Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 04, 2013

Συνααριστής της 4ης Σεπτεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Βαβύλας Ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ τὰ τρία παιδιὰ ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἀμμώνιος, Δονᾶτος καὶ Φαῦστος

 


Ὁ Ἅγιος Βαβύλας ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ (284 μ.Χ.) καὶ διαδέχθηκε τὸ Σεβίνο στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀντιοχείας. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ὁ Νουμεριανὸς σκότωσε ἀπάνθρωπα τὸ γιὸ τοῦ Βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, ποὺ εἶχε στὰ χέρια του σὰν ἐνέχυρο γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς εἰρήνης μὲ τοὺς Πέρσες. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Βαβύλας, ἀποδοκίμασε τὴν ἐνέργεια τοῦ αὐτοκράτορα.

Τότε ὁ Νουμεριανὸς θέλησε νὰ πλήξει τὸ Βαβύλα καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους χριστιανούς, κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας. Μόλις, λοιπόν, πληροφορήθηκε ὁ Βαβύλας ὅτι στὸ ναὸ εἰσέρχεται ὁ ἐγκληματίας αὐτοκράτορας μὲ ὅλη του τὴν συνοδεία, δὲ φοβήθηκε. Ἀμέσως ἦλθαν στὸ μυαλό του τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Ἀγωνίζεσθε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πᾶρτε δύναμη καὶ θάρρος.

Πράγματι, μὲ περίσσια τόλμη καὶ θάρρος, ὁ Βαβύλας στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας ἅρπαξε ἀπὸ τὸ στῆθος τὸ Νουμεριανὸ καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγεῖ ἔξω, διότι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στὸ ναὸ σὲ αἱματοβαμμένους ἐγκληματίες. Ὁ αὐτοκράτορας ντροπιασμένος ἀπεχώρησε. Ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη μέρα φυλάκισε τὸ Βαβύλα καὶ κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε. Ἔθαψαν τὸ σῶμα του μαζὶ μὲ τὰ δεσμά του, ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία του.

Μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βαβύλα, συνεορτάζεται καὶ ἡ μνήμη τῶν τριῶν παιδιῶν ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μ᾿ αὐτόν. Αὐτὰ ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους, νέοι στὴν ἡλικία ἀλλὰ βράχοι ἄθραυστοι στὴν πίστη. Τὰ τρία ἀδέλφια ὅταν πήγαιναν στὴ φυλακὴ τὸν δάσκαλό τους Ἅγιο Βαβύλα, μὲ θάρρος τοῦ συμπαραστέκονταν. Τότε συνελήφθησαν καὶ αὐτά. Μάταια προσπάθησε ὁ Νουμεριανὸς νὰ τὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τελικὰ τὰ ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχίας τῷ φωτὶ ἀπαστράπτων, δικαιοσύνης φυτοκόμος ἐδείχθης, ἀποτεμῶν τὴν ἄκανθαν τῆς πλάνης ἀληθῶς, ὅθεν τῶν αἱμάτων σου, φοινιχθεῖς ταὶς ρανίσι, τῷ Χριστῷ παρέστηκας, ἀνακράζων Βαβύλα, ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδὶα Ἰησοῦ ὅθεν προσδέχου, ἠμᾶς ὡς ηὐδόκησας.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ ἀθλητῶν ἑδραίωμα, ἡ Ἐκκλησία δοξάζει σε ἔνδοξε, λαμπρυνομένη σήμερον, ἀλλ᾽ ὡς ἔχων παῤῥησίαν, ἐν εἰρήνῃ τελεία, τοὺς ἀνυμνούντάς σε, τὸν Χριστὸν φυλαχθῆναι δυσώπησον, ὦ Πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον

Πλήρης ὢν σοφίας τῆς θεϊκῆς, λόγοις εὐσεβείας, τοὺς τρεῖς παῖδας παιδοτριβεῖς, πρὸς ἄθλησιν θείαν, Βαβύλα Ἱεράρχα, μεθ’ ὧν καὶ ἀριστεύσας, νομίμως ἔστεψαι.

 
Οἱ Ἅγιοι Κεγοῦρος, Σεκενδῖνος, Σέκενδος καὶ ἡ μητέρα τους Ἱεροσαλήμ, οἱ ἐν Βεροίᾳ μάρτυρες


 
Ὁ Ἅγιος Βαβύλας διδάσκαλος στὴ Νικομήδεια καὶ οἱ 84 Μαθητές του

Ὁ ἅγιος αὐτὸς Βαβύλας εἶναι μεταγενέστερος τοῦ ἁγίου Βαβύλα ἐπισκόπου Ἀντιοχείας. Αὐτὸς δίδασκε στὴ Νικομήδεια τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στοὺς νέους. Ὅταν ἐπισκέφθηκε τὴν Νικομήδεια ὁ Μαξιμιανὸς (286-305), καταγγέλθηκε ὅτι διδάσκει στοὺς νέους τὴν χριστιανικὴ πίστη.

Συνελήφθη λοιπὸν μαζὶ μὲ 84 νεαροὺς μαθητές του καὶ ἀφοῦ ὑπέστη σκληρὰ βασανιστήρια, γέροντας πλέον, μαζὶ μὲ τοὺς 84 μαθητές του ἀποκεφαλίστηκε.

 

 
Ὁ Προφήτης καὶ Θεόπτης Μωϋσῆς

 


Ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἡγετικὲς προσωπικότητες ὅλων ὅσων ἀναδείχτηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο, στὴ μακραίωνη Ἱστορία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ. Ὁ θεόπτης Μωϋσῆς ὑπολογίζεται ὅτι γεννήθηκε τὸ 1569 π.Χ. στὴν Αἴγυπτο. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἑβραῖος, ὀνομαζόταν Ἄβραμ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευὶ καὶ ἡ μητέρα του Ἰωχαβἐδ.

Ὅταν λοιπὸν ὁ Φαραὼ διέταξε νὰ σφαγοῦν τὰ νήπια τῶν Ἑβραίων, ἡ μητέρα τοῦ Μωϋσῆ ἔβαλε αὐτὸν μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο καὶ τὸν ἄφησε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Νείλου. Ἐκεῖ ὅμως, πήγαινε ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ γιὰ νὰ λουστεῖ. Βρῆκε τὸν Μωϋσῆ, τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν μόρφωσε ἄριστα στὴν αἰγυπτιακὴ σοφία.

Ἀλλ᾿ ὅταν ἦταν σαράντα χρόνων, σκότωσε κάποιο Αἰγύπτιο καὶ γιὰ νὰ μὴ ὑποστεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ Φαραώ, κατέφυγε στὴ γῆ Μαδιὰμ ὅπου ἔγινε βοσκός. Ἐκεῖ παντρεύτηκε τὴν Σαπφώρα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε δυὸ γιούς. Ὅταν βοσκοῦσε τὰ πρόβατα στὴ Χωρίθ, τὰ μάτια του εἶδαν πρωτοφανὲς θαῦμα, τὴν καιομένη ἀλλὰ μὴ φλεγόμενη βάτο καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ ἀνέθετε νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ Φαραώ, πρᾶγμα ποὺ τελικὰ ἔκανε.

Ἔβγαλε αὐτοὺς ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, (Ἔξοδος, Λευϊτικόν, Ἀριθμοί, Δευτερονόμιον) καὶ γιὰ σαράντα χρόνια ἦταν ἡγέτης τους στὴν περιπλάνησή τους μέσα στὴν ἔρημο.

Τελικὰ ὁ Μωϋσῆς δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, παρὰ μόνο ἀπὸ μακριά, στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Νεβῶ, ὅπου πέθανε καὶ τάφηκε.

 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς θεωρὸν τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπήσεως
Καὶ μυστογράφον τῆς αὐτοῦ συγκαταβάσεως
Μακαρίζομεν Θεόπτα σε ἐπαξίως.
Ἀλλ’ ὡς πέφυκας μεσίτης ἀξιόθεος
Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν· χαίροις μάκαρ Μωσῆ σοφέ.

Μεγαλυνάριον
Τὸν χρηματισθέντα ἐν τῷ Σινᾷ, καὶ ἐξαγαγόντα, ἐξ Αἰγύπτου τὸν Ἰσραήλ, τὸν ὑπερκοσμίων, ἐπόπτην θεαμάτων, Μωσέα τὸν θεόπτην, ὕμνοις τιμήσωμεν.

 

 
Ἡ Ἁγία Ἐρμιόνη κόρη τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου

 


Ἦταν μία ἀπὸ τὶς 4 κόρες τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ τὸ προφητικὸ χάρισμα (Πράξ. κα´ 8) καὶ ἀφοσιώθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἔργο. Ὅταν πῆγε μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της Εὐτυχίδα στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, βρῆκε ἀντ᾿ αὐτοῦ, ποὺ εἶχε ἀποβιώσει, τὸν μαθητή του Πετρώνιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχτηκε καὶ στηρίχτηκε περισσότερο στὸ εὐαγγελικὸ ἔργο.

Λέγεται μάλιστα, ὅτι κάποτε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο πέρασε ὁ Τραϊανὸς γιὰ νὰ πάει νὰ πολεμήσει τοὺς Πέρσες, καὶ ἄκουσε πολλὰ γιὰ τὸ προφητικὸ χάρισμα τῆς Ἐρμιόνης. Τὴν κάλεσε λοιπὸν γιὰ νὰ προφητεύσει γι᾿ αὐτόν. Ἡ Ἐρμιόνη τοῦ εἶπε ὅτι θὰ νικήσει τοὺς Πέρσες, ἀλλὰ τὴν βασιλεία τῶν Ρωμαίων θὰ καταλάβει ὁ γαμπρός του Ἀδριανός, ποὺ πράγματι ἔγινε. Ἐπειδὴ ἡ προφητεία ἐπαληθεύτηκε, ὁ Τραϊανὸς διέταξε καὶ βασάνισαν σκληρὰ τὴν Ἐρμιόνη.

Κατόπιν τὴν παρέδωσε στοὺς δήμιους γιὰ νὰ τὴν θανατώσουν, ἀλλ᾿ αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἄφησαν ἐλεύθερη. Ἔτσι ἡ Ἐρμιόνη πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴν Ἔφεσο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχoς δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος, διατελοῦσα σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι, τῷ ἐκ Παρθένου Ἀγνῆς, σαρκὶ ὁμιλήσαντι· ὅθεν τὴν σοὶ δοθεῖσαν, θεοπάροχον χάριν, ἄθλοις τῆς εὐσεβείας, τοῖς ἐν πλάνῃ ἐκφαίνεις· διό σε Ἑρμιόνη, ὁ Χριστὸς ἐδόξασε.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Βλαστὸς καρποτελής, καὶ ἀμάραντον ἄνθος, Φιλίππου τοῦ κλεινοῦ, ἐν σεπτοῖς Διακόνοις, ἐδείχθης θείᾳ χάριτι, Ἑρμιόνη πανθαύμαστε· καὶ ἀθλήσασα, παρθενικῶς προσηνέχθης, τῷ δοξάσαντι, τοὺς εὐαγεῖς σου ἀγῶνας, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Κλάδος ἀνεδείχθης ἀειθαλής, Φιλίππου τοῦ θείου, Ἑρμιόνη πανευκλεής· ἔνθεν διατρέφεις, καρποῖς τῶν σῶν ἀγώνων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.

 

 
Οἱ Ἅγιοι Θεότιμος (ἢ Τιμόθεος) καὶ Θεόδουλος

Ἦταν οἱ δήμιοι, ποὺ πίστεψαν στὸ Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Ἐρμιόνης. Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 

 
Ὁ Ἅγιος Πετρώνιος

Μᾶλλον εἶναι ὁ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ συνάντησε ἡ Ἅγια Ἐρμιόνη στὴν Ἔφεσο, ὅταν πῆγε μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της Εὐτυχίδα, καὶ τὴν ἑδραίωσε στὸ εὐαγγελικὸ ἔργο. Ὁ ἅγιος Πετρώνιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 

 
Ἡ Ἁγία Χαριτίνη

Ἐπειδὴ ἡ μνήμη της φέρεται μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ ἁγίου Πετρωνίου, τῆς ἁγίας Ἐρμιόνης καὶ τῆς Εὐτυχίδας, θυγατέρων τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ἴσως καὶ αὐτὴ νὰ μαρτύρησε κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Τραϊανοῦ στὴν Ἔφεσο, ὅταν πήγαινε στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Περσῶν. Ἴσως ὅμως νὰ εἶναι ἡ ἴδια μὲ αὐτὴ τῆς 5ης Ὀκτωβρίου.

 

 
Ὁ Ἅγιος Σάρβηλος (ἢ Ζάρβηλος)

Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.

 

 
 Οἱ Ἅγιοι Κεντυρίων, Θεόδωρος, Ἀμμιανός, Ἰουλιανός καὶ Ὠκεανός

Ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κανδαύλη καὶ συνελήφθηκαν ἐπὶ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (288). Ἐπειδὴ ὅλοι ὁμολόγησαν μὲ θάρρος τὴν χριστιανική τους πίστη, τοὺς ἔκαψαν ζωντανοὺς καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 

 
Οἱ Ἅγιοι Θαλουὴλ καὶ Βεβαία

Ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (κατ᾿ ἄλλους τοῦ Τραϊανοῦ) τὸ 116 μ.Χ. Ὁ Θαθουὴλ ἦταν Ἱερέας τῆς δαιμονικῆς πλάνης καὶ διδάχτηκε τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ ἕναν ἐπίσκοπο. Ἐξαιτίας λοιπὸν αὐτῆς τῆς μεταστροφῆς του μαστιγώνεται σκληρὰ ἀπὸ τὸν τοπάρχη Αὔγαρο καὶ στὴ συνέχεια τοῦ βγάζουν τὰ μάτια. Ἔπειτα τὸν κρέμασαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, τοῦ ἔγδαραν τὴν κοιλιὰ καὶ μὲ φωτιὰ ἔκαψαν τὶς πλευρές του.

Τελικά, ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ καὶ τοὺς δυὸ ἀποκεφάλισαν.

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει, ὅτι οἱ μάρτυρες αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας καὶ ἔγιναν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βάρσιππο (ἢ Βαρσιμαῖο).

 

 
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ νέος ἀσκητὴς ἀπὸ τὴν Κεφαλονιά

Γεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλονιᾶς τὸ 1727 καὶ πέθανε τὸ 1782 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 1781). Ἑπτὰ μόλις χρονῶν ἔχασε τὸ φῶς του καὶ τὸ ξαναβρῆκε θαυματουργικά, χάρη στὶς προσευχὲς τῆς μητέρας του Ἀντζουλέττας. Ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς σκληρῆς μοναχικῆς του ζωῆς τὸ ξαναέχασε καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Παρὰ τὴν τύφλωσή του, ἀνέπτυξε σπουδαῖο κηρυκτικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ μάλιστα ἔκτισε πολλὲς Μονὲς σὲ διάφορα μέρη.

Φέρεται σὰν προστάτης τῆς Ἀστυπάλαιας καὶ ἐκδόθηκε Ἀκολουθία του τὸ 1911 ἀπὸ τὸν Ἐμμανουὴλ Καρασέλο.
Ἐπίσης ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἁγιοποιήθηκε στὶς 30 Ἰουλίου 1974.

 
Οἱ Ἅγιοι 3608 (κατ᾿ ἄλλους 3628) Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Νικομήδεια

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ στὴ Νικομήδεια (290), κατὰ τὸν ὁποῖο κάηκε καὶ ὁ χριστιανικὸς ναός, κατέφυγαν στὰ βουνά, ἀλλὰ συνελήφθησαν καὶ θανατώθηκαν ἀπάνθρωπα.

 

 
Εὕρεσις λειψάνου τοῦ νεομάρτυρος Θεοδώρου, τοῦ Μυτιληναίου (1967)
 

ΟΚΤΩ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

11. Τη συμπεριφορά μας να τη στολίζη το μέτρο. Χωρίς το μέτρο, ακόμη κι αυτά, πού θεωρούνται ως καλά, καταντούν βαρετά και βλαβερά.

2. Δεν μπορείς να νικήσης την αμαρτία, αν δεν φύγης από τα αίτια, πού τη γεννούν. Και τα κυριώτερά της αίτια είναι: Η πολλή ανάπαυση, η καλοπέραση, τα χρήματα, η συναναστροφή με το άλλο φύλο, το ποτό κ.λ.π. Όχι πώς αυτά καθεαυτά είναι αμαρτία, αλλά η κακή χρήση αυτών των πραγμάτων εύκολα μας παρασύρει προς την αμαρτία. Για τούτο ο άνθρωπος πρέπει να προσέχη από όλ’ αυτά. Είπε κάποιος: «Μή χορτάσης ψωμί, και δεν θα επιθυμήσης κρασί». Αυτό θέλει να ‘πή ότι η πτώση σ’ ένα πάθος οδηγεί σε πτώση και σ’ άλλο πάθος. 

3. Το ουσιαστικά μοναδικό κακό στον άνθρωπο είναι μόνον η αμαρτία. Να φοβάστε την αμαρτία. Αυτόν, πού φοβάται τις αμαρτίες, τον φυλάττει ο Θεός στον δρόμο της ζωής του. Κι αν συμβή και σκοντάψη σε κάποιο σφάλμα, τον προφθάνει όμως ο Κύριος και τον βοηθεί σύμφωνα με το μεγάλο Του έλεος!

4. Αυτά, πού λέγεις, κι αυτά, πού στοχάζεσαι στη διάρκεια της ημέρας, γεννούν ανάλογα όνειρα στη διάρκεια της νύκτας. Αν όλη την ημέρα προσεύχεσαι και κάνης καλούς λογισμούς, θα ‘χης ύπνο ήρεμο και όνειρα καλά. Αν όλη την ήμερα αργολογής και συγκατατίθεσαι στους αμαρτωλούς λογισμούς, θα ‘χης και ύπνο άσχημο, μαζί και πειρασμούς.

5. Τέλεια αμαρτία είναι, όταν τη διαπράττη κανείς και με τον λογισμό και με το σώμα. Κατά το ήμισυ αμαρτία είναι, όταν αφίνης τον λογισμό μόνο να σκέφτεται την αμαρτία. Αλλ’ όμως δεν μένει ατιμώρητος ούτε κι αυτός, πού, έστω και κατά διάνοιαν μόνο, αμαρτάνει.

6. Αυτό είναι ο αόρατος πόλεμος: Το να πολεμά ο άνθρωπος να νικά την αμαρτία από το στάδιο των λογισμών, οπότε ασφαλώς θα αποφεύγη και τις αμαρτωλές πράξεις.

7. Η αγάπη μαζί με την ταπείνωση είναι οι δύο φτερούγες, τις οποίες, αν αποκτήσουμε, γινόμαστε «ως αετοί υπόπτεροι», και μπορούμε να φθάσουμε μέχρι τους επτά ουρανούς! Για τούτο να μή αμελούμε τον αγώνα γι’ αυτές τις δύο κορυφαίες αρετές.

8. Πρέπει πάντοτε να έχωμε μνήμη Θεού. Και ο,τι πρόκειται να κάνουμε, η να ειπούμε, η να σκεφτούμε πρέπει να ερωτούμε τον εαυτό μας: «Αρέσει αυτό στον Θεό; Είναι καλό;» Και η φωνή του Θεού, η συνείδηση, θα μας απαντήση μέσα μας αν είναι καλό η όχι. Γι’ αυτό και τώρα, πού αρχίζετε τον πνευματικό αγώνα, να βάλετε καλή αρχή, για να είναι και το τέλος καλό

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ;

15
Τί αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;

Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδίες των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.

Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;

Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;

Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;

Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;

Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.

Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.

Ο Θεός θα υπάρχει , φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών…

Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ’ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί να αφήσει το «επίγειο σπίτι» του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.

Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της Βασιλείας της αγάπης στη γη…


Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ.Εν πλω.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΠΤΗ

15Γιορτάζουμε σήμερα 4 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Προφήτου Μωυσέως, του Θεόπτη.

Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια.

Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του.

Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας.Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Γνόφον άυλον, τεθεαμένος, νόμον ένθεον, πλαξίν εδέξω, ως θεάμων μυστηρίων του Πνεύματος και καταπλήξας την Αίγυπτον θαύμασι, δημαγωγός Ισραήλ εχρημάτισας. Μωυσή ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημιν το μέγα έλεος.

Να δεχόμαστε με σοβαρότητα κάθε άνθρωπο, που συναπαντούμε στον δρόμο της ζωής μας


Το λάθος μας πάντα είναι ότι δεν παίρνουμε στα σοβαρά αυτό που είναι η δεδομένη, η παρεχομένη σημερινή ημέρα της ζωής μας, το ότι ζούμε στο παρελθόν ή στο μέλλον και το ότι όλο και περιμένουμε κάποιαν ιδαίτερη μέρα, οπότε η ζωή μας θα ξεδιπλωθεί και θα αποκτήσει όλη την σημασία και σπουδαιότητά της και δεν προσέχουμε ότι η ζωή μας κυλάει και φεύγει σα νερό, που διαρρέει μέσα από τα δάκτυλα του χεριού, ή όπως τον πολύτιμο σπόρο, που διαπερνά και πέφτει από μη σφιχτοδεμένο σακκί.

Συνεχώς, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα, ο Θεός μας στέλνει ανθρώπους είτε περιστάσεις είτε καθήκοντα, που πρέπει να χρησιμεύσουν σαν αφετηρία στην αναγέννησή μας, αλλά εμείς δεν του δίνουμε προσοχή, με αποτέλεσμα την κάθε ώρα να εναντιωνόμαστε στο θέλημα Του Θεού για μας. Και πράγματι, πως μπορεί ο Θεός να μας βοηθήσει; Μόνο στέλλοντάς μας στην καθημερινή μας ζωή συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένες συγκυρίες περιστάσεων. Αν δε την ώρα της ζωής μας την δεχόμαστε σαν την ώρα, όπου εκδηλώνεται του Θεού το θέλημα για μας και σαν την αποφασιστική, την σπουδαιότατη και μοναδική ώρα της ζωής μας, οποίες ως την ώρα εκείνη κρυμμένες πηγές χαράς, αγάπης και δύναμης θα ξεπηδούσαν και θα ανέβλυζαν από τα βάθη της ψυχής μας!

Να δεχόμαστε, λοιπόν, με σοβαρότητα κάθε άνθρωπο, που συναπαντούμε στον δρόμο της ζωής μας και να παίρνουμε στα σοβαρά κάθε ευκαρία και δυνατότητα να κάνουμε έργο καλό και νάστε βέβαιοι ότι μ' αυτό τον τρόπο κάνετε αυτό, που θέλει ο Θεός για σας στις συγκεκριμένες εκείνες περιστάσεις, την δεδομένη εκείνη ημέρα και ώρα.
Αν αγαπούσαμε τον Θεό περισσότερο, πόσο εύκολα θα Του εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο ολόκληρο με όλες τις αντινομίες του και τις ακατανόητες πλευρές του! Όλες οι δυσκολίες οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον αρκετά. Εκεί όπου υπάρχει αγάπη δεν μπορούν να υπάρχουν δυσκολίες.
Πολλοι από την σύγχυση, που υπάρχει ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς, θα διαλύοταν, αν είμαστε πραγματικά Χριστιανοί με την κυριολεκτική, Ευαγγελική σημασία της λέξης, θα λυόταν, ανάμεσα σ' άλλα, και το θέμα της σημασίας του πόνου στη ζωή, του να υποφέρουμε "όπως ο Κύριος υποφέρει"... και άλλα πολλά. Λαμβάνοντας υπόψη την ακόρεστη και άπληστη προσκόλλησή μας στα αγαθά του κόσμου τούτου - όταν η ίδια η προσκόλληση στα αγαθά του κόσμου τούτου - όταν αυτή η ίδια η προσκόλληση γίνεται πρόξενος πολλού πόνου - για ποιο θρησκευτικό και πνευματικό νόημα της ζωής μας, περιλαμβανομένου και του δικού μας πόνου, μπορούμε να μιλούμε;

Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής

                                                   



Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ). Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013

Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα Γέρων Πορφύριος



Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό δέν ἔχει ὅρια, τό ἴδιο καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Νά ἐκτείνεται παντοῦ, στά πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σέ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Θά σᾶς τό πῶ μ’ ἕνα παράδειγμα. Ἦταν ἕνας ἀσκητής κι εἶχε δύο ὑποτακτικούς. Προσπαθοῦσε πολύ νά τούς ὠφελήσει καί νά τούς κάνει καλούς. Εἶχε, ὅμως, τήν ἀνησυχία ἄν ὄντως προχωροῦν στήν πνευματική ζωή, ἄν προοδεύουν κι ἄν εἶναι ἕτοιμοι γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ἕνα σημάδι γι’ αὐτό ἀπ’ τόν Θεό, ἀλλά δέν ἔπαιρνε καμία ἀπάντηση. Κάποια ἡμέρα θά γινόταν ἀγρυπνία στήν ἐκκλησία μιᾶς ἄλλης σκήτης πού ἀπεῖχε πολλές ὧρες ἀπ’ τή δική τους. Ἔπρεπε νά γίνει πορεία μές στήν ἔρημο. Ἔστειλε τούς ὑποτακτικούς του ἀπ’ τό πρωί, ὥστε νά φθάσουν νωρίς, γιά νά τακτοποιήσουν τήν ἐκκλησία, κι ὁ Γέροντας θά πήγαινε τ’ ἀπόγευμα. Οἱ ὑποτακτικοί εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν ξαφνικά ἄκουσαν βογκητά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος βαριά τραυματισμένος καί ζητοῦσε βοήθεια:

- Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ, τούς ἔλεγε, γιατί ἐδῶ εἶναι ἐρημιά, κανείς δέν περνάει, ποιός θά μπορέσει νά μέ βοηθήσει. Ἐσεῖς εἶστε δύο. Σηκῶστε με καί ὁδηγῆστε με στό πρῶτο χωριό.

- Δέν μποροῦμε! τοῦ εἶπαν. Βιαζόμαστε νά πᾶμε γιά τήν ἀγρυπνία, ἔχουμε πάρει ἐντολή νά ἑτοιμάσουμε.

- Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ! Ἄν μ’ ἀφήσετε, θά πεθάνω, θά μέ φᾶνε τά θηρία.

- Δέν μποροῦμε! Τί νά κάνουμε, πρέπει νά πᾶμε στό καθῆκον μας.

Κι ἔφυγαν. Τ’ ἀπόγευμα ξεκίνησε ὁ Γέροντας γιά τήν ἀγρυπνία. Πέρασε ἀπό τόν ἴδιο δρόμο. Ἔφθασε καί στό μέρος πού ἦταν ὁ τραυματισμένος. Τόν βλέπει, τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει:

- Τί ἔπαθες, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχεις; Ἀπό πότε εἶσαι ἐδῶ; Δέ σέ εἶδε κανείς;

- Πέρασαν τό πρωί δύο μοναχοί καί τούς παρακάλεσα νά μέ βοηθήσουν, ἀλλά βιαζόντουσαν νά πᾶνε στήν ἀγρυπνία.

- Θά σέ πάρω ἐγώ. Μήν ἀνησυχεῖς! Τοῦ λέει.

-Δέν μπορεῖς ἐσύ, εἶσαι γέροντας, δέν μπορεῖς νά μέ σηκώσεις, ἀδύνατον!

- Ὄχι, θά σέ πάρω! Δέν μπορῶ νά σ’ ἀφήσω!

- Μά δέν μπορεῖς νά μέ σηκώσεις.

- Θά σκύψω καί σύ πιάσου ἀπό πάνω μου καί λίγο λίγο θά σέ πάω σέ κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αὔριο, θά σέ φθάσω.

Καί τόν πῆρε μέ μεγάλη δυσκολία κι ἄρχισε νά βαδίζει μέ τό βάρος ἐκεῖνο μές στήν ἄμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι καί σκεπτόταν: «Ἔστω καί σέ τρεῖς μέρες θά φθάσω». Καθώς ὅμως προχωροῦσε ἄρχισε νά νιώθει τό φορτίο του πιό ἐλαφρό, πιό ἐλαφρό καί σέ κάποια στιγμή αἰσθάνθηκε σάν νά μήν κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω νά δεῖ τί συμβαίνει καί βλέπει μέ ἔκπληξη πάνω του ἕναν ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: 

- Μ’ ἔστειλε ὁ Θεός νά σέ πληροφορήσω ὅτι οἱ δύο ὑποτακτικοί σου δέν εἶναι ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν ἔχουν ἀγάπη.

ΓΕΡΩΝ ΝΙΚΩΝ. Κάθε λογισμό, το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με” πιάνει αν κάνεις τον σταυρό σου και το πεις αυτό από μέσα σου; Πιάνει; τα σκορπάει όλα;






Κάθε λογισμό, το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με” πιάνει αν κάνεις τον σταυρό σου και το πεις αυτό από μέσα σου; Πιάνει; τα σκορπάει όλα;

π. Νίκων:

Ναι, εξαρτάται. Ότι είναι ένα όπλο, δεν είναι απλό όπλο. Το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με, δεν είναι απλώς όπλο εναντίον του διαβόλου. Προσέξετε, είναι πυρηνική βόμβα. Τινάζει τον διάβολο, τον εξαφανίζει. Είναι μια τρομερά συμπυκνωμένη, είναι μια τρομερά δυνατή ευχή. Μέσα της κλείνει όλες τις προσευχές, ξέρετε γιατί;


Είναι ένα μυστήριο, λέει η Γραφή ότι όταν θα γίνει η δευτέρα παρουσία του Χριστού θα εμφανισθεί στον ουρανό το όνομα του Χριστού και ενώπιον του ονόματος αυτού (λέει), παν γόνυ κάμψει επουρανίων επιγείων και καταχθονίων. Αυτό είναι ένα μυστήριο, το όνομα του Χριστού. Θα γονατίσει μπροστά στο όνομα αυτό το γόνατο των επουρανίων, οι άγγελοι θα γονατίσουν οι άνθρωποι θα γονατίσουν, και των υποχθονίων και οι διάβολοι θα λυγίσουν μπροστά σε αυτό το όνομα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...