῖνος θά μᾶς ἀκούσει. Καί αὐτή τή στιγμή χιλιάδες ψυχές τήν παρακαλοῦν νά τούς βοηθήσει καί βοηθεῖ, γιατί εἶναι μεγάλη ἡ Χάρη Της, γι’ αὐτό καί τήν ὀνομάζουμε Μεγαλόχαρη.
Κι ἐμεῖς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὄχι μόνο τώρα πού ἑορτάζει μά καί κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας τήν φωνάζουμε: «Παναγία μου βοήθησε μέ». Ἀλήθεια, πόσες φορές τά μάτια κάθε μάνας δέν ἔχουν γεμίσει ἀπό δάκρυα καθώς στάθηκε μπροστά στό Εἰκόνισμά της πού ἔχει στό σπίτι καί τήν παρακάλεσε γιά τό παιδί της;
Ἡ πόσες φορές νεανικά μάτια δέν ἔχουν γεμίσει ἀπό δάκρυα καθώς μέ σεβασμό ἀλλά καί μέ πίστη κοιτάζοντας τήν Εἰκόνα της, δέν τήν ἔχουν παρακαλέσει γιά τό ἀγαπημένο τούς πρόσωπο;
΄Ἡ πόσες φορές, ὅταν ἡ ἀρρώστια μας ἔχει ρίξει στό κρεβάτι δέν τήν ἔχουμε παρακαλέσει νά μᾶς ἀνακουφίσει ἀπό τούς πόνους καί νά μᾶς θεραπεύσει; Ἀλήθεια, εἶναι ἀναρίθμητες οἱ φορές πού ἔχομε φωνάξει: «Παναγία μου».
Ἕνας Ἀσκητής τήν ὥρα τῆς προσευχῆς του σέ ἁρπαγή τοῦ νοός ἐρώτησε Ἄγγελον:
- «Ποῦ εἶναι ἡ Παναγία» καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι στή γῆ γιά νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους γιατί συνέχεια τήν φωνάζουν».
Αὐτό πιστεύουν καί στό Ἅγιον Ὅρος: «Ἡ Παναγία εἶναι ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους γιά νά τούς βοηθεῖ». Καί αὐτό πραγματικά ἀποτελεῖ μεγάλη ἀλήθεια.
Σέ ἕνα χωριό τῆς Κρήτης μας μία γυναίκα πού ἀντιμετώπιζε ἕνα ἀπό τά παιδιά τῆς σοβαρό πρόβλημα, μετά ἀπό ὑπόδειξη τοῦ Ἱερέα, κλείνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί γονατισμένη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς τήν παρακαλεῖ ἐνῶ τά δάκρυα τρέχουν ἀπό τά μάτια της.
Καί τό θαῦμα γίνεται. Ἡ Παναγία ἐμφανίζεται μπροστά της καί τῆς λέει:
- «Πάντα σέ βοηθοῦσα. Θά σέ βοηθήσω καί τώρα». Ἔτσι καί ἔγινε. Κατά τήν μάνα αὐτή ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ἄλλες μανάδες πού εἶδαν τό θαῦμα ἀπό τήν Παναγία καί αὐτό θά γίνεται μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία.
Ἀποδεικνύονται ἔτσι ἀληθινά τά λόγια του Κυρίου μας πού ἀκούσαμε σήμερα στό Ἱερόν Εὐαγγέλιο: «Μακαρία εἶναι ἡ μητέρα μου» καί πρόσθεσε κατόπιν «ἀλλά μακάριοι θά εἶσθε καί ὅσοι ἀπό σας ἀκοῦτε τόν λόγον μου καί τόν ἐφαρμόζετε στή ζωή σας».
Ἀδελφοί μου,
Ναί! Αὐτό ζητᾶ ὁ Κύριος ἀπό μας, αὐτό καί ἡ Παναγία μας. Νά ἀκοῦμε τήν διδασκαλία Του καί νά τήν ἐφαρμόζουμε ὅσο μποροῦμε περισσότερο στή ζωή μας καί τότε χαράς σέ μας.
Ἡ Παναγία θά παίρνει τήν προσευχή μας ἤ ὡς θυμίαμα ἤ ὡς ἕνα μπουκέτο ἀπό λουλούδια θά τήν φέρνει ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ της ἤ ἡ ἴδια θά μᾶς ἀξιώνει μέ τήν Χάρη της.
Μακάριοι λοιπόν ὅσοι ἐφαρμόζουν στήν ζωή τούς τόν λόγο τοῦ Κυρίου, γιατί ἡ Παναγία μας θά εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νά τούς βοηθήσει.
Γι’ αὐτό σήμερα πού ἑορτάζουμε τήν ἄνοδό της στόν οὐρανό γιά νά εἶναι δίπλα στόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Τῆς ἅς ὑποσχεθεῖ ὁ καθένας μας ὅτι θά προσπαθήσομε νά τιμοῦμε καί νά δοξολογοῦμε τόν Υἱόν τῆς ἐφαρμόζοντας τό Ἅγιο θέλημά Του στή ζωή μας.
Ἰδιαίτερα μάλιστα σεῖς οἱ μανάδες δῶστε τήν ὑπόσχεση ὅτι θά καλλιεργεῖτε τίς ψυχές τῶν παιδιῶν Σας μέ ἱστορίες τοῦ Κυρίου μας καί τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας. Κάνετε τίς ψυχές τους τοπίο παρουσίας τοῦ Κυρίου μας. Θά ἔχετε βοηθό σας τήν Παναγία μας.
Χρόνια σας πολλά καί ἰδιαίτερα σέ ὅσους καί ὅσους ἑορτάζουν

Η Θεοτόκος

Ο μήνας που διανύουμε εκλήθη θεομητορικός, διότι σ’αυτόν κορυφώνεται η τιμή στην Αειπάρθενο Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με την εορτή της Κοιμήσεως της (15 Αυγ.).
Ηδη από τους χρόνους των Αποστολικών Πατέρων έχουμε μαρτυρίες πού δείχνουν την κεντρικωτάτην και εξέχουσαν θέσιν της Θεοτόκου είς την Εκκλησίαν. Μία αναδρομή ως τους χρόνους εκείνους μας βεβαιώνει για δύο πράγματα, το ένα είναι, ότι η Θεοτόκος ευρίσκεται και κατέχει όπως ελέχθει κεντρικήν θέσιν είς το μυστήριον της Εκκλησίας∙ και το άλλο είναι, η ποικιλία των τρόπων με τους οποίους εξέφραζε στις διάφορες εποχές τις απόψεις της για την συμασλια της Θεομήτορος πλέκοντας πλουσιώτερο κάθε φορά τον ύμνο της.
Πρώτος τέτοιος σταθμός στην διαμόρφωσι της θεομητορικής θεολογίας είναι ο Αγιος Ειρηναίος (202), ο οποίος και ανέπτυξε σε βάθος την αντίθεση ΕΥΑ-ΜΑΡΙΑ. Η διδασκαλία αυτή είναι πολύτιμη και διότι εκφράζει και απηχεί την προϋπάρχουσα παράδοσι της Ανατολικής περιόδου, αλλά και διότι διαπιστώνουμε ότι η Εκκλησία άρχισε να οριοθετή την διδασκαλία της για την Μητέρα του Κυρίου μας.Οί Πατέρες του Δ΄αιώνα έδωσαν στη διαμόρφωση της θεομητορικής θεολογίας για να φθάσουμε στον Ε΄αιώνα, όπου η Γ΄ Οικουμενική έθεσε το θεμέλιο της ονομάζοντας την Παρθένο Θεοτόκο.
Από τον Ε΄ έως το Θ΄αίωνα η θεολογία για την Θεοτόκο γωνωρίζει μια πλούσια αύξησι έκφρασι της οποίας είναι η έντονη θεομητορική ευλάβεια.Στην περίοδο αυτή καθιερώνονται οι θεομητορικές εορτές και οι Πατέρες μας προσφέρουν πλούτο ορθόδοξου θεολογίας για την Μητέρα του Θεού στις θεομητορικές τους ομιλίες.Μετά τον Ε΄αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως κατέξοχήν αιώνας της Θεοτόκου έρχεται ο ΙΔ΄ αιώνας με τους, Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Οσιο Νικόλαο τον Καβάσιλα και τον Θεοφάνη τον Νικαέα.
Μπορούμε να συνοψίσουμε σε τρία τα βασικά που θεμελιώνουν την θεομητορική θεολογία, εκ της οποίας πηγάζει και επί της οποίας εδράζεται η τιμή στην Θεοτόκο.
Α) Η απόλυτη αγνότητα και αγιότητα της Θεοτόκου, που την τοποθετεί εσχατολογικά αμέσως μετά την Αγία Τριάδα.Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μη μπορόντας να κατατάξη την Θεοτόκο είτε στην άκτιστη είτε στην κτιστή δημιουργία την αποκαλεί “σύνορο μεθόριον ακτίστου και κτιστού”. Και ο Αγιος ο Δαμασκηνός, από τους βασικούς Πτέρες της θεομητορικής θεολογίας την χαρακτηρίζει “ όντως αγνή μετά τον Θεό και πάνω από όλους”.Ο δε Αγιος Συμεών ο νέος θεολόγος την αποκαλεί “υπέραγνον και υπεράμωμον σε σχέσει με μας και τους τότε ανθρώπους∙ ως πός τον Νυμφίον της και τον Πατέρα Εκείνου” την λέγει “άνθρωπον”.
Β) Η θεμελιδης χριστολογική σημασία της. Η Παναγία Θεοτόκος κατά τους Ορθόδοξους Πατέρες μας κατέχει κεντρικωτάτη θέσιν είς το μυστήριον της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και της δι’ Αυτού λυτρώσεως και αναγεννήσεως του ανθρωπίνου γένους. Υπάρχει μέσα στη θεία Βουλή γι’αυτό και δι’αυτής, δηλαδή “της γυναικός και του σπέρματος αυτής” ο Θεός απειλεί τον Διάβολον, ευθύς αμέσως μετά την προπατορικήν αμαρτίαν είς τον Παράδεισον.Ο Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και πάλιν τονίζοντας αυτήν την διδασκαλίαν μας λέγει, ότιν εντός της, μέσα σ’αυτήν, με την σάρκωσι του Θεού Λόγου “γίνεται ο Θεός άνθρωπος και θεός ο άνθρωπος”.Αυτή είναι η μόνη εκλεκτή και “ευλογημένη” έν γυναιξί για να κυοφορήση είς τα πάναγνα της τον Ένα της Τριάδος.Αυτήν ανέμεναν οι αιώνες να έρθη για να κατέβη Αυτός διά του οποίου και οι αιώνες παρήχθησαν. Αυτήν προθεώνται οι Προφήτες, γι’Αυτήν οι προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, γι’Αυτήν πού “υπερφυώς χορηγεί σάρκα στον Πλάστη και ανθρωπότητα στον Θεό και Δημιουργό του παντός για να θεώση το πρόσλημμα (τον άνθρωπον)”.
Γ) Ο ενεργητικός ρόλος της στο μυστήριο της σαρκώσεως. Η Παναγία να υπηρετήση το σχέδιο της Θείας οικονομίας για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, και η θέλησι της αυτή εκφράσθηκε διά της υπακοής της είς τον λόγον του Αρχαγγέλλου, ο οποίος της απεκάλυπτε “βουλήν προαιώνιον”, συγκατανεύοντας με το “Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου”. Αλλά και με την θέλησι της προετοιμάσθηκε από τον Θεό για να γίνη Μητέρα Του προσφέροντας την καθολική καθαρότητα της, την παρθενίαν της σαρκός και του πνεύματος της “λαθούσα τις αρχές και τις εξουσίες και τα πυρακτωμένα βέλη του πονηρού”.
Οσα κα όποια κι αν είναι τα οποία θα πή ή θα γράψη ένας άνθρωπος, λίγα θα είναι, ανίκανα να περιγράψουν ένα μεγαλείο που υπερβαίνει και αυτές τις Αγγελικές Δυνάμεις ή να φανερώσουν μια δόξα ασύγκριτη με ανθρώπινα δεδομένα ή να εκφράσουν τις ευχαριστίες μας και τις τιμές μας στην ΜΙΑ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΔΕΔΟΞΑΣΜΕΝΗ.
Το ύψος του έργου καλεί ίλιγγο και δειλία, ο πόθος όμως να μιλήσουμε για την Θεοτόκο στο τέλος νικά και αναφωνούμε:
“Πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα τα σα Θεοτόκε μυστήρια”.
http://agiatriada.imkby.com/blog/archives/1506

Ἡ κοίμησις τῆς Θεοτόκου (Aγίου Μαξίμου του Ομολογητή)

 

Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.

Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.
Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.
Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου ( Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).
Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».
Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».
Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).
Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.
Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.
Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.
Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.
Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.
Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.
Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».
Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.
Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.
Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅ Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.
Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».
Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.
Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.
Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».
Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:
»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».
Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.
Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].
Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.
Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.
Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».
Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα⋅ γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».
Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.
Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.
Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.
Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.
Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».
Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον⋅ καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.
Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.
Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.
Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.
Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.
——————————————–
ΠΗΓΕΣ.: Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ο Βίος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου “Μπουραζέρη”, Άγιον Όρος, 2010.-ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...