Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

Ο εν αγίοις πατήρ ημών Μάρκος Μητροπολίτης Εφέσου ο Ευγενικός (19 Ιανουαρίου)



Ο εν αγίοις πατήρ ημών Μάρκος Μητροπολίτης Εφέσου ο Ευγενικός  (19 Ιανουαρίου)

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο μέγας διδάσκαλος και ανίκητος υπερασπιστής της ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας Μάρκος υπήρξε γέννημα και θρέμμα της βασιλίδος των Πόλεων. Ανατράφηκε από ευσεβέστατους γονείς και εκπαιδεύτηκε και  στη θύραθεν και στην εκκλησιαστική παιδεία, τόσο που ήταν γνωστός για τις επιδόσεις του και στις δύο. Αφού διήλθε τους βαθμούς κατά την τάξη της ιερωσύνης, προβιβάζεται στο τέλος στο αξίωμα της αρχιερωσύνης, και οδηγείται στην υψηλή θέση της μητροπόλεως των Εφεσίων. Με την επίμονη προτροπή του αυτοκράτορα Ιωάννη του Παλαιολόγου απεστάλη στη σύνοδο των λατίνων στη Φλωρεντία, προς ένωση δήθεν των χωρισμένων από πολλά χρόνια Εκκλησιών και εκεί κατέπληξε με τη θεοσοφία των λόγων του τους εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας, διότι αυτός μόνος δεν υπέγραψε στον βλάσφημο όρο της ψευτοσυνόδου εκείνης. Γι’ αυτόν τον λόγο η αγία του Χριστού Εκκλησία πάντοτε τίμησε τον μεγάλο αυτόν άνδρα ως ευεργέτη και διδάσκαλο και μοναδικό υπέρμαχο και αήττητο μαχητή της αποστολικής ομολογίας».

Συνοδική απόφαση του έτους 1743 μ.Χ. υπό τον Πατριάρχη Σεραφείμ ορίζει: «Η καθ’ ημάς αγία του Χριστού Ανατολική Εκκλησία τον ιερόν τούτον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και οίδε (γνωρίζει)  και τιμά και αποδέχεται άγιον άνδρα και θεοφόρον και όσιον και ζηλωτήν της ευσεβείας διάπυρον, και των καθ’ ημάς ιερών δογμάτων και του ορθού λόγου της ευσεβείας πρόμαχον και προασπιστήν γενναιότατον, και των προηγησαμένων εν τοις αρχαίοις χρόνοις ιερών θεολόγων και κοσμητόρων της Εκκλησίας μιμητήν και εφάμιλλον». Ο βιογράφος του ρήτορας Μανουήλ σημειώνει: «Μόνος αυτός ίσως έργοις και λόγοις στύλος ανεδείχθη ορθοδοξίας»! Ποια στοιχεία από τη ζωή του αγίου Μάρκου επιβεβαιώνουν τους εξαιρετικούς αυτούς χαρακτηρισμούς;
Πρώτον∙ άγιος Μάρκος έδειξε με τη ζωή του ότι η Ορθοδοξία γι’ αυτόν δεν είναι μία ιδεολογία, αλλά συνιστά πρωτίστως ορθοπραξία: το κατά Χριστόν ζην ήταν το διαρκές μέλημά του. Ο ίδιος, παρόλο το λαμπρό στάδιο που ανοιγόταν μπροστά του για μία ιδιαιτέρως επιτυχημένη από πλευράς κοσμικής καριέρα, λόγω και της μεγάλης θέσεως που είχε στην αυτοκρατορία ο πατέρας του και λόγω και των δικών του σπουδών και προσόντων, προτίμησε «τον μοναχικόν και ησύχιον βίον» και έγινε μοναχός στη μονή του αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, οπότε και μετονομάστηκε από Μανουήλ σε Μάρκο. Δεύτερον∙ δεν αρεσκόταν καθόλου στις θέσεις και τις τιμές, κάτι που φάνηκε ιδιαιτέρως και από το γεγονός ότι καθ’ υπακοήν δέχτηκε να γίνει επίσκοπος Εφέσου, προκειμένου να λάβει μέρος στη σύνοδο της Φερράρας/Φλωρεντίας (1438-1439), και από την άρνησή του μετά την επιστροφή του από τη σύνοδο – όπου ο λαός του επιφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή για την εμμονή του στην ορθόδοξη πίστη – να δεχτεί την προσφερομένη σε αυτόν από τον αυτοκράτορα θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τρίτον∙δεν δίστασε, παρόλο ότι έμπαινε σε κίνδυνο η ζωή του, να μείνει σταθερός στην πίστη του: και στην ίδια τη σύνοδο της Φερράρας, όταν ο πάπας μετά την άρνηση του αγίου Μάρκου να υπογράψει το ενωτικό έγγραφο τον απείλησε ότι θα κηρυχτεί αιρετικός και άρα θα εξοριστεί, αλλά και όταν ο αυτοκράτορας τον κυνήγησε, λόγω της άρνησής του και πάλι να δεχτεί σε κοινωνία τον λατινόφρονα νεοεκλεγέντα πατριάρχη Μητροφάνη τον από Κυζίκου. Τελικώς, για την εμμονή του αυτή, συνελήφθη στη Λήμνο, καθώς προσπαθούσε να καταφύγει στο Άγιον Όρος, οπότε και έμεινε εκεί υπό περιορισμό για μία διετία.
Στον άγιο Μάρκο βλέπουμε να ενσαρκώνονται όλα τα κύρια γνωρίσματα της ορθοδοξίας. Η ορθοδοξία είναι μυστηριακή. Ακριβώς ο άγιος Μάρκος ανέπνεε με τα μυστήρια, και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας. Η άρνησή του να συλλειτουργήσει με τον λατινόφρονα πατριάρχη ήταν η φυσική συνέπεια της διαρκούς κοινωνίας του με τον Κύριο, μυστηριακά και πνευματικά. Θεωρούσε ότι θα πρόδιδε το σώμα και το αίμα του Χριστού, ενούμενος με τους «χριστεμπόρους» και τους «χριστοκαπήλους», όπως ονόμαζε τους τότε ενωτικούς. Είναι πολύ χαρακτηριστική μάλιστα η φράση του: «Έχω πειστεί ακριβώς ότι όσο απομακρύνομαι από τον πατριάρχη Μητροφάνη και τους οπαδούς του πλησιάζω τον Θεό και όλους τους αγίους, και όπως ακριβώς χωρίζομαι από αυτούς, έτσι ενώνομαι με την αλήθεια» («Πέπεισμαι γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδιϊσταμαι τούτου (του πατριάρχου Μητροφάνους) και των τοιούτων (των οπαδών του) εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις αγίοις, και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία»).
Η ορθοδοξία είναι ασκητική. Όλη η ζωή του αγίου Μάρκου σ’ αυτό απέβλεπε: στη δι’ ασκήσεως των εντολών του Χριστού κάθαρση της ψυχής του προς φωτισμό του από τον Θεό. Μόνο ένας πιστός άλλωστε που έχει μία τέτοια προοπτική στη ζωή του, τη διακράτηση του φωτός του Θεού μέσα του με τον αγώνα τον ασκητικό κατά των ψεκτών παθών του, μπορεί να φτάνει σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή της υπερβάσεως των απειλών για την ίδια τη ζωή του. Διότι έχει μεταθέσει το κέντρο της ζωής του πέρα από τη βιολογική του ύπαρξη, στον ίδιο τον Χριστό. Ο άγιος Μάρκος με την καθημερινή άσκησή του μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Με άλλα λόγια έμπρακτα φανέρωνε αυτό που ο Κύριος έχει υποσχεθεί στους μαθητές Του όλων των αιώνων: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα». Μία πραγματικότητα που γίνεται αισθητή μόνον από εκείνον που έχει θέσει σε ενέργεια τις εντολές του Χριστού μέσα του.
Και βεβαίως φαίνεται πολύ καθαρά έτσι και πώς συμπλεκόταν στον άγιο Μάρκο η παραδοσιακότητα της ορθοδοξίας με την εσχατολογική της προοπτική. Ο άγιος ήταν βαθύτατα παραδοσιακός, με την πραγματική έννοια του όρου, γιατί είχε τη δύναμη στην καρδιά του της παρουσίας του αγίου Πνεύματος, που τον έκανε να ζει ως ο Χριστός εν τω κόσμω. Την οδό για τη ζωή αυτή είχαν υποδείξει οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ήξερε ο ιερός αυτός άνδρας ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι εκτροπή σε επικίνδυνες ατραπούς. Μόνον ό,τι θεμελιώνεται στην πατερική παράδοση διατηρεί την αυθεντικότατη του ευαγγελικού ήθους. Γι’ αυτό και τον βλέπουμε να εμμένει και να επιμένει παραδοσιακά. Σ’  έναν μάλιστα από τους όρους που έθεσε απαρχής στη σύνοδο, για να λειτουργήσει αυτή σωστά και νομότυπα, σημείωνε: Να αναγνωστούν οι όροι των οικουμενικών συνόδων, «ως αν φανώμεν και ημείς σύμφωνοι τοις εν εκείναις πατράσι και η παρούσα σύνοδος εκείναις ακόλουθος».
Την εμμονή του αυτή αισθάνονταν όλοι. Πρώτον οι ορθόδοξοι, οι οποίοι τον έστειλαν ως εκπρόσωπό τους – μη ξεχνάμε ότι ήταν ο έξαρχος της συνόδου, αφού εκπροσωπούσε το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων – έπειτα ακόμη και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι η δική του άρνηση υπογραφής του ενωτικού κειμένου – κάτι που συνιστά από πλευράς ορθόδοξης την κορυφαία στιγμή ίσως της συνόδου – βύθισε στην απελπισία τον πάπα Ευγένιο, ο οποίος προσδοκούσε με την ένωση αυτή να κυριαρχήσει εκκλησιαστικά και στην Ανατολική Εκκλησία. Έχει μείνει στην ιστορία μάλιστα η φράση που είπε, όταν έμαθε ότι ο μόνος που δεν υπέγραψε ήταν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός: «εποιήσαμε λοιπόν ουδέν!»
Κι αυτή είναι η ουσία τελικά της ορθής παραδοσιακότητας ως εμμονής στην αλήθεια της παραδεδεγμένης πίστης: κρατά κανείς ανοικτή τη σχέση με τον ζωντανό και αληθινό Θεό, ενώ γκρεμίζει τα όνειρα όλων επιδόξων που ζητούν με τις κάθε είδους παρεκτροπές τους να στήσουν το δικό τους βασίλειο πάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Κρατώντας όμως ανοικτή τη σχέση με τον Θεό προσδοκά και την ώρα της συνάντησής του με Αυτόν. Κι αυτό έκανε και ο άγιος Μάρκος. Ζώντας τον Χριστό που παρέλαβε από την Εκκλησία αναγάλλιαζε με την προοπτική της πλήρους ενώσεώς του με Αυτόν την ώρα που Εκείνος θα τον καλούσε. Γι’ αυτό είπαμε  ότι και ο ίδιος ο θάνατος δεν τον τρόμαζε. Άνθρωπος που ζει τη ζωή του Χριστού έχει ήδη νικήσει τον θάνατο και – γιατί όχι; - τον περιμένει με λαχτάρα σαν τον απόστολο που διεκήρυσσε: «έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι».
Χρειάζεται όμως να διευκρινίσουμε και κάτι που πλανάται πολλές φορές στη σκέψη των ανθρώπων, όταν ακούνε για την επιμονή στην ορθόδοξη πίστη και την αντίδραση του αγίου Μάρκου για την ένωση των Εκκλησιών: «Μα δεν πρέπει να ενωθούμε; Η αγάπη δεν είναι το μείζον σε σχέση με τα δόγματα και τις αρχές πίστεως, που ίσως μας θέτουν εμπόδιο στην προσέγγιση των καρδιών;» Μολονότι η απάντηση είναι γνωστή, ας επιτραπεί να απαντήσουμε. Και καταρχάς είναι πλάνη και ιστορικό σφάλμα να ισχυρίζεται κανείς ότι ο άγιος Μάρκος ως ηγέτης των ανθετικών δεν ήθελε την ένωση των Εκκλησιών. Το αντίθετο μάλιστα. Διακαής πόθος του και διάπυρο αίτημά του προς τον Θεό ήταν η ενότητα των Χριστιανών και η προσέγγιση των Εκκλησιών. Γι’ αυτό άλλωστε και πήγε στη σύνοδο της Φερράρας. Είναι μάλιστα συγκλονιστική η επιστολή του προς τον πάπα κατά την έναρξη της συνόδου: «Μέχρι πότε όλοι εμείς που έχουμε τον ίδιο Χριστό και την ίδια πίστη, θα χτυπιόμαστε και θα κομματιαζόμαστε μεταξύ μας; Μέχρι πότε εμείς που προσκυνούμε την αγία Τριάδα θα δαγκώνουμε και θα τρώμε ο ένας τον άλλον μέχρι να αλληλοεξοντωθούμε και να μας εξαφανίσουν οι εξωτερικοί εχθροί μας; Ας μη συμβεί αυτό, Χριστέ βασιλιά μας, κι ας μη νικήσει τη δική Σου καλοσύνη το πλήθος των δικών μας αμαρτιών… Ένωσέ μας και μεταξύ μας και με Σένα τον Ίδιο…».
Έβλεπε όμως ο άγιος ότι οι πλάνες της παπικής Εκκλησίας απομάκρυναν τους χριστιανούς από τον Χριστό και δημιουργούσαν συνθήκες έντασης και διαμάχης μεταξύ τους. Γι’ αυτό ήδη το πρώτο που θέτει στους παπικούς ο άγιος, κατά τους ιστορικούς, ήταν να αποβάλουν «το τραχύ και ανένδοτον», διότι «εστίν αναγκαιοτάτη η ειρήνη, ην κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός και η αγάπη». Και αυτήν την αγάπη την παρέβλεψε η ρωμαϊκή εκκλησία και διελύθη και η ειρήνη. Γι’ αυτό και παρακαλεί: «αδύνατόν εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην, εάν μη λυθή το του σχίσματος αίτιον»!
Ήθελε λοιπόν με πάθος την ένωση και την αγάπη ο άγιος Μάρκος, αλλά πάνω στο έδαφος της αληθείας, δηλαδή πάνω στην πίστη του Χριστού. Διότι μία αγάπη χωρίς την αλήθεια δεν είναι αληθινή. Είναι ένας απλός συναισθηματισμός που έχει πολύ σύντομη την ημερομηνία λήξεώς της. Κι αυτή είναι και η απάντηση και στην άλλη ένσταση, ότι τα δόγματα μας απομακρύνουν και δεν μας ενώνουν. Τα δόγματα, οι αλήθειες δηλαδή της πίστεως, δεν είναι απλές αρχές σαν ιδεολογικά μανιφέστα. Είναι δείκτες πορείας για να συναντήσουμε τον αληθινό Θεό και να ζήσουμε συνεπώς την αγάπη Του. Έξω από τα δόγματα που διαφυλάσσουν την ορθή εικόνα του Θεού και Χριστού μας ανοίγεται η θύρα για να εισέλθουν δικές μας αντιλήψεις και δικές μας εικόνες περί Θεού, συνεπώς να διαστρεβλωθεί και η αληθινή έννοια της αγάπης, αφού «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».
Περισσότερο λοιπόν από ποτέ σήμερα ο άγιος Μάρκος είναι επίκαιρος. Διότι ως ορθόδοξοι περνάμε κρίση στην ορθοδοξία μας. Την εκλαμβάνουμε οι πολλοί κυρίως ιδεολογικά, δηλαδή θεωρητικά, χάνοντας γι’ αυτό τη δύναμη που προσφέρει στη ζωή μας. Αν ένα μεγάλο μέρος των Χριστιανών έχει χάσει το νόημα της ζωής του και ζει ως άθεο, αν πολλοί πέφτουμε στην αρρώστια της εποχής, το άγχος και τη συνακόλουθη θλίψη και μελαγχολία, είναι διότι δεν ενεργοποιούμε την αλήθεια της ορθόδοξης πίστης στη ζωή μας.  Κι εδώ προβάλλει μεταξύ άλλων η μεγάλη φυσιογνωμία του αγίου Μάρκου. Έρχεται με σεμνότητα αλλά και με σθένος να μας υπενθυμίσει ότι η ορθοδοξία δεν είναι θεωρία και ιδεολογία, αλλά τρόπος ζωής, που δίνει δύναμη και φως στη ζωή, νοηματοδοτώντας την κάθε στιγμή της. Αλλά και να μας τονίσει ότι δεν επιτρέπονται εκπτώσεις στην πίστη, διότι η πίστη, όπως εξηγήσαμε, είναι εκείνη που διακρατεί την αγάπη, κατά το «αληθεύοντες εν αγάπη» του αποστόλου.

Ακολουθείν

Ο Μέγας διδάσκαλος και ειρηνικός "κατακτητής" της Ερήμου!... ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ 19 Ιανουαρίου




Ο άγιος Μακάριος ο Μέγας ανήκει στη Dream Team της Ερήμου. Μαζί με κορυφαίους πνευματικούς αγωνιστές & αγίους διδασκάλους της πρώτης & δεύτερης γενιάς αναχωρητών, όπως τους: Μέγα Αντώνιο, Παύλο τον Απλό, Μέγα Ποιμένα, Μέγα Σισώη, Μέγα Αρσένιο κ.ά. Είναι ένας ειρηνικός κατακτητής της Ερήμου, που πολέμησε με την κακία των ανθρώπων, αλλά και με τους δαίμονες.
Κι εμείς ζούμε σε μια έρημο γεμάτη κακία και δαίμονες. Συχνά κι η καρδιά μας είναι μια τέτοια έρημος, με παρόμοια "πανίδα". Αξίζει λοιπόν να γνωρίσουμε αυτούς που δάμασαν τη δική τους έρημο, αλλά και τη γήινη έρημο. Έχουν πολλά να μας πούν! (Δες και το άρθρο Οι άγιοι αναρχικοί)
Με σεβασμό, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό αφιέρωμα.
π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος έζησε τον 4ο αιώνα μ. Χ. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην έρημο με εγκράτεια και προσευχή. Τα ασκητικά του παλαίσματα είναι όντως θαυμαστά και η διδασκαλία του είναι καρπός εμπειρίας. Δηλαδή, τα όσα διδάσκει είναι αληθινή θεολογία, είναι ρήματα ζωοποιά και σωτηριώδη, τα οποία εξέρχονται από καρδιά που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό γλυκαίνουν τον νου και την καρδιά και δημιουργούν έμπνευση και διάθεση για προσευχή. 

Όσο επεδίωκε την σιωπή και την ησυχία, τόσο η φήμη τον κατεδίωκε και γι’ αυτό έτρεχαν στην έρημο πάρα πολλοί άνθρωποι για να ακούσουν την σοφή διδασκαλία του και να τραφούν πνευματικά. Αυτός τότε, όταν καταλάβαινε ότι συγκεντρωνόταν έξω από το κελλί του πλήθος ανθρώπων, έφευγε μέσα από υπόγεια σήραγγα, που ένα μέρος της έσκαψε ο ίδιος με τα χέρια του, σε μια σπηλιά, όπου συνέχιζε να προσεύχεται στην αγαπημένη του ησυχία. Αυτό το έκανε από αγάπη για τους ανθρώπους και όχι από περιφρόνηση και αδιαφορία γι’ αυτούς, αφού τους αγαπούσε αληθινά, αλλά αισθανόταν ότι τους ωφελούσε περισσότερο με την προσευχή του παρά με τον λόγο του. Η προσευχή του είχε μεγάλη δύναμη και δι’ αυτής ο Θεός ετέλεσε πολλά θαύματα, αρκετά από τα οποία, όπως θεραπείες ασθενών και δαιμονιζομένων, καθώς και αναστάσεις νεκρών, αναφέρει λεπτομερώς ο ιστορικός Παλλάδιος. 

Ένα από τα πολλά θαύματα που τέλεσε ο Θεός εισακούοντας την προσευχή του δούλου του, Μακαρίου, είναι και το εξής: Κάποια μέρα εφόνευσαν κρυφά έναν άνθρωπο και οι στρατιώτες χωρίς να γνωρίζουν τον ένοχον συνέλαβαν κάποιον αθώο. Εκείνος διαμαρτυρόταν και φώναζε ότι είναι αθώος, αλλά οι στρατιώτες δεν επείθοντο και ενώ τον οδηγούσαν στην δικαιοσύνη, μπόρεσε και τους ξέφυγε και κατέφυγε στο κελλί του οσίου Μακαρίου. Οι στρατιώτες μπήκαν στο κελλί, τον συνέλαβαν και τον έδεσαν, ενώ εκείνος φώναζε συνεχώς ότι είναι αθώος. Ο όσιος τον λυπήθηκε και πήγε στον τάφο του φονευθέντος μαζί με όλους εκείνους τους ανθρώπους. Γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά και μετά ρώτησε τον φονευθέντα εάν ο φερόμενος ως δράστης είναι αυτός που τον εφόνευσε. Τότε ακούσθηκε φωνή μέσα από τον τάφο να λέγη ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αθώος και ότι «άλλος με εφόνευσε τίμιε πάτερ». Ο όσιος τον ευχαρίστησε και του είπε να αναπαυθή εν ειρήνη. Τότε οι στρατιώτες ελευθέρωσαν τον αθώο και παρεκάλεσαν τον όσιο να τους υποδείξη τον ένοχο, αφού ερωτήση και πάλι τον φονευθέντα. Ο όσιος Μακάριος τους είπε ότι είναι αρκετό το ότι τους βεβαίωσε πως ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να τιμωρηθή γιατί είναι αθώος και ότι ο ίδιος δεν είναι κριτής για να τιμωρήση τον ένοχο. 

Στα Συναξάρια αναφέρονται κάποια περιστατικά, τα οποία είναι εντυπωσιακά και ταυτόχρονα διδακτικά. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω:
- Κάποτε εκεί που περπατούσε συνάντησε δύο νέους διαφορετικού φύλου να περιπτύσσονται και να ασπάζονται περιπαθώς ο ένας τον άλλον. Ο όσιος αντί να τους κατακρίνη, ελεεινολόγησε τον εαυτό του λέγοντας: «Εσύ άθλιε έχεις τόση αγάπη προς τον Χριστό όσην έχουν αυτά τα παιδιά μεταξύ τους;». Μέ αυτόν τον τρόπο ταπεινώθηκε, αλλά και την κατάκριση απέφυγε.
Ετελειώθη εν ειρήνη σε βαθύ γήρας, ήτοι σε ηλικία 90 ετών.

Ο ιερός υμνογράφος απευθυνόμενος στον όσιο Μακάριο του λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: 
«Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογήσω θεσπέσιε· τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν ασφαλή και ευδοξίαν την μετριότητα· διό και της εφέσεως της κατά γνώμην επέτυχες, εν σκηναίς αυλιζόμενος των αγίων, Μακάριε» (Στιχηρό Εσπερινού). 
Δηλαδή, ο όσιος αγαπούσε περισσότερο από όλα τον Θεό και ορεγόταν[=ποθούσε, λαχταρούσε] όχι τα πρόσκαιρα και φθαρτά, αλλά την μακαριότητα της Βασιλείας Του. Για τον λόγο αυτόν θεωρούσε ως τρυφή [=πολυτέλεια, άνεση] την εγκράτεια, ως αληθινό πλούτο την φτώχεια, ως ασφαλή περιουσία την ακτημοσύνη και ως αληθινή δόξα την ταπείνωση. Γι’ αυτό και επέτυχε να απολαύση αυτά που ποθούσε και για τα οποία αγωνιζόταν και αγάλλεται αιωνίως στα ουράνια σκηνώματα μαζί με όλους τους Αγίους. 
Ο βίος και η πολιτεία του οσίου Μακαρίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Αληθινός πλούτος είναι αυτός που δεν φθείρεται και που δεν μπορούν οι κλέφτες να τον κλέψουν και να τον αφαιρέσουν από τον κάτοχό του. Και τέτοιος είναι η εκούσια φτώχεια που αποκτάται με την ελεημοσύνη, η οποία είναι στην πραγματικότητα κατάθεση στα «θησαυροφυλάκια» του ουρανού. Ασφαλής περιουσία είναι ο πλούτος της κεκαθαρμένης από τα πάθη καρδιάς, επειδή μέσα σ’ αυτήν είναι θησαυρισμένη η άκτιστη Χάρη του Θεού.
Όποιος κυνηγά τον πρόσκαιρο πλούτο και την εφήμερη δόξα στην πραγματικότητα απεμπολεί την ελευθερία με την οποία τον προίκησε ο Θεός και υποδουλώνεται στους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, με τον έναν η τον άλλο τρόπο, τον βοήθησαν να τα αποκτήση, επειδή τον έχουν στο χέρι, κατά το κοινώς λεγόμενο, και μπορούν να τον εκβιάζουν όποτε θέλουν. Όποιος υποδουλώνεται ελεύθερα στον Θεό και ζη κάτω από την σκέπη Του, σύμφωνα με το θέλημά Του, αυτός, κατά τον όσιο Μακάριο, δέχεται «την εξ ύψους δύναμιν, την επουράνιον του Πνεύματος αγάπην και αφού λάβει το επουράνιο πυρ της αθανάτου ζωής, λύεται από κάθε κοσμική και ψεύτικη αγάπη και ελευθερώνεται από κάθε δεσμό κακίας» και παραμένει αληθινά ελεύθερος να αγαπά και να πράττη το αγαθό και ευάρεστο στον Θεό. 
  

Αληθινά ελεύθερος δεν είναι εκείνος ο οποίος κάνει ο,τι του υπαγορεύουν τα πάθη, οι κακίες και οι αδυναμίες του, ήτοι το να αμαρτάνη, να μισή, να γκρεμίζη και να καταστρέφη, αλλά εκείνος που μπορεί να αγαπά ανιδιοτελώς και να σέβεται, να προσφέρη και να ευεργετή με κάθε τρόπο τους συνανθρώπους του. 
Το όραμα του αγίου Μακάριου για την Κόλαση & ο ξυλοδαρμός του για το νόθο παιδί μιας κοπέλας

Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.
Η συνάντηση του αγίου με τους δύο Γυμνούς Ασκητές της«Εσώτερης Ερήμου»

Μακαρίου του Αιγυπτίου του Αλεξανδρέως τα ευρισκόμενα πάνταΑποφθέγματα, 238-240. Στο MignePatrologia Graeca,  τ. 34, 237-240:

«Ήλθε ποτέ Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτεως εις το όρος της Νιτρίας, εις την προσφοράν του αββά Παμβώ. Και λέγουσιν αυτώ οι γέροντες: Ειπέ ρήμα τοις αδελφοίς, πάτερ. Ο δε είπεν: Εγώ ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Καθημένω γαρ μοι ποτέ εν τω κελλίω εις Σκήτιν, ώχλησάν μοι οι λογισμοί λέγοντες: άπελθε εις την έρημον και ίδε τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε πολεμών τω λογισμώ πέντε έτη, λέγων μήπως από δαιμόνων εστίν. Και ως επέμεινεν ο λογισμός, απήλθον εις την έρημον. Και εύρον εκεί λίμνην υδάτων και νήσον εν μέσω αυτής. Και ήλθον τα κτήνη της ερήμου πιείν εξ αυτής. Και είδον εν μέσω αυτών δύο ανθρώπους γυμνούς. Και εδειλίασε το σώμα μου. Ενόμισα γαρ ότι πνεύματα εισίν. Αυτοί δε με ως είδον δειλιώντα, ελάλησαν προς με: Μη φοβού, και ημείς άνθρωποι εσμέν.
»Και είπον αυτοίς: πόθεν εστέ, και πώς ήλθετε εις την έρημον ταύτην; Και είπον: Από κοινοβίου εσμέν. Και γέγονεν ημίν συμφωνία και εξήλθομεν ώδε. Ιδού τεσσαράκοντα έτη, και ο μεν είς Αυγύπτιος, ο δε έτερος Λυβικός υπάρχει. Και επηρώτησάν με και αυτοί λέγοντες: Πώς ο κόσμος; Και ει έρχεται το ύδωρ κατά καιρόν αυτού, και ει έχει ο κόσμος την ευθηνίαν αυτού, και είπον αυτοίς: ναι. Καγώ αυτούς ηρώτησα: πώς δύναμαι γενέσθαι μοναχός; Και λέγουσί μοι: Εάν μη αποτάξηται τις πάσι τοις του κόσμου, ου δύναται γενέσθαι μοναχός. Και είπον αυτοίς: Εγώ ασθενής ειμί και ου δύναμαι ως υμείς. Και είπον μοι και αυτοί: Και εάν ου δύνασαι ως ημείς, κάθου εις το κελλίον σου, και κλαύσον τας αμαρτίας σου. Και ηρώτησα αυτούς: Όταν γίνηται χειμών, ου ριγάτε; Και όταν γίνηται καύμα, ου καίεται τα σώματα υμών; Οι δε είπον: Ο Θεός εποίησεν ημίν την οικονομίαν ταύτην, και ούτε τω χειμώνι ριγώμεν, ούτε τω θέρει το καύμα ημάς αδικεί.
Διά τούτο είπον υμίν ότι ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί».

Νεοελληνική απόδοση:

Κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ήρθε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στον αββά Παμβώ. Και οι γέροντες του λένε: «Πες ένα λόγο στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος είπε: «Εγώ δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Διότι, κάποτε, ενώ καθόμουν στο κελλί μου, με ενόχλησαν οι λογισμοί λέγοντας: “Πήγαινε στην έρημο, να διαπιστώσεις τι θα δεις εκεί”. Έμεινα αντιστεκόμενος στο λογισμό πέντε χρόνια, διστάζοντας μήπως προέρχεται από δαίμονες. Καθώς όμως επέμεινε ο λογισμός, πήγα στην έρημο. Και εκεί βρήκα μια λίμνη και ένα νησί στη μέση της. Και ήρθαν τα ζώα της ερήμου να πιουν νερό, και είδα ανάμεσά τους δύο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου, γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Εκείνοι όμως, όταν με είδαν να δειλιάζω, μου είπαν: “Μη φοβάσαι, κι εμείς άνθρωποι είμαστε”.
»Και τους είπα: “Από πού είστε και πώς ήρθατε σ’ αυτή την έρημο;” Και είπαν: “Είμαστε από ένα κοινόβιο. Και κατόπιν κοινής συμφωνίας ήρθαμε εδώ. [Ζούμε εδώ] σαράντα χρόνια και είμαστε ο ένας Αυγύπτιος και ο άλλος Λίβυος”. Και με ρώτησαν και αυτοί: “Σε τι κατάσταση βρίσκεται ο κόσμος; Βρέχει στην ώρα του και έχει ο κόσμος την αφθονία του;” Και τους είπα: “Nαι”. Κι εγώ τους ρώτησα: “Πώς μπορώ να γίνω μοναχός;” Και μου λένε: “Εάν δεν απαρνηθεί κάποιος όλα τα του κόσμου, δε μπορεί να γίνει μοναχός”. Και τους είπα: “Εγώ είμαι αδύναμος και δε μπορώ σαν εσάς”. Και μου είπαν και αυτοί: “Και εάν δε μπορείς σαν εμάς, να κάθεσαι στο κελλί σου και να θρηνείς τις αμαρτίες σου”. Και τους ρώτησα: “Όταν γίνεται χειμώνας, δεν κρυώνετε; Και όταν γίνεται καύσωνας, δεν καίγονται τα σώματά σας;”. Εκείνοι είπαν: “Ο Θεός μας έκανε αυτή τη χάρη, και ούτε το χειμώνα κρυώνουμε, ούτε το καλοκαίρι μας βασανίζει ο καύσωνας”.
»Γι’ αυτό σας είπα δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρέστε με, αδελφοί».

Τυπικόν της 19ης Ἰανουαρίου 2013


Σάββατον: Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου 
καί Μάρκου, Ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ. 
Τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, Ἱεροδιακόνου τοῦ Καλογερᾶ, τοῦ Πατμίου.
 

Ἀπόστολος: Τοῦ Ὁσίου· «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος...» (Γαλ. ε΄ 22-26, ς΄ 1-2), ζήτει τοῦτον τῷ Σαββάτῳ κζ΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν.
Εὐαγγέλιον: Παραλειφθέν· Κυριακῆς γ΄ ἑβδομάδος Ματθαίου «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος...» (Ματθ. ς΄ 22-33).
 

Τα ευεργετικά αποτελέσματα των θλίψεων και η ζημία από την τρυφηλή ζωή και την πολυφαγία (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)


ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΟΜΙΛΙΑ ΚΘ'
(Εβρ. 12, 4-10)


«Δεν αντισταθήκατε ακόμη μέχρις αίματος στον αγώνα σας κατά της αμαρτίας, και λησμονήσατε τη νουθεσία που σας απευθύνει ο Θεός, μιλώντας σας σαν παιδιά του· παιδί μου, μην παραμελής την παιδαγωγία του Κυρίου και μη χάνης το θάρρος σου όταν ελέγχεσαι από αυτόν. Διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, και μαστιγώνει κάθε παιδί του που το αποδέχεται. Εάνδέχεσθε με υπομονή την παιδαγωγία, ο Θεός συμπεριφέρεται σε σας σαν παιδιά του. Διότι ποιός υιός είναι εκείνος, που δεν τον παιδαγωγεί ο πατέρας του;».

Υπάρχουν δύο είδη παρακλήσεως, που, ενώ φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, όμως πολύ ενισχύουν το ένα το άλλο, τα οποία και τα δύο τα έχει αναφέρει εδώ. Το ένα δηλαδή είναι, όταν λέμε ότι μερικοί έχουν πάθει πολλά· διότι η ψυχή επαναπαύεται, όταν έχη πολλούς μάρτυρες των παθημάτων της, πράμα που προηγουμένως έκανε όταν είπε, «θυμηθήτε τις πρώτες ημέρες κατά τις οποίες φωτισθήκατε και υπομείνατε πολλή άθλησι και αγώνα παθημάτων και διωγμών»· και το άλλο, όταν λέμε, ότι «δεν έχεις πάθει κάτι μεγάλο»· διότι με τον λόγο αυτό βρίσκομε τον εαυτό μας και διεγειρόμαστε, ώστε με μεγαλύτερη προθυμία να τα υπομένουμε όλα. Και το ένα την ταλαιπωρημένη ψυχή την ξεκουράζει και την κάνει ν’ αναπνέη, ενώ το άλλο την ψυχή που έγινε ράθυμη και οκνηρή την ενισχύει και υποστέλλει το υψηλό φρόνημα.

Για να μη τους γεννηθή λοιπόν υπερηφάνεια από εκείνη τη μαρτυρία, πρόσεχε τι κάνει· «δεν αντισταθήκατε», λέγει, «ακόμη στην αμαρτία, αγωνιζόμενοι μέχρις αίματος», και ξεχάσατε τη νουθεσία. Και δεν παρουσίασε αμέσως τα κατάλληλα επιχειρήματα, αλλ’, αφού τους έδειξε όλους εκείνους που έμειναν σταθεροί μέχρις αίματος, έπειτα, αφού πρόσθεσε το καύχημα του Χριστού τα παθήματα, τότε εύκολα τους κατηγόρησε. Αυτό και στους Κορινθίους γράφοντας λέγει· «πειρασμός δεν σας κατέλαβε άλλος, παρά μόνο ανάλογος προς τις ανθρώπινες δυνάμεις», δηλαδή μικρός· καθόσον είναι αρκετό αυτό να συγκινήση και ν’ ανορθώση την ψυχή, όταν κατανοήση, ότι υπάρχουν ακόμα δοκιμασίες που δεν τις υπέφερε, και πείση τον εαυτό της από εκείνους που τις δέχθηκαν προηγουμέ­νως. Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής. Ακόμα δεν θανατωθήκατε, η ζημιά σας φθάνει μέχρι τα χρήματα, μέχρι τη δόξα, μέχρι την καταδίωξι· ο Χριστός για σας έχυσε το αίμα του, ενώ εσείς ούτε για τους εαυτούς σας· αυτός μέχρι θανάτου αγωνίσθηκε για την αλήθεια, μαχώμενος για σας· ενώ εσείς ποτέ δεν θέσατε την ύπαρξί σας σε κιν­δύνους που απειλούν με θάνατο.


«Και λησμονήσατε τη νουθεσία»· δηλαδή, κατεβάσατε τα χέρια και παραλύσατε. «Δεν αντισταθήκατε», λέγει, «στην αμαρτία αγωνιζόμενοι μέχρις αίματος». Εδώ δείχνει ότι και η επίθεσις της αμαρτίας είναι υπερβολική και οπλισμένη· διότι το, «αντισταθήκατε», έχει λεχθή γι’ αυτούς που συνεχίζουν τον αγώνα τους. «Ξεχάσατε», λέγει, «τη νουθεσία τού Θεού, όταν σας μιλάη σαν παιδιά του· «παιδί μου μην παραμελής την διαπαιδαγώγησι του Κυρίου, και μην αποθαρρύνεσαι, όταν ελέγχεσαι από τον Κύριο». Τους παρηγό­ρησε με τα ίδια τα πράγματα· προσθέτει και την σε βαθμό μεγάλο παρηγοριά από τους λόγους, από τη μαρτυρία αυτή· «μην αποθαρρύνεσαι», λέγει, «όταν ελέγχεσαι από τον Κύριο». Επομένως του Θεού είναι αυτά. Και αυτό είναι σε θέσι να προσφέρη μεγάλη παρηγοριά, όταν μαθαίνουμε ότι οι θλίψεις είναι έργο τού Θεού, εκείνος τις επιτρέπει· όπως και ο Παύλος λέγει· «για τον πειρασμό αυτό τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνη και μου είπε ο Κύριος· σου είναι αρκετή η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου αποδεικνύεται τέλεια όταν ο άνθρωπος είναι αδύναμος». Ώστε εκείνος είναι που τα επιτρέπει.


«Διότι όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, και μαστιγώ­νει κάθε παιδί του που το αποδέχεται ως δικό του». Δεν μπορείς, λέγει, να πης ότι υπάρχει κάποιος δίκαιος χωρίς θλίψι· διότι, κι’ αν έτσι φαίνεται, όμως δεν γνωρίζουμε εμείς τις άλλες θλίψεις· ώστε κάθε δίκαιος είναι ανάγκη να περάση διά μέσου των θλίψεων. Είναι διακήρυξις του Χριστού, ότι η πλατειά και ευρύχωρη οδός οδηγεί στην απώλεια, ενώ η στενή και γεμάτη θλίψεις στη ζωή. Εάν λοιπόν μέσω των θλίψεων είναι δυνατό να εισέλθη κάνεις στη ζωή, και δεν είναι δυνατό με άλλον τρόπο, άρα διά της στενής πύλης όλοι είσήλθαν, όσοι μετέβηκαν προς τη ζωή. Εάν, λέγει, υπομένετε την παιδαγωγία, ο Θεός έρχεται κοντά σας σαν προς παιδιά του. Διότι ποιός υιός υπάρχει που δεν τον παιδαγωγεί ο πατέρας; Εάν τον παιδαγωγή, άρα το κάνει για τη διόρθωσί του, και όχι για την τιμωρία και τον βασανισμό του.


Πρόσεχε, από εκείνα από τα οποία πίστευαν ότι είχαν εγκαταλειφθή από τον Θεό, από αυτά λέγει ότι πρέπει να πιστεύουν, ότι δεν είναι εγκαταλειμμένοι.Σαν να τους έλεγε· επειδή τόσα μεγάλα κακά επάθατε, νομίζετε ότι σας εγκατέλειψε ο Θεός και σας μισεί; Εάν δεν τα παθαίνατε, τότε έπρεπε να έχετε αυτήν την υπόνοια· διότι, εάν μαστιγώνη τον κάθε υιό του που τον αποδέχεται, εκείνος που δεν μαστιγώνεται, ίσως δεν είναι υιός. Τί λοιπόν; λέγει· οι πονηροί δεν υφίστανται κακοπαθήματα; Βεβαίως υφίστανται· διότι πώς όχι; Αλλά δεν είπε, ‘καθένας που μαστιγώνεται είναι υιός’, αλλά «καθένας πού είναι υιός μαστιγώνεται». Αλλά δεν θα μπορέσης ν’ απαντήσης· διότι υπάρχουν και πολλοί πονηροί που μαστι­γώνονται, όπως ανδροφόνοι, ληστές, μάγοι, τυμβωρύχοι. Όλοι εκείνοι τιμωρούνται για την κακία τους, και δεν μαστιγώνονται σαν υιοί, αλλά τιμωρούνται ως κακοποιοί· ενώ εσείς ως υιοί. Βλέπεις πως από παντού παρουσιάζει συλλογισμούς, από τα θέματα της Γραφής, από λόγια, από γνωστές έννοιες, από παραδείγματα της ζωής; Έπειτα πάλι και από την κοινή συνήθεια. Αλλά εάν είσθε χωρίς παιδαγωγία, της οποίας μέτοχοι έχουν γίνει όλοι, άρα είστε νόθοι και όχι υιοί.


Βλέπεις ότι, όπως είπα προηγουμένως, δεν είναι δυνατό να είναι υιός εκείνος που δεν παιδαγωγείται; Διότι, όπως ακριβώς μέσα στις οικογένειες οι πατέρες αδιαφορούν για τα νόθα παιδιά, είτε αυτά δεν μάθουν τίποτε είτε δεν γίνουν ένδοξα, ενώ για τα γνήσια παιδιά τους αγωνιούν μήπως δείξουν αδιαφορία, έτσι και στην περίπτωσι αυτή. Εφ’ όσον η έλλειψις παιδαγωγίας είναι γνώρισμα των νόθων υιών, πρέπει να χαίρεσθε για την παιδαγωγία, εφ’ όσον αυτή είναι απόδειξις της γνησιότητάς σας. Σαν παιδιά του σας συμπεριφέρεται ο Θεός· γι’ αυτό το λέγει αυτό. Έπειτα τους σαρκικούς μας πατέρες όταν μας τιμωρούσαν τους ντρεπόμασταν, και δεν θα υποταχθούμε πολύ περισσότερο στον Πατέρα των πνευμάτων, για να ζήσουμε;


Πάλι η προτροπή γίνεται από τα γνωστά σ’ αυτούς παθήματα, από αυτά που οι ίδιοι υπέφεραν. Διότι, όπως ακριβώς εκεί λέγει, «να θυμάσθε τις πρώτες ημέρες», έτσι και εδώ λέγει, «ο Θεός σάς συμπεριφέρεται σαν παιδιά του», και δεν μπορείτε να πήτε, ότι δεν μπορούμε να τα υποφέρουμε, και μάλιστα σαν παιδιά του αγαπητά. Και εάν εκείνοι σέβωνται τους σαρκικούς τους πατέρες, πώς εσείς δεν θα σεβασθήτε τον Πατέρα τον επουράνιο; Αν και η διαφορά δεν φαίνεται μόνο από αυτό και από τα πρόσωπα, αλλά και από την ίδια την προτροπή και από το ίδιο το γεγονός· καθόσον δεν παιδαγωγούν για τα ίδια πράγματα ο Θεός και οι πατέρες. Γι’ αυτό και προσθέτει· Διότι εκείνοι μας παιδαγωγούσαν για λίγες ημέρες και σύμφωνα με την κρίσι τους»· δηλαδή πολλές φορές απέβλεπαν στη δική τους ικανοποίησι και όχι πάντα στο δικό μας συμφέρον. Εδώ όμως δεν είναι δυνατό να το πούμε αυτό· διότι δεν το κάνει αυτό αποβλέποντας στη δική του ικανοποίησι, αλλά για σας και για τη δική σας και μόνο ωφέλεια· εκείνοι για να γίνεται χρήσιμοι και σ’ αυτούς, και πολλές φορές και χωρίς αιτία, ενώ εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.


Βλέπεις ότι και αυτό παρηγορεί; Διότι εκείνους κυρίους πλησιάζουμε, όταν δούμε ότι δεν διατάσσουν ή δεν συμβουλεύουν για δικό τους όφελος, αλλά όλη η φροντίδα τους αποβλέπει στο δικό μας συμφέρον. Πράγματι αυτό είναι ειλικρινής αγάπη, και αγάπη πραγματική, όταν, χωρίς να είμαστε καθόλου χρήσιμοι σ’ εκείνον που μας αγαπά, αγαπιώμαστε απ’ αυτόνΔιότι μας αγαπά, όχι για να λάβη, αλλά για να δώση· παιδαγωγεί, όλα τα κάνει, φροντίζει για όλα, για να μπορέσουμε εμείς να δεχθούμε τα αγαθά του. Διότι λέγει, «οι σαρκικοί πατέρες για το μικρό χρονικό διάστημα αυτής της ζωής μάς παιδαγωγούσαν όπως φαινόταν καλό σ’ αυτούς, ενώ ο Θεός μάς παιδαγωγεί για το συμφέρον μας, για να γίνουμε μέτοχοι της αγιότητάς του». Τί σημαίνει, «της αγιότητος αυτού»; Δηλαδή, της καθαρότητας, ώστε να γίνουμε άξιοί του, όσο είναι δυνατό. Εκείνος φροντίζει για να λάβετε, και όλα τα κάνει για να δώση τις δωρεές του, ενώ εσείς δεν φροντίζετε για να τις λάβετε. «Είπα», λέγει, «στον Κύριο, εσύ είσαι ο Κύριός μου, διότι δεν έχεις ανάγκη από τα υλικά μου αγαθά».


«Έπειτα», λέγει, «τους σαρκικούς μας πατέρες τούς είχαμε παιδευτές και τους ντρεπόμασταν, και δεν θα υποταχθούμε πολύ περισσότερο στον Θεό, τον Πατέρα των πνευμάτων, για να ζήσουμε;». «Στον Πατέρα τών πνευμάτων»· ή εννοεί τον Πατέρα τών χαρισμάτων, ή των ευχών, ή των ασωμάτων δυνάμεων. Εάν έτσι πεθάνουμε, τότε θα ζήσουμε. Και σωστά είπε. Διότι «οι σαρκικοί πατέρες μάς διαπαιδαγωγούσαν για τον λίγο χρόνο αυτής της ζωής, όπως φαινόταν καλό σ’ αυτούς»· διότι δεν ήταν παντού συμφέρον μας αυτό που τους φαίνονταν σωστό· ενώ ο Θεός αποβλέπει πάντα στο συμφέρον μας.

Αρα η παιδεία είναι ωφέλιμη, άρα η παιδεία είναι μετάληψις αγιότητας. Και πολύ μάλιστα. Διότι, όταν απομακρύνη την ραθυμία, την πονηρή επιθυμία, τον έρωτα των βιωτικών πραγμάτων, όταν μεταμορφώνη την ψυχή, όταν την κάνη να καταδικάζη όλα τα επίγεια (καθόσον τέτοια είναι η θλίψις), δεν γίνεται αγία; δεν προσελκύει τη χάρι τού αγίου Πνεύματος; Ας έχουμε πάντοτε στο νου μας τους δικαίους, και ας δούμε πώς όλοι αυτοί έλαμψαν, και προ πάντων ο Αβελ, ο Νώε· άραγε δεν έλαμψαν εξ αιτίας τής θλίψεως;Καθόσον δεν είναι δυνατό να μη θλιβόταν αυτός που ήταν ο μόνος δίκαιος μέσα σε τόσο πλήθος κακών. Διότι λέγει, ο Νώε, ο οποίος ήταν ο μόνος τέλειος στην γενιά του, ευαρέστησε τον Θεό. Σκέψου λοιπόν, σε παρακαλώ, εάν τώρα, έχοντας τόσους πολλούς προς μίμησι της αρετής τους, και πατέρες, και διδασκάλους, τόσο θλιβόμαστε, τί ήταν φυσικό να πάθη εκείνος, που ήταν ο μόνος ενάρετος μεταξύ τόσων πολλών; Αλλά να πω τα σχετικά με την βροχή εκείνη την άγνωστη και παράδοξη; ή να αναφέρω τον Αβραάμ και όσα εκείνος έπαθε, δηλαδή, τις συνεχείς αποδημίες, την αρπαγή τής γυναίκας του, τους κινδύνους, τους πολέμους, τους πειρασμούς; Αλλά ν’ αναφέρω τον Ιακώβ και τα τόσα δεινά που υπέφερε, ενώ τον κατεδίωκαν από παντού, και κοπίαζε άδικα και μοχθούσε για άλλους; Πράγματι δεν είναι αναγκαίο ν’ αναφέρω όλες τις δοκιμασίες του, είναι όμως σωστό ν’ αναφέρω την μαρτυρία που και αυτός έλεγε συζητώντας με τον Φαραώ· «είναι λίγα και βασανισμένα τα χρόνια τής ζωής μου· δεν έφθασαν τα χρόνια τών προγόνων μου». Αλλά ν’ αναφέρω τον Ιωσήφ; τον Μωϋσή; τον Ιησού; τον Δαυίδ; τον Σα­μουήλ; τον Ηλία; ή να αναφέρω όλους τους προφήτες; Όμως όλοι αυτοί θα βρης ότι έγιναν λαμπροί εξ αιτίας των θλίψεων.

Πες μου λοιπόν εσύ θέλεις να γίνης λαμπρός μέσω της ανέσεως και της τρυφής; Όμως δεν θα το κατορθώσης. Μήπως θέλεις ν’ αναφέρω τους αποστόλους; Αλλά και αυτοί όλοι ξεπέρασαν τις θλίψεις. Γιατί τα λέγω αυτά; Και ο Χριστός το λέγει αυτό· «εφ’ όσον είσθε μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψεις»· και πάλι· «θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς· ενώ ο κόσμος θα χαρή», και «ότι είναι στενή και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στην αιώνια ζωή». Ο Κύριος της οδού τής ζωής είπε, ότι είναι στενή και γεμάτη θλίψεις η οδός, και εσύ ζητείς την πλατειά οδό; Και πώς δεν είναι παράλογο; Γι’ αυτό δεν θα επιτύχης τη ζωή, επειδή βαδίζεις άλλη οδό, αλλά την απώλεια· διότι προτίμησες την οδό που οδηγεί εκεί.

Θέλεις να αναφέρω και να παρουσιάσω αυτούς που ζουν μέσα στην τρυφή;Ανατρέχοντας από τις ημέρες μας ας έλθουμε στους παλαιούς χρόνους. Ο πλούσιος ο οποίος καίγεται στην κάμινο, οι Ιουδαίοι που ζουν για την κοιλιά τους, των οποίων ο θεός είναι η κοιλιά, εκείνοι που ζούσαν στην έρημο και επιζητούσαν διαρκώς την άνεσι, γιατί καταστράφηκαν; Όπως ακριβώς και αυτοί που ζούσαν επί της εποχής τού Νώε, δεν καταστράφηκαν επειδή προτίμησαν την μαλθακή και έκλυτη ζωή; Και οι κάτοικοι των Σοδόμων καταστράφηκαν εξ αιτίας της γαστριμαργίας· διότι λέγει, «λόγω της μεγάλης αφθονίας των άρτων, ήταν βουτηγμένοι στην ακολασία». Αυτό έχει λεχθή για τους κατοίκους των Σοδόμων. Αλλά εάν η αφθονία των άρτων προξένησε τόσο μεγάλο κακό, τί θα μπορούσαμε να πούμε για τα άλλα καρυκεύματα;

Ο Ησαύ δεν ζούσε μέσα στην άνεσι; Τί πάλι εκείνοι που είδαν τις γυναίκες τών υιών του Θεού και έπεσαν στον γκρεμό τής ακολασίας; Τί πάλι εκείνοι που ερωτεύθηκαν με μανία τούς άνδρες; Και όλοι οι βασιλείς τών εθνών, των Βαβυλωνίων, των Αιγυπτίων, δεν είχαν έναν άσχημο θάνατο; δεν βρίσκονται στην κόλασι; Αλλά και τώρα, πες μου, δεν συμβαίνουν τα ίδια; Ακουσε το Χριστό που λέγει· «αυτοί που φορούν μαλακά ενδύματα, ζουν στα βασιλικά ανάκτορα», ενώ όσοι δεν τα φορούν αυτά, είναι στους ουρανούς. Διότι το μαλακό ένδυμα παραλύει και την αυστηρή ψυχή και την διασπά και την διασκορπίζει· κι’ άν λάβη τραχύ και σκληρό σώμα, γρήγορα μ’ αυτήν την πολυτέλεια το κάνει μαλθακό και ασθενικό. Διότι πες μου, από πού αλλού νομίζετε ότι οι γυναίκες είναι τόσον ασθενείς; άραγε μόνο από τη φύσι τους; Ασφαλώς όχι, αλλά και από την αγωγή και την ανατροφή· διότι η ανατροφή στη σκιά, η αργία, τα λουτρά, τα μύρα, τα πολλά αρώματα, η απαλότητα του στρώματος, τις κάνουν τέτοιες.

Και για να το καταλάβης πρόσεχε αυτό που θα πω. Από έναν κήπο δένδρων, που βρίσκονται στην έρημο και δέρνονται από τους ανέμους, πάρε ένα φυτό και τοποθέτησέ το σε τόπο υγρό και σκιε­ρό· θα δης ότι γρήγορα θα εξασθενήση και θα χάση την πρώτη του ικμάδα. Το ότι αυτό είναι αληθές φαίνεται και από τις γυναίκες που ζουν στην ύπαιθρο και είναι ισχυρότερες από τους άνδρες των πόλεων, και πολλούς τέτοιους θα μπορούσαν εκείνες να καταβάλλουν στην πάλη. Και όταν το σώμα γίνη μαλθακότερο, κατ’ ανάγκη και η ψυχή δέχεται τη μαλθακότητα· διότι σε πολλές περιπτώσεις οι ψυχικές ενέργειες εξαρτώνται από τη σωματική διάθεσι. Πράγματι κατά τη διάρκεια ασθενειών διαφορετικοί είμαστε εξ αιτίας τής μαλθακότητας και διαφορετικοί πάλι όταν είμαστε υγιείς. Όπως ακριβώς δηλαδή με την χορδή τού οργάνου, όταν οι φθόγγοι είναι απαλοί και μαλακοί και δεν είναι καλά τεντωμένοι, και η υπεροχή τής τέχνης τού μουσικού μειώνεται, επειδή αναγκάζεται να υπηρετή την αδυναμία τών χορδών· έτσι και στην περίπτωσι του σώματος, πολλές βλάβες δέχεται από αυτό και η ψυχή, πολλές ανάγκες. Διότι, όταν το σώμα έχει ανάγκη πολλής περιποιήσεως, και η ψυχή υπομένει την πικρή σκλαβιά.

Γι’ αυτό, παρακαλώ, να το διατηρούμε ισχυρό και να μην το νοσηλεύουμε. Ο λόγος μου δεν απευθύνεται μόνο στους άνδρες, αλλά και στις γυναίκες. Γιατί, γυναίκα, παραλύεις συνεχώς το σώμα σου με την τρυφή και το εξασθενείς; Γιατί μειώνεις τη δύναμί του με το πάχος; Το πάχος το αποχαυνώνει δεν το ενδυναμώνει. Εάν όμως απομακρυνθής από αυτά και ασκής διαφορετικά τον εαυτό σου, τότε και το κάλλος το σωματικό θα συμβαδίζη με τη διάθεσι, εφ’ όσον θα υπάρχη δύναμις και σωματική ευρωστία· εάν όμως το πολιορκής με μύριες ασθένειες, ούτε ανθηρό θα είναι, ούτε εύρω­στο· διότι πάντα θα είσαι κατηφής.

Γνωρίζετε ότι, όπως ένα ωραίο σπίτι, όταν το χαμογελάση η ατμόσφαιρα, το δείχνει λαμπρό, έτσι και η χαρά τής ψυχής όταν προστεθή σ’ ένα ωραίο πρόσωπο το κάνει ωραιότερο· ενώ όταν βρίσκεται μέσα στην κατήφεια και τους πόνους, γίνεται πιο άσχημο· και την κατήφεια την δημιουργούν οι ασθένειες και οι πόνοι τού σώματος· ενώ τις ασθένειες το σώμα που έγινε μαλθακότερο από την πολλή καλοπέρασι. Ώστε και γι’ αυτόν τον λόγο ν’ αποφεύγετε την ηδονή, εάν πείθεσθε στα λόγια μου. Αλλά, λέγει, υπάρχει ηδονή στις απολαύσεις. Όμως δεν είναι τόσο μεγάλη, όσες είναι οι δυσκολίες. Αλλωστε η ηδονή φθάνει μέχρι τον φάρυγγα, μέχρι τη γλώσσα· διότι μετά το σήκωμα του τραπεζιού ή την κατάποσι της τροφής, θα είσαι όμοιος μ’ αυτόν που δεν πήρε μέρος σ’ αυτά, ή καλύτερα πολύ χειρότερος, διότι φέρνεις από εκεί βάρη και διάτασι και κεφαλαλγία και ύπνο που μοιάζει με θάνατο, και πολλές φορές και αγρυπνία από τον χορτασμό, και δύσπνοια και ρέψιμο, και μύριες φορές θα καταριέσαι την κοιλιά, ενώπρέπει να καταριέσαι την αμετρία.

Ας μη παχαίνουμε λοιπόν το σώμα, αλλ’ άς ακούσουμε τον Παύλο που λέγει· «μη φροντίζετε για τη σάρκα, προσπαθώντας πώς να ικανοποιήτε τις επιθυμίες της». Διότι, όπως ακριβώς αν κά­ποιος πάρη και βάλη τα τρόφιμα στον οχετό, έτσι και εκείνος που τα βάζει στο στομάχι του· ή καλύτερα όχι έτσι, αλλά πολύ πιο χειρότερα. Διότι στην περίπτωσι του οχετού γεμίζει αυτόν χωρίς να προξενή κακά στο εαυτό του, ενώ στην άλλη περίπτωσι προκαλεί και πάρα πολλές ασθένειες. Καθόσον η αυτάρκεια είναι αυτή που τρέφει το σώμα, και μπορεί να το τελειοποίηση· ενώ το επί πλέον όχι μόνο δεν το τρέφει, αλλά και το καταστρέφει. Αλλά κανείς δεν τα προσέχει αυτά, εξαπατώμενος από την άκαιρη ηδονή και τη συνηθισμένη αντίληψι.

Θέλεις να τρέφης το σώμα; Απομάκρυνε το περιττό, δίνε του το απαραίτητο και αυτό που μπορεί ν’ ανεχθή· μην το βαραίνης για να μην το καταποντίσης. Η αυτάρκεια είναι και τροφή και ηδονή· διότι τίποτε δεν προξενεί τόση ηδονή, όση η εύπεπτη τροφή· τίποτε δεν φέρνει τόση υγεία, ούτε τόση οξύτητα αισθήσεων, ούτε απομακρύνει τόσο την ασθένεια. Αρα η αυτάρκεια είναι τροφή και ηδονή και υγεία, ενώ το περιττό είναι και καταστροφή και αηδία και ασθένεια. Καθόσον αυτά που προξενεί η πείνα αυτά προξενεί και ο χορτασμός, ή καλύτερα και φοβερώτερα· διότι η πείνα μέσα σε λίγες ημέρες ωδήγησε τον άνθρωπο στο θάνατο και τον απάλλαξε, ενώ ο χορτασμός, αφού καταφάγη και σαπίση το σώμα και το παραδώση σε μακροχρόνια ασθένεια, έπειτα το παραδίδει σε φοβερώτατο θά­νατο. Εμείς όμως νομίζουμε ότι η πείνα είναι φοβερή δοκιμασία, ενώ τρέχουμε προς την πλησμονή που είναι φοβερώτερη από αυτήν.

Από που προέρχεται αυτή η ασθένεια, από που αυτή η τρέλλα; Δεν λέγω να εξαντλούμε τους εαυτούς μας, αλλά τόσο να τρεφώμαστε, πράγμα που και ηδονή φέρνει, την πραγματική ηδονή, και το σώμα μπορεί να θρέψη, κάμνοντάς το ικανό και αρμονικό προς τις ενέργειες της ψυχής και παρουσιάζοντάς το καλά στερεωμένο και συναρμοσμένο. Όταν όμως γεμίζη υπερβολικά με την τροφή, αφού διαλύση τους συνδέσμους, όπως θα έλεγε κανείς, και τις αρμονίες που το κάνουν στερεό, δεν θα μπορέση ν’ αναχαιτίση την πλημμύρα, διότι όταν η πλημμύρα μπη μέσα διαλύει και κατα­στρέφει το πάν.

«Μη φροντίζετε για τη σάρκα σας», λέγει, «προσπαθώντας πώς να ικανοποιήτε τις επιθυμίες της». Και σωστά είπε, «για να ικανοποιήτε τις επιθυμίες της»· διότι η φιληδονία τροφοδοτεί τις παράλογες επιθυμίες, κι’ άν ο φιλήδονος είναι πιο συνετός από όλους, οπωσδήποτε θα πάθη κάτι από το κρασί, από τις τροφές, κατ’ ανάγκη θα παραλύση, κατ’ ανάγκη η επιθυμία θα κάνη μεγαλύ­τερη τη φλόγα. Από εδώ προέρχονται οι πορνείες, από εδώ οι μοιχείες· διότι η πεινασμένη κοιλιά δεν μπορεί να γεννήση τον έρωτα, άλλα ούτε και αυτή που είναι αυτάρκης· απεναντίας εκείνη που γεννά τις παράλογες επιθυμίες, είναι εκείνη που ζη άσωτα εξ αιτίας τής φιληδονίας. Και όπως ακριβώς η υπερβολικά υγρή γη γεννά τα σκουλήκια καθώς και η βρεγμένη και υπερβολικά υγρή κοπριά, ενώ εκείνη που είναι απαλλαγμένη από την υγρασία εκείνη και έχει κανονική υγρασία φέρνει πολλούς καρπούς· διότι, κι’ όταν ακόμα δεν καλλιεργήται, παράγει χόρτο, όταν όμως καλλιεργήται παράγει καρπούς· έτσι κι’ εμείς.

Ας μην αχρηστέψουμε λοιπόν τη σάρκα, ας μην την κάνουμε ανώφελη ή επιβλαβή, αλλά ας φυτέψουμε σ’ αυτήν χρήσιμους καρπούς και φυτά καρποφόρα, κι’ άς φροντίζουμε να μην εξασθενίση εξ αιτίας τής φιληδονίας· διότι και εκείνα όταν σαπίσουν βγάζουν σκουλήκια κι’ όχι καρπούς. Έτσι και η έμφυτη επιθυμία, εάν υπερ­βολικά την διαβρέξης, γεννά παράλογες ηδονές και υπερβολικά μάλιστα παράλογες. Αυτή λοιπόν τη βλάβη ας την απομακρύνουμε με κάθε τρόπο, για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τα αγαθά που μας έχει υποσχεθή, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού τού Κυρίου μας, και τα λοιπά.

(Πηγή: ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΡΓΑ, τ. 25, ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΛΟΥΚΑ Οἱ ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων (Λουκ ιζ, 12-19) Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ιωήλ






«Ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν»

Ὅλες οἱ διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «τυπικὰ ἦν καὶ συμβολικὰ καὶ σκιώδη», δηλαδὴ ἦταν συμβολικὲς καὶ εἶχαν τὴ σημασία τους (Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Π.χ. ἡ λέπρα ἦταν ἀρρώστια φρικτὴ καὶ ἀποτρόπαιη, γι’αὐτὸ καὶ διέταζε ὁ Μωσαικὸς νόμος ὅσοι ἔχουν προσβληθεῖ στὴν πόλη ἀπ’ αὐτὴν νὰ μὴν κατοικοῦν μέσα σ΄αὐτήν, ὅπως ἐπίσης δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει ἕνας ὑγιής τοὺς λεπρούς. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πυορροοῦσες πληγὲς ἢ ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς νεκρούς. Προκειμένου νὰ ἀποτινάξουν τὸ μίασμα ὅσοι εἶχαν ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλους αὐτούς, ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν καθαρμοὺς ἢ νὰ κάνουν ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχές. Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ θεραπεύει δέκα λεπροὺς καὶ νὰ τοὺς ἀποδίδει ὑγιεῖς στὸ κοινωνικὸ σύνολο. Αὐτὸ ὅμως μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὶς αἰτίες ποὺ τὴν προκαλοῦν.



Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν

Οἱ ἀρρώστιες δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ποιητὴς τῶν καλῶν κι ὄχι τῶν δυσαρέστων καὶ ὀδυνηρῶν. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν 1,31). Ἡ ἀρρώστια ἔχει τὴν αἰτία καὶ τὴ ρίζα της στὴν ἁμαρτία. Αἰτία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, λέγει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι «ἡ πονηρία τῆς γνώμης». Τὰ περισσότερα νοσήματα αἰτία ἔχουν τὴν ἁμαρτία. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε χωρὶς φροντίδες καὶ ἀρρώστιες. Ἔπεσε ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴν ἁμαρτία, διεφθάρη ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ παρουσιάζει ἀτέλειες καὶ ἀρρώστιες. Ἀργότερα βέβαια, ὅταν γίναμε ἀδύναμοι βρῆκε τὴν εὐκαιρία ὁ διάβολος καὶ προκάλεσε κι αὐτὸς ἀσθένειες στὸν ἄνθρωπο. Παράδειγμα ἡ συγκύπτουσα, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός: «ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἥν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» (Λουκ. 13,16). Ἐπίσης ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του ἔμεινε καθηλωμένος τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ παραλυτικὸς (Ἰωάν. 5,14).



Ὁ Χριστὸς εἶναι ἰατρός μας

Ὁ Χριστὸς θεράπευσε, κατὰ τοὺς Πατέρες, «πᾶσαν τὴν λεπρωθεῖσαν φύσιν». Γεύθηκε ὁ ἴδιος τὸν θάνατο γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὰ κακά τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια. Αὐτός, κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν» (Ματθ. 8,17). Αὐτὸς θεράπευσε «τοὺς κακῶς ἔχοντας» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὄχι μόνο θεράπευσε σωματικά τοὺς ἀρρώστους ἀλλὰ καὶ ψυχικά.



Οἱ ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων

Πράγματι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά μας νοσήματα. Εἴμαστε ὅμως ἄξιοι νὰ θεραπευθοῦμε; Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς πολλὲς φορὲς ἀσθένειες τοῦ σώματος ἔχουν ἐπίδραση στὴν ψυχή μας καὶ ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο στὸ σῶμα. Ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Τὸν ὀνομάζει «ἀρχίατρον ἐπιστήμονα». Ὅπου ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη εἶναι παρατηρημένο πὼς οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι καλύτερα ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀσθένεια μὲ ἐλπίδα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἀντίθετα, ὅσοι βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Θεὸ ταλαιπωροῦνται πιὸ πολύ. Δὲν ἠρεμοῦν, εἶναι ἀπότομοι, σκληροὶ καὶ ἰδιοτελεῖς. Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστια συνδέονται.

Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια εἶναι ἕνα ἰατρεῖο ἀδάπανο. Δὲν καταργεῖ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἀντίθετα τὴν βοηθεῖ πολὺ στὸ ἔργο της. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μετάνοια μᾶς ἀφαιροῦν τὶς ἁμαρτίες καὶ μᾶς πλησιάζουν μὲ περισσότερο θάρρος στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε. Σὲ μᾶς ὅλους ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Περιμένει ἀπὸ μᾶς νὰ ποῦμε: «Ναὶ Κύριε» (Ματθ. 9,28). Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ πλησιάζουμε τὸν θεραπευτὴ Ἰησοῦ στὴν Ἐκκλησία μας. Ἀμήν.


Κυριακή ΙΒ Λουκά Ἐκεῖνος κι ἐμεῖς (Λουκ. ιζ΄ 12-19) Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης






«Ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν»

Ὅλες οἱ διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «τυπικὰ ἦν καὶ συμβολικὰ καὶ σκιώδη», δηλαδὴ ἦταν συμβολικὲς καὶ εἶχαν τὴ σημασία τους (Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Π.χ. ἡ λέπρα ἦταν ἀρρώστια φρικτὴ καὶ ἀποτρόπαιη, γι’αὐτὸ καὶ διέταζε ὁ Μωσαικὸς νόμος ὅσοι ἔχουν προσβληθεῖ στὴν πόλη ἀπ’ αὐτὴν νὰ μὴν κατοικοῦν μέσα σ΄αὐτήν, ὅπως ἐπίσης δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει ἕνας ὑγιής τοὺς λεπρούς. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πυορροοῦσες πληγὲς ἢ ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς νεκρούς. Προκειμένου νὰ ἀποτινάξουν τὸ μίασμα ὅσοι εἶχαν ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλους αὐτούς, ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν καθαρμοὺς ἢ νὰ κάνουν ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχές. Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ θεραπεύει δέκα λεπροὺς καὶ νὰ τοὺς ἀποδίδει ὑγιεῖς στὸ κοινωνικὸ σύνολο. Αὐτὸ ὅμως μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὶς αἰτίες ποὺ τὴν προκαλοῦν.



Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν

Οἱ ἀρρώστιες δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ποιητὴς τῶν καλῶν κι ὄχι τῶν δυσαρέστων καὶ ὀδυνηρῶν. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν 1,31). Ἡ ἀρρώστια ἔχει τὴν αἰτία καὶ τὴ ρίζα της στὴν ἁμαρτία. Αἰτία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, λέγει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι «ἡ πονηρία τῆς γνώμης». Τὰ περισσότερα νοσήματα αἰτία ἔχουν τὴν ἁμαρτία. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε χωρὶς φροντίδες καὶ ἀρρώστιες. Ἔπεσε ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴν ἁμαρτία, διεφθάρη ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ παρουσιάζει ἀτέλειες καὶ ἀρρώστιες. Ἀργότερα βέβαια, ὅταν γίναμε ἀδύναμοι βρῆκε τὴν εὐκαιρία ὁ διάβολος καὶ προκάλεσε κι αὐτὸς ἀσθένειες στὸν ἄνθρωπο. Παράδειγμα ἡ συγκύπτουσα, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός: «ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἥν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» (Λουκ. 13,16). Ἐπίσης ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του ἔμεινε καθηλωμένος τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ παραλυτικὸς (Ἰωάν. 5,14).



Ὁ Χριστὸς εἶναι ἰατρός μας

Ὁ Χριστὸς θεράπευσε, κατὰ τοὺς Πατέρες, «πᾶσαν τὴν λεπρωθεῖσαν φύσιν». Γεύθηκε ὁ ἴδιος τὸν θάνατο γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὰ κακά τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια. Αὐτός, κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν» (Ματθ. 8,17). Αὐτὸς θεράπευσε «τοὺς κακῶς ἔχοντας» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὄχι μόνο θεράπευσε σωματικά τοὺς ἀρρώστους ἀλλὰ καὶ ψυχικά.



Οἱ ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων

Πράγματι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά μας νοσήματα. Εἴμαστε ὅμως ἄξιοι νὰ θεραπευθοῦμε; Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς πολλὲς φορὲς ἀσθένειες τοῦ σώματος ἔχουν ἐπίδραση στὴν ψυχή μας καὶ ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο στὸ σῶμα. Ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Τὸν ὀνομάζει «ἀρχίατρον ἐπιστήμονα». Ὅπου ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη εἶναι παρατηρημένο πὼς οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι καλύτερα ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀσθένεια μὲ ἐλπίδα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἀντίθετα, ὅσοι βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Θεὸ ταλαιπωροῦνται πιὸ πολύ. Δὲν ἠρεμοῦν, εἶναι ἀπότομοι, σκληροὶ καὶ ἰδιοτελεῖς. Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστια συνδέονται.

Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια εἶναι ἕνα ἰατρεῖο ἀδάπανο. Δὲν καταργεῖ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἀντίθετα τὴν βοηθεῖ πολὺ στὸ ἔργο της. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μετάνοια μᾶς ἀφαιροῦν τὶς ἁμαρτίες καὶ μᾶς πλησιάζουν μὲ περισσότερο θάρρος στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε. Σὲ μᾶς ὅλους ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Περιμένει ἀπὸ μᾶς νὰ ποῦμε: «Ναὶ Κύριε» (Ματθ. 9,28). Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ πλησιάζουμε τὸν θεραπευτὴ Ἰησοῦ στὴν Ἐκκλησία μας. Ἀμήν.

Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν (Λουκ. ιζ, 12-19) Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, καὶ ἂν καὶ δὲν θυμόμαστε συνεχῶς τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες, πῶς μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη σ’ ὅ,τι τὸ Εὐαγγέλιο φέρνει στὴ ζωή μας; Ὁ Θεὸς τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο ὥστε πρόσφερε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος· καὶ ὁ Υἱὸς πρόσφερε ἐλεύθερα τὸν ἑαυτό Του σὲ μᾶς μέσα ἀπὸ τὴν κυρίαρχη ἐλευθερία τῆς Θεότητάς Του· κανεὶς δὲν ἔχει ἀφαιρέσει ἀπὸ Ἐκεῖνον τὴ ζωὴ- αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια Του· πρόσφερε τὴ ζωή Του, ἐλεύθερα, πρόθυμα γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς.

Καὶ σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε ἕνα μικρὸ παράδειγμα τοῦ τρόπου, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς, δεχόμαστε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δέκα ἄνδρες ἦλθαν στὸν Κύριο, μὲ καλυμμένο τὸ σῶμα τους ἀπὸ τὴ λέπρα, καταδικασμένοι σ’ ἕνα σκληρὸ θάνατο, ἀλλὰ ποὺ εἶχαν ἐπίσης ἀπορριφθεῖ σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό τῆς κοινωνίας ἀπὸ τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους ἐξαιτίας τῆς ἀκαθαρσίας αὐτῆς τῆς μολυσματικῆς ἀσθένειας. Ἦλθαν πρὸς Αὐτόν, στάθηκαν σὲ ἀπόσταση, ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ Νόμο δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα, νὰ ἔλθουν κἄν κοντά Του, νὰ τὸν ἀκουμπήσουν. Καὶ ζήτησαν ἔλεος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ τοὺς φανερώσουν δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης τους γιὰ τὴν ἴαση ποὺ εἶχαν δεχτεῖ· καὶ πίστεψαν τὰ λόγια Του καὶ πῆγαν, καὶ θεραπεύτηκαν πρὶν πραγματοποιήσουν τὸν σκοπό τους. Θὰ περιμέναμε νὰ τρέξουν πίσω, νὰ πέσουν στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ἀγγίξουν σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης- ὄχι… Κανείς τους δὲν ἐπέστρεψε· τοὺς ἦταν ἀρκετὸ ποὺ θεραπεύτηκαν: αὐτὸ ἦταν ποὺ χρειάζονταν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἐπέστρεψε καὶ ἦλθε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Κύριο.

Δὲν εἶναι μία εἰκόνα τούτη ἡ παραβολὴ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ τόσο συχνὰ φερόμαστε; Προσευχόμαστε· ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Κύριο κάτι ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει: μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, ἴσως νὰ εἶναι ἁπλὰ κάτι ποὺ τόσο πολὺ χρειαζόμαστε· ἢ ποὺ δὲν χρειαζόμαστε τόσο πολύ, ἀλλὰ ποὺ ἔχουμε τόσο μεγάλη λαχτάρα γι’ αὐτό. Καὶ τότε μᾶς δίνεται αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε· καὶ παίρνουμε τὸ δῶρο, καὶ ὁρμᾶμε στὴ ζωὴ μὲ τὸ δῶρο στὰ χέρια, ὁρμᾶμε στὴ ζωὴ ἐπειδὴ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ ποὺ ἐκπληρώθηκε ἡ προσευχή μας. Πόσο σπάνια ἐπιστρέφουμε, ἀφήνοντας τὸ δῶρο μας γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε ἀργότερα, ἀλλὰ πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ νὰ στραφοῦμε στὸ Θεὸ καὶ νὰ τοῦ ποῦμε: Τί θαῦμα! Ποιὰ εἶναι ἡ ἀγάπη Σου! Πόσο σπουδαία, πόσο σπλαχνικά, πόσο ταπεινὰ- ἀνταποκρίθηκες στὴν προσευχή μου.. Ἀπὸ τοὺς δέκα ἀνθρώπους ὁ ἕνας ἐπέστρεψε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό: πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἦλθαν ἀμέσως, πρὶν ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὴ δωρεά, γιὰ νὰ στραφοῦν στὸν Θεὸ μὲ ἕνα χαμόγελο, ὅπως στρέφεται ἕνα παιδὶ καὶ λέει «Εὐχαριστῶ!», ἀκόμα καὶ μ’ ἕνα χαμόγελο, χωρὶς λόγια, πρὶν ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοῦ δόθηκε. Καὶ χάνουμε τόσα πολλὰ ὅταν δὲν εἴμαστε εὐγνώμονες· ἐπειδὴ ἂν μαθαίναμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στὰ ἐμφανῆ δῶρα τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀνακαλύπταμε σταδιακὰ ὅτι μποροῦμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες σὲ πολὺ περισσότερα, γιὰ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἡ Θεία Πρόνοια φέρνει στὸ δρόμο μας: ὄχι μόνο τὰ πράγματα ποὺ μᾶς χαροποιοῦν, ὄχι μόνο τὰ θαύματα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ζωῆς, τὰ πράγματα ποὺ ἀπαιτοῦν ἀπὸ ἐμᾶς κουράγιο, μεγαλεῖο, εὐγένεια, τὰ πράγματα ποὺ φοβόμαστε. Καὶ πόσο συχνὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ματαιοδοξία μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ θὰ νοιώθαμε! Ἐπειδὴ ματαιοδοξία σημαίνει νὰ κοιτάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ σκεφτόμαστε: πόσο ὑπέροχοι εἴμαστε, ξεχνώντας ὅτι αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅλα ὅσα ἔχουμε εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ἂν μοναχά, κάθε φορὰ ποὺ ἔχουμε πεῖ, ποὺ ἔχουμε κάνει τὸ σωστό, κάθε φορὰ ποὺ εἴμαστε ἄξιοι τῆς ποιότητας, τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς εὐγένειας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐπίσης τοῦ ὀνόματος τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ – ἂν κάθε στιγμὴ στρεφόμασταν στὸν Θεὸ καὶ Τοῦ λέγαμε, «Ναί! Πόσο ὑπέροχα εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἶπα, πόσο καλὴ εἶναι ἡ πράξη ποὺ ἔκανα –καὶ τὰ πάντα ἦταν ἀπὸ Ἐσένα: Ἐσύ μοῦ ἔδωσες τὴν εὐκαιρία, Κύριε! Ἤμουν σὲ θέση νὰ ἀντιληφθῶ τὴν ἀνάγκη ἐπειδὴ Ἐσὺ ψιθύρισες στὴν καρδιά μου: Κοίταξε!... Θὰ μποροῦσα νὰ καταλάβω γιατί ὁ νοῦς μου θὰ φωτιζόταν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο! Ἡ καρδιά μου ἀνταποκρίθηκε ἐπειδὴ τὴν ἄγγιξες Ἐσύ, καὶ ἡ πέτρινη καρδιὰ ποὺ κουβαλῶ στὸ στῆθος τὶς περισσότερες φορές, ἔγινε μία καρδιὰ ἀπὸ σάρκα γεμάτη συμπόνια καὶ κατανόηση! Καὶ μοῦ ἔδωσες τὰ μέσα γιὰ νὰ συναντῶ τὴν ἀνάγκη, καὶ τὴν χαρὰ νὰ τὴν συναντῶ!...

Ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ κάθε τι, θὰ ἀνακαλύπταμε ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μία πράξη λατρείας καὶ εὐγνωμοσύνης.

Ἂς μελετήσουμε τὸ θέμα αὐτό, πλησιάζουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ καρδιά μας θὰ πρέπει νὰ φλέγεται ἀπὸ εὐγνωμοσύνη: ὁ Θεὸς μᾶς ἀγάπησε τόσο πολὺ ὥστε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς· ἂν καὶ ἤμασταν ξένοι, συχνὰ ἐχθρικοὶ ἀπέναντί Του, ἦρθε καὶ ἔδωσε τὴ ζωή Του γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε!...Πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε: ἡ χαρά, ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ πίστη, ἡ εἰλικρίνεια πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἔρχονται ξαφνικά· πρέπει νὰ ἑτοιμαστοῦμε γι’ αὐτό. Ἂς σκεφτοῦμε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ· αὐτὸ ποὺ συνέβη σχεδὸν πρὶν 2000 χρόνια ποὺ θὰ θυμόμαστε σὰν ἕνα πραγματικὸ γεγονός· καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε, μὲ καρδιὰ καλλιεργημένη, βαθιὰ χαραγμένη ἀπὸ πίστη, ἀπὸ σκέψη, ἔχοντας μελετήσει προσεχτικὰ ὅλη μας τὴ ζωή, ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε τὸν Κύριο στὴν καρδιά μας μὲ ἁπλότητα καὶ ἁγνότητα, ὅπως ἕνας βοσκός, ἢ σὰν τοὺς Σοφοὺς Μάγους μέσα ἀπὸ τὴν βαθιὰ κατανόηση ποὺ προσφέρει ἡ σοφία. Ἀμήν! 

Οι δέκα λεπροὶ (Λουκ. ιζ,12—19) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος






Εἴδομεν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπεμακρύνθη τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀποφεύγων τὸν φθόνον τῶν Φαρισαίων μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου. Μετέβη δὲ εἰς τὴν Ἐφραίμ, πλησίον τῆς Βαιθήλ. Ἐκεῖθεν προχωρεῖ βορειότερον καὶ φθάνει εἰς τὰ σύνορα Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Ἐκεῖθεν προτίθεται διὰ τῆς Περσίας νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Λουκᾶς λέγει : « Ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας » . Ὁ Κύριος δηλαδὴ προτιθέμενος νὰ μεταβῇ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἵνα σταυρωθῇ, εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅρια Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Ἐκεῖ « εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν». Οὗτοι ἐσταμάτησαν μακράν, διότι αὐτὸ ἐπέβαλεν ἡ παράδοσις. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦσαν μακρὰν « ἦραν φωνὴν » ἐφώναξαν « λέγοντες Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς ». Οἱ λεπροί, ὡς νομικῶς ἀκάθαρτοι, εὑρίσκοντο μακρὰν τῶν πόλεων. Οἱ λεπροὶ οὗτοι ἀντὶ νὰ φωνάξουν, ὡς ἦσαν ὑποχρεωμένοι « ἀκάθαρτοι » , φωνάζουν καὶ ζητοῦν νὰ καθαρισθῶσιν ἐκ τῆς λέπρας, νὰ θεραπευθῶσιν ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος « ἰδὼν » αὐτοὺς « εἶπεν αὐτοῖς˙ πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι ». Ὁ Κύριος ἀποστέλλει αὐτοὺς ἀθεραπεύτους εἰς τοὺς ἱερεῖς, ἵνα δοκιμάσῃ τὴν πίστιν καὶ ὑπακοὴν αὐτῶν. Ἀποστέλλει δὲ αὐτοὺς εἰς πολλοὺς ἱερεῖς, διότι ἕκαστος ἐξ αὐτῶν θὰ μετέβαινεν εἰς τὸν πλησιέστερον ἱερέα Του, ὁ δὲ Σαμαρείτης εἰς τὸν ἐν ὄρει Γαριζὶν ἱερέα Του. Οἱ ἱερεῖς τότε εἶχον τὸ δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ ἐξετάζωσι τοὺς θεραπευθέντας λεπρούς, νὰ βεβαιώνωσι τὴν θεραπείαν των καὶ νὰ δίδωσιν ἄδειαν ἐλευθέρας ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ὑγιεῖς. Διά τοῦτο ἀποστέλλει ὁ Χριστὸς τοὺς λεπροὺς πρὸς αὐτούς. Πλὴν αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς βλέποντες τὴν θαυματουργικὴν θεραπείαν αὐτῶν θὰ ἐβεβαιοῦντο διὰ τὴν θείαν δύναμιν τοῦ Κυρίου.

« Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἐπίστευσαν οἱ λεπροὶ καὶ ὡς ἀμοιβὴ τῆς πίστεως των, ἐνῷ μετέβαινον πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἦλθε καθ’ ὁδὸν ἡ θεραπεία των. « Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη » εἷς μόνον ἐξ αὐτῶν ἰδὼν ὅτι ἐθεραπεύθη « ὑπέστρεψε » ἐπέστρεψε καὶ « μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ ». Ἡ μεγάλη φωνή του, τὸ πέσιμον κατὰ γῆς μὲ τὸ πρόσωπον κάτω εἰς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ εὐχαριστία του, ἦσαν τρία δείγματα μεγάλης εὐγνωμοσύνης. Tό δὲ κορύφωμα αὐτῶν « καὶ αὐτὸς ἦν » ὁ λεπρὸς οὗτος ἦτο ὄχι Ἰουδαῖος, ἀλλὰ « Σαμαρείτης ». Οἱ 9 Ἰουδαῖοι λησμονοῦν τὴν εὐεργεσίαν, τὴν ἐνθυμεῖται μόνον εἷς, ὁ Σαμαρείτης !

Ὁ Κύριος ἐλέγχων τὴν ἀχαριστὶαν τῶν 9 καὶ ἀμείβων τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ ἑνὸς λέγει : « Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ » εἶναι ; « οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ » δὲν ἐπέστρεψαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸν «εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς» παρὰ μόνον ὁ Σαμαρείτης « οὗτος » ; Οἱ Σαμαρεῖται ἦσαν φυλετικῶς καὶ θρησκευτικῶς μῖγμα Ἰουδαϊσμοῦ καὶ εἰδωλολατρείας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐλάτρευον τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Καὶ ὅμως εὐγνώμων ἐφάνη ὁ εἷς Σαμαρείτης καὶ ἀγνώμονες οἱ 9 Ἰουδαῖοι. Ὁ Κύριος « εἶπεν αὐτῷ˙ ἀναστάς πορεύου » σήκω καὶ πήγαινε « ἡ πίστις σου σέσωκέ σε ». Πίστιν εἶχον καὶ οἱ ἄλλοι, διότι « ἐν τῷ ὑπάγειν ἐκαθαρίσθησαν» δὲν εἶχον ὅμως εὐγνωμοσύνην. Διά τοῦτο ἐκεῖνοι ἐσώθησαν μόνον σωματικῶς. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως οὗτος ἐσώθη καὶ ψυχικῶς. Οἱ ἐννέα Ἑβραῖοι λεπροὶ ἐνόμισαν, ὅτι εἶχε ὑποχρέωσιν ὁ Κύριος νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Διά τοῦτο δὲν τὸν ηὐχαρίστησαν. Συνήθισαν μὲ τὰς θείας εὐεργεσίας καὶ φαίνονται ἀχάριστοι !





Θέμα: Εὐεργεσία — Εὐγνωμοσύνη.

Ἡ λέπρα εἶναι ἡ χειροτέρα νόσος. Τὰ ἐνδύματα τοῦ λεπροῦ εἶναι ῥάκη. Κάτω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει δέρμα λευκὸν ῥυτιδωμένο, σκασμένο, πρησμένο, παραμορφωμένο, ὥστε νὰ συγχέωνται φῦλον, φυλή, ἡλικία. Τὰ μάτια τοῦ λεπροῦ εἶναι καταβροχθισμένα, χέρια φουσκωμένα, χείλη πρησμένα, ὥστε ἡ ὁμιλία καθίσταται ἐπίπονος. Ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνας ντενεκὲς γιὰ νὰ πίνουν νερὸ καὶ χαλάσματα σπιτιοῦ εἶναι μεγάλη ἐλεημοσύνη δι’ αὐτούς. Ἀπὸ τόση συμφορὰ ἁπαλλαγέντες οἱ 9 ἐφάνησαν ἀχάριστοι. Ὁ Κύριος προεγνώριζε τὴν ἀχαριστίαν καὶ ὅμως τοὺς ἐθεράπευσεν. Ὥστε δύο πράγματα ἔχομεν ἐδῶ. Εὐεργετούμενους, εὐεργετοῦντα. Ἂς ἴδωμεν καὶ τοὺς δύο.

1) Εὐεργετούμενοι. Οἱ δεχόμενοι τὴν εὐεργεσίαν πρέπει νὰ εὐχαριστοῦν. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι ἡ μόνη ἀρετή, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ φθάνει εἰς τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία μέχρι τὰ Σεραφείμ. Μάλιστα ! Ἡ εὐγνωμοσύνη εἰς τὰ οἰκιακὰ ζῷα. Τὸ ἄλογο μὲ τὸ χρεμέτισμά του, τὸ βόδι μὲ τὸ μούγκρισμά του, τὰ κοτόπουλα μὲ τὸ φτερούγισμά των, πρὶν λάβουν τὴν τροφὴν μὲ τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ κυρίου των, ὅταν τὴν λάβουν, δεικνύουν τὴν εὐγνωμοσύνην των. Ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ζῷα καβαλικεύει, δέρνει, τὰ γδέρνει, πίνει τὸ γάλα, καματεύει, τὰ τρώγει καὶ ὅμως αὐτὰ ἐνθυμοῦνται τὸ καλό, ὅταν τὰ ἔτρεφε ! Ὁ σκύλος μὲ τὸ χαρωπὸ γαύγισμά του, τὸ μαλακὸ παιχνιδιάρικο δάγκωμά του, τὴν κίνησιν τοῦ σώματος, τῆς οὐρᾶς του, μὲ τὸ τρίψιμό του εἰς τὰ πόδια τοῦ κυρίου του πρὸ τῆς εὐεργεσίας καὶ μετὰ ταύτην ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνην του.

Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ἰδὼν τὸν ἀφέντην του νεκρὸν ὁρμᾷ, λαμβάνει αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τῆς προβοσκίδος του θέτει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ πατῶν φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀποθέτει αὐτὸν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως. Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, ἰδὼν εἴς τι δάσος λέοντα ὑπὸ ὄφεως περισφιγγόμενον, φονεύει τὸν ὄφιν καὶ ἐλευθερώνει τὸν λέοντα. Ὁ λέων οὗτος ἀκολουθεῖ τὸν εὐεργέτην του μέχρι τοῦ πλοίου, ἔνθα ἐπεβιβάσθη ὁ Γάλλος εὐπατρίδης. Ὁ λέων μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸ πλοῖον ἀκολουθεῖ τὸ πλοῖον κολυμβῶν μέχρις ὅτου ἐπνίγη. Αὐτὰ συμβαίνουν εἰς τὰ ἥμερα καὶ ἄγρια ζῷα ἐδῶ.

Ἀλλὰ ἡ εὐχαριστία εἶναι καὶ εἰς τὸν Οὐρανόν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὸ κεφ. ΙV τῆς Ἀποκαλύψεώς του μᾶς περιγράφει τὰ ἑξῆς : Ἄνοιξαν τὰ Οὐράνια καὶ εἶδε τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπεράνω αὐτοῦ ἐν ἡμικυκλίῳ τὸ ἑπτάχρωμον Οὐράνιον τόξον. Ἔμπροσθεν τοῦ θρόνου ἦσαν 24 θρόνοι. Ἐκεῖ ἐκάθηντο ἰσάριθμοι γέροντες καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἁπλώνετο θάλασσα ἤρεμος σἄν τὸ γυαλί, ὑαλίνη θάλασσα ὀνομαζομένη. Σὲ μία στιγμὴ ἀκούονται φωναί, κραυγαί, ἀστραπαί. Ἐγείρονται οἱ γέροντες οὗτοι, λαμβάνουσι τὰ χρυσᾶ στεφάνια, τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς τὰς κεφάλας των, ἀποθέτουσι αὐτὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγουσι πλήρεις εὐγνωμοσύνης˙ «ἄξιος εἶ σύ, Κύριε, λαβεῖν δόξαν καὶ τιμήν». Ὑπάρχει μεγαλύτερος βαθμὸς εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὸ νὰ θεωρῇς ἀνάξιον τὸν ἑαυτόν σου τῆς τιμῆς ; Ὄχι. Αὐτὸ κάμνουσιν οἱ ἐν Οὐρανοῖς ἅγιοι καὶ Ἄγγελοι καὶ ἰδίᾳ τὰ Σεραφείμ, τὰ ὁποῖα ὑμνοῦν τὸν Θεὸν ἀκαταπαύστως. Ὥστε εὐχαριστίαν δίδουν τὰ ζῷα ἥμερα καὶ ἄγρια καὶ οἱ ἐν Οὐρανῷ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι.

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ; Οὗτοι εἶναι ἀχάριστοι πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις. Μάλιστα ! Τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀποθνῄσκει εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐνωρίτερον; Ὁ Ἀριστοτέλης ἀπαντᾷ: Ἡ δοθεῖσα χάρις, ἡ εὐεργεσία. Καὶ βλέπομεν ἀνθρώπους νὰ φέρωνται ἀγνώμονες πρὸς τοὺς εὐεργέτας των. Ἀδελφὴ ὑπανδρευθεῖσα ἐκ τῶν θυσιῶν τῶν ἀδελφῶν της μένει ἀσυγκίνητη εἰς τὴν δυστυχίαν των. Φίλος βοηθηθείς κατὰ τὰ ἔτη τῆς κατοχῆς ὑπὸ φίλου του, τώρα δὲν τὸν γνωρίζει. Υἱὸς μορφωθείς ὑπὸ γονέων, τώρα εὑρισκόμενος εἰς κύκλον μορφωμένων ἐντρέπεται νὰ τοὺς συστήσῃ, διότι οἱ γονεῖς του εἶναι ἀγράμματοι. Υἱὸς καὶ κόρη ἀνετράφησαν ὑπὸ γονέων, οἵτινες ὑπέμειναν τὰς βρεφικάς καὶ παιδικάς ἀδυναμίας καὶ παραξενιὲς των καὶ αὐτοὶ δὲν ὑπομένουν τὶς γεροντικὲς παραξενιές.

Περισσοτέραν ὅμως εὐεργεσίαν ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εἰς Αὐτὸν ὀφείλομεν περισσοτέραν εὐγνωμοσύνην. Καὶ ἰδού. Ἡ θεραπεία τῶν 10 λεπρῶν δὲν ἔγινεν ἀμέσως ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὅπως λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον «ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἐνῷ ἐβάδιζον πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἔπεσεν ἡ λέπρα. Ἐνταῦθα ἔχομεν φανερόν μὲν τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας, κρυφὴν καὶ οὐχὶ ἄμεσον τὴν θεραπείαν. Ἑπομένως ἔχομεν μίαν εὐεργεσίαν τοῦ Κυρίου φανερὰν καὶ ἀφανῆ. Ὅ,τι ἔκαμεν ὁ Κύριος τότε εἰς τοὺς λεπρούς, τὸ κάμνει σήμερον καὶ εἰς ἡμᾶς. Μᾶς εὐεργετεῖ ἀφανῶς καὶ φανερῶς. Ποσάκις εἰς τὰ ταξίδια, τὰ ὁποῖα ἐκάμαμεν μὲ αὐτοκίνητα, τραῖνα, ἀτμόπλοια διετρέξαμεν κινδύνους ἐν ἀγνοίᾳ μας, τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος ἐχάλκευσε καὶ ὁ Θεὸς ἐρρύσατο ἡμᾶς χωρὶς νὰ λάβωμεν γνῶσιν οὔτε τῶν κινδύνων οὔτε τῆς λυτρώσεως ἐξ αὐτῶν ; Μήπως κατὰ τὰς νεκροψίας δὲν παρετηρήθη, ὅτι ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσαν τράμ, τραῖνα, αὐτοκίνητα, ἔπασχον ἐκ φυματιώσεως, τὴν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἠγνόουν, διότι οὐδέποτε εἶχον ὁμιλήσει περὶ αὐτῆς, εὑρέθησαν ὅμως αὐτοθεραπευμένοι κατὰ τὴν νεκροψίαν; Πῶς ἐθεραπεύθησαν οὗτοι ; Ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μήπως τὸ ἴδιον δὲν βεβαιώνει καὶ ὁ Κύριος, ὅταν λέγῃ πρὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, ὅτι ὁ Σατανᾶς « ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τὸν κοσκινίσῃ καὶ Αὐτὸς ἐδεήθη περὶ τούτου, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις του ». Τὸ αὐτὸ ἔγινε καὶ εἰς τὸν Ἰώβ, ὅτε ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ καὶ ἀπηλλάγη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Πόσα συμβούλια, διαβούλια καθ’ ἡμῶν ἀνθρώπων κακῶν δὲν διέλυσε καὶ ἐξηνέμισεν ὁ Θεὸς τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς ἐκοιμώμεθα ἤρεμοι καὶ ἥσυχοι !

Αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ φανεραί. Πόσαι αἱ φανεραί εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ ! Ὅλοι μας ἔχομεν τὰς γενικάς καὶ ὁ καθένας τὰς ἰδιαιτέρας του. Μᾶς ἔδωκε τὸν ἥλιον, σελήνην, ἀστέρας, ζῷα, φυτά, θάλασσαν, τὸ ὀξυγόνον τοῦ ἀέρος, τὸ σῶμά μας, τὴν ψυχήν μας, τὸ σῶμά Του, τὸ αἷμά Του, τὸ Πνεῦμα Του τὸν ἑαυτὸν Του διὰ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἰδοὺ αἱ γενικαὶ δωρεαί. Αἱ ἰδιαίτεραι ὅμως ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν; Τὰς γνωρίζει ὁ καθένας μας χωριστὰ καὶ εὐχαρίστως πρέπει ν’ ἀναπολῇ εἰς τὴν μνήμην του τὰς ἰδιαιτέρας αὐτάς δωρεάς. Αὗται φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς ἀφοροῦν τὴν παροῦσαν ζωήν. Ὑπάρχουν ὅμως φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίαι. Αὗται ἀφοροῦν τὴν Μέλλουσαν ζωήν, αἵτινες εἶναι φανεραί, διότι πιστεύομεν ἀκραδάντως εἰς αὐτάς, εἶναι δὲ ἀφανεῖς, διότι εἶναι μέλλουσαι. Πόσον ἀνώτεραι εἶναι αὗται τῶν δύο προηγουμένων ! Ἐκεῖ θὰ ἔχωμεν ὄχι σῶμα καὶ αἷμα ὑπὸ τύπον ἄρτου καὶ οἴνου, ἀλλὰ «ὀψόμεθα Αὐτὸν καθώς ἐστι». Ἐκεῖ θὰ ἴδωμεν ὄχι ἥλιον ὑλικόν, ἀλλὰ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον, τὸν Χριστόν, ὄχι ζῷα καὶ φυτά, ἀλλὰ ἀγγέλους, ἁγίους, τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ὄχι ζωήν, ἀλλὰ αἰωνιότητα, ὄχι κτήματα, γῆν, ἀλλὰ Οὐρανόν.

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν ὁποία εὐγνωμοσύνη ! Ὁ λεπρὸς ἐπιστρέψας προσέπεσεν εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ νὰ Τὸν εὐχαριστήσῃ. Καὶ ἡμεῖς γενικῶς πρωΐαν καὶ ἑσπέραν πρέπει γονυπετῶς νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεὸν διὰ τὰς γενικάς εὐεργεσίας, εἰς πᾶσαν δὲ ἄλλην ὥραν διὰ τὰς ἰδιαιτέρας δωρεάς. Μακρὰν ἡ μεμψιμοιρία διὰ τὰ ἐλλείποντα. Ἰδὲ τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἔχεις καὶ φρόντισε νὰ χαρῇς δι’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ χαρῇς δοξάζων τὸν Θεόν. Οἱ Ἑβραῖοι ἔτρωγον Μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐνεθυμοῦντο τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου. Ἐνθυμούμενοι δὲ ἐκεῖνοι καὶ ἐθελοτυφλοῦντες ἐμεμψιμοιροῦσαν διὰ τὸ Μάννα. Πόση ἀχαριστία !

Ἀλλὰ 2)Εὐεργετοῦντες.Ὁ Κύριος προεγνώριζε τὴν ἀχαριστίαν τῶν 9 καὶ ὅμως ἔκαμε τὸ καλό. Δὲν παρεπονέθη εἰς τὸν ἕνα ἐκ τῶν 10, ἀλλὰ ἐλέγχει τοὺς ἀχάριστους καὶ ἐμμέσως ἀμείβει τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ ἑνός. Πρέπει λοιπὸν καὶ σὺ νὰ κάμνῃς τὸ καλὸν χωρὶς νὰ περιμένῃς ἐδῶ ἀμοιβήν. Ἀλλοίμονον εἰς τὸν εὐεργετοῦντα, ὁ ὁποῖος περιμένει ἐδῶ ἀμοιβήν. Τὰ 9/10 ἐκ τῶν εὐεργετουμένων εἶναι ἀχάριστοι καὶ τὸ 1/10 εἶναι εὐγνώμονες. Σὲ δέκα ἔκαμες καλὸ; Ὁ ἕνας θὰ σοῦ εἴπῃ εὐχαριστῶ. Πόσην λύπην λοιπὸν θὰ δοκιμάσῃς, ἂν περιμένῃς ἐδῶ εὐγνωμοσύνην ! Θὰ παύσῃς νὰ κάμῃς τὸ καλόν, ἂν περιμένῃς ἐδῶ ἀναγνώρισιν τοῦ καλοῦ. Ἡ κυρία ἀμοιβὴ τοῦ καλοῦ δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ εἰς χρῆμα ἤ εἰς ἔπαινον, ἀλλὰ μέσα μας. Ἡ χαρὰ τὴν ὁποίαν δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον κάμνει, πρέπει νὰ εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε νὰ μὴ τὴν σβύνῃ οὔτε ἡ ἀχαριστία οὔτε καὶ ἡ ἀντὶ τοῦ μάννα χολὴ τοῦ εὐεργετουμένου. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι προδιατεθειμένος νὰ μὴ περιμένῃ ἐδῶ ἀμοιβὰς διὰ τὸ καλόν. Ὅταν περιμένῃς καὶ ζητῇς τὴν ἀμοιβήν σου ἐδῶ, δὲν ἀποκλείεται νὰ σοῦ εἴπῃ ἐκεῖ ὁ Θεός, ὅπως εἶπε εἰς τὸν πλούσιον «ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου...» ἐπληρώθηκες! Ἐπὶ πᾶσι τούτοις προσθέσατε, ὅτι ἡ ζήτησις τῆς ἀμοιβῆς ἐδῶ προϋποθέτει, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη σου δὲν εἶναι δωρεά, ἀλλὰ ἐμπόριον, συναλλαγή. Ὥστε κάμε τὸ καλὸν δωρεάν!

Ἑπομένως εἶσαι φίλος καὶ δρέπεις τὴν ἀχαριστίαν ἀπὸ τὸν φίλον σου. Μὴ βαρυγομᾶς, διότι ὅσον φωνάζεις κατ’ αὐτοῦ, τόσον ἐντονώτερον διακηρύττεις, ὅτι τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον ἔκαμες δὲν ἦτο δωρεά, ἀλλὰ ὑπολογισμός σου. Εἶσαι ἀδελφὴ καὶ περιφρονεῖσαι ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ εὐεργετηθέντος. Ὅσον καταρᾶσαι αὐτόν, τόσον δείχνεις, ὅτι δὲν πιστεύεις εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν παροῦσαν. Εἶσαι μητέρα ἤ πατέρας καὶ περιφρονεῖσαι ὑπὸ τῶν παιδιῶν σου. Καταρᾶσαι τὰ παιδιά σου. Ὄχι. Πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ διὰ τὸ κατάντημα τῶν παιδιῶν σου. Πόσας ὕβρεις δὲν ὑπομένει ὁ Θεὸς καθημερινῶς ἐκτοξευομένας κατὰ τοῦ Ἁγίου ὀνόματός Του ! Ἑπομένως κάμε τὸ καλὸν καὶ ρίψε το στὸ γυαλό, ὅπως λέγει ἡ λαϊκὴ παροιμία. Μὴ τὸ ζητῇς. Μὴ τὸ σκέπτεσαι, θὰ τὸ εὕρῃς εἰς τὸν Οὐρανόν. λέγει ὁ Θεός.

Σπουδαιότατον παράδειγμα εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι τὸ ἑξῆς: Ρωμαῖός τις δοῦλος ὀνόματι Ἀνδροκλῆς βασανιζόμενος ἐν Ἀφρικῇ ὑπὸ τοῦ πλουσίου κυρίου του ἐδραπέτευσεν εἰς ἔρημον τινα τόπον καὶ ἔμενεν ἐντὸς σπηλαίου. Ἡμέραν τινὰ εἰσέρχεται ἐντός τοῦ σπηλαίου λέων τις χωλαίνων καὶ ὑποφέρων πολλοὺς πόνους, διότι ἔφερεν ἄκανθαν ἐπὶ τοῦ ποδός. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἐξάγει τὴν ἄκανθαν καὶ ὁ λέων εὐγνωμονῶν κυλίεται εἰς τοὺς πόδας τοῦ εὐεργέτου του γλύφων αὐτούς. Ὁ λέων ἀπῆλθεν. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σπηλαίου, ἵνα συλλέξῃ χόρτα πρὸς τροφήν του. Ἐκεῖ συναντᾷ Ρωμαῖον στρατιώτην, ὁ ὁποῖος αἰχμαλωτίζει τὸν Ἀνδροκλῆ. Κατόπιν ἀνακρίσεως, ὡς δοῦλος δραπετεύσας ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ κυρίου του, καταδικάζεται ὁ Ἀνδροκλῆς νὰ ῥιφθῇ εἰς τὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς τέρψιν τοῦ λαοῦ. Ἐρρίφθη καὶ ἐξαπελύθη ἐναντίον αὐτοῦ λέων τις πεινασμένος. Ἀλλὰ ὁ λέων οὗτος ἦτο ὁ εὐεργετηθείς ὑπὸ τοῦ Ἀνδροκλέους. Ὅταν τὸ θηρίον εἶδε τὸν εὐεργέτην του, κυλίεται πρὸ τῶν ποδῶν του χωρὶς νὰ τὸν ἐγγίσῃ. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Καλλιγούλας ἀπέλυσε τὸν ἄνθρωπον τοῦτον χάριν τῶν αἰσθημάτων τοῦ ζῴου. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἔκαμε τὸ καλὸν ἄνευ ὑπολογισμοῦ, ὅτι τὸ ζῷον θὰ ἀνταπέδιδε τὴν καλωσύνην. Τὸ ζῷον ὅμως εὐγνωμονεῖ.

Ὥστε, ἀναγνῶστά μου, ὅταν εὐεργετῆσαι, πρέπει νὰ εἶσαι εὐγνώμων. Εὐεργετῶν δὲ μὴ ζήτει ἀμοιβήν. Παρουσίασα δύο πηγάς χαρᾶς ἀντιθέτους. Ἔσο εὐγνώμων, ὅταν εὐεργετῆσαι. Μὴ ζήτει ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι εὐγνώμονες πρὸς σέ. Παράξενα πράγματα; Ὄχι, ἀλλὰ καινούργια! Ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς καινούργιοι !

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...