Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2014

Η δύναμη του σημείου του Σταυρού


Η δύναμη του σημείου του Σταυρού!


Επιστήμονες έχουν αποδείξει πειραματικά τις θαυματουργικές ιδιότητες του σημείου του Σταυρού και της προσευχής.
«Είναι διαπιστωμένο ότι η παλιά συνήθεια να γίνεται το σημείο του Σταυρού πάνω από το φαγητό και το ποτό πριν το γεύμα, έχει ένα προφανές μυστικό νόημα. Πίσω από αυτό παραμένει η πρακτική χρησιμότητα:
Η τροφή κυριολεκτικά καθαρίζεται μέσα σε μια στιγμή.

Αυτό είναι ένα μεγάλο θαύμα, που κυριολεκτικά συμβαίνει κάθε ημέρα», είπε η φυσικός Angelina Malakhovskaya που προσκλήθηκε από την εφημερίδα Zhizn την Παρασκευή.


Η Malakhovskaya έχει μελετήσει τη δύναμη του σημείου του Σταυρού με την ευλογία της Εκκλησίας, για 10 περίπου χρόνια τώρα. Έχει διεξάγει ένα μεγάλο αριθμό πειραμάτων που έχει
επανειλημμένα επαληθευθεί, πριν τα αποτελέσματά τους έρθουν στη δημοσιότητα.

Ειδικότερα έχει ανακαλύψει τις απαράμιλλες βακτηριοκτόνες ιδιότητες του νερού μετά την ευλογία του από μία Ορθόδοξη προσευχή και το σημείο του Σταυρού. Η μελέτη επίσης αποκάλυψε μία νέα, ενωρίτερα άγνωστη ιδιότητα του λόγου του Θεού να μετασχηματίζει τη δομή του ύδατος, αυξάνοντας αξιοσημείωτα την οπτική του πυκνότητα στην περιοχή του φάσματος της βραχείας υπεριώδους ακτινοβολίας, γράφει η εφημερίδα.
Οι επιστήμονες έχουν επαληθεύσει την δύναμη της δράσης της Κυριακής προσευχής (Πάτερ ημών) και του Ορθοδόξου σημείου του Σταυρού στα παθογενή βακτήρια. Δείγματα νερού από διάφορες δεξαμενές (πηγάδια, ποταμούς, λίμνες) πάρθηκαν για έρευνα. Όλα τα δείγματα είχαν goldish staphylococcus, ένα κολοβακτηρίδιο. Αποδείχθηκε εν τούτοις, ότι αν η Κυριακή προσευχή λεχθεί και το σημείο του Σταυρού γίνει επάνω τους, ο αριθμός των βλαβερών βακτηριδίων θα μειωθεί επτά, δέκα, εκατό ακόμη και πάνω από 1000 φορές.
Τα πειράματα έγιναν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείουν και την ελάχιστη πιθανή νοητική επιρροή. Η προσευχή ειπώθηκε και από πιστούς και από απίστους, αλλά ο αριθμός των παθογόνων βακτηρίων σε διάφορα περιβάλλοντα με διαφορετικές ομάδες βακτηρίων ακόμη και τότε μειώθηκε, συγκρινόμενος με τα πρότυπα αναφοράς.
Οι επιστήμονες απέδειξαν επίσης την ευεργετική επίδραση που η προσευχή και το σημείο του Σταυρού έχουν πάνω στους ανθρώπους. Όλοι οι συμμετέχοντες στα πειράματα είχαν την πίεση του αίματός τους να τείνει να σταθεροποιηθεί, και τους αιματικούς δείκτες βελτιωμένους.
Κατά τρόπο εντυπωσιακό, οι δείκτες άλλαζαν προς την ίαση που χρειαζόταν: Στους υποτασικούς η αιματική τους πίεση ανέβηκε, ενώ στους υπερτασικούς κατέβηκε.

Επίσης παρατηρήθηκε ότι το σημείο του Σταυρού εάν γίνεται πρόχειρα, με τα τρία δάχτυλα βαλμένα μαζί απρόσεκτα ή τοποθετούμενα εκτός των απαραιτήτων σημείων (στο μέσο του κούτελου, το κέντρο του ηλιακού πλέγματος, και στα κοιλώματα κάτω από το δεξί και αριστερό ώμο), το θετικό αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο αδύνατο, ή απουσίαζε εντελώς.
Έτσι γίνεται κατανοητό το αναλλοίωτο του Αγιασμού, το ανέβασμα του ζυμαριού από τα σταυρολούλουδα (λουλούδια του Επιταφίου), η διατήρηση φρέσκου του Πασχαλιάτικου αυγού μέχρι τον επόμενο χρόνο, όταν τοποθετείται στο εικονοστάσι κλπ.
Η Εκκλησία δεν έχει φόβο από την έρευνα. Αντίθετα η έρευνα επιβεβαιώνει τις θέσεις της.
Αρκεί να μην ξεφύγουμε από την αληθινή, Ορθόδοξη Εκκλησία 


     πηγη...

Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἄγχος 'Ιωάννης Κορναράκης

Τὸ ἄγχος εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνα πληθωρικὸ ψυχολογικὸ χαρακτηριστικό τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ χαρακτηρισμοί: ἀγχώδης ἀντίδραση, ἀγχογόνος κατάσταση ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀγχωτικὸς τύπος καὶ ἄλλοι παρόμοιοι καὶ σχετικοὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄγχους χαρακτηρισμοί, ἀκούγονται συχνὰ στὴν καθημερινή μας ζωή.

Στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἔρευνας τὸ ἄγχος ἐντοπίσθηκε ὡς νοσογόνο σύμπτωμα ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων θεωριῶν τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους (τοῦ ἀσυνειδήτου).

Ἀλλὰ τὸ ἄγχος ὑπῆρχε πάντοτε στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀπὸ κάποια χρονικὴ στιγμὴ καὶ ἑξῆς, ὡς λανθάνον αἴτιο ἐνδεχόμενης ψυχικῆς διαταραχῆς, μικρῆς ἢ μεγάλης ἐκτάσεως. Ἁπλῶς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος οἱ συνεχεῖς, μεγάλες καὶ συχνὰ ἐκπληκτικὲς ἀλλαγὲς συνθηκῶν καὶ ὅρων ἀνθρώπινης ζωῆς, ὀφειλόμενες στὴν ταχεία ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν καὶ μάλιστα τῆς τεχνολογίας, ὅπως καὶ στὴ σχετικὴ συνεργία λοιπῶν κοινωνικῶν, ἰδεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν παραγόντων, συνετέλεσαν στὴν ἔντονη διέγερση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ, μὲ συνέπεια τὴν ἐκδήλωση ψυχολογικῶν προβλημάτων ἀλλὰ καὶ ψυχοπαθολογικῶν συμπτωμάτων μὲ κορυφαῖο, συχνά, χαρακτηριστικὸ τὸ ἄγχος.

Τὸ ἄγχος γεννήθηκε στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸν παράδεισο ἀμέσως μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία. Ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ θανατηφόρο παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, βιώθηκε καὶ ἐκδηλώθηκε ἤδη μέσα στὸν παράδεισο ὡς ἀγχογόνος ἀντίδραση στὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς αὐτῆς, ἐπὶ τοῦ ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ πρώτη ἀγχωτικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους σχετίζεται μὲ τὴν μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ζεύγους αὐτοῦ· «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γεν. γ’ 7).

Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τοῦ στίχου αὐτοῦ δείχνει ὅτι οἱ παραβάτες τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μόλις ἔφαγαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους, τόσον ἀποκρουστικὴ στὰ μάτια τῆς αὐτοσυνειδησίας τους, ὥστε ἀμέσως, χωρὶς τὴν παραμικρὴ χρονοτριβή, προσπάθησαν νὰ καλύψουν τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ψυχικῆς, ἀπαράδεκτης γι’ αὐτούς, εἰκόνας τους.

Ἔτσι στὸ Γεν. 3,7 ἔχουμε δύο σημαντικὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν παραβατῶν αὐτῶν τὴν ἀπαράδεκτη γι’ αὐτοὺς μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τους καὶ τὴν κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς αὐτοσυνειδησίας τους αὐτῆς, μὲ τέτοια συνάφεια μεταξύ τους, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἐντυπωσιακὰ ὁ ἀγχώδης χαρακτήρας τῆς ἀμεσότητος μὲ τὴν ὁποία ἔσπευσαν, εὐθὺς ἀμέσως, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν κάλυψη αὐτή, τῆς κακοποιημένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προσωπικῆς τους εἰκόνας.

Ἐξάλλου ἡ δεύτερη ἀγχώδης ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους στὴν ἀποτρόπαια αὐτὴ εἰκόνα τους, ἦταν ἡ ἄμεση, ἐσπευσμένη, ἀπόκρυψή τους πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου, ὅταν «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν» (Γεν. 3, 8). Τὸ ἠχητικὸ ἐρέθισμα τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ τοὺς προκάλεσε ἔντρομη φυγὴ καὶ κρύψιμο. Ἔτσι «ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου».

Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς ἐκάλεσε ὀνομαστικῶς τὸν Ἀδάμ, μὲ τὴν ἐρώτηση· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ἐκεῖνος ἀπήντησε ὁμολογώντας καὶ δικαιολογώντας συγχρόνως τὸ κρύψιμό του πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου· «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνὸς εἰμί, καὶ ἐκρύβην». Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς γυμνότητος τῆς εἰκόνας τους ἀπὸ τὰ θεουργὰ χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» λειτούργησε μὲ ἔντρομη ἀμεσότητα, γιὰ τὴν ἀπόκρυψή τους ἀπὸ τὴν ἐλεγκτικὴ παρουσία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. «Ἐφοβήθην» καὶ «ἐκρύβην»! Φόβος καὶ κρύψιμο, πρὸ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!

Ἂν θὰ θέλαμε νὰ συσχετίσουμε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις ἢ ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου, φόβο καὶ κρύψιμο, μὲ βασικὲς ἔννοιες τῆς Ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (τοῦ Βάθους), θὰ διαπιστώναμε χωρὶς δυσκολία τὴ σύμπτωση τοῦ ἀδαμικοῦ φόβου μὲ τὸ ἄγχος, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐννοεῖ ἡ σύγχρονη Ψυχολογία στὴν ψυχοδυναμική του λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ τὸ κρύψιμο θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ τὸ παραλληλίσουμε καὶ μᾶλλον νὰ τὸ ταυτίσουμε μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπωθήσεως τοῦ ἑαυτοῦ στὸ ἀσυνείδητό του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια αὐτή, στὴ σχέση της μὲ τὸ ἄγχος, ἡ ἴδια Ψυχολογία.

Σύμφωνα μὲ τέτοιες συσχετίσεις μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία ἐπεσκότισε πράγματι καὶ ἀχρείωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ χαρισματικὴ (θεουργὸ) δυναμική τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν πρωτόπλαστο, βυθίστηκε στὸ σκότος μιᾶς ψυχικῆς πραγματικότητας, ἄγνωστης πλέον καὶ ἀπρόσιτης στὸ σκοτισμένο λογικό του ἀνθρώπου. Θὰ λέγαμε μὲ τὴ γλώσσα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του.

Ἔτσι, στὸ ἑξῆς, οἱ ψυχικὲς ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου εἶχαν πλέον ἀσυνείδητες ἀφετηρίες, ἐφόσον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, βυθισμένος στὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κατόπτευση φωτιστικὰ τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, στὴν ὁποία εἶχε ἤδη δουλωθῆ.

Ἑπομένως ὄχι μόνο τὸ ἄγχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώθηση τοῦ ἑαυτοῦ στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του, εἶναι συμπτώματα τῆς διαβρώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴν ἁμαρτία, μὲ κοινὴ ὅμως ἐσωτερικὴ ἁμαρτητικὴ σχέση, ποὺ οὐσιώνεται στὴ βίωση τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἄγχος ἔχει σαφῶς ἐνοχικὴ ἀφετηρία. Ἐκφράσθηκε ὡς φόβος μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύγχρονη Ψυχολογία τοῦ ἀσυνειδήτου, κατανοεῖ τὸ ἄγχος ἐπίσης ὡς ἀσυνείδητη καὶ διάχυτη στὴ συνολικὴ ὕπαρξη τοῦ ἄνθρωπου ἐνοχικὴ ἀγωνία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸ ἰσχυρότερο πάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· τὸ βίωμα ἢ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς, ποὺ ἐξάλλου ἀποτελεῖ καὶ τὸν πυρήνα τοῦ νευρωτικοῦ γενικὰ φαινομένου.
 
*
 
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ ἄγχος ὑποδηλώνει τὴν ἀόριστη, μὴ δυνάμενη νὰ προσδιορισθεῖ ἐξ ἀντικειμένου ἀγωνία ἐνώπιον κάποιας ἀπειλῆς κινδύνου. Τὸ δὲ ἔντονο κινητικὸ – ψυχοδυναμικὸ στοιχεῖο του, ποὺ προεκτείνεται συχνὰ στὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀγχωτικῆς ἀντιδράσεως, μὲ μορφὴ ἐπιθετικότητος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μαρτυρία τῆς ἐνοχικῆς ἀφετηρίας του.
 
*
 
Ἀλλὰ τὸ ἄγχος, ὡς παθογόνος παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὡς πάθος, εἶναι ὑπὸ ὡρισμένους ὅρους, ἐπιδεκτικὸ μιᾶς ἀξιοποιήσεώς του ὡς ἐργαλείου πνευματικῆς καὶ μάλιστα νηπτικῆς προκοπῆς. Κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, τὰ πάθη, ἂν καὶ δὲν «συνεκτίσθησαν προηγουμένως» στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῶν παθῶν ποὺ εἶχαν (καὶ τὰ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὴ σαρκική τους ἀφετηρία) γιὰ τὴν ἀπόκτηση οὐρανίων ἀρετῶν. Ὅπως τὸ φόβο ὡς μέσο προφυλάξεως ἀπὸ τὴ μέλλουσα τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη, ὡς διορθωτικὴ διάθεση, κατὰ τὴ μεταμέλεια γιὰ κάποιο κακό, ποὺ διαπράχθηκε κατὰ τὸν παρόντα βίο.

Πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία μεταποιητικὴ «κατεργασία» τῆς δυναμικῆς ἑνὸς πάθους σὲ πνευματικὴ λειτουργία ἀρετῆς. Τὴ μεταποιητικὴ αὐτὴ μέθοδο μεταβολῆς μιᾶς ἀρνητικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας σὲ θετικὴ καὶ ἐποικοδομητικὴ ἐνέργεια ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματικῆς ζωῆς, ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος σὲ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.

Ἐφόσον· «Πᾶν πάθος κατὰ συμπλοκὴν πάντως αἰσθητοῦ τινός, καὶ αἰσθήσεως καὶ «φυσικῆς δυνάμεως», θυμοῦ λέγω τυχόν, ἢ ἐπιθυμίας, ἢ λόγου παρατραπέντος τοῦ κατὰ φύσιν συνίσταται», εἶναι δυνατὸν ἕνας «σπουδαῖος» πνευματικὸς ἀγωνιστής, κατὰ τὴν ἐπιδίωξη κάποιας ἀρετῆς νὰ «μεταποίησῃ ἢ νὰ «μεθορμήσῃ» ἢ νὰ «μετεργασθῇ» ἢ νὰ «ἐπαναγάγῃ» τὴ φυσικὴ αὐτὴ δυναμική τοῦ πάθους σὲ βιωματικὴ ποιότητα ἀρετῆς.

Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἕνας ἀγωνιζόμενος χριστιανός, ποὺ ἀνήκει σ’ ἕνα ἀγχώδη τύπο, νὰ προσπαθήσει νὰ «μεθορμήσῃ» τὴν ἀγχωτική του δυναμικὴ σὲ ὑψηλὰ πεδία πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, ἡ πατερικὴ προσοχὴ καὶ ἄλλες παρόμοιες πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ ἐνέργειες. Στὴν ἁγιογραφικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν πατερικὴ διδαχὴ συναντοῦμε προτροπὲς ποὺ μᾶς προσανατολίζουν στὴν πνευματικὴ ἀξιοποίηση μιᾶς «ἀγχωτικῆς» ἢ «φοβικῆς» δυναμικῆς. Ὅπως ἐνδεικτικῶς•

α) Στὴν Π. Δ. «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιάσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ» (Ψαλμ β’ 11).

β) Στὴν Κ.Δ. «Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται… μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας».

«Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη.

γ) Κατὰ τὸν ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, αὐτὸς ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ εὐχαρίστησει τὸ Θεὸ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του στὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ… ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ μάθει τὴν εὐχὴ καὶ «βιάζεται καὶ ἄγχει». Κι’ αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βιάζεται καὶ ἄγχει καὶ ἐθίζει ἔθος ἀγαθόν… Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν».

Ὁ ἴδιος ἅγιος συνιστᾶ «Πάντοτε ο»=υν ἐν τῇ συνειδήσει ὀφείλεις ἔχειν τὴν μέριμναν καὶ τὸν φόβον…. τὸν φόβον καὶ τὸν πόνον, ὡς φυσικὸν καὶ ἄτρεπτον, τὸν συντριμμὸν τῆς καρδίας πάντοτε πεπηγμένον».

Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἂν ἀξιωθεῖ νὰ ἀπόκτησει κάποιο χάρισμα γνωρίζει πῶς τὸ κατόρθωσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθεῖ γιὰ τὸ χάρισμα αὐτό, ὅτι μὲ τὴ δική του δύναμη τὸ ἀπέκτησε ἀλλὰ τὸ ἀποδίδει στὸ Θεὸ καὶ συνεχῶς τὸν παρακαλεῖ «τρέμων» νὰ μὴ ἀποδειχθεῖ ἀνάξιος αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος καὶ στερηθεῖ τῆς βοηθείας του καὶ ἀποκαλυφθεῖ ἔτσι ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ἀδυναμία του.

Ἡ ἀνάδυση τοῦ ἄγχους ἀπὸ ἀσυνείδητες, ἄγνωστες καὶ ἀπρόσιτες ἀπὸ τὸ λογικὸ ἐνδοψυχικὲς ἀφετηρίες, κάνουν πολὺ δύσκολη, ἂν μὴ ἀδύνατη, τὴν κατὰ μέτωπο καταπολέμησή του. Γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ σ’ ὅλα τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ πατερικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν ἀλλὰ ἀνταγωνιστής, δείχνει ὅτι ἡ μέθοδος τῆς μετοχετεύσεως τῆς ψυχικῆς δυναμικῆς τοῦ πάθους σὲ στόχους πνευματικῆς ζωῆς, δημιουργεῖ ἐλπίδες μιᾶς θεοφιλοῦς ἀξιοποιήσεως τοῦ ἄγχους, σὲ νηπτικοὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες φωτιστικῆς αὐτογνωσίας, στὸ κλίμα τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς παρουσίας τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ στὴ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ.

Ἂν τὸ ἄγχος βιώνεται ὡς ἕνας ἀνεπιθύμητος ψυχικὸς ἀναγκασμός, σὰν μία πιεστικὴ βία στὸν πυρήνα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνταγωνιστεῖ κανεὶς τὸ ἄγχος εἶναι ἡ ἄσκηση βίας στὴ βία τοῦ πάθους αὐτοῦ. Στὸ σημεῖο τοῦτο εἶναι χρήσιμη ἡ προτροπὴ τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ· «Θέλησον τῇ βίᾳ τῆς φιλόθεου σπουδῆς ἐκνικῆσαι καὶ λῦσαι τὴν βίαν (τοῦ ἄγχους)! «Ἡμεῖς τῇ βίᾳ τὴν βίαν καταγωνισώμεθα».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στὸ ἐρώτημα «πῶς μπορεῖ ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετώπισει καὶ νὰ ἀξιοποίηση τὸ ἄγχος ὡς ἐργαλεῖο πνευματικῆς προκοπῆς;» μία ἐπιγραμματικὴ – συνοπτικὴ ἀπάντηση θὰ ἦταν, στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ ἑξῆς·

- Νὰ παραδώσει τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ τὸ συνοδεύει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

- Νὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἰδεῖ καὶ νὰ τὸ κατανοήσει στὴν ψυχοδυναμική του ἰδιαιτερότητα ὡς φοβίας ἢ ἀόριστης ἀγωνίας ἢ ἀναιτιολόγητης ἐπιθετικῆς παρορμήσεως ἢ τέλος ὡς ἐνοχικῆς φοβικῆς εὐαισθησίας, ὡς παράγοντα τῆς παιδείας τοῦ Κυρίου!

- Νὰ ἐντοπίσει ἐνδεχομένως τὸ ἐνοχικὸ ὑπόστρωμα τοῦ ἄγχους, ποὺ συνήθως ἀποτελεῖ τὴν κυρία ψυχοδυναμική του ἀφετηρία. Ἀπωθημένες ἁμαρτητικὲς ἐμπειρίες, δηλ. ἀνεξομολόγητες ἐνοχές, ἐκδικοῦνται μὲ ἀσυνείδητη ἀγχώδη ἀντίδραση.

- Νὰ συλλάβει τὴν ἀφυπνιστικὴ πνευματικὴ σημασία τοῦ ἄγχους, ὡς ἐρεθίσματος μιᾶς ἐργασίας αὐτογνωσίας μὲ κριτήρια ἀντικειμενικὰ καὶ ὄχι αὐτοδικαιωτικά.

- Νὰ μεταποιήσει τὴ δυναμική τῆς ἀγχωτικῆς ἀγωνίας σὲ νηπτικὸ τρόπο βιώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν μνημονευθεῖσα προτροπὴ τοῦ ἄγ. Μακαρίου του Αἰγυπτίου· «Καὶ ἡμεῖς τοίνυν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πραότητα., ἵνα ἀποστείλῃ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ὁ Θεός»!

Ὄντως τὰ ἀντίρροπα τοῦ ἄγχους εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πραότητα!

Ἀναζητώντας τό νόημα τῆς ζωῆς



Θὰ πρέπει ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπίστευτα ἀνόητος ἄν, φτάνοντας στὰ χρόνια της ὡριμότητας, δὲν ἀναρωτιέται πότε-πότε, μὲς στὴν παραζάλη τῆς ζωῆς: «Γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἦρθα στὸν κόσμο; Γιατί ζῶ;»

Ὅταν εἶναι κανεὶς νέος, ὁ καιρὸς κυλάει τόσο γρήγορα, οἱ διασκεδάσεις εἶναι τόσο πολλές, καὶ τὸ τέρμα τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς μοιάζει νά εἶναι τόσο μακριά, ὥστε δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τέτοιες αὐτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σὲ μένα, αὐτὸ εἶχε συμβεῖ. Οἱ φοιτητὲς τῆς ἰατρικῆς, συνήθως, δὲ διακρίνονται γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καί, φυσικά, οὔτε ἐγώ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποτελῶ ἐξαίρεση σ' αὐτὸ τὸν κανόνα. Στὰ ἐργαστήρια τῆς ἀνατομίας, ὅπου διαμελίζονται σὲ χίλια-δυὸ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δέ μοῦ φάνηκε τίποτα περσότερο ἀπὸ μία πολύπλοκη μηχανή. Στὶς αὐτοψίες ποὺ εἶχα παρακολουθήσει, τίποτα δὲν εἶδα ποὺ νὰ μὲ κάμει νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει μὲς στὸ κορμὶ μία ψυχὴ ἀθάνατη. Ὅταν συλλογιόμουν τὸν Θεό, ἄθελά μου στὸ στόμα μου χάραζε ἕνα χαμόγελο ἀνωτερότητας, ποὺ ἔδειχνε τὴν περιφρόνηση ποὺ αἰσθανόμουν γιὰ ἕναν τόσο παμπάλαιο μῦθο.

Ὅταν ὅμως πῆρα τὸ πτυχίο τοῦ γιατροῦ καὶ βγῆκα στὴ βιοπάλη, στὶς κοιλάδες τῆς Νότιας Οὐαλλίας, μὲ τὰ ἀνθρακωρυχεῖα, καὶ ἐξασκώντας τὸ ἐπάγγελμά μου εἶδα τὴ ζωὴ ἀπὸ κοντά, ἀπὸ πρῶτο χέρι, ὅπως λένε, καὶ πρόσεξα, τὸ θάρρος καὶ τὴν καλὴ θέληση τῶν ἄλλων συνανθρώπων μου ποὺ ἀγωνίζονταν μέσα σὲ μεγάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, γιὰ πρώτη φορά, ἄρχισα νὰ εἰσχωρῶ στὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος. Ὅταν παρευρισκόμουν στὸ θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ ἄνθρωπου, ὅταν καθόμουν πλάι στὸ νεκρὸ τὶς ἥσυχες ὧρες τῆς νύχτας, ὅταν ἄκουγα τὸ σιγανὸ μὰ ἀνελέητο χτύπημα ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τοῦ θανάτου, τότε, οἱ ἀπόψεις μου γιὰ τὴ ζωὴ ἔγιναν κάπως ἀλλιώτικες. Ἡ πεῖρα ποὺ μὲ τόσην ἀγωνία κερδίζεις, ἀργά-ἀργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες ἀξίες. Ἔτσι κατάλαβα πώς, στὴ ζωή, ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ στὰ βιβλία, πολὺ περισσότερα κι ἀπὸ ὅσα μπορεῖ ποτὲ νὰ ὀνειρευτεῖ. Μὲ λίγα λόγια ἔχασα τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου κι αὐτό, μ’ ὅλο ποὺ τότε δὲν τόξερα ἀκόμα, εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν Κύριο.

Σὲ κάποιο κεφάλαιο μίλησα γιὰ τὴν Ὄλγουεν Νταίηβις, τὴ μεσόκοπη νοσοκόμο, ποὺ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, μὲ δύναμη καὶ ὑπομονή, μὲ ἠρεμία καὶ αἰσιοδοξία, ἐξυπηρετοῦσε τὸν κόσμο στὴν περιοχὴ τοῦ Τρέτζενυ. Αὐτὸς ὁ ἀνυστερόβουλος ἀλτρουισμός, ποὺ ἔδειχνε νὰ εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ χαρακτῆρα της, εἶχε τόσο γλίσχρα ἀνταμοιβή, ὥστε, ἔμενα τουλάχιστον, πολὺ μὲ στενοχωροῦσε. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ κόσμος τὴν ἀγάπαγε πάρα πολύ, ὁ μισθὸς τῆς ἦταν τιποτένιος. Στὸ τέλος, ἕνα βράδυ ποὺ εἴχαμε παρασταθεῖ σὲ μία πολὺ δύσκολη κ’ ἐπίμονη περίπτωση, τόλμησα νὰ τῆς πῶ δυὸ λόγια τὴν ὥρα ποὺ πίναμε μαζὶ ἕνα φλυτζάνι τσάι. 

— Ἀδελφή, γιατί δὲν τοὺς ζητᾶτε νὰ σᾶς δίνουν κάτι περσότερο; Εἶναι πολὺ κωμικὸ νὰ ξέρει κανεὶς πὼς κάθεστε καὶ τσακιζόσαστε γιὰ τρεῖς κ’ ἑξήντα.

Σούφρωσε πολὺ τὰ φρύδια της, ἀλλά, πάντως, χαμογέλασε:

— Ὅσα παίρνω, μοῦ φτάνουν γιὰ νὰ ζῶ.

— Ὄχι δά! ἐπέμεινα. Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ παίρνετε, τὸ λιγότερο, μία λίρα τὴν ἑβδομάδα παραπάνω. Ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς ἀξίζει αὐτό!

Σιωπὴ ἁπλώθηκε ξαφνικά. Τὸ χαμόγελό της δὲν ἔσβησε, ὅμως ἡ ματιὰ της σιγά-σιγὰ πῆρε μίαν αὐστηρότητα καὶ ἕνα βάθος ποὺ μὲ τρόμαζε.

— Γιατρέ, εἶπε, ἕνα πρᾶγμα μ’ ἐνδιαφέρει ἐμένα. Νὰ ξέρει ὁ Θεὸς πὼς κάτι ἀξίζω. Ἂν τὸ πετυχαίνω αὐτό, δέ μοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο.

Αὐτὰ πού μοῦ εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει, ἦταν ἐλάχιστα, τὸ νόημά τους ὅμως διαβαζόταν ὁλοκάθαρα μὲς στὰ μάτια της. Ποτέ, οὔτε γιὰ μία στιγμή, δὲν εἶχε παραστήσει τὴ θρησκευάμενη, κι ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπόδειξε ἀνάγλυφα πὼς ὅλη της ἡ ὕπαρξη, ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἐξυπηρετικότητα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπ' ὅλο της τὸ εἶναι ἦταν ἀποτέλεσμα ἀφιέρωσης, ὕψιστη ἀπόδειξη πὼς πίστευε στὸν Χριστό. Σὲ μία στιγμὴ κατανόησης, ἔνιωσα τὸ βαθύτατο νόημα τῆς ζωῆς της καί, συγκρίνοντάς τη μὲ τὴ δική μου, εἶδα τὸ προσωπικό μου κενό.

Δὲν παριστάνω τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας. Ποτέ μου δὲν ἔνιωσα πὼς εἶμαι φτιαγμένος γιὰ νὰ κάμω κήρυγμα σὲ κάποια δημόσια πλατεία. Οὔτε ἀνήκω σὲ καμιὰν ὁμάδα ἤ δόγμα ἰδιαίτερο, ποὺ ἀποκλείει ὅλους ὅσους δὲν τὸ ξέρουν ἤ δὲν τὸ πιστεύουν. Μιλάω ἁπλῶς γιὰ τὴν πίστη στὸν Θεό, ἕνα θέμα ποὺ πολλοὶ παραγνωρίζουν τὴ σημασία του, ἀλλὰ ποὺ σήμερα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ προσέξουν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλην περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ Κόσμου.

Ὁ μισὸς σχεδὸν πληθυσμὸς τῆς γῆς ἔχει παραδεχτεῖ μίαν ἀθεϊστικὴ ἰδεολογία, ἔχει καταπιαστεῖ μὲ μίαν ἀνελέητη ἐπίθεση, ἐναντίον τῆς θρησκείας, ἔχει ξεσηκώσει μίαν ἄγρια κι ἀκούραστη ἐκστρατεία γιὰ νὰ πνίξει ὁριστικὰ μὲς στὴ λάσπη τὴν ἰδέα ἑνὸς Θεοῦ δημιουργοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι μεριὰ ἐμεῖς, οἱ ἄλλοι μισοί, μ’ ὅλη τὴν πνευματικὴ δίψα ποὺ νιώθουμε τόσο ἔντονα, μέσα στὴν καρδιά μας, εἴμαστε — οἱ περισσότεροι — καταπληκτικὰ ἀδιάφοροι ἀπέναντι τῆς ἰδέας τῆς ὕπαρξης Θεοῦ, εἴμαστε σά νεκροὶ ἀπέναντι στὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς. Πραγματικά, γιὰ πολλούς, ἡ τάση τῆς σύγχρονης σκέψης, ποὺ τονίζει τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τὸ ξεπέρασμα τῆς παράδοσης, ἔφερε πολὺ σοβαρὰ στὴν ἐπιφάνεια τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοι, πάλι, γεμάτοι δυσπιστία γιὰ ἕναν κόσμο ποὺ φαίνεται χαμένος μέσα στὶς συγκρούσεις, τὶς ἀγωνίες, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὸ φόβο, κάνουν τὰ στραβὰ μάτια μπρὸς στὴν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος, καὶ πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα σ’ ἕνα σωρὸ ποικιλόμορφες διασκεδάσεις.

Αὐτὸ ἀκριβῶς, ἡ συνείδηση αὐτῆς τῆς κρίσης στὰ ἀνθρώπινα πράγματα, αὐτὸ μὲ κάνει νὰ νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ καθορίσω μερικοὺς δρόμους τῆς σκέψης καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἔδωσαν ἀφορμὴ νὰ πάρει συγκεκριμένη μορφὴ ἡ πίστη μου.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμα πρέπει νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἡ μόνη κινοῦσα δύναμη στὴν ὑπερφυσικὴ πίστη πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ ἔλεγχο σὰ μαθηματικὴ ἐξίσωση, οὔτε καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ σὰν πρόβλημα ἀπὸ ἕνα-κάποιο βιβλίο τοῦ Εὐκλείδη. Εἶναι φανερὸ πὼς ἕνα Ὂν ἄπειρο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιληφθεῖ σὲ ὅρια πεπερασμένα - ἡ ἀνθρωπίνη ἀδυναμία μας εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρη νὰ τὸν κατανοήσει ἀπολύτως. Ὑπάρχουν, ὡστόσο, μερικὰ ἁπλὰ στοιχεῖα πού μᾶς βοηθοῦν νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε.

Ἂν προσέξουμε τὸ φυσικὸ σύμπαν, τὸ μυστήριο καὶ τὸ μεγαλεῖο του, τὴν τάξη καὶ τὴν πολλαπλή του σύνθεση, τὴ φοβερή του ἀπεραντοσύνη, δὲ μποροῦμε νὰ μὴν καταλήξουμε στὴν ἰδέα ἑνὸς ἀρχικοῦ Δημιουργοῦ. Ποιὸς εἶναι κεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ τολμοῦσε νὰ κοιτάξει ψηλὰ τ’ ἀμέτρητα, τ’ ἀτέλειωτα ἀστέρια, μία καλοκαιριάτικη νύχτα, χωρὶς νὰ συλλογιστεῖ ἐντονότατα πὼς ἕνας τέτοιος κόσμος δὲν εἶναι δυνατὸν vα ἔχει γίνει ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ μίαν ἀφορμὴ τυφλὴ κι ἀκαθόριστη, ἕνα ἁπλὸ μόριο ὕλης ποὺ ξέφυγε τοῦ ἥλιου ὓστερ’ ἀπὸ κάποιο ἁπλούστατο περιστατικό.

Ἂν θέλετε, παραμερίστε ὡς καθαρὴ φαντασία ὅσα μᾶς λέει ἡ Βίβλος γιὰ τὸν Θεό, ποὺ ἔπλασε τὸν κόσμο, μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια μέσα σὲ ἕξι μέρες. Ἂν νιώθετε τὴν ἀνάγκη, χαμογελάστε γιὰ τὴ λευκοφόρο πατριαρχικὴ μορφὴ ποὺ ζωγράφισε ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος στὴν Capella Sixtina, ποὺ εἶναι μία ἀπεικόνιση τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως τὸν παραδέχονταν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἀφελῆ πίστη, παλιότερα. Μεταδίδει ὁ Θεὸς αὐτὸς τὸν σπινθῆρα τῆς ζωῆς μὲ τὸ δάχτυλό Του, στὸν Ἀδάμ. Μπορεῖ νὰ παραδέχεστε τὴν ἐξέλιξη, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ προκατακλυσμιαῖα εἴδη καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση τῶν φυσικῶν αἰτίων. Καὶ θὰ βρεθεῖτε πάλι μπροστὰ στὸ ἴδιο μυστήριο τὸ πρωταρχικὸ καὶ τὸ βαθύ: Ex nihilo nihil («Μηδὲν ἐκ τοῦ μηδενός»). Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸ τίποτα.

Ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια, στὸ Λονδίνο, εἶχα καταπιαστεῖ, τὶς ἐλεύθερες ὧρες μου, μὲ τὴν ὀργάνωση μίας Λέσχης Ἐργαζομένων Παιδιῶν, καὶ κάλεσα ἕνα γνωστὸ ζωολόγο νὰ κάμει μία διάλεξη στὰ παιδιά. Ἦταν περίφημος τύπος, μονάχα κάπως διαφορετικὸς ἀπ’ ὅ,τι τὸν φανταζόμουνα. Φαίνεται πὼς ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν ἰδέα πὼς στὰ παιδιὰ πρέπει νὰ λέει κανεὶς τὴν «ἀλήθεια», καὶ γι’ αὐτὸ διάλεξε γιὰ θέμα του «τὴν ἀρχὴ τοῦ Κόσμου μας». Ἀναπτύσσοντας μὲ εἰλικρίνεια τὴν ἀθεϊστική του ἰδεολογία, περιέγραφε πῶς, αἰῶνες πολλοὺς πρωτύτερα, κινήθηκαν τὰ νερὰ τῆς θάλασσας, πῶς ἔγιναν οἱ μεταβολὲς τοῦ φλοιοῦ τῆς γῆ, μὲ τί κινήσεις καὶ φυσικοχημικὲς ἀντιδράσεις εἶχε ξεφυτρώσει - χωρὶς ὅμως νὰ πεῖ καὶ πῶς - ἡ πρώτη πρωτόγονη μορφὴ ζωῆς, τὰ πρωτοπλασμιακὸ κύτταρο. Ἦταν πολὺ βαρὺ θέμα γιὰ νέους ποὺ εἶχαν μεγαλώσει μὲ πολὺ ἐλαφριὰ πνευματικὴ τροφή. Ὅταν τελείωσε, ἀκούστηκαν ἀρκετὰ εὐγενικὰ χειροκροτήματα. Ὕστερα, στὴν ἐνοχλητικὴ σιωπὴ ποὺ ἀκολούθησε, ἕνας ἄγουρος συνηθισμένος τύπος νεαροῦ, σηκώθηκε κάπως νευρικά: 

— Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε, εἶπε τραυλίζοντας ἐλαφριά. Μᾶς ἐξηγήσατε πῶς οἱ θάλασσες χτυποῦσαν πάνω στὴν παραλία, δέ μᾶς εἴπατε ὅμως τί ἔγινε καὶ δημιουργήθηκε ὅλο ἐκεῖνο τὸ νερὸ τῆς θάλασσας;

Ἡ ἁπλοϊκὴ ἐρώτηση, ποὺ ἦταν τόσο ἀντίθετη στὸν ἐπιστημονικὸ τόνο τῆς ὁμιλίας, ἔκαμε σ’ ὅλους κατάπληξη. Σιωπὴ ἁπλώθηκε γιὰ πολλὴν ὥρα. Ὁ ὁμιλητής φαινόταν πολὺ ἐνοχλημένος, δισταχτικός, καὶ σιγά-σιγὰ ἔγινε κατακόκκινος. Καὶ τότε, πρὶν προλάβει ν' ἀποκριθεῖ, ὅλο τὸ ἀκροατήριο ξέσπασε σ’ ἕνα δυνατὸ γέλιο. Τὸ περίτεχνο λογικὸ κατασκεύασμα ποὺ παρουσίασε αὐτὸς ὁ ἐπιστήμονας μὲ τὸ ρεαλισμό του, ἀναποδογυρίστηκε ὁλόκληρο καὶ ἐκμηδενίστηκε ἀπὸ μία φράση μονάχα, ποὺ τὴν εἶπε γιὰ πρόκληση ἕνα ἀγόρι μὲ πολὺ ἀφελῆ σκέψη.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, παρ’ ὅλες τὶς ἔρευνες τῆς ἐπιστήμης γύρω ἀπὸ τὴ φύση καὶ τοὺς σκοποὺς ποὺ εἶχαν οἱ τεράστιες καὶ τρομαχτικές της πορεῖες, ποὺ ἐκτείνονται μέσα στὸ ἀπέραντο βάθος τοῦ χρόνου, ἐμεῖς μόνο μία φευγαλέα λάμψη μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε. Σ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει σοβαρὴ βάση γιὰ ν’ ἀρνηθεῖ κανεὶς τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Μᾶλλον ὁδηγεῖται νὰ δεχθεῖ ὅτι στὴν πρωταρχικὴ δημιουργία, στὴ μεταβολὴ τοῦ σύμπαντος καὶ στὴ λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων ὑπάρχει, ὑπῆρξε καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχει ἕνας Ὕψιστος Νοῦς.

Ἡ πέτρα τοῦ σκανδάλου σ’ αὐτὴ τὴν πίστη, γιὰ πολλοὺς σοβαροὺς καὶ καλοπροαίρετους ἀνθρώπους, εἶναι πὼς στὴ ζωὴ πάντοτε νικάει τὸ κακὸ κι ὁ πόνος. Πῶς νὰ πιστέψει κανεὶς τὸ Θεό, λένε, ὅταν ἔχει ἀπέναντί του ἕναν κόσμο ὁλότελα ἀνάστατο, γεμάτο θλίψη, ποὺ τὸν τυραννοῦν οἱ θύελλες καὶ οἱ πλημμύρες, ἡ πεῖνα, ἡ φτώχεια καὶ ἡ δυστυχία, οἱ σεισμοί, φοβέρες καὶ τρομερὲς ἀρρώστιες, κι ὁ θάνατος στὶς χειρότερές του μορφές; Φυσικά, λένε ὅλοι αὐτοὶ πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι διόλου τέλειος ἀρχιτέκτων, γιὰ νὰ ἔχει πλάσει ἕνα τόσο μίζερο κόσμο!

Κι ὅμως, ὑπάρχει σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη παρατήρηση μία ἀπάντηση, καὶ πουθενὰ αὐτὴ δὲν ἐκφράστηκε πιὸ ἁπλά ἤ μὲ ὀμορφότερα λόγια, ἀπὸ κεῖνα ποὺ βρίσκει κανείς, βγαλμένα ἀληθινὰ μὲς ἀπὸ τὴν ψυχή, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Πραγματικά, φαίνεται πὼς ὑπῆρξε κάποιος πού, ἐπιτέλους, κατανόησε τὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ τὸ σκοπὸ τοῦ σύντομου περάσματος τοῦ ἄνθρωπου ἀπὸ τὴ γῆ. Ἀλλοίμονο, ὅμως, ἐμεῖς, μέσα στὴν ἀπέραντα ὑλιστικὴ ἐποχή μας, κυνηγημένοι ἀπὸ τὴν ἰδέα ν’ ἀναζητήσουμε μὲ κάθε τρόπο τὴ χαρά, ὁδηγημένοι ἀπὸ τὴν ἀχόρταγη μανία νὰ διασκεδάσουμε, ξεχνοῦμε πὼς αὐτὰ δὲν εἶναι καὶ τὸ ἅπαν τῆς ζωῆς, ἡ οὐσία της. Ἂν παραδεχτοῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἀθανασία, τότε καταλαβαίνουμε πὼς δὲν γεννιόμαστε οὔτε κ’ ἐρχόμαστε στὸν κόσμο ἁπλῶς γιὰ νὰ περάσουμε εὐχάριστα τὸν καιρό μας, ἀλλὰ - μὲ πολὺ λίγα λόγια - γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε. Τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴ ζωὴ εἶναι μία στιγμὴ - μιλάμε μὲ ὁρολογία αἰωνιότητας - δοκιμασίας καὶ καρτερίας πού, ὅταν τὴν ξεπεράσουμε, βρισκόμαστε πάνω στὸ κατῶφλι τῆς αἰωνιότητας. Βέβαια, εἶναι σίγουρο πὼς θὰ ὑποφέρουμε· ὅμως ὅσο περισσότερο προσπαθήσουμε ν’ ἀπομονώσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸν πόνο, τόσο περισσότερό μᾶς μέλλεται νὰ ὑποφέρουμε.

Περνώντας τὴ θλίψη καὶ τὸ σπαραγμό, τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀπελπισία μὲ τὴ θέλησή μας, πίνοντας ὡς τὸν πάτο τὸ ποτήρι τῆς λύπης, καταφέρνουμε νὰ ὑποταχτοῦμε στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἀναγνωρίζουμε τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιθυμιῶν μας, καὶ τῶν γήινων ἀγαθῶν, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα ἀναζητοῦμε καὶ κοιτάζουμε νὰ ἀποχτήσομε. Ὅσο δυναμώνει τὸ πνεῦμα μας, τόσο ἡ ὑποταγή μας εἶναι μεγαλύτερη. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔτυχε καὶ στὸν Ἰώβ, ὅταν ἀνέκραξε δυνατὰ ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο: «Στεῖλε μου ὅ,τι θέλεις, Κύριε... κι ἂν ἀκόμα μὲ θανατώσεις, ἐγὼ θὰ ὑποταχθῶ στὴ θέλησή σου». Ὕστερα, ἐξακολουθεῖ πιὰ μὲ χαρά, συνεπαρμένος ἀπὸ ἕνα καινούργιο δρᾶμα: «Σὲ ἄκουσα, Κύριε, μὲ τὸν ἦχο τῶν αὐτιῶν μου, ἀλλά, τώρα, σὲ βλέπουν καὶ τὰ μάτια μου».

Μ’ αὐτὴ τὴν τελευταία φράση θέλει νὰ τονίσει τὴν ἐσωτερικὴ ἀκτινοβολία, ποὺ αὐτὴ μονάχα μπορεῖ νὰ μᾶς δείξει τὸν Θεό, γιατί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, τὸ μυαλό μας, μὲ τὰ ἀδύναμα ἐφόδια τῆς φτωχῆς μας σκέψης, δὲ μπορεῖ νὰ συλλάβει τίποτα ἀπὸ τὸ βαθὺ νόημα τοῦ Ἀπείρου, οὔτε τὴν ἐπιφάνεια. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ μονάχα.

Στὸ τελευταῖο ταξίδι ποὺ ἔκαμα στὴ Φλωρεντία, ἕνα θαυμάσιο ἀπόγεμα, πῆγα σ’ ἕνα περίφημο μοναστῆρι ποὺ βρίσκεται στὰ περίχωρα, στοὺς λόφους κοντὰ στὸ Φιέζολε. Ἔτσι εἶχα τὴν τύχη νὰ μπορέσω νὰ ἰδῶ τὴν ἐκκλησία της ποὺ εἶναι χτισμένη πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες, νὰ κοιτάξω τὰ ἔξοχα χειρόγραφα καὶ νὰ ἰδῶ καλὰ ὅλα τὰ θαυμάσια ἔργα τέχνης ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ, ὅπου ὅλα «ἔγιναν γιὰ νὰ τιμήσουν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Κύριο». Ἀργά, καθὼς περιτριγύριζα στὸ μικρὸ κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ, μόνο τότε ἀνακάλυψα τὸ μεγαλύτερο θησαυρό. Ἔπιασα κουβέντα μ’ ἕνα γεροντάκι, μίαν εὐγενέστατη ψυχή, ποὺ εἶχε καμπουριάσει ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς καὶ τὸ δούλεμα τοῦ φτυαριοῦ του, γιατί πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια σκάλιζε τοῦτο τὸ κομμάτι τῆς γῆς, μουρμουρίζοντας ὁλοένα τὶς προσευχές του, καὶ πού, ἀπαντώντας στὴν ἐρώτησή μου, ἔριξε μία ματιὰ στὸ παρτέρι ποὺ τὸ φρόντιζε χρόνια, καὶ χαμογέλασε.

— Βλέπω τὶς κερασιές μου πρῶτα-πρῶτα νὰ πετοῦν μάτια, ὕστερα νὰ ἀνθίζουν καὶ ὕστερα νὰ βγάζουν τὸν καρπό. Καὶ τότε πιστεύω στὸν Θεό.
Ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ διαθέτουμε τὸ ἕνα ἑκατοστὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πίστη, ἀπ’ αὐτὴ τὴν μακάρια πεποίθηση κ’ ἐμπιστοσύνη, ἂν μπορούσαμε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ τόση πληρότητα, τότε θὰ βρίσκαμε μονάχοι μας τὸ μονοπάτι ποὺ φέρνει πρὸς τὸν Θεό. Τὸ πρῶτο βῆμα εἶναι ἡ τέλεια ἀπάρνηση: «Δὲν εἶμαι τίποτα, δὲν ξέρω τίποτα». Κι ὅσο ἐξακολουθοῦμε νὰ βαδίζουμε σ’ αὐτὸ τὸ μονοπάτι, τόσο νιώθουμε ν’ αὐξάνει μέσα μας, νὰ πληθαίνει ἡ γνώση μας, ὥσπου στὸ τέλος φτάνει στὴν τελική, στὴ σίγουρη πίστη. Κι ὅταν κανεὶς ἀντικρύσει ἔστω καὶ πολὺ ἀσθενικὰ τὴν πρώτη λάμψη τοῦ ὕστατου ὁράματος, τότε ἀποκτάει τὴ φρικτὴ γνώση τῆς τυφλῆς ματαιότητας, τῆς ἔλλειψης κάθε ἀξίας ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς αὐτό.

Ὅταν ἤμουν ἀκόμα γιατρός, γνώρισα ἕναν ἄνθρωπο - ἦταν πολιτευόμενος σὲ μία πόλη τοῦ βορρᾶ - ποὺ σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ περηφανευόταν γιατί ἦταν ἄθεος. Εἶχε τσακωθεῖ μὲ τὴ μοναδική του κόρη, καὶ τὴν ἀποκλήρωσε γιατί παντρεύτηκε ἕνα δάσκαλο ποὺ ἦταν πολὺ θεοφοβούμενος. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὡστόσο, ὅταν τὸν βρῆκε μία ἀνίατη ἀρρώστια, αὐτὸς ὁ γεροσκεπτικιστὴς ἔπαθε μία παράξενη ἀλλαγή. Τώρα ποὺ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου βάραινε πάνω του, τὸν ἔπιασε μία ἀπίστευτη μανία, μία ἀκράτητη ἐπιθυμία νὰ δικαιολογήσει τὴ στάση του στὸ γαμπρό του. Πῆγε πολλὲς φορὲς στὸ σπίτι τῆς κόρης του γιὰ νὰ κουβεντιάσει μὲ τὸν ἄντρα της. Κι ὅταν εἶχε τὶς ἀμφιβολίες του δὲν τὸ ἔδειχνε, γιατί πάντα τελείωνε μὲ τὴν παρακάτω φράση: 

— Μὴ γελιέσαι. Δὲ μετάνιωσα. Δὲν πιστεύω οὔτε τώρα στὸν Θεό. 

Αὐτὴ ἡ ἁπλὴ παρατήρηση ἐξαφάνισε τὰ τελευταῖα ἴχνη τῆς ἀντίστασης τοῦ γέρου. Καί, πραγματικά, αὐτὴ ἡ σκέψη θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμέψει σὲ ὅλους μας. Ὅ,τι καὶ νὰ συλλογιζόμαστε, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅπως καὶ νάχει τὸ πρᾶγμα, εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος μᾶς περιμένει. Λίγη πίστη φτάνει γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει κοντά Του.

Ὁ Ἀβραὰμ Λίνκολν κάθε βράδυ γονάτιζε κ’ ἔστρεφε τὴ σκέψη του πρὸς τὸν Θεό. Τόσο πιὸ ἔξυπνοι ἀπ’ αὐτὸν εἴμαστε ἐμεῖς, ὥστε τὸ μεγάλο του παράδειγμα νὰ μᾶς ἀφήσει ἀδιάφορους; Στὸ πέρασμα τόσων αἰώνων, ἀμέτρητες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις διαμόρφωσαν τὸ βίο τους πάνω στὰ χνάρια τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, παρέχοντας ἕνα φωτεινότατο παράδειγμα. Ἐκεῖνο εἶναι ποὺ δίνει κουράγιο στὸ φοβισμένο, δύναμη στὸν ἀδύναμο, ἐλπίδα σ’ αὐτοὺς ποὺ χάνονται στὰ σκοτάδια τῆς ἀπελπισίας. Ἐκεῖνος εἶναι παντοῦ, πάνω μας καὶ ὁλόγυρά μας, στὴ θάλασσα καὶ στὸν οὐρανό. Ἐκεῖνος βρίσκεται μέσα μας, στὸν καθένα ἀπό μας, φτάνει μονάχα νὰ Τὸν ζητήσουμε.

Ὅταν, ὥριμος πιὰ ἄντρας, στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα στὰ χρόνια της νεότητάς του, εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ἀναρωτηθεῖ τί τοῦ δίδαξαν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἀπὸ πάνω του. Ἂν ἔμαθα κάτι στὸ βιαστικὸ ξεδίπλωμα τοῦ καιροῦ εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ἀνεκτικότητας, τὸ μέτρο στὴ σκέψη καὶ τὴν πράξη, ἡ μακροθυμία πρὸς τὸν πλησίον. Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἰδιότητες πού μοῦ ἔλειπαν κατὰ τραγικὸ τρόπο στὴν παράφορη νειότη μου.

Κατάλαβα πόσο μάταιο πρᾶγμα εἶναι τὸ κυνήγημα ἑνὸς καθαρὰ ὑλικοῦ σκοποῦ. Πόσο ἀδύναμη ἱκανοποίηση δίνουν οἱ κοσμικὲς διακρίσεις καὶ τὰ πρόσκαιρα μεγαλεῖα! Πόσο μελαγχολικὰ μάταιη εἶναι ἡ ξέφρενη μανία γιὰ ὑλικὰ κέρδη, ἔτσι ὅπως τὴ νιώθουν ὅσοι καταγίνονται μὲ χρηματιστήρια, καὶ μὲ λεφτὰ γενικῶς, σ’ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ κοιτᾶνε ν’ ἁρπάξουν, ὅπου τὰ βροῦν, λίγα ἀποκόμματα τυπωμένου χαρτιοῦ, γιὰ νὰ ταΐσουν τὴν ἀχόρταγη ὄρεξή τους ποὺ μὲ τίποτα δὲν ἱκανοποιεῖται. Ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ τόσο πολὺ μόχθησα γιὰ νὰ τ’ ἀποχτήσω, τώρα δέ μου λένε τίποτα μπροστὰ σὲ ἕνα βλέμμα ἀγάπης ἑνὸς ἀνθρώπου πού μοῦ εἶναι ἀγαπητός.

Ἀκόμα, ἔχω πιὰ πειστεῖ πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ νιώσει κάποτε μέσα της βαθύτατα καὶ πολὺ ἔντονα, τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, ἀδιάφορο ἂν προσπαθοῦμε ὅλοι μας νὰ ξεφύγουμε, νὰ καταπιαστοῦμε μὲ χίλια-δυὸ ἄλλα πράματα ξένα, - πάντως δὲν μπροῦμε νὰ διαχωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴ θεϊκή μας πηγή. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήσει τὸν Θεό. Μ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸ παραδεχόμαστε ἀπολύτως, γιὰ τὸν Θεὸ ὑπάρχουμε. Οἱ ἄνθρωποι πλάστηκαν «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. 

Παρ' ὅλα αὐτά, ὑπάρχουν μερικοὶ πού, σὰν τυφλοὶ ἀπέναντι στὴν αἰωνιότητα, δὲν θέλουν νὰ παραδεχτοῦν αὐτὴ τὴν ταυτότητα μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἐπιμένουν πὼς σίγουρα ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ πὼς ὓστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει τίποτα, πὼς κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι τυχαῖα παιγνιδάκια, θύματα μιᾶς τυφλῆς ἀναγκαιότητας. Ἐγὼ προσωπικὰ ποτὲ δὲν πίστεψα κάτι τέτοιο. Πίσω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ κάθε λογῆς περιστατικά της, στὴ ζωή μου βλέπω ἕνα ὁρισμένο διάγραμμα πού, ἀκολουθώντας το, βαδίζω πρὸς ἕνα τέλος.

Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ στάθηκα ἀνίκανος νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν πίστη τῶν πατέρων μου. Καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, τίποτα στὸν κόσμο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ κάνει νὰ τὴν ἀπαρνηθῶ. Τῆς ἔχω παραδοθεῖ «ψυχῆ τε καὶ σώματι». Αὐτὴ ἡ παράδοση ἡ πλήρης, ἡ ἀνεξέταστη, μὲ τέλεια καὶ ἀπόλυτη ταπείνωση, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ οὐσία, τὸ νόημα τῆς πίστης. 

Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θωμᾶς, ποὺ πρὶν πιστέψει ἐπέμενε ν’ ἀγγίξει τὶς πληγὲς τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, εἶναι τὸ πρότυπο ὅλων ἐκείνων ποὺ στὰ θέματα τῆς πίστης ἀνακατεύουν καὶ τὴ λογική, αὐτῶν ποὺ ξεχνοῦν τὸ βαθὺ νόημα τοῦ θείου λόγου:
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».

Κάθε προσπάθεια νὰ διαμορφώσουν τὸ Χριστιανισμό, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ προσαρμοστεῖ στὶς σημερινὲς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς, κάθε προσπάθεια νὰ παρουσιάσουν τὸ Χριστὸ σὰν προφήτη, σὰν ἕνα μεγάλον ἄνθρωπο, νὰ ἐξηγήσουν τὰ θαύματά Του μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἐπιστήμης - ὁ Λάζαρος δὲν ἦταν νεκρός, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κωμματώδη κατάσταση, ὁ τυφλὸς ποὺ βρῆκε τὸ φῶς του ἦταν κάποιος ποὺ ὑπόφερε ἀπὸ παροδικὴ ἀμαύρωση - ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ θλιβερὲς ἐπινοήσεις, ποὺ ἔχουν σκοπὸ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ κάτι ποὺ εἶναι ὁλοφάνερο. 

Ὅταν ἦρθαν οἱ λεπροὶ καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς γιατρέψει, Ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἡ πίστη σας σᾶς ἔσωσε. Καὶ τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσης ἀκόμα, ὁ σκοπὸς τοῦ Σωτῆρος ἦταν νὰ μᾶς ἀφήσει σὲ μίαν ἀκαθόριστη ἀβεβαιότητα, πὼς ἡ πίστη στὴ θεότητά Του χρειαζόταν καὶ αὐτὴ μία προσπάθεια. Ὅταν ξεφωνίζουμε καὶ ζητοῦμε θετικὲς ἀποδείξεις γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, μοιάζουμε μὲ κείνους τοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες ποὺ κορόιδευαν, μ’ ὅλο πού ἦταν μισοτρομαγμένοι, καὶ τόλμησαν νὰ ὑψώσουν ὡς τὰ θεϊκά Του χείλη τὸ σφουγγάρι τὸ μουσκεμένο στὸ ξύδι, ἀποζητώντας ἕνα θαῦμα ποὺ θὰ ἔκανε τὴν πίστη ἄχρηστη. Ἂν στ’ ἀλήθεια εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς κατέβεις τώρα ἀπὸ τὸν Σταυρό. 

Σ’ αὐτὸ λοιπὸν συνίσταται ἡ τελικὴ ἐκλογὴ - ἤ ὅλα ἤ τίποτα. Ὅταν ξεκινοῦμε ὁ καθένας ἀπό μᾶς, γιὰ τὸ σύντομο, τὸ μυστηριώδη δρόμο πρὸς τοὺς Ἐμμαούς, βαδίζουμε πλάι σ' ἕναν Ξένο. Ὡστόσο, σ’ ἐκεῖνα τ’ ἄγνωστα χαρακτηριστικά, ἐμεῖς πρέπει νὰ μπορέσουμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν ἀκτινοβόλα ὄψη τοῦ ἀναστάντος Κυρίου.

Παρ’ ὅλη τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τῆς πίστης μου, δὲν παριστάνω τὸν ἱεραπόστολο. Δὲν ἔχω διόλου τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναγκάσω τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀκολουθήσουν τὴ δική μου θρησκεία καὶ νὰ τοὺς φοβερίσω μὲ τὴν αἰώνια κόλαση, ἂν δὲ θελήσουν νὰ μὲ ἀκούσουν. Ἂν κάτι μὲ δίδαξαν τὰ παθήματα τῆς νειότης μου, εἶναι ἡ ἀπέχθεια γιὰ τὶς ἀντιδικίες καὶ τὴ γεμάτη μῖσος ἔχθρα ποὺ συνάντησα σὲ ὁρισμένους πιστοὺς ἀντίζηλων δογμάτων. Ἡ πίστη τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν τόπο ὅπου κανεὶς θὰ γεννηθεῖ, μὲ τὴ φυλὴ καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια, εἶναι ζήτημα γεωγραφικοῦ πλάτους καὶ μήκους θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ. Γι’ αὐτό, φυσικά, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποκλειστικὰ αὐτὸ θὰ καθορίσει τὴ σωτηρία μας. Ἐγώ, τουλάχιστον, ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, εἴτε καθολικὸς εἴτε διαμαρτυρόμενος εἶναι, ἔχει τὴν ἴδια τὴν πλήρη καὶ ἀμείωτη εὐκαιρία νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ἀνταμοιβή του.

Αὐτὸ τὸ ὄνειρο, ποὺ ὅλοι μας τὸ ἀγαποῦμε, ἡ ἀδελφότητα τῶν ἀνθρώπων, μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικότητα μονάχα ἂν ἡ συνεργασία ἀποδιώξει τὸν ἀνταγωνισμὸ ἀνάμεσα στὶς πίστεις. Τότε, πραγματικά, θὰ σωθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα. Ὅμως, μία τέτοια ἀλλαγὴ στὴν καρδιὰ τοῦ κόσμου, θὰ πρέπει ν’ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν καρδία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, καὶ θὰ ἐπιτύχει μονάχα ἂν ὁ καθένας ποὺ λέει πὼς εἶναι Χριστιανὸς πάψει νὰ νοιάζεται καὶ νὰ φροντίζει τὸν ἑαυτὸ του μονάχα κι ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸ ἄτομό του σὰν ὄργανο ἐξυπηρέτηση τῶν συνανθρώπων του. Ἂν μπορούσαμε νὰ πραγματώσουμε τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, τότε ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ φτωχοῦ βασανισμένου κόσμου μας θὰ χάνονταν ἀμέσως, ὅλες οἱ δυσκολίες ποὺ τώρα φαίνονται ἀνυπέρβλητες, ποὺ τυραννοῦν τὴν ἀνθρωπότητα, θὰ διαλύονταν ὅπως ἡ ἀχλὺ τοῦ ὄρθου σκορπίζει τὴν ὥρα ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Γιὰ ἕνα πρᾶγμα εἶμαι σίγουρος: ὅτι τίποτα, οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε καμιὰ ἄλλη δύναμη στὸν κόσμο, δὲ θὰ μπορέσει νὰ στηρίξει ξανὰ στὰ πόδια του τὸν κλονισμένο καὶ συντριμμένο μας κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διδασκαλία Ἐκείνου ποὺ ἔφερε στοὺς ὤμους του ὡς τὸ Γολγοθᾶ τὸ βάρος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὅταν ὁ κόσμος δείχνει νὰ εἶναι ἕνας τόπος γεμάτος κούραση καὶ ταραχή, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ φωτεινὴ ἀχτίνα στὸ σκοτεινὸ ὁρίζοντα, τὸ φάρμακο ποὺ ἀνακουφίζει ἀπὸ τὴ μιζέρια καὶ τὴ διαμάχη. Θὰ μᾶς δοθεῖ ἡ χάρη νὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ τὸ φῶς, νὰ μεταχειριστοῦμε τὸ φάρμακο γιὰ τὶς ψυχές μας; Ἡ ἀνάγκη εἶναι κάτι περισσότερο κι ἀπὸ ἐπιτακτική, εἶναι ἀπελπιστικὰ ἐπείγουσα.

Ὁ ἀνθρώπινος πόνος εἶναι πράξη μεταμέλειας. Ἕνα μονάχο δάκρυ συντριβῆς, μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς εἶναι ἀρκετή. O τελώνης τοῦ Εὐαγγελίου γονατίζοντας στὸ σκοτάδι τοῦ ναοῦ, τὸ μόνο ποὺ ἔκαμε ἦταν νὰ σκύψει περίλυπος τὸ κεφάλι καὶ νὰ πεῖ: «Ὦ Κύριε, συγχώρεσέ με, τὸν ἁμαρτωλό»... αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη προσευχή… ἡ προσευχὴ πού μοῦ ταιριάζει... ἡ προσευχὴ πού, σίγουρα, ταιριάζει σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
πηγή

Ο συγκλονιστικός Βίος της οσ. Ειρήνης Χρυσοβαλάντου

Η οσία Ειρήνη από την Καππαδοκία, που ασκήτευσε στη Μονή του Χρυσοβαλάντου ( 28 Ιουλίου)
Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μι­χαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντι­νούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.
28_07_agia_eirini_xrisovalantou
Η θεία Πρόνοια εμπό­δισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνω­ρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανα­καινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).
Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα.
Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσε­νίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσ­ευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.
Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραι­νούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, απο­τάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώ­πων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραό­τητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνω­μοσύνη.
Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσ­έρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέ­λεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.
Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψω­μένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.
Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζον­τας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώ­νονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.
Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φι­τίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοι­μος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευω­δία γέμισε το μοναστήρι.
Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύ­τερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστα­σίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγ­γενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προ­δότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.  Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελ­φές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεο­δώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνον­τας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέ­χρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)

Οἱ Ἅγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων καὶ Παρμενᾶς οἱ Ἀπόστολοι καὶ Διάκονοι


 
Ἅγιος Πρόχορος


«Ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ἡμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος». Ὅποιος, δηλαδή, θέλει νὰ γίνει μέγας μεταξύ σας, εἶπε ὁ Κύριος, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς μαθαίνει νὰ γίνεται ἐξυπηρετικὸς στοὺς ἄλλους.

Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνθρώπων ἀνῆκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι - ἀπὸ τοὺς 70 μαθητὲς τοῦ Κυρίου - Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων καὶ Παρμενᾶς. Αὐτοὶ ἦταν μεταξὺ τῶν ἑπτὰ ἐκλεγμένων διακόνων τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων (Πράξ. στ´ 5). Τὸ ἔργο τους ἦταν νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ ἐπιστατοῦν στὴ διατροφὴ τῶν ἀπόρων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν. Ἀλλὰ ὑπηρετοῦσαν καὶ στὴ διάδοση τοῦ θείου λόγου.

 
Ἅγιος Νικάνωρ


Ἔτσι ἀργότερα, ὁ μὲν Πρόχορος ἀκολούθησε τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος Νικομήδειας καὶ ἀναδείχθηκε τέλειος διάκονος τοῦ ἐπισκοπικοῦ καθήκοντος.

Ὁ δὲ Τίμων ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴ Βόστρα τῆς Ἀραβίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὸ Εὐαγγέλιο.

Οἱ ἄλλοι δυό, ὁ Νικάνωρ καὶ ὁ Παρμενᾶς, πέθαναν στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκτελώντας τὸ διακονικό τους ἔργο.

Κηδεύθηκαν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους, κάτω ἀπὸ τὸ πένθος ὅλης της Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὑπηρέτησαν μὲ τόσο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία. Ἔτσι, ὁ καθένας χωριστά, ἀναδείχθηκε «πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ», δηλαδὴ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου.

 
Ἅγιος Τίμων


 Ἀπολυτίκιο
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι συνέκδημοι, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, θεόθεν ἐκρίθητε διακονεῖν εὐσεβῶς, τῷ θείῳ πληρώματι, Πρόχορε θεηγόρε, σὺν Νικάνορι ἅμα, Τίμων ὁ θεοκῆρυξ. Παρμενᾶς τε ὁ θεῖος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Διάκονοι σεπτοί, καὶ αὐτόπται τοῦ Λόγου, καὶ σκεύη ἐκλογῆς, ἀνεδείχθητε πίστει, Νικάνος καὶ Πρόχορε, Παρμενᾶ Τίμων ἔνδοξε. Ὅθεν σήμερον, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, ὑμᾶς μακαρίζοντες.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν Ἀποστόλων θεία τετράς, Πρόχορε Νικάνορ, καὶ σὺν Τίμωνι Παρμενᾶς, ὡς τῆς εὐσεβείας διάκονοι καὶ μύσται, μυσταγωγεῖν τὰ κρείττω, ἡμᾶς μὴ παύσησθε.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμινὸς




Σύμφωνα μὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἡ βιογραφία του ὁσίου Παύλου, ποὺ βρίσκεται στὸ Νέον Ἐκλόγιον, εἶναι τελείως φανταστική.

Σ᾿ αὐτὸ φέρεται σὰν γιὸς τοῦ Βασιλιᾶ Μιχαὴλ Α´ τοῦ Ραγκαβὲ (811-813) καὶ Προκοπίας θυγατέρας τοῦ Αὐτοκράτορα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ. Εὐνουχίστηκε σὲ παιδικὴ ἡλικία καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη φιλοσοφίας. Ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκτισε τὴν Μονὴ Ξηροποτάμου, τῆς ὁποίας καὶ ἔγινε ἡγούμενος.

Ἡ ἁγιορείτικη παράδοση ὅμως, τὸν θέλει σύγχρονο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Ἱδρυτῆ τῆς Λαύρας.

Τοῦ ὁσίου αὐτοῦ Παύλου, σῴζονται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου ἕξι Κανόνες στοὺς Ἁγίους 40 μάρτυρες, Κανόνας ἰαμβικὸς στὸν τίμιο σταυρὸ καὶ λόγος στὰ Εἰσόδια της Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιο
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου ἀξίας ἀνταλλαξάμενος, τὸν θεοΰφαντον τρίβωνα τῆς ὁσίας ζωῆς, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καὶ ὁδηγεῖς φωτιστικῶς, Μοναζόντων τοὺς χορούς, πρὸς κτῆσιν τὴν τῶν κρειττόνων, Παῦλε Πατέρων ἀκρότης, καὶ πρεσβευτὰ ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καὶ υἱὸς ὤφθης εὐκλεής, τοῦ οὐρανίου Παντάνακτος, δι’ ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σὺ γὰρ Πάτερ Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς ὑπὲρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.

Οσιομάρτυς Γερμανός και οι συν αυτώ († 1824)


Ο αοίδιμος οσιομάρτυρας ο από Σταυρονικήτα, Γερμανός «ο προσκυνητής», μαρτύρησε στην Θεσσαλονίκη με άλλους 81 Αγιορείτες το 1824. «Δύω ήμισυ χρόνους σωστούς, επαρευρίσκετο φυλακισμένος με τους άνωθεν μάρτυρας και αυτός ο μακάριος. Πολλάκις και αυτός δε εδάρθη και τα εκείσε γενόμενα άθλα, καθημερινώς έβλεπεν όλα, τους αγώνας, λέγω, των πατέρων και τους ραβδισμούς των ασεβών».
Stavronikita_1
Η μνήμη τους είναι άγνωστη στους συναξαριστές. Τιμώνται μετά των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων
Πηγή: Βενέδικτου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Συναξαριστής 19ου και 20ου αιώνα, έκδοσις Συνοδίας Σπυρίδωνος ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη, Άγιος Σπυρίδων Α΄, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους 2013.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Χριστόδουλος

Ο Άγιος καταγόταν από ένα χωριό της Κασσάνδρας, που ονομαζόταν Βάλτα. Από μικρό παιδί πήγε στη Θεσσαλονίκη και έμαθε τη δουλειά του αμπατζή, δηλαδή κατασκεύαζε εξωτερικά ενδύματα από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Πήγαινε με τους άλλους μαστόρους σε διάφορα μέρη για δουλειά και πάλι επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη. Κάποια φορά στη Χίο αγόρασε ένα ξύλινο σταυρό αζωγράφιστο. Τον έδωσε σ’ ένα ζωγράφο, τον ζωγράφισε και τον πήγε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, διότι ο καντηλανάφτης ήταν φίλος του.
Άγιος Μηνάς Θεσσαλονίκης
Εκείνες τις μέρες έτυχε να εξισλαμίζεται ένας Βούλγαρος. Το έμαθε ο Άγιος και πικράθηκε για την απώλεια αυτής της ψυχής.Αποφάσισε τότε στον λογισμό του να μαρτυρήσει. Κάθισε λοιπόν, χωρίς να πει τίποτε σε κανένα και έγραψε όλα του τα αμαρτήματά του εκ νεότητός του, πήρε τον σταυρό του και πήγε στον πνευματικό. Έδωσε στον πνευματικό να κρατάει τον σταυρό και εκείνος διάβασε την εξομολόγησή του. Την άλλη μέρα πήγε στον φίλο του τον καντηλανάφτη και του λέγει πως είχε ξεχάσει κάποιες αμαρτίες και θα πάει ξανά στον πνευματικό. Αφού εξομολογήθηκε έμεινε στον φίλο του. Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς, πριν τον νεωκόρο, άνοιξε την εκκλησία, άναψε τα καντήλια και έμεινε στον όρθρο και τη θεία Λειτουργία. Λέει του φίλου του, του νεωκόρου, Φέρε μου τον σταυρό. Τι τον θέλεις; του λέει εκείνος. Τον θέλει ο ζωγράφος για να ζωγραφίσει ένα παρόμοιο για κάποιον άλλο. Πήρε τον σταυρό, πήγε στο εργαστήριο και καθόταν κι έραβε. Όταν άκουσε να χτυπούν τα τύμπανα για την περιτομή του Βούλγαρου, σηκώθηκε, άφησε τα εργαλεία του στο εργαστήριό του και με τον σταυρό στο χέρι πήγε κατ’ ευθείαν στον καφενέ, που θα γινόταν η περιτομή, πλησίασε τον άθλιο αρνησίθρησκο και του έλεγε : Τί έπαθες, αδελφέ; Να η πίστη μας, να ο Χριστός που σταυρώθηκε για χάρη μας και συ γιατί αφήνεις τον Χριστό, τον σωτήρα σου, και γίνεσαι τούρκος; Εκείνος ούτε που ήθελε να τον ακούσει. Ο Άγιος τότε τον πλησίασε και του έδινε τον σταυρό να τον φιλήσει, λέγοντάς του : Φίλησε, αδελφέ μου, τον σταυρό του Κυρίου μας. Εκείνος ούτε που τον πρόσεχε. Οι γενίτσαροι τον έδιωξαν, όμως ο Άγιος δεν φοβήθηκε και τους λέει : Εγώ μ’ εσάς δεν έχω τίποτε αλλά με τούτον τον αδελφό μου, που θέλει να γίνει τούρκος. Και πάλι τον παρακινούσε να μην τουρκίσει. Τότε οι γενίτσαροι τον έδειραν και τον χτύπησαν με τα μαχαίρια τους στον λαιμό και το κεφάλι, τόσο που το αίμα έτρεχε σαν βρύση, τον έδεσαν και τον πήγαν σηκωτό στον επικεφαλής των γενιτσάρων ενώ κρατούσε πάντα τον σταυρό στα χέρια του. Από κει τον πήγαν στον κριτή.
Ποιος σ’ έστειλε να κάνεις αυτό το πράγμα; τον ρώτησε ο δικαστής. Κανένας δεν μ’ έστειλε αλλ’ ο Χριστός.
Άστ’ αυτά του λέει ο δικαστής και γίνου Τούρκος.
Να γίνεις εσύ Χριστιανός, του απάντησε ο Άγιος.
Ο κριτής διέταξε να τον δείρουν. Οι γενίτσαροι όμως επέμεναν και έλεγαν μάλιστα ότι αν δεν τον καταδικάσει σε θάνατο θα τον κόψουν κομματάκια μέσα στο δικαστήριο. Επειδή ο κριτής φοβήθηκε τους τον παρέδωσε να τον πάνε στον μουσελίμη.
Τον έδεσαν μ’ ένα σκοινί από τον λαιμό και τον τραβούσαν σαν αρνί του Χριστού για τον μουσελίμη. Αυτός τον ρώτησε τα ίδια και επειδή ο Άγιος έδωσε την ίδια απάντηση διέταξε να τον χτυπήσουν στα πόδια με διακόσιες τέσσερις ξυλιές. Το αίμα κοκκίνιζε τη γη.
Τέλος τον απαγχόνισαν στην Πύλη της εκκλησίας του Αγίου Μηνά. Ύστερα τον ξεγύμνωσαν και του φόρτωσαν τον σταυρό του στην ράχη, όπως ήταν ο Δεσπότης Χριστός μας, όταν ανέβαινε στον Γολγοθά.
Οι Χριστιανοί πλήρωσαν εξακόσια γρόσια, τον ξεκρέμασαν και τον ενταφίασαν έντιμα.
Πλήθος θαυμάτων ακολούθησαν. Ακόμα και το σκοινί που τον κρέμασαν και το πουκάμισό του θαυματουργούσαν.

ΠΡΟΧΟΡΟΥ, ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ, ΤΙΜΩΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΜΕΝΑ, ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ

Τῌ ΚΗ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΥ

Μνήμη

 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Διακόνων Προχόρου, Νικάνορος, Τίμωνος καὶ Παρμενᾶ.

Τῇ ΚΗ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, 

Μνήμη
 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Διακόνων, Προχόρου, Νικάνορος, Τίμωνος καὶ Παρμενᾶ.

Τετρὰς Μαθητῶν, τοῦ θεανθρώπου Λόγου,
Τριάδα σεπτὴν πᾶσι κηρύττει λόγῳ.
Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Μυστῶν ξυνελήλυθε τετράς.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη
 τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Εὐσταθίου τοῦ ἐν Ἀγκύρᾳ.

Μνήμη

 τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς ἐκ Καππαδοκίας, 
ἀσκησάσης ἐν τῇ μονῇ τοῦ Χρυσοβαλάντου.

Ἡ ἁγία μάρτυς Δροσίς, 

ἐν χώνῃ χρυσῇ βληθεῖσα, τελειοῦται.

Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός,

 ὁ ἱδρύσας τὰς δύο μονάς, τὴν τοῦ Ξηροποτάμου καὶ τὴν τοῦ ἁγίου Παύλου,
 ἤτοι τὴν τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, καὶ ἐκ γένους βασιλικοῦ,
 ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Ἀκακίου,
 καὶ ἀνάμνησις τῶν Ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Διακονίσσης.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις,

 ὁ Θεός, 
ἐλέησον ἡμᾶς. 
Ἀμήν.

Συναξαριστής της 28ης Ιουλίου

Οἱ Ἅγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων καὶ Παρμενᾶς οἱ Ἀπόστολοι καὶ Διάκονοι

 
Ἅγιος Πρόχορος


«Ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ἡμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος». Ὅποιος, δηλαδή, θέλει νὰ γίνει μέγας μεταξύ σας, εἶπε ὁ Κύριος, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς μαθαίνει νὰ γίνεται ἐξυπηρετικὸς στοὺς ἄλλους.

Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνθρώπων ἀνῆκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι - ἀπὸ τοὺς 70 μαθητὲς τοῦ Κυρίου - Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων καὶ Παρμενᾶς. Αὐτοὶ ἦταν μεταξὺ τῶν ἑπτὰ ἐκλεγμένων διακόνων τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων (Πράξ. στ´ 5). Τὸ ἔργο τους ἦταν νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ ἐπιστατοῦν στὴ διατροφὴ τῶν ἀπόρων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν. Ἀλλὰ ὑπηρετοῦσαν καὶ στὴ διάδοση τοῦ θείου λόγου.

 
Ἅγιος Νικάνωρ


Ἔτσι ἀργότερα, ὁ μὲν Πρόχορος ἀκολούθησε τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος Νικομήδειας καὶ ἀναδείχθηκε τέλειος διάκονος τοῦ ἐπισκοπικοῦ καθήκοντος.

Ὁ δὲ Τίμων ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴ Βόστρα τῆς Ἀραβίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὸ Εὐαγγέλιο.

Οἱ ἄλλοι δυό, ὁ Νικάνωρ καὶ ὁ Παρμενᾶς, πέθαναν στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκτελώντας τὸ διακονικό τους ἔργο.

Κηδεύθηκαν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους, κάτω ἀπὸ τὸ πένθος ὅλης της Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὑπηρέτησαν μὲ τόσο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία. Ἔτσι, ὁ καθένας χωριστά, ἀναδείχθηκε «πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ», δηλαδὴ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου.

 
Ἅγιος Τίμων


 Ἀπολυτίκιο
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι συνέκδημοι, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, θεόθεν ἐκρίθητε διακονεῖν εὐσεβῶς, τῷ θείῳ πληρώματι, Πρόχορε θεηγόρε, σὺν Νικάνορι ἅμα, Τίμων ὁ θεοκῆρυξ. Παρμενᾶς τε ὁ θεῖος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Διάκονοι σεπτοί, καὶ αὐτόπται τοῦ Λόγου, καὶ σκεύη ἐκλογῆς, ἀνεδείχθητε πίστει, Νικάνος καὶ Πρόχορε, Παρμενᾶ Τίμων ἔνδοξε. Ὅθεν σήμερον, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, ὑμᾶς μακαρίζοντες.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν Ἀποστόλων θεία τετράς, Πρόχορε Νικάνορ, καὶ σὺν Τίμωνι Παρμενᾶς, ὡς τῆς εὐσεβείας διάκονοι καὶ μύσται, μυσταγωγεῖν τὰ κρείττω, ἡμᾶς μὴ παύσησθε.

 


Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ποὺ μαρτύρησε στὴν Ἄγκυρα

Γεννήθηκε στὴν πόλη Ἄγκυρα καὶ εἶναι ἀπὸ τὰ λαμπρὰ στολίσματα τῆς Ἐκκλησίας. Θαῤῥαλέος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀκούραστος ἐργάτης τῶν ἐντολῶν του, καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Κορνήλιο.

Στὴν ἀνάκριση ποὺ τοῦ ἔκαναν, ἐπέμεινε στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καὶ καταδικάστηκε στὴν πιὸ βάρβαρη ποινή. Τοῦ τρύπησαν δηλαδὴ τοὺς ἀστραγάλους, ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν ἀπὸ τὶς τρῦπες τῶν πληγῶν του μὲ σχοινί, τὸν ἔσυραν στὸν ποταμὸ Σάγαρι, στὰ νερὰ τοῦ ὁποίου τὸν ἔριξαν.

Διασώθηκε ὅμως ἀπὸ τὴν θεία χάρη καὶ βγῆκε ἔξω. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ὅταν ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἔπαρχος, ντροπιασμένος σκότωσε τὸν Εὐστάθιο μὲ τὸ δικό του μαχαῖρι. Ἔτσι ὁ Εὐστάθιος, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή, στεφανωμένος μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος

Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (318). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνία καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν θερμότητα τῆς πίστεως καὶ τὸ θάῤῥος του στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Καταγγέλθηκε καὶ ὑπέστη σειρὰ θανατηφόρων βασανιστηρίων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς τὸν διαφύλαξε θαυματουργικά. Ἔτσι δὲν ἔπαθε τίποτα ὅταν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγριότητα λιονταριοῦ, ποὺ ἄφησαν ἐναντίον του, γιὰ νὰ τὸν κατασπαράξει.

Βλέποντας αὐτὰ ὁ ἔπαρχος Τερέντιος τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Κατόπιν ὁ Ἅγιος πῆγε στὴ Μίλητο, ὅπου συνέχισε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων νὰ προσφέρει θυσία.

Ἀλλ᾿ ὁ Ἀκάκιος διὰ τῆς προσευχῆς συνέτριψε τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδώλων. Μὲ λύσσα οἱ ἄρχοντες (Ποσειδώνιος) καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴν πόλη τῶν Συνάδων, ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Λεόντιο.

 


Ἡ Ἁγία Δροσίς

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὴν ἔριξαν μέσα σὲ χωνευτήριο χρυσοῦ.

 

 
Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου

 


Ἔζησε στὰ χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, ποὺ ἀναστήλωσε τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἡ Εἰρήνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐσέβειά της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωματικὴ ὡραιότητά της καὶ γιὰ τὴν εὐγενῆ ἀνατροφή της.

Εἶχε ζητηθεῖ λοιπὸν σὲ γάμο, ἀπὸ διακεκριμένο ἄνδρα τοῦ παλατιοῦ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Βυζάντιο. Στὴ διαδρομὴ ὅμως, πέρασε ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ τόσο ἑλκύστηκε ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ τῶν καλογριῶν, ὥστε πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ παραμείνει μαζί τους.

Ἔτσι ἀπέῤῥιψε τὶς κοσμικὲς δόξες, γύρισε στὴν πατρίδα της, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά της, βοηθώντας πολλοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρήματα τὰ ἐναπόθεσε στὴ Μονή. Ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ ζωή της μέσα στὸ μοναστήρι ὑπῆρξε πολὺ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία.

Ὅταν πέθανε ἡ ἡγουμένη, ἡ Εἰρήνη, παρὰ τὴν ἄρνησή της, ὁρίστηκε διάδοχός της. Ἀπὸ τὴν νέα της θέση, ἐπετέλεσε τὰ καθήκοντά της ἄριστα. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τὴν προίκισε μὲ τὸ προφητικὸ καὶ θαυματουργικὸ χάρισμα.

Ἔτσι διὰ τῆς προσευχῆς της, ἀπάλλαξε πολλοὺς ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τὸν θάνατό της καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά, γεμάτη χαρὰ γιὰ τὸ εὐχάριστο οὐράνιο ταξίδι της.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόξαν ῥέουσαν, ὑπεριδοῦσα, νύμφη ἄμωμος, ὤφθης Κυρίου, δι’ ἀσκήσεως Ὀσία ἐκλάμψασα· ὡς οὖν Εἰρήνη τυχοῦσα τοῦ πόθου σου, ἐν ὁμονοίᾳ ἡμᾶς διαφύλαττε, ἀξιάγαστε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύουσα, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου εὔκλειαν, καταλιποῦσα Ὁσία, τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῷ ἀφθάρτῳ, κάλλεσι, τῆς παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε Εἰρήνη, ὁ σὸς Νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον
Τῆς Καππαδοκίας τὴν καλλονήν, καὶ Χρυσοβαλάντου, ὀδηγίαν τὴν ἀσφαλῆ, τὴν πηγὴν θαυμάτων, πηγάζουσαν τῷ κόσμῳ, Εἰρήνην τὴν Ὁσίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.

 

 
Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Διακονίσσης

 

 
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμινὸς

 


Σύμφωνα μὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἡ βιογραφία του ὁσίου Παύλου, ποὺ βρίσκεται στὸ Νέον Ἐκλόγιον, εἶναι τελείως φανταστική.

Σ᾿ αὐτὸ φέρεται σὰν γιὸς τοῦ Βασιλιᾶ Μιχαὴλ Α´ τοῦ Ραγκαβὲ (811-813) καὶ Προκοπίας θυγατέρας τοῦ Αὐτοκράτορα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ. Εὐνουχίστηκε σὲ παιδικὴ ἡλικία καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη φιλοσοφίας. Ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκτισε τὴν Μονὴ Ξηροποτάμου, τῆς ὁποίας καὶ ἔγινε ἡγούμενος.

Ἡ ἁγιορείτικη παράδοση ὅμως, τὸν θέλει σύγχρονο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Ἱδρυτῆ τῆς Λαύρας.

Τοῦ ὁσίου αὐτοῦ Παύλου, σῴζονται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου ἕξι Κανόνες στοὺς Ἁγίους 40 μάρτυρες, Κανόνας ἰαμβικὸς στὸν τίμιο σταυρὸ καὶ λόγος στὰ Εἰσόδια της Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιο
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου ἀξίας ἀνταλλαξάμενος, τὸν θεοΰφαντον τρίβωνα τῆς ὁσίας ζωῆς, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καὶ ὁδηγεῖς φωτιστικῶς, Μοναζόντων τοὺς χορούς, πρὸς κτῆσιν τὴν τῶν κρειττόνων, Παῦλε Πατέρων ἀκρότης, καὶ πρεσβευτὰ ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καὶ υἱὸς ὤφθης εὐκλεής, τοῦ οὐρανίου Παντάνακτος, δι’ ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σὺ γὰρ Πάτερ Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς ὑπὲρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.

 

 
Ὁ Ἅγιος Χριστόδουλος ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη

Ὁ νεομάρτυρας Χριστόδουλος γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Κασσάνδρας, ποὺ ὀνομαζόταν Βαλτά. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦλθε στὴ Θεσ/νίκη, ὅπου ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ράφτη. Πληροφορήθηκε ὅτι κάποιος χριστιανὸς Βούλγαρος, ἑτοιμαζόταν ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.

Τότε ὁ Χριστόδουλος προμηθεύτηκε ἕναν μικρὸ σταυρὸ καὶ πῆγε στὸ καφενεῖο, ὅπου θὰ γινόταν ἡ περιτομὴ τοῦ ἀρνησίχριστου. Διέσχισε τὸ πλῆθος τῶν γενιτσάρων, καὶ ἐνῷ χτυποῦσαν τὰ τύμπανα, πλησίασε τὸν ἀρνησίχριστο, παρουσίασε τὸν σταυρὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἄδελφε τί ἔπαθες, νὰ ἡ πίστη μας, νὰ ὁ Χριστός, ποὺ σταυρώθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη μας, σὺ γιατί ἀφήνεις τὸν Χριστὸ τὸν σωτῆρα σου καὶ γίνεσαι Τοῦρκος;».

Ἐξαγριωμένοι οἱ Τοῦρκοι, ὅρμησαν καὶ συνέλαβαν τὸν Χριστόδουλο καὶ μὲ χτυπήματα τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὅπου ἀπαίτησαν τὸν θάνατό του. Στὴν προτροπὴ τοῦ κριτῆ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ὁ Μάρτυρας μὲ θάῤῥος ἀπάντησε: «... καὶ σὺ ἄφησε τὸν μωαμεθανισμὸ καὶ γίνε Χριστιανός».

Ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν ἀκλόνητη πίστη του, παραδόθηκε στοὺς δήμιους, οἱ ὁποῖοι τὸν κρέμασαν κοντὰ στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾷ στὴ Θεσ/νίκη, στὶς 28 Ἰουλίου 1777. Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου με καρφωμένο τὸν σταυρὸ στὴν πλάτη του, παρέμεινε γυμνὸ κρεμασμένο γιὰ δυὸ μέρες. Κατόπιν οἱ Χριστιανοί, ἀγόρασαν τὸ λείψανό του ἀντὶ 600 γροσιῶν καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμές.

 


Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ ἐν Λαοδικείᾳ Φρυγίας, μάρτυρας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...