Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 15, 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ


ΣΗΜΕΡΑ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΜΕ ΤΙΜΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΥΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΗΣ !!!


Ακάθιστος Ύμνος


Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.


Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής. 

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ.

Αποτέλεσμα εικόνας για ακαθιστοσ υμνοσ      Αγαπητοί μας αναγνώστες, διαδικτυακοί και μη φίλοι της ιστοσελίδας του ναού μας και της Ενορίας μας, εδώ και πέντε εβδομάδες έχουμε εισέλθει σε μια από τις πνευματικότερες περιόδους της λειτουργικής μας ζωής. Πρόκειται, όπως όλοι γνωρίζουμε, για την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή της Σαρακοστής, όπως την αναφέρουμε στην καθημερινότητα μας. Η ονομασία της οφείλεται στο ότι περιλαμβάνει 6 συνολικά εβδομάδες Νηστειών, 40 περίπου ημέρες δηλαδή αυστηρής νηστείας και πνευματικότητας, ενώ όλη η ζωή των Ελλήνων, των ενθέρμων χριστιανών, αλλά και των χλιαροτέρων εξ ημών, κινείται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα που αιώνες τώρα έχει ριζώσει στην εκκλησιαστική αλλά και στην λαϊκή μας παράδοση, μια παράδοση που αγωνίζονται πλέον κάποια κέντρα εξουσίας, εσωτερικά και εξωτερικά, να ξεριζώσουν από την ψυχή μας.
Αποτέλεσμα εικόνας για ακαθιστοσ υμνοσ
     Όλη αυτή η περίοδος στοχεύει στην πνευματική μας προετοιμασία για το Πάσχα. Οι ιδιαίτερες ακολουθίες και οι προσευχές, καθώς και ο συνδυασμός τους με τη νηστεία σηματοδοτούν σαν οδοδείκτες και ένα καινούριο ξεκίνημα, μια καινούρια πορεία για τη ζωή μας, ώστε ανακαινισμένοι να βιώσουμε τα σωτήρια για όλη την ανθρωπότητα γεγονότα της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Θεανθρώπου Χριστού. Γεγονότα που θα λάβουν χώρα εκείνη την ώρα μπροστά μας. "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας" ψάλλουμε την Μεγάλη Πέμπτη.
      Έτσι, λοιπόν, τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής το βράδυ ψάλλουμε τμηματικά τον Ακάθιστο Ύμνο, που είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω, και ο οποίος συντάχθηκε πιθανότατα από τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό τον 6ο αιώνα. Το υπέροχο αυτό υμνολογικό κείμενο που εξυμνεί την Μητέρα όλων μας, την Θεοτόκο και θαυμαστή κόρη των Αγίων προστατών μας, των Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννας, θα το ψάλλουμε ολόκληρο, σήμερα το βράδυ της Παρασκευής της Ε΄ εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής.
       Όλοι όμως την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, που ονομάζεται έτσι γιατί ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση, έχει επικρατήσει να την αποκαλούμε Ακολουθία των Χαιρετισμών. Γιατί άραγε; Μα από τα συνεχή χαίρε που περιλαμβάνει. Τα χαίρε αυτά είναι οι 24 χαιρετισμοί που απευθύνονται στην Παναγία από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ κατά το σωτήριο για όλη την ανθρωπότητα γεγονός του Ευαγγελισμού της, από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, όταν εκείνος ήταν έμβρυο, από τους βοσκούς και τους Μάγους κατά τη Γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού, και φυσικά από όλους εμάς τους πιστούς. Κάθε ένας χαιρετισμός ξεκινάει με ένα από τα 24 αντίστοιχα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, από το Α ως το Ω. Μας υπενθυμίζουν όλο το μεγαλείο της Μητέρας του Θεού, καθώς και την καθοριστική της συμβολή στη σωτηρία του κόσμου κατά το γεγονός της Ενανθρώπησης του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Η Παναγία είπε τότε ελεύθερα το μεγάλο ναι στην πρόσκληση του Θεού για συνεργασία, έδωσε τη συγκατάθεσή της για να δοθεί στην ανθρωπότητα η δυνατότητα να διορθώσει το σφάλμα του Αδάμ και να επανασυνδεθεί με το Θεό. Να απελευθερωθούν οι άνθρωποι από τη υποδούλωση στη φθορά και στον θάνατο.
      Οι περισσότεροι θεωρώ γνωρίζουμε ότι η σύνθεση του Ακαθίστου Ύμνου σχετίζεται άμεσα με την θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας και την ακόλουθη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την αιφνίδια πολιορκία των Αβάρων και των Περσών τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου του 626 μ. Χ., κι ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγούνταν εκστρατείας του βυζαντινού στρατού στην καρδιά της Περσίας. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιοι οι πιστοί έψαλαν τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
       Και στους σημερινούς καιρούς όμως, παρόλο που οι στιγμές που περνάμε ως κοινωνία, ως χώρα, ως έθνος, είναι τραγικές, δεν θα διστάσουμε αλλά θα έρθουμε και πάλι απόψε το βράδυ εδώ, στην προσωρινή κατακόμβη της εκκλησίας των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννας, στους Ανθόκηπους της Νέας Ευκαρπίας, μέχρι να αποπερατωθεί ο επάνω ναός που χτίζουμε ολοταχώς και εκεί να τελούμε πια τις Ακολουθίες μας, θα έρθουμε με το κάλεσμα της καμπάνας για να χαιρετίσουμε την Μητέρα όλων μας την Παναγία. Θα έρθουμε να εναποθέσουμε όλες τις ελπίδες μας σε εκείνην και να της ζητήσουμε να σταθεί δίπλα μας στις προσπάθειες που κάνουμε για να χτίσουμε το "πατρικό σπίτι" της, αλλά και τις εναγώνιες προσπάθειες για ξεπεράσουμε την κρίση και τις ουκ ολίγες δυσκολίες που απορρέουν απ’ αυτήν. 
    Θα έρθουμε να την παρακαλέσουμε για τα παιδιά μας και την δύσκολη πραγματικότητα που βιώνουν, θα της βάλουμε και αυτήν την Παρασκευή όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια πάνω στην εικόνα της, δώδεκα αγνές λαμπάδες από μελισσοκέρι θα της ανάψουμε για να φωτίσει ακόμα περισσότερο το γλυκό πρόσωπο της, αλλά και για να φωτίζει εμάς η Παναγιά στον σκοτεινό δρόμο που διαβαίνουμε καθημερινά, λόγια γλυκά θα της πούμε μαζί με τους ιεροψάλτες και τους ιερείς μας και "χαιρετίσματα" θα της απαγγείλουμε μέσα από τα βάθη της ψυχή μας. Και είμαστε σίγουροι ότι η Θεοτόκος θα μας ακούσει και θα πρεσβεύσει για όλους εμάς μαζί με τους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, αυτήν την όμορφη και ευλογημένη οικογένεια, στο Θεό, όπως έχει κάνει και τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν.
   Οφείλουμε, όμως, κι εμείς να απαντήσουμε θετικά στην πρόσκληση του Θεού για ενεργό συμμετοχή στην ενοριακή λειτουργική ζωή των Αγίων αυτών ημερών. Ας του δείξουμε ότι του έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη, μιας και αυτό σημαίνει η λέξη πίστη. Ας το δούμε ως μια ευκαιρία να έρθουμε ο ένας κοντά στον άλλον και όλοι μαζί να αγωνιστούμε για να ενωθούμε πνευματικά με το Θεό και να αντλήσουμε έτσι την απαραίτητη δύναμη για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες των καιρών που άλλες πέρασαν και άλλες είναι ακόμα μπροστά μας.
      Χέρι-χέρι, ο ένας δίπλα στον άλλον, με αγάπη, ταπεινότητα και σιωπή, να συνεχίσουμε το δύσκολο της Νηστείας και της προσευχής μονοπάτι που αρχίσαμε, να φτάσουμε δυνατοί στην Σταύρωση του Χριστού μας και να κλάψουμε για τα βασανιστήρια Του, μετά να τον ενταφιάσουμε με συντριβή και να τον περιφέρουμε, σύμφωνα με τις λαϊκές και εκκλησιαστικές παραδόσεις μας, στις γειτονιές και στα σοκάκια της όμορφης Ελλάδας μας, κατόπιν "Χριστός Ανέστη" να ψάλλουμε στα προαύλια των εκκλησιών της πατρίδας μας, αυγά να τσουγκρίσουμε και "Αληθώς Ανέστη" να αποκριθούμε, επαληθεύοντας το γεγονός της Ανάστασης, στους συνανθρώπους μας και μετά την βραδινή Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, μαγειρίτσα να φάμε στην κοινή Τράπεζα του σπιτιού μας με όλα τα μέλη της οικογένειας μας παρόντα και την επομένη, Κυριακή του Πάσχα και Δεύτερη Ανάσταση, "Ανάστα ο Θεός" να βροντοφωνάξουμε και μες στις εκκλησιές μας δάφνες να πετάξουμε και με εκκωφαντικό θόρυβο τον διάβολο από την ζωή μας να αποδιώξουμε νικώντας τον,  το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες να πούμε"Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα..." και το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα, αρνί να σουβλίσουμε στις αυλές των σπιτιών μας, στις πόλεις αν μπορούμε και στα χωριά μας και για πενήντα ημέρες "Χριστός Ανέστη" να λέμε αντί για καλημέρα μέχρι να αναληφθεί ο Χριστός και Σωτήρας μας και να αρχίσει την Πεντηκοστή το ιεραποστολικό έργο των Αποστόλων Του.
      Δεν υπάρχει άλλη χώρα σαν την Ελλάδα μας, δεν υπάρχουν τέτοιες όμορφες παραδόσεις, που να μπορούν να πλέκονται τόσο γερά και στέρεα στο βάθος της ελληνικής και βυζαντινής ιστορίας μας, δεν υπάρχουν αλλού τέτοιοι άνθρωποι λεβέντες σαν τους Έλληνες με τόση πίστη στον Θεό Πατέρα μας, στο Υιό Του Χριστό, στο Πνεύμα το Άγιο και Ζωοποιό, αλλά και αγάπη αληθινή και κραυγαλέα στην Παναγία μάνα μας και σε όλους τους Αγίους της Μεγάλης Εκκλησίας μας, χριστιανοί και Ορθόδοξοι με τέτοια ήθη και έθιμα ριζωμένα στην καθημερινότητα τους, στην ζωή τους, στην εργασία, στο σπίτι τους, στην εκκλησιά και στα σχολειά τους...στην υπερήφανη και μοναδική ψυχή τους!!!
Καλή Ανάσταση σε όλους!!!

το   είδαμε εδώ

Μοναχικὴ ζωὴ καὶ Ἐκκλησία





Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο τὰ «ἐκλεκτά του μέλη» ψάχνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν βρίσκουν καὶ δίνουν ντιρεκτίβες στοὺς ἄλλους!! Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀλήθεια. Εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15). Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁμολογεῖ πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» (Σύμβολο τῆς Πίστεως).

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ γνώση τοῦ θελήματός Τουˑ καὶ γιὰ ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πράγματα οὐράνια, ἀποκαλύφθηκαν ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, διὰ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 3, 10). Αὐτὸ μᾶς λέει: Ὅλοι οἱ μυαλωμένοι, οἱ «γνωστικοί», ποὺ ποθοῦν γνώση καὶ βίωση τῆς ἀλήθειας, πρέπει νὰ κινοῦνται ὄχι αὐτόνομα. Αὐτὸ εἶναι, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀγώνισμά τους.

Οἱ πιὸ «γνωστικοὶ» (= μὲ τὴν πρωτοχριστιανικὴ καὶ μὲ τὴν λαϊκὴ ἔννοια τῆς λέξης) μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ μοναχοίˑ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ κάνουν πρόγραμμα ζωῆς νὰ βιώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη.

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀφιερωμένη στὸν Κύριοˑ μιὰ ἀφιέρωση ὁλοκληρωτική, πιὸ βαθιὰ ἀπὸ ὅ,τι τὴν βίωναν οἱ ναζιραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

1. Ἡ ὁμολογία-ἀφετηρία γίνεται μὲ μιὰ ἐσωτερικὴ διεργασία ἔνδον, ἐν τῇ καρδίᾳˑ ἀλλὰ συντελεῖται ἔξω ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίαςˑ μὲ εἰδικὴ ἀκολουθίαˑ ὡς κατ' ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ὁμολογία, ἡ ὑπόσχεση, ἡ ἀφιέρωση. Καὶ τὴν δέχεται ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τὸ θεσμικὸ ὄργανο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὁ ἡγούμενος, ἀλλὰ ὁ λειτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἱερέας.
Καὶ ἀρχίζει:
• Τί προσῆλθες, ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσαστηρίῳ (δηλαδή: στὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο εἶναι ὁ θρόνος Του) καὶ τῇ ἁγίᾳ συνοδείᾳ ταύτῃ.
• Ἑκουσίᾳ σου γνώμῃ προσέρχει τῷ Κυρίῳ; Ἔγινε ἡ σχετικὴ διεργασία μέσα σου; Πρόσεξε! Τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν τάζει νὰ γίνει μοναχὸς ὁ πατέρας τουˑ οὔτε ὁ κατὰ σάρκα, οὔτε ὁ κατὰ πνεῦμα.
• Θὰ παραμείνεις στὸ μοναστήρι (= τὸ συγκεκριμένο) καὶ στὴν μοναχικὴ ζωή, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς; Ἡ ἀφιέρωση δὲν γίνεται μὲ προθεσμία. Ἅμα γίνει, δὲν ἀνακαλεῖται ΠΟΤΕ. Ὁ μοναχὸς δὲν δηλώνει ὑπακοή, κρατώντας τὸ δικαίωμα, νὰ τὴν ἀνακαλέσει, ἂν τὰ βρίσκει σκοῦρα!
• Φυλάττεις σεαυτὸν ἐν παρθενίᾳ;
• Σώζεις μέχρι θανάτου τὴν ὑπακοὴ στὸν προεστῶτα καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα; Ποὺ σημαίνει: δὲν ἐπιτρέπεται σὲ μοναχὸ νὰ αὐθαδιάζει καὶ νὰ λέγει: «οὐ θέλω». Ἔχει χρέος πάντοτε νὰ ἀπαντᾶ σὲ ὅλα μὲ ἀγάπη, μὲ ταπείνωση, μὲ προθυμία.
Καὶ καταλήγει:
• Πρόσεξε, παιδί μου: Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι μιὰ πορεία πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἀπαιτεῖ συνεχῆ πορεία πρὸς τὴν τελειότητα. Ἡ πορεία αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ἔξω. Καὶ προχωρεῖ στὰ ἔσω, ὅλο καὶ πιὸ βαθειά.

2. Ἂς τὴν ἀναλύσουμε λίγο.

Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής:
Ὅποιος ἀφήνει πράξεις καὶ πράγματα (γυναῖκα καὶ χρήματα) γίνεται μοναχὸς κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωποˑ σωματικά. Μὰ αὐτὸ δὲν φθάνει: Χρειάζεται νὰ γίνει καὶ κατὰ τὸν ἔσω! Χρειάζεται νὰ ἀφήσει καὶ τὰ ἀνάλογα συναισθήματα καὶ τοὺς σχετικοὺς λογισμούς! Καὶ προσοχή: Κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωπο, εὔκολα γίνεται κανεὶς καλόγεροςˑ ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσει. Μὰ γιὰ νὰ κάμει τὸν ἔσω ἄνθρωπο μοναχὸ (= γιὰ νὰ γίνει μοναχὸς ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ), «οὐκ ὀλίγος ὁ ἀγὼν» (Περὶ ἀγάπης IV, ν', P.G. τ. 90, σελ. 1060 Α-Β).

Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, διαβάζομε στὴν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς, πρέπει νὰ εἶναι ἀπάγαυσμα καὶ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Πρέπει σ' αὐτὴν νὰ διαδεικνύεται ἡ πολιτεία τοῦ Κυρίουˑ νὰ γίνεται ὁλοφάνερηˑ νὰ μὴν ὑπάρχει περίπτωση νὰ φαντάζεται ὁ συναναστρεφόμενος μοναχό, πιθανότητα ὑπόκρισης, διπλοπροσωπίας κ.ο.κ. Ὁ μοναχός, λέγει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής, πρέπει νὰ εἶναι ἕνα θυσιαστήριο τοῦ Κυρίουˑ ἕνα θυσιαστήριο, μέσα στὸ ὁποῖο φουντώνουν, καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσφέρονται καὶ ἀναπέμπονται στὸν πανύψιστο Θεὸ προσευχὲς καθαρές, λατρεία καθαρήˑ ἕνα θυσιαστήριο ποὺ μένει γιὰ πάντα ἅγιο καὶ ἀσάλευτοˑ ποὺ ποτὲ δὲν βεβηλώνεται (Ἐπιστ. Γ', 32 P.G. 79 σελ. 388 Α).

Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Κλίμακα λέγει:
«Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι» (Λόγος Α, 10)ˑ δηλαδή, ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι τάξη καὶ κατάσταση ἀγγελική.

3. Κορύφωση τῆς ἀφιέρωσης στὸν Χριστὸ εἶναι τὸ φρόνημα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη καὶ τελειότατη ἀφιέρωση, ἡ σύνδεση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης μὲ τὴν χρεωστικὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ὅτι ἐκένωσε ἑαυτὸν καὶ ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ τὴν προσφέρει θυσία γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μὲ αὐτὴ τὴν σάρκα ἕτοιμη γιὰ θυσία ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε θυσία, ἱλαστήριο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Στὴν μοναχικὴ πολιτεία, «κατὰ μίμησιν», «διαδείκνυται», πρέπει νὰ «διαδεικνύεται ἡ τοῦ Κυρίου πολιτεία»ˑ νὰ καταλαβαίνει κανείς, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος, ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2, 6-11)ˑ ποὺ σημαίνειˑ ὅτι ἐταπεινώθη μέχρι τοῦ σημείου, ὄχι μόνο νὰ μὴ ζητάει τιμές, ἀλλὰ καὶ ὥστε νὰ δεχθεῖ νὰ γίνει «ὑπὲρ ἡμῶν κατάραˑ γέγραπται γὰρˑ ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Γαλ. 3, 13).

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀγγελική, ζωὴ οὐράνια, ζωὴ ἀναστάσεως, γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη ταπείνωση, γεμάτη φῶς.
1. Ὁ ἄνθρωπος ὁ χοϊκὸς ἔχει τὴν τάση καὶ τὸν πόθο νὰ κυνηγάει τὰ μεγαλεῖαˑ καὶ τὸ κάθε τὶ ποὺ προκαλεῖ ἡδονή! Μά, ὅπως λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἡδονὴ ἀπὸ τὸ νὰ πάει κανεὶς σὲ μοναστήρι, ἔστω καὶ ἂν εἶναι στὴν χειρότερη ἀκρούλα τοῦ κόσμου καὶ νὰ βλέπει ταπείνωση ἀληθινή, ἀγάπη ἀληθινή, ἐγκράτεια χριστομίμητη.

«Ἥδιον ἰδεῖν ἐρημίαν σκηνὰς ἔχουσαν μοναχῶν συνεχεῖς, ἢ (= παρὰ) στρατιώτας ἐν στρατοπέδῳ παραπετάσματα τείνοντας». (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, γ, P.G. τ. 58, 852).

2. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Οἱ κοσμικοὶ ἔχουν συζήτηση: Ποιός πῆρε ἀξίωμα. Ποιός ξέπεσε ἀπὸ ἀξίωμα. Ποιός πέθανε. Ποιός... Ἐνῶ οἱ μοναχοί, μιλᾶνε γιὰ τὸν παράδεισο σὰν νὰ ἦσαν ἐκεῖ πάνω! Οἱ κοσμικοὶ τὸν νοῦ τους τὸν ἔχουν στὴ γῆ! Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἀπαραίτηταˑ ἀλλὰ καὶ γιὰ πράγματα ἐντελῶς ἄχρηστα καὶ περιττά. Οἱ μοναχοί, αὐτὰ οὔτε ποὺ τὰ θυμοῦνται!

Κάνουν καὶ οἱ μοναχοὶ δουλειέςˑ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆνˑ ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ψόγο! Οἱ κοσμικοὶ τὸ ρίχνουν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν πλεονεξία! Καὶ ὄχι σὰν τὰ μυρμήγκια (= μὲ τὸν κόπο τους)ˑ ἀλλὰ σὰν τοὺς λύκους καὶ τὶς λεοπαρδάλεις! Καὶ ἀκόμη χειρότερα! Ναί, καὶ χειρότερα. Γιατὶ τὰ θηρία, θηρία τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ὅλοι ἴσοιˑ μὲ ἴσα δικαιώματα. Καὶ καταντᾶμε καὶ ἀπὸ τὰ θηρία χειρότεροι!

Οἱ μοναχοὶ μοιάζουν μὲ ἀγγέλους. Ξένοι καὶ περαστικοὶ στὸν κόσμο. Τίποτε δὲν κρατᾶνε ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν κοσμικῶν! Οὔτε σὲ ροῦχο, οὔτε σὲ τροφή, οὔτε σὲ τόπο κατοικίας, οὔτε σὲ παπούτσια, οὔτε στὴ μιλιά τους!... Πρέπει νὰ ἀκούσει κανεὶς μοναχοὺς ἀληθινοὺς νὰ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, γιὰ νὰ καταλάβειˑ ὅτι ἐκεῖνοι, εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἐμεῖς, οὔτε τῆς γῆς... ἄξιοι! Καὶ τὴν γῆ τὴν μιαίνομε. Καὶ πρέπει μερικοὶ μεγαλόσχημοι, νὰ πάρουν τὰ ποδαράκια τους καὶ νὰ βρεθοῦν σὲ ἀληθινὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καταλάβουν πόσο λάθος εἶναι ὁ τρόπος ποὺ σκέπτονται καὶ ἐνεργοῦν!... (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, δ P.G. 58, 653-654).

Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος: Μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς μοναχούς. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ ἔργα τους καὶ μὲ τὸ φρόνημά τους (μὲ τὰ μυαλά τους), εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἰσάγγελοιˑ ἀρχάγγελοιˑ σεραφὶμ καὶ χερουβίμ. Καί, ὅταν ψάλλουν στὸ κελλάκι τους μόνοι τους, κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τοὺς καμαρώνουν! Χαρά τους τὸ ἔχουν νὰ ψάλλουν μαζί τους!...

Αὐτὴ εἶναι, αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι, ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ αὐτά, συμπληρώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὄχι γιὰ μομφή, ὄχι εἰς βάρος τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ γιὰ στήριξή τουςˑ καὶ γιὰ βοήθειά τους!

Μὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι οἱ μοναχοὶ «εἶναι»ˑ καὶ κάποιοι ἄλλοι «δὲν εἶναι»! Καὶ πολλοὶ ἄλλοι, εἶναι. Ὅλοι ὅσοι ἔχουν χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι. Καὶ μέγιστη, καθ' ὑπερβολήν, ὁδὸς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, ὅπως τὴν ζητάει ὁ Χριστός, ὑπέρκειται καὶ ὑπερῇρεν πάντας.

Καί, ἂν κανεὶς θελήσει, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ κάμει σύγκριση, νὰ ἀντιπαραβάλει τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὸ ἔνθεο ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν μοναχῶν, μὲ «τὴν ἁπλὰ καλῶς διοικουμένη ἱερωσύνη», μὲ τὸ ἔργο ἑνὸς ἱερέα, ποὺ φροντίζει νὰ ἀνταποκρίνεται σωστὰ στὸ χρέος τῆς ἱερωσύνης, τότε βλέπει ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσά τους εἶναι τόση, ὅση ἀνάμεσα σὲ ἕνα βασιλιὰ καὶ σὲ ἕναν ἁπλὸ ἰδιώτη (Περί, Ἱερωσύνης ΣΤ, 5, P.G. τ. 48, σέλ. 682).

1. Ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι (Α' Κορ. 15, 23). Καθένας πρέπει νὰ κινεῖται, νὰ ζεῖ καὶ νὰ σκέπτεται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ τάγματός του. Π.χ. ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη ἐστήριζε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἦταν ἁπλὸς μοναχός. Καὶ ἔμενε ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι. Καὶ ἔκλινε μὲ ταπείνωση τὸ κεφάλι, ὄχι μόνο στὸν πατριάρχηˑ στὸν κάθε ἀρχιερέαˑ καὶ στὸν κάθε ἱερέαˑ ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε ἀναγνώστη. Μὰ γιατί; Τί ἦσαν μπροστά του; Τίποτε; Ἴσως καὶ κάτι λιγότερο ἀπὸ «τίποτα»! Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος δὲν ἔπαιρνε γιὰ κριτήριό του τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἀρετές του. Δὲν «ἐμέτρει» τὸν ἑαυτό του. Δὲν «ἔπαιρνε» ποτὲ μέτρο κρίσεως τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀρετές του. Καὶ πρεσβύτερος μποροῦσε τυχὸν νὰ εἶχε γίνει, καὶ ἐπίσκοποςˑ γιατί ὄχι! Μὰ δὲν ἐμέτρει τὸν ἑαυτό τουˑ καὶ δὲν ἔβγαινε ἔξω ἀπὸ τὸ τάγμα του.

2. Ὅταν ὁ μοναχὸς βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἴδιο τάγμα, ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα: ἀρχίζουν τὰ «πλήν»ˑ ἀρχίζει ἡ ζημία. Ἡ δική του ζημίαˑ καὶ τῆς Ἐκκλησίαςˑ ποὺ χωρὶς τὴν βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ μέλη της, φτωχαίνει.

Πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας καὶ στολίδι της εἶναι οἱ μοναχοί. Καὶ εἶναι κρῖμα νὰ ξεφτᾶνε. Ἡ μοναχικὴ ζωή, μὲ κέντρο της τὴν ἁγνότητα, πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκάρδια ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν θυσία Τουˑ πρέπει νὰ γίνεται εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ.

Ὅποιος ἔχει τέτοια ἀφιέρωση καὶ τέτοιους λογισμούς, εὑρίσκεται, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει, ὅτι ἔφθασεˑ ὅτι ἀνέβηκε ψηλά. Γιατί, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετο» (ἐ.ἄ.)ˑ γιατί, ἐὰν αἰσθανθεῖ αὐταρέσκεια γιὰ τὸ κατόρθωμά του, καὶ δεχθεῖ τὸν λογισμό του, τὰ ἔχασε ὅλα!...

Μὲ ἄλλα λόγια: ὅσο πιὸ πολὺ ὁ μοναχὸς μετράει ἑαυτόν, καὶ ἐξέρχεται ἔτσι ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἐπαγγέλματός του, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ μὴ διεκδίκηση πλεονεκτημάτων, τόσο χάνει, τόσο ξεπέφτειˑ ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ἡ ἔξοδος γίνεται μόνον ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ του.

Τὸ μέτρημα γίνεται πάντοτε. Ἀπὸ τὸν καθέναˑ μὲ κριτήριο τὸν ἑαυτό τουˑ μὲ μέτρο τὶς ἐμπειρίες τουˑ καὶ μὲ φυσικὸ ἀποτέλεσμα, ὅτι ὁ ἐρωτῶν καὶ διερωτώμενος ὑποστέλλει τὴν σημαία τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώναˑ βρίσκει ἄλλοθι!...

Μέτρο σύγκρισης δὲν εἶναι ὁ κάποιος, ὁ ὅποιος ἄνθρωποςˑ ἔστω ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς λέγει, ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ εἶναι υἱοὶ τῆς ἀναστάσεως (Λουκ. 20, 36), πάντοτε ἀναστημένοι, πάντοτε ὄρθιοι! Ὁ λογισμὸς ποὺ ἐπιτρέπει σὲ μοναχὸ νὰ ὑποτιμάει τὸν ἀγώνα ἄλλου, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν δική του ἀβελτηρία, εἶναι δαιμονικός!...

Ἔλεγε ὁ ὅσιος ἀββᾶς Παφνούτιος: «εἰς ὃν ἂν τόπον ἀπέλθῃς, μὴ μετρῇς σεαυτόν». Εἴτε ἔχεις γύρω σου τὶς κορυφὲς ἁγιότητας, εἴτε τὰ ἀπύθμενα βάθη τῆς ἀπώλειας, «μὴ μετρῇς ἑαυτόν»!...

3. Πῶς ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα;

Μᾶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): «Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).

Ὕψιστη θεολογικὰ κατοχύρωση ἀφιέρωσης, εἶναι ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό. Καὶ μάλιστα μὲ τὴν θυσία Τουˑ μὲ τὴν σάρκα Του, μὲ τὴν ὁποία ἐτελεσιουργήθη ἡ ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του. Ὅποιος συνειδητὰ μένει ἁγνός, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πίστη του καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του, τόσο στὸ Δεῖπνο, ὅσο καὶ στὸν Γολγοθᾶ, αὐτὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Παρὰ ταῦτα, αὐτός, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετοˑ καί... ἔφθαρται» (ἐ.ἄ.)· τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτός, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ παύει νὰ ἔχει κάτι. Ἢ μᾶλλον, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔχει ὄχι «σύν», ἀλλὰ «πλήν». Τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτοπεριφρουρεῖται, περιφρουρεῖ τὸν ἑαυτό του, μόνο ὅταν μένει «ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι»ˑ ὅταν ἔχει ταπείνωσηˑ ὅταν δὲν μετρεῖ ἑαυτόν.

Δίκαια λοιπὸν καὶ θεόσοφα λέγει ὁ Εὐάγριος: «Μακάριός ἐστι μοναχός, ὁ «πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος» (Λόγος περὶ προσευχῆς, κεφ. ρκα΄, P.G. 79, 1193C). Ὁ μοναχὸς μένει ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅταν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του «πάντων περίψημα» (Α΄ Κορ. 4, 13). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἀρχίζει νὰ ξεπέφτει, καὶ ὅσο πιὸ πολὺ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἔστω στὸν ἔνδον λογισμό του, τόσο ξεπέφτει.

4. Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὸν μοναχό, ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλον χαρισματοῦχο.

Ἂς κάμουμε μιὰ τελευταία ἀναφορὰ σὲ κείμενα καὶ σὲ παραδείγματα ὁδηγητικά:

α. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ κάποιους μαθητὲς τουˑ καὶ σὰν νὰ ἀπαντάει στὸ ἐρώτημα «καὶ τί εἶναι αὐτοί», λέγει: «ἀδελφοὶ ἡμῶν, ἀπόστολοι ἐκκλησιῶν, δόξα Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 8, 23).

Τί ἦσαν γιὰ τὸν σύγχρονό τους κόσμο; Ἕνα τίποτε! Ἀνθρωπάκια! Τί ἦσαν γιὰ τὸν Θεό; Δόξα Χριστοῦ. Τί πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους; Τί ἄραγε νὰ ἔλεγαν αὐτοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαζε στὸν ἑαυτό του μηδὲν (Α΄ Κορ. 13, 2ˑ 15, 9);

β. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος συνομιλώντας μὲ Ἕλληνες φιλοσόφους ἔλαβε χάρισμα γλωσσολαλιᾶς καὶ συνομιλοῦσε μαζί τους ἑλληνικά, ἐνῶ δὲν εἶχε ποτὲ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα! Καβάλησε τὸ καλάμι; Φαντάσθηκε τὸν ἑαυτό του μεγάλο καὶ χαρισματοῦχο; Ὄχι.

γ. Οἱ ἅγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων, Βησσαρίων, Νεκτάριος, ἔκαμαν θαύματα πολλά! Τάχα μεγάλωσαν; Τάχα ψήλωσαν; Τάχα ἔπαυσαν, στὸν λογισμό τους, νὰ εἶναι ἀνθρωπάκια; Ὄχι! Καὶ «ἐκτήσαντο τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλάˑ τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

δ. Οἱ ὅσιοι πατέρες Ἰσαάκιος, Συμεὼν ὁ Στυλίτης, Φαῦστος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀγωνίσθηκαν γενναία κατὰ αἱρέσεων καὶ κακοδιδασκαλιῶν. Ξέφυγαν γι' αὐτὸ ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἰδίου τάγματος; Ζήτησαν ἀπὸ ἀρχιερεῖς καὶ συνόδους νὰ εὐθυγραμμισθοῦν μαζί τους;

ε. Μοναχοὶ ἀξιώθηκαν καὶ χάριτι Χριστοῦ ἔλαβαν χάρισμα γλωσσολαλιᾶς, χάρισμα διορατικό, χάρισμα προορατικό, χάρισμα ἰαμάτων! Ἐπιτρέπεται, θὰ ἦταν γι' αὐτοὺς ἐπιτρεπτό, νὰ ἐφαντάζονταν ὅτι εἶχαν λάβει τὰ χαρίσματα αὐτὰ «ἰδίᾳ δυνάμει» (βλ. Πράξ. 3, 12); Ἔγιναν, ὑπῆρξαν, καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη, ποὺ δὲν θέλησαν οὔτε νὰ τὸ διανοηθοῦν;

στ. Μποροῦν οἱ ὅποιοι ἀρχιερεῖς νὰ καμαρώνουν γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου; Ἀντανακλοῦν καὶ σ' αὐτοὺς τὰ μεγαλουργήματα ἐκείνων, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο ἱερατικὸ βαθμό;

ζ. Δικαιοῦνται οἱ ὅποιοι μοναχοὶ νὰ σεμνύνονται γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Χριστοῦ συμμοναστῶν τους; Δικαιοῦνται νὰ κάνουν τοὺς κόπους ἐκείνων καύχημά τους γιὰ διεκδίκηση τιμῶν καὶ ὑπολήψεως; Ὄχι! Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος.

Ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἀρχιερέα, καὶ γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, καὶ τὸν πατριάρχη; -Πολὺ περισσότερο! Ὅσο πιὸ ψηλὰ στέκει κανείς, τόσο πιὸ πολὺ τοῦ χρειάζεται ἡ ταπείνωση. Ὁ Θεὸς «ἔθετο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α' Κορ. 12, 28). Προκαλοῦν αἴσθηση, ἐντυπωσιάζουν, καταπλήσσουν τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καὶ τὰ γένη γλωσσῶν. Μὰ ἀπὸ τὰ ἀριθμούμενα χαρίσματα εἶναι τὰ τελευταῖα!...

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄμπελος τοῦ Χριστοῦˑ ἢ ἡ μάνδρα Του. Οἱ Χριστιανοί-μέλη της, εἴτε ἔχουν χαρίσματα, εἴτε ὄχι, εἴτε ἁμαρτωλοὶ εἶναι, εἴτε δίκαιοι, εἶναι κλήματα καὶ πρόβατα. Ὅσο μένουν ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅσο δὲν ζητοῦν περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔδωκε ὁ Χριστὸς στὸ τάγμα τους, ἐργάζονται θετικάˑ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τουςˑ καὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦˑ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἀντιπαλότητες στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν προβλέπονται.

Ὁ παρεκβαίνων σφάλλει. Καὶ ὁ νοῶν νοείτω.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...