Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς

 




Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς




Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

Οἱ νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας





Ἡ νηστεία εἶναι, ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη. Ἡ πιὸ παλαιὰ ἀπὸ ὅλες. Τὴν ἔδωκε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παράδεισο.

Τὸ νόημά της εἶναι: Μὲ ὅπλο τὴν νηστεία νὰ συνηθίσωμε στὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Χριστός, ἐτόνισε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Εἶπε: «Τὸ γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Δηλ. μὲ τὴν νηστεία πολεμᾶμε τὸν διάβολο καὶ τὸν νικᾶμε. Ὅταν δὲν νηστεύωμε, μᾶς νικάει.



α. Πῶς νηστεύουμε;

Νηστεία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν εἶναι ἡ πλήρης ἀποχὴ ἀπὸ κάθε τροφή, ἀλλὰ ἡ ἀποφυγὴ ὡρισμένων τροφῶν μὲ βάση εἰδικὲς διατάξεις, ποὺ καθορίζουν, πότε τρῶμε καὶ πότε νηστεύομε· πότε τρῶμε εἰς δόξαν Θεοῦ· καὶ πότε νηστεύομε εἰς δόξαν Θεοῦ.

Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται λόγος γιά:

* ξηροφαγία (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες ὠμές, χωρὶς λάδι)·

* νηστεία (= τρῶμε φαγητὸ νερόβραστο ἀπὸ φυτικὲς οὐσίες· χωρὶς λάδι)·

* κατάλυση ἰχθύος (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες καὶ ψάρια- φαγητὸ παρασκευασμένο μὲ φυτικὰ ἔλαια)

* κατάλυση σὲ αὐγὰ καὶ γάλα καὶ ὅλα τὰ προϊόντα τους·

* κατάλυση «εἰς πάντα» (= τρῶμε κάθε εἴδους φυτικὴ καὶ ζωικὴ τροφή· ἀκόμη καὶ κρέας).

Ἡ διάκριση τῶν φαγητῶν στὶς πέντες αὐτὲς κατηγορίες ἔγινε, προφανῶς, μὲ βάση τὴν ἡδύτητα (= νοστιμάδα) τῶν φαγητῶν. Δηλαδή: κριτήριο, μὲ τὸ ὁποῖο κατενεμήθησαν τὰ φαγητὰ στὶς πέντε αὐτὲς κατηγορίες, εἶναι ἡ νοστιμάδα τους.

Εἶναι φανερὸ ὅτι:

* τὰ πιὸ νόστιμα φαγητὰ γίνονται μὲ κρέας·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ ποὺ γίνονται μὲ αὐγά, τυρί, βούτυρο, γάλα καὶ τὰ προϊόντα τους·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ μὲ ψάρια·

* λιγότερο νόστιμα εἶναι τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ ὄσπρια μὲ λάδι·

* ἀκόμη λιγώτερο νόστιμα εἶναι τὰ φαγητὰ τὰ ἀλάδωτα·

* καὶ ἀκόμη πιὸ λίγο νόστιμα τὰ ὠμὰ φυτικὰ φαγητά. Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται κάθε φορὰ ἀπὸ ὡρισμένα φαγητά. Τηρώντας τὶς νηστεῖες, μαθαίνει: νὰ μὴν εἶναι «κοιλιόδουλος», νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὸ τί κάθε φορὰ θὰ φάει· ἀλλὰ «Θεόδουλος», νὰ ποθεῖ νὰ πλουτίζει σὲ χαρίσματα καὶ ἀρετές.

Ἡ χρήση ἐλαίου στὸ φαγητὸ δὲν ἀποτελεῖ νηστεία. Γι᾿ αὐτό, τὶς ἡμέρες ποὺ τρῶμε λάδι, ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιὰ κατάλυση. Ἀντίθετα, ὅταν τὸ τυπικὸ προβλέπει φαγητὸ ἀλάδωτο καὶ ξηροφαγία, ποτὲ δὲν γίνεται λόγος γιὰ κατάλυση.

Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ρυθμισθῇ καλὰ ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ μὴ γίνωνται ὑπερβολές, καθώρισε, τί πρέπει νὰ τρῶμε τὴν κάθε ἡμέρα καὶ ἐποχή. Ἔτσι ἔχομε:



β. Ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας:

Εἶναι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ ὅλου του χρόνου καὶ ἰδιαίτερα τῶν περιόδων νηστείας (σαρακοστῶν). Νηστεία σημαίνει φαγητὸ χωρὶς λάδι.

Τὴν Παρασκευὴ νηστεύομε, ἐπειδὴ Παρασκευὴ ἐσταυρώθη ὁ Κύριος· σταυρώνομε μὲ τὴν νηστεία μας τὸν κακὸ ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει τοὺς ἀναξίους, ὅπως ἐλέησε τὸν ἐσταυρωμένο εὐγνώμονα λῃστή.

Τὴν Τετάρτη ,γιὰ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἕνας φίλος του Τὸν πρόδωσε ἡμέρα Τετάρτη, καὶ νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς, παρ᾿ ὅτι εἴμαστε φίλοι του, εἶναι φυσικό, ἂν δὲν προσέχωμε καὶ δὲν ἀγωνιζώμεθα, νὰ Τὸν προδώσωμε.

Ὅταν τὶς ἡμέρες, ποὺ ἔχομε χρέος νὰ κάνωμε αὐστηρὴ νηστεία, συμπέσει κάποια ἑορτή, γίνεται «κατάλυση», δηλ. χαλάρωση τῆς νηστείας: ἂν εἶναι ἑορτὴ ἁγίου τρῶμε λάδι· ἂν εἶναι ἑορτὴ τῆς Παναγίας ἢ τοῦ Προδρόμου τρῶμε ψάρι.

Οἱ ἡμέρες Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο καὶ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρες καταλύσιμες, δήλ. τρῶμε ἀπ᾿ ὅλα ὅτι θέλομε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς περιόδους νηστειῶν.

Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ γίνει αὐστηρὴ νηστεία, δηλ. χωρὶς λάδι. Ὅλο τὸν χρόνο ἕνα μόνο Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, δηλ. τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι σωματικὰ στὸν τάφο καὶ ἡ ψυχή Του ἔχει κατεβῇ στὸν ᾅδη νὰ ἀναστήσει τὸν προπάτορα Ἀδάμ.



γ. Σαρακοστὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή:

Ἀρχίζει τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ τελειώνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ πιὸ αὐστηρὴ νηστεία ὅλου τοῦ χρόνου. Γίνεται πρὸς τιμὴν τοΰ Χριστοῦ καὶ ἰδίως τοῦ Πάθους Του γιὰ μᾶς. Κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ γίνονται οἱ ἑξῆς καταλύσεις:

Ὅποια μέρα καὶ ἂν πέσει τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τρῶμε ψάρι· καὶ τῶν ἁγίων 40 Μαρτύρων τρῶμε λάδι. Τὸ ἴδιο καὶ στὶς 26 Μαρτίου ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.

2. Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων:

Ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι καὶ 24 Δεκεμβρίου. Κατὰ τὴν νηστεία αὐτὴ τρῶμε ψάρι (ὅλες τὶς ἡμέρες πλὴν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς) ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὶς 12 Δεκεμβρίου (τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος). Συνηθίζουν οἱ Χριστιανοὶ πολὺ ἀξιέπαινα καὶ δὲν τρῶνε ψάρι τὴν πρώτη ἑβδομάδα, γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας.

3. Ἡ νηστεία τῆς Παναγίας:

Ἀπὸ 1 Αὐγούστου μέχρι καὶ 14 Αὐγούστου. Νηστεύομε πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ καὶ ἡ Παναγία ἐνήστεψε 15 ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν Κοίμησή της γιὰ τὴν ψυχή της. Ἂν ἐκείνη ἐνήστεψε γιὰ τὴν ψυχή της, τί πρέπει νὰ κάνωμε ἐμεῖς; Ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρή. Ψάρι τρῶμε μόνο τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρός μας (6 Αὐγούστου).

4. Ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:

Ἀπὸ τὴν Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἅγιων Πάντων μέχρι τὶς 28 Ἰουνίου. Συνήθως ἡ νηστεία αὐτὴ εἶναι πολὺ μικρή. Νηστεύομε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τρῶμε, ἂν θέλωμε, ψάρι μέχρι τὶς 24 Ἰουνίου (Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου). Ἀπὸ 25 μέχρι 28 Ἰουνίου νηστεύομε αὐστηρότερα πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἂν ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας (15 Αὐγούστου) καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου (29 Ἰουνίου) πέσουν ἡμέρα Τετάρτη καὶ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι. Ἂν πέσουν ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τρῶμε ἀπὸ ὅλα.



δ. Αὐστηρὴ νηστεία κάνομε καὶ στὶς ἑξῆς ἡμέρες:

* 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Θεοφανείων). Νηστεύομε γιὰ νὰ πιοῦμε τὴν ἑπομένη τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό, ὄχι βέβαια ὅπως ἡ Θεία Κοινωνία.

* 14 Σεπτεμβρίου (Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ), γιατὶ εἶναι κάτι τὸ ἀνάλογο μὲ τὴν Μεγάλη Παρασκευή.

* 29 Αὐγούστου (ἀποτομὴ τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου) σὲ ἔνδειξη πένθους γιὰ τὴν ἄδικη θανάτωση τοῦ ἁγιωτέρου ἀνθρώπου τῆς παγκόσμιας ἱστορίας· (ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Πρόδρομο εἶναι μόνο ἡ Παναγία).

Ἂν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες τύχουν Σάββατο ἢ Κυριακή, τρῶμε λάδι. Εἴπαμε: ἕνα Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, τὸ Μ. Σάββατο. Καὶ καμμιὰ Κυριακή. Γιατὶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἑορτὴ χαρμόσυνη: ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Περίοδοι Ἀπολυτές



Ἡ Ἐκκλησία δὲν καθώρισε μόνο περιόδους νηστείας. Καθώρισε καὶ περιόδους «ἀπολυτές», ποὺ τρῶμε ἀπὸ ὅλα ὅλες τὶς ἡμέρες, καὶ τὴν Τετάρτη, καὶ τὴν Παρασκευή. Τέτοιες περίοδοι εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Τὸ Δωδεκαήμερο, δηλ. ἀπὸ 25 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 6 Ἰανουαρίου μὲ ἐξαίρεση τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ νηστεύομε, γιὰ νὰ πιοῦμε τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό.

2. Ἡ Διακαινήσιμος, δηλ. ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα.

3. Ἡ ἑβδομάδα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ (μέχρι τῶν ἁγίων Πάντων).

4. Οἱ τρεῖς ἑβδομάδες ποῦ προηγοῦνται τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (Ἀπόκριες). Κατὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἑβδομάδες ἔχομε μιὰ ποικιλία διατάξεων, ποῦ εἶναι οἱ ἑξῆς:

* Τὴν πρώτη ἑβδομάδα (τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου) τρῶμε ὅλες τὶς ἡμέρες ἀπὸ ὅλα.

* Τὴν δεύτερη ἑβδομάδα (ἀπὸ τοῦ Ἀσώτου μέχρι τῶν Ἀπόκρεω) τρῶμε ἀπὸ ὅλα, ἀλλὰ νηστεύομε τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ χωρὶς λάδι.

* Τὴν τρίτη ἑβδομάδα, τῆς Τυρινῆς, τρῶμε ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἐκτὸς ἀπὸ κρέας, ὅλες τὶς ἡμέρες, τρῶμε καὶ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή.

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Στὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10) Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις


Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις


Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού μᾶς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. Ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει ἀκόμη καί ἄνθρωπο ἀπό πέτρα, εἶναι νά φεύγει ἀπό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς αἰτία, ἕνας νέος ἄνθρωπος. Ἕνα παιδί, ἄς ποῦμε, τότε πού τό καμάρωνε ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του.

Ἄν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, ὁ θάνατος ἀκόμη καί ἑνός ἑκατόχρονου, θά μᾶς συγκλόνιζε.

Θά μᾶς ἔβαζε τήν σκέψη:

Πῶς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Ποῦ στέκω; Τελειώνουν ἐδῶ τά πάντα ἤ ὑπάρχει αἰώνια ζωή;

Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ἀρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ἔξω. Θέλει νά βρεῖ μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση γιά τόν ἑαυτό του...

Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν ἔχομε περάσει ὅλοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ὅταν βλέπομε ἀνάλογες ὀδυνηρές καταστάσεις, κουνᾶμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ αὐτόν πού τίς ἀντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρᾶτα τόν ἄνθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».

Ποιό εἶναι τό «σωστά»;

Θά τό ποῦμε μέ βάση τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί ἀκούσαμε;


Ἀξίζει τόν κόπο;


Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ζακχαῖος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ἀξίωμα, ἄκουσε ὅτι περνᾶ ἀπό τόν τόπο του ὁ Χριστός.

Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα, ἀκόμη καί νεκρούς ἀνάσταινε. Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι κήρυττε τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε μάλιστα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά περιμένει νά βρεθεῖ κοντά Του στήν αἰώνια ζωή.

Ὅλα αὐτά τόν εἶχαν προβληματίσει τόν Ζακχαῖο. Εἶχε ἀναστατωθεῖ.

Δίκηο εἶχε!

Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, ὅτι κινδυνεύει ἀντί νά πάει στό φῶς, νά πάει στό σκοτάδι. Ἀντί νά πάει στήν αἰώνια χαρά, νά βρεθεῖ στήν αἰώνια κόλαση.

Καί μέσα στήν ταραχή του, ὁ Ζακχαῖος πῆρε μιά ἀπόφαση ἤ μᾶλλον ἔκανε μιά σκέψη διαφορετική:

–Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; Ἀξίζει τόν κόπο νά ἀνησυχῶ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ἄν τό ἀποφασίσω καί ἀλλάξω τρόπο ζωῆς, τί θά γίνουν οἱ διασκεδάσεις μου; Οἱ χαρές μου; Ἡ ζωή μου, πού ὅπως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, ὅπως καί ἄν τά οἰκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;

Θά πρέπει ὅλα αὐτά νά τά ἀφήσω στήν ἄκρη;

Μά εὔκολα τά ἀφήνει κανείς;

Ἄρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Ἀπό τήν μιά κάτι τόν ἔτρωγε μέσα του. «Δέν πᾶς καλά» τοῦ ἔλεγε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔκανε τήν σκέψη: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει νά δεῖ τόν Χριστό, «τίς ἐστίν»;

Νά τόν δεῖ καί νά συμπεράνει ἀπό τό παρουσιαστικό του! Ἀπό τήν ὄψη του. Νά διαπιστώσει, ἄν τά λόγια του καί ὅλα ἐκεῖνα πού λένε ὅτι κάνει, εἶναι ἀληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά τήν ἐπίγεια πορεία του.

Πῆγε λοιπόν νά τόν δεῖ, μά ἐπειδή ἦταν κοντός ἀνέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.

Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅλοι μας εἴμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δοῦμε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.

Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ἐξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί ἐκ τῶν προτέρων εἴμαστε ἀρνητικά τοποθετημένοι ἀπέναντί Του. Γι’ αὐτό, θέλομε νά βρεθοῦμε ἀπό πάνω. Πιό ψηλά. Ἀφοῦ θά τόν κρίνομε γιά νά τόν ἀπορρίψομε...

Κάπως ἔτσι σκεπτόταν ὁ Ζακχαῖος ὅταν ἀνέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ὄψη. Καί ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δεῖ καί νά κρίνει: «ἀξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ἀξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -ἄσε κάποιους εὐσεβεῖς νά τίς λένε ἁμαρτίες- γιά νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό»;

Βαθύς προβληματισμός, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί νομίζομε ὅτι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ φαιά οὐσία μας, εἶναι πολύ πολύτιμη καί ἀρκεῖ γιά ὅλα.

Ἔτσι πῆγε καί ὁ Ζακχαῖος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει ἥσυχος. Νά πάψει ἡ ταραχή.


Ἡ στάση τοῦ πατέρα μας


Κάποτε ἕνα παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα τοῦ πατέρα του καί πῆγε καί τοῦ ἔκλεψε κάτι λίγα.

Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τό ἔφαγε ἡ συνείδησή του. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τόν πατέρα του ἀναστατωνόταν. Δέν εἶχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δεῖ στό πρόσωπο. Ἔσκυβε κάτω καί ἔφευγε γιά ἀλλοῦ.

Ἤθελε νά τοῦ τό πεῖ, μά πῶς νά ἀνοίξει τό στόμα του; Πῶς νά τοῦ πεῖ: «πατέρα, ξέρεις, σέ ἔκλεψα». Αἰσθανόταν ὅτι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες ἁλυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, ἔκανε τήν σκέψη, ὅτι δέν μπορεῖ πιά νά ζεῖ ἔτσι στό ἴδιο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αὐτό τό μαρτύριο.

Πῆρε λοιπόν ἕνα χαρτί, καί ἔγραψε αὐτό πού ἤθελε νά τοῦ πεῖ. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, ἔσκυψε τό κεφάλι καί τοῦ ἔδωσε τό χαρτάκι πού ἐξιστοροῦσε τήν ἁμαρτία του.

Ἐνῶ ὁ πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εἶχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, ἀλλά σήκωνε τό μάτι νά δεῖ τί θά κάνει. Ὅταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εἶδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετᾶ στό τζάκι.

Μετά ἀγκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγεῖτο τό παιδί ὅταν μεγάλωσε:

«Ἐκείνη τήν στιγμή, ἀγάπησα τόν πατέρα μου. Ἐκείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ἦταν γιά μένα ὁ πατέρας μου. Καί τόν ἔβαλα στήν καρδιά μου. Αὐτό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει ἀγάπη. Τότε ἄρχισα νά ἀγαπῶ τόν πατέρα μου σωστά».


Σταθερότητα στό καλό


Νά λοιπόν ὁ Ζακχαῖος πάνω στή συκομουριά. Ὁ Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;

Κάτι καλύτερο ἀπό τόν πατέρα πού ἀναφέραμε.

Στέκεται ἀπό κάτω καί τοῦ λέει:

«Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθῶ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».

Κατέβηκε ἀμέσως ὁ Ζακχαῖος καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, ἔκανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. Ἴδια φάρα. Πλούσιοι καί ἁμαρτωλοί.

Ὅλοι τους νά τρῶνε μέ τόν Χριστό.

Κάποιοι, ἄρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρῆκε νά πάει ὁ εὐλογημένος. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τόν παρᾶ καί τήν ἁμαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό ἄνθρωπο»;

Ὁ Ζακχαῖος, ἦταν ἐνδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:

-Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πῆρα, θά αὐξηθοῦν οἱ δουλειές μου καί συνεπῶς καί τά χρήματά μου. Θά ἀνεβεῖ τό κοινωνικό μου ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἕνας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός ἦλθε σπίτι μου.


Καλά τά κατάφερα.


Μά αὐτό πού θά τό ἔκαναν πολλοί καί θά σταματοῦσαν ἀπότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά ἔσβυναν τό φῶς πού τούς ἔρριξε ὁ Θεός γιά νά βροῦν τό δρόμο τό σωστό, ὁ Ζακχαῖος δέν τό ἔκανε. Δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τοῦ Χριστοῦ· διαπιστώνοντας ὅτι ὄντως ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο, ὅτι ἔψαξε νά τόν βρεῖ, τοῦ εἶπε:

-Κύριε, τό ξέρω. Ἄσχημα βάδιζα, καί ἄσχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. Ἄν τυχόν κανένα τόν ἔβλαψα, τοῦ τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί ἀπό τώρα κοντά Σου.

Ἀπάντησε ὁ Χριστός:

-Μή φοβᾶσαι. «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία στό σπίτι σου. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι ὥρα θυσίας, ἐπειδή θυσίασες κάποια πράγματα, ἀλλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.

Τί γεμίζει; Ἀπό αἰώνια ζωή, ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.

Τί μεγαλύτερο ἀπό τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή;

Αὐτά πού ἔχομε, ὅλα, θά τελειώσουν.

Ἔφαγες, ἤπιες; Θά τελειώσει.

Χόρτασες; Θά τελειώσει.

Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.

Ἔκανες ἁμαρτίες; Ζημιά ἔχεις.

Μάζεψες ἄδικα; Ζημιά ἔχεις.

Τά ἔχεις νόμιμα καί ἀπό τόν κόπο σου; Καί αὐτά θά τελειώσουν μιά μέρα.

Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τῶν παιδιῶν σου· τοῦ κόσμου.

Κάνε τα πλοῦτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ἀξιολογεῖς τά ἐπίγεια, μέ τά καλά σου ἔργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τῶν γύρω σου μέ φρόνημα ἀληθινό, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τό θέλημα Του τό ἅγιο.


Λύσεις μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου


Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἔγινε ἀπόστολος. Καί ἀρχιερέας σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Λύτρωση, πλοῦτος οὐράνιος ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τή Βασιλεία Του.

Καί σ’ ἐμᾶς, δίνει πολλές ἀφορμές ὁ Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πῶς βαδίζομε.

Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;

Ἐρωτήματα πού πρέπει νά μᾶς βασανίζουν· ἀλλά νά τά λύνομε, ὄχι μέ τό φῶς τοῦ μυαλοῦ μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ ὑπολογισμούς, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ.

Τό μυαλό μας, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ γεμίζει σκοτάδι. Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό φῶς πνευματικό, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μποροῦμε νά κάνομε στόν ἑαυτό μας, εἶναι νά μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Καί ἀκόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε ὅλο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».

Τί συμβαίνει τότε;

Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τά λάθη του, ἐνῶ πρίν δέν τά ἔβλεπε καί θέλει νά ἐπιστρέψει.

Πότε ἐπιστρέφει ἀληθινά;

Ὅταν πεῖ: «σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Φαγητό μου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Εἶπε ὁ Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εἶσθε πεινασμένοι.

Τί ἄλλο πρέπει νά κάνει;

Νά ζητήσει νά ξεφορτωθεῖ τό βάρος του.

-Κύριε, τά πετάω ἀπό πάνω μου τά ἁμαρτήματά μου.

Πῶς; Μέ τήν ἐξομολόγηση.

Ἔτσι μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προβληματισμός γίνεται ὠφέλιμος καί δέν γυρίζει, αὐτός πού μετανοεῖ, μετά ἕνα μήνα πάλι στά ἴδια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά ἔχομε ταραχή στήν ταραχή. Ἔστω καί ἄν νομίζεις ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι γλέντι καί τραγούδι.

Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, ἄν δέν βρεῖς λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά ἀκουμπήσεις νά στηριχθεῖς;.....


Ἡ προθέρμανση


Ἕνα παιδάκι βρῆκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ ἕνα ξυλάκι γιά νά βγεῖ ἀπό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά ὅσο τήν ἐνοχλοῦσε ἐκείνη μαζευόταν πιό πολύ.

Τοῦ λέει ὁ πατέρας του:

-Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθεῖ λίγο στόν ἥλιο καί μόνη της θά περπατήσει. Ἔτσι ἔκανε τό παιδί καί ἡ χελώνα ἄρχισε νά περπατᾶ.

Καί ἐμεῖς χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πῶς γίνεται;

Εἶσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν ἀγάπη σου. Εἶσαι μητέρα; Κάνε τό ἴδιο.

Εἶσαι μεγάλος; Σπουδαῖος;

Γνώριζε ὅτι γιά τόν Χριστό εἶσαι παιδάκι! Καί γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν μητέρα μας, εἶσαι παιδί. Τρέξε στήν ἀγκαλιά τους, γιά νά αἰσθανθεῖς τήν ζεστασιά τῆς ψυχῆς καί νά ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.

Τότε θά ἔρθει ἡ σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οἰκογένειά σου.

Αὐτόν τόν προβληματισμό μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ζακχαῖος.

Γιατί καί αὐτός ἐπειδή προβληματίστηκε σωστά, ἄφησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.

Μᾶς διδάσκει ἀκόμη, ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθοῦμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί ἐμᾶς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φῶς Του.

Τί νά εὐχηθοῦμε;

Μιά καί τό σπουδαιότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο στόν κόσμο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νά τήν ἀναζητοῦμε διαρκῶς.

Καί νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει ἀπό τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.

Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2017

Εις τα Άγια Θεοφάνεια Ἡ γύμνια μας +Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος

Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε στόν κόσμο γιά μᾶς Καί, λίγο πρίν ἀρχίσει τό ἅγιο ἔργο Του γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐπῆγε καί βαπτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη!
Γιά νά πλυθῆ; Γιά νά καθαρισθῆ; Γιά νά πάρει κάτι; Ὄχι. Γιατί, δέν εἶχε τίποτε νά τοῦ δώσει ὁ Ἰωάννης. Καί τό ἤξερε. Καί τό διακήρυξε: Ἐγώ ἔχω χρεία, νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα.
Δέν βαπτίσθηκε γιά τόν ἑαυτό Του ὁ Κύριος. Βαπτίσθηκε γιά μᾶς. Κάτι νά μᾶς δείξει. Καί κάτι νά μᾶς δώσει. Κάτι νά μᾶς διδάξει.
* * *
Βαπτίστηκε, λοιπόν, στόν Ἰορδάνη. Ἀπό τόν Ἰωάννη. Πῶς βαπτίστηκε; Ὅπως σήμερα βαπτίζομε τά νήπια. Γυμνός. Ὁλόγυμνος
Ἔτσι τό ἔχει θεσπίσει τό βάπτισμα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὅποιος θέλει νά πάει κοντά στόν Θεό, ἔλεγε, ὀφείλει πρῶτα νά ἀφήνει τόν ἐγωϊσμό του· καί νά ταπεινώνεται. Καί γιά νά τό δείξει, ὅτι ταπεινώνεται, βαπτίζεται γυμνός. Γιατί ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο γυμνό ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ντύνεται γιά νά σκεπάζει ὁρισμένα μέλη του, πού δέν πρέπει, οὔτε νά φαίνονται, οὔτε νά τά δείχνει. Ντύνεται, ἀπό αἰδημοσύνη γιά τόν ἑαυτό του· καί ἀπό ἐντροπή, μπροστά στούς ἄλλους!
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν γυμνώνεται, καί δείχνει τά μέλη του, ἔχει ἀναισχυντία. Καί ὅσο πιό προκλητική εἶναι ἡ γύμνωσή του, τόσο πιό μεγάλη ἡ ἀναισχυντία του· καί τόσο πιό νεκρή ἡ ψυχή του.
* * *
Μέ τά ροῦχα του ὁ ἄνθρωπος κρατάει πόντους αἰδημοσύνης· καί προσπαθεῖ νά οἰκοδομεῖ λίγο τήν ψυχή του.
Ὅμως γιά μερικούς, κάτι πράξεις τους καί κάτι κρυφές ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς τους, εἶναι καταστάσεις χίλιες φορές πιό αἰσχρές ἀπό τά μέλη πού κρύβουν.
Καί αὐτές τίς θλιβερές καταστάσεις, οἱ ἄνθρωποι τίς κρύβουν μέ ἕνα «ροῦχο», πού ἔχει τό ὄνομα ὑποκρισία.
Οἱ ὑποκριτές ἄλλα κάνουν, ἄλλα ἔχουν μέσα τους, ἄλλα ἔχουν στό στόμα τους, καί ἄλλα δείχνουν!
Κρύβουν τήν δυσωδία τῆς ψυχῆς τους μέ ψεύτικες συμπεριφορές εὐπρέπειας καί εὐσέβειας.
* * *
Ἀλλά νά, ὁ Σωτήρας μας ἐπῆγε καί βαπτίστηκε γυμνός.
Γιατί ὅμως; Γιατί;
• Ἤθελε νά μᾶς εἰπεῖ: Δέν κάνει, ἄλλα νά ἔχουμε μέσα, καί ἄλλα νά δείχνομε! Ἡ διπλοπροσωπία καί ἡ πολυπροσωπία, δέν ἔχουν καμμιά σχέση, οὔτε μέ τήν ἀλήθεια, οὔτε μέ τόν Θεό.
• Πρῶτο βῆμα πρός τόν Χριστό, εἶναι νά μισήσουμε τήν ὑποκρισία· νά τήν πετάξουμε ἀπό ἐπάνω μας· νά γίνομε εὐθεῖς.
• Καί ἤθελε νά μᾶς δείξει, ὅτι χωρίς πράξεις καί ἀποφάσεις τολμηρές, διόρθωση δέν γίνεται ποτέ!
Γι᾿ αὐτό βούτηξε στό νερό γυμνός. Γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι μᾶς χρειάζεται ἕνα πλύσιμο γερό. Ἕνα πλύσιμο ὁλοκληρωτικό. Γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι στήν μετάνοια, στό δρόμο πρός τόν Χριστό, πηγαίνομε καί βαδίζομε, μόνο ὅταν ἔχομε τό θάρρος, νά βλέπομε τίς βρωμιές μας, σωματικές καί ψυχικές· καί ὅταν Τόν παρακαλοῦμε, νά μᾶς πλύνει μέ τό νερό, πού μέ τό βάπτισμά Του τό ἁγίασε· καί τό ἔκαμε νερό καθαρτήριο ἀπό κάθε ρύπο ψυχῆς καί σώματος.
• Γι᾿ αὐτό βαπτίστηκε στόν Ἰορδάνη. Γιατί ἤθελε κάτι νά μᾶς δώσει: Τί μᾶς ἔδωκε; Μέ τό βάπτισμα τό δικό Του, ἔδωκε σέ μᾶς τό βάπτισμα τῆς ἀναγεννήσεως. Καί μᾶς ἔκαμε παιδιά Του. Μπήκαμε στήν κολυμβήθρα καί βγήκαμε παιδιά τοῦ Χριστοῦ, λαός τοῦ Χριστοῦ, «βασίλειο ἱεράτευμα», «ἔθνος ἅγιο». Μέ τό βάπτισμά μας, ὁ Χριστός μᾶς υἱοθετεῖ. Μᾶς κάνει παιδιά Του. Καί κληρονόμους Του.
Τί κρίμα νά τό ξεχνᾶμε!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2016

Ἡ ἀγωνία μας γιὰ τὸ τὶ θὰ γίνει αὔριο

ῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀγωνία μας γιὰ τὸ τὶ θὰ γίνει αὔριο



Τό μέλλον, (τί θά γίνει αὔριο, τοῦ χρόνου, μετά ἀπό χρόνια!), τό ξέρει μόνο ὁ Θεός. Κανένας ἄλλος.

Εἶδικά ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: Μή ψάχνετε νά βρεῖτε πότε θά γίνει ἡ Δευτέρα παρουσία!... Αὐτό δέν τό ξέρουν οὔτε οἱ ἄγγελοι. Ὁ Θεός τό κρατάει μυστικό δικό του (Ματθ. 24, 36).

* * *
Λοιπόν!
Μή μπλέξεις μέ ἀνθρώπους, ἤ μέ αἱρέσεις, ἤ μέ συστήματα, πού λένε πώς τάχα ξέρουν τό μέλλον!

• Δέν μιλᾶμε γιά προβλέψεις, γιά συμπεράσματα, πού βγαίνουν λογικά μέ βάση αὐτά πού ἔχομε ὑπ᾿ ὄψη μας. Γιά τέτοια χρειάζεται ἁπλά λίγη ἀνθρώπινη πεῖρα· λίγο μυαλό.

• Μιλᾶμε γιά ἐκείνους πού πᾶνε νά μᾶς παραστήσουν, ὅτι ἔχουν εἰδικά χαρίσματα καί τάχα ἔλαβαν ἀποκάλυψη νά προβλέπουν τά μέλλοντα, γιατί τάχα ἔχουν ἀνοιχτή γραμμή ἐπικοινωνίας μέ τόν Κύριο. Καί γι᾿ αὐτό, ὅ,τι καί ἄν εἰποῦν, ὅ,τι καί ἄν λένε, ὅλα βγαίνουν σωστά! Τετραγωνικά σωστά.

Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς λέγει: Μακριά ἀπό τέτοιους καί τέτοια!...

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς λέγει: «Κανένας δέν κάνει νά ἀσχολεῖται μέ μαντεία, μέ ἀποκρυφιστικές ἐπιστῆμες, μέ μάγια!

Κανένας δέν κάνει νά γίνεται μάγος, ἤ νά ἀκούει μάγους.

Ὅποιος κάνει τέτοια πράγματα εἶναι μισητός στόν Θεό. Καί ὁ Θεός θά τόν ἐξολοθρεύσει! Θά τόν τιμωρήσει» (Δευτ. 18, 10‐12).

Καί συνεχίζει: Ἐγώ θά σᾶς στείλω ἕναν προφήτη. Θά βάλω τά λόγια μου στό στόμα του. Καί θά σᾶς φανερώσει αὐτά πού ἐγώ θά τόν διατάξω. Ἄν ἄλλος, προσπαθήσει νά σᾶς μιλάει τάχα ἐκ μέρους μου, νά τόν θεωρήσετε ἐχθρό σας, νά τόν θανατώσετε!...

Θά μέ ἐρωτήσετε: Καί πῶς θά ξεχωρίσουμε τόν ἀληθινό προφήτη, ἀπό τόν ψευτοπροφήτη; ἀπό ἐκεῖνον, πού κάνει πώς τάχα ἀναφέρεται στόν Θεόν, ἀλλά μιλάει ἀπό τήν κοιλιά του; δηλαδή λέει «ὅ,τι τοῦ ἔρχεται»;

Διερωτήθηκες ποτέ, γιατί ἕνα τέτοιο θέμα τράβηξε τό ἐνδιαφέρον σου; Τί ἦταν αὐτό πού σέ ἔκαμε νά τό ψάχνεις;

* * *

Δέν χρειάζεται πολλή συζήτηση!
Μᾶς ἀρέσει νά ἔχουμε σέ ὅλα τά θέματα, καί σέ τοῦτο, σιγουριά. Καί γιά τήν ζωή μας· καί γιά τό μέλλον. Καί πιό πολύ γιά τήν δευτέρα παρουσία!...

Καί γι᾿ αὐτό ψάχνομε μέ ζῆλο καί μέ μεράκι νά βροῦμε ἀπάντηση σέ τέτοιο θέμα.

Μᾶς φαίνεται, ὅτι ἡ πιό μεγάλη ἐφεύρεση καί ἀνακάλυψη θά εἶναι νά μάθωμε πότε θά γίνει καί πῶς θά γίνει ἡ δευτέρα παρουσία.

Καί λοιπόν;

Ποία εἶναι ἡ ἀπάντηση;

Ἡ ἀπάντηση τῶν ἁγίων Γραφῶν εἶναι: ‐Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει!... Λοιπόν. Στηρίξου σ᾿ Αὐτόν. Μάθε νά παραθέτεις, νά ἐμπιστεύεσαι τόν ἑαυτό σου· καί τήν ζωή σου ὅλη· καί ἑαυτούς καί ἀλλήλους «Χριστῷ τῷ Θεῷ». Ὅλα εἶναι στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς· καί σταυρώθηκε καί πέθανε στόν Σταυρό γιά μᾶς.

Τί ἄλλο θά μποροῦσα νά εἰπῶ;

Μόνο τοῦτο: Ὅταν ὁ Θεός εἶναι μαζί μας, τί πιά καί ἄν ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἐναντίον μας;...

Ἄμα αὐτό τό συνειδητοποιήσουμε, τότε: οὔτε θάνατος, ὁ ὅποιος θάνατος· οὔτε ζωή, ἡ ὅποια ζωή· οὔτε ἄγγελοι· οὔτε διάβολος· οὔτε ἐπίγεια· οὔτε οὐράνια· ‐ τίποτε, δέν θά μπορέσει ποτέ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ‐ Τίποτε, μά τίποτε δέν θά σταθῆ ἱκανό νά μᾶς κάμει νά ξεχάσωμε τήν ἀγάπη τοῦ θεοῦ γιά μᾶς, ὅπως μᾶς φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ρωμ. 8, 37‐38).

Νά, πῶς! Τά λόγια τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ μου καί ἀπεσταλμένου μου, θά βγοῦν ὅλα ἀληθινά. Τά λόγια τοῦ ψευδοπροφήτη, θά κάνουν μιά προσωρινή ἐντύπωση (στούς ἀφελεῖς καί ἐπιπόλαιους). Μετά ἀπό λίγο θά ξεγυμνώνονται!...

Καί μᾶς συμβουλεύει: Μήν ἀκολουθεῖτε ψευδοπροφῆτες. Μή τούς ἀγαπᾶτε. Νά τούς μισεῖτε πρέπει. Νά τούς σιχαίνεσθε (Δευτερ. 18, 19‐22).

* * *

Αὐτά μᾶς λέγει ὁ Κύριος.

Ἐμεῖς τί κάνομε;

• Ἐμεῖς λυσσᾶμε γιά θρησκευτικές διηγήσεις θρίλλερ!

• Καί ἀντί νά τρέχωμε ξοπίσω τοῦ Χριστοῦ, τρέχομε ξοπίσω τῶν ψευδοπροφητῶν.

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

Ομιλία στην Αποτομή της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, π. Μελετίου Καλαμαρά

Μπλέκεις χωρίς νά τό καταλάβεις
            Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἐπιτελοῦμε σήμερα ἦταν ὁ μέγιστος τῶν προφητῶν. Ὁ πιό μεγάλος προφήτης. Καί κατά τήν μαρτυρία τοῦ Κυρίου μας, ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος μετά τήν Παναγία, πού πέρασε στόν κόσμο.

            Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, πόσο μεγάλο καί φοβερό ἔγκλημα ἦταν μιά ἄσχημη τοποθέτηση ἀπέναντι αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ἀκόμα χειρότερα τί φοβερό ἔγκλημα, τί μεγάλη ἁμαρτία ἦταν ἡ φυλάκισή του καί ἡ ἀποκεφάλισή του στή φυλακή. Γι’ αὐτό, ἔχουν ἀπόλυτο δίκιο οἱ ἅγιοι Πατέρες πού παρουσιάζουν τό γεγονός αὐτό μέ τά μελανώτερα χρώματα.         Ὅταν ὅμως παρακολουθήσομε νά δοῦμε πῶς συνέβη ἡ θανάτωση τοῦ τιμίου Προδρόμου, βλέπομε τήν παγίδα τοῦ διαβόλου. Τήν πονηρία τοῦ διαβόλου, πού μπλέκει στό χειρότερο ἔργο ἀνθρώπους μέ ἐντελῶς ἤρεμη καί ἀγαθή διάθεση. Τόσο φυσικά καί ἀνθρώπινα ἐξελίσσονται τά γεγονότα, πού ἄν τά παρακολουθήσει κανείς, μέ διάθεση νά συμπονέσει, θά ἔπρεπε γιά ὅλα τά πρόσωπα πού στρέφονται γύρω ἀπό τό γεγονός τό φρικτό τῆς ἀποκεφαλίσεως τοῦ Προδρόμου, νά κλαίει ἀπό συγκίνηση καί συμπόνια.
            Γιά ὅλα, ἐκτός ἀπό ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ἦταν ὄντως δαιμονικό, ἀλλά βρίσκεται στό περιθώριο στά μετόπισθεν. Δέν ἐμφανίζεται καθόλου.
Ἄραγε μποροῦσε νά γίνει καί διαφορετικά;
            Τί συνέβη λοιπόν;
            Ἄς προσέξομε, γιά νά δοῦμε καί νά καταλάβομε τί;
            Πῶς προχωρεῖ ἡ ἁμαρτία.
            Πῶς προχωρεῖ ἡ παγίδα τοῦ διαβόλου. Καί πῶς μέ τρόπο πού μᾶς φαίνεται φυσικός, «ἄραγε μποροῦσε νά γίνει καί διαφορετικά», παγιδεύει τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει καί αὐτός συνηθίσει ἀπό τήν πλευρά του νά τά βλέπει ὅλα μέ τό μάτι τῆς στιγμῆς, μέ τά αἰσθήματα τῆς στιγμῆς, χωρίς νά ὑποψιάζεται τί μπορεῖ νά κρύβεται ἀπό πίσω.
            Τί ἁπλούστερο καί τί φυσικότερο ἀπό τό ὅτι ἕνας ἄνδρας δοκίμασε στοργή γιά μιά γυναίκα; Τοῦ ἄρεσε. Τήν ἀγάπησε. Τήν σημερινή ἐποχή, ὄχι αὐτό πού ἔκανε  ὁ Ἡρώδης, ἀλλά τρισχειρότερα ἀκοῦμε καί τούς συμπονοῦμε αὐτούς πού τά κάνουν καί λέμε «τί νά ἔκανε ὁ ἄνθρωπος; Μιά γυναίκα τήν δικαιοῦται ὁ καθένας. Καί κάθε γυναίκα ἕναν ἄνδρα. Ἀφοῦ τῆς ἄρεσε καί ἀφοῦ τοῦ ἄρεσε, ἔ τέλος πάντων. Ἐντελῶς σωστά δέν εἶναι, ἀλλά καί τί νά κάνει δηλαδή».
            Ἔτσι καί ὁ Ἡρώδης πῆρε τήν Ἡρωδιάδα, ἡ ὁποία ἦταν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του. Καί ἀφοῦ τήν πῆρε, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος σάν ἱερέας καί προφήτης –πνευματικός πατέρας –  ἔκανε μιά παρέμβαση καί εἶπε:
            «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν». Γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη γυναίκα, εἶχες δικαίωμα νά τήν βρεῖς καί νά τήν πάρεις. Τήν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, δέν κάνει. Δέν κάνει Ἡρώδη μου, δέν κάνει βασιλιά μου. Ἁμαρτία εἶναι.
            Τώρα ἀρχίζουν οἱ πολλές συγκινήσεις. Ἀπό δῶ καί πέρα.    Ὁ Ἡρώδης, αἰσθάνεται τήν καρδιά του νά γλυκαίνει.
            Γιατί; Γιατί αἰσθάνεται μέσα του λίγο περισσότερο φόβο Θεοῦ. Δέν λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὅταν ἄκουσε τόν ἔλεγχο τοῦ Προδρόμου ἔγινε ἔξω φρενῶν. Λέει ὅτι ἀγάπησε τόν Ἰωάννη καί ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. Τόν ἄκουγε μέ εὐχαρίστηση.
            Γιά ποιόν μιλάει; Σκεπτόταν.
            Μά γιά τήν ψυχή μου.
            Γιατί μοῦ μιλάει; Γιά νά μήν πάω στήν κόλαση…
            Τόν ἀγαποῦσε τόν Πρόδρομο καί «ἡδέως ἤκουε αὐτοῦ».
            Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ Εὐαγγελίου βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἡρώδης ἔτρεχε ποτέ-πότε νά ἀκούσει τόν Πρόδρομο ἀπό κοντά. Τοῦ τά ἔψελνε ὁ Πρόδρομος καί τόν ἄκουε. Δέν εἶναι συγκινητικό; Δέν σᾶς ἔρχεται νά κλάψετε; Ἔχετε ἀκούσει πολλούς, ἔχετε γνωρίσει πολλούς πού «τρῶνε καμπάνες» καί ἀγαπᾶνε ἐκεῖνον πού τούς τά ψέλνει;
            Καί αὐτός πάει αὐθόρμητα, ἑκούσια, νά τόν ἀκούσει γιά νά ὠφεληθεῖ περισσότερο! Ὁ Ἡρώδης στά ἔμπροσθεν πονάει. Μά ἡ Ἡρωδιάδα ἀπό πίσω, χωρίς νά ἐμφανίζεται, γίνεται ἄγριο θηρίο. Ἡ Ἡρωδιάδα εἶναι τό δαιμονικό πρόσωπο σ’ αὐτή τήν ἱστορία.
            Καί τόν πείθει, τί ἁπλούστερο καί φυσικότερο πράγμα ἀπό τό νά πείσει μιά γυναίκα ἕναν ἄνδρα πού τῆς ἔχει ἀδυναμία, νά τῆς κάνει τό χατῆρι; Καί πείθει τόν Ἡρώδη νά βάλλει τόν Πρόδρομο στή φυλακή. Καί τόν βάζει.
Ἑνός κακοῦ, μύρια ἕπονται
            Προχωρᾶμε στό δεύτερο στάδιο.
            Τί ἁπλούστερο πράγμα ἀπό τό νά γίνουν στά ἀνάκτορα γιορτές καί διασκεδάσεις; Νά γίνουν δεῖπνα καί γλέντια;
            Ἔγινε ἕνα τέτοιο στά ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη. Καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις καί τότε καί σήμερα ἴδια μοῦτρα, ἴδια τερτίπια. Ὅλοι νά συμβάλλουν στό νά φτειαχτεῖ «κλίμα», μέ τόν δικό τους τρόπο. Τόν ἔξυπνο, τόν ἀνόητο τόν χαζό, τόν γελοῖο…
            Ἔβαλαν λοιπόν καί τήν Σαλώμη, τήν θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος, νά χορεύσει. Καί χόρευσε ἡ κοπέλλα.
            Πορνικά ἐχόρευσε; Πιό συγκρατημένα; Δέν τό ξέρομε.
            Δέν ἀναφέρεται ὅτι τοῦ Ἡρώδη τοῦ ἄρεσε ἡ Σαλώμη ἐπειδή ἦταν καί… αἱμομίκτης. Καί ἤθελε καί τήν μικρή μαζί μέ τήν μάνα. Ὄχι τέτοια πράγματα.
            Ἁπλά τόν ἐνθουσίασε ὁ χορός της.
            -Μπράβο, μπράβο, παιδί μου, ὡραῖα χόρεψες. Καί ὅλοι οἱ καλεσμένοι ἐπαινοῦσαν.
            -Τώρα, συνέχισε ὁ Ἡρώδης, βραβεῖο, δῶρο.         Συναρπάσθηκε ὁ Ἡρώδης καί τῆς ὑποσχέθηκε:
            -Ὅτι μοῦ ζητήσεις, τό ἔχεις. «Ἕως τοῦ ἡμίσους τῆς βασιλείας μου». Εἶμαι ἕτοιμος νά σοῦ δώσω μέχρι τήν μισή βασιλεία μου.
            Μπλόκαρε τό μικρό κοριτσάκι, τό κορίτσι τό ἄπειρο (ἔστω καί ἄν ἦταν καί 18 καί 20 χρονῶν). Μπλόκαρε τί νά ζητήσει καί τρέχει στά μετόπισθεν. Στή μαμά.
            –Τί νά ζητήσω; Τί νά ζητήσω;
            Ἐκείνη τῆς εἶπε:
            -Θά μοῦ κάνεις τό χατῆρι. Θά ζητήσεις τό κεφάλι τοῦ Προδρόμου.
            Βγαίνει ἡ κοπέλλα, καί χωρίς νά ἔχει ἡ ἴδια κανένα ἐνδιαφέρον γιά τόν Πρόδρομο, γιά νά κάνει τό χατῆρι τῆς μαμᾶς, ζητάει τό κεφάλι τοῦ «Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ».
            Καί ὁ Ἡρώδης; Ὁ Ἡρώδης, βρίσκεται γιά δεύτερη φορά μπλεγμένος. Ποιό εἶναι τό μπλέξιμό του αὐτή τήν φορά; Εἶχε πεῖ τήν μεγάλη κουβέντα. Θά δώσω καί τό μισό μου βασίλειο. Εἶχε πεῖ καί ἀκόμη μιά μεγάλη κουβέντα. Ὁρκίστηκε. Στό Θεό ἤ στήν ψυχή του· τό ἴδιο κάνει. «Ὅτι καί νά μοῦ ζητήσεις θά σοῦ τό δώσω».
            Γύρω του οἱ καλεσμένοι, ὅλοι μεθυσμένοι καί ἐνθουσιασμένοι, τόν παρακινοῦν νά κάνει ὅτι καί ἄν ζητήσει τό κορίτσι.
            Ὁ Ἡρώδης, τί νά κάνει, σκυθρώπασε, λυπήθηκε, στενοχωρήθηκε ὅταν ἄκουσε «τό κεφάλι τοῦ Προδρόμου», ἀλλά ἔκρινε ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει διαφορετικά.
            Εἶχε δεσμευτεῖ μέ ὅρκο καί ὑπόσχεση. Ἀλλά στό κάτω-κάτω, τί ἀξίζει ἕνας Πρόδρομος μέσα σ’ ἕνα βασίλειο πού ἔχει μερικές ἑκατοντάδες χιλιάδες ἤ ἔστω μερικά ἑκατομμύρια ἀνθρώπους. Τί ἀξία ἔχει ἕνας ἄνθρωπος; Εἶναι μήπως τό μισό βασίλειο; Τίποτε δέν εἶναι.
            Ὁπότε ὑπογράφτηκε τό χαρτί καί ἔστειλε τόν σπεκουλάτορα καί ἔκοψε τό κεφάλι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου μέσα στή φυλακή.
Ὁ χορός τοῦ ἀρχιμάστορα
            Ἀποτέλεσμα: Ὁ μέν Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος πῆρε μιά ἀκόμη μεγάλη τιμή. Προφήτης, ἀπόστολος, καί μάρτυς καί ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος, ὅπως εἴπαμε, μετά ἀπό τήν Παναγία. Ἀξιώθηκε νά μαρτυρήσει κι  ὅλας. Νά σφαγεῖ. Ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἔλεγε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί ἐκήρυττε τό σωστό.
            Ἀλλά αὐτό πού ἔγινε, ἦταν ἁμαρτία.
            Πῶς φτάσαμε στήν ἁμαρτία; Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως. Μέ ἕνα τρόπο πού κανείς δέν τό κατάλαβε.           Γιατί; Ἐξελίχθηκε ἐντελῶς ἁπλά, ἀνθρώπινα.
            Καί πῶς ἔφθασαν ἐκεῖ; Κάποιος ἀρχιμάστορας, στεκόταν ἀπό πίσω. Ποιός ἦταν; Ὁ διάβολος ἦταν.
            Γι’  αὐτό λέει ἕνα τροπάριο: «Ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τοῦ παμπονήρου διαβόλου».
            Φυσικά, δέν ὠρχήσατο μόνο ἡ θυγάτηρ τοῦ παμπονήρου διαβόλου, ἐχόρευε κυριολεκτικά ὁ διάβολος. Ποιός ἦταν ὁ χορός του;
            Ὁ χορός του ἦταν, νά καταφέρει ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν καμιά διάθεση νά κάνουν αὐτή τήν ἁμαρτία, νά τήν κάνουν. Καί τό ἐπέτυχε. Πῶς τό ἐπέτυχε; Μέ τό νά ἀφήσει νά γίνει σάν τό φυσικότερο γεγονός. Σάν νά μήν μποροῦσε νά γίνει διαφορετικά.
            Καί νά φαίνεται ὁ Ἡρώδης τόσο παγιδευμένος, πού ἅμα σκεφθοῦμε τά γεγονότα ὅπως εἴπαμε ἀνθρώπινα, νά τόν συμπονοῦμε.
            Τί ἔχομε ἀκούσει τήν σημερινή ἐποχή!
            Πόσα ἔχομε δικαιολογήσει μέσα μας!
            Παραξενιές, ἀνωμαλίες, ἀταξίες, ἀπειθαρχίες, αἰσχρότητες τοῦ χειρίστου βαθμοῦ. Καί βρίσκουν πανελλήνια «κατανόηση» γιατί ὄχι καί ἔπαινο καμιά φορά.
            Καί κλαῖνε ἀκούοντας σχετικές διηγήσεις ἀπό τήν τηλεόραση καί οἱ εὐσεβέστεροι ἀκόμη ἄνθρωποι «πονώντας καί συμπονώντας».
            Ποιό εἶναι τό συμπέρασμα;
            Τό συμπέρασμα εἶναι, ὅτι πρέπει ὁ ἄνθρωπος στό κάθε τί πού γίνεται, νά μήν βλέπει ἐκεῖνο πού γίνεται, ἀλλά νά βλέπει ποιός τό φτειάχνει καί τί κρύβεται ἀπό πίσω.
            Διαφορετικά, ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἡρώδη ἐπαναλαμβάνεται μέ τόν ἀνετότερο τρόπο ἀπό μένα καί ἀπό σένα καί ἀπό τόν καθένα μας. Καί ἡ ἐξυπνάδα τοῦ διαβόλου εἶναι, ὅτι δέν χρησιμοποιεῖ πάντοτε τά πιό ἀπαίσια πρόσωπα γιά νά σέ παγιδεύσει. Ἀλλά τά πιό κοντινά. Τά πρόσωπα πού τούς ἔχεις ἐμπιστοσύνη. Τά πρόσωπα πού ἀγαπᾶς. Μερικές μάλιστα φορές καί πρόσωπα ἱερά.
Προσοχή στά ἀνόητα λόγια
            Γι’ αὐτό ἡ συμβουλή τῶν ἁγίων μας εἶναι: ὅτι καί ἄν σοῦ συμβαίνει, ἐξέταζε νά δεῖς πού ὁδηγεῖ.
            Στό Θεό; Στήν μετάνοια; Στό πλησίασμα στήν ἀρετή; Στήν ὑπακοή στό Θεό; Ἤ σέ κάτι τό ἀντίθετο;
            Ἄν καταλάβεις κάτι τέτοιο, θυμήσου τήν συμβουλή τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, ὅπως διατυπώνεται σέ ἕνα τροπάριο:             «Καλύτερα νά εἶχες ἐπιορκήσει Ἡρώδη, παρά πού σκότωσες τόν Πρόδρομο». Κρεῖσσον γάρ ψευσάμενον (στόν ὅρκο ψευσάμενον) ζωῆς ἐπιτυχεῖν καί μή ἀληθεύσαντα τήν κάρα τοῦ Προδρόμου ἀποτεμεῖν. Γιά  νά βρεθεῖς σωστός στόν ὅρκο.
            Τί  εἶναι ὁ ὅρκος;
            Κλωτσοσκούφι εἶναι; Παιγνίδι εἶναι; Μπαλλάκι εἶναι; Ὄχι! Τό ἱερότερο πράγμα εἶναι.
            Ἀλλά καί ὁ ὅρκος ὁ ἱερός, δέν εἶναι γιά νά σέ βγάλει σέ ἁμαρτία.
            Ἅμα καταλάβεις ὅτι ἔκανες ὅρκο πού σέ βγάζει σέ ἁμαρτία ἀντί νά λύσεις τό θέμα μέ τό μικρό σου μυαλό, λένε οἱ πατέρες, πήγαινε στόν πνευματικό καί πές του:
            -Ἔκανα ἀνόητο ὅρκο.
            Θά σοῦ δώσει ἕνα ἐπιτίμιο, γιά νά μάθεις νά μήν λές ἀνόητες κουβέντες καί θά σέ λύσει ἀπό τόν ὅρκο. Προτιμότερο αὐτό παρά νά δέσεις τήν ψυχή σου γιά τήν κόλαση.
            Γιατί ἡ ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη στό Θεό, ἡ εὐλάβεια στό Θεό καί ὁ ὅρκος, εἶναι γιά νά σέ ἐλευθερώσουν καί νά βρεθεῖς σάν τέκνο τοῦ Θεοῦ κοντά στό Θεό.
            Ὄχι γιά νά σέ δέσουν γιά νά σέ πετάξουν στήν κόλαση.
Τό σιδερένιο ἀραχνόπανο
            Ἡ ἀράχνη, φτειάχνει ἕνα ἀραχνόπανο καί πιάνει τά κουνουπάκια. Εἶναι τόσο ὄμορφα καί τόσο τεχνικά φτειαγμένο, πού τά κουνουπάκια πέφτουν πάνω, χωρίς νά καταλάβουν περί τίνος πρόκειται. Καί ἀφοῦ μπλεχτοῦν τά τρώει.
            Ὁ διάβολος, δέν φτειάχνει γιά μᾶς ἀραχνόπανο.    Φτειάχνει ἕνα πλέγμα, πού σέ μᾶς μέν φαίνεται διασκέδαση. Ἔτσι καί στά κουνουπάκια φαίνεται ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης διασκέδαση, εὐχάριστο, τερπνό. Ἀλλά τό πλέγμα τοῦ διαβόλου εἶναι σιδερένιο. Ἅμα πέσεις πάνω του, δέν μπορεῖς νά λυθεῖς. Γι’ αὐτό ἡ σύνεση εἶναι, αὐτό μᾶς λέει ἡ γιορτή, «φυλάγου ἀπό τίς παγίδες του διαβόλου».
            Ἄς τίς πάρομε μέ τήν σειρά:
            • Ὁ Ἡρώδης κάποια στιγμή εἶπε:
            -Τί ὡραία γυναίκα ἡ Ἡρωδιάδα!
            Ἄν ἔκανε τότε τήν σκέψη: «Ναί, ὡραία εἶναι ἀλλά χαθήκανε καί οἱ ἄλλες; Ἄς φυλαχθῶ ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἄς πάρω καμία ἄλλη. Ἄς μ’ ἀρέσει περισσότερο αὐτή».
            Ἄν σκεπτόταν ἔτσι, εἶχε γλυτώσει.
            • Δεύτερον: Τοῦ ζήτησε ἡ Ἡρωδιάδα νά βάλει τόν Πρόδρομο στή φυλακή.
            Θά μποροῦσε νά πεῖ:
            -Μά γιατί; Ἔκανα τήν ἁμαρτία καί σέ πῆρα, πρέπει νά τήν διπλασιάσω;
            Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ὅμως ὅταν ἀρχίσει νά χάνει τό μυαλό του· τό χάνει ὅλο καί πιό πολύ.
            • Τρίτον: Χόρευσε ἡ κοπέλλα καί τοῦ ἄρεσε. Μποροῦσε νά τήν βάλει στή θέση της.
            -Τί θέλεις παιδάκι μου; Ροῦχα; Τά ἔχεις. Στολίδια; Ὅσα θέλεις. Μή ξεχνᾶς ὅμως ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πολυτιμότερος ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Ὄχι μόνο ἀπό τήν μισή βασιλεία μου…
            Ὁ Πρόδρομος μόνο ἀξίζει τόσο;
            Καί ὁ Ἰούδας!
            Πρίν πάει στήν κόλαση ἦταν καί αὐτός πολυτιμότερος. Τό ὅτι πῆγε στήν κόλαση, ζημία ἦταν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλει ὁ Θεός νά πάει ἄνθρωπος στήν κόλαση.
            • Μετά. Ζήτησε ἡ Σαλώμη τήν κεφαλή τοῦ Προδρόμου.     Ἄς τῆς ἔλεγε ὁ Ἡρώδης:
            -Ἐγώ ἀκούω τό κήρυγμα του καί κλαίω. Πῶς θά τόν σφάξω; Πῶς;
            Ὅλα αὐτά πρέπει νά τά σκεπτόμαστε καί νά βασανίζομε τό μυαλό μας. Γιά νά μήν εἴμαστε, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, φρόνιμοι μόνο γιά τά ἐπίγεια, ἀλλά καί γιά τά ἐπουράνια. Καί νά εἴμαστε πιό φρόνιμοι γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀπό ὅτι γιά ὅλα τά ἐπίγεια.
            Νά μερικά διδάγματα τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου.
Ἀλλά νά τόν ἔχομε ὁδηγό…
            Νά τόν τιμᾶμε τόν Πρόδρομο σάν τόν μέγιστο προφήτη καί τόν ἁγιότερο ἄνθρωπο, ἀλλά καί σάν ὁδηγό μας. Γιατί ἔτσι εἶναι καί πρέπει νά εἶναι.
            Ἀλλά νά τόν ἔχομε ὁδηγό…
            Ὄχι σάν τόν Ἡρώδη, πού τόν εἶχε καί τόν πίστευε ὁδηγό του, πού τόν ἄκουγε καί συγκλονιζόταν ἀπό τά λόγια του, ἀλλά τελικά δέν ἔκανε τίποτε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἐμεῖς νά φερόμαστε μέ συνέπεια καί νά κάνομε ὅτι καλύτερο μποροῦμε.
            Εἴθε ὁ Θεός μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ τιμίου Προδρόμου, νά μᾶς ὁδηγεῖ στό νά ἔχομε αὐτή τήν πνευματική ἁγία σύνεση. Ἀμήν.-
Διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Ἱ. Μ. Προφ. Ἠλιού τήν 28/8/2000.

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2016

Ὁμιλία Β΄ Κυριακῆς Ματθαίου (Ματθ. 4, 18-23)



Ὁμιλία στὸ εὐαγγέλιο
τῆς Β΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου
ποὺ ἀναφέρεται στὴν κλήση τῶν μαθητῶν
(Ματθ. 4, 18-23)


Διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Νέα Κερασοῦντα στίς 26/6/2011.
 


Τό ξεκίνημα

Ὁ Χριστός ἦλθε νά μᾶς διδάξει τήν ἐπιστροφή στόν Πατέρα κι’ αὐτό ἀκριβῶς δείχνει ἡ ἐνέργειά του νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη, πού δίδασκε τήν μετάνοια.

Βαπτίσθηκε δηλαδή ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀφήσει μέ τό ζωντανό αὐτό παράδειγμά του ὑπόμνηση, ὅτι χρειάζεται νά ἀλλάξουμε μυαλά. Νά τοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στό Θεό πρῶτα, στόν ἑαυτό μας καί στή ζωή διαφορετικά. Καί ἀφοῦ βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, δίπλα στήν Ἱερουσαλήμ, ἔφυγε ὁ Κύριος καί πῆγε στήν Γαλλιλαία.

Ἡ Γαλιλαία ἦταν ἡ πιό ὑποβαθμισμένη, ἠθικά, πνευματικά καί κοινωνικά περιοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ θεωροῦσαν τούς Γαλιλαίους «ὑπόκοσμο». Γι’ αὐτό ὅταν κάποτε ρώτησαν γιά τόν Χριστό: «ἀπό πού εἶναι αὐτός;» καί κάποιοι εἶπαν «ἀπό τήν Γαλιλαία», ἀποφάνθηκαν οἱ φαρισαῖοι: «Καλός ἄνθρωπος ἀπό τήν Γαλιλαία, δέν εἶναι δυνατόν».

Δέν θυμόντουσταν ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ.

Ἐπῆγε λοιπόν ὁ Χριστός στή Γαλιλαία, δίδασκε, θεράπευε καί ἐκήρυττε.

Τί ἔλεγε;

«Μετανοεῖτε ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Τί σημαίνει «μετανοεῖτε»; Ἀλλάξτε μυαλά. Πάψτε νά σκέπτεσθε ὅπως μέχρι τώρα. Ποῦ τά ἔλεγε αὐτά;

Σέ μιά περιοχή πού βασίλευε ἡ ἁμαρτία καί οἱ διαστροφές. Ἡ πλεονεξία καί ἡ καταφρόνηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό, παρατηροῦντο ἐκεῖ οἱ χειρότερες ἀταξίες καί ἁμαρτωλές καταστάσεις, πού ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, δέν τίς ἔπιαναν οὔτε στό στόμα τους.

Ἐκεῖ πῆγε ὁ Κύριος. Καί ἐκτός ἀπό τό κήρυγμά του «μετανοεῖτε», ἔκανε καί μιά ἄλλη ἐνέργεια. Βλέποντας κάποιους ἀνθρώπους τούς ἔλεγε:

-Ἀφεῖστε αὐτά πού κάνετε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Μιμηθεῖτε με. Περπατᾶτε γιά νά φθάσετε στόν Πατέρα τόν ἐπουράνιο, ἀγαπώντας τό θέλημά του· ἀλλάζοντας μυαλά· ἀφήνοντας τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο.
 


Γνώρισες τόν Χριστό; Πᾶρε ἀπόφαση

Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, λέγει ὅτι βρῆκε ὁ Χριστός δύο νέους ἄνδρες, τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο καί τούς κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖνοι ἄφησαν ἀμέσως τόν πατέρα τους καί τήν περιουσία τους. Τήν βάρκα τους καί τά δίχτυα τους μέ τά ὁποῖα ζοῦσαν. Γι’ αὐτούς ὅλος ὁ κόσμος ἦταν τό καραβάκι τους, τά δίχτυα τους καί ἕνα σπιτάκι. Τά ἄφησαν ὅλα γιά νά πᾶνε κοντά στόν Χριστό. Νά ζήσουν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα -τό ξέρομε παρακολουθώντας τή ζωή τους μέσα στό εὐαγγέλιο- οἱ δυό αὐτοί ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόν Χριστό γιά πάντα. Ἐδῶ στή γῆ σέ διάφορες περιπέτειες. Ἀλλά ἡ τελική κατάληξη τους ἦταν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δοξάστηκαν μέ δόξα θεϊκή.

Τό ἴδιο ἔκανε καί γιά δυό ἄλλους νέους. Τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο.

-Ἐλᾶτε μαζί μου, τούς εἶπε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι. Ὄχι νά κάνει ὁ καθένας ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό μυαλό του, ἡ σάρκα του, τά συναισθήματά του, ἀλλά ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας «τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Πρέπει νά τόν θεραπεύσομε τόν ἄνθρωπο ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἐλᾶτε κοντά μου νά γίνομε ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Νά τούς μαζέψομε, ὄχι ὅπως μαζεύουν οἱ ψαράδες τά ψάρια, γιά τό τηγάνι, ἀλλά νά τούς μαζέψομε γιά τήν αἰώνια ζωή. Γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος τόν ἀκολούθησαν.

Τί σημαίνει αὐτό;

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυαλό. Κρίση. Ἔχει βούληση. Προτιμᾶ καί ἐπιλέγει. Ἔχει καί πράξη. Προηγεῖται τό μυαλό, γιά νά δεῖ τί θέλει νά κάνει. Νά σκεφθεῖ λίγο, ποῦ θά τόν βγάλει, ἄν συνεχίσει νά πορεύεται «ὅπως πάει ὁ ὅλος ὁ κόσμος», καί ὅπως ὁ ἴδιος βάδιζε μέχρι τώρα...

Ζυγίζει τά πράγματα καί λέει:

-Ἐκεῖ νά πάω ἤ ἐκεῖ; Τί προτιμῶ;

Ζωή γιά τήν κοιλιά, γιά τήν τσέπη, γιά τίς αἰσχρότητες, πού μερικοί τίς ἔχουν σέ προτεραιότητα;

Ἤ ζωή γιά τήν ἀγάπη, τήν καλωσύνη, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, πού διδάσκει ὁ Πατέρας μας ὁ ἐν οὐρανῷ; Καί νά κάνω ἕναν ἀγώνα γιά τήν Βασιλεία του, πρῶτα γιά μένα, καί μετά γιά κάποιον ἄλλο; Μέ τό παράδειγμά μου κυρίως. Ἄς εἶμαι ὁ φτωχότερος καί ὁ μικρότερος ἀπό ὅλους.

Μετά τίς σκέψεις αὐτές, ὁ ἄνθρωπος, κάνει τήν ἐπιλογή του μέ τόν τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γιά τό πῶς θά συνεχίσει νά ζεῖ.
 


Τό δίδαγμα τῶν θαυμάτων

Ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι μερικά γεροντάκια καί μερικές γριούλες εἶναι οἱ μεγαλύτεροι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν;

Καί ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι κάποια παιδιά στήν ἡλικία τῶν 18 καί τῶν 20 χρόνων, εἶναι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ κάνουν τόν σταυρό τους, ὄχι μόνο πάνω στό σῶμα τους, ἀλλά ἐπάνω στήν καρδιά τους καί λένε:

-Ὄχι ζωή ὅπως τήν θέλει ὁ κόσμος. Ἀλλά ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός. Μέ σεμνότητα, μέ ἐγκράτεια, μέ εὐσέβεια. Καί μέ ἀφοσίωση στό Θεό.

Μά ἐπειδή αὐτά εἶναι λίγο δύσκολα γιά τό μυαλό καί τήν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου, κατέβηκε ὁ Χριστός καί ἔδειξε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει».

Τί ἔβρισκε στή Γαλιλαία; Ἀρρώστειες, κακίες, δαιμόνια. Νά ἕνας παράλυτος...

Γιατί ἔφτειαξε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο;

Παράλυτος νά εἶναι ἤ γεμάτος ὑγεία; Στό σῶμα, στήν ψυχή καί στό πνεῦμα;

Ἕνας ἔχει Ἀλτσχάιμερ. Παρέλυσε ὄχι μόνο τό σῶμα του, μά καί τό μυαλό του. Πόσες ἄλλες καταστάσεις βλέπομε, πού καί μόνο νά τίς σκεφθεῖ κανείς τόν πιάνει κατάθλιψη;

Καί λέμε κάνοντας τόν Σταυρό μας: «οὔτε στό χειρότερο ἐχθρό μου Κύριε, τέτοια πράγματα. Ἐλέησε τόν κόσμο σου». Ἀλλά νά. Στέκει ὁ Χριστός δίπλα στόν παράλυτο, καί τοῦ λέει: «Σήκω, συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου». Μά ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀποκλειστικά ζήτημα τοῦ Θεοῦ.

Καί ὁ Χριστός συνεχίζει:

-Σήκω παιδί μου καί περπᾶτα, γιά νά καταλάβουν αὐτοί πού τά μετρᾶνε ὅλα μέ τό ὑποδεκάμετρο καί μέ τό ζύγι, ὅτι ἦλθε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας, ἤ μᾶλλον μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε καλά.

Αὐτά τί ἦταν;

Ἦταν μιά δύναμη πού ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά λέει:

-Τοῦτο, (τό μυαλό) δέν τά ξέρει ὅλα. Ἡ σκέψη μας ὅπως τήν κάνομε, δέν ἔχει ἀξία μπροστά στή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν στιγμή πού βλέπομε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τήν Βασιλεία του στόν κόσμο. Θεραπεύει τόν παράλυτο, ἀνασταίνει τόν πεθαμένο ἐδῶ καί τέσσερες μέρες Λάζαρο. Δέν ἰσχύει ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στή λογική τοῦ Θεοῦ.

Ἐγώ διαλέγω τήν λογική τοῦ Θεοῦ, καί θέλω νά προχωρήσω μέ τήν λογική τοῦ Θεοῦ, μά θέλω καί δύναμη γιά νά τήν ἀκολουθήσω. Γιά νά κάνω ἀπό δῶ καί πέρα ζωή πιό ἤρεμη, πιό ἥσυχη· εὐλαβή. Μακρυά ἀπό πάθη καί ἁμαρτίες. Ἔξω ἀπό τή διάθεση πού λέει: «Ὅλους νά τούς ἔχεις παιχνιδάκια στά χέρια σου. Γιά τίς δικές σου ὀρέξεις».

Ὄχι! Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι παιδιά του ὅλοι. Ἐγώ σάν παιδί τοῦ Θεοῦ, θά τούς ἀγαπῶ. Καί θά θέλω νά τούς ὑπηρετήσω ὅλους. Μέ ἀγάπη. Σάν μικρότερος. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀδελφός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 


Ὄχι μόνο καλές σκέψεις

Αὐτό εἶναι τό μήνυμα πού ἔφερε ὁ Κύριος μας, μέ τήν κλήση τῶν τεσσάρων ἀποστόλων.

Ναί. Πῆγαν κοντά του, μά δέν ἔπαυσαν νά εἶναι ἄνθρωποι ὅπως ἦταν μέχρι τότε. Δέν εἶχαν ἀλλάξει ἀκόμη. Τί ἄλλαξαν; Μυαλά. Κρίση. Ὅλος ὁ ἄλλος ἄνθρωπος ἦταν ὁ παληός ἄνθρωπος.

Δέν ἀρκεῖ μόνο νά ἀλλάξεις σκέψη. Πρέπει νά ἁρπάξεις τόν ἑαυτό σου μέ χέρια ἀτσάλινα, καί νά πεῖς σέ κάθε μέλος τοῦ σώματος σου: «Ἀπό δῶ καί πέρα, στό σωστό δρόμο».

Τό ἴδιο νά πεῖς στήν καρδιά καί στόν νοῦ σου. Στήν γλώσσα, στά μάτια, στά αὐτιά.

Ὁ Χριστός πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, γιά νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν θάνατο, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τά πάθη, πού φέρνουν ἐδῶ στή γῆ τήν διάλυση, καί στήν αἰώνια ζωή τήν αἰώνια ἀπώλεια, αὐτός ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:

«Πρώτη ἐνέργεια σας νά εἶναι ἡ ἀπόφαση: Ναί, θέλω νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό στό δρόμο του πρός τήν Βασιλεία τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
 


Ἡ ἀρχή της πνευματικῆς ζωῆς

Ἔπειτα νά κάνω αὐτό πού πρέπει, γιά νά ὑποταχθῶ στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Νά ψάξω νά τόν βρῶ, νά τόν διαβάσω, νά τόν κατανοήσω, νά γεμίσει ἡ καρδιά μου καί ἡ σκέψη μου μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί νά σφίγγω τήν καρδιά μου, νά σφίγγω τόν ἑαυτό μου, γιά νά τηρῶ τό ἅγιο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Τί γίνεται ὅταν τό κάνομε;

Ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τοῦ κόσμου τούτου, ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ ταραχή καί κακία. Καί ἡ συνείδηση συνέχεια φωνάζει:

-Δέν ντρέπεσαι τόν ἑαυτό σου; Τόν Θεό δέν τόν ντρέπεσαι, τόν ἑαυτό σου, δέν τόν κοιτάζεις ποτέ στόν καθρέφτη πού λέγεται «τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»; Δέν ἔχεις τό θάρρος νά τόν κοιτάξεις; Πῶς ζεῖς;

Ὅταν ὅμως βάλομε ὁδηγό μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παίρνομε ἕνα ψαλιδάκι καί ψαλιδίζομε κάθε τόσο ἀπό λίγο –μιά τρίχα ἔστω ἀπό τίς κακίες μας, καί μετά ἀπό λίγο βρισκόμαστε νά ἔχομε μιά ἀγγελική κατάσταση.

Γιατί; Γιατί κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος κάνει ἕνα ἐλάχιστο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει τό λογικό του:

-Αὐτό τό κατόρθωσες. Γιατί νά μή κατορθώσεις καί ἐκεῖνο; Λίγη καλή θέληση χρειάζεται. Προσπάθησε καί τό ἔφτασες.

Γι’ αὐτό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: Ποιό εἶναι τό πιό εὔκολο ξεκίνημα γιά τήν πνευματική ζωή; Λίγη νηστεία καί προσευχή. Αὐτό εἶναι!

Παρασκευή σήμερα, λές. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά φᾶμε κρέας οὔτε τυριά. Τό κατάφερα νά περάσω μέ νηστίσιμα. Πῶς δηλαδή; Ἔπρεπε νά εἶμαι σάν τό γατάκι πού ἅμα τοῦ δώσεις ψάρι τρελλαίνεται; Ἄνθρωπος εἶμαι.

Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἔμαθες πῶς εἶσαι δυνατός καί ξεκινᾶς νά πολεμᾶς τό ὁποιοδήποτε πάθος. Τοῦ σώματος, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ πνεύματος. Καί τό νικᾶς.

Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός νά πορευόμαστε. Αὐτό ἔκαναν οἱ μαθητές του. Στήν ἀρχή, ἀνθρωπάκια ἦταν. Κοντά του, μέρα μέ τήν ἡμέρα ἔγιναν ἄγγελοι. Ἤ μᾶλλον καλύτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους. Θέλει κουβέντα, ὅτι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης ἦταν καλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἁγνότητα καί τήν σεμνότητα πού εἶχε;

Αὐτό γίνεται ἄνθρωπος κοντά στόν Χριστό.

Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός!

Καί νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐλεεῖ, νά μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς λαθεμένες ἀξιολογήσεις. Ἀμήν.

Τρίτη, Μαΐου 03, 2016

Τὶ ἔκαμα! τὶ ἔπαθα! (Ὁ Νεομάρτυς Ἀλέξανδρος)

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)


Γεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη γύρω στό 1756. Ἦταν παιδί φτωχό. Ἀλλά ὄμορφο καί ρωμαλέο. Καί ὁ τοῦρκος ἀγᾶς, ἀπό τόν ὁποῖο γύρεψε δουλιά, γιά νά ἐπιβιώσει, τόν ἔπεισε νά ἀλλαξοπιστήσει. Γιά νά χαρεῖ τά νειᾱτα του! Γιά νά χορτάσει τήν ζωή!

Καί ἄλλαξοπίστησε. Ἔγινε μουσουλμάνος. Γιά νά «χορτάσει»!
 
* * *

Ὅμως. Γρήγορα κατάλαβε ὅτι κάτι δέν πήγαινε καλά. Διαπίστωνε, ὅτι χριστιανός, φτωχός, πεινασμένος καί «στερημένος», ἦταν πιό εὐτυχισμένος (=εἶχε πιό πολλή χαρά μέσα του), ἀπό ὅ,τι τοῦρκος καλοζωϊσμένος και χορτᾶτος.

Καί ἄρχισε νά ψάχνει καί νά ψάχνεται νά ἰδεῖ:

-Ἔκαμα καλά;

Καί ὅσο ἔψαχνε, τόσο δύσκολα τά εὕρισκε. Καί μουσουλμᾶνος πιά, ξεκίνησε νά πάει στούς «ἁγίους τόπους», στήν Μέκκα, γιά νά ἰδεῖ ἀπό κοντά τήν χάρη τοῦ Ἰσλάμ· γιά νά ξεκαθαρίσει τούς λογισμούς του. Ἀλλά τί παράξενο! Μέσα στό τζαμί, στήν Μέκκα, στόν ἁγιώτερο τόπο προσευχῆς γιά τούς μουσουλμάνους, ὁ Ἀλέξανδρος τό συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε κάμει τό πιό φρικτό λάθος πού μπορεῖ νά κάμει ἄνθρωπος: ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, τόν μόνο ἀληθινό Θεό, γιά ἕνα τίποτε!

Καί στέναξε βαθειά:

-Τί ἔπαθα!... Τί ἔπαθα!...

Καί ἀρχίζει μιά κυριολεκτικά θλιβερή περιήγηση! Ὁ νεαρός Ἀλέξανδρος γίνεται δερβίσης (=καλόγερος) καί γυρίζει ὅλο τόν κόσμο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, γιά νά ἰδεῖ, ἄν μπορεῖ νά συνεχίσει νά ᾿ναι μουσουλμᾶνος!....

Καί ὅσο περνᾶνε οἱ ἡμέρες καί ἡ ἀναζήτηση, τόσο στενάζει!....

-Τί ἔκαμα!...Τί ἔπαθα!...

Κάθε ἡμέρα κουβεντιάζει μέ τούς Τούρκους «ὁμοπίστους» του, γιά τήν πίστη, γιά τήν ἀγάπη, γιά τήν καλωσύνη. Καί κάθε ἡμέρα συναισθάνεται πιό βαθειά τό λάθος του καί στενάζει πιό πικρά:

-Τί ἔκαμα!...Τί ἔπαθα!...

Δέκα ὀχτώ (18) ὁλόκληρα χρόνια!
 
* * *

Καί τελικά, δέν ἀντέχει πιά, καί τήν Τρίτη τῆς ἑβδομάδας πρό τῆς Πεντηκοστῆς τό 1794, στήν Σμύρνη, πάει στόν κατῆ, στόν τοῦρκο ἀρχιδικαστή. Τοῦ πετάει στά πόδια του τό φέσι τοῦ δερβίση καί βάζει στό κεφάλι του σκουφί χριστιανικό.

Τά ἔχασε ὁ κατῆς. Καί ἐρωτάει:

-Τί κάνεις ρέ; Δερβίσης σύ, κάνεις τέτοια πράγματα; Εἶσαι καλά; Ἤ τά ἔχασες τά μυαλά σου;

Ἀπάντησε:

-Τί λές, κατῆ μου! Τότε πού ἔγινα Τοῦρκος τά εἶχα χάσει. Τώρα τά βρῆκα!.. Τώρα εἶμαι καλά πιά!... Γύρισα τόν κόσμο ὅλο ψάχνοντας! Καί μέσα στό τζαμί σας στήν Μέκκα, κατάλαβα καλά, ὅτι ὅλα ὅσα λέει ἡ θρησκεία σας εἶναι ψέμα, λάθος, βλασφημίες.

Τοῦ εἶπε ὁ κατῆς:

-Λυπήσου τήν ζωή σου. Τό ξέρεις, ἡ τιμωρία εἶναι μία: θάνατος! Καταλαβαίνεις, τί πᾶς νά κάμεις; Ἡ ζωή εἶναι χαρά!...

Ἀπάντησε πάλι ὁ Ἀλέξανδρος:

-Γιά μένα, κατῆ μου, ἡ χαρά εἶναι μία: νά πεθάνω γιά τόν Χριστό!

Τό εἶπε. Καί ἔκαμε μέ βαθειά εὐλάβεια τόν Σταυρό του!

Καί ὁ κατῆς κατάλαβε καί τόν καταδίκασε σέ θάνατο.

Οἱ χοτζάδες ἀνέλαβαν τότε νά τόν νουθετήσουν. Καί ὁ δήμιος τοῦ ἔδειχνε τό μαχαίρι, μέ τό ὁποῖο θά τοῦ ἔκοβαν τό κεφάλι, γιά νά τόν φοβίσει. Ἀλλά τίποτε!

Τό πρόσωπο τοῦ νεομάρτυρα ἔλαμπε ἀπό χαρά.
 
* * *

Μαζεύτηκε κόσμος πολύς νά ἰδεῖ τόν θάνατο τοῦ μάρτυρα: Τοῦρκοι, Ρωμιοί, Ἀρμένηδες, Φράγκοι.

Ἦρθε καί ἡ γραπτή διαταγή τοῦ κατῆ στόν δήμιο.

Ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ πῆρε ἐντολή νά γονατίσει. Καί γονάτισε. Καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Πέρασε μιά ὁλόκληρη ὥρα. Ὁ δήμιος ἔπαιζε μέ τό μαχαίρι του. Γιά νά τόν κάμει νά δειλιάσει. Ἀλλά δέν ἐδειλίασε. Καί ἔτσι κάποια στιγμή τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι (26 Μαΐου 1794, στήν Σμύρνη).

Ἐχάρησαν οἱ ἄγγελοι

Εὐφράνθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμιοί.

Ντροπιάστηκαν οἱ μουσουλμάνοι.

Καί ἕνας Φράγκος, πού τά παρακολούθησε ὅλα, τό διακήρυξε:

-Ποτέ στήν ζωή μου δέν εἶδα ἄνθρωπο μέ τέτοια πίστη· μέ τόσο βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή· μέ τόση λεβεντιά πνευματική.
 
* * *

Ἅγιε νεομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Ἀλέξανδρε, σέ χρειαζόμαστε τόσο σήμερα!

Πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.


+ὁ ΝΜ.

Σάββατο, Απριλίου 23, 2016

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος




Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα! Καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ χαρά καί σέ εὐφροσύνη: «Χαῖρε καί εὐφραίνου· τέρπου καί ἀγάλλου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»! Γιατί; Διότι ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιάς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Χθές Τόν εἴδαμε νά ἀνασταίνει τόν Λάζαρο. Μπροστά στά μάτια ἑνός ὁλόκληρου χωριοῦ, ἀνέστησε ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη τέσσερες ἡμέρες μέσα στόν τάφο! Καί ἔτσι ἔδωσε μιά ἀκόμη ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τῆς θεϊκῆς Του ὕπαρξης, πού νικάει καί τόν θάνατο!

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ ὄχλος Τόν ὑποδέχεται στά Ἱεροσόλυμα μέ κραυγές καί ἐπευφημίες: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»! «Ὡσαννά» σημαίνει «σῶσε μας!». «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», σημαίνει «δόξα σέ Σένα, πού ἔρχεσαι στό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας»!

Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὄχλος ὁμολογοῦσε: «Ναί, ξέρουμε πλέον ὅτι Κάποιος Ἄλλος Σέ ἔστειλε! Σέ ἔστειλε ὁ Ἕνας Ἀληθινός Θεός! Ὁ Κύριος τῆς δόξης! Καί στό ὄνομα Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου Σύ ἔρχεσαι τώρα νά μᾶς σώσεις! Ἔρχεσαι νά μᾶς ἐλευθερώσεις! Τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας, ὅταν χθές ἀνάστησες τόν τετραήμερο Λάζαρο. Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἐλευθερώσεις ἀκόμα καί ἀπό τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας, τόν θάνατο! Καί γι’ αὐτό σέ ὑποδεχόμαστε μέ δοξολογίες· μέ χαρά καί ἀγαλλίαση!»: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

 
***


Ἀπό τότε, αὐτή ἡ φράση ἔγινε ἡ πιό μεγάλη δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιό λαμπρός ὕμνος, πού δοξάζει τόν Χριστό. Καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά τόν ψάλλωμε κάθε πρωί, ὅταν ἀρχίζουμε τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου: «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Δηλαδή: «Ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί Κύριός μας, ἦλθε καί φανερώθηκε σέ μᾶς». Ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Δέν εἶναι πιά μιά ἄπιαστη ἀόρατη δύναμη! Τόν εἴδαν ἀνθρώπινα μάτια καί τόν ψηλάφησαν ἀνθρώπινα χέρια! Ἀλλά ἐπειδή οἱ σύγχρονοί Του δέν Τόν ἀναγνώρισαν, τόν πέρασαν γιά βλάσφημο θεομπαίχτη πού διαταράσσει τήν βολική ἡσυχία τοῦ κατεστημένου. Καί Τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, Τόν κατεδίκασαν σέ θάνατο καί Τόν σταύρωσαν! Ἐκεῖνος ὅμως, δείχνοντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί Κύριος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! Καί μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας»! Δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ! Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι Τοῦ ἀρέσει νά «χώνεται» στήν ζωή μας, χωρίς ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε!

Βασική προϋπόθεση γιά νά μπῆ στήν ζωή μας εἶναι: πρῶτοι ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε! Ἐμεῖς νά Τόν καλέσουμε! Ἐμεῖς νά Τόν περιμένουμε σάν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή μας! Ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι κάθε στιγμή νά Τόν ὑποδεχθοῦμε μέ τήν δοξολογία: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!»

Ἀλλά γιά νά ζοῦμε πάντοτε μέ αὐτήν τήν ζωοποιό λαχτάρα, γιά νά Τόν περιμένουμε πάντοτε ἕτοιμοι νά φωνάξουμε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!», χρειάζεται κάτι πού - ἔστω κι ἄν κάποτε τό ζήσαμε - τώρα δυστυχῶς τό ἔχουμε τελείως ξεχάσει! Χρειάζεται - ὅπως λέει τό δεύτερο ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς γιορτῆς – νά ἔχουμε μπεῖ κι ἐμεῖς στόν τάφο μαζί Του! Νά ἔχουμε ταφεῖ μαζί Του! Ὄχι στόν φυσικό τάφο, ἀλλά σέ κάποιον ἄλλον τάφο! Σέ ἕνα τάφο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ἁγία Κολυμβήθρα, πού κάποτε μᾶς βούτηξαν μωρά!

«Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει Σου, καί ἀνυμνοῦντες κράζομεν· ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Λέει δηλαδή ὁ ὑμνωδός: Κάποτε βαπτισθήκαμε, ὄχι γιά νά κρατήσουμε φωτογραφίες καί βίντεο ἀπό ἕνα χαριτωμένο μωρό, ἀλλά βαπτισθήκαμε, γιά νά θάψουμε μέσα στήν κολυμβήθρα μιά ψευτοζωή χωρίς τόν Χριστό. Νά θάψουμε μιά καρικατούρα ζωῆς, πού δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τῶν ζώων, καί γιά νά ἀναστηθοῦμε σέ Ζωή μαζί μέ τόν Χριστό· μαζί μέ Αὐτόν πού εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς· μιᾶς Ζωῆς πού ποτέ δέν ἔχει τέλος! Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά εἴμαστε ἀληθινά ζωντανοί γιά πάντα, καί μόνον ἔτσι μποροῦμε σήμερα - καί κάθε στιγμή – νά Τόν καλοῦμε καί νά Τόν καλωσορίζουμε στήν ζωή μας λέγοντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Ὁμιλία Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14)






Μή λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας

Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του», πού σημαίνει ὅτι: δέν εἴμαστε οὔτε πέτρες, οὔτε σπουργίτια, οὔτε πρόβατα. Ἀλλά εἴμαστε αἰώνιοι, καί ἔχομε τήν δυνατότητα νά διακρίνομε ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό.

Νά ζοῦμε -καί πρέπει νά ζοῦμε- ποθώντας τό καλό.

Νά ἀγωνιζόμαστε νά φεύγομε ἀπό τό κακό καί νά ἀγαπᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε τό καλό.

Γιά νά μᾶς βοηθήσει, μᾶς ἔδωσε νόμο, ὁδηγίες.

Οἱ ὁδηγίες καί οἱ ἐντολές Του, προέρχονται ἀπό ἀγάπη καί στοργή. Ὅπως ὁ κάθε πατέρας ἀπό ἀγάπη καί στοργή συμβουλεύει τά παιδιά του, νά μή καοῦν, νά μή πέσουν, νά μή χτυπήσουν· οὔτε σωματικά, οὔτε ψυχικά, οὔτε κοινωνικά.

Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, μᾶς συμβουλεύει συνεχῶς, νά μή πέσομε οὔτε ψυχικά, οὔτε πνευματικά. Καί ποτέ νά μή γίνει κάτι ἀφορμή, νά χάσομε τήν ὁμοιότητα μας μέ Αὐτόν καί τήν αἰώνια ζωή.

Γιατί ἡ χειρότερη ζημία εἶναι νά χάσει κανείς τήν αἰώνια ζωή.

Τί νά τό κάνεις, νά περάσεις ὅσο τό δυνατόν καλύτερα ἐδῶ στή γῆ, ἔστω ἑκατό χρόνια, διασκεδάζοντας, τρώγοντας καί πίνοντας, ἄν πρόκειται νά ζημιωθεῖς τήν ψυχή σου;

Γι’ αὐτό ὁ Θεός, ὁ πατέρας μας, μᾶς λέγει μέ ἀγάπη ὅτι πρέπει συνεχῶς νά ψάχνομε τόν ἑαυτό μας, νά βλέπομε, ὅσο πιό πολλές φορές, τόσο πιό καλά, πῶς πᾶμε καί νά γυρίζομε κοντά Του...

Μά εἴμαστε πολυάσχολοι.

Ἔχομε δουλειές, ἐπικοινωνίες μέ τούς ἄλλους. Θέλομε νά κουβεντιάσομε, νά φλυαρίσομε.

Ἀκόμη, ἔχομε σωματικές ἀνάγκες. Νά φᾶμε, νά κοιμηθοῦμε.

Μᾶς ἀπασχολοῦν τόσες κοινωνικές ὑποχρεώσεις· καί ὅλα αὐτά μᾶς κάνουν νά λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά ἀφήνομε στήν ἄκρη τίς οὐσιαστικές μας ἀνάγκες. Ἀποτέλεσμα;

Ἀλλοιωνόμαστε ἐσωτερικά. Ζημιωνόμαστε βαθειά. Ξεχνᾶμε τήν ψυχή μας. Ξεχνᾶμε τήν αἰώνια ζωή.

Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς εἶπε:

Κάθε μέρα, πρωί καί βράδυ, νά κάνεις προσευχή. Γιατί; Γιά νά ψάχνεις λίγο τόν ἑαυτό σου. Νά τόν βλέπεις πῶς στέκει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καί κάθε ἑβδομάδα, μακάρι περισσότερες φορές, νά βρίσκεις τήν εὐκαιρία νά πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Νά Τόν παρακαλεῖς νά σέ φωτίζει, νά μή ξεφύγεις ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του. Καί μέσα στήν Ἐκκλησία νά κάνεις βαθύτερο αὐτοέλεγχο, γιά νά βλέπεις πῶς βαδίζεις καί ποῦ στέκεις.

Εἶσαι στό δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς;

Ἤ μήπως βαδίζεις γιά τήν ἀπώλεια.


Ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη

Σ’ αὐτό, μᾶς σπρώχνουν ὅλα ὅσα ἔχουν ὁρισθεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ μεγάλες γιορτές, καί οἱ προπαρακευαστικές περίοδοι, ὅπως εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσαρακοστή. Πού μᾶς λένε: «πῶς θά πᾶς κοντά στόν Χριστό καί στήν ἀνάστασή Του; ἄν δέν προετοιμαστεῖς καί σύ γιά τήν ἀνάσταση»;

Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη, μεγαλύτερη ἀπό τό νά φάω, νά πιῶ, νά περπατήσω, νά κοιμηθῶ. Μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἀνάγκες, εἶναι νά στρέφομαι πρός τόν Θεό καί νά ἀναζητῶ νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία μαζί Του.

Δηλαδή; Νά εἴμαστε ἄνθρωποι...

Εὔκολα ἐγώ, ἀπρόσεκτος ἄνθρωπος, κάνω ἕνα λάθος καί πικραίνω τόν συνάνθρωπό μου. Ἄς ποῦμε τόν προσβάλω. Τοῦ λέω λόγια πού ἡ ἀγάπη καί ἡ τιμή, πού πρέπει νά ἔχω σέ ὅλους, δέν θά τά ἐπέτρεπαν. Ἀλλά, τό λάθος ἔγινε... Ἅμα μείνω στή διαπίστωση, πάει ἡ φιλία. Μέ τί μοῦτρα νά παρουσιαστῶ μπροστά του;

Τόν βρίσκω λοιπόν καί τοῦ λέω ταπεινά: «Ἀδελφέ μου, εἶναι ἀλήθεια, δέν φέρθηκα καλά. Εἶπα κάτι, εἰς βάρος σου. Σέ καταλαβαίνω. Πληγώθηκες. Ὅμως, ἄν θέλεις, πίστευσέ με, μετάνοιωσα. Σέ ἀγαπάω. Σέ θέλω κοντά μου».

Διορθώνεται ἔτσι τό κακό;

Ναί, σέ κάποιο βαθμό βέβαια.

Γιατί κάτι μένει ὑπόλοιπο. Ἴσως μιά μικρή πικρία. Μά ὅσο περισσότερη ταπείνωση δείχνεις, τόσο πιό πολύ φεύγει ἡ πικρία ἀπό τόν ἄλλο. Καί καμιά φορά φτάνει νά πεῖ:

«Χαλάλι ὅτι ἔγινε. Τώρα ἔχομε καλύτερη ἐπικοινωνία ἀπό πρίν».

Θέλοντας νά μᾶς τά διδάξει ὅλα αὐτά ὁ Σωτήρας μας, εἶπε τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, μᾶς παρουσιάζει τά πρόσωπά τους καί τό θέμα. Μᾶς λέει:

Πῆγαν στήν Ἐκκλησία, νά προσευχηθοῦν, δυό ἄνθρωποι ἐντελῶς διαφορετικοί. Ἕνας Φαρισαῖος καί ἕνας τελώνης. Ὁ ἕνας τοῦ κόσμου καί τῆς πιάτσας. Ὁ ἄλλος τῆς εὐσέβειας. Γιά τόν ἴδιο σκοπό πῆγαν. Νά προσευχηθοῦν. Μπῆκαν στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἴδια διάθεση. Ἔμειναν ἐκεῖ κάποια ὥρα. Μετά ἔφυγαν.

Ἀλλά τί διαφορά! Ὁ ἕνας δικαιωμένος, ὁ ἄλλος κατάκριτος. Τό τραγικό καί παράξενο εἶναι, ὅτι ἔφυγε δικαιωμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, εὐάρεστος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς πιάτσας.

Καί ἐκεῖνος πού φαινόταν τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἔφυγε κατάκριτος. Γιατί;


Ἡ προσευχή τοῦ φαρισαίου

Ἐρώτημα πού ἀσφαλῶς ἀπασχολεῖ ὅλους μας καί μάλιστα πολύ ἔντονα. Εἴτε εἴμαστε ἀπό ἐκείνους πού ἐρχόμαστε συχνά στήν Ἐκκλησία, εἴτε εἴμαστε –πολύ περισσότερο- ἀπό ἐκείνους πού προτιμᾶμε ἄλλες ἀπασχολήσεις.

Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ καθαρά στό ἐρώτημά μας.

Ὁ Φαρισαῖος, μπῆκε στό ναό, στάθηκε μέ καμάρι - ἐπειδή ἦταν τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος - καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Τί ἔλεγε; Ἔχει σημασία. Αὐτά τά πράγματα εἶναι ζωή μας. Καί μάλιστα ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς μας. Γιατί ἡ ἀληθινή ζωή μας εἶναι μόνο κοντά στό Θεό. Στήν Βασιλεία Του.

Ἀρχίζει λοιπόν ὁ φαρισαῖος:

«Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι». Τί ὡραία ἀρχή!

Τήν ἀκοῦς καί εὐφραίνεται ἡ καρδιά σου. Καί περιμένεις νά δεῖς, γιατί εὐχαριστεῖ τόν Θεό.

Συνεχίζει. «Οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶμαι ἁμαρτωλός καί παληάνθρωπος σάν τούς ἄλλους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Μά προπαντός δέν εἶμαι σάν αὐτό τό ἀπόβρασμα, πού στέκεται δίπλα μου, δῆθεν νά προσευχηθεῖ. Ἐγώ νηστεύω, δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Κάνω ἐλεημοσύνες. Κάνω δωρεές. Καί γενικά, ζῶ καλά».

Παρότι ὅλα αὐτά εἶναι κατωρθώματα δικά του, καλές πράξεις δικές του, πάλι λέμε μέσα μας: Ἀφοῦ εἶπε: «ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι», γιατί ὅλα αὐτά δέν τά συνδέει μέ τόν Θεό; Ποῦ τά ὀφείλει; Γιατί δέν λέει «σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, πού μοῦ ἔδωσες χάρη, φωτισμό, ἔλεος νά καταλάβω ποιός εἶναι ο σκοπός τῆς ζωῆς καί νά ἀγωνίζομαι νά κάνω ἔργα εὐάρεστα, ἐνώπιόν Σου»;

Γιατί λέει ἁπλῶς «εὐχαριστῶ, γιατί δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους. Ἐγώ εἶμαι καλός. Δέν εἶμαι ἅρπαγας, οὔτε λωποδύτης, οὔτε παληάνθρωπος, οὔτε μοιχός».

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία αὐτό πού κάνει ὁ φαρισαῖος. Δηλαδή τό ὅτι δέν σχετίζει τίς ἀρετές του μέ τόν Θεό.

Τί ἔπρεπε νά πεῖ;

«Ὅλα Κύριε, εἶναι δῶρα Σου! Χαρίσματά Σου. Δύναμή Σου. Ἔλεός Σου. Ἄν δέν ἤσουν δίπλα μου, στό πλευρό μου, νά μέ φωτίζεις, νά ξεσηκώνεις τήν συνείδησή μου, πόσα κακά ἔργα δέν θά ἔκανα»;

Μά ὁ φαρισαῖος ἐπιμένει:

«Ἐγώ ἔκοψα τή ζωή μου ὄμορφα. Καί τήν ἔφτειαξα ὄμορφα. Κάτι ἄλλοι, δέν τήν ἔχουν φτειάξει ἔτσι. Αὐτοί δέν μοιάζουν μέ μένα. Δέν εἶναι καλοί ἄνθρωποι».

Φαντασθεῖτε κάποιον, νά εἶναι ὅτι εἶναι, νά φτειάχνει μόνος τό ποτραῖτο του καί νά ἰσχυρίζεται: «Ὅποιος δέν μου μοιάζει, δέν εἶναι ὄμορφος. Οὔτε εἶναι καλά· εἶναι ἄρρωστος. Πῶς πρέπει νά εἶναι;

Ὅπως ἐγώ!

Πάνω-κάτω αὐτό λέει ὁ φαρισαῖος. Γιατί βλέπει τόν ἑαυτό του τέλειο.


Ἄς ταπεινωθοῦμε μπροστά στό Θεό

Ὁ τελώνης, τί ἔκανε;

Δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά σταθεῖ κάπου μπροστά νά τόν βλέπουν. Κρύφτηκε πίσω ἀπό μιά κολώνα. Καί ψέλλιζε: «Θεέ μου, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Συγχώρησέ με. Εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ξέφυγα ἀπό τόν νόμο Σου. Λυπήσου με, Θεέ μου.

Μᾶς λέγει ὁ Χριστός, ὅτι γι’ αὐτό του τό φρόνημα, ἔφυγε δικαιωμένος πιό πολύ ἀπό τόν φαρισαῖο, πού ὄχι μόνο εἶχε ἀποφύγει τίς χονδρές ἁμαρτίες, μά εἶχε καί καλά ἔργα. Γιατί;

Γιατί ὁ ἕνας, ὁ τελώνης εἶχε σωστή τοποθέτηση, ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Σκέφτηκε πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία:

Πῶς θά φτειάξω τήν σχέση μου με τόν Θεό;

Σέ τί κατάσταση βρίσκομαι μέχρι τώρα;

Τί πρέπει νά κάνω;

Καί πῆγε καί προσευχήθηκε «τύπτων τό στῆθος του», πού σημαίνει: «Ἐγώ φταίω. Τούτη ἡ καρδιά φταίει καί αὐτό τό ξεροκέφαλο». Γιατί τό λέμε ἔτσι;

Ὁ Θεός, μᾶς ἔδωσε τήν καρδιά, νά ἀγαπᾶμε τό καλό. Ὄχι νά τήν ἀφήνομε νά κολλάει σέ ἀρρωστημένα πάθη καί συναισθήματα.

Ἤ μήπως δέν εἶναι ἀρρωστημένο τό μῖσος;

Οἱ πόθοι τῆς ἁμαρτίας;

Ἡ κακία; Ὁ ἐγωισμός;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο νά πιστεύω, ὅτι ἐγώ ἔχω τήν σωστότερη κρίση στόν κόσμο καί τήν μεγαλύτερη ἀξία;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο πράγμα νά πιστεύω, ὅτι θά ρυθμίσω ἐγώ τή ζωή μου, καλύτερα ἀπό ὅτι μοῦ τήν ρυθμίζει ὁ Θεός, ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος μέ τόν λόγο Του;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο, νά μήν ἐνδιαφέρεσαι νά κάνεις τόν ἑαυτό σου ὄμορφο, γιά νά βρεθεῖς στό σαλόνι τοῦ Θεοῦ στήν αἰώνια ζωή; Ἀλλά νά προτιμᾶς νά βρεθεῖς στό σκουπιδοντενεκέ τῆς αἰωνιότητας, μέ τά σκουπίδια ἀπό τόν ὄμορφο κόσμο τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά ἐμμένεις στήν ἁμαρτία;

Ὁ φαρισαῖος δέν εἶχε οὔτε τοποθέτηση σωστή ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, οὔτε σχέση σωστή μέ τόν Θεό.


Ποιά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;

Ποιά εἶναι ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;

Ξέρω ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός μας· ὁ Εὐεργέτης μας.

Ὅτι καλό ἔχομε στό σῶμα, στήν καρδιά, στήν ψυχή μας, δωρεές Του εἶναι. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δική Του προσφορά σ’ ἐμᾶς.

Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ἔφτειαξε τόν κόσμο ὁ Θεός καί ἔβαλε τόν ἄνθρωπο σάν βασιλιά τῆς κτίσεως. Καί ὅλοι μας λίγο-πολύ, ἔχομε τήν δυνατότητα, νά βλέπομε τήν ὀμορφιά τῆς φύσεως καί νά τήν ἀπολαμβάνομε.

Καί κάτι ἀκόμη ἔχομε τήν δυνατότητα νά κάνομε. Νά ἐρχόμαστε σέ μιά ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό. Ποιός εἶναι ὁ νόμος πού ρυθμίζει αὐτή τήν καλή ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό; Ἡ ἀγάπη!

Ἅμα θέλω νά εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία -καί νά φροντίζω νά ἔχω- μέ ὅλους, γιατί εἶναι καί αὐτοί τοῦ Θεοῦ καί ἀδέλφια μου. Πρέπει λοιπόν νά τούς ἀγαπάω. Νά ἀγωνίζομαι νά ἔχω ἀπέναντί τους, καλά αἰσθήματα.

Δηλαδή; Νά θέλω νά τούς κάνω καλό. Νά τούς τιμῶ. Νά τούς σέβομαι. Ὅταν κάποιος κακολογεῖ τούς ἄλλους, δέν τούς ἀγαπάει.

Τό λάθος τοῦ φαρισαίου ἦταν:

Κακολογοῦσε τούς ἄλλους. Ξεχώριζε τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτούς.

-Ἄλλο ἐκείνη ἡ παληοφάρα. Ἄλλο ἐγώ! Ὁ καλός ἄνθρωπος...

Ἀκόμη δέν εἶχε σωστή σχέση οὔτε μέ τόν Θεό.

Ὅποιος ἔχει σωστή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγαπᾶ τό θέλημά Του. Θέλει νά βρίσκεται εὐθυγραμμισμένος μαζί Του. Κοντά Του. Καί ὅτι ὁ Θεός θέλει, ἐκεῖνο καί αὐτός ἀγαπᾶ.

Ὁ Θεός θέλει νά ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους;

Τούς ἀγαπᾶμε!

Νά τούς τιμᾶμε;

Τούς σεβόμαστε.

Ὁ φαρισαῖος, δέν τά ἔκανε αὐτά. Γι’ αὐτό, δέν ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία δικαιωμένος, ἀλλά ζημιωμένος.

Ὁ τελώνης, ὅταν μπῆκε στήν Ἐκκλησία, ξέχασε τόν παλαιό του ἑαυτό, καί μίλησε μέ τόν Θεό εἰλικρινά: «Θεέ μου, εἶμαι στή ζωή μου λάθος. Ἐλέησέ με. Δεῖξε καί σέ μένα τήν εὐσπλαγχνία Σου».

Νά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό.


Ὅταν ὁ τελώνης γίνεται φαρισαῖος

Μιά ἀκόμη παρατήρηση:

Θά ἦταν γιά μᾶς εὐκταῖο, νά εἴμαστε στήν πιάτσα, στήν καθημερινή ζωή δηλαδή, σάν τόν φαρισαῖο.

Δηλαδή, οὔτε ἅρπαγες, οὔτε ἄδικοι, οὔτε μοιχοί, οὔτε λωποδύτες, οὔτε βλάσφημοι, οὔτε ὑβριστές.

Μακάρι στήν ἐπικοινωνία μας μέ τούς ἄλλους νά εἴχαμε αὐτές τίς καλές ἀρχές.

Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἴμαστε σάν τόν τελώνη...

Νά λέγαμε στό Θεό: «Κύριε, ἀγωνίζομαι ἔξω στήν κοινωνία νά ἀποφεύγω ὅτι τό ἀντίθετο στό θέλημά Σου. Ὅμως πόσα εἶναι ἐκεῖνα στά ὁποῖα σφάλλω. Καί προπαντός, πόσο ἡ καρδιά μου, ἀπέχει ἀπό αὐτό πού Σύ θέλεις:

Νά ἔχω πολλή ἀγάπη καί βαθύ σεβασμό. Σέ Σένα, στόν ἑαυτό μου, στό σῶμα καί τήν ψυχή μου καί στούς ἄλλους. Πόσες φορές σφάλλω. Συγχώρησέ με!».

Ἄν ρίξομε μέσα μας μιά ματιά, λίγο-πολύ, μοιάζομε συγχρόνως στόν φαρισαῖο καί στόν τελώνη. Γιατί, ἐνῶ κάνομε τά ἔργα τοῦ τελώνη –παληανθρωπιές δηλαδή- ἐπιμένομε νά συγκρίνομε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους. Ἐπειδή τούς βρίσκομε λίγο κατώτερους ἀπό ἐμᾶς. Καί τούς κατακρίνομε καί τούς κακολογοῦμε. Γιατί;

Γιατί ξεχνᾶμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν κατάστασή μας.

Ὅταν κανείς ξεχνᾶ σταθερά καί μόνιμα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ξεφεύγει ἐντελῶς. Πόσοι ἀπό μᾶς ξεφεύγομε πολύ βαθειά καί γιά πολύ, ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Καί ὅταν θυμηθοῦμε ὅτι πρέπει νά γυρίσομε, ἀντί νά πάρομε τό φρόνημα τοῦ τελώνη καί τά μυαλά του, ὅταν πῆγε νά προσευχηθεῖ, βλέπομε τόν ἑαυτό μας, μέ τά μάτια τοῦ φαρισαίου ἀπό τήν ἀνάποδη. Καί τί λέμε;

«Ἐγώ, μπορεῖ νά κάνω ὅτι κάνω στήν πιάτσα. Ἀλλά ἡ καρδιά μου εἶναι καλύτερη ἀπό ἐκείνους τούς παληοφαρισαίους πού πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία».

Δηλαδή κάνομε τήν κατάκριση τοῦ φαρισαίου καί τίς βρωμοδουλειές τοῦ τελώνη μαζί. Ὅλα στραβά.


Νά ζηλέψομε τό ἄριστο

Ποιό εἶναι τό σωστό;

Τό σωστό εἶναι: Στήν Ἐκκλησία σάν τόν τελώνη. Ἔξω, στόν κόσμο, νά φερόμαστε ὅσο τό δυνατόν πιό καλά. Αὐτό εἶναι τό καλύτερο.

Τό ἀκόμη πιό καλό εἶναι:

Νά ἔχομε τήν ταπείνωση τοῦ τελώνη.

Νά κάνομε ὅλα τά καλά ἔργα πού ἀπαιτεῖ ὁ Θεός· καί ἐπιπλέον,

στή σχέση μας τήν καθημερινή μέ τούς ἀνθρώπους, νά τούς ἀντιμετωπίζομε μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί καλωσύνη καί

νά εὐγνωμονοῦμε γιά κάθε καλό τόν Θεό.

Λέει ἕνας σοφός:

Ἡ προσευχή τοῦ τελώνη «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», εἶναι ὅλη κι ὅλη ἕξη λέξεις. Μά εἶναι τόσο χαριτωμένα λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ὅταν ὁ ἄνθρωπος τά λέει, τά αἰσθάνεται καί τά ἔχει στήν καρδιά του, τά λόγια αὐτά, ἀνοίγουν τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ. Καί τά αὐτιά Του.

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός μᾶς ἀκούει. Γιατί ὁ Θεός εἶναι τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως.

Ἀρχίζοντας τήν προπαρασκευή γιά τό Πάσχα, μᾶς λέει ὁ Χριστός:

-Κάνετε σωστές τίς σχέσεις σας μέ τόν Θεό. Ἑτοιμασθεῖτε. Ἀνασκουμπωθεῖτε. Ψάξετε τόν ἑαυτό σας. Ἀποφασίστε νά βαδίσετε καλύτερα. Σταθεῖτε μέ ταπείνωση καί συντριβή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀρχή καί ξεκίνημα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά ἔχομε αὐτή τήν σωστή νοοτροπία, πού κυβερνᾶ καλά τή ζωή, τά ἔργα, καί τά αἰσθήματά μας. Ἀμήν.


(Διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν τήν 1/2/2004 ἄγνωστο ποῦ· καί στίς 16/2/2003 στό Νικολίτσι.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...