Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2013

Ευθυμίου του Μεγάλου, του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου,


Ευθυμίου του Μεγάλου
Ο  πολίτης της ερήμου
(20 Ιανουαρίου)
του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου
Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου
από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»
Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, η αγία μας Εκκλησία τίμα και γεραίρει τη μνήμη ενός μεγάλου οσίου και ασκητή, του θεοφόρου πατρός ημών Ευθυμίου.
Γεννήθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Γρατιανού στη Μελιτινή της Αρμενίας από ευγενείς και ευσεβείς χριστιανούς γονείς τον Παύλο και τη Διονυσία.
Υπήρξεν ο όσιος καρπός και γόνος προοευχής, γιατί η στείρα Διονυσία υστέρα από πολυχρόνια ευχή και μετά από ουράνια αγγελική πληροφορία τον εγέννησε σαν άλλο Πρόδρομο και Βαπτιστή.
Ευθύμιος ωνομάστηκεν ο όσιος, γιατί ο Άγγελος πού τη γέννησί του προανήγγειλε «ευθυμείν τοις γεννήτορσιν υπέρ γονής δεομένοις» διέταξε. Γι΄ αυτό και στο Θεό από τους γονείς του αφιερώθηκε.
Νεαρότατος έμεινεν ορφανός από πατέρα.
Η δε ευσεβής του μητέρα το εμπιστεύτηκε στα πατρικά και στιβαρά χέρια του Επισκόπου της Μελιτινής Ευτρωΐου, ο όποιος και τον παρέλαβεν υπό την προστασία του και τον εχειροτόνησε Διάκονο της τοπικής Εκκλησίας του.
Διακρίθηκε τόσο πολύ στα ιερά γράμματα ο Ευθύμιος ώστε «πάντας τους κατ' αυτόν ασκήσει και ταις προς αρετήν επιδόσεσι υπερβαλών αναγκάζεται την του Πρεσβυτέρου χειροτονίαν λαβείν, και των ιερών ασκητηρίων και Μοναστηριών την επιμέλειαν δέξασθαι».
Ω ικανότης και γνώσις, ω δύναμις και επιτηδειότης! Νεότατος, περίπου εικοσιπέντε χρονών, έγινεν επόπτης και επιμελητής των ιερών ασκητηρίων και Μονών όλης της επισκοπής της Μελιτινής.
Άλλ' ο φιλόθεος Ευθύμιος φλεγόταν από θείον ερωτά και ζήλον ένθεο και ιερό να εύρη και να συνάντηση το Θεό «ενώπιος ενωπίω» με εντονότερη άσκησι και πιότερην απομόνωσι.
Έφυγε λοιπόν 29 χρονών από τη Μελιτινή και έφθασε στα Ιεροσόλυμα, οπού κατασκήνωσεν, όπως η «φιλέρημος τριγών», μέσα στη σπηλιά σ' ένα βουνό, μαζί με τον όσιο Θεόκτιστο.
Άλλα κι' εδώ η μόνωσι ήταν πράγμα δύσκολο κι όχι κατορθωτό. Πλήθη αρρώστων έφθασαν μέχρις εδώ νια να λάβουν ίασι των σωματικών τους ασθενειών και πράγματι ο άγιος «χαλεπών νοσημάτων πολλούς απήλλαξε».
Τετρακόσιους μάλιστα ξένους και περαστικούς στο ασκητήριό του εφιλοξένησε και με λίγα ψωμάκια, πού είχε, όλων τα στομάχια εχόρτασε, μιμούμενος το θαύμα του Χριστού πού τους πεντακισχιλίους με πέντε άρτους και δυο ιχθύες εχόρτασε. Πολλές γυναίκες άτεκνες και στείρες, όπως ήταν τότε και η μητέρα του, «δι' ευχής ευτέκνους και γονίμους απέδειξε».
Όπως δε πάλιν άλλοτε ο θεσβίτης και πυρφόρος Προφήτης Ηλίας, τους καταρράχτες του ουρανού άνοιξε και επότισε τη γη πού πολλά χρόνια διψούσε και από ακαρπία έπασχε.
Και πάλιν, όπως άλλοτε τον Ισραήλ, πύρινος στύλος «δι'  όλης της νυκτός» μέσα στην έρημο συνώδευε και σταθερά τους έδειχνε την πορεία προς τη γη των Πατέρων, έτσι και ο όσιος και άγιος και αγνός λειτουργός του Υψίστου Ευθύμιος όταν λειτουργούσε πύρινος στύλος από τον ουρανό κατέβαινε και τον παρέστεκε μέχρι πού έπαιρνε τέλος η αγία αναφορά και η αναίμακτη θυσία.
Είχεν ακόμη και προορατικό χάρισμα και τη μεγάλη αρετή της διακρίσεως.
Ένα Μοναχό, πού όλοι τον είχαν για αγνό, έβλεπεν ο όσιος, άγγελος Κυρίου να τον ταλανίζη και με «τριόδοντα» να του αποσπά την ψυχή, γιατί στην πραγματικότητα ήταν ακόλαστος κι' αμαρτωλός, άκουγε δε συγχρόνως τη φωνή του αγγέλου να του αποκαλύπτη «τα κρυπτά της αισχύνης» του Μονάχου.
Όταν πάλι επρόσφερε τα τίμια δώρα «εις βρώσιν και πόσιν τοις πιστοίς» εδιάβαζε μέσα στην καρδιά και τα μάτια των προσερχόμενων την αγνότητα, ή ρυπαρότητα, την αξιότητα ή την αναξιότητα των κοινωνούντων.
Και όμως για όλα του δαύτα τα χαρίσματα, για τα υπέροχα του και καταπληκτικά θαύματα καθόλου δεν υπερηφανευόταν, αλλά ταπεινωνόταν και ήταν και φαινόταν «ευπρεπής, τον τρόπον απλούς, την ηλικίαν ευσταλής και σεμνός» κατά τον ιερό Συναξαριστή.
Τι να ειπούμε τώρα αδελφοί; Ημπορούμε να ζυγίσωμε την πίστι και την αρετή, την προσφορά και τη θυσία του μεγάλου Ασκητή.
Συνήθως, εμείς οι άνθρωποι του 20ου αιώνα, δεν σιγκινούμεθα από το βίο και τον τρόπο, από την αφιέρωσι και την άσκησι των ιερών της έρημου προσώπων.
Πιθηκιστικά επαναλαμβάναμε· «εχρεωκόπησεν ο Μοναχισμός, είναι πια σήμερα αναχρονισμός», και τρομάζομεν όταν ακούσωμεν ότι κάποιος ή κάποια — αδιάφορο ποιος — θέλει να γίνη μοναχός.
Ο όσιος Ευθύμιος «τας φροντίδας του βίου απαρνησάμενος, και Αγγέλων τον βίον αναλαβόμενος, εγκράτεια την ψυχήν κατελάμπρυνε, και θαυμάτων εκ Θεού χάριν εδέξατο».
Εμείς μέσα στον κόσμο βολοδέρναμε. Τις ηδονές συνήθως θηρεύομε την κοσμική ζωή προτιμούμε, μέσα στις μικρότητες και τις κακίες του κόσμου παλεύομε και στο τέλος ερείπια κοινωνικά, ναυάγια ψυχικά, περιφρονημένοι και εγκατελειμμένοι από γυναίκα άσπλαγχνη και αγνώμονα παιδιά, στο Γηροκομείο καταλήγομε.
Αδελφοί μου αγαπητοί, ο Κύριος μιλώντας για την παρθενία και τον βίο τον ασκητικό, είπε: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, άλλ' οις δέδοται». Λοιπόν, αποκλείεται να γίνουν όλοι οι άνθρωποι Μοναχοί ή άγαμοι κληρικοί. Άλλα και σεις μην εμποδίζετε τους λίγους «οις δέδοται» το χάρισμα και η κλήσι, από του να πραγματώσουν τον υψηλό και ευγενή τους σκοπό. Αντίθετα μάλιστα να τους ενθαρρύνετε και θα έχετε τον όσιο Ευθύμιο υπέρμαχο και βοηθό. Αμήν.
Απολυτίκιον. Ηχος δ'.
Εύφραίνου έρημος η ου τίκτουσα, ευθύμησον η ουκ ωδίνουσα ότι επλήθυνέ σοι τέκνα,
ανήρ επιθυμιών των του Πνεύματος, ευσεβείς φυτεύσας, εγκράτεια, εκθρέψας, εις αρετών τελειότητα. Ταις αυτού ικεσίας, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.

Η ομιλία του π. Σαράντη Σαράντου : «Κρίση-θλίψη-κατάθλιψη» (12/1/2013)

Αββάς Σιλουανός...



Κάποιος Χριστιανός πήγε να συμβουλευτεί τον Αββά Σιλουανό.

- Έχω ένα θανάσιμο εχθρό Πάτερ, του εξομολογήθηκε. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα.
 Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βρεθεί κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και τη ζωή μου. Πριν λίγες μέρες μάλιστα έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στην δικαιοσύνη.

- Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.

- Δεν νομίζεις Πάτερ, πως αν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθεί η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.

- Κάνε ότι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέγει με το ίδιο ύφος ο Όσιος.

- Πηγαίνω λοιπόν στον δικαστή κατευθείαν, είπε ο Χριστιανός, και σηκώθηκε να φύγει.

- Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα 
να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου.

Άρχισε το «Πάτερ ημών».

«Και μή αφίεις ημίν τά οφειλήματα ημών, ως και ημείς ου αφίεμεν τοις 
οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέει μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν
 έφτασε σ’ αυτόν το στίχο.

- Λάθος Αββά, δε λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να 
διορθώσει ο χριστιανός.

- Έτσι όμως είναι, αποκρίθηκε μ’ όλη του την απάθεια ο Γέρων. 
Αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό σου στο δικαστή, 
ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.


Κυριακή ΙΒ Λουκά «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ;»



«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ;» το ερώτημα αυτό θέτει ο Χριστός, όταν ο Σαμαρείτης στην καταγωγή πρώην λεπρός τον επισκέπτεται μετά τη θεραπεία του για τον εκφράσει τις ευχαριστίες του.
Μήπως οι υπόλοιποι εννέα δεν είχαν καθαρισθεί από την ασθένειά τους;
Η λέπρα, όπως είχαμε ξαναπεί, ήταν για τους Ιουδαίους, σημάδι θεϊκής επεμβάσεως σε καταστάσεις πνευματικής ασθένειας του ανθρώπου. Θεωρούσαν τους λεπρούς μολυσμένους και ακάθαρτους και γι ΄ αυτό τους απαγόρευαν από τη λατρεία, τους έδιωχναν από τις κοινότητες, ήταν έξω από τις κοινωνίες. Όταν ο Χριστός θεραπεύει τους λεπρούς, τους στέλνει στους ιερείς για να πιστοποιήσουν την θεραπεία τους, θέλοντας να δείξει ότι η αποκατάσταση της υγείας τους σχετίζεται με την αποκατάσταση της σχέσεώς τους με το Θεό. Ότι δηλαδή μετανόησαν και θεραπεύτηκαν ή ότι η θεραπεία τους τώρα θα γίνει αφορμή για να μετανοήσουν, να αλλάξουν τρόπο ζωής, να συμφιλιωθούν με το Θεό, να εξαρτήσουν τη ζωή τους από Αυτόν.
Έτσι, ο ένας, ο Σαμαρείτης, κατανοεί το βαθύτερο νόημα της ασθένειάς του και της θεραπείας του και επιστρέφει για να ευχαριστήσει το Θεό και να αποκαταστήσει τη σχέση μαζί Του, ενώ οι άλλοι εννέα δεν συνειδητοποίησαν ποιο ήταν το βαθύτερο αίτιο που προκάλεσε την ασθένεια. Έτσι, μόλις είδαν ότι εξαφανίστηκαν τα σημάδια της ασθένειας, συνέχισαν τη ζωή του ο καθένας, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το Θεό.
Αυτή την αδιαφορία δείχνουμε δυστυχώς, και μεις πολλές φορές για το Θεό. Μπορεί να εκκλησιαζόμαστε, μπορεί να συμμετέχουμε σε μυστήρια και ακολουθίες της Εκκλησίας, αλλά φεύγοντας από αυτά, αφήνουμε και τον Χριστό εκεί. Γυρίζουμε στα δικά μας, στη ζωή μας, στις δουλειές μας, στα σπίτια μας, χωρίς να παίρνουμε κάτι μαζί μας, χωρίς να προσαρμόζουμε τη ζωή μας σύμφωνα με τις εντολές του Θεού και τους συνανθρώπους μας. Χωρίς, ουσιαστικά,  να Τον δοξάζουμε!  

Κυριακή ΙΕ΄ Ἐπιστολῶν - Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου


ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 2
Κυριακή ΙΕ΄ Ἐπιστολῶν - Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου
20 Ἰανουαρίου 2013 Β΄Κορ. δ΄ 6 – 15)
«...Ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, 
ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν...»
Εἶναι διάχυτη στήν Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ Θεός εἶναι Φῶς, καί μάλιστα τό φῶς τό ἀληθινό. Αὐτός δημιούργησε τό αἰσθητό φῶς, αὐτός φωτίζει ὅλη τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο. Ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι εἶναι τό «φῶς τοῦ κόσμου». Αὐτό δέν εἶναι καθόλου συμβολικό ἤ ἠθικό, ἀλλά πραγματικότητα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τόσο στήν Ἁγία Γραφή ὅσο καί στά ὑμνολογικά κείμενα ὁ Θεός παρουσιάζεται περισσότερο ὡς Φῶς. Καί ἐμεῖς, σκοτισμένοι ἀπό τά πάθη, εὑρισκόμενοι στά βάθη τῆς ἀβύσου, Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς φωτίσει: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον»(Ψαλμ. ιβ΄ 4). Αὐτό τό πραγματικό Φῶς τῆς Θεότητος εἶδαν οἱ Τρεῖς Ἀπόστολοι ἐπάνω στό Θαβώρ. Ἐκεῖ λέγεται χαρακτηριστικά ὅτι «ἔλαμψεν τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄ 2). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος πρός τήν Δαμασκό εἶδε αὐτό τό Φῶς. Καί ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ἐκ πείρας αὐτή τήν ἀλήθεια, γι’ αὐτό ψάλλει: «Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται...». Μέσα στά θεουργά καί φωτουργά Μυστήρια ἀποκτοῦμε προσωπική ἐμπειρία αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, γι’ αὐτό μποροῦμε νά ψάλλουμε μέ εὐγνωμοσύνη: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν...».
Ὁ Θεός, τό Θεῖο Φῶς, ἀποκαλύπτεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό διαβεβαιώνει σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐδῶ ἀπαραίτητα πρέπει νά κάνουμε δυό διευκρινιστικές ἐπεξηγήσεις. Καρδιά στήν πατερική γλώσσα εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως μας. Ἄλλοτε ὀνομάζεται νοῦς καί ἄλλοτε καρδιά καί εἶναι αὐτό πού σήμερα ὀνομάζουμε πρόσωπο. Καρδιά, λοιπόν, εἶναι τό πρόσωπο, πού εἶναι τό κέντρο ὅλης τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀναλυτικότερα, καρδιά εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί μέσα στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ ἄλλη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ὁ χῶρος αὐτός στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ φωτίζεται. Ὁ ἐνεργούμενος ὑπό τοῦ Παναγίου Πνεύματος αἰσθάνεται φῶς μέσα στήν καρδιά του καί γενικά σέ ὅλη του τήν ὕπαρξη. Κατά τόν Ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο αὐτή ἡ ἔλλαμψη δέν εἶναι μιά ἀποκάλυψη νοημάτων, «ἀλλ’ ὑποστατικοῦ φωτός ἐν ταῖς ψυχαῖς, βεβαία καί διηνεκής ἔλλαμψις». Δηλαδή, δέν αἰσθάνεται τότε ὁ ἄνθρωπος μιά συναισθηματική ἔξαρση ἤ φανταστική ἔξαψη, ἀλλά ὕπαρξη ἐντός του μιᾶς ζωῆς, ζωῆς αἰωνίου. Διότι «ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωάν. α΄ 4).
Μέσα στίς ὑψηλές καταστάσεις καί στά ὑπερφυσικά χαρίσματα πού βιώνει τότε ὁ φωτισμένος καί «χαριτωμένος» ἄνθρωπος εἶναι καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ὅπως γίνεται φανερό αὐτή ἡ διάκριση δέν εἶναι μιά διανοητική ἐπεξεργασία καί ἡ ἐπιλογή, μέ τήν βοήθεια τῆς λογικῆς, τῆς καλύτερης λύσεως, ἀλλά ἡ ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ φωτίζει τό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας καί ἀποκαλύπτει τό θέλημά Του. Ἔτσι, ἡ διάκριση εἶναι γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει φθάσει στήν κατάσταση τῆς θεώσεως. Τότε καί ὁ ἴδιος πορεύεται χωρίς νά πλανᾶται καί αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦν τούς ὁδηγεῖ «ἀπταίστως πρός τό ὄντως φῶς καί τήν ζωήν καί τήν ἀλήθειαν» (Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι).
Τέτοιος «χαριτωμένος» ἄνθρωπος εἶναι καί ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, πού σήμερα ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶδε τόν Θεό, ὡς Φῶς, ἔπλεε διαρκῶς στό Ἄκτιστο Φῶς, ἔλαβε πολλά πνευματικά χαρίσματα (διορατικό, προορατικό κ.λ.π.), ἔλαβε πεῖρα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ σώματος καί ὅλων τῶν ἐνεργειῶν καί, ἑπομένως, καθοδηγοῦσε σωστά τά πνευματικά του παιδιά.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Ἅγιο Εὐθύμιο καί ὅλους τούς Ἁγίους νά πρεσβεύουν γιά μᾶς, ὥστε νά φωτιστοῦν τό σκότη τῆς ψυχῆς μας. Ἄς τόν παρακαλέσουμε νά πρεσβεύει, ὥστε τέτοιους καθοδηγούς νά ἔχουμε στήν πνευματική μας ζωή. ΑΜΗΝ!

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Κυριακή ΙΒ Λουκά Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ (Λουκ. 17, 12-19) Τόσο δρόμο γιά ἕνα «εὐχαριστῶ»; +Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου



Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά, του π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
(Λουκ. 17, 12-19)
Τόσο δρόμο γιά ἕνα «εὐχαριστῶ»;

            Ἀκούσαμε στό εὐαγγέλιο μιά πολύ διδακτική ἱστορία πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους.
            Ἐνῶ ὁ Χριστός πήγαινε σέ ἕνα χωριό, τόν προαπάντησαν δέκα λεπροί. Δέκα ἄνθρωποι πού εἶχαν προσβληθεῖ ἀπό τήν ἄσχημη καί δύσκολη ἀρρώστεια τῆς λέπρας. Πού διαλύει τό σῶμα καί καταθλίβει τή ζωή.
            Στάθηκαν μακρυά, γιατί τότε θεωροῦσαν τήν λέπρα πολύ κολλητική καί μάλιστα μέ τίς συνθῆκες διαβίωσης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Καί ἄρχισαν νά φωνάζουν ὅλοι μαζί: «Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Δαυΐδ ἐλέησέ μας».
            Ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Πηγαίνετε καί δεῖχτε τόν ἑαυτό σας στούς ἱερεῖς». Γιατί ἐκεῖνοι εἶχαν τήν ἁρμοδιότητα τότε νά βεβαιώνουν γιά τόν Ἰσραήλ, ἄν ἕνας ἄνθρωπος εἶχε θεραπευθεῖ.
            Αὐτοί ὑπάκουσαν στό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ξεκίνησαν. Καθώς προχωροῦσαν κατάλαβαν ὅτι θεραπεύθηκαν ἐντελῶς.
            Δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ὑποθέσουμε, ὅτι ἀνάμεσά τους ξέσπασε τότε ἕνας καυγᾶς. Ἐνῶ μέχρι τήν ὥρα πού ἔγιναν καλά, ἡ ἀρρώστεια τούς ἕνωνε καί τούς ἔκανε καί πῆγαν ὅλοι μαζί στόν Χριστό καί τοῦ φώναξαν: «Ἰησοῦ ἐλέησέ μας καί καθάρισέ μας ἀπό τήν ἀρρώστεια μας», τότε ἄρχισαν νά τσακώνονται.
            -Νά πᾶμε νά τόν εὐχαριστήσομε. Ἔλεγε ὁ ἕνας.
            -Σοβαρά μιλᾶς; Δέν βλέπεις πόσο μακρυά εἴμαστε; Θά ξαναγυρίσομε τόσο δρόμο, γιά νά ποῦμε ἕνα «εὐχαριστῶ»;
            -Ἔλα καϋμένε. Τοῦ τό λέμε ὅταν τόν ξανασυναντήσομε. Ἐκεῖνο πού ἔπρεπε, ἔγινε.
            Καί σκορπίστηκαν ὅλοι ἄγνωστο σέ ποιά κατεύθυνση.
            Μά ἕνας ἐπέμενε:
            -Ἐγώ, γυρίζω πίσω...
            Πραγματικά, γύρισε, βρῆκε τόν Χριστό, ἔπεσε κάτω, τόν προσκύνησε καί τοῦ εἶπε ὅτι τόν εὐχαριστεῖ μέ ὅλη του τήν καρδιά.
            Ὁ Χριστός κούνησε τό κεφάλι καί εἶπε: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν»; Δέν γίνατε καλά καί οἱ δέκα; Μοναχός σου ἔγινες καλά; «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ»;
            Οἱ ἄλλοι ἐννέα γιατί δέν γύρισαν νά μοῦ ποῦν «εὐχαριστῶ»; Γιατί;
Ποιά εἶναι ἡ προτεραιότητά σου;
            Ἴσως ἐκεῖνος πού γύρισε, καί ἦταν Σαμαρείτης, ξένος δηλαδή, θά μποροῦσε νά τοῦ πεῖ «γιατί δέν γύρισαν». Τό Εὐαγγέλιο δέν ἐπεξηγεῖ τά αὐτονόητα.
            Καί ἐμεῖς εὔκολα καταλαβαίνομε τό «γιατί».
            Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν σέ πρώτη προτεραιότητα τά «ἔξω», ἐνῶ τά «μέσα» τά θεωροῦν δεύτερα καί τρίτα. Αὐτή ἡ προτεραιότητα ἰσοπεδώνει ἐντελῶς τά ἄλλα, τά πνευματικά.          Ὅταν ἔχει ἕνας προτεραιότητα τά «ἔξω», ἄν θά φάει καλά, ἄν θά τήν ἔχει τήν τσέπη του γεμάτη, ἄν θά διασκεδάσει καλά, μέ τά «ἔσω» δέν μπορεῖ νά συμβιβαστεῖ εὔκολα. Γιατί, γιά παράδειγμα, δέν γίνεται διασκέδαση, χωρίς νά διασκεδάσεις εἰς βάρος κάποιου. Τί γίνεται στίς περισσότερες σημερινές διασκεδάσεις; Ἀσχήμιες, ναρκωτικά, κλεψιές, διαπλοκές... καί πολλά παρόμοια. Διαφορετικά δέν βγαίνει διασκέδαση.
            Ἀλλά ὅσο προχωροῦν τέτοια ἔργα, τόσο ἡ καρδιά μαυρίζει πιό πολύ.
            Τί σημαίνει «μαυρίζει»; Σημαίνει ὅτι δέν ἀνοίγουμε ἕνα παραθυράκι νά δεῖ λίγο φῶς. Γιατί δέν τό ἀντέχει τό φῶς.
            Πῶς νά τό ἀντέξει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει ὅτι «οἱ τά τοιαῦτα πράσσοντες, αὐτοί πού κάνουν τέτοια πράγματα, ζωήν αἰώνιον, οὐ κληρονομήσουσι»;
            Δηλαδή, γιά κοίταξε ἄνθρωπε κατά ποῦ πᾶς;
Ποιά εἶναι ἡ προτεραιότητά σου;
            Ἡ αἰώνια ζωή ἤ αὐτή ἐδῶ πού δέν ξέρεις πόσο θά διαρκέσει. Τό ἔχομε σίγουρο ὅτι θά ζοῦμε αὔριο; Μπορεῖ κανείς νά μᾶς τό ἐγγυηθεῖ; Κανένας δέν ἔχει τίποτε σίγουρο.
            Καί ἀφοῦ δέν ἔχεις ἀδελφέ μου τήν ἄλλη μέρα, νά μήν ποῦμε τήν ἄλλη ὥρα στό χέρι σου, τί «χάνεσαι» γι’ αὐτή τήν μάταιη ζωή; Καί ρίχνεις ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σου, σ’ αὐτή τήν μάταιη ζωή;
            Ὁ ἄνθρωπος πού προσέχει περισσότερο τήν παροῦσα ζωή ἀπό τήν αἰώνια εἶναι ἀνόητος...
Ἡ γλυκειά λέξη
            «Οὐχ εὑρέθησαν, δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ»...
            Νά τό λάθος πού ἔκαναν οἱ ἐννέα λεπροί, μέ τό νά προσέχουν τά «ἔξω» καί νά μήν νοιάζονται γιά τά «μέσα».
            Τί ἔπρεπε νά ποῦν;
            -Θεραπευθήκαμε!  Δόξα τῷ Θεῷ. Μέ ἕνα λόγο ἐκείνου τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Μά καλά. Οἱ γιατροί μόνο μέ εὐχές θεραπεύουν; Ὄχι. Τί εἶναι λοιπόν ἡ θεραπεία μας;
            Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί ποῦ τό πάει ὁ Θεός; Τί μᾶς ζητᾶ;
            Ἀλλά δέν ἀσχολήθηκαν μέ τέτοιους προβληματισμούς.      Δέν τό συζήτησαν τό γεγονός μέ τόν ἑαυτό τους. Τό παραμέρισαν ἀπό τόν ἑαυτό τους, ἀπό τή ζωή τους. Καί «οὐχ εὑρέθησαν, δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ».
            Γιά ποιό λόγο; Γιατί δέν ἔκαναν τόν κόπο νά συνδέσουν ἐκεῖνο πού ἔγινε, μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Τί λέμε στήν προσευχή μας;
            «Ὅτι πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστι καταβαῖνον ἐκ σοῦ τοῦ Πατρός τῶν φώτων». Ὅλα τά καλά ἔρχονται ἀπό Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ.
            Γράφει στά ἀπομνημονεύματά του ὁ πολιτικός τῶν Ἰνδιῶν Γκάντι.
            «Ἐπισκέφθηκα μιά φτωχή χώρα. Καί μαθημένος νά ζῶ ταπεινά καί φτωχά, πῆγα σέ ἕνα ἑστιατοριάκι Β΄ κατηγορίας γιά νά φάω. Ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος καί μέ περιποιήθηκε. Στό τέλος πού τόν πλήρωσα, τοῦ εἶπα: «Σ’ εὐχαριστῶ γιά τήν προθυμία μέ τήν ὁποία μέ περιποιήθηκες, σ’ εὐχαριστῶ πολύ». Ὅταν μέ ἄκουσε, γέμισαν τά μάτια του δάκρυα. Καί μοῦ εἶπε: «25 χρόνια δουλεύω σ’ αὐτό  τό ἑστιατόριο πρώτη φορά ἀκούω αὐτά τά γλυκά λόγια. «Εὐχαριστῶ»».
            Λέει κάποιος σοφός συγγραφέας:
            «Πῆρα τήν ἀπόφαση νά γράψω ἕνα βιβλίο γιά τήν εὐγνωμοσύνη. Γιά τήν εὐχαριστία. Καί λοιπόν ὅταν ἄρχισα νά τό γράφω μέ ἔπιασε κατάθλιψη». Γιατί; Τό ἐξηγεῖ:
            «Τό νά πεῖ κανείς «εὐχαριστῶ» εἶναι κάτι πού πρέπει νά βγαίνει ἀπό τήν καρδιά του. Ἅμα δέν βγαίνει ἀπό τήν καρδιά ἀλλά εἶναι ὅπως τό ἔχουν οἱ Ἐγγλέζοι, «ψωμοτύρι», πού ἀκόμη καί ὅταν θέλουν νά σέ... βρίσουν σοῦ λένε, «εὐχαριστῶ» τί ἀξία ἔχει;
            Δέν εἶναι λόγια τό «εὐχαριστῶ». Εἶναι ἔκταση καρδιᾶς.      Πρέπει νά εἶναι ἔκταση καρδιᾶς. Καί βλέποντας»,  συνεχίζει ὁ συγγραφέας, «πῶς σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, πού τά θέλει ὅλα ἀτομοκεντρικά γιά τόν ἑαυτό του, μίσησα καί σιχάθηκα τό θέμα καί τό ἀπαράτησα γιατί ἡ εὐχαριστία καί ἡ εὐγνωμοσύνη θέλει καρδιά».
Ἡ παράξενη μετάγγιση
            Θέλει νά ἔχεις εὐγνωμοσύνη; Πρῶτα στό Θεό καί μετά στούς ἄλλους ἀνθρώπους;
            Πρέπει νά γυρίζεις τά μάτια σου καί νά κοιτάζεις τόν ἐσωτερικό σου κόσμο. Τήν καρδιά σου.
            Δέν φροντίζεις νά ἔχεις εὐγνωμοσύνη γιά τά καλά πού πῆρες καί ἔχεις; Τότε εἶσαι μακρυά ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα.
            Δέν μᾶς ἀρέσει ἡ ἀλήθεια. Θέλομε νά ἔχομε τίς ἀρετές καί ὅπως τίς φανταζόμαστε ἐμεῖς.
            Μέσα στήν Ἐκκλησία πρῶτα ἀπ'  ὅλα δοξάζομε τόν Θεό καί τόν παρακαλοῦμε νά κυκλοφορεῖ ὁ λόγος του καί νά γίνεται τό θέλημά του.
            Στήν Ἐκκλησία γίνεται μιά μετάγγιση αἵματος. Ὄχι αἵματος σάν αὐτό πού ξέρομε ἀλλά μεταγγίζονται μυαλά καί φρόνημα. Ἐπιθυμία ἁγιότητας μεταγγίζεται. Πόθος θελήματος Θεοῦ μεταγγίζεται. Καρδιά σωστή προσπαθεῖ νά φτειάξει ἡ Ἐκκλησία γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί;
            Χωρίς σωστή καρδιά, πῶς θά τό πεῖς τοῦ Χριστοῦ: «Ἰησοῦ Υἱέ τοῦ Δαυΐδ ἐλέησον ἡμᾶς»; Μιά φωνή ὅλοι ἦραν. Καί οἱ δέκα λεπροί. Μά ἀφοῦ ἐθεραπεύτηκαν τό ποθούμενο ἐπιτεύχθηκε.         -Ἄλλο τίποτε δέν θέλομε.
            Πόσο λάθος!
            Γι’ αὐτό μέσα στήν Ἐκκλησία εὐχαριστοῦμε συνεχῶς τόν Θεό. Ὅταν ἔρχεται ἡ ἐπισημότερη ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, τότε πού εὐλογεῖται ἀπό τόν ἱερέα τό ψωμί καί τό κρασί καί γίνονται σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, πού τό κοινωνοῦμε, γιά νά πάρομε αἰώνια ζωή καί ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, τί λέμε;
            «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας».
            Δηλαδή ὄχι στή γῆ, ὄχι στό σῶμα μας, ὄχι στό τραπέζι μας, ὄχι στό ροῦχο μας. Ἀλλά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στό Θεό. Στό θρόνο τοῦ Θεοῦ νά στρέψομε τίς καρδιές μας.
            «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». «Ἔχομεν», ἀπαντοῦμε.
            Καί λέει πάλι ὁ παπάς: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ».
            Ἄς εὐχαριστήσομε τόν Κύριο πού σηκώσαμε τά μάτια Κύριε, ἐπάνω στόν οὐρανό καί εἴμαστε τώρα ἕτοιμοι, μέ τά μάτια καί τήν καρδιά δηλαδή στόν οὐρανό, νά προσευχηθοῦμε καί νά παρακαλέσομε νά μᾶς στείλει τήν χάρη του.
            Οἱ δέκα λεπροί, φώναζαν στόν Χριστό καί τήν καρδιά τήν εἶχαν κάτω. Ναί, κάτω τήν εἶχαν· στή γῆ.
Ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἐλισσαίου
            Μιά μέρα ὁ Θεός εἶπε στόν προφήτη Ἠλία:
            -Ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγεις ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Πρίν ὅμως νά φύγεις νά φροντίσεις νά βρεῖς τρεῖς ἀνθρώπους κατ’ ἐντολήν μου...
            • Τόν ἕνα θά τόν χρίσεις βασιλιά τῆς Συρίας.
            • Τόν ἄλλο βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ
            • καί τόν ἄλλο θά τόν κάνεις προφήτη στή θέση σου. Νά κηρύττει τόν λόγο μου, γιά νά διορθώνεται ὁ κόσμος καί νά βαδίζει τόν δρόμο μου. Καί αὐτός θά εἶναι ὁ Ἐλισσαῖος.
            Ὁ προφήτης Ἠλίας καί βρῆκε τούς δυό ἄλλους καί τέλος βρῆκε τόν Ἐλισσαῖο. Τόν βρῆκε στά χωράφια. Τί ἔκανε; Ὄργωνε. Τί εἶχε μπροστά του; Δώδεκα ζευγάρια βόδια. Δώδεκα ἀλέτρια. Καί ὄργωνε, ἐπιβλέποντας δώδεκα ἀλέτρια νά ὀργώνουν τήν γῆ. Τί ἄξιος ἄνθρωπος πού ἦταν! Τί δυνατός. Μέσα καί ἔξω.
            Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἔβγαλε τό ράσο του, τήν μηλωτή του καί τήν ἔβαλε ἐπάνω του. Τοῦ τήν φόρεσε. Ὁ Ἐλισσαῖος κατάλαβε τί σήμαινε αὐτό. Γύρισε καί λέει στόν προφήτη Ἠλία:
            -Σέ παρακαλῶ, μιά μικρή χάρη θέλω. Ἄφησέ με νά πάω νά φιλήσω τόν πατέρα μου. Νά τόν χαιρετήσω. Καί ἔφτασα ἀμέσως.
            Τοῦ λέει ὁ προφήτης Ἠλίας:
            -Πήγαινε, πήγαινε.
            Φεύγει ὁ Ἐλισσαῖος καί πάει σπίτι του. Σφάζει τά βόδια καί κάνει τραπέζι σ’ ὅλο τό χωριό. Μετά χαιρέτησε τόν πατέρα του λέγοντάς του μέ εὐγνωμοσύνη:
            -Πατέρα σ’ εὐχαριστῶ πού μέ ἔφερες στόν κόσμο καί μέ ἐδίδαξες νά φοβοῦμαι τόν Θεό. Τώρα μέ φωνάζει ὁ Θεός. Γειά σου. Δέν ξέρω ἄν σέ ξαναδῶ στόν κόσμο ποτέ.
            Τόν φίλησε καί ἔφυγε.
            Πῶς θά ἀποχωρίστηκε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ὅλα ὅσα εἶχε καί φυσικά τήν ἀξιωσύνη πού εἶχε;
            Ποῦ τί προμήνυε;
            Τσέπη γερή, περιουσία μεγάλη, ἐπιτυχία.
            Πῶς τά ἀποχωρίστηκε;
            Τραπέζι ἔκανε. Γλέντι.
            Γιά καλόγερος πῆγε καί ἔκανε γλέντι.
            Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ξανάφαγε κρέας, ὅπως ὅλοι οἱ μαθητές τοῦ προφήτη Ἠλία πού ἔτρωγαν μόνο λάχανα. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ξαναγύρισε ποτέ στό σπίτι του. Ἀλλά γύριζε μέ τούς ἄλλους προφῆτες, γιά νά κηρύττουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γλέντι γι’ αὐτά; Εὐγνωμοσύνη;
            Ναί. Γιατί πῆρε ἀπό τόν Θεό τά μεγαλύτερα!
            Τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πῆρε, τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐκλογή τοῦ Θεοῦ.
            Καί μέ τήν ἐκλογή ἐκείνη, ἀξιώθηκε νά πάρει μετά, τήν χάρη πού εἶχε δώσει ὁ Θεός στόν προφήτη Ἠλία, διπλάσια.
            Αὐτά κέρδισε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος, ἐπειδή εἶχε καρδιά γεμάτη εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό γιά τίς δωρεές του.
            Καί φυσικά γεμάτη δυναμισμό καί ἀπόφαση νά ἐργαστεῖ γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
            Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα.
            Καί νά ἔχομε τόν πόθο, νά ἀναζητοῦμε τό θέλημα του καί νά τό ἐφαρμόζομε παντοῦ καί πάντοτε. Ἀμήν.-      
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Πολύδροσο στίς 18/1/2004

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...