Ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρουν κάτι στην Αγία Γραφή που να μιλάει για τον Μωάμεθ, ορισμένοι Μουσουλμάνοι άλλα μεν δέχονται αυθαίρετα ως σωστά, από τα γραμμένα στην Αγία Γραφή, και όσα δεν τους βολεύουν, τα χαρακτηρίζουν (επίσης αυθαίρετα), ως αναξιόπιστα. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και αυτά που δέχονται, μαρτυρούν αδιάψευστα και για όσα δεν δέχονται, και προπαντός, καμία σχέση δεν έχουν με τον Μωάμεθ! Χαρακτηριστικό επ' αυτού, είναι το ακόλουθο άρθρο τού Θ. Ι. Ρηγινιώτη. Ένα θέμα τόσο αυταπόδεικτο και περιττό για τους Χριστιανούς, αλλά τόσο χρήσιμο για Μουσουλμάνους που αγνοούν την Αγία Γραφή και τη Χριστιανική αλήθεια!
Ο προβληματισμός των μουσουλμάνων για τον απόστολο Παύλο
Στη συζήτηση για την εγκυρότητα του χριστιανισμού, ο απόστολος Παύλος αποτελεί το κατ’ εξοχήν «κόκκινο πανί» για τους μουσουλμάνους, όπως και για όλους τους αρνητές του χριστιανισμού. Συκοφαντείται ως απατεώνας και ψεύτης, που «αλλοίωσε» το νόημα της διδασκαλίας του Χριστού και «μεταμόρφωσε» το χριστιανισμό, δίνοντάς του τη μορφή που ξέρουμε. Μάλιστα, του προσάπτεται ως «επινόηση» η ιδέα της Θεότητας του Χριστού και της απολυτρωτικής σημασίας των Παθών Του για τους ανθρώπους.
Φυσικά, όπως αποδεικνύει η πείρα και η ιστορία των αγίων της αρχαίας και της ορθόδοξης Εκκλησίας, όλα αυτά δεν είναι καθόλου επινοήσεις του Παύλου, αλλά αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού, διά του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, στους αποστόλους και σε όλους τους ανθρώπους που πλησιάζουν το Θεό και μεταμορφώνονται εν Χριστώ.
Ο Παύλος συκοφαντείται ως απατεώνας. Τι κι αν ο ίδιος είδε το Χριστό στο όραμα της Δαμασκού και άλλαξε 100% το δρόμο του στη ζωή; Τι κι αν ο Χριστός διατήρησε επικοινωνία μαζί του σε όλη του τη ζωή; (Πράξ. 18, 9-10: «Είπε δε ο Κύριος δι’ οράματος εν νυκτί τω Παύλω· μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, διότι εγώ ειμί μετά σου», Πράξ. 22, 17-21, Β΄ Κορινθ. 12, 8-9, κ.λ.π.). Τι κι αν ο Παύλος αξιώθηκε να κάνει θαύματα, να θεραπεύσει δαιμονισμένους (π.χ. Πράξ. 16, 16-18, και 19, 11-12 – επικαλούμενος το όνομα του Χριστού κι όχι κάποια «δική του δύναμη», όπως θα έκανε αν ήταν μάγος ή απατεώνας), σε σημείο που πολλοί μάγοι της Εφέσου να καίνε δημόσια τα βιβλία τους; (Πράξ. 19, 19).
Τι κι αν αξιώθηκε να αναστήσει νεκρό (Πράξ. 20, 9-12), να ελευθερωθεί από τη φυλακή μέσω θαύματος (Πράξ. 16, 25-33), να μεταφερθεί στον ουρανό και εκεί να γνωρίσει ιδιαίτερες αποκαλύψεις, «άρρητα ρήματα»; (Β΄ Κορ. 12, 1-4)… Τι κι αν ο άγιος απόστολος Ανανίας καθοδηγήθηκε από το Χριστό προς τον Παύλο, με τη διαβεβαίωση ότι Εκείνος θα τον αποστείλει να υποστηρίξει το όνομά Του ενώπιον εθνών και βασιλέων και ότι θα πάθει πολλά υπέρ του ονόματος Του; (Πράξ. 9, 1-16). Τι κι αν, τέλος, βασανίστηκε και κινδύνεψε όντως αμέτρητες φορές (Πράξ. 16, 23, Β΄ Κορ. 11, 24-27, κ.λ.π.) και τελικά έδωσε και τη ζωή του για το Χριστό, τον Οποίο υπεραγαπούσε, προτιμώντας μάλιστα να πεθάνει για να βρεθεί κοντά Του παρά να συνεχίσει τη γήινη ζωή του; (προς Φιλιππησίους 1, 21-23).
Παρ’ όλα αυτά, δε γράφω το παρόν για να συζητήσουμε για τον Παύλο. Αφού τόσο ενοχλεί τους μουσουλμάνους αδελφούς μου η παρουσία του στη χορεία των αποστόλων του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού και Θεού, ας τον αφήσουμε.
Η αξιοπιστία του Πέτρου
Στο βιβλίο «Ο προφήτης Μουχάμμεντ στη Βίβλο», κεφ. «Μισπά», ο μουσουλμάνος συγγραφέας αναφέρεται στη μετονομασία του αποστόλου Σίμωνα από τον Ιησού σε «Πέτρο». Τονίζεται δε ιδιαίτερα ότι ο Ιησούς τον ονόμασε «Πέτρο» επειδή αυτό, κατά το συγγραφέα, παραπέμπει στα μισπά, δηλ. σε ιερά λίθων που εντοπίζει στην αρχαία παράδοση. Γράφει: «Όταν ο Χριστός (αλέϊχι σαλάμ) ονόμασε τον πρώτο του μαθητή Σίμωνα με το χαρακτηρισμό “Πέτρος”, σίγουρα είχε στο μυαλό του την αρχαία ιερή “σάφα” [σ.σ. πέτρα] που πολλά χρόνια πριν είχε χαθεί… Τα λόγια του Χριστού: “Εσύ είσαι ο Πέτρος” (στα αραβικά: “άντας σάφα”) κ.τ.λ. (Ματθαίος, 16:18; Ιωάννης, 1:42). Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι αφού ο Σίμων (ή η ομολογία του) ήταν “Σάφα”, η εκκλησία η οποία επρόκειτο να χτιστεί πάνω σ’ αυτόν ήταν το “Μισπά” (ή “Μισφά”). Ποιο είναι όμως αυτό το μυστήριο που κρύβεται στη λέξη “σάφα”; Είναι ένας από τους μεγαλύτερους χαρακτηρισμούς του προφήτη Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ), το “Μουσταφά”».
Δε συμφωνώ με αυτή την τοποθέτηση. Η περί μισπά ιδέα είναι άγνωστη και αδιάφορη στο χριστιανισμό – ούτε ο ίδιος ο Πέτρος δεν ασχολήθηκε με κάτι τέτοιο, όπως θα είχε κάνει, αν όντως τον αφορούσε προσωπικά. Και φυσικά, όπως έχω καταδείξει στα σχόλια που δημοσιεύονται κάτω από το βιβλίο, ο ερχομός του Μωάμεθ δεν προαναγγέλλεται στις προφητείες της Αγίας Γραφής.
Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ όμως είναι ότι ο συγγραφέας φανερά αναγνωρίζει ότι όντως ο άγιος απόστολος Πέτρος ευλογήθηκε από τον Ιησού και χαρακτηρίστηκε θεμέλιο της Εκκλησίας Του.
Είναι σημαντικό βέβαια να θυμηθεί κάθε μουσουλμάνος πότε ο Κύριος είπε στον Πέτρο αυτά τα λόγια: «επιβράβευσε» τον Πέτρο με αυτό το χαρακτηρισμό, επειδή εκείνος διακήρυξε προς τον Ιησού: «εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16, 13-20, Μάρκ. 8, 27-30, Λουκ. 9, 18-21)! Αυτό ο Ιησούς βεβαίωσε ότι του το αποκάλυψε ο Ίδιος ο Θεός Πατέρας. Και μόνο αυτά τα λόγια αρκούν, για να ανατρέψουν ολόκληρη τη χριστολογία του Ισλάμ.
Άλλωστε, και μόνο το γεγονός ότι ο Ιησούς έχει δική Του Εκκλησία, που την αποκαλεί «η Εκκλησία μου» (κι όχι «η Εκκλησία του Θεού»), φανερώνει τη θεότητά Του. Θα τολμούσε ποτέ ένας προφήτης –τόλμησε ο Μωάμεθ;– να πει κάτι αντίστοιχο για τη διδασκαλία του Θεού που (υποτίθεται ότι) μεταφέρει;
Επίσης, ο Ιησούς αμέσως παρακάτω λέει ότι θα δώσει στον Πέτρο τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, ώστε να βάζει μέσα όποιον θέλει, συγχωρώντας τις αμαρτίες του. Αν ο συγγραφέας μας δέχεται ότι ο Χριστός πράγματι μετονόμασε το Σίμωνα σε Πέτρο, οφείλει να δεχτεί και ότι ο Χριστός έχει στη διάθεσή Του τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και μπορεί να τα παραχωρεί σε όποιον θέλει. Και ποιος μπορεί να έχει τέτοια εξουσία, εκτός από τον Ίδιο το βασιλιά της βασιλείας αυτής, δηλαδή το Θεό;
Ο Ιησούς λοιπόν είπε γι’ αυτή την Εκκλησία ότι «πύλες Άδη δεν θα τη νικήσουν» (Ματθ. 16, 18). Θα είναι λοιπόν αιώνια, όχι προσωρινή ούτε μεταβατική «μέχρι να εμφανιστεί ένας άλλος εκλεκτός», όπως αυθαίρετα ισχυρίζονται οι μουσουλμάνοι. Αν ήταν έτσι, τότε τι είδους πέτρα ήταν αυτή; Ό,τι θεμελιώνεται στην πέτρα, δεν προορίζεται για κατάργηση ούτε αλλάζει ποτέ θεμέλια.
Εκτός από τα παραπάνω, ο «μουσουλμάνος απολογητής» Άχμεντ Ελντίν γράφει για τον απόστολο Παύλο: «Πώς τολμάει να εναντιώνεται στον Πέτρο, όταν ο Πέτρος είναι ευλογημένος από τον Ιησού;» (προς το τέλος του σχολίου). Προφανώς αναφέρεται στο ίδιο σημείο, στα λόγια του είπε ο Ιησούς στον Πέτρο κατά τη μετονομασία του από Σίμωνα. Ακόμη κι αν δεν αναφέρεται σ’ αυτό όμως (αλλά σε σημεία όπως π.χ. το Λουκ. 22, 31-32, ή το Ιω. 21, 15-17: «βόσκε τα αρνία μου»), γεγονός είναι ότι η μουσουλμανική απολογητική εμφανίζεται και στις δύο περιπτώσεις να αποδέχεται τον απόστολο Πέτρο ως αξιόπιστο μάρτυρα της αληθινής διδασκαλίας του Χριστού.
Ας δούμε λοιπόν τι έχει να μας πει για το Χριστό ο απόστολος Πέτρος.
Α. Η ομιλία του Πέτρου κατά την πεντηκοστή
Πράξεις των αποστόλων, κεφ. 2. Το αρχαίο κείμενο ολόκληρου του κεφαλαίου δημοσιεύεται στοhttp://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/acts/2.asp.
Η πρώτη ομιλία του αγίου αποστόλου Πέτρου γίνεται την ημέρα της πεντηκοστής. Την ημέρα που οι μαθητές του Χριστού «ήταν όλοι συγκεντρωμένοι», όπως έκαναν κάθε μέρα, περιμένοντας την υπόσχεση του Χριστού για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος σε αυτούς: «περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός ην ηκούσατέ μου· ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (Πράξεις, 1, 4-5).
Ας σημειώσουμε ότι τα λόγια αυτά του Χριστού παραπέμπουν σε δύο σημεία από τα ευαγγέλια: στην υπόσχεσή του ότι, μετά την αποχώρησή Του, θα έρθει στους αποστόλους ο Παράκλητος (Ιω. 14, 26: «ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα…») και στην προφητεία του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου «εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν· ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν, ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματα βαστάσαι· αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Ματθ. 3, 11).
Ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, στις Πράξεις των Αποστόλων, αρχή κεφ. 2, στ. 1-13, περιγράφει έτσι την κάθοδο του Αγ. Πνεύματος στους αποστόλους:
«Και όταν έφτασε η ημέρα της πεντηκοστής ήταν όλοι συγκεντρωμένοι. Και έγινε ξαφνικά ήχος από τον ουρανό, όπως όταν φυσάει βίαιος άνεμος και γέμισε όλο το σπίτι όπου βρίσκονταν. Και είδαν να διανέμονται γλώσσες σαν από φωτιά και κάθισε [από μία] πάνω σε κάθε έναν τους. Και γέμισαν όλοι Άγιο Πνεύμα και άρχισαν να μιλούν άλλες γλώσσες, όπως το Πνεύμα τους παραχωρούσε να μιλούν.
Κατοικούσαν λοιπόν στην Ιερουσαλήμ Ιουδαίοι, άντρες ευσεβείς από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανό, και όταν έγινε ο ήχος αυτός το πλήθος μαζεύτηκε και εξεπλάγη, γιατί ο καθένας τούς άκουγε να μιλούν στη δική του διάλεκτο. Και εκπλήσσονταν όλοι και θαύμαζαν, λέγοντας μεταξύ τους: “Γαλιλαίοι δεν είναι όλοι αυτοί που μιλούν; Πώς εμείς ακούμε ο καθένας στη δική του μητρική γλώσσα, Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες, και οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας, της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και της περιοχής της Λιβύης της “κατά Κυρήνην”, και οι Ρωμαίοι που βρίσκονται εδώ, Ιουδαίοι και προσήλυτοι, Κρήτες και Άραβες, τους ακούμε να κηρύσσουν στις γλώσσες μας τα μεγαλεία του Θεού;”. Και εκπλήσσονταν όλοι και απορούσαν, και άλλος έλεγε: “Τι να είναι αυτό;”, ενώ άλλοι κορόιδευαν, λέγοντας ότι είναι μεθυσμένοι.»
Τότε ο απόστολος Πέτρος «στάθηκε μαζί με τους ένδεκα» (γιατί το Άγιο Πνεύμα ήρθε σε περισσότερους από εκατό μαθητές του Χριστού, μεταξύ αυτών και σε γυναίκες και στην ίδια την Παναγία, όπως φαίνεται από το Πράξ. 1, 14-15), μίλησε και εξήγησε το γεγονός, καλώντας όλους να πιστέψουν και να βαπτιστούν «στο όνομα του Χριστού». Παραθέτω σε μετάφραση την ομιλία του, παραπέμποντας στο πρωτότυπο με το δεσμό που έδωσα παραπάνω:
«Στάθηκε τότε ο Πέτρος μαζί με τους ένδεκα, σήκωσε τη φωνή του και τους είπε: “Άνδρες Ιουδαίοι και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, μάθετε τα εξής και βάλτε στ’ αφτιά σας τα λόγια μου: αυτοί δεν είναι μεθυσμένοι, γιατί είναι η τρίτη ώρα της ημέρας. Αλλά αυτό είναι που είχε ειπωθεί από τον προφήτη Ιωήλ: “Στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός, θα εκχύσω από το πνεύμα μου σε κάθε σάρκα και οι γιοι και οι θυγατέρες σας θα προφητέψουν και οι νεαροί σας θα δουν οράματα και οι πιο ηλικιωμένοι θα δουν όνειρα· και πάνω στους δούλους μου και τις δουλες μου τις ημέρες εκείνες θα εκχύσω από το πνεύμα μου και θα προφητέψουν. Και θα δώσω τεράστια φαινόμενα [στο αρχαίο: τέρατα] στον ουρανό πάνω και σημάδια στη γη κάτω, αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού· ο ήλιος θα μεταστραφεί σε σκότος και η σελήνη σε αίμα πριν έλθει η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και επιφανής. Και κάθε ένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου, θα σωθεί”.
Άνδρες Ισραηλίτες, ακούστε αυτά τα λόγια. Τον Ιησού το Ναζωραίο, άνδρα αποδεδειγμένο από το Θεό σε σας με δυνάμεις και τέρατα και σημεία, που έκανε ο Θεός δι’ αυτού ανάμεσά σας, όπως και εσείς ξέρετε, αυτόν, που σας παραδόθηκε σύμφωνα με την ορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού, τον συλλάβατε και μέσω χεριών ανόμων τον σκοτώσατε σταυρώνοντας [στο αρχαίο: προσπήξαντες = στερεώνοντάς τον στο έδαφος]. Τον οποίο ο Θεός ανέστησε, λύνοντας τις ωδίνες του θανάτου,διότι δεν ήταν δυνατόν εκείνος να κρατηθεί απ’ αυτόν. Διότι ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: “Έβλεπα πάντοτε τον Κύριο ενώπιόν μου, γιατί βρίσκεται στα δεξιά μου, για να μη σαλευθώ. Για τούτο ευφράνθηκε η καρδιά μου και αγαλλίασε η γλώσσά μου, ακόμη και το σώμα μου θα αναπαυθεί με ελπίδα [στο αρχαίο: έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι], γιατί δε θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη, ουδέ θα αφήσεις τον όσιό σου να γνωρίσει φθορά. Μου γνώρισες οδούς ζωής, θα με γεμίσεις ευφροσύνη με την παρουσία σου [στο αρχαίο: μετά του προσώπου σου]”.
Άνδρες αδελφοί, μπορώ να σας πω με θάρρος για τον πατριάρχη Δαβίδ ότι πέθανε και ετάφη και το μνήμα αυτού βρίσκεται σε μας μέχρι σήμερα. Αλλά επειδή ήταν προφήτης και γνώριζε ότι ο Θεός του ορκίστηκε ότι θα αναδείξει από τους απογόνους του κατά σάρκα το Χριστό, για να καθίσει στο θρόνο του, προείδε και μίλησε για την ανάσταση του Χριστού, ότι δεν εγκαταλείφθηκε η ψυχή του στον Άδη, ούτε το σώμα του γνώρισε φθορά. Αυτόν τον Ιησού ανέστησε ο Θεός, πράγμα για το οποίο όλοι εμείς είμαστε μάρτυρες. Αφού λοιπόν υψώθηκε διά της δεξιάς του Θεού και λαμβάνοντας την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα, το εξέχυσε, αυτό που τώρα βλέπετε και ακούτε.
Διότι δεν ανέβηκε ο Δαβίδ στους ουρανούς, όμως λέει: είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να θέσω τους εχθρούς σου χαλί κάτω από τα πόδια σου [είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου]. Ας γνωρίζει λοιπόν με βεβαιότητα όλος ο λαός του Ισραήλ ότι και Κύριο και Χριστό αυτόν ο Θεός ανέδειξε, αυτό τον Ιησού, τον οποίο εσείς σταυρώσατε».
Ο λαός ένιωσε μεγάλη κατάνυξη όταν άκουσε τα λόγια του Πέτρου και είπε στον ίδιο και στους λοιπούς αποστόλους: «Τι να κάνουμε, άνδρες αδελφοί;». Και ο Πέτρος τους είπε: «Μετανοήστε και ας βαπτιστεί ο καθένας ας στο όνομα του Ιησού Χριστού για συγχώρηση των αμαρτιών και θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Γιατί η υπόσχεση είναι για σας και τα παιδιά σας και όλους όσοι βρίσκονται μακριά, όσους θα προσκαλέσει ο Κύριος ο Θεός μας».
Όσοι αποδέχτηκαν αυτά τα λόγια, βαπτίστηκαν και έτσι ιδρύθηκε η Εκκλησία. Οι άνθρωποι που πίστεψαν εκείνη την ημέρα και βαπτίστηκαν ήταν περίπου τρεις χιλιάδες (Πράξ. 2, 41). Όλοι αυτοί ζούσαν με άξονες «τη διδαχή των αποστόλων και την κοινωνία και την κλάση του άρτου [θεία μετάληψη] και τις προσευχές», έχοντας τα πάντα κοινά και προσφέροντας ό,τι μπορούσαν σε όποιον είχε ανάγκη (βλ. Πράξ. 2, 42-47).
ΣΧΟΛΙΑ: α) Ο Πέτρος ακολουθεί το σχήμα που ακολουθούν οι απόστολοι όταν μιλούν για την ανάσταση του Χριστού: ότι «ο Θεός τον ανέστησε». Παράλληλα όμως αναφέρει ότι ο χριστός αναστήθηκε επειδή «δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί από το θάνατο». Συνεπώς, στην ίδια τη φύση του Χριστού υπήρχε η αιτία της ανάστασής Του. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουμε σε συμφωνία και με το Ιω. 5, 26,, όπου ο Ιησούς λέει: «ώσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως έδωκε και τω υιώ ζωήν έχειν εν εαυτώ».
Αν οι μουσουλμάνοι αδελφοί μας πιστεύουν πως τα λόγια του Πέτρου φανερώνουν πως ο Χριστός «δεν είναι Θεός», αυτό σημαίνει ότι αποδέχονται πως ο Πέτρος διακήρυξε τη σταύρωση και την ανάσταση ως αληθινά γεγονότα, και μάλιστα κεντρικά στην αποστολή του Χριστού, αντίθετα φυσικά με ό,τι ισχυρίζεται το Κοράνι. Αν το αποδεχτούν αυτό, τότε μπορούμε να συζητήσουμε για τα υπόλοιπα. Προκαταβολικά μόνον λέω ότι ο Υιός ονομάζεται «Ιησούς» και «Χριστός» ως άνθρωπος, και αυτό είναι και ο λόγος για τον οποίο οι απόστολοι διακηρύσσουν ότι ο Θεός Τον ανέστησε. Ως άνθρωπος επίσης ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε «στα δεξιά του Θεού» (ανθρωπομορφισμός). Γι’ αυτό η ανθρωπότητα σώζεται διά του Χριστού, γιατί ένας άνθρωπος (ο νέος Αδάμ) ανέβηκε στο «χώρο του Θεού» και εμείς, καθώς ενωνόμαστε με Αυτό τον άνθρωπο, οδηγούμαστε από Αυτόν και μαζί Του στην ένωση με το Θεό.
β) Γίνεται φανερό ότι ο απόστολος Πέτρος ερμηνεύει τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ως αναφερόμενες στο Χριστό και όχι (όπως ισχυρίζονται κάποιοι μουσουλμάνοι ερμηνευτές και απολογητές) ως προαναγγελίες του ερχομού του Μωάμεθ. (Αυτό το αναλύουμε διεξοδικά εδώ). Θα προσθέσω μία μόνο παρατήρηση επ’ αυτού: οι προφητείες μιλούν (και έχει νόημα να μιλούν) για τον ερχομό ενός σωτήρα των ανθρώπων, δεν έχει νόημα να μιλούν για τον ερχομό ενός προφήτη, έστω «του μεγαλύτερου». Προαναγγέλλεται μόνον δευτερευόντως η άφιξη προφητών που συνδέονται άμεσα με τον ερχομό του Χριστού: του Προδρόμου (Ησαΐα 40, 3-11, Μαλαχία, 3, 1-3) και του Ηλία, που θα είναι ο πρόδρομος της Δευτέρας Παρουσίας (Μαλαχία 4, 4-5 [στο Μασσωριτικό, τέλος του κεφ. 3]).
Β. Η ομιλία του Πέτρου στο Ναό της Ιερουσαλήμ
Λίγο καιρό αργότερα, Πέτρος και Ιωάννης ανέβαιναν στο Ναό της Ιερουσαλήμ. Εκεί, ως γνωστόν, ο άγιος απόστολος Πέτρος θεράπευσε θαυματουργικά τον παράλυτο ζητιάνο, με τη φράση «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει» (Πράξ. 3, 6). Η αναφορά στο όνομα του Χριστού και όχι «του Θεού» (αναφορά που γίνεται γενικότερα κατά τα θαύματα, όπως και η βάπτιση των ανθρώπων «στο όνομα του Χριστού», που αναφέρθηκε παραπάνω) φανερώνει τη θεότητα του Χριστού. Αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, είναι παράλογο να γίνεται αναφορά στο όνομά Του, αντί για «το όνομα του Θεού». Ο ίδιος ο Χριστός βέβαια το είχε διδάξει αυτό (Ιω. 14, 13-14 – θα το σχολιάσουμε παρακάτω) και ασφαλώς κανείς προφήτης δεν τόλμησε να πει κάτι ανάλογο για το δικό του όνομα.
Κατά την αναταραχή που προκλήθηκε από το θαύμα, ο Πέτρος βρήκε την ευκαιρία για μια δεύτερη δημόσια ομιλία (Πράξ. 3, 12-26), στην οποία είπε τα ακόλουθα (βλ. το αρχαίο εδώ: http://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/acts/3.asp):
«Άνδρες Ισραηλίτες, γιατί εκπλήσσεστε με αυτό, ή γιατί μας κοιτάζετε σαν να κάναμε αυτόν να περπατά με τη δική μας δύναμη ή ευσέβεια;
Ο Θεός Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε του δούλο Του, τον Ιησού [στο αρχαίο: τον παίδα αυτού Ιησούν]· τον οποίο εσείς μεν παραδώσατε και αρνηθήκατε ενώπιον του Πιλάτου, που ήθελε να τον αθωώσει· εσείς όμως αρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο και ζητήσατε να σας χαρίσουν ένα φονιά [σ.σ. εννοεί το Βαραβά], ενώ τον αρχηγό της ζωής τον σκοτώσατε, τον οποίο ο Θεός ανέστησε από τους νεκρούς, πράγμα, για το οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες.
Και με την πίστη στο όνομά του, αυτόν που βλέπετε και είδατε, το όνομά του, και η πίστη που ενεργείται δι’ αυτού του χάρισε την πλήρη υγεία ενώπιον όλων σας. Ξέρω λοιπόν, αδελφοί, ότι ενεργήσατε από άγνοια, όπως και οι άρχοντές σας. Ο δε Θεός,αυτά που προανάγγειλε ότι θα πάθει ο Χριστός διά στόματος όλων των προφητών του, αυτά εκπλήρωσε. Μετανοήστε λοιπόν και επιστρέψτε, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας, ώστε να έρθουν εποχές αναψυχής εκ μέρους του Κυρίου και να αποστείλει τον Ιησού Χριστό, τον ήδη ορισμένο για σας, τον οποίο πρέπει να δεχτεί ο ουρανός μέχρι τον καιρό της αποκατάστασης όλων, όσα είπε ο Θεός διά στόματος όλων του αγίων προφητών του εδώ και αιώνες.
Διότι ο Μωϋσής είπε προς τους πατέρας ο Κύριος ο Θεός θα αναδείξει σε σας προφήτη σαν εμένα από τους αδελφούς σας· να τον ακούσετε σε όλα όσα θα σας πει. Και κάθε άνθρωπος που δεν θα υπακούσει στον προφήτη εκείνο, θα εξολοθρευτεί μέσα στο λαό. Και όλοι οι προφήτες, από το Σαμουήλ και εξής, όσοι μίλησαν και διακήρυξαν τούτες τις ημέρες. Εσείς είστε υιοί των προφητών και της διαθήκης, που διέθεσε ο Θεός προς τους προγόνους μας, λέγοντας προς τον Αβραάμ· και μέσω του σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. Σε σας πρώτα ο Θεός, αναστήσας το δούλο του, τον Ιησού [στο αρχαίο: τον παίδα αυτού Ιησούν], τον απέστειλε για να σας ευλογεί με το να απομακρύνει τον καθένα από την κακία του».
ΣΧΟΛΙΑ: α) Ο άγιος απόστολος Πέτρος ερμηνεύει ευθέως την προφητεία του αγίου προφήτη Μωυσή, για το μελλοντικό προφήτη που πρέπει να τον υπακούνε όλοι οι άνθρωποι (Δευτερονόμιο, 18, 18), ως αναφερόμενη στον Ιησού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί την προφητεία παρερμηνεύουν οι μουσουλμάνοι ερμηνευτές, ως δήθεν αναφερόμενη στο Μωάμεθ (έχουμε αναλύσει διεξοδικά το θέμα εδώ).
β) Ο Πέτρος χαρακτηρίζει τον Ιησού «παίδα του Θεού» (=δούλο του Θεού). Αυτό μπορεί να δώσει αφορμή στους μουσουλμάνους αδελφούς μας να πανηγυρίσουν ότι ο άγιος δήθεν παραδέχεται πως ο Ιησούς δεν είναι Θεός, αλλά κοινός άνθρωπος. Δεν είναι έτσι. Ο χαρακτηρισμός του Ιησού ως «παιδός του Θεού» παραπέμπει στην περίφημη προφητεία του αγίου προφήτη Ησαΐα 52, 13 εξ. και 53. Εκεί ο Θεός, διά στόματος του προφήτη, χαρακτηρίζει το Μεσσία «ο παις μου»(ο δούλος μου). Ο προφήτης Ησαΐας, από το κεφ. 52, 13 ώς και το κεφ. 53, γράφει ξεκάθαρα ότι ο Μεσσίας θα βασανιστεί και θα σώσει τον κόσμο με το βασανισμό Του («σηκώνει τις αμαρτίες μας και υποφέρει για μας… τραυματίστηκε για τις αμαρτίες μας… οδηγήθηκε σαν πρόβατο στη σφαγή… από τις αμαρτίες του λαού μου οδηγήθηκε στο θάνατο…» κ.τ.λ.). Στο Ησ. 12, 6, ο «άγιος του Ισραήλ» (ο Θεός) είναι Εκείνος που «υψώθη εν μέσω της Σιών», δηλαδή ο Χριστός (βλ. Ησ. 52, 13: «ο παις μου υψωθήσεται και μετεωρισθήσεται σφόδρα» = ο δούλος μου θα υψωθεί και θα κρεμαστεί πολύ). Ο Ίδιος ο Χριστός ερμηνεύει την «ύψωση» ως σταύρωση (Ιω. 8, 28, και 12, 32-34). Προσοχή: ο Μεσσίας, κατά τον Ησαΐα, έρχεται για νασώσει τον κόσμο και όχι απλώς για να διδάξει ή για να μεταφέρει σ’ εμάς το θέλημα του Θεού.
Έτσι, ο Υιός του Θεού γίνεται δούλος του Θεού (άνθρωπος) για να φέρει τη σωτηρία στους ανθρώπους. Δέχονται οι μουσουλμάνοι αδελφοί μας ότι η προφητεία του Ησαΐα αναφέρεται στο Χριστό; Δέχονται επίσης όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται στην ομιλία του Πέτρου; Θα πρέπει να τα δεχτούν, αφού μιλούν οι αψευδείς μάρτυρες Ησαΐας και Πέτρος. Τότε ευχαρίστως να συζητήσουμε για το χαρακτηρισμό του Χριστού ως «παιδός του Θεού».
Ας επισημάνουμε εδώ ότι το όνομα «Ιησούς» και οι χαρακτηρισμοί «Χριστός» (εβρ. «Μεσσίας»), «Σωτήρας», «Υιός Δαβίδ», «Βασιλεύς του Ισραήλ», «Μέγας Αρχιερεύς» κ.τ.λ., αναφέρονται όλοι στον Υιό του Θεού ως άνθρωπο. Ως Θεός, ο Υιός χαρακτηρίζεται «Λόγος του Θεού», «Σοφία του Θεού», «Κύριος» κ.τ.λ. Δεν είναι αλήθεια ότι αυθαίρετα αναφερόμαστε στο Χριστό πότε ως άνθρωπο και πότε ως Θεό. Όταν οι απόστολοι μιλάνε για το απολυτρωτικό Του έργο, που επιτέλεσε με την ενανθρώπισή Του, αναφέρονται σ’ Αυτόν ως άνθρωπο, ως Μεσσία, ως «πάσχοντα δούλο» (παίδα) του Θεού.
γ) Σχετικά με το θαύμα που συντελέστηκε στο όνομα του Ιησού και όχι «στο όνομα του Θεού»: είναι μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι οι ίδιοι οι μαθητές του Χριστού εξαρχής Τον αντιμετώπιζαν ως Θεό, καθώς μόνο το όνομα του Θεού επιτρέπεται να επικαλείται ο άνθρωπος, όχι το όνομα ανθρώπου. Και δε μπορούμε να πούμε ότι οι απόστολοι, που είχε διαλέξει ο Ίδιος και τους είχε αφήσει τις ύψιστε παρακαταθήκες Του, πλανήθηκαν όλοι, όλοι, όλοι, και παρανόησαν ή διαστρέβλωσαν το νόημα της αποστολής Του δέκα μόλις μέρες μετά την αποχώρησή Του από τη γη.
Ας σημειωθεί ότι η επίκληση του ονόματος του Θεού είναι μια πρόσκληση στο Θεό να παρέμβει, δηλαδή μια προσευχή. Ομοίως, η επίκληση του ονόματος του Ιησού είναι μια πρόσκληση στον Ιησού να παρέμβει, δηλαδή μια προσευχή προς Αυτόν: «ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υιώ. εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω» (Ιω. 14, 13-14). Αυτό είναι κάτι άλλο (προσευχή προς τον Ιησού) και άλλο το «ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν» του Ιω. 15, 16 (προσευχή προς τον Πατέρα).
Η αποστολική Εκκλησία είναι απόλυτα σίγουρο ότι προσευχόταν προς τον Ιησού. Ο άγιος Στέφανος Του ζήτησε να παραλάβει το πνεύμα του (Πράξ. 7, 59 –και στο στ. 60 λέει «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην», όπου αμέσως πριν έχει ονομάσει «Κύριο» τον Ιησού!), ο απόστολος Παύλος προσεύχεται σ’ Αυτόν στο Πράξ. 22, 17-21 (ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η προσευχή του αρχικά απευθυνόταν στον Πατέρα, όμως συνεχίστηκε ως επικοινωνία με τον Ιησού), ενώ άλλοτε Του ζήτησε να τον απαλλάξει από τον κακό άγγελο που τον τυραννούσε (Β΄ Κορ. 12, 8-9 –ο Κύριος εκεί είναι ο Ιησούς, όπως φαίνεται από το στίχο 9). Ο απόστολος και προφήτης Ιωάννης Τον παρακάλεσε να έρθει γρήγορα (Αποκ. 22, 20). Ο απόστολος Πέτρος λέει στον Αινέα, τον παράλυτο της πόλης Λύδδα, «Αινέα, ιάται σε Ιησούς ο Χριστός» (σε θεραπεύει ο Ιησούς, ο Χριστός, Πράξ. 9, 34), άρα ο Ίδιος ο Χριστός, εκείνη τη στιγμή, παρενέβη από τον ουρανό και τέλεσε τη θεραπεία.
Η προσευχή προς τον Ιησού, ενώ βρίσκεται στον ουρανό, είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που έκαναν οι άνθρωποι που Του ζητούσαν βοήθεια όσο ζούσε στη γη (π.χ. Ματθ. 9, 27. 15, 22, Μάρκ. 3, 10. 9, 17-29. 5, 22-23, κ.α.). Όπως έκανε αμέτρητα θαύματα εδώ, έτσι κάνει και από τον ουρανό. Αφού Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα βρίσκεται μαζί μας όλες τις ημέρες μέχρι τη συντέλεια του αιώνος (Ματθ. 28, 20), γιατί να μην προσευχόμαστε σ’ Αυτόν; Εξάλλου είναι σε συνεχή επικοινωνία μαζί μας, όπως αποδεικνύει το όραμα της Δαμασκού, το όραμα του Ανανία (Πράξ. 9, 17), η θεραπεία του Αινέα, το Ματθ. 18, 20 κ.λ.π.
Γ. Η απολογία του Πέτρου στο Μέγα Συνέδριο
Λόγω της αναταραχής, που προκλήθηκε από τα παραπάνω, οι δύο άγιοι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκαν ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου, δηλαδή του ανώτατου θρησκευτικού οργάνου του Ισραήλ, εκείνου που είχε καταδικάσει σε θάνατο τον Ιησού, και ερωτήθηκαν στο όνομα τίνος και με ποια δύναμη κάνουν όσα κάνουν. Τότε ο Πέτρος, «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» (γέμισε με το Άγιο Πνεύμα), πήρε το λόγο και είπε τα εξής (Πράξ. κεφ. 4, και στο διαδίκτυο http://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/acts/4.asp):
«Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ, αν εμείς σήμερα ανακρινόμαστε για την ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, για τον τρόπο με τον οποίο σώθηκε, ας είναι γνωστό σε όλους εσάς και σε όλο το λαό Ισραήλ ότι εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίο εσείς σταυρώσατε, τον οποίο ο Θεός ανέστησε από τους νεκρούς, αυτός ο άνθρωπος εμφανίστηκε ενώπιόν σας υγιής. Αυτός είναι ο λίθος που θεωρήθηκε άχρηστος από σας, τους οικοδόμους, όμως έγινε ακρογωνιαίος λίθος. Και η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται μέσω κανενός άλλου· διότι ούτε άλλο όνομα υπάρχει κάτω από τον ουρανό που να έχει δοθεί στους ανθρώπους, μέσω του οποίου να πρέπει να σωθούμε».
ΣΧΟΛΙΟ: Εκτός των άλλων, στην απολογία του ο άγιος Πέτρος αναφέρεται και στο στίχο «λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας» (Ψαλμός ριζ΄ [117 – στο εβραϊκό (μασοριτικό) ριη΄], στ. 22). Το στίχο αυτό, μαζί με τον επόμενο παρέθεσε ως προφητική αναφορά στον εαυτό Του και ο Ίδιος ο Χριστός (Ματθ. 21, 42), υπαινισσόμενος τη θανάτωσή Του από τους Ιουδαίους, που, αντί να Τον οδηγούσε στον αφανισμό, θα Τον καθιστούσε θεμέλιο της σωτηρίας μας. Ο άγιος Πέτρος παραθέτει το στίχο αυτό και στην Α΄ επιστολή του, κεφ. 2, στ. 7.
Ολόκληρος ο Ψαλμός 117 είναι ένας από τους «μεσσιανικούς» (χριστολογικούς) ψαλμούς, όπου δηλ. διά στόματος του προφήτη μιλάει ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η ύπαρξη των μεσσιανικών ψαλμών είναι ακόμη μια φανέρωση της θεότητας του Χριστού, γιατί μόνον ο Θεός μιλάει διά στόματος των προφητών.
Δ. Η δράση του Πέτρου στην αρχαία Εκκλησία
Δεν έχουμε λόγους να θεωρούμε ότι ο απόστολος Πέτρος ήταν «αρχηγός της Εκκλησίας», θέση που ανήκει πάντα προσωπικά στο Χριστό. Κανείς άνθρωπος δεν είναι «αρχηγός της Εκκλησίας», ούτε «αντικαταστάτης» ή «εκπρόσωπος» ή «αντιπρόσωπος» του Χριστού. Εκπρόσωπο ή αντιπρόσωπο έχει μόνο κάποιος που απουσιάζει, όμως ο Χριστός είναι πάντοτε παρών στην Εκκλησία Του, συνεπώς ο Ίδιος είναι η κεφαλή της και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το σώμα Του, δηλαδή «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας».
Όλοι οι απόστολοι ήταν οι πνευματικοί ηγέτες των χριστιανών, όλοι ήταν προικισμένοι με τα θαυματουργικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. 15, 12-16), ο δε Πέτρος με την εισήγησή του κατά την αποστολική σύνοδο (Πράξ. 15, 7-12), κατά την οποία δεν επέδειξε καμιά αυθεντία, φανερώνει την ισότιμη θέση όλων των αποστόλων. Πέτρος και Ιωάννης πήγαν ως απεσταλμένοι των αποστόλων στη Σαμάρεια για να μεταδώσουν το Άγιο Πνεύμα στους νεοβαπτισμένους Σαμαρείτες (Πράξ. 18, 14-17). Παρόλα αυτά είναι φανερό ότι ο Πέτρος αποτελούσε μια ηγετική φυσιογνωμία στην πρώτη Εκκλησία, γι’ αυτό και στις Πράξεις των Αποστόλων γίνονται τόσες προσωπικές αναφορές σ’ αυτόν.
Το θαυματουργικό του χάρισμα ήταν ασύλληπτο: ασθενείς θεραπεύονταν όταν περνούσε από πανω τους η σκιά του (βλ. Πράξ. 15, 15-16: «ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τιθέναι επί κλινών και κραβάττων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση τινί αυτών. συνήρχετο δε και το πλήθος των πέριξ πόλεων εις Ιερουσαλήμ φέροντες ασθενείς και οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων, οίτινες εθεραπεύοντο άπαντες». Βλ. και Πράξ. 9, 33-35). Αξιώθηκε επίσης να αναστήσει νεκρό: την αγία Ταβιθά, την ελεήμονα, από την Ιόππη (Πράξ. 9, 36-42). Έλαβε μηνύματα και αποκαλύψεις από το Θεό (Πράξ. 10, 10-16 και 19-20). Απελευθερώθηκε από άγγελο, όταν συνελήφθη από τον Ηρώδη (Πράξ. κεφ. 12), κ.τ.λ.
Ο Πέτρος ήταν εκείνος, στον οποίο το Άγιο Πνεύμα έστειλε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο, για να βαπτιστεί (Πράξ. κεφ. 10), ενώ επίσης στον Πέτρο έπεσε η ευθύνη να αντιμετωπίσει την ασέβεια του Ανανία και της Σαπφείρας, τους οποίους προειδοποίησε για τον επικείμενο θάνατό τους (μια σπάνια περίπτωση, όπου ο Θεός αφαιρεί τη ζωή ανθρώπων στην Καινή Διαθήκη, Πράξ. 5, 1-11 – σημειωτέον ότι εδώ ενέργησε το Ίδιο το Πνεύμα το Άγιο, δεν έβαλε χέρι πάνω στους ασεβείς κανένας άνθρωπος ως «εκτελεστής του θείου νόμου»· η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης τελείωσε, όμως την επανέφερε το Ισλάμ).
Τα γράφω αυτά ως φανερώσεις τις αξιοπιστίας του αγίου και μεγάλου αποστόλου Πέτρου, που είναι ένας αυτόπτης μάρτυρας και ένας έγκυρος ερμηνευτής του Ιησού, της ζωής και της διδασκαλίας Του.
Ε. Η ομιλία του Πέτρου στους Ρωμαίους, στο σπίτι του Κορνήλιου
Το κεφ. 10 των Πράξεων των αποστόλων αφηγείται τη μεταστροφή του Ρωμαίου εκατόνταρχου Κορνήλιου και «των ανθρώπων του σπιτιού του» στο χριστιανισμό. Ο Κορνήλιος ήταν «ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν», ελεήμων και σπλαχνικός με το λαό. Είδε λοιπόν «εν οράματι φανερώς» άγγελο του Θεού, που του είπε: «οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού· στείλε λοιπόν στην Ιόππη άνδρες και κάλεσε το Σίμωνα, τον επικαλούμενο Πέτρο» (Πράξ. 10, 4-5).
Την επαύριο, στην Ιόππη, ο Πέτρος είδε ένα όραμα: άνοιξε ο ουρανός και κατέβηκε ένα μεγάλο σεντόνι, μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού. Και μια φωνή τού είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε». Ο Πέτρος απάντησε: «Όχι, Κύριε, ποτέ δεν έφαγα τίποτε ακάθαρτο» (επειδή μέσα υπήρχαν και ζώα που θεωρούνταν ακάθαρτα και απαγορευόταν η βρώση τους στον ιουδαϊσμό). Τότε η φωνή απάντησε: «Μη θεωρείς ακάθαρτα αυτά που ο Θεός καθάρισε». Η στιχομυθία αυτή επαναλήφθηκε τρεις φορές και κατόπιν το σεντόνι ανέβηκε στον ουρανό (Πράξ. 10, 9-16). Το όραμα αυτό, όπως κατάλαβε αργότερα ο άγιος, φανέρωνε ότι αίρεται η απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου προς τους πιστούς να επισκέπτονται και να συναναστρέφονται ειδωλολάτρες, αφού και οι ειδωλολάτρες –και όχι μόνον οι Ιουδαίοι– είναι προσκεκλημένοι από το Θεό να βαφτιστούν χριστιανοί (βλ. στίχ. 28 και κάτω).
Αμέσως μετά το Άγιο Πνεύμα είπε στον Πέτρο: «Τρεις άντρες σε ζητούν. Κατέβα και πήγαινε μαζί τους χωρίς δισταγμό, γιατί εγώ τους έστειλα» (στ. 19-20). Αυτό το χωρίο είναι ένα από τα πολλά, όπου φαίνεται ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ένα Πρόσωπο και όχι μια απρόσωπη δύναμη.
Έτσι ο Πέτρος ήρθε στο σπίτι του Κορνήλιου, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ο Κορνήλιος τον προσκύνησε, αλλά φυσικά ο άγιος δεν αποδέχτηκε την προσκύνηση. Όταν του εξήγησαν πώς έγινε και τον κάλεσαν εκεί, μίλησε και είπε (Πράξ. 10, 34-43, και στο διαδίκτυο εδώ: http://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/acts/10.asp):
«Αναγνωρίζω πράγματι ότι ο Θεός δεν μεροληπτεί, αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον σέβεται [στο αρχαίο: ο φοβούμενος αυτόν] και πράττει το δίκαιο είναι δεκτός σε αυτόν. Έστειλε το λόγο Του στους Ισραηλίτες, ευαγγελιζόμενος ειρήνη διά του Ιησού Χριστού. Αυτός είναι Κύριος των πάντων. Ξέρετε τι συνέβη σε όλη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία, μετά το βάπτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης, για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον οποίο έχρισε ο Θεός διά Πνεύματος Αγίου και δυνάμεως, ο οποίος περιόδευσε ευεργετώντας και θεραπεύοντας όλους εκείνους που τυραννιούνταν από το διάβολο, επειδή ο Θεός ήταν μαζί του. Και εμείς είμαστε μάρτυρες όλων όσα έπραξε και στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ. Και τον οποίο θανάτωσαν κρεμώντας τον στο ξύλο. Αυτόν ο Θεός τον ανέστησε την τρίτη ημέρα και τον έκανε να εμφανιστεί, όχι σε όλο το λαό, αλλά σε μάρτυρες που τους είχε διαλέξει ο Θεός από πριν, σε μας, που φάγαμε και ήπιαμε μαζί του αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και μας παράγγειλε να κηρύξουμε στο λαό και να διαβεβαιώσουμε ότι αυτός είναι ο ορισμένος από το Θεό κριτής ζώντων και νεκρών. Γι’ αυτόν μαρτυρούν όλοι οι προφήτες, ότι κάθε ένας που πιστεύει σ’ αυτόν θα λάβειάφεση αμαρτιών διά του ονόματός του».
Ενώ ο Πέτρος μιλούσε, το Άγιο Πνεύμα «έπεσε πάνω σε εκείνους που τον άκουγαν» και τους πρόσφερε το χάρισμα της γλωσσολαλίας. Τότε ο Πέτρος φρόντισε και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι βαφτίστηκαν χριστιανοί.
Στ. Η ομιλία του Πέτρου στην αποστολική σύνοδο
Η αποστολική σύνοδος (γενική συνέλευση των αποστόλων και των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας) συγκλήθηκε στα Ιεροσόλυμα το 49 μ.Χ., μετά από αίτημα των αγίων αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, εξ αιτίας της επιμονής μιας ομάδας Ιουδαίων χριστιανών ότι οι ειδωλολάτρες, που γίνονταν χριστιανοί, δε μπορούν να σωθούν, αν δεν κάνουν περιτομή και δεν τηρούν τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου.
Η σύνοδος αποφάσισε ότι η τήρηση των διατάξεων του μωσαϊκού νόμου (συμπεριλαμβανομένης της περιτομής) δεν είναι απαραίτητη για τη σωτηρία. Αυτή είναι η «επίσημη πράξη» υπέρβασης του μωσαϊκού νόμου στο χριστιανισμό. Η απόφαση της συνόδου ελήφθη με το φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και οι απόστολοι έγραψαν «έδοξε το Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξ. 15, 28 – θεωρήθηκε από το Άγιο Πνεύμα και από μας). Την απόφαση αυτή την κοινοποίησαν στους χριστιανούς της Αντιόχειας μέσω των Παύλου και Βαρνάβα, που τους χαρακτηρίζουν «αγαπητούς», ανθρώπους που «παρέδωσαν τις ψυχές τους» (δηλ. διέθεσαν τη ζωή τους) «υπέρ του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Πράξ. 15, 25-26) και δύο άλλων αδελφών, των Ιούδα Βαρσαββά και Σίλα.
Η αποστολική σύνοδος α) αποδεικνύει ότι ο απόστολος Παύλος, το έργο του και η διδασκαλία του είναι απόλυτα σύμφωνα με τον αυθεντικό χριστιανισμό, όπως παραδόθηκε από το Χριστό και ακολουθήθηκε από τους αγίους αποστόλους Του· β) λήγει το θέμα της ισχύος ή μη του μωσαϊκού νόμου στο χριστιανισμό, γνωμοδοτώντας την υπέρβαση του νόμου, αφού η εν Χριστώ πραγματικότητα είναι πλέον η εποχή των «εσχάτων», η εποχή της χάριτος, ενώ ο νόμος δεν ήταν παρά «παιδαγωγός εις Χριστόν» (έκφραση του Παύλου από την προς Γαλάτας, 3, 23-26). Ο νόμος δεν καταργείται, αλλά υπερβαίνεται.
Ας επισημάνουμε, προλαμβάνοντας πιθανές αντιδράσεις μουσουλμάνων αδελφών μας, ότι οι άγιοι απόστολοι του Χριστού δεν πλανήθηκαν ως προς την πίστη. Είναι άτοπο να υποθέσουμε ότι ο Χριστός επέλεξε μαθητές που επρόκειτο να πλανηθούν (και μάλιστα όλοι τους), καθώς και ότι ο Θεός θα επέτρεπε κάτι τέτοιο, χωρίς να αφήσει έστω και έναν που να διασώσει για πάντα, χωρίς διακοπή, την αυθεντική μορφή και το αυθεντικό νόημα της εν Χριστώ αποκαλύψεως. Συνεπώς αυτή η αυθεντική μορφή και το αυθεντικό νόημα είναι αυτά που διασώθηκαν στο χριστιανισμό.
Επιπλέον, πρέπει να επισημάνουμε ότι και το Κοράνι παραδέχεται την ειλικρίνεια και αξιοπιστία των μαθητών του Χριστού: στη σούρα 3, 52, φαίνεται ότι οι μαθητές του Ιησού είναι αληθινοί πιστοί του Θεού και χαρακτηρίζονται «μουσουλμάνοι» (=πιστοί). Στη σούρα 61, 14, επιβεβαιώνεται η προθυμία τους. Αντίθετα, εκείνοι που κατηγορούνται ότι «αλλοίωσαν την αλήθεια για το Θεό», κατά το Κοράνι, δεν είναι οι μαθητές του Χριστού, αλλά «οι χριστιανοί» αόριστα. Κατ’ εμάς, το Κοράνι δεν είναι αληθινό θείο βιβλίο, αλλά προσπαθεί να παραπλανήσει τους ανθρώπους ανακατεύοντας αλήθειες και ψεύδη. Όμως οι μουσουλμάνοι αδελφοί μας, που θεωρούν ότι το Κοράνι λέει την απόλυτη αλήθεια, θα πρέπει να προβληματιστούν: αναφέρει ότι οι απόστολοι είναι αληθινοί πιστοί κι όμως οι απόστολοι είναι αυτοί που καθόρισαν αυτά που δεν αποδέχεται το Κοράνι. Η αντίφαση αυτή, αν μη τι άλλο, δεν είναι υπέρ της αξιοπιστίας του Κορανίου.
Στην αποστολική σύνοδο σημαντικό ρόλο έπαιξε η εισήγηση του αγίου αποστόλου Πέτρου. Δημοσιεύεται στις Πράξεις, 15, 7-11, και στο διαδίκτυο βλ. όλη την ιστορία της συνόδου εδώ: http://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/acts/15.asp. Λέει:
«Άνδρες αδελφοί, ξέρετε καλά ότι από τις πρώτες μέρες ο Θεός ανάμεσά μας επέλεξε από το στόμα μου να ακούσουν οι ειδωλολάτρες [στο αρχαίο: τα έθνη] το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν. Και ο καρδιογνώστης Θεός διαβεβαίωσε γι’ αυτούς, δίνοντάς τους το Πνεύμα το Άγιο όπως και σ’ εμάς, και καμιά διάκριση δεν έκανε ανάμεσα σε εμάς και αυτούς, καθαρίζοντας με την πίστη τις καρδιές τους. Τώρα λοιπόν, γιατί πειράζετε το Θεό φορτώνοντας στο στήθος των μαθητών ένα βάρος που ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς δε μπορέσαμε να κρατήσουμε; Αλλά δια της χάριτος του Κυρίου Ιησού πιστεύουμε ότι θα σωθούμε με τον ίδιο τρόπο που θα σωθούν και εκείνοι».
ΣΧΟΛΙΟ: Ο Πέτρος αναφέρεται στην περίπτωση του Κορνήλιου, που είδαμε παραπάνω. Ας σημειωθεί ότι ο άγιος Κορνήλιος, στη συνέχεια, κήρυξε το χριστιανισμό σε Φοινίκη, Κύπρο, Αντιόχεια και Έφεσο, αξιώθηκε να κάνει θαύματα και, παρότι υπέστη πολλές κακουχίες, κοιμήθηκε ειρηνικά. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου.
Με την εισήγηση του Πέτρου συμφώνησε και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος είπε (Πράξ. 15, 13-21):
«Άνδρες αδελφοί, ακούστε με. Ο Συμεών μας εξήγησε πως αρχικά ο Θεός φρόντισε να αποκτήσει από εθνικούς λαό επί τω ονόματι Του. Και σ’ αυτό συμφωνούν οι λόγοι των προφητών, καθώς έχει γραφτεί: «Μετά από αυτά θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη γκρεμισμένη σκηνή του Δαβίδ, και τα ερείπιά της θα ανοικοδομήσω και θα την ανορθώσω, ώστε οι υπόλοιποι άνθρωποι να αναζητήσουν τον Κύριο, και πάντα τα έθνη, στα οποία έχει κληθεί το όνομά μου, λέει ο Κύριος που τα πραγματοποιεί όλα αυτά. Στο Θεό, τα έργα του είναι γνωστά από την αρχή. Γι’ αυτό εγώ θεωρώ ότι πρέπει να μην παρεμποδίζουμε τους εθνικούς να επιστρέφουν προς το Θεό, αλλά να τους γράψουμε να απέχουν από το μολυσμό των ειδώλων και της πορνείας και του πνικτού και του αίματος. Γιατί ο Μωυσής από αρχαία χρόνια έχει σε κάθε πόλη εκείνους που τον κηρύσσουν, αφού διαβάζεται κάθε Σάββατο στις συναγωγές».
Αυτά έγραφε και η επιστολή της συνόδου προς τους χριστιανούς: να απέχουν από τη βρώση ειδωλοθύτων (ζώων θυσιασμένων στα είδωλα), πνιγμένων ζώων και αίματος και από την πορνεία. Αυτές ήταν οι μόνες εντολές του μωσαϊκού νόμου που παρέμειναν σε χρήση από τους χριστιανούς. Οι υπόλοιπες εντολές θεωρήθηκαν μη αναγκαίες πλέον για τη σωτηρία, στη νέα εν Χριστώ κατάσταση. Οι τελετές του νόμου έχουν ξεπεραστεί με τη θυσία του Χριστού και την αναίμακτη θυσία της θείας Μετάληψης (την «κλάση του άρτου», όπως αναφέρεται στην ΚΔ), ενώ οι ηθικές εντολές από την εντολή της αγάπης. «Εκείνος που αγαπά, έχει τηρήσει όλες τις εντολές του Θεού. Και το ου μοιχεύσεις και το ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ουκ επιθυμήσεις» (εννοείται «ό,τι ανήκει στο συνάνθρωπό σου») «και όποια άλλη εντολή, όλες συνοψίζονται σ’ αυτό το λόγο, στο να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Η αγάπη στον πλησίον δεν κάνει τίποτα κακό, επομένως είναι η εκπλήρωση όλου του νόμου» (Παύλος, προς Ρωμαίους, 13, 8-10).
Ζ. Η διδασκαλία του στην α΄ καθολική επιστολή
Το αρχαίο κείμενο της Α΄ Πέτρου είναι εδώ: http://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/peter_1/default.asp. Η γνησιότητά της (δηλαδή ότι είναι στ’ αλήθεια γραμμένη από τον απόστολο Πέτρο) έγινε ομόφωνα δεκτή στην αρχαιότητα και δεν αμφισβητήθηκε παρά μόνο από νεότερους προτεστάντες (π.χ. Χάρνακ) χωρίς σοβαρά επιχειρήματα.
Α) Α΄ Πέτρ., κεφ. 1, στ. 1-2: «Πέτρος, απόστολος Ιησού Χριστού, εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας και Βιθυνίας, κατά πρόγνωσιν Θεού πατρός, εν αγιασμώ Πνεύματος, εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού· χάρις υμίν και ειρήνη πληθυνθείη».
ΣΧΟΛΙΑ: α) Χαρακτηρίζοντας ο Πέτρος τον εαυτό του «απόστολο του Ιησού Χριστού», και όχι «απόστολο του Θεού», φανερώνει την πεποίθησή του, και όλης της πρώτης Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι Θεός. Μόνον ο Θεός έχει αποστόλους, όχι ένας προφήτης. Οι μαθητές του Χριστού, ως γνωστόν, χαρακτηρίζονται «απόστολοι του Χριστού» σε όλη την έκταση της ΚΔ και στη συνέχεια σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας.
β) Ο άγιος αρχίζει με μια τριαδολογική αναφορά: οι παραλήπτες του (οι χριστιανοί από τη διασπορά Πόντου, Γαλατίας [της Μ. Ασίας], Καππαδοκίας, Ασίας και Βιθυνίας) είναι «εκλεκτοί» κατά την πρόγνωση του Θεού Πατρός, με τον αγιασμό του Αγίου Πνεύματος και με την υπακοή τους στον Ιησού Χριστό και το «ραντισμό» τους στο αίμα του Ιησού Χριστού. Το τελευταίο ίσως παραπέμπει στο βάπτισμά τους, αφού το χριστιανικό βάπτισμα, με την τριπλή κατάδυση, είναι συμμετοχή στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Πάντως φανερώνει την καθοριστική σημασία του αίματος του Ιησού Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Δύο χαρακτηριστικά του χριστιανού τονίζονται: η υπακοή στο λόγο του Χριστού και η σωτηρία διά του αίματός Του.
Η παρατακτική αναφορά των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας είναι μία από τις περιπτώσεις που φαίνεται στην ΚΔ η πίστη των πρώτων χριστιανών (εδώ δε των μαθητών του Χριστού) ότι ο Θεός είναι Τριαδικός.
Β) Α΄ Πέτρ., 1, 3: «Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο κατά το πολύ αυτού έλεος αναγεννήσας ημάς εις ελπίδα ζώσαν δι' αναστάσεως Ιησού Χριστού εκ νεκρών».
ΣΧΟΛΙΑ: Ο Θεός είναι Πατέρας του Ιησού Χριστού. ο Χριστός είναι «ο Κύριος ημών». Ο Θεός και Πατήρ «μας αναγέννησε» διά της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εκ νεκρών: ο Χριστός λοιπόν όντως αναστήθηκε από τους νεκρούς (συνεπώς και σταυρώθηκε) και η ανάστασή Του προκάλεσε την αναγέννησή μας.
Γ) Α΄ Πέτρ. 1, 10-12: «περί ης σωτηρίας εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν προφήται οι περί της εις υμάς χάριτος προφητεύσαντες, ερευνώντες εις τίνα ή ποίον καιρόν εδήλου το εν αυτοίς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας· οίς απεκαλύφθη ότι ουχ εαυτοίς, υμίν δε διηκόνουν αυτά, α νυν ανηγγέλη υμίνδια των ευαγγελισαμένων υμάς εν Πνεύματι Αγίω αποσταλέντι απ' ουρανού, εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι».
ΣΧΟΛΙΑ: οι προφήτες λοιπόν προφήτεψαν για τη χάρη που ήρθε στους χριστιανούς και προφήτευσαν μέσω του «Πνεύματος Χριστού» που προφήτευε «εν αυτοίς» (μέσα τους). Το άγιο Πνεύμα λοιπόν δεν είναι μόνο Πνεύμα του Θεού Πατρός, αλλά και «Πνεύμα Χριστού» και μάλιστα όχι μόνον τώρα, αλλά από τον καιρό των προφητών – μέσω του «Πνεύματος Χριστού» προφήτευαν οι προφήτες. Και οι απόστολοι, που έφεραν το ευαγγέλιο (το μήνυμα του χριστιανισμού) στους χριστιανούς, τους δίδαξαν μέσω του Αγίου Πνεύματος, που απεστάλη σ’ αυτούς από τον ουρανό.
Δ) Α΄ Πέτρ. 1, 18-19: «…ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού…».
ΣΧΟΛΙΟ: Οι άνθρωποι λοιπόν λυτρώθηκαν από τη μάταιη προηγούμενη θρησκεία τους όχι μέσω χρυσού ή αργυρίου (εννοεί προφανώς τα είδωλα) αλλά μέσω του τιμίου αίματος του άμωμου και άσπιλου αμνού, του Χριστού. Δε χρειάζεται παραπέρα σχόλια, νομίζω, εκτός από το ότι ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως αμνού (λόγω της αθωότητάς Του και της σταυρικής θυσίας Του) είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς στην ΚΔ (π.χ. Ιω. 1, 29, αλλά και σε όλη την έκταση της Αποκάλυψης) και παραπέμπει στην προφητεία του Ησαΐα 53, 7, που αναφέρεται στον «πάσχοντα δούλο του Θεού».
Ε) Α΄ Πέτρ. κεφ. 2: αναφορά στην αναγέννηση διά του βαπτίσματος: στ. 2 «ως αρτιγέννητα βρέφη το λογικόν άδολον γάλα επιποθήσατε», και στη θεία μετάληψη: στ. 3 «εγεύσασθε ότι χρηστός ο Κύριος» (στίχος από τον προφητικό Ψαλμό λγ [33], 9).
Οι χριστιανοί είναι «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (στ. 9) και προσφέρουν «πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεω δια Ιησού Χριστού» (στ. 5): όχι λοιπόν θυσίες αίματος, αλλά πνευματικές, προσφερόμενες στο Θεό Πατέρα διά του Ιησού Χριστού: αυτό ακριβώς κάνουμε κατά τη θεία λειτουργία (η οποία προσφέρεται στον Πατέρα διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι), για την οποία, κατά τη γνώμη μου, γίνεται η αναφορά αυτή.
Στ) Α΄ Πέτρ. 2, 21-25. Προτρέποντάς τους σε υπομονή και αγάπη εν μέσω διωγμών και παθημάτων, φέρνει το παράδειγμα και την παρακαταθήκη του Χριστού. Παραθέτω σε μετάφραση: «…ο Χριστός έπαθε υπέρ υμών, αφήνοντάς σας υπόδειγμα, για να ακολουθήσετε τα ίχνη του· ο οποίος αμαρτία δεν διέπραξε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του· ο οποίος, ενώ τον συκοφαντούσαν δε συκοφαντούσε, ενώ έπασχε δεν απειλούσε αλλά άφηνε την κρίση σ’ εκείνον που κρίνει δίκαια· ο οποίος σήκωσε τις αμαρτίας μας στο σώμα του πάνω στο ξύλο, ώστε να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες και να ζήσουμε με τη δικαιοσύνη· διά της πληγής του οποίου θεραπευτήκατε. Διότι ήσασταν ως πρόβατα πλανώμενα, αλλά τώρα επιστρέψατε επεστράφητε στον ποιμένα και επίσκοπο [=προστάτη, φύλακα] των ψυχών σας».
ΣΧΟΛΙΑ: Οι φράσεις του αποστόλου «ο οποίος αμαρτία δεν διέπραξε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του» (στο αρχαίο: «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού») και «διά της πληγής του οποίου θεραπευτήκατε» (στο αρχαίο: «ου τω μώλωπι αυτού ιάθητε») προέρχονται από τη μεγάλη προφητεία του Ησαΐα 52, 13 - 53, 12, για τον «πάσχοντα δούλο», που αναφέραμε παραπάνω. Ο Ίδιος ο Χριστός υπαινίσσεται αυτή τη φράση, ρωτώντας για τον εαυτό Του «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας; ει δε αλήθειαν λέγω, διατί υμείς ου πιστεύετέ μοι;» στο Ιω. 9, 46, και σε όλη τη σχετική συνάφεια. Επίσης, η αναφορά στα πρόβατα και τον ποιμένα παραπέμπει στις ανάλογες παραβολές του Χριστού, που βρίσκονται στο Ματθ. 18, 12-13, και Ιω., κεφ. 10.
Ζ) Α΄ Πέτρ. 3, 18-22: «…ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι· εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν, απειθήσασί ποτε, ότε απεξεδέχετο η του Θεού μακροθυμία εν ημέραις Νώε κατασκευαζομένης κιβωτού, εις ην ολίγαι, τούτ' έστιν οκτώ ψυχαί, διεσώθησαν δι' ύδατος. ό αντίτυπον νυν και ημάς σώζει βάπτισμα, ου σαρκός απόθεσις ρύπου, αλλά συνειδήσεως αγαθής επερώτημα εις Θεόν, δι' αναστάσεως Ιησού Χριστού, ος εστιν εν δεξιά του Θεού πορευθείς εις ουρανόν, υποταγέντων αυτω αγγέλων και εξουσιών και δυνάμεων».
ΣΧΟΛΙΑ: Ο Χριστός όντως υπέστη τα πάθη Του, για να μας προσαγάγει (οδηγήσει) στο Θεό, άρα τα πάθη του Χριστού είναι εκείνα που έσωσαν την ανθρωπότητα. Με το πνεύμα Του πήγε και κήρυξε «τοις εν φυλακή πνεύμασι»: η κάθοδός Του δηλαδή στον Άδη σήμαινε την ένωση των προ Χριστού ψυχών με τις μετά Χριστόν, καθώς ο Κύριος κήρυξε στον Άδη, όπως είχε κάνει και στη Γη, σώζοντας ακόμη και τους αρχαίους νεκρούς. Τέλος, το βάπτισμα μας σώζει λόγω της αναστάσεως του Χριστού, ο οποίος βρίσκεται στα δεξιά του Θεού (προφητεία του Ψαλμού 109, 1, «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου…», και αναφορές σε Μάρκ. 16, 19, Πράξ. 7, 55-56, προς Εβραίους, 1, 3) και σ’ Αυτόν υποτάσσονται και οι αγγελικές δυνάμεις.
Η) Α΄ Πέτρ. 4, 11: «ει τις λαλεί, ως λόγια Θεού· ει τις διακονεί, ως εξ ισχύος, ης χορηγεί ο Θεός· ίνα εν πάσι δοξάζηται ο Θεός δια Ιησού Χριστού, ώ εστίν η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν».
Στο στίχο αυτό η δόξα και το κράτος φαίνεται ότι αποδίδονται στο Χριστό, όχι «στο Θεό», πράγμα που αποτελεί πολύ ισχυρή αναφορά στη Θεότητα του Χριστού.
Η. Η διδασκαλία του στη β΄ καθολική επιστολή
Το αρχαίο κείμενο της Β΄ Πέτρου είναι εδώ: http://www.myriobiblos.gr/bible/nt2/peter_2/default.asp. Η γνησιότητά της (δηλαδή ότι είναι στ’ αλήθεια γραμμένη από τον απόστολο Πέτρο) αμφισβητήθηκε κατά κόρον από νεότερους φιλολόγους, κυρίως προτεστάντες και παπικούς. Οι λόγοι που προβάλλουν είναι φιλολογικοί:
Α) Ο συντάκτης της Β΄ Πέτρου δίνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, γνωστά από τα ευαγγέλια, ενώ στο Β΄ Πέτρ. 3, 1, αναφέρει και την επιστολή του ως «δευτέρα» (με σαφή υπαινιγμό στην Α΄ Πέτρου), σα να προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες του ότι είναι ο απόστολος Πέτρος. Αυτό θεωρήθηκε «ύποπτο», δεδομένου ότι στην Α΄ Πέτρου ο απόστολος δεν δίνει καθόλου αυτοβιογραφικά στοιχεία – δε χρειάζεται να πείσει κανένα, αφού ο ίδιος ξέρει ότι στ’ αλήθεια είναι ο Πέτρος. Το επιχείρημα αυτό βέβαια δεν είναι ακαταμάχητο. Αν όμως υποθέσουμε ότι το δεχτούμε, συνηγορεί υπέρ της γνησιότητας της Α΄ Πέτρου, που δεν έχει τέτοια στοιχεία.
Β) Η Β΄ Πέτρου αναφέρει πράγματα που θεωρήθηκαν μεταγενέστερα από την εποχή του αποστόλου Πέτρου: μιλάει π.χ. για διωγμούς (που όμως μπορεί να είναι διώξεις από πλευράς των Ιουδαίων ή ανεπίσημες πρώτες διώξεις από ειδωλολάτρες), για τις επιστολές του αποστόλου Παύλου έτσι, που μοιάζει να έχει υπόψιν του κάποια συλλογή (Β΄ Πέτρ. 3, 15-16), την οποία ήδη κάποιοι είχαν αρχίσει να παρερμηνεύουν. Και αυτός ο λόγος δεν είναι πολύ ισχυρός, διότι οι περιοχές, όπου απευθύνεται η Β΄ Πέτρου (οι ίδιες με την Α΄ Πέτρου, αφού, όπως είπαμε, αναφέρεται ως «δευτέρα»), είχαν δεχτεί επιστολές του Παύλου (προς Γαλάτας, Εφεσίους, Κολοσσαείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, Τίτον και Φιλήμονα), πράγμα που προφανώς ο Πέτρος γνώριζε.
Γ) Στη Β΄ Πέτρου φαίνεται ότι οι χριστιανοί άρχισαν να αμφιβάλλουν για το χρόνο της ημέρας του Κυρίου (δευτέρας παρουσίας του Χριστού), ενώ στην Α΄ Πέτρου θεωρούσαν ακόμη ότι θα συμβεί από μέρα σε μέρα, συνεπώς μεταξύ των δύο επιστολών ασφαλώς παρεμβάλλονται κάποια χρόνια. Και αυτό όμως ακόμη δεν αποκλείει τη συγγραφή της από το ίδιο πρόσωπο.
Δ) Τέλος, το ύφος και το λεξιλόγιο της Β΄ Πέτρου διαφέρει εντελώς από της Α΄ Πέτρου, πράγμα όμως που επίσης δεν αποδεικνύει τίποτε, γιατί στην αρχαιότητα, ως γνωστόν, τα κείμενα γράφονταν μέσω γραμματέα και συχνά έπαιρναν στοιχεία από το δικό του ύφος (στην Α΄ Πέτρου, 5, 12, π.χ. ρητά αναφέρεται ως γραμματέας του Πέτρου ο Σιλουανός).
Η διδασκαλία του αποστόλου στη Β΄ Πέτρου, έτσι κι αλλιώς, δεν διαφέρει από αυτήν στην Α΄ Πέτρου, γι’ αυτό και το πρόβλημα της γνησιότητάς της δεν αλλάζει τίποτε απολύτως από τα συμπεράσματα του παρόντος άρθρου. Θα μπορούσα και να την παραλείψω εντελώς, αλλά δεν το κάνω, για να μη θεωρηθεί ότι «συγκαλύπτω» το ζήτημα.
Κατά τη γνώμη μου, η Β΄ Πέτρου είναι γνήσια, διότι αλλιώς δεν θα είχε περιληφθεί στην ΚΔ. Εξάλλου, αν και αναφέρεται ρητά πρώτη φορά από τον Ωριγένη (ο οποίος επισημαίνει και τις αμφιβολίες κάποιων ήδη από τότε), υπάρχουν υπαινιγμοί σ’ αυτήν και κοινή ορολογία σε κείμενα πρωτοχριστιανών συγγραφέων, όπως ο Κλήμης Ρώμης, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, η νόθα «Επιστολή Βαρνάβα», ο άγιος Ιουστίνος και ο Θεόφιλος Αντιοχείας (βλ. λεπτομέρειες στο Παν. Ν. Τρεμπέλα, καθηγητή πανεπιστημίου Αθηνών, "Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης", τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Αθήνα 1982).
Αν όμως υποθέσουμε, για χάρη της συζήτησης, ότι θεωρήσουμε αμφίβολη τη γνησιότητά της, τότε μας προσφέρει σοβαρά τεκμήρια για τη γνησιότητα της Α΄ Πέτρου, των ευαγγελίων και των επιστολών του Παύλου.
Της Α΄ Πέτρου, επειδή το νόθο ακολουθεί και μιμείται το γνήσιο και όχι ένα άλλο νόθο. Των ευαγγελίων, γιατί αναφέρει στοιχεία από τα ευαγγέλια (π.χ. τη μεταμόρφωση του Χριστού, Β΄ Πέτρ. 1, 16-18, που περιγράφεται στα Ματθ. 17, 1-13, Μάρκ. 9, 2-13, Λουκ. 9, 28-36, και το λόγο του Χριστού «η ημέρα Κυρίου θα έρθει σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα», Β΄ Πέτρ. 3, 10, που αναφέρεται και από τον Παύλο στην Α΄ προς Θεσσαλονικείς, 5, 2, και Ματθ. 24, 42-44), και των επιστολών του Παύλου λόγων της αναφοράς τους στο Β΄ Πέτρ. 3, 15-16. Επειδή η Β΄ Πέτρου, ακόμη κι αν είναι νόθα, είναι σίγουρα γραμμένη το αργότερο στις αρχές του 2ου αιώνα (δηλ. περί το 100 ή και νωρίτερα), αλλιώς δεν θα μπορούσε να περαστεί ως γνήσια στα μέσα του 2ουαιώνα, συνεπώς η μαρτυρία της για τα λοιπά βιβλία της ΚΔ (τα οποία θεωρεί γνήσια, γι’ αυτό και «αντιγράφει από αυτά») είναι πάρα πολύ πρώιμη.
Αν ωστόσο η Β΄ Πέτρου είναι γνήσιο έργο του Πέτρου (όπως θεωρεί η Εκκλησία και γι’ αυτό την εντάσσει στην ΚΔ), τότε ο Πέτρος δεν αντιγράφει από τα ευαγγέλια κ.τ.λ., αλλά παραθέτει στ’ αλήθεια τις προσωπικές του μαρτυρίες, οι οποίες παράλληλα είναι καταγεγραμμένες και στα ευαγγέλια.
Η διδασκαλία του Πέτρου στη δεύτερη επιστολή του, όπως είπαμε, δεν διαφέρει από αυτήν στην Α΄ Πέτρου. Σημαντικό «νέο» στοιχείο, που περιέχει, είναι η αναλυτικότερη αναφορά στη Δευτέρα παρουσία του Χριστού και στο «καινούργιο σύμπαν» που θα ακολουθήσει και θα συνεχιστεί στην αιωνιότητα (Β΄ Πέτρου, ιδίως κεφ. 2 και 3)
Γι’ αυτό, αρκούμαι να παραθέσω δύο μόνο σημεία:
Α) Β΄ Πέτρ. 1, 1: «Συμεών Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού, τοις ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν εν δικαιοσύνητου Θεού ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού». Στον αρχικό αυτό στίχο, ο απόστολος αναφέρει τον εαυτό του ως δούλο του Ιησού Χριστού (συνεπώς θεωρεί Θεό το Χριστό), ενώ παρακάτω Τον αναφέρει ξεκάθαρα ως Θεό και σωτήρα. Η αναφορά αυτή («του Θεού ημών») γίνεται στο Χριστό και όχι στον Πατέρα, γιατί ιδού πώς μιλάει στο στ. 2, όπου η αναφορά περιλαμβάνει και τους δύο: «χάρις υμίν και ειρήνη πληθυνθείη εν επιγνώσει του Θεού και Ιησού του Κυρίου ημών».
Β) Το τέλος της επιστολή (Β΄ Πέτρ. 3, 18): «αυξάνετε δε εν χάριτι και γνώσει του Κυρίου ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού.Αυτώ η δόξα και νυν και εις ημέραν αιώνος· αμήν». Εδώ ο άγιος όχι μόνο χαρακτηρίζει τον Ιησού Κύριο και σωτήρα μας, αλλά και Του αποδίδει «τη δόξα» «και νυν και εις ημέραν αιώνος». Η δοξολογία αυτή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στο Θεό.
Θ. Η περίφημη «διαφωνία» του με τον απόστολο Παύλο
Το στιγμιότυπο της διαφωνίας Παύλου και Πέτρου περιγράφεται από τον Παύλο στην προς Γαλάτας, 2, 11-14. Ευρισκόμενος ο Πέτρος στην Αντιόχεια, όταν ήρθαν από τα Ιεροσόλυμα μερικοί φανατικοί ιουδαιοχριστιανοί, για να μην τους σκανδαλίσει και να αποφύγει τη διαμάχη εναντίον τους έπαψε να τρώει μαζί με τους πρώην ειδωλολάτρες χριστιανούς (που δεν είχαν κάνει περιτομή). Η τακτική του αυτή παρέσυρε τον άγιο απόστολο Βαρνάβα και άλλους. Τότε ο Παύλος τον έλεγξε για υποκρισία, επειδή δίστασε να εφαρμόσει ανοιχτά και δημόσια την απόφαση της αποστολικής συνόδου, για να μη συγκρουστεί με τους ιουδαιοχριστιανούς.
Στο επεισόδιο αυτό είναι φανερό ότι δίκιο είχε ο Παύλος. Είναι όμως επίσης φανερό ότι η στάση του Πέτρου, που βρέθηκε σε ανθρώπινη αδυναμία, δεν αναιρεί αυτά που ο ίδιος είχε εισηγηθεί στην αποστολική σύνοδο, ούτε ακυρώνει τις αποφάσεις της συνόδου, ούτε όμως και θίγει την αξιοπιστία της διδασκαλίας του για το Χριστό και τη σωτηρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πέτρος δεν φαίνεται πουθενά να αντέδρασε στα λόγια του Παύλου, ούτε μαρτυρείται από καμία πηγή κάποια απάντησή του ή διαμάχη του με τον άλλο άγιο απόστολο. Το επεισόδιο αυτό δεν έπαιξε κανένα απολύτως ρόλο στην πορεία της Εκκλησίας, ούτε επηρέασε την ενότητά της ή τη διδασκαλία της.
Συμπεράσματα
Στη διδασκαλία του αγίου αποστόλου Πέτρου, που καταγράφεται στην Καινή Διαθήκη, περιλαμβάνονται πολλά θέματα που καταρρίπτουν θεμελιώδεις ισχυρισμούς του Ισλάμ. Τέτοια είναι:
Μήπως πλανήθηκε ο άγιος απόστολος; Δε μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο, διότι τότε πλανήθηκαν όχι μόνον όλοι οι απόστολοι, αλλά και ο ίδιος ο Χριστός, που (κατά τους Μουσουλμάνους) τον χαρακτήρισε θεμέλιο της Εκκλησίας Του.
Μήπως απομένει μια τελευταία ελπίδα, να μην είναι η αληθινή διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου όλα αυτά; Ούτε αυτή η ελπίδα απομένει, μουσουλμάνοι αδελφοί μου. Και τούτο, όχι μόνον γιατί οι Πράξεις των Αποστόλων και οι επιστολές Πέτρου (ιδίως η Α΄, αν έχετε αμφιβολίες για τη Β΄) είναι αδιαμφισβήτητες αυθεντικές καταγραφές της διδασκαλίας του από την εποχή, αλλά και διότι, αν ήταν αλλιώς, κάπου θα είχε διασωθεί κάποια άλλη «αυθεντική διδασκαλία» αποδιδόμενη στον απόστολο Πέτρο. Κάτι τέτοιο όμως πουθενά δεν υπάρχει ούτε μαρτυρείται ότι υπήρξε ποτέ.
Οι Πράξεις των Αποστόλων δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ από την αρχαία Εκκλησία. Το ύφος τους είναι ακριβώς το ίδιο με του κατά Λουκάν ευαγγελίου. Είναι γραμμένες από άνθρωπο σύγχρονο με τα γεγονότα που περιγράφει, αυτόπτη μάρτυρα σε πολλά απ’ αυτά, τα οποία αφηγείται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (τα λεγόμενα «ημείς εδάφια», π.χ. Πράξ. 16, 11-18. 20, 13-16. 21, 1-18). Είναι έργο του ευαγγελιστή Λουκά και γράφτηκαν πιθανότατα πριν το 65 μ.Χ., αφού δεν περιγράφουν το διωγμό του Νέρωνα. Γράφτηκαν λοιπόν ενώ ο απόστολος Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι έγιναν ευρύτερα γνωστές λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή τους (αφού ο Πέτρος είχε σταυρωθεί), ήταν πολύ κοντά στα γεγονότα για να μπορούν να περάσουν μια πλαστή εικόνα της διδασκαλίας του Πέτρου (αποδεκτής μάλιστα από όλους τους αποστόλους), και μάλιστα σε τέτοια έκταση, και να κατορθώσουν να επιβάλουν αυτή την εικόνα σε όλη την Εκκλησία χωρίς κανείς να αντιδράσει και χωρίς να διασωθεί το παραμικρό ίχνος, ούτε η παραμικρή μαρτυρία γι’ αυτό. Κάθε τέτοια προσπάθεια, πλαστογράφησης της διδασκαλίας των αποστόλων, θα έπεφτε στο κενό. (Υπ’ όψιν ότι οι «διαφορετικές διδασκαλίες» των διαφόρων αιρέσεων, που συνιστούσαν πλαστογραφίες και όντως έπεσαν στο κενό, ούτε διαφοροποιούν κάτι στη διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου, ούτε και δικαιώνουν σε κάτι τις ιδέες που διακήρυξε αργότερα το Ισλάμ).
Φοβούμαι τώρα ότι ίσως κάποιοι αρχίσουν να ρίχνουν λάσπη στον απόστολο Πέτρο, για να μειώσουν την αξιοπιστία του, γράφοντας ότι δήθεν «δε μπορεί να είναι αληθινά θεόπνευστος και άγιος κάποιος που αρνήθηκε τρεις φορές τον Ιησού».
Αν γραφτεί κάτι τέτοιο, αυτόματα συνιστά παραδοχή της σταύρωσης του Χριστού ως ιστορικού γεγονότος (πράγμα αντίθετο με το Κοράνι, που ισχυρίζεται ότι δε σταυρώθηκε), αφού η άρνηση του Πέτρου συνέβη κατά τη δίκη, που κατέληξε στη σταύρωση του Ιησού. Θα πρέπει όμως να τονίσω ότι ο Πέτρος μετανόησε, «έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. 29, 75) και αποκαταστάθηκε στο αποστολικό αξίωμα (Ιω. 21, 15-18). Γι’ αυτό και ο άγγελος, που διακήρυξε την ανάσταση στις μυροφόρες, είπε: «Πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο, ότι θα τους συναντήσει στη Γαλιλαία» (Μάρκ. 16, 7), επειδή ήξερε ότι ο Πέτρος θα ντρέπεται να τον αντικρίσει, λόγω της άρνησης.
Η αποκατάσταση του μετανοημένου αρνητή Πέτρου στο αποστολικό αξίωμα (όπως και η ανάδειξη του πρώην διώκτη Παύλου σε μέγα απόστολο και τελικά μάρτυρα για το Χριστό) είναι και η ακατανίκητη ελπίδα όλων εκείνων, που σε στιγμή αδυναμίας αρνήθηκαν το Χριστό: είναι η βέβαιη υπόσχεση του Κυρίου Ιησού ότι τους περιμένει με αγάπη, για να τους δεχτεί πίσω με ανοιχτές αγκάλες, μόλις βρουν το θάρρος να επιστρέψουν.
Επειδή ο Κύριος γνώριζε και την άρνηση του Πέτρου (του την προανάγγειλε, Ματθ. 26, 31-35) και τη μετάνοια και αποκατάστασή του, ορθά τον χαρακτήρισε «θεμέλιο της Εκκλησίας Του». Επίσης προείπε το μαρτυρικό του θάνατο (Ιω. 21, 18), που συνέβη, ως γνωστόν, στη Ρώμη κατά το διωγμό των χριστιανών από το Νέρωνα: εκεί ο άγιος σταυρώθηκε, ζήτησε δε ο ίδιος να σταυρωθεί ανάποδα, θεωρώντας ότι δεν είναι άξιος να πεθάνει με τον ίδιο τρόπο που πέθανε και ο αγαπημένος του Δάσκαλος. Συνεπώς, η θλίψη για το στιγμιαίο κλονισμό του (την άρνηση του Χριστού) βασάνιζε τη συνείδησή του μέχρι το τέλος.
Τέλος είπα; Δεν υπάρχει τέλος, μόνο ο αιώνιος παράδεισος για τους αγίους του Θεού και η ελπίδα του παραδείσου εν Χριστώ, για μας τους αρχάριος και γεμάτους ελαττώματα πιστούς Του. Αμήν.
πηγή |