Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Φάσσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Φάσσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαΐου 09, 2015

Η στάμνα της Σαμαρείτιδος. (†) Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου

Η στάμνα της Σαμαρείτιδος

Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου


Αυτή η ευαγγελική περικοπή, αδελφοί μου, που δια­βάσαμε, η συνομιλία του Κυρίου μας με τη Σαμαρείτιδα, είναι μία από τις ωραιότερες αλλά και διδακτικότερες σελίδες της ευαγγελικής διηγήσεως. Ο Κύριός μας αποκαλύπτει στη συνομιλία Του με τη γυναίκα αυτή αλή­θειες δογματικές, θεολογικές και λατρευτικές, τις οποίες για πρώτη φορά ακούμε και διαβάζουμε μέσα στο Ευαγγέλιο.

Οταν διάβαζα προ ολίγων ημερών για να προετοιμα­στώ για τη Θ. Λειτουργία, στάθηκα σε μία φράση, η οποία με προβλημάτισε. Η φράση αυτή είναι στο τέλος της συνομιλίας του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα. Οπως θυμάστε, ο Κύριος ήρθε κουρασμένος και κάθισε στο πηγάδι. Οι μαθητές έφυγαν για να αγοράσουν τρόφιμα. 

Ο Ιωάννης φαίνεται ότι έμεινε μαζί Του΄ γι' αυτό και περιγράφει τόσο λεπτομερώς αυτή την υπέροχη συζήτηση μεταξύ του Κυρίου και της Σαμαρείτιδος. Και αφού ο Κύριος απεκάλυψε αυτές τις αλήθειες, που σας είπα, και έφερε τη γυναίκα αυτή σε συναίσθηση της καταστάσεώς της, δημιουργήθηκε εκεί με τη Χάρη του Θεού μία μετα­βολή στον εσωτερικό της κόσμο, ώστε να καταλάβει την αμαρτωλή κατάστασή της και συγχρόνως να ανάψει μέσα στην καρδιά της ένας ζήλος για να μεταφέρει αυτό το μήνυμα: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιω. Α', 42). 
Διότι της απεκάλυ­ψε ο Κύριος ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας, πράγμα που δεν το είχε αποκαλύψει σε κανέναν. Και μόλις ήρθαν οι μαθη­τές, φέροντες τα τρόφιμα, αυτή έφυγε για να πάει να αναγγείλει το μήνυμα.

Στο σημείο αυτό ο Ευαγγελιστής έχει αυτή την πρό­ταση, που σας είπα ότι με προβλημάτισε. Λέει: «Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει, τοις ανθρώποις» (Ιω. Δ', 28).

 Οταν διαβάζει κανείς τα προηγούμενα, που είναι υψηλού θεολογικού περιεχομένου μηνύματα, και μετά έρχεται στη φράση: «Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή...», ότι άφησε η γυναίκα τη στάμνα της εκεί πέρα και έφυγε, νομίζει ότι είναι αυτός ο στίχος μία ασήμαντη και ίσως περιττή λεπτομέρεια, την οποίαν αναγράφει ο Ευαγγελιστής. Αλλά σκέφτηκα΄ υπάρχουν ασήμαντα και περιττά, λέξεις και φράσεις ασήμαντες και περιττές στην ευαγγελική διήγηση; Υπάρχουν;

Οι μαθητές είχαν μία εμπειρία τριών χρόνων που συνανεστράφησαν τον Κύριο κι έπρεπε να γράψουν λίγες σελίδες ευαγγελικές, με την πλούσια αυτή εμπειρία που είχαν. Επρεπε να επιλέξουν τα πλέον σημαντικά. 

Μεταξύ, λοιπόν, των πλέον σημαντικών να βάζουν αυτή τη φράση, που εγώ τη θεωρώ ότι είναι ασήμαντη και κάπως περιττή; Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, συγκεκριμέ­να, ο οποίος γράφει το περιστατικό, λέει: «έστι δε και άλλα πολλά» (Ιω. ΚΑ', 24) από όσα έκαμε και δίδαξε ο Κύριος, τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ευαγγέλιο΄ και αν γραφό­ντουσαν, ούτε ο κόσμος δεν θα χώραγε τα γραφόμενα βιβλία. 
Οταν λοιπόν υπάρχει τέτοια στενότητα χώρου, σκέπτομαι, θα κατανάλωνε έναν στίχο για να γράψει μία περιττή φράση, μία ασήμαντη φράση; Δεν φαντάζομαι. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η φράση αυτή, ότι άφησε η γυναίκα την υδρία της και πήγε μέσα στην πόλη να φέρει το μήνυ­μα, δεν είναι ασήμαντη.
Είναι πολύ σημαντική και από τη φράση αυτή αποκαλύπτονται πτυχές της  ψυχολογίας, μυστικές πτυχές της ψυχολογίας της γυναίκας, με τις οποίες ολοκληρώνεται η προσωπικότητά της. Επί πλέον με αυτή τη φράση, ότι η γυναίκα άφησε τη στάμνα της, δίνει και σε μας κάποια μηνύματα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Ας την αναλύσουμε λοιπόν. Τί εξήγηση να δώσουμε; Γιατί άφησε τη στάμνα της; Θα μπορούσε να πει κανείς σαν πρώτη εξήγηση ότι την ξέχασε. Την ξέχασε, για να πάει να φέρει το μήνυμα. Αλλά κάθε μέρα, ή μέρα παρά μέρα, ερχότανε να πάρει νερό για τη λάτρα του σπιτιού και να πιει η πολυμελής οικογένεια, την οποίαν είχε. 

Τώρα λοιπόν γι' αυτό το λόγο ήρθε. Είναι δυνατόν να έφυγε με άδεια χέρια; Να μην πάρει τη στάμνα γεμάτη νερό για τη χρεία; Αλλά, αδελφοί μου, η σημερινή μέρα δεν είναι σαν τις άλλες. Σήμερα δεν είναι σαν τις άλλες μέρες που έπαιρνε νερό και πήγαινε στο σπίτι της. 
Σήμε­ρα συνέβη γεγονός, το οποίον είναι συγκλονιστικό γι' αυτή. Η συνάντησή της με τον Κύριο και η συνομιλία της μαζί Του έφερε μία μεταβολή και αναστάτωση και ανα­τροπή, θα έλεγα, σε ολόκληρο τον ψυχικό της κόσμο και στα όσα ως τώρα κυριαρχούσαν μέσα της. 
Αυτή η μετα­βολή δεν είναι δική μου κρίση, αλλά καταφαίνεται από τα λόγια τα οποία πήγε και είπε, μόλις συνάντησε τους συμπατριώτες της. Λέει: «Δεύτε ίδετε άνθρωπον (ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο) ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιω. Δ', 29). 
Αυτές οι λέξεις «είπέ μοι πάντα όσα εποίησα...» δείχνουν έναν εσωτερικό κόσμο, ο οποίος έχει αναστατωθεί, ο οποίος έχει ανακαινισθεί. Ελάτε να δείτε κάποιον που μου φανέρωσε ό,τι έχω κάμει στη ζωή μου΄ «μήτι ούτός εστιν ο Χριστός;» (Ιω. Δ', 29). Αυτή έχει βεβαιωθεί ότι είναι ο Χρι­στός, διότι της το ομολόγησε ο Κύριος και το βεβαίωσε΄ αλλά το λέει έτσι για να κινήσει το ενδιαφέρον. 
Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι σήμερα έγινε κάτι κοσμογονικό μέσα στην καρδιά της. Λέει ο ι. Χρυσόστομος: «Ούτως υπό των ειρημένων ανήφθη, ώστε και την υδρίαν αφείναι και την χρείαν δι' ην παρεγένετο» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG). 
Από όσα της είπε ο Χριστός άναψε τέτοια φωτιά μέσα της, ώστε και τη στάμνα και τη δίψα να ξεχάσει. Το σκοπό για τον οποίο ήρθε, να ξεδιψά­σει αυτή και η οικογένειά της, τον ξεχνάει. Από τί; Από τη φωτιά που άναψε μέσα της.
Εν πάση περιπτώσει είναι δυνατόν να την ξέχασε τη στάμνα, αλλά είναι και δυνατόν να την άφησε εσκεμμένα εκεί. Γιατί να την άφησε εσκεμμένα; Διότι από αυτή την ημέρα και μετά, από αυτή τη συνομιλία, όπως είπα, ένας καινούργιος κόσμος έχει ανοιχθεί μπροστά της και με και­νούργια μέτρα μετράει τώρα τα πράγματα της ζωής. 

Λέει ένας ερμηνευτής: «Διατίθεται η γυνή προς το ύδωρ ως ο Ιησούς μετ' ολίγον εις τον άρτον» (Βλ. Τρεμπέλας Π. Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. «Σωτήρ», σελ. 153). Ο Κύριός μας, όταν πήγαν οι μαθητές και του έφεραν το ψωμί, τους είπε: Εγώ έφαγα. Την ξέχασε τη σωματική Του πείνα με όσα είχε ειπωμένα με τη Σαμαρείτιδα. 
Οπως ο Κύριος ξέχασε την πείνα, έτσι ξέχασε κι αυτή τη δίψα. Έτσι ξέχασε τώρα και το σταμνί. Γιατί; Γιατί είναι δευτερευούσης σημασίας πράγματα. Διότι άλλα πράγματα τώρα πήραν την πρώτη θέση μέσα στη ζωή της και την πολιτεία της.
Αλλά ακόμα, αδελφοί μου, αυτή η στάμνα η εγκατα­λελειμμένη είναι γι' αυτή τη γυναίκα μία ανάμνηση, αν θέλετε, αντιπροσώπευση της ζωής που έκανε ως τώρα. Δεν τη θέλει πια αυτή τη ζωή. Την εγκαταλείπει αυτή τη ζωή. 

Καινούργια ζωή αρχίζει και ως εκ τούτου μπορεί να εγκαταλείψει και τη στάμνα, διότι της θυμίζει την απο­γοήτευση που δοκίμασε ζώντας χωρίς το Χριστό. Δεν το έβλεπε πρώτα αυτό, τώρα το βλέπει. Γιατί τώρα γνώρισε το Χριστό. Τώρα άκουσε τη διδασκαλία Του. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της τα πνευματικά και έτσι, ας πούμε, η στάμνα, σαν ένας αντιπρόσωπος εκείνης της παλιάς ζωής, της είναι πλέον περιττή. 
Λέει ένας ερμηνευτής: «Ούτως άρα ταχέως προετίμησε το ύδωρ του Χριστού της του Ιακώβ πηγής» (Βλ. Τρεμπέλας Π. Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. «Σωτήρ», σελ. 153). Ξεχνάει τη δίψα. Προτιμάει το νερό που έδωσε ο Χριστός. Το ύδωρ το ζων, που όποιος πιει απ' αυτό, καθώς της είπε, δεν ξαναδιψάει. 
Προτιμάει αυτό το νερό παρά το νερό απ’ το πηγάδι του Ιακώβ. Και λέει ο Ι. Χρυσόστομος μία παρατήρηση, την οποίαν σας παρα­καλώ να την προσέξουμε, διότι από κει βγαίνει το δίδαγ­μά μας. «Ήλθεν υδρεύσασθαι (ήλθε για να πάρει νερό) και επειδή της αληθινής πηγής επέτυχε (και επειδή τώρα βρήκε την αληθινή πηγή με το ζωντανό νερό), κατεφρόνησε της αισθητής (κατεφρόνησε την πηγή την υλική) διδάσκουσα ημάς... (τί μας διδάσκει;) εν τη των πνευ­ματικών ακροάσει πάντων υπεροράν» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG). 
Οταν έχουμε μπροστά μας τον καινούργιο πνευματικό κόσμο και ασχο­λούμεθα με αυτόν και τον μελετάμε, τον κόσμο που μας φανερώνει ο Χριστός και το Ευαγγέλιό Του, όλα πρέπει να τα περιφρονούμε. 
«Πάντων υπεροράν των βιοτικών και μηδένα λόγον αυτών ποιείσθαι» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG) και δεν κάνουμε κουβέντα πλέον γι' αυτά τα πράγματα. Όλα όσα συζη­τούσε ως τώρα δεν την ενδιαφέρουν πλέον. Αλλες κουβέ­ντες κάνει τώρα, που τις εμπνέει ο Χριστός και η διδα­σκαλία Του. Αυτό είναι το μήνυμα για μας.

Να κάνουμε ένα ερώτημα: Συμβαίνει αυτό με μας; Μήπως εξακολουθούμε να αντλούμε από δύο πηγάδια; Εμείς -όταν λέω εμείς το συγκεκριμενοποιώ- είμαστε μέλη μίας χριστιανικής ομάδας, που εδώ και πενήντα χρόνια ιδρύθηκε στην Πάτρα και ακούσαμε τόσα πολλά πράγματα από πατέρες πνευματικούς και διδασκάλους θεολόγους. 

Τί έγιναν αυτά τα πράγματα; Μας ανοίξανε πηγάδι τότε, το πηγάδι του Χριστού, οι πνευματικοί και διδάσκαλοί μας. Αντλούμε από αυτό το πηγάδι ή έχουμε ακόμα το μαγγανοπήγαδο του κόσμου και αντλούμε από αυτό και από το Χριστό και τα ανακατεύουμε; 
Και ασφαλώς δεν πετάξαμε αυτή τη στάμνα. Να κοιτάξουμε πλάι στο πηγάδι της ζωής μας εγώ, εσύ, ο καθένας. Υπάρχει κάποια εγκαταλελειμμένη στάμνα; Αφήκαμε κάποια πράγματα; Να το πούμε, αδελφοί μου, καθαρά, αφήκαμε κάποια πράγματα από την παλιά ζωή μας; Τη ζωή των αδυναμιών, της αμαρτίας, των παθών μας; 
Λέει ο μακαριστός Τρεμπέλας σχολιάζοντας αυτήν την περι­κοπή για την οποία μιλάμε: «Οσοι εγνώρισαν τον Χριστόν αποδεικνύουν τούτο δι' αγίας περιφρονήσεως προς τα μάταια αγαθά του κόσμου» (Βλ. Τρεμπέλας Π. Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. «Σωτήρ», σελ. 154). Να προβληματιστούμε μ' αυτή τη φράση.

Υπάρχει και άλλος ένας λόγος, αδελφοί μου, που μπο­ρεί γι' αυτό να άφησε τη στάμνα. Αυτή ξεκινάει να τρέξει να φέρει ένα μήνυμα. Μήνυμα ιεραποστολής και σωτη­ρίας. Η στάμνα είναι βαριά. Η στάμνα είναι ένα βάρος. Αυτή θέλει νά 'ναι εύζωνας. Δεν θέλει νά 'χει βάρη επάνω της. Γιατί το έργο της ιεραποστολής του Χριστού δεν επι­δέχεται βάρη. 


Και την αφήνει τη στάμνα για να γίνει γνή­σια ιεραπόστολος. Και έγινε γνήσια ιεραπόστολος. Μας το λέει το ευαγγέλιο. Ηλθαν οι Σαμαρείτες και παρακαλούσαν τον Κύριο να μείνει. Αλλά μας το λέει και η εκκλησιαστική μας ιστορία με το βίο της και με το μαρτύ­ριό της. Λοιπόν, η στάμνα ήταν βάρος γι' αυτήν. Η ιερα­ποστολή θέλει εύζωνους στρατιώτες.
Τώρα προσέξτε κάτι. Ο κάθε πιστός, από την ώρα που συνειδητοποιεί την πίστη του και τη διδασκαλία του Χρι­στού μας, είναι ιεραπόστολος και πρέπει να φέρνει αυτό το μήνυμα κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο στους συνανθρώπους του. Για να είναι ιεραπόστολος και να φέρνει αυτό το μήνυμα, δεν πρέπει νά 'χει βάρη επάνω του. 

Πόσες βαριές στάμνες, υδρίες, κουβαλάμε εμείς, ρωτήστε τον εαυτόν σας. Γεμάτες με εγωισμό, δειλία, ασυνέπεια, ακόμα και με νόμιμες απαιτήσεις της ζωής... Τις κουβαλάμε και αυτό είναι εμπόδιο στην ιεραποστολή μας και στο έργο μας το ιεραποστολικό. Λέει ο ι. Χρυσόστομος: «Οταν γαρ πυρωθή ψυχή τω πυρί τω θείω, προς ουδέν των εν τη γη λοιπόν ορά..» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG). 
Αμα ανάψει η φωτιά του Χριστού μεσ' την καρδιά, δεν βλέπει ο άνθρωπος τα γήινα πράγ­ματα. «Ενός εστι μόνου, της κατεχούσης αυτήν φλο­γός» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG). Η ψυχή ένα πράγμα νιώθει και αισθάνεται, τη φλόγα που την καίει.

Αδελφοί μου, αυτοί οι πατέρες και αδελφοί μας, για τους οποίους τελούμε σήμερα για τρίτη χρονιά μνημόσυ­νο - τη μία χρονιά πήγαμε επάνω στον Ομπλό, την άλλη στον Αγιο Κωνσταντίνο, εφέτος εδώ - αποτελούν για μας ιεραποστολικά πρότυπα. Εχει πάρα πολλή σημασία το ότι ήρθαμε εδώ εφέτος. Δεν θα επεκταθώ σ' αυτό το θέμα. 

Θα δοθεί ευκαιρία όσοι θέλετε να πείτε και δικές σας σκέψεις επάνω, όταν θα ανέβουμε στο χώρο της Κατασκήνωσης. Αλλά εδώ που είμαστε, είμαστε κάτω από τη σκιά μίας βασιλικής δρυός. Και η βασιλική δρυς, αυτό το δένδρο το πλατύκλαδο και σκιερό, υπήρξε ο πατήρ Γερβάσιος. Υπήρξε ο πρώτος κατηχητής. 
Πριν έλθουν οι δικοί μας μεταγενέστεροι κατηχητές, ο π. Γερβάσιος ήταν κατηχητής εδώ και εβδομήντα και πλέον χρόνια στην πόλη αυτή. Και ήταν ιεραπόστολος, όπως η Σαμαρείτισσα. Και όσοι μετά κάτω από τη σκιά του και δροσίστηκαν και διδάχτηκαν, κληρικοί και λαϊκοί, τους θυμάστε και θα ακούσετε τα ονόματά τους στο μνημόσυνο που θα κάνου­με, όλοι αυτοί κάτω από τη σκιά του ετράφησαν και αναπαύθηκαν και αναζωογονήθηκαν. 
Ολοι αυτοί, με επικε­φαλής τον π. Γερβάσιο, υπήρξαν ιεραπόστολοι χωρίς να κουβαλάνε πάνω τους στάμνες και βάρη. Θυμηθείτε τους έναν-έναν. Πόσο ανιδιοτελείς, πόσο αφιλοχρήματοι και πόσο άνθρωποι θυσίας υπήρξαν! Αληθινοί ιεραπόστολοι που μεσ' την καρδιά τους έκαιγε, όπως λέει ο Χρυσόστο­μος, αυτή η φλόγα, η οποία, άπαξ και άναψε, τους έκανε όλα τα άλλα να τα βλέπουν σαν δευτερεύοντα. 
Λοιπόν, αν θέλουμε να τους κάνουμε μνημόσυνο, να μην περιοριζόμα­στε στα κόλλυβα και στα κεριά, αλλά να είμαστε μιμητές όλοι της ζωής τους και του ιεραποστολικού τους έργου. Αυτά μας δίδαξε σήμερα η Σαμαρείτιδα. Αυτά μας διδά­σκει ο δίσκος με τα κόλλυβα. Αυτά μας διδάσκει η θρη­σκευτική ιστορία αυτής της πόλεως. Εχει μία ένδοξη ιστορία, θρησκευτική και εκκλησιαστική, αυτή η πόλη. Και μέσα σ' αυτή την ιστορία είμαστε γεννημένοι. Μέσα σ' αυτή την ιστορία είμαστε ποτισμένοι. Μέσα σ' αυτή την ιστορία είμαστε βαπτισμένοι.
Λοιπόν,  γεννημένοι, βαπτισμένοι και ποτισμένοι μ' αυτή την ιστορία και μ' αυτά τα ιδανικά που και η Σαμα­ρείτιδα και οι πατέρες μας και οι λαϊκοί διδάσκαλοί μας μας δίδαξαν, μ' αυτά να πορευόμαστε. Και αυτά να τα λέμε και στα παιδιά μας. Να τα διδάσκουμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας. Και πιστεύω πως η ευχή όλων αυτών, οι προσευχές τους, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Θεού και απολαμβάνουν τα αγαθά του παραδείσου, θα ευλογήσουν το έργο το δικό μας. 

Δε θέλω να επε­κταθώ. Εμείς μπήκαμε σ' ένα χωράφι που το έσπειραν αυτοί. Το είπε σήμερα το ευαγγέλιο. Αλλοι σπέρνουν και άλλοι θερίζουν. Αλλοι κοπίασαν και άλλοι μπήκανε και αναπαύονται στους κόπους αυτών. Εμείς είμαστε μέσα σ' αυτούς. Ας προσπαθούμε τουλάχιστον να φανούμε αντά­ξιοι των κόπων που έκαμαν για μας. Αμήν.
 

Πάτρα 12-05-1996, Ομιλία στον Ι. Ναό Αγίας Παρασκευής Συχαινών (κατασκήνωση π. Γερβασίου)
Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου
«Η Συγκατάβαση του Θεού και η Ευθύνη του Ανθρώπου» 
Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008
Πηγή Διαδικτύου Ἀλλοψις

Κυριακή, Απριλίου 20, 2014

Το βαθύτερο νόημα της Αναστάσεως του Κυρίου




Ατμόσφαιρα χαράς βασιλεύει παντού, χαρμόσυνος χαιρετισμός κυριαρχεί. Η 
Εκκλησία πλέει σε θάλασσα αγαλλιάσεως και δόξας. Οι ύμνοι της 
διασαλπίζουν τα συναισθήματά της: «Αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, 
αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή». Αυθορμήτως έρχεται στα χείλη 
όλων ο νικητήριος χαιρετισμός: «Χριστός Ανέστη» και αυθορμήτως η 
απάντηση: «Αληθώς Ανέστη». Ακόμη και αυτοί οι άπιστοι παρασύρονται και 
το επαναλαμβάνουν.
Προσέξτε δε τούτο το θαυμαστό: Εκείνο το οποίο τότε, κατά τις ημέρες 
εκείνες αποτελούσε αίνιγμα, αμφιβολία, αντικείμενο δυσπιστίας για τους 
μαθητές -«και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και 
ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. ΚΔ’, 11), «κακείνοι ακούσαντες ότι ζη και εθεάθη 
υπ' αυτής (Μαγδαληνής), ηπίστησαν...» (Μάρκ. ΙΣΤ’, 11)- σήμερα είναι 
τόσο παραδεκτό και ανθεί στα χείλη όλων, νέων και γέρων, πιστών και 
απίστων ακόμη.
Αλλά στο σημείο αυτό γεννάται ένα ερώτημα: Οι Χριστιανοί έχουν 
κατανοήσει καλά αυτό το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου; Εμείς έχουμε 
εννοήσει ποιες υποχρεώσεις μάς γεννά η πίστη ότι «ηγέρθη ο Κύριος 
όντως;» (Λουκ. ΚΔ’, 34). Έχουμε σκεφθεί τις συνέπειες και τα 
αποτελέσματα αυτού του χαιρετισμού «Χριστός Ανέστη»; Μήπως και στα δικά 
μας χείλη ανθεί απλώς και τον επαναλαμβάνουμε χωρίς να έχουμε καταλάβει 
το βαθύτερο περιεχόμενο του;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πρώτον ότι η Ανάσταση είναι στενά ενωμένη με 
το Πάθος και είναι αποτέλεσμα αυτού. Ήδη οι Προφήτες στις σχετικές 
προφητείες τους συνδέουν τα παθήματα με τη δόξα του Μεσσία. Ο Απόστολος 
Πέτρος γράφει χαρακτηριστικά: «Περί ης σωτηρίας εξεζήτησαν και 
εξηρεύνησαν προφήται... τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα 
δόξας...» (Α’ Πέτρ. Α’ 10-11).
Κατά την πορεία εις Εμμαούς, και ενώ οι δυο Απόστολοι ήσαν 
στενοχωρημένοι και σκυθρωποί, ο Κύριος τους είπε: «Ω ανόητοι και βραδείς 
τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται! Ουχί ταύτα 
έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. ΚΔ’, 
25-26).
Γι' αυτό και σε όλη την εκκλησιαστική υμνολογία συνδέεται στενά το Πάθος 
με την Ανάσταση του Κυρίου. Τη Μ. Πέμπτη ακούμε στο ιε’ Αντίφωνο 
«...Προσκυνούμέν σου τα πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου 
ανάστασιν». Την Κυριακή του Πάσχα διαβάζουμε: «Τον Σταυρόν σου, Χριστέ, 
προσκυνούμεν και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν... ιδού 
γαρ ήλθε δια του Σταύρου χαρά εν όλω τω κόσμω...»
Ωραιότατα και ο Απ. Παύλος συνδέει το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου: 
«τον δε βραχύ τι παρ' αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν δια το πάθημα 
του θανάτου δόξη και τιμή εστεφανωμένον...» (Εβρ. Β’, 9). Βλέπουμε 
λοιπόν ότι η Ανάσταση έχει υπόβαθρο το πάθος, τον πόνο, το Γολγοθά. 
Ανεστήθη, διότι έπαθε. Δεν θα είχαμε το φως που έλαμψε και εθάμβωσε κατά 
την Ανάσταση, εάν δεν είχε προηγηθεί το «σκότος από ώρας έκτης» (Ματθ. 
ΚΖ’, 45). Όταν αυτές τις δυο έννοιες τις συνδέουμε, τότε κατανοούμε το 
μυστήριο της σωτηρίας μας και χαιρόμαστε τη χαρά της Αναστάσεως, διότι 
δια του Πάθους λυτρωνόμαστε.
Ποιό είναι τώρα το συμπέρασμα από την άρρηκτη αυτή ένωση Αναστάσεως και 
Πάθους; Ο Απ. Πέτρος μας λέγει: «Εις τούτο γαρ εκλήθητε... ίνα 
επακολούθησητε τοις ίχνεσιν αυτού...» (Α’ Πέτρ. Β’, 21). Δηλαδή, όταν 
λέμε «Χριστός Ανέστη», δεν θα χαιρόμαστε μόνο για την Ανάστασή Του, αλλά 
θα σκεπτόμαστε και τα παθήματά Του. Και κατά συνέπεια καλούμεθα όχι 
μόνον να είμεθα μέτοχοι της χαράς της Αναστάσεως, αλλά και των 
παθημάτων. Τούτο σημαίνει ότι, για να φθάσουμε στην Ανάσταση, θα 
περάσουμε και μεις μέσα από πάθη και θλίψεις. «Ωσπερ κοινωνοί εστε των 
παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως» (Β’ Κορ. Α’, 7). Καλούμεθα σε αγώνα 
πνευματικό και θα δοκιμά¬σουμε πόνο. Καλούμεθα σε μία γέννηση και αυτή 
προϋποθέτει πάντοτε ωδίνες. Ο εχθρός ευρίσκεται πάντοτε γύρω μας και 
εντός μας. Ασφαλώς θα φθάσουμε στη νίκη, στην Ανάσταση, αλλά κατόπιν 
αγώνος και θλίψεων. Θα βλέπουμε την Ανάσταση, αλλά δια μέσου του 
Γολγοθά. Θα βλέπουμε μέσω των δακρύων, αλλά τότε λέγουν οι Πατέρες ότι 
βλέπουμε καθαρότερα. Τις θλίψεις θα τις βλέπουμε με το φακό της 
Αναστάσεως, ώστε να μη μας καταβάλλουν.
Και εφ' όσον πονώ... και εφ' όσον θλίβομαι... και εφ' όσον υποφέρω... 
και πάλι η Ανάσταση δίνει τη λύση. Κανείς δεν το αρνείται. Είδατε ότι 
και ο Κύριος μετά την Ανάσταση φέρει τους τύπους των ήλων. Θα 
αγωνιζόμαστε, θα πονούμε, αλλά θα παρηγορούμεθα δια της Αναστάσεως. Θα 
γνωρίζουμε ότι θα φέρουμε τα τραύματά μας δια βίου. Και θα αναμένουμε 
την Ανάσταση τη Δευτέρα για την τελεία θεραπεία.
Και τώρα ας σταθούμε σ' ένα δεύτερο σημείο. Ένα ερώτημα ας θέσουμε στον 
εαυτό μας: Πιστεύουμε στην Ανάσταση του Κυρίου;
Ίσως απορήσουν μερικοί. Θεωρείται τόσον άστοχο το ερώτημα. Ασφαλώς 
πιστεύουμε. Πριν όμως απαντήσου¬με, ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Εκείνοι 
που πίστευσαν προ πάντων στην Ανάσταση ήσαν οι Απόστολοι. Ας δούμε τι 
έκαναν Αυτοί, πώς φανέρωσαν την πίστη τους στον Αναστάντα Κύριο.
α) Εκήρυξαν την Ανάσταση.
Η εντολή τους δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο: «υμείς δε έστε μάρτυρες 
τούτων» (Λουκ. ΚΔ’, 48). Και διαλάλησαν αυτό το μεγάλο, το ακατανόητο, 
το απίστευτο γεγονός παντού. Και πόσα δεν τους στοίχισε! Πόσες θυσίες, 
πόσοι διωγμοί, πόσες φυλακίσεις, πόσα μαρτύρια, πόσο αίμα, αλλά και τη 
ζωή τους ακόμη! Βέβαια, κηρύττουν το γεγονός χωρίς κανέναν δισταγμό. «Ου 
δυνάμεθα γαρ ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν...» (Πράξ. Δ’, 20).
β) Οι Μαθητές έζησαν την Ανάσταση του Κυρίου.
Η ζωή τους ήταν μία απόρροια της Αναστάσεως. Είχαν κατανοήσει ότι ο 
«Χριστός έπαθεν υπέρ ημών» (Α’ Πέτρ. Β’ 21) «και ηγέρθη δια την 
δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. Δ’, 25). Είχαν κατανοήσει τούτο το μέγα: 
«Συνετάφησαν αυτώ δια του βαπτ¬σματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη 
Χριστός εκ νεκρών... ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» 
(Ρωμ. ΣΤ’, 4). Η ζωή τους ήταν ζωή ανθρώπων αναστημένων, «εγηγερμένων εκ 
νεκρών...» (Εφεσ. Ε’, 14).
Και επανέρχομαι στο ερώτημα της αρχής. Πιστεύουμε στην Ανάσταση του 
Κυρίου; Εάν ναι, τότε και μεις πρέπει να κάνουμε ό,τι και οι άγιοι 
Απόστολοι. Να το κηρύττουμε, να το διαλαλούμε, να διασκορπίζουμε παντού 
το μήνυμα της Αναστάσεως.
Ίσως όμως να πει κάποιος: Μα να γίνω κήρυκας, να αφήσω την εργασία μου; 
Όχι. Αυτό είναι για τους λίγους. Δεν ζητάει ο Θεός να γίνουμε όλοι 
κήρυκες των λόγων, αλλά κήρυκες της Αναστάσεως με τη ζωή μας. Ιδού το 
μεγάλο ζήτημα. Επηρεάζεται η όλη ζωή μου από την Ανάσταση του Κυρίου; 
Προσέξατε πώς άλλαξε η ζωή των μαθητών; Πριν ήσαν φοβισμένοι, δειλοί, 
άτολμοι. Μετά την πίστη τους στον Αναστάντα Κύριο παίρνουν θάρρος, 
τόλμη, παρρησία. Τι φοβερή μεταβολή είχε και ο Παύλος από την πίστη στον 
Αναστημένο Κύριο!
Είμαστε λοιπόν εμείς άνθρωποι της Αναστάσεως; Παρουσιάζεται 
αναστημένος και όρθιος ο εσωτερικός μας κόσμος; «Ανάστα εκ των 
νεκρών...» (Β’ Τιμοθ. Β’, 8) μας παραγγέλλει ο Κύριος. Η ζωή εκείνου που 
πιστεύει στην Ανάσταση πρέ¬πει να είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή 
εκείνου που δεν πιστεύει. Αυτός ζει μία ζωή αδιαφορίας και ηθικής 
καταπτώσεως. «Η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η 
αλαζονεία του βίου...» (Α’ Ιω. Β’, 16) αποτελούν τα ιδανικά του. Μήπως 
είναι και τα δικά μας; Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πώς θα πούμε ότι ζούμε 
το «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν 
δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολ. Γ’, 
1-2); Ο χριστιανός πρέπει να στρέφεται και να πετά πάντοτε προς τα ύψη, 
όπως ο αετός και όχι να σέρνεται στα χαμηλά, όπως το σκουλήκι.
Εάν πιστεύουμε ότι «ηγέρθη ο Κύριος», τότε η καρδιά μας δεν θα είναι 
κολλημένη στα γήινα, στα χαμηλά. Αφού θα έχει συνταφεί, θα έχει και 
συναναστηθεί. Η καινούργια ζωή μας πρέπει να είναι μία αναμφισβήτητη 
πραγματικότητα. Είδατε το μεταξοσκώληκα πως μεταμορφώνε¬ται η κάμπια σε 
χρυσαλλίδα (νύμφη) κι αυτή πάλι μεταμορφώνεται μέσα στο κουκούλι σε 
τέλειο έντομο, την πεταλούδα; Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Έτσι 
και η δική μας μεταμόρφωση πρέπει να είναι ένα πραγματικό γεγονός. Μόνον 
τότε πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού.
Τέλος ας υπογραμμίσουμε και μία άλλη αλήθεια: Η Ανάσταση του Κυρίου 
είναι για μας όλους ανεξάντλητη πηγή χάριτος και δωρεών. Ας θυμηθούμε τι 
μας δίδαξε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως. «Και εκ του πληρώματος αυτού 
ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος» (Ιω. Α’, 16). Όχι απλώς 
λαμβάνουμε πλήθος δωρεών, αλλά μας δίδεται συνεχώς «χάρις αντί χάριτος», 
δηλαδή η μία δωρεά πάνω στην άλλη. Όπως ακριβώς τα κύματα της θάλασσας 
ακατάπαυστα διαδέχονται το ένα το άλλο αιωνίως, έτσι και δια της 
Αναστάσεως παρέχεται συνεχώς χάρις επί Χάριτος.
Θα προσπαθήσω να το απλοποιήσω για να το κατανοήσουμε καλύτερα. Ο Κύριος 
δια του σταυρικού Του θανάτου έλαβε τις αμαρτίες μας. «Ούτος τας 
αμαρτίας ημών φέρει...» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 17). Προσέφερε τον εαυτόν του 
θυσία στο Θεό. Έχυσε το αίμα Του για να μας καθαρίσει. Όλα αυτά τα λέμε, 
αλλά πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι είναι έτσι; Ότι ο ουράνιος Θεός 
έσχισε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας; Ποια απόδειξη έχουμε;
Εχουμε τρανή απόδειξη την Ανάστασή Του! «Ότι Χριστόν ήγειρεν εκ νεκρών» 
(Πραξ. Γ’, 15). Εάν ο Χριστός έμενε στον τάφο, ούτε απόδειξη θα είχαμε, 
ούτε χάρη και δωρεές. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα 
ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ΙΕ’, 14). «Ει δε Χριστός ουκ 
εγήγερται, ματαία η πίστις υμών΄έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών» (Α’ 
Κορ. ΙΕ’, 17).
Ετσι, λοιπόν, τώρα μπορούμε να χαιρόμαστε και να επαναλαμβάνουμε μετά 
βεβαιότητος ότι ο Κύριος Ιησούς «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και 
ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. Δ’, 25).
Αλλά ας προσέξουμε κάτι ακόμη σπουδαιότερο. Δια της Αναστάσεως 
λαμβάνουμε «χάριν αντί χάριτος». Λαμβάνουμε πλήθος χαρίτων και δωρεών. 
Ας προσέξουμε ένα χωρίο ακόμη του Αποστόλου: «Ει γαρ εχθροί όντες 
κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον 
καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ. Ε’, 10). Εάν δια του 
θανάτου κερδίσαμε, φαντάζεσθε τι κερδίζουμε δια της ζωής Του, της 
Αναστάσεώς Του. Εάν δια του Σταυρού υπάρχει χάρις, δια της Αναστάσεως 
έχομεν χάριν αντί χάριτος. Ολα όσα απολαμβάνουμε είναι δώρα και καρποί 
της Αναστάσεως. Αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, προσευχή, γαλήνη, 
μετάνοια κλπ. Όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι καρποί της Αναστάσεως. 
Όλα αυτά ανέτειλαν εκ του κενού τάφου. Ας θυμηθούμε τον Κατηχητικό λόγο 
του Ι. Χρυσοστόμου...
Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη ζωοφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας.
Ας γίνει αυτή το βίωμά μας.
Ας διαποτίσει τη ζωή μας.
Ας αποτελεί το φως, το οποίο θα την καταυγάζει.
Ας επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, και μεις πάντοτε με ακράδαντη πίστη:
- Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη!
 
 
(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού  και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)

Κυριακή, Φεβρουαρίου 26, 2012

Μετάνοια, ένας καινούργιος τρόπος ζωής † Αρχιμ. π. Χριστοδούλου Φάσσου

 
Ομιλία  † Αρχιμ. π. Χριστοδούλου Φάσσου
Κυριακή Τυροφάγου Ματθ. ΣΤ', 14-21
Κατανυκτικός Εσπερι­νός
Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Πατρών 8/3/1992

  Η Εκκλησία μας, αγαπητοί αδελφοί, καθώς γνωρί­ζετε, με τον αποψινό εσπερινό μας εισάγει στην ιδιαίτερη εκείνη χρονική περίοδο του εκκλησιαστικού έτους, η οποία ονομάζεται Μεγάλη και Αγία Σαρακοστή. Η είσοδος αυτή δεν γίνεται για λόγους ηθικούς ή ακόμα για να κρατήσουμε κάποιες παλιές εκκλησιαστικές παρα­δόσεις ή, αν θέλετε, για να γίνει μια πνευματική εναλλα­γή στην καθημερινή ζωή τού πιστού, αλλά γίνεται για λόγους πολύ πιο βασικούς και σημαντικούς.
Αυτή η περίοδος που αρχίζει από απόψε και τελειώνει το Μέγα Σάββατο το πρωί, στην οποία κάθε χρόνο μάς εισάγει η Εκκλησία μας, προσφέρεται σε όλους τους πιστούς σαν ένας καινούργιος τρόπος ζωής, τον οποίον καλούνται να ζήσουν ιδιαιτέρως εγκρατικά κατά την περίοδο αυτή. Και αυτός ο καινούργιος τρόπος ζωής επι­κεντρώνεται σε μια λέξη, τη λέξη μετάνοια.
Είναι γνωστή η λέξη, δεν ξέρω όμως αν είναι γνωστή η βαθύτερη σημασία της. Γι' αυτό το λόγο, δι' ευχών σας Σεβασμιώτατε, πολύ λίγα και σύντομα σχόλια θα κάνω επάνω στην έννοια της λέξεως μετάνοια.
Κατ' αρχήν θα πρέπει να καταλάβουμε καλά όλοι εμείς, που είμαστε σήμερα μέσα στον ιερό χώρο τού ναού, ότι η μετάνοια σαν ένας τρόπος ζωής είναι αναγκαία και απαραίτητη. Αναγκαία όχι μόνο για όσους έχουν διακό­ψει τη σχέση τους με το Θεό εξ αιτίας της αμαρτίας και πρέπει τώρα με έναν καινούργιο τρόπο ζωής να επανα­συνδεθούν με το Θεό, αλλά πρέπει καλά να καταλάβουμε ότι είναι αναγκαία για όλους μας, είναι μια κατάσταση, την οποία καλούμεθα να ζήσουμε. Είναι μία αρχή και μία συνέχεια, η οποία πρέπει να συνοδεύει όλους εμάς τους χριστιανούς στον καθημερινό μας βίο.
Αυτό στηρίζεται πάνω στα εξής στοιχεία: Πρώτα-πρώτα, θυμίζω τα λόγια τού Χριστού, τα εισαγωγικά στο σωτήριο κήρυγμά Του πάνω στη γη: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. Δ', 17). Προϋπόθεση για την εισαγωγή μας, για την είσοδό μας στη Βασιλεία των Ουρανών είναι η μετάνοια. Και μας καλεί όλους ο Κύριος με το ρήμα «μετανοείτε» κι όχι «μετανοήσατε», που σημαίνει μία φορά μόνο, αλλά «μετανοείτε» με την έννοια της διάρκειας και απευθύνεται αυτό το κήρυγμα τού Χρι­στού μας σε όλους αδιακρίτως.
Δεύτερον, η Εκκλησία μας με την έναρξη αυτής της περιόδου, με την έναρξη του Τριωδίου, έχει δύο βασικούς ύμνους οι οποίοι ψάλλονται: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, ζωοδότα» (Τριώδιον, Τροπάριο Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου) και «Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε» (Τριώδιον, Τροπάριο Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου). Παρακαλούμε την Παναγία και τον Κύριό μας να μας ανοίξει την πόρτα και να μας δείξει το δρόμο τής μετανοίας· και η Εκκλησία μας με τα τροπά­ρια αυτά απευθύνεται σε όλο το πλήρωμά της αδιακρίτως της ηθικής ποιότητος εκάστου εκ των πιστών.
Τρίτον, σας θυμίζω την παρακέλευση, την οποίαν ακούμε σε κάθε λατρευτική σύναξη: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι» (Ιω. Χρυσοστόμου, συναπτή Θ. Λειτουργίας), που απευθύνεται και πάλι αδιακρίτως σε όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Τέταρτον, ήθελα να τονίσω ότι όλοι οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας επιμένουν και υπογραμμίζουν πολύ αυτό, ότι δηλαδή η μετάνοια είναι κατάσταση που πρέπει να τη ζουν όλοι, είναι καθολική υποχρέωση δικαίων και αδί­κων, τελείων και ατελών, αγίων και αμαρτωλών, μάλι­στα δε, κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, εκείνων οι οποίοι νομίζουν ότι έχουν καλές σχέσεις με το Θεό, «οι πεποιθότες εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» (Λουκ. ΙΗ', 9). Αυτοί, όπως ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής, όπως ο πρεσβύτερος γιος τής παραβολής τού Ασώτου, αυτοί προπάντων έχουν ανάγκη αυτού του γεγονότος και αυτής της καταστάσεως, της μετανοίας. Διότι, επιμένουν οι Πατέρες, αυτοί κινδυ­νεύουν από τους «εκ δεξιών πειρασμούς», που είναι η υπερηφάνεια, η υποκρισία, ο φθόνος, η κατάκριση κ.λπ.
Ο Αγιος Ισαάκ, ο Αββάς αυτός ο οποίος τόσο πολύ έχει μελετήσει το θέμα τής μετανοίας, λέγει τα εξής χαρακτηριστικά: «Ει γαρ πάντες αμαρτωλοί εσμεν και ουδείς υπέρτερος των πειρασμών, ουδεμία των αρετών υψηλοτέρα της μετανοίας. Προσήκει γαρ άρτι πάσιν αμαρτωλοίς και δικαίοις τοις βουλομένοις σωτηρίας τυχείν». Εάν, λέει, είναι γεγονός - και είναι πράγματι γεγονός αναμφισβήτη­το - ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και κανένας δεν είναι παραπάνω από τους πειρασμούς, τότε, λοιπόν, μεγαλύτε­ρη αρετή και σπουδαιότερη είναι η μετάνοια.
«Προσήκει γάρ άρτι πάσι», αρμόζει και πρέπει αυτή σε όλους.
«αμαρτωλοίς και δικαίοις τοις βουλομένοις σωτηρίας τυχείν», και στους αμαρτωλούς και στους δίκαιους η μετάνοια συντελείται, εάν πράγματι θέλουν να σωθούν. Και προσθέτει:
«Δια τούτο η μετάνοια ούτε καιροίς ούτε πράξεσι περιορίζεται έως θανάτου» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΝΕ', Περί παθών), δεν περιορίζεται η μετάνοια από μία χρονική περίοδο ούτε ορίζεται από χρονικά όρια ούτε και από πράξεις, αλλά είναι ένα γεγονός που πρέπει να σφραγίζει τη ζωή τού χριστιανού έως θανάτου.
Ο Ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει:
«Ιατρείον γαρ εστιν αναιρετικόν της αμαρτίας η μετά­νοια», είναι φάρμακο η μετάνοια «αναιρετικόν της αμαρ­τίας», καταστρεπτικό της αμαρτίας. Κι αφού η αμαρτία είναι παντοτινή στον άνθρωπο, έτσι παντοτινό πρέπει να είναι και το φάρμακο της μετανοίας. Και επί πλέον λέει ότι η μετάνοια κανέναν δεν αποδιώκει.
«Ου μέθυσον αποστρέφεται, ουκ ειδωλολάτρη βδελύσσεται, ου λοίδωρον απελαύνει, ου βλάσφημον αποδιώκει, ουκ αλαζόνα, αλλά πάντας μεταποιεί», Όλους αυτούς τους καλεί στη μετάνοια για να τους μεταβάλει, για να τους αλλάξει.
«Χωνευτήριον γαρ εστίν της αμαρτίας η μετάνοια», είναι ένα καμίνι η μετάνοια μέσα στο οποίο χωνεύεται η αμαρτία, διαλύεται, κατακαίεται.
Με αυτά ήθελα, αδελφοί μου, να υπογραμμίσω αυτό το οποίον στην αρχή τόνισα, ότι δηλαδή η μετάνοια είναι τρόπος ζωής, τον οποίον πρέπει όλοι ανεξαρτήτως να ακολουθήσουμε κι ότι δεν είναι παροδικό φαινόμενο, αλλά είναι μόνιμη κατάσταση στη ζωή. Αν αυτό ισχύει, τότε, αγαπητοί αδελφοί, τίθεται σε όλους, σε μένα και στον καθένα από σας, το ερώτημα: Εγώ τί κάνω επάνω σ’ αυτό το θέμα; Έχω μετανοήσει; Μετανοώ; Ακολουθώ στη ζωή μου αυτό που οι Πατέρες τονίζουν; Είναι η μετά­νοια ένα μόνιμο γεγονός μέσα στη ζωή μου; Πρέπει να δώσει ο καθένας μόνος του την απάντηση. Για να μην γελαστούμε στην απάντηση, θα σας υπενθυμίσω δύο στοι­χεία, τα οποία έχει ο άνθρωπος, όταν πραγματικά βαδί­ζει το δρόμο της μετανοίας.
Το πρώτο είναι ότι ο άνθρωπος που περπατάει στο δρόμο της μετανοίας έχει βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του. Το ήθος και το βίωμα του ορθόδοξου χρι­στιανού είναι ήθος και βίωμα δακρύων και ομολογίας και συναισθήσεως της αμαρτωλότητας· «...ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» (Ψαλμός Ν', 5). Κι όταν ακόμα φθάνει ο χριστιανός σε ύψη μεγάλα αρετής και αγιότητας, και τότε τον ακολουθεί αυτή η συναίσθηση, ότι δηλαδή είναι αμαρτωλός. Ο θείος Παύλος, όταν έφτασε στα τέλη τού βίου του, γράφει τις δύο «Προς Τιμόθεον» επιστολές. Λέει, λοιπόν: «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α' Τιμ. Α', 15). Εμείς λέμε ότι ο απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος μετά τον Ένα. Ο Ένας είναι ο Χριστός.
Ο πρώτος μετά το Χριστό μας είναι ο απόστολος Παύλος. Εκείνος λέγει ότι είναι ο πρώτος των αμαρ­τωλών.
Ο Αββάς Ισαάκ, που σας είπα προηγουμένως, τονί­ζει ότι πάντοτε είναι «κοινωνός της βδελυράς φύσεως», δηλαδή πάντοτε νοιώθει την αμαρτωλότητά του.
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχουν προσυπο­γράψει αυτή την προσευχούλα, την περίφημη ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», και μας την παρέδωσαν σαν κληρονομιά. Και μέσα στην προσευχή αυτή τονίζεται ιδιαιτέρως η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Ο Άγιος Ισαάκ πάλι κάνει μία τριπλή σύγκριση για να δείξει ακριβώς πόση σημασία έχει αυτή η συναίσθηση της αμαρτωλότητας.
Πρώτη σύγκριση: «Ο αισθηθείς των εαυτού αμαρτιών κρείττων εστί του εγείροντος τους νεκρούς εν τη αυτού προσευχή» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΔ', Περί μετανοίας), εκείνος που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτόν του και βλέπει τις αμαρτίες του, αυτός είναι ανώτερος από εκείνον που με την προσευχή του κατορθώνει να αναστή­σει ακόμα και πεθαμένους.
Δεύτερη σύγκριση: «Ο στενάζων μίαν ώραν υπέρ της ψυχής εαυτού κρείττων εστί του ωφελούντος όλον τον κόσμον εν τη θεωρία αυτού» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΔ', Περί μετανοίας), εκείνος ο οποίος αναστενάζει με πόνο, γιατί νοιώθει την αμαρτωλότητά του, είναι ανώτερος από εκείνον που ωφελεί όλον τον κόσμο με τη διδασκαλία του και με το βίο του.
Τρίτη σύγκριση: «Ο αξιωθείς ιδείν εαυτόν κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν αγγέλους» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΔ', Περί μετανοίας), εκείνος που αξιώ­θηκε να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να λάβει συναίσθηση της αμαρτωλής καταστάσεώς του, αυτός είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώνεται να βλέπει ουράνιες οπτασίες και αγγέλους. Αυτό είναι το πρώτο χαρακτηρι­στικό, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Αν το έχουμε, βαδίζουμε το δρόμο της μετανοίας.
Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η εγκατάλειψη και η επίρριψη του αμαρτωλού εαυτού μας μέσα στη χάρη και στο έλεος και στην αγάπη τού Θεού. Απείρως μεγαλύτε­ρη, αδελφοί μου, από τις αμαρτίες μας είναι η αγάπη τού Θεού, η οποία «ούτε μέτρω μετρείται ούτε αριθμώ αριθμείται», λέγει ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Την αγάπη τού Θεού ούτε να τη μετρήσεις ούτε να την εξαριθμήσεις μπορείς. Προσθέτει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος: «Ουδέ λόγω ερμηνευθήναι δύναται αυτού η αγαθότης», ούτε μπορούμε με τα λόγια να ερμηνεύσου­με και να περιγράψουμε την αγαθότητα του Θεού. Και φέρνει ένα παράδειγμα πολύ έντονο ο άγιος Πατήρ. Λέει: «Όσον σπινθήρ προς πέλαγος, τοσούτον κακία προς την του Θεού φιλανθρωπίαν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ε.Π. Migne 49, 336-337), όπως είναι μία σπίθα που πέφτει μέσ' το πέλαγος, στη θάλασσα, έτσι είναι οι αμαρ­τίες μας μέσα στο πέλαγος της αγάπης και της φιλανθρωπίας τού Θεού.
Χρειάζεται πολλή προσοχή, διότι, όταν θα λάβω συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μου, εάν δεν γίνει συγ­χρόνως και αυτή η εγκατάλειψη, η επίρριψη του εαυτού μας στην αγάπη και στο έλεος του Θεού, τότε υπάρχει ο φοβερός κίνδυνος, αδελφοί μου, της απογνώσεως, της απελπισίας· και τονίζουν πολύ οι Πατέρες της Εκκλησίας μας αυτόν τον κίνδυνο, διότι, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ουδέν γαρ ούτως ισχυρόν όπλον τω διαβόλω ως η απόγνωσις», δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο για το διά­βολο εναντίον του ανθρώπου από την απόγνωση, από την απελπισία. «Δια τούτο ουχ ούτως αυτόν ευφραίνομεν αμαρτάνοντες ως απογιγνώσκοντες», γι' αυτό δεν ευχα­ριστιέται τόσο, όταν μας βλέπει να αμαρτάνουμε, αλλά ευχαριστιέται πιο πολύ, όταν μας βλέπει ότι απελπιστή­καμε για τις αμαρτίες μας και δεν ρίξαμε τον εαυτό μας μέσα στο πέλαγος της αγάπης του Θεού. Γι' αυτό λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Καν καθ’ ημέραν αμαρτάνης, καθ’ ημέραν μετανόει» κι αν ακόμη κάθε μέρα αμαρτάνεις, κάθε μέρα να μετανοείς και να κάνεις εκείνο που κάνουν στα παλιά σπίτια. Όταν σε κάποιο μέρος παλιώνουν, αμέσως πάνε και τα ανακαινίζουν στο σημείο αυτό. Τούτο πρέπει να κάνεις κι εσύ. «Ουκ επαλαιώθης σήμερον από της αμαρτίας; Ανακαίνισον σεαυτόν από της μετανοίας. Μη καταπέσης εις απόγνωσιν, καν μύρια ημαρτηκώς ης», μην πέσεις στην απελπισία, έστω κι αν είναι μύριες οι αμαρτίες σου. «Μη σεαυτού απογνώς, καν εν εσχάτη πολιά ης, μετανόησον», κι αν έφτασες στα βαθιά-βαθιά γηρατειά σου και τότε υπάρχει καιρός ακόμη για να μετανοήσεις.
Έχουμε το φοβερό παράδειγμα αυτής της απελπισίας, η οποία κυριεύει τον άνθρωπο εξ αιτίας της αμαρτίας και τον οδηγεί στο θάνατο. Έχουμε το φοβερό παράδειγμα του Ιούδα. Δεν μετανόησε αληθινά. Ήρθε στη συναίσθη­ση του σφάλματος στο οποίον έπεσε. Κατάλαβε την αμαρτία του. Ήταν το πρώτο σκέλος της μετανοίας. Δεν είχε όμως αληθινή μετάνοια. Δεν έριξε κατόπιν τον εαυτό του μέσα στο πέλαγος της αγάπης και του ελέους τού Χριστού μας, αλλά κατελήφθη από την απελπισία, διότι ήρθε στην απόγνωση και στο θάνατο (Βλ. Ματθ. ΚΖ’, 3-5). Αντίθετα «... οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν τού Θεού» (Ματθ. ΚΑ', 31) λέει ο Χριστός μας, διότι έχουν αληθινή μετάνοια, που τη βλέπουμε και με τα λόγια τους και με τα έργα τους. Όταν ο τελώνης λέει: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ΙΗ', 13), κι όταν λέει ο ληστής: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία Σου» (Λουκ. ΚΓ', 42), κι όταν η αμαρτωλή γυναίκα χύνει δάκρυα και πλένει με τα δάκρυά της τα πόδια τού Χριστού μας, κι όταν ο Πέτρος «κλαίει πικρώς» (Λουκ. ΚΒ', 62) στην αυλή τού Αρχιερέως, έχουν φτά­σει όλοι αυτοί και στα δύο σκέλη της μετανοίας. Βαδίζουν, δηλαδή, ακριβώς το δρόμο της μετανοίας, που είναι και η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και η επίρριψη του εαυτού μας στο έλεος του Θεού.
Αυτά ακριβώς τα δύο γνωρίσματα, αγαπητοί αδελφοί, τα εκφράζει ο τρίτος ύμνος, ο εισαγωγικός, που τον ακούμε από την πρώτη μέρα του Τριωδίου, απ' την Κυριακή τού Τελώνου και του Φαρισαίου. Λέει ο ύμνος: «Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών εννόων ο τάλας, τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως». Έχου­με το πρώτο σκέλος της μετανοίας, τη συναίσθηση των αμαρτιών, «τα πλήθη των δεινών». Και μάλιστα ξέρετε τις συνέπειες: «τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως». Έρχεται, τώρα, το δεύτερο σκέλος για να ολοκληρωθεί η μετάνοια: «Αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαχνίας σου ως ο Δαβίδ βοώ σοι· ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα σου έλεος» (Τριώδιον, Ιδιόμελον Όρθρου Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου).
Αγαπητοί αδελφοί, αυτό με λίγα λόγια είναι το πνεύμα κι αυτά είναι τα πλαίσια του καινούργιου τρόπου της ζωής, στην οποία μας καλεί η Εκκλησία μας. Καλούμεθα ιδιαίτερα, θα έλεγα εντατικότερα, φροντιστηριακά, την περίοδο του Τριωδίου να ασκηθούμε σ' αυτήν τη μετάνοια, ώστε παίρνοντας δύναμη και προπονούμενοι κατά τη διάρκεια του Τριωδίου να μας συνοδεύει το φαινόμενο αυτό της μετανοίας στην υπόλοιπη ζωή μας. Είναι πνεύμα αυτοεξετάσεως, αυτογνω­σίας, συναισθήσεως της αμαρτωλότητάς μας και επιρρίψεως του εαυτού μας στο έλεος του Θεού. Ακόμη, αν προστεθούν τα μηνύματα που μας έδωκε το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, «αποθώμεθα τα έργα τού σκό­τους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» (Ρωμ. ΙΓ', 12), και αν προσθέσουμε τα αγωνίσματα που ο Κύριός μας μάς υπέδειξε δια του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος, που είναι η συγχωρητικότητα προς αυτούς που μας φταίνε, που είναι η γνησιότητα στην αρετή και η αποκόλληση από τα γήινα και η προσκόλληση στα ουράνια, τότε έχουμε όλο το πλαίσιο της καινούργιας αυτής ζωής, την οποίαν εντατι­κά, όπως είπαμε, καλούμεθα να ζήσουμε στην περίοδο αυτή της ζωής μας.
Αλλά, αδελφοί, ενώ αυτό είναι το πνεύμα της Εκκλη­σίας μας στη διάρκεια αυτή, δυστυχώς έξω από το χώρο τής Εκκλησίας, όπως προηγουμένως ο Σεβασμιώτατος τόνισε, μέσα στην κοινωνία επικρατεί κατ' αυτήν την περίοδο ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Είναι ένα πνεύμα εξωστρέφειας, ένα πνεύμα διαχύσεως, ένα πνεύμα επιπολαιότητας, ιδιαιτέρως δε στην πόλη μας είναι ένα πνεύμα ενός ηθικού εκτροχιασμού, λίγο ή πολύ, και μιας διαφθοράς, η οποία επιτελείται ιδιαιτέρως σε ένα μεγάλο μέρος της νεότητας.
Γι' αυτό ακριβώς η Εκκλησία μας αντιτίθεται και καταδικάζει όλη αυτή την κατάσταση και όλες αυτές τις εκδηλώσεις, οι οποίες αντιστρατεύονται τους στόχους, τους οποίους η Εκκλησία έχει δρομολογήσει για την περίοδο αυτή. Είναι δε το παράπονο τής Εκκλησίας έντο­νο, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που μετέχουν σ' αυτές τις εκδηλώσεις, δεν είναι άχρηστοι άνθρωποι· αύριο θά 'ρθουν και θα ζητήσουν τη χάρη τού Θεού, θα ζητήσουν την ευλογία και τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Αλλά είναι το παράπονο τής Εκκλησίας ότι με τη στάση τους αυτή αποπροσανατολίζουν το λαό, και ιδιαιτέρως τη νεό­τητα, και δεν τους προσφέρουν αυτό ακριβώς που τους υπόσχονται, δηλαδή την αληθινή χαρά. Διότι μετά το πέρας όλων αυτών των εκδηλώσεων συμβαίνει σε αυτούς που μετέχουν, εκείνο που συνέβη στους πρωτοπλάστους, που μετά την παρακοή είδαν ότι ήσαν γυμνοί. Και αυτή τη γύμνωση τη βλέπουν εκείνοι οι οποίοι μετέχουν, χωρίς να δουν εκείνο το οποίο ζητούσαν συμμετέχοντας σ' αυτές τις εκδηλώσεις.
Βέβαια, αυτά τα οποία συμβαίνουν είναι έργα «του άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιων. ΙΣΤ', 11) και θα υπάρχουν αυτά, εφ' όσον θα υπάρχει είτε με αυτή τη μορφή είτε διαφορετική το σχήμα τού παρόντος κόσμου. Αλλ' όμως, αδελφοί μου, η Εκκλησία έχει χρέος να καλέσει τα παιδιά της, τους πιστούς της, σε ένα πνευματικό συναγερμό. Έχει από τους πιστούς την απαίτηση να ζητήσει και ζητάει από αυτούς να εντείνουν σ' αυτή την περίοδο τον πνευματικό τους αγώνα. Και όχι μόνο να είναι αμέτοχοι σ' αυτά τα οποία γίνονται, αλλά και με τη συμπεριφορά τους και με τα λόγια τους και με τη διαφώτιση, την οποία θα κάνουν, να βοηθήσουν και τους συνανθρώπους μας να αποσπώνται από την κατάσταση αυτή.
Η Εκκλησία έχει χρέος να μας καλέσει να εντατικο­ποιήσουμε τον πνευματικό μας αγώνα και να αναδει­χθούμε δι' ευχών σας, Σεβασμιώτατε, όπως λέει ο θείος Παύλος γράφοντας στους Φιλιππησίους, «άμεμπτοι και ακέραιοι, τέκνα Θεού αμώμητα εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης, εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες εν κόσμω» (Φιλιπ. Β', 15). Αμήν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2012

Καρναβαλικές εκδηλώσεις - π. Χριστόδουλος Φάσσος


  Μέσα στην κοινωνία επικρατεί
 κατ' αυτήν την περίοδο ένα εντελώς
 διαφορετικό πνεύμα. Είναι
 ένα πνεύμα εξωστρέφειας, ένα 
πνεύμα διαχύσεως, ένα πνεύμα 
επιπολαιότητας, ιδιαιτέρως δε στην
 πόλη μας είναι ένα πνεύμα
 ενός ηθικού εκτροχιασμού, λίγο ή 
πολύ, και μιας διαφθοράς, η 
οποία επιτελείται ιδιαιτέρως σε ένα
 μεγάλο μέρος τής νεότητας. Γι' αυτό ακριβώς η Εκκλησία
 μας αντιτίθεται και καταδικάζει όλη αυτή την κατάσταση
 και όλες αυτές τις εκδηλώσεις, οι οποίες αντιστρατεύονται
 τους στόχους, τους οποίους η Εκκλησία έχει
 δρομολογήσει για την περίοδο αυτή. Είναι δε
 το παράπονο τής Εκκλησίας έντονο, γιατί όλοι αυτοί 
οι άνθρωποι, που μετέχουν σ' αυτές τις εκδηλώσεις, 
δεν είναι άχρηστοι άνθρωποι· αύριο θα 'ρθουν και θα
 ζητήσουν τη χάρη τού Θεού, θα ζητήσουν την ευλογία 
και τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας. 
Αλλά είναι το παράπονο τής Εκκλησίας ότι με τη 
στάση τους αυτή αποπροσανατολίζουν το λαό, και 
ιδιαιτέρως τη νεότητα, και δεν τους προσφέρουν αυτό 
ακριβώς που τους υπόσχονται, δηλαδή την αληθινή χαρά.
Διότι μετά το πέρας όλων αυτών των εκδηλώσεων
 συμβαίνει σε αυτούς που μετέχουν, εκείνο
 που συνέβη στους πρωτοπλάστους, που μετά την
 παρακοή είδαν ότι ήσαν γυμνοί. Και αυτή τη γύμνωση
 τη βλέπουν εκείνοι οι οποίοι μετέχουν, χωρίς να δουν
 εκείνο το οποίο ζητούσαν συμμετέχοντας σ' αυτές τις 
εκδηλώσεις.
  
† Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Φάσσος

Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011

Κυριακή Ζ’ Λουκά -Η σωτήρια επαφή († Αρχ. Χριστόδουλος Φάσσος)

undefined
Λουκ. Η’ 40-56
Το ιερό Ευαγγέλιο που ακούσαμε, αγαπητοί μου αδελ­φοί, μας περιγράφει δύο εξαίσια θαύματα του Κυρίου. Το ένα είναι η θεραπεία της αιμορροούσης γυναίκας και το άλλο η ανάσταση της νεκρής θυγατέρας του Ιαείρου.
Να σταθούμε για λίγο στο πρώτο θαύμα. Ο Κύριός μας βαδίζει προς το σπίτι του Ιαείρου. Τον ακολουθεί όχλος πολύς· γίνεται συνωστισμός, Τον συνθλίβουν. «Οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι», λέει το Ευαγγέ­λιο. Και ανάμεσά τους είναι η άρρωστη αυτή γυναίκα. Αυτή έχει ένα λογισμό στο μυαλό της: Εάν πάω κοντά κι αν ακουμπήσω επάνω Του, θα θεραπευτώ(Ματθ. Θ’, 21). Ο λογισμός συνοδεύεται με πολύ βαθιά και ζωντανή πίστη, ότι δηλα­δή είναι ο Υιός του Θεού, ότι είναι ο Θεός, ότι είναι ο Παντοδύναμος ιατρός. Αν πλησιάσω, λοιπόν, και εγγίσω επάνω Του, θα θεραπευτώ. Το λογισμό τον έκανε πράξη, όπως ξέρετε. Ήρθε μπροστά, ακούμπησε και θεραπεύτηκε εκείνη τη στιγμή.
Ο Κύριος ως παντογνώστης όλα τα γνωρίζει· για να κοινοποιηθεί όμως αυτό και για να διδασκόμαστε εμείς σήμερα, ρωτάει: «Τίς μου ήψατο των ιματίων;» (Μαρκ. Ε’, 30), ποιός ακούμπησε τα ενδύματά μου; Το ερώτημα αυτό, αν όχι αστείο, είναι τουλάχιστον ακατανόητο για όλους και ιδιαίτερα για τους μαθητάς, οι οποίοι είναι πλάι και Τον ακούν. Ο Πέτρος λέει: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι», Κύριε, ο κόσμος πέφτει επάνω σου, σε έχει λιώσει κι εσύ λες «τίς μου ήψατο;», ποιός με ακού­μπησε; Ο Κύριος απαντάει: «Ήψατό μου τις», με ακού­μπησε κάποιος με κατιτί το ξεχωριστό. Ναι, οι όχλοι με συνθλίβουν, με συνέχουν, αλλά κάποιος με ακούμπησε, αφού είχε έναν ξεχωριστό λογισμό στο μυαλό του κι αφού είχε μια ιδιαίτερη πίστη στη δύναμή μου και στη θεότητά μου μέσα στην καρδιά του. Η γυναίκα ομολόγησε, όπως ακούσατε στο Ευαγγέλιο. Ο Κύριος την επαίνεσε και της είπε ότι εσώθη δια της πίστεώς της και εν συνεχεία πήγε στο σπίτι του Ιαείρου.
Είπα να σταθούμε σ’ αυτό, αγαπητοί αδελφοί, διότι με αυτό το σημερινό θαύμα αποκαλύπτονται, για άλλη μια φορά, τα αποτελέσματα τα οποία έχει η σωτήρια επαφή του ανθρώπου με το Θεό. Δια μέσου όλων των αιώνων αναρίθμητες μυριάδες χριστιανών το επεδίωξαν, όπως και εμείς που είμαστε εδώ σήμερα, αυτό θέλουμε να επιτύχουμε. Θέλουμε να έχουμε μία επαφή με το Θεό, μία όχι απλώς συνάντηση, αλλά μία επαφή σαν αυτό που έκανε η αιμορροούσα γυναίκα. Αυτό ζητάει ο καθένας μας να κάνουμε, αυτό ζητούν όλοι οι χριστιανοί, αυτοί που έχουν κάποια επίγνωση. Αυτό θέλουμε. Τί δηλαδή; Με ποιόν τρόπο θα μπορέσουμε να ακουμπήσουμε επάνω Του, για να θεραπευτούμε, όχι μόνο από τις αρρώστιες τις σωματικές αλλά κι από τις ψυχικές, και για να βρούμε τη λύση στα προβλήματά μας και τις ανάγκες μας. Πώς θα γίνει αυτή η επαφή; Πώς θα γίνει αυτό το άγγιγμα του Κυρί­ου; Τότε ήταν ανάμεσα τους και το έκανε η αιμορροούσα.
Η Εκκλησία μας δια της Αγίας Γραφής μας παρου­σιάζει τους τρόπους. Στις Πράξεις των Αποστόλων, στο πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο, λέγει ότι οι πρώτοι χρι­στιανοί – το θυμόσαστε πολύ καλά – «ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη διδαχή των αποστόλων και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (Πράξ. Α’, 14 και Β’, 42). Προσέξτε αυτά τα τρία πράγματα που οι χριστιανοί προσκαρτερούσαν. Σ’ αυτά επάνω επέμεναν κι απ’ αυτά ακριβώς τα τρία προσδοκούσαν, περίμεναν. Τί περίμεναν; Αυτό που είπαμε πριν. Αυτή τη σωτήρια επαφή.
Ποιά είναι αυτά τα τρία;
- Η διδαχή των Αποστόλων
- Η κλάση του άρτου
- Η προσευχή
Η Εκκλησία παρουσιάζει τρία πράγματα, για να γίνεται η σωτήρια επαφή με τον Κύριο. Το ένα είναι η προσευχή. Το άλλο είναι η διδαχή των αποστόλων, η μελέτη δηλαδή του λόγου των αποστόλων, του λόγου του Θεού. Και τρίτον είναι η Μυστηριακή ζωή. Δεν θέλω τώρα να αναπτύξουμε κάθε ένα ξεχωριστά, αλλά να υπογραμμίσω μερικά σημεία.
Η προσευχή δεν είναι απλώς ένας διάλογος, δεν είναι μία επικοινωνία, αλλά είναι μία ταύτιση. Η προσευχή, όπως λένε οι δικοί μας Πατέρες της Εκκλησίας, όταν γίνεται με αυτοσυγκέντρωση, όταν γίνεται με δύναμη, όταν γίνεται με κάθαρση του εσωτερικού μας, όταν συνο­δεύεται από αυτοκυριαρχία, εγκράτεια και νηστεία, τότε η προσευχή δεν είναι απλή επικοινωνία, είναι ταύτιση, είναι θέωση. Το ξέρετε καλά, το διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι με την προσευχή ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος «των ακτίστων ενεργειών του Θεού» (Γρ. Παλαμά, Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων Λόγος 2, 3 ΕΠΕ 2, 454,20). Συγκε­κριμένα επάνω σ’ αυτό έχει γίνει ολόκληρη θεολογική συζήτηση και διορθόδοξοι Σύνοδοι την εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αντιδίκου του, του Καλαβρού Βαρλαάμ (από την Καλαβρία της Ιταλίας), όπου απεφάνθησαν ότι ο άνθρωπος γίνεται και μέτοχος του «ακτίστου φωτός» και λούζεται και ταυτίζεται και ενώνε­ται με το άκτιστο Φως του Θεού, που είναι άκτιστη ενέρ­γεια του Θεού, και γίνεται η θέωση του ανθρώπου (Βλ. Ιωάννη Ρωμανίδη, Ρωμαίοι ή Ρωμιοί Πατέρες της Εκκλη­σίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, έκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984). Αυτό είναι η προσευχή. Η πρώτη, λοιπόν, σωτήρια επαφή θα γίνει δια της προσευχής.
Δεύτερον είναι η μελέτη, ο λόγος του Θεού. Ξέρετε ότι ο Λόγος, άμα τον γράψεις με κεφαλαίο λάμδα, είναι ο Χριστός. Όταν τον γράφουμε με μικρό, είναι τα ρήματα του Θεού, τα λόγια Του. Όταν μελετώ, όταν έχω μπρο­στά μου, όταν έχω στην αγκαλιά μου, όταν έχω επάνω στο γραφείο μου κι όταν διαβάζω με προετοιμασία ψυχι­κή το λόγο (με μικρό λάμδα), τα λόγια του Θεού, τότε έχω μπροστά μου το Λόγο, που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Είναι μεγάλο πράγμα! Μήπως σκεφτήκατε γιατί ο Υιός του Θεού λέγεται Λόγος; Γιατί ο Λόγος είναι εκείνος όχι μόνο που φωτίζει τον άνθρωπο και τον κατευθύνει και τον καθοδηγεί, αλλά τον φέρνει σε επαφή και επικοινωνία με το Θεό. Γι’ αυτό όσοι το κάνανε αυτό, όσοι μελετούσαν με προσοχή, με ευλάβεια, με φόβο, με προσπάθεια βιώσεως του λόγου του Θεού, αυτοί ένοιωθαν αυτή την ένωση, όχι μόνο σαν φωτισμό αλλά και σαν γλύκα: «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου» (Ψαλμ. ΡΙΗ’, 103). Ο Δαυίδ λέγει ότι είχε μία γλύκα στο στόμα του.
Διαβάζω σε βιβλία για ασκητάς και ανθρώπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι μετά από την πολλή προσευχή και μετά από τη μελέτη του λόγου του Θεού αισθάνονται στο στόμα τους μία γλύκα. Αυτό είναι μία μαρτυρία που δίδεται στις ημέρες μας. Μου έλεγε μία ευλαβής μοναχή ότι είχανε έναν ευλαβέστατο ιερέα στο Μοναστήρι τους – στη Γορτυνία – και έκανε νηστεία τριήμερη. Μελετούσε συνέχεια το λόγο του Θεού. «Όταν πηγαίναμε», λέει, «κοντά του για να μας μιλήσει, το στόμα του είχε μια μοσχοβολιά· κι όταν κάποτε φτιάξαμε εμείς εδώ στο Μοναστήρι μας ένα λιβάνι, της είπε ο Ιερέας αυτός, ο εφημέριός τους: «Αυτό το λιβάνι πώς το φτιάξατε; Αυτό μυρίζει, όπως μυρίζει το στόμα μας, όπως μυρίζει η ύπαρξή μας». Έκρινε από τον εαυτό του αυτός. Νόμιζε ότι όλοι εμείς το ίδιο είμαστε». Λοιπόν μετά από την προσευχή και τη μελέτη του λόγου του Θεού έρχεται η ένωση μετά του Θεού.
Τέλος είναι η μυστηριακή ζωή, τα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Όλες οι αγιαστικές πράξεις, από τον αγιασμό, από τον εσπερινό, από τον όρθρο, από τις ακο­λουθίες όλες της Εκκλησίας μας και από όλα τα μυστήρια, με κορύφωση τη Θεία Λειτουργία, είναι δρόμοι που μας φέρνουν σε ένωση και επικοινωνία με το Θεό και σ’ αυτή τη σωτήρια ταύτιση και σ’ αυτό το άγγιγμα, στο «ήψατό μού τις», στο «κάποιος με άγγιξε».
Η Εκκλησία μας προβάλλει αυτούς τους τρόπους, οι οποίοι ιδιαιτέρως πραγματοποιούνται μέσα στο χώρο του ναού. Ειδικώς δε κορυφώνονται στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στη Θεία Λειτουργία έχουμε την κατ’ εξο­χήν προσευχή και την κορύφωσή της. Έχουμε όλο το Λόγο του Θεού. Από την ώρα που αρχίζουμε τα ανα­γνώσματα, ό,τι διαβάζουμε, ό,τι ψέλνουμε, όλα είναι ο λόγος του Θεού· και επιπλέον έχουμε και το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας επί της Αγίας Τραπέζης. Γι’ αυτό όλοι οι ευλαβείς και πιστοί χριστιανοί ήσαν προσκολλημέ­νοι στην Εκκλησία και στις ακολουθίες της. Καμιά φορά μερικοί – τάχα φωτισμένοι, τάχα με ευρύτητα – σου λένε: Συνέχεια εσπερινό θα πηγαίνουμε; Όμως ο εσπερινός και όλα αυτά που αναφέραμε είναι δρόμοι, που φέρνουν την ψυχή του ανθρώπου να αγγίξει το Θεό και να προσεγγί­σει το Χριστό μας.
Δεν σας κάνει εντύπωση σήμερα ο άγιος Νέστορας, τον οποίον τιμά η Εκκλησία μας; Είχε ευλογία από τον άγιο Δημήτριο να πάει να αντιμετωπίσει το Λυαίο. Αλλά πριν ξεκινήσει, πήγε να γίνει αυτό το άγγιγμα· πήγε, λέει το Συναξάρι, στο παράθυρο της φυλακής και άπλωσε ο άγιος Δημήτριος το χέρι του και το ακούμπησε επάνω του. Είναι αυτή η απτή, η αισθητική ένωση. Ακούμπησε ο Αγιος το χέρι του επάνω στο κεφάλι του και του είπε: Θα πας και θα πολεμήσεις και θα τον νικήσεις και θα μαρτυρήσεις για το Χριστό. Το άθλημα αυτό έγινε, αφού προηγουμένως έγινε αυτό το σωτήριο άγγιγμα δια μέσου του αγίου Δημητρίου με το Θεό. Δηλαδή φαίνεται εδώ η θέση που έχουν οι Αγιοι και τα λείψανά τους και όλα τα αγιωτικά πράγματα που έχουμε στην Εκκλησία μας και πως με όλα αυτά ο άνθρωπος έρχεται στη σωτήρια ένωση με το Θεό.
Θα σας αναφέρω μόνο λίγα λόγια ωραιότατα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου γι’ αυτό το περιστατι­κό, εξ αφορμής του σημερινού Ευαγγελίου, και για το μέσον αυτό της Θείας Λατρείας. Λέγει ο άγιος Ιωάννης: «Αψώμεθα τοίνυν και ημείς του κρασπέδου τού ιματίου αυτού», ας αγγίξουμε και εμείς την κάτω μεριά απ’ το ιμάτιο του Χριστού. «Μάλλον δε, εάν θέλωμεν, όλον αυτόν έχωμεν», καλύτερα, λέει, αν θέλουμε όχι να ακου­μπήσουμε το ιμάτιό του, αλλά να έχουμε ολόκληρο το Χριστό. «Και γαρ και το σώμα Αυτού πρόκειται νυν ημίν», και διότι το σώμα Του είναι μπροστά μας τώρα. «Ου το ιμάτιον μόνον, ουχ ώστε άψασθαι μόνον, αλλ’ ώστε και φαγείν», όχι μόνο τα ιμάτιά Του, όχι μόνο να το ιδείς με τα μάτια σου το σώμα του Κυρίου, όχι μόνο να το ακουμπήσεις (μπορείς να βάλεις το χέρι σου να το ακουμπήσεις), αλλά να το φάγεις, να το πάρεις μέσα σου, να το μασήσεις, να το κάνεις τροφή σου, να ενωθεί με σένα, να γίνει ένα με σένα, να γίνει αίμα σου, σάρκα σου και κόκκαλά σου. «Ει γαρ οι του κρασπέδου του ιματίου αυτού αψάμενοι τοσαύτην είλκυσαν δύναμιν», εάν εκείνοι που ακουμπάνε μόνο το ιμάτιο, αν εκείνοι που ακουμπάνε και προσκυνάνε τα λείψανα των Αγίων και τις εικόνες τις θαυματουργές, αν εκείνοι παίρνουν τόση δύναμη, «πόσον μάλλον οι όλον Αυτόν κατέχοντες», πόσο μάλλον εκείνοι που κατέχουν ολόκληρο το Χριστό.
Αγαπητοί αδελφοί, προλαμβάνω ένα ερώτημα που μπορεί να γεννηθεί στο μυαλό σας. Μπορεί να πείτε: Αυτά τα ήξερα. Και είμαι βέβαιος ότι τα ξέρετε. Τά ‘χω διαβάσει πολλές φορές και τα χρησιμοποιώ κιόλας. Και προσεύχομαι και διαβάζω το λόγο του Θεού και δεν φεύγω από την Εκκλησία καθόλου, αλλ’ όμως δεν αισθάνομαι αυτό το πράγμα.
Διάβαζα αυτές τις μέρες το βίο του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Είναι ενα ογκώδες βιβλίο. Τι να σας πω! Τόσο πολύ με έχει εντυπωσιάσει! Στην προσευχή του, που λέγαμε πριν, συνέχεια έβλεπε οράματα, τα οποία έβλεπαν και εκείνοι που ήσαν μαζί του στο δωμάτιο που προσηύχετο. Δεν ήταν της φαντασίας του. Δεν ήταν κάτι που αυτός μόνο το έβλεπε, αλλά ήταν κάτι που το βλέπανε και οι άλλοι, που ήσαν μέσ’ το δωμάτιο. Όταν αυτός εκστα­σιαζόταν, έμενε εκεί. Ενώ προσηύχετο ακίνητος, έβλεπαν κι αυτοί την Παναγία και τους Αγίους. Όλα ακριβώς όσα έβλεπε εκείνος, τα έβλεπαν κι οι άλλοι (Πρβλ. Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, εκδ. Ι. Μ. Ωρωπού Αττικής, σελ. 238-242). Λοιπόν μπορεί να μου πει κανείς: Το κάνω, αλλά δεν βλέπω τέτοια πράγματα. Που είναι αυτά που διαβάσαμε; Έκανα κι εγώ τις ίδιες σκέψεις με σας, όταν τα διάβαζα. Τούτο μόνο να σας πω: Το πόσο θα αντλήσουμε χάρη και θα πάρουμε ίαση – η γυναίκα αυτή ήντλησε ίαση, αυτή η αιμορροούσα θεραπεύτηκε – ας μην το εξετάσουμε αυτό. Δεν είναι δικό μας θέμα. Εξαρτάται από το Θεό. Ας το αφήσουμε. Εμείς να προσέξουμε να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα. Να χρησιμοποιήσουμε τους τρεις τρόπους αυτούς, με τους οποίους ερχόμαστε σε επικοινωνία με τον Κύριό μας: Προσευχή, μελέτη του λόγου του Θεού, μυστηριακή ζωή, Θεία Κοινωνία. Ας τα προσέξουμε αυτά κι ας προσέξουμε τα κίνητρά μας να είναι αγνά και καθαρά. Και να είναι η επαφή μας με το Θεό με όλο μας το είναι.
Θα σας πω κάτι με μας τους μοναχούς. Εμείς σηκω­νόμαστε από τα άγρια χαράματα και διαβάζουμε, διαβά­ζουμε, διαβάζουμε. Μετά στη ζωή μας μέσα έχουμε ενδείξεις· μερικές φορές είναι εμφανείς, άλλοτε τις ξέρει ο καθένας για τον εαυτό του. Τις ξέρει πιο καλά ο Θεός. Θέλω να πω ότι πρέπει να κάνουμε προσπάθεια και η προσπάθειά μας να έχει αγαθά κίνητρα. Ο πόθος μας, η λαχτάρα μας να μην είναι μόνο να διαβάσω, να κάνω την ακολουθία μου, να κάνω τον Κανόνα μου, αλλά να ενωθώ με το Χριστό μου. Με τη μελέτη, με την προσευχή, με τον εκκλησιασμό, με τον εσπερινό, με τον όρθρο, με τον αγια­σμό, με το ευχέλαιο, με την εξομολόγηση, με τη Θεία Μετάληψη να ενωθώ με τον Κύριό μου. Αυτό θα είναι ο πόθος μου, το κίνητρό μου. Όχι μια τυπική προσέλευση. Πόσο καιρό έχω να μεταλάβω; Πρέπει να μεταλάβω. Πρέπει να γίνεται συνέχεια μια δουλειά μέσα στον εσωτε­ρικό μου κόσμο. Ένας πόθος και μία επιθυμία.
Ιδιαιτέρως δε ήθελα να προσέξουμε το εξής: Συνήθως ανάβει μέσα μας μία τέτοια επιθυμία στις ώρες της ανά­γκης. Έχω μια αρρώστια, μια δυσκολία, μια περιπέτεια επαγγελματική, οικογενειακή, τότε έρχεται βέβαια προ­σευχή περισσότερη. Δεν θέλω να το κακίσω αυτό, δεν το απορρίπτω. Αλλά προσέξτε, διότι αυτό έχει μέσα του κάτι το ύποπτο. Το κάνω αυτό, νομίζω, έτσι σαν μια μαγεία θα μου λυθούν και τα προβλήματά μου. Όχι έτσι όμως, αλλά εφ’ όρου ζωής. Από το πρωί ως το βράδυ θα υπάρχει αυτή η διάθεση. Θα υπάρχει αυτή η λαχτάρα. Θα υπάρχει αυτός ο πόθος. Κι όταν υπάρχει αυτή η διά­θεση, ο καλός Θεός θα μας αξιώσει να έχουμε κι εμείς αυτά τα σωτήρια αποτελέσματα που είχε και η αιμορροούσα γυναίκα.
Με χαρά βλέπω πολλούς αδελφούς πνευματικούς, με τους οποίους συνδεόμεθα από 40 και πλέον χρόνια, και αισθάνομαι πολλή συγκίνηση και νοιώθω τη διάθεση να ευχαριστήσουμε τον Κύριο, και σας να ευχαριστήσω, γιατί σήμερα που μας δόθηκε αυτό το ιερό ανάγνωσμα και κάνουμε αυτές τις σκέψεις και έχουμε μπροστά μας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, σήμερα ας ενισχύσουμε ο ένας τον άλλον, όπως τότε που ξεκινήσαμε και ήμαστε ακόμα νέα παιδιά, ενώ τώρα είμαστε ασπρομάλληδες. Έτσι να κάνουμε, να συνεχίσουμε σ’ αυτόν το δρόμο, σ’ αυτήν την πορεία, με αυτήν τη συναίσθηση που είπα προηγουμένως, για να έχουμε τα σωτήρια αποτελέσματα. Αμήν!
(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...