Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011

Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 41-56)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



7 Νοεμβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Γιὰ δυὸ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ θεραπεία μιᾶς γυναίκας ἀπὸ ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δώδεκα χρόνια. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἀνάσταση ἑνὸς κοριτσιοῦ. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι θαύματα τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τῆς θεϊκῆς του παντοδυναμίας.

Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα πῶς τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ τὰ δυὸ ἐτοῦτα θαύματα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ· τὸν ἔλεγαν Ἰάειρο κι αὐτὸς ἦταν προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς· ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι του, γιατ' εἶχε μία μοναχοκόρη ὡς δώδεκα χρονῶν κι αὐτὴ ἀπ' ὥρα σὲ ὥρα ἦταν νὰ πεθάνη. Κι ἐκεῖ ποὺ πήγαινε ὁ Ἰησοῦς ὁ πολὺς κόσμος τὸν ἔπνιγαν. Καὶ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια κι εἶχε ξοδέψει σὲ γιατροὺς ὅλο της τὸ βίο κι ἀπὸ κανένα δὲν εἶδε γιατρειά, πλησίασε ξωπίσω καὶ ἄγγιξε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμα τοῦ Ἰησοῦ κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Κι εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐνῶ ἀρνιοῦνταν ὅλοι, εἶπε ὁ Πέτρος κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του. Κύριε, ὁ κόσμος σὲ σπρώχνουν καὶ πέφτουν ἐπάνω σου καὶ λές· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· κάποιος μὲ ἄγγιξε· γιατί ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου. Κι ὅταν εἶδε ἡ γυναίκα πὼς δὲ μπόρεσε νὰ τοῦ κρυφτῆ, ἦλθε τρέμοντας, γονάτισε μπρός του καὶ τοῦ ξωμολογήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὴν αἰτία ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ πὼς γιατρεύτηκε ἀμέσως. Κι ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε· ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε στὸ καλό. Ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου καὶ τοῦ λέγει· πέθανε ἡ θυγατέρα σου, μὴν ἐνοχλεῖς τὸ διδάσκαλο. Κι ὁ Ἰησοῦς ποὺ τὸ ἄκουσε ἀποκρίθηκε στὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τοῦ λέγει· μὴ φοβάσαι· μόνο νὰ πιστεύης καὶ θὰ σωθῆ. Κι ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι δὲν ἀφῆκε νὰ μπῆ κανένας παρὰ μόνο ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης κι ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ κι ἡ μητέρα. Ἔκλαιαν ὅλοι καὶ θρηνοῦσαν τὸ παιδί. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν γελοῦσαν, γιατ' ἤξεραν πὼς πέθανε. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ κορίτσι, τοῦ μίλησε καὶ τοῦ εἶπε· παιδί μου, σηκώσου. Καὶ ξαναγύρισε τὸ πνεῦμα τοῦ παιδιοῦ κι ἀναστήθηκε ἀμέσως κι ὁ Ἰησοῦς διάταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ φάγη. Οἱ γονιοὶ του τὰ 'χασαν· κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς παράγγειλε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν ἐτοῦτο ποὺ γίνηκε.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶν' ὁ γιατρός μας· ὁ μεγάλος καὶ πρῶτος μας γιατρός. Ἔχει δυὸ μοναδικὰ προσόντα ὁ γιατρὸς μας Ἰησοῦς Χριστός· πρῶτα μᾶς ἀγαπάει ὅσο δὲν τὸ βάζει ὁ νοῦς μας κι ὕστερα ἔχει δύναμη ποὺ νὰ μπορῆ τὰ πάντα. Γιατί τὰ θαύματα ποὺ βλέπουμε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ὅλα τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πράξεις μόνο τῆς παντοδυναμίας του, μὰ καὶ τῆς ἀγάπης του· πρῶτα τῆς ἀγάπης του κι ὕστερα τῆς παντοδυναμίας του.

Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεὸς κι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει γι' αὐτὸ δείχνει τὴ δύναμή του στὸν κόσμο. Καὶ δὲν εἶν’ ἄλλο πράγμα, χριστιανοί μου, ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ μάλιστα στὴν ἀρρώστια. Εἶναι βέβαια καὶ ἡ Ἐπιστήμη. Ποιὸς τὸ λέει πὼς δὲν εἶναι ἡ Ἐπιστήμη; Μὰ ὁ καλύτερος ἐπιστήμονας γιατρός, ἂν δὲν ἀγαπάη τὸν ἄνθρωπο ποὺ 'χει στὰ χέρια του, ἀλήμονο στὸν ἄρρωστο. Μὰ νὰ μὴ μᾶς περάση ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι γιατρὸς ἐπιστήμονας. Ἡ Ἐπιστήμη εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεός. Οἱ θεραπεῖες ποὺ κάνει εἶναι θαύματα τῆς θεϊκῆς του δυνάμεως. Δὲν κάνει διάγνωση, δὲν γράφει συνταγές, δὲν ὁρίζει θεραπεία, μὰ δίνει δύναμη στὸν ἄρρωστο ἀπὸ τὴ δύναμή του· «ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου», τὸν ἀκοῦμε νὰ λέγη σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο.

Χριστιανέ μου, στὴν ἀρρώστια σου φώναξε τὸ γιατρό, ρώτησε τὴν Ἐπιστήμη, μὰ πρῶτ' ἀπ' ὅλα ζήτησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ δῶρο σὲ μᾶς εἶναι καὶ ἡ Ἐπιστήμη, δικός του ἄνθρωπος εἶναι κι ὁ γιατρός· ὁ καλὸς γιατρός, ὄχι μόνο ποὺ ξέρει τὴν Ἐπιστήμη του, μὰ καὶ ποὺ ἀγαπάει τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν εἶναι μόνο ὁ γιατρός μας, εἶναι κι ἡ ζωή μας. Καὶ πεθαμένοι νὰ 'μαστε ἐκεῖνος μᾶς ἀνασταίνει, ὅπως τὸ εἴδαμε καὶ τοῦτο στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Κι ὁ νοῦς μας τώρα πάει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐκείνων ποὺ ἀνάστησε ὁ Χριστός, καθὼς μᾶς λένε τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ἐκείνων ποὺ θ' ἀναστήση στὴ δευτέρα παρουσία. Νὰ μὴν τρομάξη κανένας, ἂν ποῦμε πὼς ἐτοῦτο εἶναι τὸ λιγώτερο. Αὐτὲς εἶναι ἀναστάσεις τῶν σωμάτων· μὰ τὶς πνευματικὲς ἀναστάσεις ποιὸς τὶς βλέπει καὶ ποιὸς τὶς λογαριάζει; Ἤμαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ μᾶς ἀνάστησε καὶ μᾶς ἔδωκε ζωὴ ὁ Χριστός, λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἐτούτη εἶναι ἡ ζωὴ κι ἐτούτη εἶναι ἡ ἀνάσταση, ὄχι μόνο ἡ σωματική, μὰ καὶ ἡ πνευματική· πρῶτα ἡ πνευματικὴ κι ὕστερα ἡ σωματική, γιατί ἡ ψυχὴ κινάει τὸ σῶμα, κι ἂν εἶναι πεθαμένη ἡ ψυχή, νεκρὸ εἶναι καὶ τὸ σῶμα κι ἂς φαίνεται πὼς ἔχει ὑγεία καὶ ζωή. Τρῶς ἐσὺ καὶ πίνεις καὶ κάνεις ὅ,τι σοῦ λένε οἱ ἐπιθυμίες σου, καὶ θαρρεῖς πὼς εἶσαι γερὸς καὶ ζωντανός, καὶ δὲν τὸ λογιάζεις πὼς ἡ ψυχή σου εἶναι πεθαμένη. Ποιὸς θὰ τῆς δώση ζωὴ καὶ ποιὸς θὰ τὴν ἀναστήση; Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση. Ἂν μείνης ἔτσι μὲ πεθαμένη τὴν ψυχή σου κι ἔρθη ἡ μέρα νὰ πεθάνη καὶ τὸ σῶμα σου, θὰ πᾶς στὸν ἄλλον κόσμο πεθαμένος δυὸ φορές, καὶ στὴ δευτέρα παρουσία θ' ἀναστηθῆς «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» κι ὄχι «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Ἡ ψυχή σου θὰ πάη τότε νὰ βρῆ τὸ σῶμα, ὄχι γιὰ νὰ ζήση, μὰ γιὰ νὰ κολαστῆ μαζί του.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂν τύχη κι ἀρρωστήσουμε, ἔχουμε γιατρό μας τὸ Χριστό. Κι ἂν τύχη καὶ μᾶς εὕρη ὁ θάνατος, ἔχουμε ζωή μας τὸ Χριστό. Ἂς φοβούμαστε πιότερο νὰ μὴν ἀρρωστήση καὶ νὰ μὴν πεθάνη ἡ ψυχή μας. Κι ἂς φροντίζουμε, ὅταν φεύγουμε ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο, μετανοιωμένοι καὶ ξωμολογημένοι, νὰ 'ναι ἡ ψυχὴ μας ζωντανή. Γιὰ νὰ βρίσκη ἐκεῖ ποὺ πάει ἀνάπαυση καὶ νὰ περιμένη ἀνάσταση ζωῆς. Ἀμήν

Ἕνα παράδοξο θαῦμα (Λουκ. η΄41-56)

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)


«Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ»


Ἡ φιλάνθρωπη συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦσε γρήγορα διαδίδονταν στὸ λαό. Ὅταν π.χ. πῆγε στὸ τελωνεῖο τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση καὶ διαφημίσθηκε (Ματθ. 9,9). Ἐπίσης, ὅταν συγχώρησε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα λέγοντας «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολὺ» (Λουκ. 7,47), δηλαδὴ «συγχωροῦνται οἱ πολλὲς ἁμαρτίες της, γιατί ἀγάπησε πολύ»· τὸ συμβὰν αὐτὸ προξένησε μεγάλη ἐντύπωση. Ἤ ἀκόμη ἡ πραγματικότητα πὼς ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν ἔδιωξε ἁμαρτωλὸ οὔτε μίλησε ἄσχημα σὲ κάποιον ποὺ Τοῦ ζήτησε βοήθεια, ἦταν κάτι ποὺ τὸ ἤξεραν πολλοί. Αὐτὰ τὰ εἶχε ἀκούσει καὶ μία γυναίκα ποὺ ἔπασχε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ μία ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ἐπειδὴ ὅμως φοβόταν νὰ πάει εὐθέως νὰ τὸ ζητήσει ἀπ’ τὸ Χριστό, πῆγε κρυφὰ καὶ ἀκούμπησε στὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου Του κι ἔγινε καλά. Βγῆκε τότε δύναμη ἀπ’ τὸ Χριστὸ ποὺ τὴν θεράπευσε τελείως. Ἂς δοῦμε τὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς γυναίκας.


Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα

Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπαγόρευε στὶς γυναῖκες, ποὺ ἔπασχαν ἀπ’ τὰ γνωστὰ γυναικεῖα νοσήματα νὰ ἀναμειγνύονται μέσα στὸ πλῆθος καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὶς δημόσιες λατρεῖες τοῦ Ναοῦ ἢ τῆς Συναγωγῆς. Ἡ γυναίκα ἦταν γνωστὴ σ’ ὅλους πὼς ἔπασχε ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια καὶ ὑπῆρχε κίνδυνος, ὅταν θὰ παρουσιαζόταν μπροστὰ στὸ Χριστό, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ τὴν ἔδιωχναν σὰν μολυσμένη. Τὸ γεγονὸς τὸ ἤξερε κι αὐτή, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάλεσε τὸν Ἰησοῦ στὸ σπίτι της. Ἐφ’ ὅσον ἦταν «ἀκάθαρτη», κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν πλησιάσει. Ἐπίσης ἡ αἱμορροοῦσα δὲ στάθηκε οὔτε καὶ μακριὰ γιὰ νὰ φωνάξει τὸ Χριστό, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, «ἠσχύνετο δημοσιεῦσαι τοιοῦτον πάθος», δηλ. ντρεπόταν νὰ κάνει φανερὴ μιὰ τέτοια ἀρρώστια.


Ἡ πίστη τῆς αἱμορροούσας

Ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς προσωπικότητας τῆς γυναίκας ἦταν ἡ πίστη της. Ἐπειδὴ εἶχε μεγάλη πίστη, σκέφθηκε νὰ ἀκουμπήσει τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνει καλά. Μπορεῖ τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶχαν χάρη ἐπάνω τους, ἐπειδὴ ἐρχόντουσαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ζωοποιὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅμως χρειαζόταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μεταδώσουν αὐτὴ τὴν ἰαματικὴ ἐνέργεια. Ἂς θυμηθοῦμε τί ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ στρατιῶτες ποὺ σταύρωσαν τὸν Κύριο, πῆραν τὰ ἱμάτια καὶ τὸ χιτώνα Του μὲ τὸ γνωστὸ σ’ ὅλους μας τρόπο. Ἐνῶ ἀκουμποῦσαν τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔνιωσαν τίποτε. Τοὺς ἔλειπε ἡ πίστη. Ἀντίθετα ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα μὲ τὴν πίστη της πῆρε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ τρόπος ποὺ σκέφτηκε, δηλαδὴ νὰ ἀκουμπήσει κρυφὰ τὰ ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γίνει καλά, μπορεῖ νὰ ἦταν μιὰ ἰδιότυπη πράξη, ἂς ποῦμε μιὰ ἀκατηγόρητη «κλοπὴ» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ἄξιζε. Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς γράφει γιὰ τὴν πράξη τῆς γυναίκας· «ἡ τῆς γυναικὸς ἐπαινουμένη κλοπή», δηλαδὴ κλοπὴ ποὺ ἐπαινεῖται καὶ δὲν καταδικάζεται. Στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ἡ πίστη τῆς γυναίκας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό, θεραπεύτηκε πλήρως καὶ προσφωνήθηκε ἀπ’ τὸ Χριστὸ ὡς θυγατέρα Του· «θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 8,48).


Ἡ πίστη δὲν εἶναι μαγικὸ γεγονὸς

Ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξει. Κατ’ ἀρχήν, τί ἐπεθύμησε; Νὰ ἀκουμπήσει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Ἐὰν θέλουμε, μποροῦμε ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀκουμπήσουμε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλ’ ὁλόκληρο νὰ Τὸν τοποθετήσουμε μέσα μας. Μπροστά μας καὶ πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα εὑρίσκεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ροῦχο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ Δεσποτικὸ σῶμα. Ὁ καθένας μας ἔχει καὶ κάποια ἀσθένεια εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική. Οἱ μώλωπες τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐμφανεῖς στὴν ψυχή μας. Ἂς προσέλθουμε μὲ πίστη στὸ ἅγιο Ποτήριο. Ἐὰν τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ εἶχε τόση δύναμη, πολὺ περισσότερο τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Νὰ προσέλθουμε ὄχι ἁπλῶς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ μία μαγικὴ τελετή, ἀλλὰ μὲ πίστη καὶ καθαρὴ συνείδηση· μὲ τὴν πεποίθηση πὼς τὰ πάντα μπορεῖ νὰ τὰ κατορθώσει ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει τὶς ἀσθένειες ἢ νὰ μᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σκοτώνει τοὺς «ἔνδον σκώληκας», γράφει ἕνας ἅγιος.

Ἂς ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς τὴν πίστη τῆς αἱμορροούσας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γιατρεύσουμε τὰ ποικίλα πάθη μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ὁμιλία στὸ Γαλ. 2,16-20

 
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


undefined


28 Ὀκτωβρίου, 1990



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς και τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ σημερινὴ ἐπιστολὴ δὲν εἶναι σαφὴς ἀπὸ κάθε ἄποψη, καὶ νομίζω ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ προβληματιστοῦμε πάνω σ’αὐτήν. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ὑπῆρξε ἕνας ζηλωτὴς τοῦ νόμου, πολὺ αὐστηρός μαθητὴς τῆς Συναγωγῆς, ὑπογραμμίζει εἶναι ὅτι κάνοντας ἁπλὰ τὰ πράγματα ποὺ προστάζει ὁ νόμος δὲν σωζόμαστε, ἐπειδὴ σωτηρία δὲν σημαίνει να εἶναι κάποιος δίκαιος, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· «ἔκανα ὅ,τι πρόσταξες», ἀλλὰ σωτηρία σημαίνει νὰ ἔλθουμε σὲ τέτοια σχέση μὲ τὸ Θεὸ ὥστε, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ξανὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Νόμος θὰ πρέπει να βρίσκεται στὴν καρδιά μας, μέσα μας, νὰ εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ φύση. Ἁπλά τὸ νὰ τηροῦμε τὸν νόμο μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει δίκαιους ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ ἔχουμε κάνει ὅ,τι μᾶς ἔχει δοθεῖ σὰν ἐντολή, καὶ θὰ μᾶς ἔχει φέρει στα σύνορα τῆς ζωῆς.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐννοοῦσε ὅταν σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Νόμος εἶναι ὅπως ἕνας δάσκαλος. Γνωρίζουμε τὶ εἶναι ὁ δάσκαλος ἀπὸ τὴν συνηθισμένη μας ἐμπειρία· εἶναι κάποιος ποὺ, ὅταν εἴμαστε μικροί μᾶς παίρνει, μᾶς διδάσκει βῆμα βῆμα μέχρι να γίνουμε ἀρκετὰ ὥριμοι γιὰ νὰ κάνουμε χωρὶς ἐκεῖνον καὶ νὰ γίνουμε ἱκανοὶ, μὲ ὥριμο καὶ ὑπεύθυνο τρόπο, νὰ μποῦμε στὴν ζωὴ ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Τέτοιος ἦταν ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· βάζοντας σὲ πειθαρχία τοὺς Ἱσραηλῖτες, καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔμπαιναν κάτω ἀπὸ τὸν Νόμο, τοὺς προετοίμασε ὅλους νὰ ἔλθουν στὸ σημεῖο ν’ ἀναλάβουν πλήρη τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ζωή.

Καὶ τότε, ἔρχεται ὁ Χριστὸς. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει ἐπίσης ἐντολὲς, ἀλλὰ ἔχουν ἄλλη ποιότητα. Ὁ ἴδιος λέει ὅτι ὅταν θὰ ἔχετε φέρει εἰς πέρας ὅ,τι σᾶς ἔχω πεῖ, ν’ ἀναγνωρίσετε, νὰ ὁμολογήσετε ὅτι παραμένετε ἀκόμη ἀνάξιοι ὑπηρέτες. Ἐπειδὴ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, τὸ μυστήριο τῆς ἐλευθερίας δὲν βρίσκεται στὸ «πράττειν» ἀλλὰ στὸ «γίγνεσθαι».

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τῆς Χριστιανοσύνης γράφει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι γιὰ νὰ εἴμαστε ὑπάκουοι στὸν Θεὸ: κάποιος μπορεῖ νὰ ὑποτάσσει τὸ θέλημα του ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῆς τιμωρίας, ἄλλος μπορεῖ νὰ ὑπακούει ἐπειδὴ ἐλπίζει νὰ ἀνταμοιφθεῖ, κάποιος μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος ἤ μισθωτός. Ἀλλὰ καμιά ἀπὸ αὐτὲς τὶς καταστάσεις δὲν μᾶς φέρνει κοντὰ στὸν Διδάσκαλο μας. Ὑπάρχει μονάχα ἕνας τρόπος ποὺ κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσεις μαζί Του: εἶναι ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς γιοῦ ποὺ τόσο ἀγαπάει, τόσο τιμᾶ τὸν Πατέρα του ὥστε κάθε λόγος Του, κάθε συμβουλή, κάθε ἐντολὴ, κάθε παράδειγμα εἶναι γι’ αὐτὸν δρόμος πρὸς τὴν ὡριμότητα, ἕνας τρόπος γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός του, μὲ τὸ νὰ γίνεται κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁποιαδήποτε δεδομένη στιγμή.
Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Ἔφερε σ’ ἐμᾶς τὸν νόμο τῆς ἐλευθερίας· ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν εἴμαστε πιὰ δοῦλοι μισθωτοί, καλούμαστε νὰ γίνουμε υἱοὶ καὶ θυγατέρες τοῦ Ὑψίστου. Αὐτὸ θέλει να πεῖ ὁ Παῦλος ὅταν λέει ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ κάποιο τρόπο καταργεῖ τὶς ἐντολὲς, τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀλλὰ δὲν καταλύει τὸν Νόμο, δὲν ἁμαρτάνει ἀπέναντί του – τὸν ὑπερβαίνει μὲ τὸ νὰ εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωὴ ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας ὅταν ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο ποὺ ἕνας ὁδηγὸς, ἕνας ἀνθρώπινος ὁδηγὸς, ἕνας ὁδηγὸς ποὺ ὑπόκειται στὴν ἁμαρτία δὲν εἶναι πλέον ἀρκετός.

Τί ἐννοεῖ ὁ Παῦλος ὅταν λέει ὅτι δὲν ζεῖ πλέον ἐκεῖνος - ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς που ζεῖ μέσα του; Ὅλοι μας γνωρίζουμε κάτι πάνω σ’ αὐτό: ὅταν σεβόμαστε πολὺ κάποιον, ὅταν ἀγαπᾶμε κάποιον, ταυτιζόμαστε μὲ τὸ ἄλλο πρόσωπο στὴν σκέψη, στὴν καρδιά, στὴν θέληση, στοὺς τρόπους του - ὄχι ὅτι μιμούμαστε τὸ ἄλλο πρόσωπο, ἀλλὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ συναγωνιστοῦμε, νὰ γίνουμε ἄξιοί του. Καὶ αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ Παῦλος. Ἀνακάλυψε τὸν Χριστὸ σὰν τὸν Θεό του· τὸν ἀνακάλυψε σὰν τὸν δάσκαλο τῆς ζωῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ ἔχει ξεκινήσει στὴν γῆ στὶς καρδιές ἐκείνων ποὺ ἀνακαλύπτουν ποιὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Χριστός, καὶ ἐκεἰνων ποὺ γίνονται ἀγγελιοφόροι Του, ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Οὐράνιας Βασιλείας, ἄνθρωποι ποὺ τοὺς στέλνει στὸν κόσμο γιὰ νὰ φέρουν μήνυμα ἀπελευθέρωσης.

Τὸ γνωρίζουμε ἐπίσης κατὰ περιόδους ἀπὸ παραδείγματα τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων. Θυμᾶμαι ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ ἕνα στρατόπεδο συγκέντρωσης ὅπου ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου και τοῦ συνεχιζόμενων δεινῶν ἦταν τὸ μερτικὸ του και μοῦ εἶπε· «τὴν στιγμὴ ποὺ ἀπελευθερώθηκα, συνειδητοποίησα ὅτι ξαναγεννήθηκα· ὅ,τι εἴμουν εἶχε πεθάνει στὸ στρατόπεδο· ἡ καινούργια ζωὴ ποὺ μοῦ δόθηκε ἦταν ἕνα δῶρο, καὶ δὲν ἦταν δική μου, ἦταν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔπρεπε νὰ ζήσω ἔτσι ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ζοῦσε μέσα μου, θὰ ἐνεργοῦσε μέσα ἀπὸ μένα, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶμαι τὰ μάτια Του, και τ’ αὐτιά Του, ἡ συμπόνοια, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀλήθεια Του». Συμβαίνει ἐπίσης σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονται στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου, γνωρίζοντας ὅτι πρόκειται νὰ πεθάνουν καὶ γιὰ κάποιο ἀνθρώπινα ἀκατανόητο λόγο, θεραπεύονται. Μερικοὶ τὸ ξεχνοῦν, ἀλλὰ μερικοὶ συνειδητοποιοῦν ὅτι ἄν τώρα εἶναι ζωντανοί, δὲν εἶναι ἐξαιτίας τῆς δύναμης τῆς δικῆς τους ζωῆς, δὲν πρόκειται γιὰ τὴν συνέχεια τῆς προηγούμενης ζωῆς τους – εἶναι μιὰ νέα ζωὴ ποὺ τοὺς προσφέρεται, καὶ αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ πρέπει νὰ τὴ ζήσουν μὲ νέους ὅρους, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ἔχουν ζήσει.

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ, ἐπειδὴ ὅλοι μας συνεχῶς ἐπαναλαμβάνουμε στὶς λιτανείες μας· «ἄς παραδόσουμε τον ἑαυτὸ μας, καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ὅλη τὴ ζωή μας στὸν Χριστὸ, τὸν Θεό μας». Συχνὰ τὸ σκεφτόμαστε αὐτὸ σὰν νὰ λέγαμε· «ἄς στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον γιὰ νὰ ἔχουμε ἀσφάλεια, ἄς θέσουμε τὴ ζωή μας στὴν φροντίδα Του, ἄς ἐγκαταλείψουμε τοὺς ἑαυτούς μας σ’ Ἐκεῖνον ὑπολογίζοντας νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ κάθε ἀντιξοότητα». Δὲν ἔχει ὅμως αὐτὴ τὴ σημασία· σημαίνει ὅτι γενναιόδωρα, μὲ θάρρος, μὲ ὅλη τὴν καρδιά, μὲ μιὰ θέληση ποὺ ξεπερνᾶ τὸ θέλημα μας νὰ κάνουμε τὸ καλὸ καὶ τὴν ροπή μας πρὸς τὸ κακό, λέμε στὸν Χριστό· «δὲν θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου – θέλω νὰ ζήσω τὴ δική Σου ζωή! Δὲν θέλω νὰ ζήσω σύμφωνα μὲ τοὺς δικοὺς μου κανόνες – θέλω νὰ ζήσω σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα Σου!»

Αὐτὸ ἦταν ποὺ ὁ Παῦλος ἀντιλήφθηκε ὅταν συνάντησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀνακάλυψε ὅτι Αὐτὸς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ καταδιώξει, νὰ καταστρέψει, ἦταν στὴν πραγματικότητα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ καθένας μας θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχει κατανοήσει καιρὸ πρίν, ἐπειδὴ ὅλοι μας ἔχουμε βαπτιστεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐπάνω στὸν καθένα μας διαβάστηκε ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου ποὺ λέει ὅτι πεθαίνουμε στὸν δικὸ Του θάνατο, καὶ στὴν δική Του ἀνάσταση θὰ ἐγερθοῦμε ξανὰ, ὅτι πεθαίνουμε γιὰ ὅ,τι δὲν εἶναι ἄξιο τῆς θείας κλήσης μας. Καὶ τώρα, μὲ μιὰ πράξη θέλησης καὶ πίστης ποὺ εἶναι πράξη ὑποταγῆς καὶ ἐμπιστοσύνης, σκοπεύουμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἔτσι ποὺ ἡ ζωὴ Του θὰ πρέπει νὰ μᾶς διαποτίσει, νὰ μᾶς πληρώσει, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὅ,τι θὰ πρέπει νὰ γίνουμε, ζώντας μέ πίστη, μὲ θάρρος, τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀποκάλυψή Του στὸν κόσμο.

Ἄς σκεφτοῦμε ξανὰ και ξανὰ αὐτὸ τὸ μπερδεμένο κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς πρὸς τοὺς Γαλάτες, γιὰ νὰ δοῦμε ποῦ ἀνήκουμε· καὶ ἄν δὲν ἀνήκουμε ἐκεῖ ὅπου ἡ θεία μας κλίση μᾶς καλεῖ νὰ εἴμαστε, ἄς πάρουμε τὴν ἀπόφαση, ν’ ἀναλάβουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ νὰ τὸν θέσουμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.


Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.gr





Πρωτότυπο Κείμενο


Sermon on Galatians 2:16-20
28th October, 1990

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

To-day's Epistle is not clear in every respect, and I think it is worth giving some thought to it. The first thing which Paul the Apostle, who had been a law-abiding, very strict disciple of the Synagogue, underlines is that simply doing the things which the Law commands does not save us, because salvation does not consist of being righteous, being able to say before God, 'I have done all that Thou commandest, but in entering into such communion with God that, again to use St. Paul's own words, the Law should be within our hearts, within us, be our very nature. Just being the doers of the Law may make us righteous in the sense that we will have done all that was commanded, and yet it will only have brought us to the frontier of life.

This is what he meant when in another place St. Paul says that the Law is like a teacher. We know what the teacher is in our ordinary experience, it is someone who takes us when we are small, who teaches us step by step until we are mature enough to do without him and able to enter, in a mature and responsible way, into life which is before us. Such was the Law of the Old Testament; by disciplining the people of Israel, and beyond them all those who entered under the Law, it prepared all of them to come to the threshold where they would take full responsibility for life.

And then, Christ comes. Christ also gives us commandments, but they have another quality. He Himself says that when you will have fulfilled all that I have told - recognise, confess that you are still unworthy servants. Because it is not in the doing but in the becoming, that lies the mystery of salvation, the mystery of freedom and of the Gospel.

One of the ancient writers of Christendom says that there are three ways of being obedient to God: one can obey His will for fear of punishment, one can obey Him because one hopes for a reward, one may be a slave or a hireling. But neither of these conditions makes us close to our Master. There is only one way in which doing the will of God is a manner of communing with Him: it is the attitude of a son who so loves, so reveres his Father that every word of His, every bit of advice, every command, every example is for him a road to maturity, a way of becoming truly himself, by becoming more than he is at any given moment.

That is the way of the commands of Christ. He has brought us the law of freedom; that is, we are no longer slaves or hirelings, we are called to be sons and daughters of the Most-High. This is what Paul means when he says that Christ in a sense does away with the commandments, the Law of the Old Testament. But He is not a breaker of the Law, He does not sin against it - He transcends it by being the Way, the Truth, the Life which opens before us when we have reached the point when a guide, a human guide, a fallen guide is no longer enough.

What does Paul mean when he says that he does not live himself anymore - that it is Christ Who lives in him? We all know something of it: when we revere someone, when we love someone, we identify with the other person in thought, in heart, in will, in his ways - not that we ape the other person, but we try to emulate him, to be worthy of being like the other person. And this is what he means. He discovered Christ as his God; he discovered Him as the teacher of life, of eternal life that begins already on earth in those who discover Who Christ really is, and who become His messengers on earth, a vanguard of the Kingdom, people whom He sends to bring a message of liberation.

We know it also at times from examples in our life and in the life of others. I remember a person who had come out of a concentration camp where danger of death and continuous suffering was his lot, and he said to me The moment I was freed, I realised that I was born again, that all I had been had died out in the camp, that the new life I was given was a gift, and was not mine, it was God's, and I had to live in such a way that God should live in me, act through me, that I should be His eyes, and His ears, His compassion and His love, His truth’. It happens also to people who come to the brink of death, knowing that they are about to die, for some inconceivable, humanly speaking reason, are healed. Some forget it, but some realise that if they are alive now, it is not by the power of their natural life, it is not the continuation of their life of the past - it is a new life which is given them, and that this new life must be lived on new terms, on terms on which the previous one could not, or would not be lived.

Let us reflect on this, because we all repeat constantly in our litanies, 'Let us commend ourselves, and one another, and all our life to Christ, our God. Usually we think of it as though we were saying, 'Let us look to Him for safety, let us put our lives in His care, let us abandon ourselves to Him counting on Him to save us from all adversity'. This is not what it means; it means that generously, courageously, whole-heartedly, by an act of will that transcends our very will to do good and our proclivity towards evil, we say to Christ, 'I don't want to live my life - I want to live Yours! I do not want to live according to my own standards - I want to live according to Yours!

This is what Paul perceived when he first met Christ and discovered that the One he was out to persecute, to destroy, was in reality the Son of God become the Son of man. Each of us should have realised this long ago, because we all were baptised into Christ; over each of us was read the passage of the Epistle that said that in Him we die, and in Him we rise again, that we die for everything which is not worthy of our divine vocation. And now, in an act of will and faith that is of surrender and faithfulness, we intend to live the life of Christ so that Christ's life should pervade us, fill us, unfold itself in us, that we should be, within the limits of our faith, of our faithfulness and courage, His presence and a revelation of Him.

Let us reflect again and again on this confusing passage of the Epistle to the Galatians, to see where we belong; and if we do not belong where our Christian vocation calls us to be - let us make a decision, take ourselves in hand, and put our whole selves into the hands of God. Amen.

Ἀνάλυση στὸ Γαλ. β΄ 16-20

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))


18 Σεπτεμβρίου 1966



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Καὶ στὸ Ἀνάγνωσμα τῆς περασμένης Κυριακῆς καὶ στὸ σημερινὸ ὁ Ἀπόστολος μᾶς μιλάει γιὰ τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Τότε μᾶς εἶπε πὼς δὲν θὰ ἤθελε νὰ καυχιέται γιὰ τίποτ' ἄλλο παρὰ γιὰ τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, καὶ σήμερα μᾶς λέγει πὼς εἶναι σταυρωμένος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Γιὰ ποιὸ λόγο τώρα διαβάζονται στὴ συνέχεια οἱ δυὸ αὐτὲς περικοπές, τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορά. Εἶναι σὰν καὶ νὰ δορυφοροῦνε καὶ νὰ συνοδεύουνε οἱ δυὸ αὐτὲς περικοπὲς τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ· ἡ μία προπορεύεται σὰν προάγγελος τῆς ἑορτῆς ποὺ ἔρχεται κι ἡ ἄλλη ἀκολουθεῖ σὰν ἀντίλαλος τῆς ἑορτῆς ποὺ πέρασε. Ἂς ξανακούσουμε τώρα τὴ σημερινὴ περικοπή, ἐξηγημένη στὴν ἁπλὴ ἑλληνικὴ γλώσσα.

Ἀδελφοί, ἐπειδὴ τὸ ξέρουμε πὼς δὲν θὰ δικαιωθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου παρὰ μόνον μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γι' αὐτὸ κι ἐμεῖς πιστέψαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ κι ὄχι μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, γιατί δὲν θὰ δικαιωθῆ μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου κανένας ἄνθρωπος. Ἂν τώρα, ἐνῶ πᾶμε νὰ δικαιωθοῦμε μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, βρεθήκαμε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, τότε λοιπὸν ὁ Χριστὸς εἶναι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας μας; Ἂς μὴ γίνη ποτὲ νὰ περάση τέτοιος λογισμὸς ἀπὸ τὸ μυαλό μας. Γιατί, ἂν ἐκεῖνα ποὺ γκρέμισα τὰ ξαναχτίζω, τότε παρουσιάζω τὸν ἑαυτό μου παραβάτη. Ὅμως ἐγὼ μὲ τὸ νόμο ἀπέθανα γιὰ τὸ νόμο, γιὰ νὰ ζήσω μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Σταυρώθηκα μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός. Κι ἡ ζωή μου τώρα σὲ τοῦτο τὸν κόσμο εἶναι ζωὴ μὲ πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἀγάπησε κι ἔδωκε τὸν ἑαυτό του γιὰ μένα.


Τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ γράφει καθαρὰ ὁ Ἀπόστολος πρὸς τοὺς Κορινθίους· ὅταν ἦρθα, λέγει, στὴν Κόρινθο, ἔκρινα πὼς δὲν εἶχα νὰ σᾶς κηρύξω ἄλλο παρὰ τὸ Χριστό, «καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Αὐτὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ ἦταν ποὺ σκανδάλιζε τοὺς Ἰουδαίους κι ἔκανε τοὺς Ἕλληνας νὰ γελοῦν. Γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος γράφει πὼς ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία». Πῶς μποροῦσαν νὰ καταλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι Θεὸ σταυρωμένο, καὶ πῶς μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν οἱ Ἕλληνες ἕνα σταυρωμένο γιὰ Θεό; Κι ὅμως ὁ σταυρωμένος Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τὸ γράφει πάλι ὁ Ἀπόστολος· «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον... Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». Ὅμως ἄλλη φορὰ ἐκηρύξαμε, καθὼς δὲν τὸ ξεχνᾶτε, χριστιανοί μου, πὼς ἡ Ἀνάσταση εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ σήμερα λέμε πὼς εἶναι ὁ Σταυρός. Πῶς λοιπὸν συμβιβάζονται αὐτὰ τὰ δύο; Πότε λέγαμε σωστά, τότε ἡ τώρα; Καὶ τότε καὶ τώρα τὸ ἴδιο λέμε. Ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι σὰν οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι στὴν ἁγία Τράπεζα· στὴ μία ὄψη εἰκονίζεται ἡ Σταύρωση καὶ στὴν ἄλλη ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Χωρὶς τὴ Σταύρωση δὲν ἔρχεται ἡ Ἀνάσταση καὶ χωρὶς τὴν Ἀνάσταση δὲν δικαιώνεται ἡ Σταύρωση, γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει τὸ Μέγα Σάββατο τὸ πρωὶ στὴν Ἀκολουθία· «Δόξα, Κύριε, τῷ Σταυρῷ σου καὶ τῇ Ἀναστάσει σου». Καὶ στὴν ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ πάλι ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Μαζὶ πηγαίνουν, χριστιανοί μου, ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση, ὅπως μαζὶ πηγαίνουν ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωή. Χωρὶς τὸ ἕνα δὲν στέκει τὸ ἄλλο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ νὰ ἀναστηθῆ καὶ ἀναστήθηκε ἐπειδὴ σταυρώθηκε. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Σταυροῦ εἶναι «πολὺς καὶ δυσερμήνευτος», πρέπει δηλαδὴ νὰ ποῦμε πολλὰ καὶ πάλι δύσκολα θὰ μπορέσουμε νὰ ἐξηγήσουμε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Γιατί ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τωόντι μυστήριο, εἶναι δηλαδὴ ἕνα γεγονὸς καὶ μία ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ποὺ τὸ βλέπουμε, μὰ λογικὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε, γι' αὐτὸ καὶ μόνο τὸ προσκυνοῦμε. Κι ὅταν λέμε Σταυρό, δὲν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τὸ θανατικὸ ὄργανο τοῦ σταυροῦ, μὰ ἐννοοῦμε πρῶτα τὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου κι ἔπειτα τὸ σχῆμα καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ὄργανο θανατικῆς ἐκτελέσεως καὶ ξύλο κατάρας, μὰ ὄργανο ζωῆς καὶ σωτηρίας καὶ σχῆμα καὶ σημεῖο ποὺ σφραγίζει τοὺς πιστούς, ποὺ τοὺς φυλάγει καὶ τοὺς προστατεύει ἀπὸ κάθε κακό. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ εὐλογημένο ξύλο, ὅπως τὸν χαιρετίζει ἡ Ἐκκλησία καὶ λέγει: «Χαῖρε, ξύλον, εὐλογημένον!». Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι «πολὺς καὶ δυσερμήνευτος», γι' αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ποῦμε τώρα περισσότερα, θέλοντας τάχα νὰ ἐξηγήσουμε ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ Σταυροῦ, ποὺ πάντα παραμένει γιὰ τὸ λογισμὸ μας μυστήριο προσκυνούμενο.

Ἀλλὰ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ νὰ λέγη· «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Αὐτό, ὅπως τὸ ἐξηγήσαμε, θὰ πῆ· εἶμαι σταυρωμένος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, καὶ δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός! Μά, ὅπως τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορά, δὲν φθάνει νὰ ξέρουμε τί θὰ πῆ ἕνας λόγος στὴ θεία Γραφή· εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε τὴ βαθύτερη σημασία του καὶ νὰ τὸν ζήσουμε στὴν οὐσία του. Οἱ λέξεις ἁπλῶς εἶναι τὸ γράμμα, ὅμως κάθε φορὰ κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε τὸ πνεῦμα τοῦ θείου λόγου. Γιατί, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Χριστός, τὸ γράμμα δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα εἶναι ποὺ ζωοποιεῖ. Καὶ τί τάχα θὰ πῆ ζωοποιεῖ; Ὅτι μᾶς δίνει ζωή, ὅτι μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε. Σὲ τίποτα λοιπὸν δὲν μᾶς ὠφελεῖ νὰ ξέρουμε μόνο τί θὰ πῆ κάθε λόγος τῆς θείας Γραφῆς· ἐκεῖνο ποὺ τωόντι μᾶς ὠφελεῖ κι εἶναι γιὰ μᾶς ζωὴ καὶ σωτηρία, εἶναι νὰ δεχθοῦμε ἐντὸς μας τὴν μυστικὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη τοῦ θείου λόγου.

Εἴπαμε παραπάνω πὼς τὸ σχῆμα καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σφραγίζει τοὺς πιστούς, τοὺς φυλάγει καὶ τοὺς προστατεύει ἀπὸ κάθε κακό. Ἀκοῦμε τώρα καὶ τὸν Ἀπόστολο νὰ λέγη· «Χριστῷ συνεσταύρωμαι» καὶ «ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Τάχα τί σχέση μπορεῖ νὰ ὑπάρχη σ' αὐτὸ ποὺ λέμε ἐμεῖς καὶ σ' αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος; Ὑπάρχει, χριστιανοί μου, ἡ ἑξῆς· καὶ τὰ δύο ἐκφράζουν ἐτούτη τὴν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ὁ λόγος τῆς θείας Γραφῆς καὶ τὰ σύμβολα καὶ τὰ σημεῖα τῆς πίστεως δὲν ἀσκοῦν ἐπάνω μας μαγικὴ καὶ ἐκβιαστικὴ ἐπίδραση, μὰ ἔχουν μέσα τους μυστικὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη. Ὁ λόγος καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε νὰ ἐνεργήσουν σὲ μᾶς μὲ μαγικὸ τρόπο, σὰν κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε πράγματα χωρὶς ψυχὴ καὶ ἀντικείμενα χωρὶς συνείδηση, ἀλλὰ πρέπει ἐμεῖς νὰ ἀνοίξουμε τὶς πύλες τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ δεχθοῦμε ἐντὸς μας τὴ μυστικὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη τοῦ θείου λόγου καὶ τῶν ἱερῶν σημείων.

Ἂς τὸ ποῦμε πιὸ ἁπλά, γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε. Λές, ἐσύ, πὼς εἶσαι χριστιανός. Ἔχεις ἐπάνω σου τὴ σφραγίδα τοῦ Σταυροῦ, ποὺ φανερώνει τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάνεις κάθε μέρα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, φορεῖς καὶ τὸ Σταυρό, θὲς γιὰ νὰ σὲ φυλάη, θὲς καὶ γιὰ στολίδι. Ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα τί αἰσθάνεσαι καὶ τί ζῆς μέσα σου; Γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐξωτερικά, εἶναι σημεῖα, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ἕνα ἀντικρυσμα μέσα σου καὶ νὰ ἐκφράζουν ἕναν ἐσωτερικὸ κόσμο. Ὅταν κάνης τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, πάει νὰ πῆ πὼς φέρνεις στὸ λογισμό σου τὸ Σωτήρα σου κρεμασμένο στὸ Σταυρὸ καὶ πὼς καὶ σὺ αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου σταυρωμένο μαζί του, ὅπως τὸ αἰσθανότανε ὁ Ἀπόστολος κι ἔλεγε· «Χριστῷ συνεσταύρωμαι». Κι ὅταν φορῆς τὸ Σταυρό, γιὰ φυλαχτὸ ἤ καὶ γιὰ στολίδι, πάει νὰ πῆ πὼς αἰσθάνεσαι τὸ «ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ὅταν τὸ φρόνημά σου καὶ ὁ βίος σου δὲν ἔχουνε σχέση μὲ τὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὑπακοή, ἡ αὐταπάρνηση, ἡ θυσία, τότε ὅλα τὰ σημεῖα καὶ τὰ στολίδια τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω σου εἶναι ἕνα κάλπικο νόμισμα, ποὺ τὸ θέτεις σὲ κυκλοφορία χωρὶς νὰ ἔχη ἀντικρυσμα μέσα σου. Καμμιὰ φορὰ μάλιστα συμβαίνει κι ἐτοῦτο τὸ φοβερὸ κι ἀνήκουστο· κάνεις τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ κι ὕστερα χυδαῖα καὶ πρόστυχα βρίζεις τὸ Σταυρό· φορεῖς τὸ Σταυρὸ γιὰ φυλαχτὸ καὶ σὰν ἄπιστος καὶ ἄθεος τὸν βλαστημᾶς. Ἐδῶ δὲν ἔχω πιὰ νὰ σοῦ πῶ τίποτα γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μόνο παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ σὲ λυπηθῆ καὶ νὰ σὲ συνεφέρη.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἡ σφραγίδα μας, ἡ σημαία μας καὶ τὸ ὅπλο μας εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός. Ὄχι γιὰ νὰ σκοτώσουμε τὸν κόσμο, μὰ γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸν ἑαυτό μας, σκοτώνοντας μέσα μας τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον», ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας. Κι ἂς μὴ γελιώμαστε· ἐκεῖνο ποὺ μᾶς λείπει καὶ σήμερα καὶ πάντα καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ὁ κόσμος ἄνω κάτω, εἶναι τὸ φρόνημα τοῦ Σταυροῦ, δηλαδὴ τὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τῆς θυσίας. Θέλουμε νὰ ζήσουμε κι ἀκόμη δὲν τὸ μάθαμε πὼς γιὰ νὰ ζήσουμε πρέπει νὰ πεθάνουμε. Ἂς γίνη λοιπὸν νὰ σταυρωθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, γιὰ νὰ ἀναστηθῆ καὶ νὰ ζήση μέσα μας ὁ Χριστός. Ἀμήν.

Ἡ θεραπεία κόρης Ἰαείρου καὶ αἱμορροούσης

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)




Ματθ. 9,18—26. Μάρκ. 5,21—43. Λουκ. 8,40 -56.

Τὰ δύο ταῦτα θαύματα ἔγιναν ὡς ἑξῆς. Μετὰ τὸ θαῦμα τῶν δαιμονιζομένων τῶν Γερασηνῶν «διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ εἰς τὸ πέραν, πάλιν συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ’ αὐτόν». Ὁ Ἰησοῦς δηλαδὴ ἐπιστρέψας ἐκ τῆς πόλεως τῶν Γερασηνῶν διὰ θαλάσσης ἦλθεν εἰς Καπερναούμ. Ἐκεῖ «ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ λαὸς» μετὰ χαρᾶς, διότι «ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν». Ὁ λαὸς δηλαδή, τὸν ὁποῖον ἤθελε νὰ ἀποφύγῃ ὁ Ἰησοῦς ἀναχωρήσας τὴν προηγουμένην ἡμέραν καὶ μεταβὰς εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν ἀνέμενε καὶ «ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν» ἦτο πλησίον τῆς παραλίας τῆς λίμνης. Πόσον διάφορος ἡ διαγωγὴ τούτου ἔναντι τῶν Γεργεσηνῶν! Ὅταν καὶ ἡμᾶς διώκουν τινές, ἄλλοι μᾶς περιμένουν. Ἐκεῖ «ἰδοὺ» αἴφνης «εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων» ἕνας ἐκ τῶν πολλῶν ἀρχόντων τῶν Συναγωγῶν τῆς Καπερναοὺμ «ὀνόματι Ἰάειρος» ἐλθών καὶ «πεσών παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ». Ὁ Ἰάειρος οὗτος ἦτο εἶς τῶν ἀρχισυναγώγων, διότι οἱ διευθύνοντες τὴν Ἐβραϊκὴν Συναγωγὴν ἦσαν πολλοί, ὠνομάζοντο ἀρχισυνάγωγοι καὶ ἦσαν ὡς οἱ ἰδικοὶ μας ἐπίτροποι τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ διὰ λόγων καὶ προσκυνήσεων θερμὴ παράκλησις αὕτη τοῦ ἀρχισυναγώγου τούτου ὠφείλετο εἰς τὸ «ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα». Αὕτη κατὰ τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔφυγεν ὁ ἀρχισυνάγωγος ἀπὸ τὴν οἰκίαν του ἐρχόμενος πρὸς τὸν Ἰησοῦν, «ἐσχάτως εἶχεν, ἀπέθνῃσκεν» ψυχορραγοῦσε. Ὅτε ὅμως ἔφθασεν ὁ ἀρχισυνάγωγος εἰς τὸν Ἰησοῦν, αὕτη κατὰ νεωτέρας πληροφορίας εἶχεν ἀποθάνει. Διά τοῦτο κατὰ τὸν Ματθαῖον ὁ ἀρχισυνάγωγος εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν «ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν» μόλις ἀπέθανεν.

Εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐποχὴν ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν ἦτο ἔκφρασις εὐλογιῶν (Γεν. 48,14). Ταύτην ἐχρησιμοποίει ὁ Κύριος πρὸς θεραπείαν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἦτο σύνηθες μέσον θεραπείας Του (1) παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦν ὁ ἀρχισυνάγωγος λέγων «ἐλθών ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται». Ὁ Ἰησοῦς ὑπακούει εἰς τὴν παράκλησιν καὶ «ἐγερθείς ἠκολούθει αὐτῷ» τὸν ἀρχισυνάγωγον προπορευόμενον εἰς τὸν οἶκόν του. Ὄπισθεν αὐτῶν ἠκολούθουν «οἱ μαθηταί Αὐτοῦ». Ὄπισθεν τῶν μαθητῶν Του «ἠκολούθει ὄχλος πολύς, ὥστε συνέθλιβον καὶ συνέπνιγον αὐτόν». Ἦτο μεγάλος συνωστισμὸς !

Τῆς περιστάσεως ταύτης ἠθέλησε νὰ ἐπωφεληθῇ γυνὴ τις «οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος δώδεκα ἔτη». Τὸ νόσημα τοῦτο θὰ προήρχετο πιθανὸν ἐξ ἀποστήματός τινος τῆς μήτρας. Ἡ γυνὴ αὕτη «πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν» κυρίως ἐμπειρικῶν, κομπογιανιτῶν, ὅπως θὰ ἐλέγομεν σήμερον, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀφθονίᾳ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην «καὶ δαπανήσασα τὰ παρ’ ἑαυτῆς πάντα» ἐξοδεύσασα ὅλην τὴν περιουσίαν της «καὶ μηδὲν» οὐδόλως «ὠφεληθεῖσα ἀλλὰ εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα,» ἀλλὰ χειροτερεύσασα «ἀκούσασα τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου Αὐτοῦ». Πληροφορηθεῖσα δηλαδὴ ἡ γυναῖκα αὕτη τὰ θαύματα καὶ τὴν καλωσύνην τοῦ Ἰησοῦ ἔρχεται πλήρης ἐμπιστοσύνης πρὸς αὐτόν. Ἀναμιχθεῖσα αὕτη εἰς τὸν λαὸν ἔλεγε καθ’ ἑαυτήν: «ἐὰν μόνον ἅψωμαι τῶν ἱματίων Αὐτοῦ, σωθήσομαι». Ἡ γυνὴ αὕτη κρυφίως ἀπεφάσισε νὰ ἐγγίσῃ τὰ ἱμάτια τοῦ Κυρίου λόγῳ τῆς φύσεως τῆς νόσου, τῆς ὁποίας ἡ ἀποκάλυψις ἔφερε ἐντροπὴν εἰς αὐτήν, ἀλλὰ καὶ διότι κατὰ τὸν Νόμον Λευϊτ. 15,24—25 ἦτο ἀκάθαρτος καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἐγγίσῃ. Ἤθελε νὰ θεραπευθῇ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Ἰησοῦ καὶ μείνῃ ἀπαρατήρητος ἡ θεραπεία αὕτη. Τοῦτο δεικνύει μεγάλην πίστιν τῆς γυναικός.

Καὶ πράγματι «προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Κράσπεδα εἶναι οἱ ἱεροὶ θύσανοι ἐκ λευκοῦ ἐρίου, τοὺς ὁποίους ἔφερον οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὸν νόμον (2) εἰς τὰς τέσσαρας κάτω γωνίας τοῦ ἐπανωφορίου των. Ἀφοῦ ἤγγισε μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν ἡ γυνὴ αὕτη, ἡ θεραπεία ὑπῆρξεν ἄμεσος καὶ πλήρης καὶ λίαν αἰσθητὴ εἰς τὴν γυναῖκα ταύτην διότι «ἔγνω τῷ σώματι,» ᾐσθάνθη «ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος», ὅτι ἐθεραπεύθη ἀπὸ τῆς βασανιστικῆς ταύτης νόσου. Ὑπῆρξε πλήρης ἡ θεραπεία, διότι «εὐθὺς ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς» ἔκλεισε ἡ πληγή. Ὑπῆρξε δὲ ἄμεσος ἡ θεραπεία, διότι «παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» ἀμέσως ἐσταμάτησε ἡ αἱμορραγία.

Ὁ Ἰησοῦς «ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν» αἰσθανθείς δηλαδὴ ὁ Κύριος τὴν ἐξ αὐτοῦ ἐξελθοῦσαν θεραπευτικὴν δύναμιν καὶ θέλων νὰ ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν τοῦ λαοῦ, ἵνα ἀμείψῃ τὴν πίστιν τῆς αἱμορροούσης «ἐπιστραφείς τῷ ὄχλῳ λέγει˙ τὶς ἥψατο τῶν ἱματίων;» Ὁ Κύριος διὰ τῆς θείας γνώσεως ἐγνώριζε, ποῖος τὸν ἤγγιζεν. Ἐρωτᾷ ὅμως, ἵνα δηλώσῃ εἰς τὴν γυναῖκα, ὅτι οὐχὶ ἄνευ τῆς γνώσεως καὶ τῆς θελήσεως Του ἐθεραπεύθη αὕτη καὶ ἵνα εἴπῃ ἡ γυναῖκα αὕτη πῶς ἐθεραπεύθη καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον φανῇ ἡ παντοδύναμος θαυματουργικὴ χείρ Του καὶ ἡ θεία παγγνωσία Του καὶ ἵνα μὴ ἐλέγχεται βραδύτερον ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς της, ὅτι κρυφίως ἔλαβε τὴν χάριν. «Ἀρνουμένων δὲ πάντων ἔλεγον οἱ μαθηταί αὐτοῦ» καὶ ἰδίᾳ «ὁ Πέτρος» ἐξ ὀνόματος πάντων: «Ἐπιστάτα» Κύριε «οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσὶ σε καὶ λέγεις, τὶς ὁ ἀψάμενός μου;» Οἱ δρόμοι ἦσαν πολλοὶ στενοί, ὁ κόσμος ἦτο πολὺς ἑπομένως ὁ συνωστισμὸς μεγάλος. Ὁ Κύριος ἐπιμένει καὶ λέγει˙ «ἥψατό μου τὶς» κάποιος μὲ ἤγγισεν «ἔγνων γὰρ δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἐξ ἐμοῦ» ᾐσθάνθην δύναμιν θεραπευτικὴν ἐξελθοῦσαν ἐξ ἐμοῦ «καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν», ἔψαχνε νὰ εὕρῃ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν του τὴν ἐγγίσασαν τὸ φόρεμά του.

Ἐνῷ ὁ Κύριος περιέφερεν τὸ βλέμμα του νὰ γνωρίσῃ διὰ τῆς θείας γνώσεως, ποῖος τὸν ἤγγισεν «ἡ γυνὴ εἰδυῖα, ὅ γέγονεν αὐτῇ» ἔχουσα δηλαδὴ συναίσθησιν τῆς θεραπείας της καὶ ἀντιληφθεῖσα «ὅτι οὐκ ἔλαθεν» ὅτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχὴν τοῦ Κυρίου «φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν ἐνώπιον παντός τοῦ λαοῦ, δι’ ἥν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα». Ἡ γυνὴ δηλαδὴ αὕτη νομίσασα, ὅτι ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ ὡς κλέψασα τὴν θεραπείαν ταύτην καὶ παρανόμως ὡς ἀκάθαρτος ἐγγίσασα Αὐτὸν διὰ τοῦτο τρέμουσα ἀπαγγέλλει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ λαοῦ, πῶς ἐσκέφθη καὶ πῶς ἐθεραπεύθη, ὁλόκληρον δηλαδὴ τὴν ἱστορίαν τῆς θεραπείας της, πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ, «θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» παιδί μου ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε. «Ὕπαγε εἰς εἰρήνην καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου» πήγαινε στὸ καλὸ καὶ ἔσο ὑγιὴς ἀπὸ τῆς βασανιστικῆς ταύτης αἱμορραγίας.

«Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων, ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου, μηκέτι σκύλλε τὸν Διδάσκαλον» μὴ ἐνόχλει τὸν Διδάσκαλον, διότι ἀπέθανεν ἡ κόρη σου, λέγει ὁ ἀπεσταλμένος πρὸς τὸν ἀρχισυνάγωγον. Οὗτοι δὲν ἐπιστευον, ὅτι ὁ Χριστὸς ἠδύνατο νὰ ἀναστήσῃ τὴν νεκράν, διότι δὲν ἐγνώριζον ἤ ἐλησμόνησαν τὴν ἀνάστασιν τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας ἐν Ναΐν.

Ὁ ἀρχισυνάγωγος λαβών τὴν εἴδησιν ταύτην φαίνεται, ὅτι ἀπεγοητεύθη. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος «παρακούσας τὸν λόγον λαλούμενον» λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ «μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται» ἡ κόρη σου. «Παρακούσας» τὸν λόγον σημαίνει μὴ δώσεις προσοχὴν εἰς τὸν λόγον τοῦ ἀπεσταλμένου. Ὁ Κύριος συνεχίζει τὸν δρόμον του «καὶ οὐκ ἀφῆκεν οὐδένα» ἄλλον ἐκ τῶν μαθητῶν του «μετ’ Αὐτοῦ συνακολουθῆσαι εἰ μὴ τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου». Ἐν τῷ μεταξὺ προχωροῦντες «ἔρχονται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου». Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς «θεωρεῖ θόρυβον καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, τοὺς αὐλητάς, τὸν ὄχλον θορυβούμενον, ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν». Αὐληταὶ ἦσαν οἱ θρηνῳδοὶ ὀργανοπαῖκται, οἱ ὁποῖοι ἔπαιζον θρηνώδη μουσικὰ τεμάχια, ἵνα δίδωσι περισσότερον τόνον εἰς τὸ πένθος. Ἀλαλαγμοὶ ἦσαν οἱ μονότονοι ὀλοφυρμοὶ τῶν ἐπὶ πληρωμῇ θρηνουσῶν γυναικῶν. Καὶ ὁ πτωχότερος Ἑβραῖος ἔπρεπε κατὰ τὴν κηδείαν νὰ ἔχῃ δύο ἐκ τῶν αὐλητῶν τούτων καὶ μίαν μοιρολογίστραν. «Ἐκόπτοντο» σημαίνει ἐκτύπων κεφαλὴν καὶ στῆθος μετὰ κραυγῶν καὶ ὀλολυγμῶν.

Εἰσελθών ὁ Κύριος λέγει πρὸς αὐτούς: «τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; Τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Κατεγέλων αὐτοῦ ἐκεῖνοι εἰδότες, ὅτι ἀπέθανε». Πράγματι εἶχεν ἀποθάνει ἡ κόρη αὕτη, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος. Τόσον εὔκολος εἶναι διὰ τὸν Ἰησοῦν ἡ νεκρανάστασις, ὥστε παρομοιάζεται πρὸς ξύπνημα. Ὁ ὕπνος εἶναι βραχὺς θάνατος καὶ ὁ θάνατος μακρὸς ὕπνος. Οἱ παρευρισκόμενοι περιεγέλων τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀμέσως θὰ γελοιοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι. Τὰ γέλοια των βοηθοῦν τὴν θαυματουργικὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀποδεικνύουν τὸν θάνατον τῆς κόρης. Ἑπομένως δὲν ἦτο νεκροφάνεια. Ἄρα ἡ νεκρανάστασις γεγονός. Καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος «ἐκβαλών πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ» ἀποστόλους, Πέτρον, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην «καὶ εἰσπορεύεται» εἰς τὸν θάλαμον «ὅπου ἦν τὸ παιδίον». Ὁ Κύριος παραλαμβάνει τοὺς τρεῖς στενωτέρους του μαθητάς, διότι τόσους μόνον ἐχώρει τὸ δωμάτιον τῆς νεκρᾶς καὶ αὐτοὶ ἦσαν λόγῳ τῆς πίστεώς των οἱ πλέον ἄξιοι, ἵνα ἴδωσι τὴν ἀνάστασιν. Ὁ Κύριος ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἐγείρῃ αὐτὴν ἐκ τοῦ ὕπνου «κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων : Ταλιθὰ κοῦμι, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε. Τὸ πνεῦμα αὐτῆς ἐπέστρεψε, ἀνέστη παραχρῆμα καὶ περιεπάτει».

Εἰς βεβαίωσιν τῆς πλήρους καὶ ἀμέσου νεκραναστάσεως «ὁ Κύριος διέταξε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν» διέταξε ἡ κόρη νὰ φάγῃ. Μετὰ ταῦτα «ἐξέστησαν εὐθὺς ἐκστάσει μεγάλη» ἐξεπλάγησαν ὑπερβολικῶς «οἱ γονεῖς αὐτῆς» ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ παριστάμενοι, διότι ἀμέσως ἠγέρθη καὶ περιεπάτει! «ὁ δὲ Κύριος παρήγγειλε μηδενί εἰπεῖν τὸ γεγονὸς» ταπεινοφρονῶν καὶ ἵνα μὴ ἐξάψῃ τὰς μεσσιανικάς ἰδέας τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐμποδίσωσι τὸ ἔργον αὐτοῦ. Παρ’ ὅλην τὴν διαταγὴν ταύτην ἡ «φήμη ἐξῆλθεν εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην». Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος σημειώνει διὰ τὴν ἡλικίαν τῆς κόρης λέγων ὅτι «ἦν ἐτῶν δώδεκα» ἦτο 12 ἐτῶν. Ἤγγισεν ὁ Κύριος μόνον καὶ ἀνέστησεν αὐτήν. Ἤγγισεν ἡ αἱμορροοῦσα τὸ ἄκρον τοῦ ἐπανωφορίου του καὶ ἐθεραπεύθη. Πόσην δύναμιν θαυματουργικὴν ἔχουσιν ἡ ἀφὴ τῆς χειρός του καὶ τὸ ἔνδυμά του! Ὁμοίως καὶ σήμερον τὰ Ἅγια λείψανα!

Ἐπὶ δύο γυναικῶν ὁ Κύριος θαυματουργεῖ. Ἡ μία ἔπασχε ἐξ ἀνιάτου νόσου, ἡ ἄλλη ἦτο θῦμα τραγικοῦ θανάτου. Ἡ μία ἦτο κόρη, ἡ ἄλλη γυνή. Ἡ κόρη ἦτο ἡλικίας δώδεκα ἐτῶν, ἡ γυνὴ εἶχεν ἐπὶ 12 ἔτη αἱμορραγίαν. Ἡ γυνὴ δαπανήσασα ὅλην τὴν περιουσίαν της ἐπείσθη περὶ τοῦ ἀνιάτου τῆς νόσου ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Διά τὴν ἄλλην εἰς ἔνδειξιν οὐδεμιᾶς ἐλπίδος οἱ συγγενεῖς της ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο. Περιεγέλων δὲ τοῦ Κυρίου, ὅταν ἤκουσαν, ὅτι δὲν ἀπέθανεν ἀλλὰ κοιμᾶται.

Τὸ ἔργον τῆς θεραπείας τῆς νόσου καὶ ἀναστάσεως ἐκ νεκρῶν εἶναι τόσον μέγα, ὥστε οὐδεμία ἀμοιβὴ ἦτο ἀξία νὰ δοθῇ δι’ αὐτό. Ὡς μόνη ἀμοιβὴ θεωρεῖται ὑπὸ τοῦ Κυρίου λίαν ἱκανοποιητικὴ ἡ πίστις, ἤτοι ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἀναγνώρισις, εὐγνωμοσύνη, εὐχαριστία διὰ τὸ θεῖον του ἔργον. Διά τοῦτο ἡ ἀδιαφορία καὶ ἀπιστία τῶν τότε Ἑβραίων ἦτο ἀξιοκατάκριτος, διότι αὕτη ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἀχαριστία. Σὲ ἕνα τόσον μεγάλο ἔργον, τὸ ὁποῖον ἐτέλει ὁ Κύριος, ἐκεῖνοι δὲν ἠδύναντο βέβαια νὰ δώσουν καμμίαν ἀμοιβήν, ἀλλὰ οὔτε διὰ τῆς πίστεως τὸ «εὐχαριστῶ»! Ὁποία ἀχαριστία!

Ὁ Κύριος, ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, θεραπεύει τὴν μίαν ἐκ τῆς ἀνιάτου νόσου, τὴν δὲ ἄλλην ἀνιστᾷ ἐκ τοῦ θανάτου. Πῶς; Κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴν ἡ αἱμορροοῦσα «ἥψατο τοῦ κρασπέδου καὶ «ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος», ἐσταμάτησεν ἡ αἱμορραγία. Μεγάλη ἡ εὐλάβειά της ! Ἡ δευτέρα ἀνέστη χάριν τῆς πίστεως τοῦ πατρός της. Ἑπομένως ἔχομεν δύο θέματα : Εὐλάβειαν τῆς αἱμορροούσης καὶ πίστιν τοῦ Ἰαείρου.



Θέμα: α) Εὐλάβεια αἱμορροούσης καὶ ἡμῶν.

Αον) Ἡ Αἱμορροοῦσα

Ἐπὶ τὴν αἱμορροοῦσαν διακρίνομεν ἐξωτερικὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐσωτερικὴν πίστιν.

1) Ἡ εὐλάβεια, εὐγένεια τῆς ψυχῆς της καταφαίνεται ἐκ τῆς πρὸς τὸν Σωτῆρα συμπεριφορᾶς της. Εὐλαβὴς κατὰ λέξιν λέγεται ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «εὖ λαμβάνει», πιάνει μετὰ προσοχῆς κάτι, ὁ καθ’ ἡμᾶς εὐγενής. «Ἥψατο», «κρασπέδου», «λάθρᾳ» καὶ «τρέμουσα» ἰδοὺ τὰ κύρια σημεῖα τῆς εὐλαβείας τῆς αἱμορροούσης. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἂν ὄχι ἀνευλαβῶς, ἀπροσέκτως ὅμως «συνέχουσι καὶ συνθλίβουσι τὸν Ἰησοῦν» κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἀπ. Πέτρου, ἐκείνη ἥψατο μόνον, ἤγγισε διὰ τοῦ ἄκρου τῶν δακτύλων της τὸν Ἰησοῦν! Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ὄχλον, κατὰ τὸν Λουκᾶν, ὁ ὁποῖος «συνέπνιγε τὸν Ἰησοῦν» ἐκείνη ἥψατο διὰ τοῦ ἄκρου τῶν δακτύλων της ὄχι κεφαλήν, χεῖρας, ἀλλὰ τὸ κράσπεδον, τὴν φοῦνταν τοῦ φορέματος τοῦ Κυρίου, τὸ ἄκρον τοῦ ἐνδύματός του, ποὺ ἐσύρετο κατὰ γῆς. Ὥστε διὰ τῶν ἄκρων δακτύλων της τὸ εὐτελέστερον ἄκρον τοῦ ἐνδύματος τοῦ Κυρίου! Ὁποία εὐλάβεια !

Ὄχι μόνον «ἥψατο» ἤτοι ἤγγισε τὰ εὐτελέστερα ἄκρα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ κρυφά, λάθρᾳ καὶ ὄπισθεν τοῦ Κυρίου εὑρισκομένη ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Ἀποστόλων καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Κυρίου ὡς ἀνθρώπου. Διά τοῦτο ὁ Κύριος ἐρωτᾷ, «τὶς ὁ ἀψάμενός μου;» ἐντεῦθεν ἡ ἀπάντησις τῶν Ἀποστόλων «ὁ ὄχλος συνέχουσι καὶ συνθλίβουσι....» Ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεὸς διεβεβαίωνεν ὅτι κάποιος τὸν ἤγγισεν, «ἰδοῦσα ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθεν» ἔρχεται καὶ τρέμουσα πίπτει εἰς τοὺς πόδας του καὶ ὁμολογεῖ τὴν πίστιν της καὶ εὐγένειάν της. Μεγάλη ἡ συστολὴ τῆς γυναικὸς !

2) Ἡ ἐσωτερικὴ πίστις. Τὰ ἀνωτέρω δὲν ἦσαν ξηροὶ τύποι, ἐξωτερικὰ τινα ψιμμύθια. Ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ ψυχικὸν πλοῦτον ἀγάπης, σεβασμοῦ, ἀφοσιώσεως καὶ ἰδίως πίστεως πρὸς τὸν Σωτῆρα. Ὅσον κρυφά, δειλὰ καὶ ἐγγίζουσα μόνον προσέρχεται εἰς τὸν Σωτῆρα, τόσον περισσότερον σεβασμὸν δεικνύει δι’ αὐτῶν εἰς τὸν Χριστόν, ἀγάπην, πίστιν. Ἡ τρομάρα της δὲν εἶναι δεῖγμα ἀπιστίας, ἀλλὰ σεβασμοῦ καὶ λατρείας. Ἡ ὄπισθεν τοῦ Κυρίου καὶ ἐν ἀγνοίᾳ Ἐκείνου κάμψις τῆς σπονδυλικῆς στήλης της, ἵνα ἐγγίσῃ μόνον καὶ ἡ ἐνώπιόν Του καὶ ἐν γνώσει τοῦ Κυρίου κάμψις τῆς σπονδυλικῆς στήλης καὶ γονάτων της, ἵνα προσκυνήσῃ τρέμουσα τὸν Σωτῆρά της, εἶναι δείγματα τοῦ ψυχικοῦ πλούτου, τὸν ὁποῖον πολὺ ἤ ὀλίγον ἐστερεῖτο ὁ λαός, ὁ ὁποῖος συνέπνιγε, συνέθλιβεν αὐτόν. Τόσον ψυχικὸν πλοῦτον πίστεως εἶχεν αὕτη, ὥστε ἐνόμιζεν, ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ του θὰ θεραπευθῇ! Τόσον πλοῦτον πίστεως εἶχεν, ὥστε ἂν καὶ οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχεν ἴδῃ τοιαύτην συμπεριφοράν, τὴν ἐσκέφθη αὐτή! Τοῦτο μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰπών αὐτῇ, «ἡ πίστις σου σέσωκε σε». Τοῦτο μαρτυρεῖ καὶ τὸ γεγονός, ὅτι «παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» ἀμέσως ἐθεραπεύθη.

Δεῖγμα δὲ τῆς εὐσεβείας καὶ εὐγνωμοσύνης, τοῦ ψυχικοῦ τούτου πλούτου τῆς γυναικὸς ταύτης εἶναι τὸ ἱστορικόν, τὸ ὁποῖον διηγεῖται περὶ αὐτῆς ὁ ἱστορικός τῆς ἐκκλησίας Εὐσέβιος. Οὗτος λέγει, ὅτι ἐν Καισαρείᾳ τῆς Φιλίππου εἶδεν ἰδίοις ὄμμασι ἐν τῷ ἄνω μέρει τῆς θύρας τῆς οἰκίας, ἐν ᾖ κατῴκει ἡ αἱμορροοῦσα ἄγαλμα ἐκ χαλκοῦ παριστάνον τὸν Κύριον θεραπεύοντα τὴν αἱμορροοῦσαν. Τὸ ἄγαλμα τοῦτο εἶχε κατασκευασθῆ δαπάναις τῆς ἰδίας. Ὥστε ἡ αἱμοροοῦσα ἦτο εὐγενής τοὺς τρόπους καὶ τὴν ψυχὴν πρὸς τὸν Θεάνθρωπον.


Βὸν) Ἡμεῖς; Πρέπει νὰ εἴμεθα εὐλαβεῖς καὶ εὐγενεῖς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους τύποις καὶ οὐσία.

Εὐλαβεῖς πρὸς τὸν Θεόν. Ὅταν πρόκηται νὰ λάβωμεν τὸ ἀντίδωρον κατὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας, νὰ κοινωνήσωμεν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατὰ τὰς Μεγάλας ἑορτάς, νὰ προσκυνήσωμεν τὸν Σταυρὸν κατὰ τὴν Μ. Παρασκευήν, τὴν εἰκόνα τῆς Πολιούχου κατὰ τὴν μνήμην της, ὁμοιάζομεν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τῆς παραβολῆς ταύτης, οἱ ὁποῖοι συνέπνιγον, συνέθλιβον τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἡμεῖς συμπνίγομεν καὶ συμπνιγόμεθα, σπρώχνομεν καὶ σπρωχνόμεθα. Παρατηρήσατε, πῶς μπαίνουν καὶ πῶς βγαίνουν μερικοὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, Νομίζουν, ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι καφενεῖον ἤ ἐκλογικὸν κέντρον. Δὲν τηροῦν τὸν σεβασμόν, τὸν ὁποῖον τηροῦν εἰς μίαν κοσμικὴν συγκέντρωσιν ἤ εἰς τὸ σπίτι ἑνὸς σεβαστοῦ συμπολίτου των ἤ πολιτικοῦ ἄρχοντος. Ἄλλοι νομίζουν τὴν ἐκκλησίαν κατάλληλον ὄχι διὰ περισυλλογήν καὶ τόπον εὐλαβείας ἀλλὰ τόπον ἀνευλαβοῦς προκλήσεως, κοσμικῆς ἐπιδείξεως, ἀπροσεξίας, ῥεμβασμοῦ, περιέργου περιφορᾶς βλεμμάτων, συνομιλιῶν, συζητήσεων, συνάψεως συνοικεσίων. Τί δὲ νὰ εἴπωμεν διὰ τὰς ἀκολουθίας τῶν χαιρετισμῶν, τῶν παθῶν τῆς Μεγάλης ἑβδομάδος, τοῦ ἐπιταφίου, τοῦ Πάσχα, ὅπου ὁ θόρυβος, τὰ σπρωξίματα, οἱ ἀκατανόμαστοι σκόπιμοι συνωστισμοὶ μολύνουν τὸν τύπον τότε καὶ τὴν μνήμην μας τώρα. Τότε τὰ μπαινοβγαίματα ἀπὸ τοὺς ναοὺς τὰ παντὸς εἴδους πυροτεχνήματα, αἱ θορυβώδεις καὶ ἐπικίνδυνοι ἐκρήξεις πολλάκις καὶ ἐντός τοῦ Ναοῦ κατὰ τὴν περιφορὰν τοῦ ἐπιταφίου! Πόσα ἐγκλήματα κατὰ τὴν περιφορὰν τοῦ ἐπιταφίου!

Τοῦτο οὔτε εὐλάβεια εἰς τὸν Θεόν, οὔτε εὐγένεια εἰς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι. Τοὐναντίον ! Εἶναι δεῖγμα μὴ ἐσωτερικοῦ καταρτισμοῦ, λείπει τὸ βάθος, ἡ πραγματικὴ πίστις, ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλος, ἡ λεπτότης ἐκείνη ἡ χριστιανικὴ ἡ παρατηρηθεῖσα εἰς τὴν αἱμορροοῦσαν τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία μόνον ἥψατο καὶ τοῦτο λάθρᾳ, μόνον τοῦ κρασπέδου καὶ τρέμουσα ἀνήγγειλε ταῦτα εἰς τὸν Ἰησοῦν. Εἶναι βέβαιον, ὅτι ἡ πραγματικὴ ψυχικὴ εὐλάβεια θὰ εὕρῃ τρόπους λεπτοὺς πρὸς ἔκφρασιν, ὅπως εὗρε καὶ ἡ τῆς αἱμορροούσης.

Ἀλλὰ ἡ ἰδία ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ εὐλάβεια καὶ ψυχικὴ εὐγένεια πρέπει νὰ εἶναι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι φωτογραφίαι τοῦ Θεοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ. Ἀκροθιγῶς ἥψατο ἡ αἱμορροοῦσα καὶ εὗρε θεραπείαν ἡ ἰδία καὶ συνεκίνησε τὸν Ἰησοῦν. Ἡ λεπτότης εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία θίγει χορδάς τῆς ψυχῆς, τὰς ὁποίας δὲν ἀγγίζουν κἄν φωνές, σπρωξίματα, σκοτωμοί. Νὰ ἀφίνῃς πολλάκις νὰ ἐννοῇ ὁ ἄλλος πολλά, λέγων ὀλίγα καὶ ταῦτα εὐγενῶς, εἶναι προτιμότερον τοῦ σοφωτέρου καὶ ἁγνοτέρου ἐλέγχου. Γλυκύτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὴν σκέψιν, ὅταν αὕτη ἐρευνᾷ τὸν ἑαυτόν μας, δὲν ὑπάρχει. Κάμε τὸν ἄλλον νὰ αἰσθάνεται δύναμιν ἐν ἐαυτῷ, σκέψιν συγκινοῦσαν τὸ βάθος του διὰ τῆς ἄκρης τῆς χειρὸς θίγων τὰ μύχια τῆς καρδίας Μὴ ἀρκούμεθα εἰς τύπους τινὰς εὐγενείας ἐξαντλοῦντες πᾶσαν τὴν εὐγένειαν μέσα εἰς ἕνα pardon, if you please, bitte κ.λ.π. σὲ ὑποκλίσεις ξηράς γενομένας. Ὄχι! Ὅταν τὸ βάθος εἶναι βαθύ, δι’ ὀλίγων λέγει καὶ πολλά.

Ἂς μάθωμεν λοιπὸν νὰ εἴμεθα εὐλαβεῖς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εὐγενεῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.



Θέμα: β) Ἡ πίστις Ἰαείρου καὶ ἡμῶν.

Α) Ἡ πίστις τοῦ Ἰαείρου. Οὗτος ἔδειξε μεγάλην πίστιν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἦτο Ἀρχισυνάγωγος δηλαδὴ προϊστάμενος τῆς Συναγωγῆς τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἑπομένως ἡ μεγαλυτέρα Ἰουδαϊκὴ Ἀρχὴ τοῦ τόπου. Οἱ συνάδελφοί του Φαρισαῖοι διὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν λαὸν ἀπὸ τοῦ νὰ πιστεύσῃ εἰς τὸν Ἰησοῦν ἰσχυρίζοντο καὶ ἔλεγον˙ «Μὴ τις τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς Αὐτόν; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος!» (Ἰωάν. 7,48). Ἡ πίστις λοιπὸν αὐτοῦ εἶναι σπάνιον φαινόμενον λόγῳ τῆς θέσεώς του. Ἀλλὰ ἡ πίστις τοῦ Ἰαείρου προχωρεῖ. Μερικοὶ χριστιανοὶ στέλλουν δευτερεύοντα πρόσωπα διὰ νὰ προσευχηθοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὸν ἄρρωστόν των. Ὁ Ἰάειρος δὲν ἔστειλε ἄλλους νὰ παρακαλέσουν τὸν Χριστόν, ἀλλὰ μετέβη ὁ ἴδιος. Μεταβὰς δὲ δὲν ἵστατο ὄρθιος παρακαλῶν Αὐτόν, ἀλλὰ «πεσών παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρακαλεῖ Αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ». Τόσον ἡ γονυπετὴς θέσις τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ὅσον καὶ ἡ ἐπὶ ἀρκετὸν χρονικὸν διάστημα ἱκεσία του «παρεκάλει», φανερώνουσι τὴν πίστιν του πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν. Ἀπεσταλμένοι ἐκ τοῦ οἴκου του ἀγγέλλουσιν, ὅτι ἀπέθανεν ἡ θυγάτηρ του, ἂς μὴ ἐνοχλῇ τὸν Διδάσκαλον. Ὁ Ἰάειρος ἐταράχθη, διότι ἐνόμιζεν, ὅτι ὁ Κύριος μόνον ἀσθενεῖς δύναται νὰ θεραπεύσῃ ὄχι ὅμως καὶ νεκροὺς νὰ ἀναστήσῃ. Ἀκούσας ὅμως τὸν Ἰησοῦν «μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε» ἀκούει τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους καὶ τὴν γνώμην των ποὺ εἶχον διὰ τὸν Χριστόν. Φθάνουν εἰς τὸ σπίτι. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι κατεγέλων τὸν Ἰησοῦν πεπεισμένοι ὅτι ἀπέθανεν ἡ κόρη, ὁ πατὴρ ἀκούει τὸν Ἰησοῦν καὶ ὁδηγεῖ Αὐτὸν εἰς τὸν νεκρικὸν θάλαμον τῆς κόρης. Ἡ ἀμοιβὴ ἦτο πλουσία ! Ὁ ἀρχισυνάγωγος ἔδειξε πίστιν καὶ ἠμείφθη. Καὶ πράγματι! Ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀναισθησία καὶ ἀχαριστία, ἡ δὲ πίστις εἶναι εὐγνωμοσύνη.

α) Ἀπιστία. Ἀποροῦν τινες καὶ λέγουν, διατὶ ἡ ἀπιστία εἰς τὸν Χριστὸν εἶναι τόσον κακόν, ὥστε νὰ καταφέρωνται κατὰ τῶν ἀπίστων τόσαι ἀπειλαὶ αἰωνίας τιμωρίας; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος, λέγουν, νὰ κρίνω οὕτως ἤ ἄλλως τὰ πράγματα ; Ἀπαντῶ: ἡ ἀπιστία εἶναι ἀναισθησία. Διότι, ὅταν διέλθῃ τις τὴν αἰωρουμένην γέφυραν τοῦ Μπροῦκλιν εἰς Ἀμερικήν, θὰ προσέξῃ καὶ θὰ θαυμάσῃ τὸ μεγαλούργημα ἐκεῖνο τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ὅταν κατὰ πρώτην φορὰν ἀκούσῃ τις τὸ ῥαδιόφωνον, τὸν ἀσύρματον, θὰ αἰσθανθῇ ἐντός του νὰ ἐγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον τῆς προσοχῆς καὶ θαυμασμοῦ. Ἐὰν παρέρχεται τὰ πράγματα αὐτὰ χωρὶς προσοχήν, ἐνδιαφέρον, στερεῖται τῆς στοιχειώδους εὐπάθειας, εἶναι ἀναίσθητος. Πόσον ὑπερέχει τούτων τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ Μοναδικὸν Θαῦμα εἰς τὴν Ἱστορίαν ! Καὶ ἂν εἶναι ἀναισθησία ἡ μὴ συγκίνησις, ἡ ἀδιαφορία στὰ προϊόντα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, πόση ἀναισθησία καὶ ψυχικὴ πώρωσις εἶναι ἡ ἀδιαφορία τῶν ἀπίστων, ἡ ἀπιστία εἰς τὸ θεῖον τοῦ Σωτῆρος ἔργον; Ἐὰν ἀναίσθητος εἶναι ὁ μὴ θαυμάζων τὴν γέφυραν τοῦ Μπροῦκλιν, πόσῳ μᾶλλον ἀναίσθητος εἶναι ὁ μὴ θαυμάζων τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἔκαμε τὸν θάνατον γέφυραν γῆς καὶ Οὐρανοῦ; Ἡ ἀπιστία εἶναι καὶ

β) Ἀχαριστία. Τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον μέγα, ὥστε οὐδεμία ἀνθρωπίνη ἀμοιβὴ δύναται νὰ ἀμείψῃ. Δὲν εἶναι ἀδιάφορον πρὸς οὐδένα˙ ἀφορᾷ πάντα καὶ εἰς τὸ καίριον καὶ κυριώτατον σημεῖον, τὴν ζωήν μας καὶ ταύτην αἰωνίαν, ἐν ᾧ ἡ γέφυρα τοῦ Μπροῦκλιν δυνατὸν νὰ μὴ ἐξυπηρετήσῃ ἡμᾶς προσωπικῶς. Ἐνώπιον τοιούτου ἔργου ἡ ἀδιαφορία τῶν ἀπίστων εἶναι ἀναισθησία εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, ἀλλὰ καὶ ἀχαριστία χειρίστη, διότι τόσον χυθὲν θεϊκὸν αἷμα χάριν ἡμῶν παραθεωρεῖται. Καὶ ἄλλο παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσωμεν, ὅτι σὺ ὁ ἀναγνώστης εἶσαι κάτοικος Ἀθηνῶν, αἱ ὁποῖαι κατὰ τινὰ πόλεμον ἤ σεισμὸν κατεστράφησαν ἐκ θεμελίων. Ἔρχεται ὅμως μία μεγάλη δύναμις λ.χ. ἡ Ἀμερικὴ καὶ μὲ ἕνα σχέδιον Μάρσαλ κτίζει τὴν Ἀθήνα ὡραιοτέραν ἀπὸ ἐκείνην, ἡ ὁποία ἦτο πρὶν καταστραφῇ. Σὺ ὁ κάτοικος Ἀθηνῶν εἰσέρχεσαι εἰς μίαν καινούργια Ἀθήνα καὶ ἐπειδὴ δὲν δύνασαι νὰ πληρώσῃς τὴν ἀνακαινισθεῖσαν πόλιν ἤ τὸν οἶκόν σου, σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ καθίσῃς δωρεάν. Ἂν δὲν αἰσθανθῇς τὴν εὐγνωμοσύνην σου διὰ τὴν τοιαύτην δωρεάν, δὲν θὰ εἶσαι ἀναίσθητος καὶ ἀχάριστος ; Αἴ! Πολὺ περισσοτέρα ἀναισθησία καὶ ἀχαριστία εἶναι ἡ ἀπιστία εἰς τὸ ἔργον τοῦ Σωτῆρος, τὸ ὁποῖον εἴτε πιστεύομεν εἴτε ὄχι ζῶμεν ὀλίγον ἤ πολὺ εἰς τὴν εὐτυχίαν του, διότι ὁ γύρω μας κόσμος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἔργα χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.

γ) Ἡ πίστις. Τοὐναντίον εἶναι δεῖγμα εὐαισθησίας καὶ τοῦτ’ αὐτὸ εὐχαριστία. Πιστεύω εἰς τὸν Χριστόν, σημαίνει ἀναγνωρίζω τὸ μεγάλον ἔργον Του. Ἡ καρδία μου εἶναι εὐπαθὴς εὐαίσθητος, εὐγνώμων πρὸς Ἐκεῖνον, διότι τόσον ἐνδιεφέρθη δι’ ἐμέ, ὥστε νὰ σταυρωθῇ. Εἶναι τόσον μέγα τὸ ἔργον Του, ὥστε καμμίαν ἄλλην ἀμοιβὴν δὲν δύναμαι νὰ δώσω εἰς Ἐκεῖνον παρὰ τὴν πίστιν μου, τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ ἔργου Του! Ὅπως ὡς ἀρχηγὸς ζωῆς καὶ θανάτου ὁ Κύριος ἀπήλλαξε τῆς ἀνιάτου ἀλλὰ προσκαίρου νόσου τὴν αἱμορροοῦσαν καὶ τοῦ θανάτου τὴν δωδεκαετῆ κόρην, οὕτω δύναται νὰ ἀπαλλάξῃ καὶ ἡμᾶς τῆς πολυχρονίου, ἀνιάτου ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας, ἐφ’ ὅσον ζῶμεν καὶ τοῦ αἰωνίου θανάτου, τῆς κολάσεως, ὅταν ἀποθάνωμεν! Ὡς ὅρον δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς ζητεῖ τὴν πίστιν ἤτοι τὴν εὐαισθησίαν καὶ εὐγνωμοσύνην εἰς τὸ μεγάλον τοῦτο διπλοῦν ἐν ἡμῖν ἔργον Του. Ζητεῖ νὰ προσέλθωμεν πρὸς Αὐτόν, ὅπως προσῆλθεν ἡ αἱμορροοῦσα καὶ ὁ πατὴρ τῆς κόρης ὁμολογοῦντες τὴν ἀδυναμίαν μας καὶ τὴν κυριότητά Του. Τὰ δυστυχήματα τῆς ζωῆς πρέπει νὰ μᾶς σπρώχνουν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, ὅπως ἔσπρωξαν τὴν αἱμορροοῦσαν καὶ τὸν Ἰάειρον. Ὡραῖον παράδειγμα τούτου εἶναι τὸ ἑξῆς:

Κάποτε ἕνας τσοπάνης εἶχεν ἑτοιμάσει καλὴν τροφὴν εἰς τὴν μάνδραν του διὰ τὰ πρόβατά του. Ἄνοιξε λοιπὸν τὴν θύραν διάπλατα καὶ ἤρχισαν νὰ μπαίνουν τὰ πρόβατα. Μία ὅμως προβατίνα μὲ τὰ ἀρνάκια της δὲν ἔμπαινε. Ἐὰν ἔμενεν ἔξω, θὰ ἐχάνετο. Ὁ ποιμὴν μὲ ἕνα ἀπότομον πήδημα ἅρπαξε τὸ ἀρνάκι καὶ ἔτρεξεν εἰς τὴν μάνδραν. Ἡ προβατίνα, ὅταν εἶδε νὰ μεταφέρουν τὸ ἀρνάκι εἰς τὴν μάνδραν, ἐτρεξεν ὄπισθεν βελάζοντας καὶ ἐμπῆκεν εἰς τὴν μάνδραν. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ὁ Θεός, ὅταν πλανώμεθα μακρὰν Αὐτοῦ. Ἁρπάζει κἄποιο προσφιλές μας πρόσωπον καὶ μᾶς φέρει ὡς ἄλλος ποιμὴν εἰς τὴν μάνδραν του, εἰς τὴν Βασιλείαν του.


(1) 6,5 – 7,23 – 8,23

(2) Ἀριθμοὶ 15,38-39

Μία αγιασμένη μορφή της Μονής Τσερνίκα-Ο γέροντας Ηλίας Τσιορούτσα

Ό ιερομόναχος π. Ηλίας γεννήθηκε στίς 30 Ιου­νίου 1909 στην κοινότητα Βασίλε Άλεξάνδρι του νό­μου Τούλτσεα, έχοντας ως γονείς του τον Κωνσταντίνο και την Ελένη. Στό βάπτισμα του έλαβε το όνομα Ιόργκου. Ήταν ό πιο υπάκουος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογενείας του. Ότιδήποτε του έλεγαν και του άνέθεταν να κάνη οί γονείς του, το έξεπλήρωνε αμέ­σως.
Ή οικογένεια του ήταν αρκετά πλούσια. Οί γονείς του ήσαν απλοί και πιστοί χριστιανοί. Ένθυμεΐται ό π. Ηλίας, τα βράδια πού στεκόταν κοντά στην σόμπα καί άκουγε τον πατέρα του να διαβάζη το Ψαλτήριο.
Για την παιδική του ηλικία, πού έζησε στο χωριό του, έλεγε:
«Όταν ήμουν μικρός καί έβλεπα τον ιερέα μας με την μεγάλη γενειάδα πώς λειτουργούσε στην εκκλη­σία, έσκεπτόμουν ότι κατέβηκε ό Θεός από τον ουρα­νό καί ήλθε να μας λειτουργήση στην εκκλησία μας».
Πρίν ακόμη να πάη στο δημοτικό σχολείο, ό π. Ηλίας έμεινε ορφανός καί αποχωρίσθηκε από τα α­δέλφια του. Έμεγάλωσε σ’ ένα ορφανοτροφείο της πό­λεως Τούλτσεα. Εκεί ό ιερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τον έβοήθησε και τον χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ήταν, έπαιρνε τον μικρό Ίόργκου στο “Αγιο Βήμα, ακόμη από την ηλικία των 7 ετών, για να τον βοηθή στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Το δημοτικό σχολείο καί το γυμνάσιο τελείωσε στην Τούλτσεα. Στό σχολείο εντυπωσίαζε τους άλ­λους για τον ιδιαίτερο ζήλο του στα μαθήματα. Εάν κάποτε οι καθηγητές απουσίαζαν από το μάθημα τους, έκανε αυτός μαθήματα στα άλλα παιδιά, για να μην πάη ή ώρα χαμένη. Έβοήθησε πολύ τους συμμαθητές του στα μαθήματα τους, γι αυτό κι αυτοί τον τιμού­σαν καί τον αγαπούσαν. Στό τέλος του σχολείου ό διευθυντής συμπλήρωσε με το δικό του χέρι τα έξης λόγια στο απολυτήριο του παιδιού.«Αυτός ήταν ό κα­λύτερος μαθητής του σχολείου μας».
Την εκκλησιαστική σχολή έτελείωσε στην Κωνστάντζα. Την περίοδο 1923-1929 κατόρθωσε να πέρα­ση μαθήματα δύο σχολικών ετών σε ένα. Οί συμμαθη­τές του τον έλεγαν «ό καλόγερος». Όταν αυτοί μιλού­σαν για ανήθικα πράγματα καί κοσμικά αστεία, αυτός αναχωρούσε από κοντά τους. Απέφευγε να κοιτάξη κορίτσι στο πρόσωπο. Περιφρονούσε τα έργα της πορνείας με απέχθεια. Αργότερα θα γράψη σχετικό βιβλίο στο όποιο καταδικάζει αυτή την αμαρτία. Μία οδός για την προφύλαξι από την αμαρτία της πορ­νείας εύρισκε στους στοχασμούς του θανάτου καί της μελλούσης κρίσεως.
‘Ελεγε: «Ή εικόνα της μελλού­σης κρίσεως στα σπίτια μερικών χριστιανών είναι έ­να μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο της χριστιανικής σο­φίας. Εγώ ό ίδιος, όταν ήμουν νέος καί έπήγαινα στον χορό, έχαιρόμουν, αυτό είναι αλήθεια, άπ’ αυτή την διασκέδασι των νέων, αλλά γρήγορα μου ερχόταν στον νου ή ματαιότητα αυτού του κόσμου καί δεν ήθε­λα πλέον να βλέπω παλικάρια καί κορίτσια να χορεύουν. Μάλλον έβλεπα κινούμενους ελεεινούς σκελετούς ανθρώπων. Τότε μου ήρχοντο δάκρυα στα μάτια καί θρηνούσα γι’ αυτόν τον απατη­λό καί παροδικό κόσμο μας».
Μετά την άποπεράτωσι των σπουδών του στην εκ­κλησιαστική σχολή ήθελε να καλογερέψη, αλλά έφοβεΐτο μήπως και δεν ήμπορέση να κράτηση τίς μονα­χικές υποσχέσεις.’Ετσι παντρεύθηκε την Αλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιε­ρεύς το 1931 στην ενορία Στεφανέστι του νόμου Ίλβόφ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αιμίλιο καί τον Κων­σταντίνο.
Το 1937 συνέγραψε θεολογική εργασία με θέμα: «Ή φροντίδα της σωτηρίας».
Όπως όλοι στην οικογένεια του, είχε καί αυτός μία ιδιαίτερη κλίση στην έκμάθησι ξένων γλωσσών. Ό π. Ηλίας έγνώριζε την γαλλική, την γερμανική και την λατινική.
Ή ποιμαντική του δραστηριότητα
Σάν έγγαμος ιερεύς έφρόντιζε μόνος του για την καθαριότητα του Ίερού Βήματος. Στό τέλος των Ακο­λουθιών, οτιδήποτε προσφερόταν από τους πιστούς στην εκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τα ά­φηνε να παίρνουν πρώτα οι επίτροποι καί οι σύμβου­λοι καί κατόπιν έπαιρνε καί αυτός κάτι, εάν περίσ­σευε. Κάθε φορά έμνημόνευε έναν επίτροπο, ό όποιος τον βοηθούσε στην Λειτουργία της εκκλησίας. Αυτός σ’ ολόκληρη την ζωή του δεν άπλωσε το χέρι του να πάρη κάτι.
Όταν τον προσκαλούσαν για Έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, έπήγαινε οποιαδήποτε ώρα της ήμέρας, χωρίς να έξετάζη τί καιρό έκανε έξω. Επειδή ή­το καί κοντόσωμος, ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους γι­γαντόσωμους και έφθανε ξαφνικά στο σπίτι του ασθε­νούς, πρίν ακόμη και να τον καλέσουν.
Όταν ήτο ακόμη έγγαμος ιερεύς, δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, για να μπαίνη οποιοσδή­ποτε είχε ανάγκη να μιλήση μαζί του σε οποιαδήποτε ώρα ημέρας ή νυκτός. Ή πρεσβυτέρα του, του έλεγε πολλές φορές να κλεινή την πόρτα, για να μην αρπά­ξουν κάτι από την αυλή τους. Άλλα, όπως μας έλεγε ό π. Ηλίας, ουδέποτε τους έκλεψε κάποιος κάτι, πα­ρότι στο χωριό του κυκλοφορούσαν κλέφτες αλόγων καί πουλερικών.
Ενίοτε έπήγαινε με ασθενείς από το χωριό του σ’ ένα καλό γιατρό, πού ήτο πιστός Χριστιανός και τον έγνώριζε. Όση ώρα ό ασθενής δεχόταν τίς εξετάσεις του γιατρού, ό π. Ηλίας συνωμιλούσε μαζί του. Όταν ό ασθενής ήτο βαρεία άρρωστος, ό γιατρός δεν έδινε καμία πιθανότητα για καλυτέρευσι του ασθενούς και έλεγε στον ιερέα: «Ό άνθρωπος αυτός δεν θα ζήση πο­λύ καιρό». Τότε ό ιερεύς επέστρεφε στο χωριό του καί άρχιζε να νηστεύη καί να προσεύχεται για τον ασθενή Χριστιανό του, προτρέποντας κι αυτόν να κάνη ελεη­μοσύνες, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, όπως ευαγγέλια, ά­για δισκοπότηρα, εικόνες καί ό,τι άλλο είχαν ανάγκη, καί στους πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στις προσευ­χές του το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικό από εκείνο πού γνωμάτευε ό γιατρός, καί ό ασθενής επιζούσε.
Όταν ήταν νέος ιερεύς, έπήγαινε σ’ ένα ψυχιατρείο για να λειτουργήση εκεί για τους ψυχοπαθείς. “Ελεγε στους γιατρούς:«”Ερχομαι εδώ για να βλέπω, γιατί φθάνουν αυτοί οι άνθρωποι σ’ αυτό το σημείο, καί να ενημερώνω προληπτικά τους ενορίτες μου». Τότε οί γιατροί του έλεγαν: «Ξέρετε γιατί αυτοί είναι εδώ; Σόδομα καί Γόμορα!».
Όπουδήποτε λειτουργούσε, οι ενορίτες του τον α­κολουθούσαν, διότι τον αγαπούσαν, ενώ όταν αναχω­ρούσε, του έλεγαν: «Πάτερ, μείνε μαζί μας για πά­ντα».
Τον π. Ηλία αγαπούσαν καί έσέβοντο ιδιαίτερα οί κλέφτες καί οί ληστές, οί όποιοι, ως γνωστόν, δεν εκτιμούν καί δεν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνώ­ντας μια νύκτα μέσα από το διπλανό δάσος του χω­ρίου, άκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ότι ήσαν ληστές. Τότε έφώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι ό π. Ηλίας από το χωριό». Οί ληστές του απήντησαν. «”Αιντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!». Την δεύτερη ήμερα μπήκε στο χωριό μία καρότσα, στην ο­ποία είχαν τοποθετήσει νεκρό ένα χωριάτη, πού έσκότωσαν οί ληστές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πάντοτε, όταν τα έβλε­πε, πολύ χαιρόταν. “Ελεγε: «Χάριν των παιδιών κρατεί ακόμη ό Θεός τον κόσμο».
Κάποτε, στην περίοδο του πολέμου, σ’ ένα βομ­βαρδισμό, ό π. Ηλίας επήρε στα μπράτσα του ένα παιδί καί άρχισε να προσεύχεται. «Κύριε, γι’ αυτόν τον άγγελο πού κρατώ στα χέρια μου, φύλαξε με καίμένα άβλαβη». Καί ό Θεός τον άκουσε. Δεν έπαθε τί­ποτε από τον βομβαρδισμό.
Στήν φυλακή
Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στην Ζιλάβα. Μετά την άποφυλάκισί του λειτούργησε για λίγο καιρό στην ενορία του αγίου Γεωργίου του Παλαιού στο Βουκουρέστι. Το 1965 βρέθηκε στην ενορία Λεχλίου του νόμου Ίαλομίτσα καί στα χρόνια 1966-1971 στην κοινότητα Τσιοκανέστι του νόμου Ίλβόφ.
Ή ζωή του στον μοναχισμό
Συνταξιοδοτήθηκε το 1971, ενώ το 1974, πέθανε ή πρεσβυτέρα του. Τότε αυτός μπήκε στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου, στις 16 Ιου­λίου 1976. Την ϊδια χρονιά έκάρη μοναχός από τον ε­πίσκοπο Ρωμανό της Ίαλομιτσιοάρας έχοντας ως ανά­δοχο στην κούρα του τον ηγούμενο π. Νήφωνα και τον αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Γκίους.
“Αφησε τα πάντα καί ήλθε στο μοναστήρι λέγοντας μέσα του. «Κύριε, εγώ ήλθα για να κρατήσω και την ύπόσχεσΐ μου. Θα πιασθώ από την πόρτα του μοναστηρίου. Εσύ, εάν με θέλης, δέξαι με, εάν όχι, ό­χι…».
Τον πόθο για τον μοναχισμό τον είχε άφ’ ότου ήταν παντρεμένος. Μάλιστα είχε κάνει συμφωνία ενώ­πιον του πνευματικού του με την πρεσβυτέρα του, ότι οποίος θα παραμείνη μόνος του, θα πάρη τον σταυρό στο χέρι καί θα πάη στο μοναστήρι.Αφοΰ απέθανε πρώτη ή πρεσβυτέρα, ό π. Ηλίας έκράτησε την ύπόσχεσή του.
Μετά από αρκετό καιρό έλεγε: «’Οταν μπήκα στο μοναστήρι, μου ερχόταν να φιλήσω τίς πέτρες από ε­σωτερική ευτυχία».

Αρχικά έμεινε σ’ ένα κελλί ερειπωμένο. “Επρεπε να φέρνη λάσπη με το χέρι του και να το έπιδιορθώνη, χωρίς τοΰτο να είναι εύκολο, δεδομένου ότι ήταν αρκετά γέρος στην ηλικία.
Ό π. Ηλίας έκανε μεγάλη πνευματική ασκηση, α­κόμη από τα νεανικά του χρόνια. “Ελεγε: «Όταν ει­σήλθα στο μοναστήρι, είπα ότι οι μοναχοί είναι άγιοι και σκεπτόμενος ότι εγώ μέχρι τώρα ήμουν σε ενορία και είχα τα πάντα, απεφάσισα να κρατώ κι εγώ με αυ­στηρότητα τις νηστείες».
Όταν πλέον είχε γίνει μοναχός, ένήστευε τελείως από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι το Σάββατο το α­πόγευμα. Σέ κάθε μία από τίς τέσσερις μεγάλες νη­στείες της Εκκλησίας μας κρατούσε καί μία εβδομάδα με πολλή αυστηρότητα. Ενώ στο τέλος κάθε εβδομά­δος ένήστευε από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι την Κυριακή το πρωί, οπότε καί λειτουργούσε. Άλλα ούτε καί στίς άλλες ήμερες της εβδομάδος έ’τρωγε πολύ.
Αυτό το ελάχιστο το όποιο έτρωγε, έφρόντιζε να είναι φυσικό καί να προέρχεται από τα χέρια ευσεβών χριστιανών, πού ήρχοντο τακτικά στην εκκλησία, έξομολογούνταν καί κοινωνούσαν. Ή συμβουλή τουπρος τους μαθητές του ήταν: «Μη κτυπάτε τους φαρμα­κοποιούς, αλλά τους μαγείρους»….”Ελεγε: «Την μισή χριστιανική πίστι έμαθα στηνεκκλησιαστική σχολή καί την άλλη μισή από τον λαό».
“Ενας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, έλεγε: «Στίς 12 Αυγούστου 1996 επήγα στον Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μου είπε: «Ντρέπομαι να πάρω από σένα, γιατί είσαι φοιτητής». Αλλά, επειδή εγώ επέμενα, τα δέχθηκε. Όμως είδα ότι ολόκληρη ή ΰπαρξίς του παρουσίασε ένα αίσθημα ντροπής και φαινόταν καθαρά ότι, για να πάρη κάτι από ένα φοι­τητή, έπρεπε να καταπάτηση μερικές βασικές καί δυ­νατές πεποιθήσεις του.
Τηρούσε πάρα πολύ τα ευαγγελικά λόγια: «Εάν ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αυτόν εάν ή χειρ σου σκανδαλίζω σε, εκκοψον αυτήν»,
Για την δύναμη του Ψαλτηρίου έλεγε ότι ομοιάζει με τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοΰσε στους υποτακτικούς του να διαβάζουν από ένα Κάθισμα κάθε ήμερα. Και σπάνια άφηνε κάποιον να διαβάζη περισσότερα.
Συμβούλευε τους μαθητές του να μη μπαίνουν στο σπίτι κάποιου, ούτε να δέχονται τον οποιονδήποτε στο σπίτι τους.
Το έτος 1977 επήγε για προσκύνημα στα Ιεροσό­λυμα, οπού και έμεινε τρεις μήνες. Εκεί, πολλές φο­ρές, όταν έτρωγε, δεν ήθελαν να του πάρουν χρήματα καί επί πλέον του έβαζαν φαγητό σε πακέτο να πάρη καί μαζί του. Ό ίδιος μας έδιηγεΐτο: «Όταν περπατού­σα στον δρόμο, όπου ήσαν στρατιωτικά φυλάκια, λό­γω της έχθρότητος μεταξύ Εβραίων καί Αράβων, σ’ όλους έκαναν έρευνα καί μόνο έμενα με άφηναν να περάσω, χωρίς να με ελέγχουν». Κάποτε πλανήθηκε και δεν ήξερε τον δρόμο για να πάη στο σπίτι πού εί­χε ενοικιάσει. Τότε ένας Εβραίος φαρμακοποιός τον πήρε με το αυτοκίνητο του καί τον έφερε στο σπίτι πού έμενε.
Αγαπούσε ό π. Ηλίας την ελεημοσύνη καί, όσοι ήρχοντο σ’ αυτόν για συμβουλές καί έξομολόγησι, τους προέτρεπε στο ίδιο έργο. Είχε ένα χονδρό τετρά­διο με ονόματα χιλιάδων ανθρώπων, οί όποιοι είχαν βοηθήσει στίς εκκλησίες, καί τους οποίους έμνημόνευε σ’ όλη την ζωή του.
Ακόμη κι όταν ερχόταν μοναχός στο κελλί του, του έδινε ο,τι είχε καί όσο ημπορούσε. Από την σύνταξή του αγόραζε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα καί τα έχάριζε στίς εκκλησίες ή βοηθούσε στην άνοικοδόμηση καί επισκευή τους.”Ελεγε ό Γέροντας: «Πάντοτε, όταν έδινα ελεημο­σύνη, ελάμβανα τρεις καί τέσσερις φορές περισσότε­ρα».
Όταν οί μαθητές του έπαιρναν κάποιο ιερό αντι­κείμενο για εκκλησία, όπως ‘Αγιο Ποτήριο, Σταυρό, Ευαγγέλιο, ιερατικά άμφια κ.λπ. καί τον ερωτούσαν που να τα χαρίσουν, τους απαντούσε:«Αναζητήστε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι πτωχό, πού έχουν κα­λόν ιερέα καί εκεί να τα δώσετε. Άλλα, εάν κάποιος από την οικογένεια σας έδωσε σε κάποια συγκεκριμέ­νη εκκλησία, έκεΐ να δώσετε καί εσείς».Χαιρόταν παρά πολύ όταν τα πνευματικά του παι­διά έκαναν ελεημοσύνη στίς εκκλησίες καί τους έλε­γε: «Μου έδώσατε νιάτα για 20 χρόνια».
Στό διάβα της ζωής του ύπέμεινε πολλές χειρουρ­γικές επεμβάσεις. Σέ δύο απ’ αυτές, όταν ευρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, δυο από τους μαθητές του έ­δωσαν από ένα Ευαγγέλιο στον ιερέα του νοσοκο­μείου. Όταν τους είδε, άρχισε να πηγαίνη ή υγεία του προς το καλύτερο καί μετά από λίγες ήμερες εξήλθε από το νοσοκομείο. Στήν τελευταία έγχείριση, άφοϋ ό γιατρός είδε τις αναλύσεις καί τα άκτινογραφήματα, έδήλωσε έκπληκτος: «Δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ζει ακόμη αυτός ό άνθρωπος, δεδομένου ότι όλα είναικατεστραμμένα μέσα του». Κατόπιν ερώτησε τον Γέ­ροντα: «Ή πανοσιότης σας δεν τρώγετε τίποτε;» Με­τά από εκείνη την έγχείριση έζησε ακόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ήλθαν στον Γέροντα μερικοί απλοϊκοί άν­θρωποι από την επαρχία. Άφού συνομίλησαν, τους ε­ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οικογέ­νειες σας;» Εκείνοι του απήντησαν: «Όχι, πάτερ».«Τότε προσέξετε τί θα κάνετε. Θα πάτε στον ιερέα του χωρίου σας καί να τον ερωτήσετε από τι έχει ανάγκη για την εκκλησία του καί έσεΐς, κατά την δύναμή σας, προσπαθήστε ν’ αγοράσετε κάποιο αντικείμενο καί να το χαρίσετε στην εκκλησία».
sfantul_lazar_cernica_14_190

‘Ολόκληρα χρόνια είχε το διακόνημα να ξεθάπτη τους νεκρούς καί να λειτουργή γι’ αυτούς στην εκκλη­σία του αγίου Λαζάρου, τελώντας και μνημόσυνο στο τέλος. Ακόμη καί από τότε πού τον άλλαξαν από τοδιακόνημα αυτό, έπήγαινε μία φορά την εβδομάδα στο κοιμητήριο του μοναστηρίου, όπου έθυμίαζε, άνα­βε κεράκια καί προσευχόταν για τους νεκρούς. Όταν έπήγαινε για το κοιμητήριο, έπαιρνε μαζί του λίγοψωμί καί έτάΐζε τα πουλάκια, τα όποια ήρχοντο καί έστέκοντο επάνω στον ώμο του.
Μερικές φορές τον χρόνο έπήγαινε στο κοιμητή­ριο Μπέλου, του Βουκουρεστίου, καί έκαμνε «Τρι­σάγια» στους τάφους των ηρώων,πού έπεσαν για την ελευθερία καί την αξιοπρέπεια του έθνους. Επίσης έ­πήγαινε στον τάφο του μεγάλου ποιητοϋ Μιχαήλ Έμινέσκου καί στους άλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά την έπανάστασι του 1989 καί την πτώση του κομμουνι­σμού, έπήγαινε καί στους τάφους των εκεί θαμμένων ηρώων καί τους έμνημόνευε.
Ό διάβολος φθονούσε τον Γέροντα για την καθα­ρή ζωή του καί προσπαθούσε να τον φοβήση με διά­φορες ταραχές μέσα στο κελλί του προκαλώντας δια­φόρους ήχους.
Όταν κτιζόταν ή εκκλησία στο χωριό Νταρμανέστι, ό Γέροντας έχάρισε 13000 λέι (τότε ό μισθός ήτο 1000-2000 λέι τον μήνα). Ό ιερεύς εκείνης της ενο­ρίας έκοψε την άπόδειξη, όμως μία γυναίκα άρπαξε με τρόπο την άπόδειξη του π. Ηλία καί μ’ αυτήν επήγε στον ιερέα του χωριού λέγοντας του ότι ό π. Ηλίας μετάνοιωσε καί ζητεί πίσω τα χρήματα του. Ό ιερεύς εκείνος επήρε την άπόδειξι καί έδωσε στην γυναίκα τα χρήματα. Ό π. Ηλίας, όταν το έμαθε λυπήθηκε πά­ρα πολύ. Όμως δεν ανταπέδωσε το κακό με το κακό. Απεναντίας, μετά άπ’ αυτό το συμβάν, την βοηθούσε κατά καιρούς, άπ’ αυτά πού του έδιναν οί άλλοι χρι­στιανοί, όταν ερχόταν να ζήτηση βοήθεια. Μάλιστα της έδινε να πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος από την κοινό­τητα Μπουσκάνι. Επειδή ήταν ανάγκη να φυγή για να λειτουργήση, άφησε τον νέο μόνο του στο κελλί του καί, όταν επέστρεψε, δεν εύρηκε ούτε τον νέο, ούτε τον σταυρό πού είχε στο τραπέζι του. Τότε ό Γέρο­ντας προσευχήθηκε επίμονα να έπιστρέψη ό νέος τον σταυρό. Μετά από κάποιο καιρό, ό νέος επέστρεψε με μελανιασμένο καί πληγωμένο το πρόσωπο του καί έ­χοντας στα χέρια τον σταυρό. Διηγήθηκε στον Γέρο­ντα ότι κάθε νύκτα κάποιος τον ξυπνούσε καί τον κτυ­πούσε με τον κλεμμένο σταυρό. Κι αυτός μη μπορώ­ντας να ύπομείνη άλλο τα βάσανα καί τα κτυπήματα, έφερε τον σταυρό πίσω. Ό Γέροντας τον δέχθηκε, του καθάρισε τίς πληγές, του έδωσε να φάγη φαγητό καί τον συνεχώρησε γι’ αύτη την πράξι του. Καί από πά­νω του έδωσε καί χρήματα για τον κόπο του. Μία μα­θήτρια του τον ερώτησε πόσα χρήματα του έδωσε, καί ό πατήρ της απήντησε: «”Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου καί όσα έπιασα του τα έδωσα».
Δύο τρία χρόνια πρίν από τον θάνατο του, έλεγε: «Εγώ δεν πεθαίνω πλέον για μένα, αλλά για τους άλ­λους».
Το άγιο τέλος του
Στίς 8 Ιουνίου του 1996 είπε στους μαθητές του πώς θα τον ενταφιάσουν: «Τα ρούχα της κηδείας μου τα έχω κάτω από το κρεββάτι μου, είναι όλα παλαιά, αλλά με αυτά να με ενδύσετε. Φέρετρο να μη μου κά­νετε, αλλά να με περιτυλίξετε με την ψάθα μου. Οι δύο σταυροί πού θα βάλετε στον τάφο μου, ο ξύλινος και ό πέτρινος, ήδη είναι έτοιμοι. Όμοίως έχω έτοιμα μερικά κεριά και πετσετάκια. “Οταν θα πεθάνω, να μη με κρατήσετε πολύ, αλλά να με θάψετε γρήγορα, την δεύτερη ημέρα. Το βράδυ να με φέρετε στην εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αλλά να μη με βάλετε επάνω σε τραπέζι ή σε κάποιο άλλο κάθισμα, αλλά κάτω στο τσιμέντο, μετά την πόρτα της εκκλησίας. Στό κεφάλι μου να μου ανάψετε ένα καντήλι. Ό τάφος μου να εί­ναι στην άκρη της λίμνης, μαζί με τους νεκρούς του λάου και να μη τον περιφράξετε με κιγκλίδωμα ή κάτι άλλο». (Στό Κοιμητήριο της μονής Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί από το Βουκουρέστι. Αυτό συμβαίνει καί σ’ άλλα μοναστή­ρια πού είναι δίπλα σε οικισμούς).
Ό π. Ηλίας έγνώριζε από πριν την ήμερα του θα­νάτου του.’Ενας μαθητής του, ό Κωνσταντίνος, από το Βουκουρέστι, διηγείται:
«Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ήμουν στον Γέροντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Μου είπε ότι δεν έχει φάει σχεδόν τίποτε ολόκληρη την περίο­δο της νηστείας των Χριστουγέννων. Συνωμΐλησα μα­ζί του περίπου μία ώρα. Πριν αναχωρήσω του ευχή­θηκα: «Να δώση ό Θεός καί πάλι την υγεία σου, Γέ­ροντα, καί για πολλά ακόμη χρόνια».Ό Γέροντας μ’ έκοΐταξε καί μου είπε: «Ναί, αλλά πώς το λέγεις εσύ, εάν έλθη το βιβλίο να γραφτώ για μετά από δύο εβδο­μάδες; Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια!» Καί ακριβώς μετά από δύο εβδομάδες, δηλ. στις 8 Ιανουαρίου 1997, έκοιμήθη ό Γέροντας.
Λίγες ήμερες πριν από τον θάνατο του έκάλεσε τον αποθηκάριο της Μονής, του έδωσε ό,τι είχε στο κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί του είπε: «Από τώρα δεν θα έχω ανάγκη άπ’ αυτά, επειδή σε λί­γες ήμερες θα πεθάνω!»
Στίς 5 Ιανουαρίου 1997 έγραψε σ’ ένα σημείωμα και το έβαλε σε μια περίοπτη θέσι για να το διαβά­σουν όλοι οί μοναχοί. “Εγραφε.«Αδελφοί μου, εγώ πεθαίνω, ελάτε να συμφιλιωθούμε». Την ίδια ημέρα έζήτησε συγχώρησι από τον ηγούμενο καί τον εκκλη­σιαστικό.
Ή 8η Ιανουαρίου συνέπεσε να είναι Τετάρτη. Την ημέρα αυτή στο μοναστήρι Τσερνίκα τελείται το άγιο Εύχέλαιο. Ή Ελένη, μια μαθήτρια του, ήλθε α­πό το πρωί στον Γέροντα, του φίλησε το χέρι κι εκεί­νος της είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία, στο άγιο Εύ­χέλαιο καί μετά να ελθης από μένα, διότι σήμερα πρέ­πει να αναχωρήσω». Μετά το Εύχέλαιο, μαζί με δύο άλλες μαθήτριες του, επέστρεψαν στον Γέροντα. Τον εύρήκαν να κάθεται σ’ ένα κάθισμα, μπροστά από τοκελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τους είπε πολ­λές φορές: «Βλέπω ένα μεγάλο φως, βλέπω ένα μεγά­λο φως!» Οί κοπέλες, άκούοντας αυτά τα λόγια του, άρχισαν να διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στο κελλί του, οπού μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε καί παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό, πού αγάπη­σε καί εργάσθηκε μέχρι την όσία κοίμησή του. Απέθα­νε κρατώντας αναμμένο το κερί στο χέρι του. Έκοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων την προηγούμενη η­μέρα. Το πρόσωπο του ήτο λαμπρό μέχρι την στιγμήπού τον έβαλαν στον τάφο.
Ενταφιάσθηκε, όπως το έζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος με την ψάθα του. Κατά την ώρα πού μετέ­φεραν το σκήνωμα του στο κοιμητήριο, έβγαινε από το σώμα του μία θαυμάσια ευωδιά, όπως ώμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί, καί ιδιαίτερα αυτοί πού τον ένεταφίασαν.Ή ταπείνωσις ήτο εκείνη πού τον συνώδευσε μεχρι το κατώφλι του θανάτου του.
Ιδού τι γράφτηκε ε­πάνω στον τάφο του καί στον ξύλινο σταυρό:«Έπέρασα αυτή την ζωή με φαινομενική καλωσύνη καί με πολλή κακία». Τα λόγια αυτά τα έγραψε ό ίδιος και ζήτησε να γραφτούν στον τάφο καί στον σταυρό του.
Όσιε Γέροντα Ηλία, παρακάλεσε τον Θεό καί για εμάς τους αμαρτωλούς!
Από το βιβλίο ”Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας”Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη”

Κυριακή Ζ’ Λουκά -Η σωτήρια επαφή († Αρχ. Χριστόδουλος Φάσσος)

undefined
Λουκ. Η’ 40-56
Το ιερό Ευαγγέλιο που ακούσαμε, αγαπητοί μου αδελ­φοί, μας περιγράφει δύο εξαίσια θαύματα του Κυρίου. Το ένα είναι η θεραπεία της αιμορροούσης γυναίκας και το άλλο η ανάσταση της νεκρής θυγατέρας του Ιαείρου.
Να σταθούμε για λίγο στο πρώτο θαύμα. Ο Κύριός μας βαδίζει προς το σπίτι του Ιαείρου. Τον ακολουθεί όχλος πολύς· γίνεται συνωστισμός, Τον συνθλίβουν. «Οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι», λέει το Ευαγγέ­λιο. Και ανάμεσά τους είναι η άρρωστη αυτή γυναίκα. Αυτή έχει ένα λογισμό στο μυαλό της: Εάν πάω κοντά κι αν ακουμπήσω επάνω Του, θα θεραπευτώ(Ματθ. Θ’, 21). Ο λογισμός συνοδεύεται με πολύ βαθιά και ζωντανή πίστη, ότι δηλα­δή είναι ο Υιός του Θεού, ότι είναι ο Θεός, ότι είναι ο Παντοδύναμος ιατρός. Αν πλησιάσω, λοιπόν, και εγγίσω επάνω Του, θα θεραπευτώ. Το λογισμό τον έκανε πράξη, όπως ξέρετε. Ήρθε μπροστά, ακούμπησε και θεραπεύτηκε εκείνη τη στιγμή.
Ο Κύριος ως παντογνώστης όλα τα γνωρίζει· για να κοινοποιηθεί όμως αυτό και για να διδασκόμαστε εμείς σήμερα, ρωτάει: «Τίς μου ήψατο των ιματίων;» (Μαρκ. Ε’, 30), ποιός ακούμπησε τα ενδύματά μου; Το ερώτημα αυτό, αν όχι αστείο, είναι τουλάχιστον ακατανόητο για όλους και ιδιαίτερα για τους μαθητάς, οι οποίοι είναι πλάι και Τον ακούν. Ο Πέτρος λέει: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι», Κύριε, ο κόσμος πέφτει επάνω σου, σε έχει λιώσει κι εσύ λες «τίς μου ήψατο;», ποιός με ακού­μπησε; Ο Κύριος απαντάει: «Ήψατό μου τις», με ακού­μπησε κάποιος με κατιτί το ξεχωριστό. Ναι, οι όχλοι με συνθλίβουν, με συνέχουν, αλλά κάποιος με ακούμπησε, αφού είχε έναν ξεχωριστό λογισμό στο μυαλό του κι αφού είχε μια ιδιαίτερη πίστη στη δύναμή μου και στη θεότητά μου μέσα στην καρδιά του. Η γυναίκα ομολόγησε, όπως ακούσατε στο Ευαγγέλιο. Ο Κύριος την επαίνεσε και της είπε ότι εσώθη δια της πίστεώς της και εν συνεχεία πήγε στο σπίτι του Ιαείρου.
Είπα να σταθούμε σ’ αυτό, αγαπητοί αδελφοί, διότι με αυτό το σημερινό θαύμα αποκαλύπτονται, για άλλη μια φορά, τα αποτελέσματα τα οποία έχει η σωτήρια επαφή του ανθρώπου με το Θεό. Δια μέσου όλων των αιώνων αναρίθμητες μυριάδες χριστιανών το επεδίωξαν, όπως και εμείς που είμαστε εδώ σήμερα, αυτό θέλουμε να επιτύχουμε. Θέλουμε να έχουμε μία επαφή με το Θεό, μία όχι απλώς συνάντηση, αλλά μία επαφή σαν αυτό που έκανε η αιμορροούσα γυναίκα. Αυτό ζητάει ο καθένας μας να κάνουμε, αυτό ζητούν όλοι οι χριστιανοί, αυτοί που έχουν κάποια επίγνωση. Αυτό θέλουμε. Τί δηλαδή; Με ποιόν τρόπο θα μπορέσουμε να ακουμπήσουμε επάνω Του, για να θεραπευτούμε, όχι μόνο από τις αρρώστιες τις σωματικές αλλά κι από τις ψυχικές, και για να βρούμε τη λύση στα προβλήματά μας και τις ανάγκες μας. Πώς θα γίνει αυτή η επαφή; Πώς θα γίνει αυτό το άγγιγμα του Κυρί­ου; Τότε ήταν ανάμεσα τους και το έκανε η αιμορροούσα.
Η Εκκλησία μας δια της Αγίας Γραφής μας παρου­σιάζει τους τρόπους. Στις Πράξεις των Αποστόλων, στο πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο, λέγει ότι οι πρώτοι χρι­στιανοί – το θυμόσαστε πολύ καλά – «ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη διδαχή των αποστόλων και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (Πράξ. Α’, 14 και Β’, 42). Προσέξτε αυτά τα τρία πράγματα που οι χριστιανοί προσκαρτερούσαν. Σ’ αυτά επάνω επέμεναν κι απ’ αυτά ακριβώς τα τρία προσδοκούσαν, περίμεναν. Τί περίμεναν; Αυτό που είπαμε πριν. Αυτή τη σωτήρια επαφή.
Ποιά είναι αυτά τα τρία;
- Η διδαχή των Αποστόλων
- Η κλάση του άρτου
- Η προσευχή
Η Εκκλησία παρουσιάζει τρία πράγματα, για να γίνεται η σωτήρια επαφή με τον Κύριο. Το ένα είναι η προσευχή. Το άλλο είναι η διδαχή των αποστόλων, η μελέτη δηλαδή του λόγου των αποστόλων, του λόγου του Θεού. Και τρίτον είναι η Μυστηριακή ζωή. Δεν θέλω τώρα να αναπτύξουμε κάθε ένα ξεχωριστά, αλλά να υπογραμμίσω μερικά σημεία.
Η προσευχή δεν είναι απλώς ένας διάλογος, δεν είναι μία επικοινωνία, αλλά είναι μία ταύτιση. Η προσευχή, όπως λένε οι δικοί μας Πατέρες της Εκκλησίας, όταν γίνεται με αυτοσυγκέντρωση, όταν γίνεται με δύναμη, όταν γίνεται με κάθαρση του εσωτερικού μας, όταν συνο­δεύεται από αυτοκυριαρχία, εγκράτεια και νηστεία, τότε η προσευχή δεν είναι απλή επικοινωνία, είναι ταύτιση, είναι θέωση. Το ξέρετε καλά, το διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι με την προσευχή ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος «των ακτίστων ενεργειών του Θεού» (Γρ. Παλαμά, Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων Λόγος 2, 3 ΕΠΕ 2, 454,20). Συγκε­κριμένα επάνω σ’ αυτό έχει γίνει ολόκληρη θεολογική συζήτηση και διορθόδοξοι Σύνοδοι την εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αντιδίκου του, του Καλαβρού Βαρλαάμ (από την Καλαβρία της Ιταλίας), όπου απεφάνθησαν ότι ο άνθρωπος γίνεται και μέτοχος του «ακτίστου φωτός» και λούζεται και ταυτίζεται και ενώνε­ται με το άκτιστο Φως του Θεού, που είναι άκτιστη ενέρ­γεια του Θεού, και γίνεται η θέωση του ανθρώπου (Βλ. Ιωάννη Ρωμανίδη, Ρωμαίοι ή Ρωμιοί Πατέρες της Εκκλη­σίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, έκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984). Αυτό είναι η προσευχή. Η πρώτη, λοιπόν, σωτήρια επαφή θα γίνει δια της προσευχής.
Δεύτερον είναι η μελέτη, ο λόγος του Θεού. Ξέρετε ότι ο Λόγος, άμα τον γράψεις με κεφαλαίο λάμδα, είναι ο Χριστός. Όταν τον γράφουμε με μικρό, είναι τα ρήματα του Θεού, τα λόγια Του. Όταν μελετώ, όταν έχω μπρο­στά μου, όταν έχω στην αγκαλιά μου, όταν έχω επάνω στο γραφείο μου κι όταν διαβάζω με προετοιμασία ψυχι­κή το λόγο (με μικρό λάμδα), τα λόγια του Θεού, τότε έχω μπροστά μου το Λόγο, που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Είναι μεγάλο πράγμα! Μήπως σκεφτήκατε γιατί ο Υιός του Θεού λέγεται Λόγος; Γιατί ο Λόγος είναι εκείνος όχι μόνο που φωτίζει τον άνθρωπο και τον κατευθύνει και τον καθοδηγεί, αλλά τον φέρνει σε επαφή και επικοινωνία με το Θεό. Γι’ αυτό όσοι το κάνανε αυτό, όσοι μελετούσαν με προσοχή, με ευλάβεια, με φόβο, με προσπάθεια βιώσεως του λόγου του Θεού, αυτοί ένοιωθαν αυτή την ένωση, όχι μόνο σαν φωτισμό αλλά και σαν γλύκα: «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου» (Ψαλμ. ΡΙΗ’, 103). Ο Δαυίδ λέγει ότι είχε μία γλύκα στο στόμα του.
Διαβάζω σε βιβλία για ασκητάς και ανθρώπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι μετά από την πολλή προσευχή και μετά από τη μελέτη του λόγου του Θεού αισθάνονται στο στόμα τους μία γλύκα. Αυτό είναι μία μαρτυρία που δίδεται στις ημέρες μας. Μου έλεγε μία ευλαβής μοναχή ότι είχανε έναν ευλαβέστατο ιερέα στο Μοναστήρι τους – στη Γορτυνία – και έκανε νηστεία τριήμερη. Μελετούσε συνέχεια το λόγο του Θεού. «Όταν πηγαίναμε», λέει, «κοντά του για να μας μιλήσει, το στόμα του είχε μια μοσχοβολιά· κι όταν κάποτε φτιάξαμε εμείς εδώ στο Μοναστήρι μας ένα λιβάνι, της είπε ο Ιερέας αυτός, ο εφημέριός τους: «Αυτό το λιβάνι πώς το φτιάξατε; Αυτό μυρίζει, όπως μυρίζει το στόμα μας, όπως μυρίζει η ύπαρξή μας». Έκρινε από τον εαυτό του αυτός. Νόμιζε ότι όλοι εμείς το ίδιο είμαστε». Λοιπόν μετά από την προσευχή και τη μελέτη του λόγου του Θεού έρχεται η ένωση μετά του Θεού.
Τέλος είναι η μυστηριακή ζωή, τα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Όλες οι αγιαστικές πράξεις, από τον αγιασμό, από τον εσπερινό, από τον όρθρο, από τις ακο­λουθίες όλες της Εκκλησίας μας και από όλα τα μυστήρια, με κορύφωση τη Θεία Λειτουργία, είναι δρόμοι που μας φέρνουν σε ένωση και επικοινωνία με το Θεό και σ’ αυτή τη σωτήρια ταύτιση και σ’ αυτό το άγγιγμα, στο «ήψατό μού τις», στο «κάποιος με άγγιξε».
Η Εκκλησία μας προβάλλει αυτούς τους τρόπους, οι οποίοι ιδιαιτέρως πραγματοποιούνται μέσα στο χώρο του ναού. Ειδικώς δε κορυφώνονται στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στη Θεία Λειτουργία έχουμε την κατ’ εξο­χήν προσευχή και την κορύφωσή της. Έχουμε όλο το Λόγο του Θεού. Από την ώρα που αρχίζουμε τα ανα­γνώσματα, ό,τι διαβάζουμε, ό,τι ψέλνουμε, όλα είναι ο λόγος του Θεού· και επιπλέον έχουμε και το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας επί της Αγίας Τραπέζης. Γι’ αυτό όλοι οι ευλαβείς και πιστοί χριστιανοί ήσαν προσκολλημέ­νοι στην Εκκλησία και στις ακολουθίες της. Καμιά φορά μερικοί – τάχα φωτισμένοι, τάχα με ευρύτητα – σου λένε: Συνέχεια εσπερινό θα πηγαίνουμε; Όμως ο εσπερινός και όλα αυτά που αναφέραμε είναι δρόμοι, που φέρνουν την ψυχή του ανθρώπου να αγγίξει το Θεό και να προσεγγί­σει το Χριστό μας.
Δεν σας κάνει εντύπωση σήμερα ο άγιος Νέστορας, τον οποίον τιμά η Εκκλησία μας; Είχε ευλογία από τον άγιο Δημήτριο να πάει να αντιμετωπίσει το Λυαίο. Αλλά πριν ξεκινήσει, πήγε να γίνει αυτό το άγγιγμα· πήγε, λέει το Συναξάρι, στο παράθυρο της φυλακής και άπλωσε ο άγιος Δημήτριος το χέρι του και το ακούμπησε επάνω του. Είναι αυτή η απτή, η αισθητική ένωση. Ακούμπησε ο Αγιος το χέρι του επάνω στο κεφάλι του και του είπε: Θα πας και θα πολεμήσεις και θα τον νικήσεις και θα μαρτυρήσεις για το Χριστό. Το άθλημα αυτό έγινε, αφού προηγουμένως έγινε αυτό το σωτήριο άγγιγμα δια μέσου του αγίου Δημητρίου με το Θεό. Δηλαδή φαίνεται εδώ η θέση που έχουν οι Αγιοι και τα λείψανά τους και όλα τα αγιωτικά πράγματα που έχουμε στην Εκκλησία μας και πως με όλα αυτά ο άνθρωπος έρχεται στη σωτήρια ένωση με το Θεό.
Θα σας αναφέρω μόνο λίγα λόγια ωραιότατα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου γι’ αυτό το περιστατι­κό, εξ αφορμής του σημερινού Ευαγγελίου, και για το μέσον αυτό της Θείας Λατρείας. Λέγει ο άγιος Ιωάννης: «Αψώμεθα τοίνυν και ημείς του κρασπέδου τού ιματίου αυτού», ας αγγίξουμε και εμείς την κάτω μεριά απ’ το ιμάτιο του Χριστού. «Μάλλον δε, εάν θέλωμεν, όλον αυτόν έχωμεν», καλύτερα, λέει, αν θέλουμε όχι να ακου­μπήσουμε το ιμάτιό του, αλλά να έχουμε ολόκληρο το Χριστό. «Και γαρ και το σώμα Αυτού πρόκειται νυν ημίν», και διότι το σώμα Του είναι μπροστά μας τώρα. «Ου το ιμάτιον μόνον, ουχ ώστε άψασθαι μόνον, αλλ’ ώστε και φαγείν», όχι μόνο τα ιμάτιά Του, όχι μόνο να το ιδείς με τα μάτια σου το σώμα του Κυρίου, όχι μόνο να το ακουμπήσεις (μπορείς να βάλεις το χέρι σου να το ακουμπήσεις), αλλά να το φάγεις, να το πάρεις μέσα σου, να το μασήσεις, να το κάνεις τροφή σου, να ενωθεί με σένα, να γίνει ένα με σένα, να γίνει αίμα σου, σάρκα σου και κόκκαλά σου. «Ει γαρ οι του κρασπέδου του ιματίου αυτού αψάμενοι τοσαύτην είλκυσαν δύναμιν», εάν εκείνοι που ακουμπάνε μόνο το ιμάτιο, αν εκείνοι που ακουμπάνε και προσκυνάνε τα λείψανα των Αγίων και τις εικόνες τις θαυματουργές, αν εκείνοι παίρνουν τόση δύναμη, «πόσον μάλλον οι όλον Αυτόν κατέχοντες», πόσο μάλλον εκείνοι που κατέχουν ολόκληρο το Χριστό.
Αγαπητοί αδελφοί, προλαμβάνω ένα ερώτημα που μπορεί να γεννηθεί στο μυαλό σας. Μπορεί να πείτε: Αυτά τα ήξερα. Και είμαι βέβαιος ότι τα ξέρετε. Τά ‘χω διαβάσει πολλές φορές και τα χρησιμοποιώ κιόλας. Και προσεύχομαι και διαβάζω το λόγο του Θεού και δεν φεύγω από την Εκκλησία καθόλου, αλλ’ όμως δεν αισθάνομαι αυτό το πράγμα.
Διάβαζα αυτές τις μέρες το βίο του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Είναι ενα ογκώδες βιβλίο. Τι να σας πω! Τόσο πολύ με έχει εντυπωσιάσει! Στην προσευχή του, που λέγαμε πριν, συνέχεια έβλεπε οράματα, τα οποία έβλεπαν και εκείνοι που ήσαν μαζί του στο δωμάτιο που προσηύχετο. Δεν ήταν της φαντασίας του. Δεν ήταν κάτι που αυτός μόνο το έβλεπε, αλλά ήταν κάτι που το βλέπανε και οι άλλοι, που ήσαν μέσ’ το δωμάτιο. Όταν αυτός εκστα­σιαζόταν, έμενε εκεί. Ενώ προσηύχετο ακίνητος, έβλεπαν κι αυτοί την Παναγία και τους Αγίους. Όλα ακριβώς όσα έβλεπε εκείνος, τα έβλεπαν κι οι άλλοι (Πρβλ. Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, εκδ. Ι. Μ. Ωρωπού Αττικής, σελ. 238-242). Λοιπόν μπορεί να μου πει κανείς: Το κάνω, αλλά δεν βλέπω τέτοια πράγματα. Που είναι αυτά που διαβάσαμε; Έκανα κι εγώ τις ίδιες σκέψεις με σας, όταν τα διάβαζα. Τούτο μόνο να σας πω: Το πόσο θα αντλήσουμε χάρη και θα πάρουμε ίαση – η γυναίκα αυτή ήντλησε ίαση, αυτή η αιμορροούσα θεραπεύτηκε – ας μην το εξετάσουμε αυτό. Δεν είναι δικό μας θέμα. Εξαρτάται από το Θεό. Ας το αφήσουμε. Εμείς να προσέξουμε να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα. Να χρησιμοποιήσουμε τους τρεις τρόπους αυτούς, με τους οποίους ερχόμαστε σε επικοινωνία με τον Κύριό μας: Προσευχή, μελέτη του λόγου του Θεού, μυστηριακή ζωή, Θεία Κοινωνία. Ας τα προσέξουμε αυτά κι ας προσέξουμε τα κίνητρά μας να είναι αγνά και καθαρά. Και να είναι η επαφή μας με το Θεό με όλο μας το είναι.
Θα σας πω κάτι με μας τους μοναχούς. Εμείς σηκω­νόμαστε από τα άγρια χαράματα και διαβάζουμε, διαβά­ζουμε, διαβάζουμε. Μετά στη ζωή μας μέσα έχουμε ενδείξεις· μερικές φορές είναι εμφανείς, άλλοτε τις ξέρει ο καθένας για τον εαυτό του. Τις ξέρει πιο καλά ο Θεός. Θέλω να πω ότι πρέπει να κάνουμε προσπάθεια και η προσπάθειά μας να έχει αγαθά κίνητρα. Ο πόθος μας, η λαχτάρα μας να μην είναι μόνο να διαβάσω, να κάνω την ακολουθία μου, να κάνω τον Κανόνα μου, αλλά να ενωθώ με το Χριστό μου. Με τη μελέτη, με την προσευχή, με τον εκκλησιασμό, με τον εσπερινό, με τον όρθρο, με τον αγια­σμό, με το ευχέλαιο, με την εξομολόγηση, με τη Θεία Μετάληψη να ενωθώ με τον Κύριό μου. Αυτό θα είναι ο πόθος μου, το κίνητρό μου. Όχι μια τυπική προσέλευση. Πόσο καιρό έχω να μεταλάβω; Πρέπει να μεταλάβω. Πρέπει να γίνεται συνέχεια μια δουλειά μέσα στον εσωτε­ρικό μου κόσμο. Ένας πόθος και μία επιθυμία.
Ιδιαιτέρως δε ήθελα να προσέξουμε το εξής: Συνήθως ανάβει μέσα μας μία τέτοια επιθυμία στις ώρες της ανά­γκης. Έχω μια αρρώστια, μια δυσκολία, μια περιπέτεια επαγγελματική, οικογενειακή, τότε έρχεται βέβαια προ­σευχή περισσότερη. Δεν θέλω να το κακίσω αυτό, δεν το απορρίπτω. Αλλά προσέξτε, διότι αυτό έχει μέσα του κάτι το ύποπτο. Το κάνω αυτό, νομίζω, έτσι σαν μια μαγεία θα μου λυθούν και τα προβλήματά μου. Όχι έτσι όμως, αλλά εφ’ όρου ζωής. Από το πρωί ως το βράδυ θα υπάρχει αυτή η διάθεση. Θα υπάρχει αυτή η λαχτάρα. Θα υπάρχει αυτός ο πόθος. Κι όταν υπάρχει αυτή η διά­θεση, ο καλός Θεός θα μας αξιώσει να έχουμε κι εμείς αυτά τα σωτήρια αποτελέσματα που είχε και η αιμορροούσα γυναίκα.
Με χαρά βλέπω πολλούς αδελφούς πνευματικούς, με τους οποίους συνδεόμεθα από 40 και πλέον χρόνια, και αισθάνομαι πολλή συγκίνηση και νοιώθω τη διάθεση να ευχαριστήσουμε τον Κύριο, και σας να ευχαριστήσω, γιατί σήμερα που μας δόθηκε αυτό το ιερό ανάγνωσμα και κάνουμε αυτές τις σκέψεις και έχουμε μπροστά μας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, σήμερα ας ενισχύσουμε ο ένας τον άλλον, όπως τότε που ξεκινήσαμε και ήμαστε ακόμα νέα παιδιά, ενώ τώρα είμαστε ασπρομάλληδες. Έτσι να κάνουμε, να συνεχίσουμε σ’ αυτόν το δρόμο, σ’ αυτήν την πορεία, με αυτήν τη συναίσθηση που είπα προηγουμένως, για να έχουμε τα σωτήρια αποτελέσματα. Αμήν!
(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...