Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 09, 2015

Ο ΣΤ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ «Ὅτε οὖν ἔλαβε τό ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα» του + Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου

πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,

Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 271-278
Ο ΣΤ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Ὅτε οὖν ἔλαβε τό ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα»
Οι σταυρωταί του Κυρίου, όταν ήκουσαν από το στόμα Του τη λέξιν «τετέλεσται» εθεώρησαν ότι επί του Σταυρού απέθνησκε και έσβηνεν όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και ολόκληρον το έργον Του. Εις αυτό άλλωστε απέβλεπον οι εχθροί Του· έλαβον την απόφασιν να Τον εξοντώσουν, νομίζοντες ότι με την σταύρωσιν και την θανάτωσίν Του θα σβήση τελείως και η όλη υπόθεσις του Χριστού και της Εκκλησίας Του· ότι θα εξέλειπε γενικώς κάθε ίχνος «χριστιανικόν».
Αλλ' όχι. Αποθνήσκει βεβαίως ο Χριστός επί του Σταυρού ῦ, αλλά κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να είναι ο αιώνιος νικητής, ο θριαμβευτής των αιώνων. Και η λέξις «τετέλεσται», την οποίαν μόλις έλαβε το όξος είπε, και εν συνεχείᾳ «κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα», δεν είναι λέξις απογνώσεως, δεν είναι, όπως ίσως θα ενομίζετο, λέξις πικρίας και απογοητεύσεως. Αλλά σημαίνει 1) την αισίαν επισφράγισιν του έργου Του και 2) την αισίαν προοπτικήν περί του μέλλοντος της Εκκλησίας Του.
1. Μόλις την προηγουμένην ημέραν, μετά τον Μυστικόν Δείπνον, όταν απηύθυνε προς τον ουράνιον Πατέρα την Αρχιερατικήν Του προσευχήν, έλεγε· «Πάτερ, τό ἔργον ἐτελείωσα, ὁ δέδωκάς μοί ἵνα ποιήσω». Και ήδη, από του Σταυρού, προβαίνει ούτως ειπείν, εις ένα πανηγύρικον απολογισμόν του έργου Του. Και τον απολογισμόν αυτόν ακριβώς εκφράζει μετά βαθύτατης ικανοποιήσεως η λέξις «τετέλεσται», την οποίαν το ξηρόν από δίψαν στόμα Του απαγγέλλει και τα στεγνά χείλη Του προφέρουν.
«Τετέλεσται», λοιπόν. Εν πρώτοις έλαβον αίσιον πέρας και εξεπληρώθησαν όλαι αι προφητείαι, αι οποίαι ελέχθησαν περί του Μεσσίου. Και εξεπληρώθησαν, μέχρι κεραίας, κατά τρόπον όντως θαυμαστόν. Και τώρα ο Κύριος πιστοποιεί ότι το σύνολον των προφητειών έγινε πραγματικότης, «τετέλεσται». Προφητείαι αι οποίαι ελέχθησαν υπό των Προφητών εις διαφόρους αιώνας εξεπληρώθησαν όλαι εν τω προσώπω Εκείνου, τον Οποίον ο Θεός έστειλεν εις τον κόσμον, δια να φέρη την σωτηρίαν εις τους ανθρώπους.
«Τετέλεσται», λέγει ο Κύριος· και δια της λέξεως αὐτής βεβαιώνει επίσης ότι έφθασεν εις το τέρμα της επιγείου ζωής Του. Τελειώνει μία ζωή αγιότητος· ένας βίος τον οποίον ο Κύριος «διήλθεν ευεργετών» και ενώπιον του οποίου υποκλίνονται και φίλοι και εχθροί. Πάρα πολλοί Τον απεθαύμασαν δια την διδασκαλίαν Του. Αλλά Τον απεθαύμασαν ακόμη περισσότερον δια την αγιότητά Του. Τον βίον Αυτού τον λάμποντα και ακτινοβολούντα από αγιότητα αποθαυμάζουν οι αιώνες. Και αυτού του βίου το τέρμα σημαίνει η λέξις «τετέλεσται», την οποίαν απαγγέλλει από του ύψους του Σταυρού.
Αλλά «τετέλεσται», εν συνεχείᾳ, και επισφραγίζεται η επί γης αποστολή του Κυρίου. Ήλθεν εις τον κόσμον, δια να γίνη ο Λυτρωτής του κόσμου. Εδίδαξεν, εθαυματούργησεν, ωδήγησε τους ανθρώπους εις την επίγνωσιν της αληθείας, και μας προσήγαγε προς τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και τώρα η επί του Σταυρού θυσία Του επισφραγίζει το επίγειον έργον Του, δια να έλθη ἐν συνεχείᾳ το σωτήριον αποτέλεσμα. Το «τετέλεσται», λοιπόν, είναι η επισφράγισις των πάντων. Ο Κύριος δύναται, τώρα προ πάντων, να λέγη προς τον Πατέρα «τό ἔ ργον ἔ τελειωσα ὁ δέδωκας μοί ἵνα ποιήσω».
Και αυτή όμως η Θυσία Του έφθασεν εις το τέρμα της. Ετελείωσε και τό μαρτύριον του Σταυρού. Και τώρα, με την αίσθησιν του νικητού, με την συναίσθησιν του ήρωος και μάρτυρος ο οποίος ηγωνίσθη και υπέστη το μαρτύριον και την θυσίαν του αίματος, λέγει «τετέλεσται». Θα σταματήσουν τώρα και οι πόνοι και το μαρτύριον και η οδυνηρά αλυσίδα των παθών Του. Η ζωή Του θα σβήση επί του Σταυρού· «καί κλίνας τήν κεφαλήν» θα παραδώση το πνεύμα. Δια τούτο με την λέξιν «τετέλεσται» συνοψίζει ένα απολογισμόν τόσο πλούσιον, όστις συμπεριλαμβάνει πλήρη την εκπλήρωσιν των προφητειών, το τέλος της αγίας ζωής Του, και την επισφράγισίν του επί της γης έργου Του και του μαρτυρίου το τέρμα.
2. Αλλά το «τετέλεσται» δεν είναι μόνον ένας απολογισμός, δεν είναι μόνον ένα αίσιον τέλος εις το οποίον έφθασεν ο Κύριος, παρ' όλην την οδυνηράν όψιν του ικριώματος και του σταυρικού Του πάθους. Αλλ' είναι και ο νικητήριος παιάν δια τον θρίαμβον που ακολουθεί. Ο Κύριος, με την λέξιν «τετέλεται» διακηρύσσει ότι ἔφθασεν εις το «τέλος», με την αρχικήν
σημασίαν της λέξεως, δηλαδή ότι έφθασεν εις τον σκοπόν· ο σκοπός Του επραγματοποιήθη. Ο Χριστος οραματίζεται ήδη τους καρπούς της θυσίας Του και την αιώνιαν πραγμάτωσιν του σωτηρίου έργου Του. Έχει ἐνώπιον Του από του ύψους του Σταυρού την προοπτικήν των αιώνων. Και καθ' ον χρόνον λέγει το «τετέλεσται», βλέπει ως πραγματικότητα ότι «κηρυχθήσεται ...τό εὐαγγέλιον ... ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ» (Μάτθ. κδ' 14). Βλέπει την διάδοσιν του Ευαγγελίου εις τον κόσμον, βλέπει δε ακόμη εις τα βάθη των αιώνων την επικράτησίν της βασιλείας Του. Βλέπει ήδη να πραγματοποιήται το θαύμα. Η Εκκλησία να επιζή των σκληρών διωγμών της. Η βασιλεία Του «ἐληλυθυῖα ἐ ν δυνάμει» εγκαθιδρύεται - τι λέγω;- ο Χριστός την βλέπει ήδη ότι εγκαθιδρύθη εις παγκόσμιον κλίμακα, «ὡς ἐν οὐραν ῳ καί ἐπί γῆς».
«Τετέλεσται», λέγει ο Κύριος, και οραματίζεται από του ύψους του Σταυρού τας αναρίθμητους στρατιάς των πιστών όλων των αιώνων. Οραματίζεται τα πλήθη τα οποία μέχρι σήμερον καί μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων θά συρρέουν εἰς τούς ναούς, δια να λατρεύσουν το άγιον όνομά Του και δια να Του προσφέρουν τας καρδίας των ως ευλαβή προσφοράν. Ασφαλώς και ημάς τους παρακολουθούντας σήμερον με συγκίνησιν πολλήν το θείον δράμα περιέλαβε το βλέμμα του Χριστού, καθώς και τους εκ πάσης φυλής και γενεάς πιστούς λάτρεις Του.
’λλα μεταξύ όλων των πιστών, τους οποίους ο Κύριος διακρίνει, από του ύψους του Σταυρού, ατενίζων εις τα βάθη των αιώνων, ιδιαιτέρως ξεχωρίζει εκείνους οι ὅποιοι συνειδητότερον και συνεπέστερον επίστευσαν εις Αυτόν και, με τον τρόπον του έκαστος, ομολογοῦν· «Σύ εἶσαι ὁ Βασιλεύς μας. Ἡμεῖς βλέπομεν τόν ἀκάνθινόν Σου στέφανον ὡς στέμμα βασιλικόν. Βλέπομεν τόν κάλαμον εἰς τάς χεῖρας Σου ὡς σκῆπτρον. Ἀκούομεν καί τούς ἀλαλαγμούς τῶν ἔχθρων Σου ὡς κραυγαλέας ὁ μολογίας καί ζητωκραυγάς τοῦ θριάμβου Σου. Βλέπομεν ἡμεῖς διά τῶν πνευματικῶν μας ὀφθαλμῶν τόν αἱματοβαμμένον χιτώνα Σου ὡς τήν λαμπράν χλαμύδα τήν ὁποίαν φέρεις ὡς ὁ αἰώνιος Βασιλεύς ἡμῶν. Σύ θά διατάσσης καί ἡμεῖς θά ὑπακούωμεν. «Λάλει, Κύριε, καί ἀκούει ὁ δοῦλος Σου».
Αυτήν την χορείαν των πιστών που υπακούουν εις το θέλημά Του και τον νόμον Του ιδιαιτέρως ξεχωρίζει ο Κύριος· και την βλέπει συνεχώς να επεκτείνεται, δια να εδραιώνεται η βασιλεία Του επί της γης. Και λέγει «τετέλεσται», διότι είναι βέβαιον ότι όλα αυτά θα γίνουν «ἰῶ τα ἐν ἤ μία κεραία οὐ μή παρέλθη, ἕως ἄν πάντα γένηται»· και «τῆς φωνῆς τοῦ ἀκούσουσι καί γενήσεται μία ποίμνη, εἰς ποιμήν». Και εν μέσῳ πάλιν όλων των συνειδητών τούτων πιστών Του διακρίνει και άλλην εκλεκτοτέραν μερίδα. Διακρίνει εκείνους που η αγάπη και η αφοσίωσίς των φθάνει μέχρι θυσίας και μένουν «πιστοί ἄχρι θανάτου». Βλέπει τους μάρτυρας και τους αγίους πάντας, να φέρουν τον στέφανον του μαρτυρίου και της αγίας των ζωής.
Υπ' αυτήν την έννοιαν ο Κύριος λέγει το «τετέλεσται» ως αίσιον απολογισμόν του σωτηρίου έργου Του και ως μιαν θαυμαστήν προοπτικήν του μέλλοντος της Εκκλησίας Του. Και ούτω «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος».
Λέγει «τετέλεσται», και με την λέξιν αυτήν το ικρίωμα του Σταυρού Του μεταβάλλεται εις μεγαλοπρεπή αψίδα, κάτω από την οποίαν διέρχεται ο λαός Του, ο χριστιανικός κόσμος όλων των αιώνων, δια να Του προσφέρη την ευγνώμονα λατρείαν του και να εκδηλώση την αφοσίωσιν του προς Εκείνον ο Οποίος ήλθεν εξ ουρανού και έπαθεν επί του Σταυρού δι' ημάς.
3. Αλλά, τέλος, το «τετέλεσται» είναι ακόμη και σύνθημα, που απευθύνει ο Χριστός προς κάθε χριστιανικήν ψυχήν.
Χριστιανέ μου, ό,τι και αν σου συμβαίνη, είτε θλίψεις διέρχεσαι, είτε περιπέτειας καί δοκιμασίας, είτε οιονδήποτε πικρόν ποτήριον της ζωής δοκιμάζεις, είτε όποιον αγώνα έχεις να αντιμετώπισης, ο Χριστός σε προτρέπει να αισιοδοξής δια την έκβασιν. Εκείνος δεν βλέπει μόνον τον σημερινόν αγώνα σου, αλλά βλέπει και την έκβαση των πραγμάτων κατά την ευδοκίαν και το σχέδιον του Θεού δώσε και σου λέγει το «τετέλεσται», δια να μάθης ότι όλα έχουν ένα τέλος. Και τα ευχάριστα, αλλά και τα αλλά και τα δυσάρεστα.
Εάν είσαι χριστιανός αγωνιστής και αγωνίζεσαι τον αγώνα τον καλόν, δια να νικήσης την αμαρτίαν, ο Χριστός σου φωνάζει το «τετέλεσται» δια να σου είπη ότι είναι εξησφαλισμένη η ΝΊΚΗ σου, με την ιδικήν Του χάριν και την αγιαστικήν δύναμιν που απορρέει από του Σταυρού Του. Αρκεί να το θελήσεις και αρκεί να προσπαθής να μη συμβιβάζεσαι με το κακόν και την αμαρτίαν. Έσο βέβαιος ότι συν Χριστώ θα νικήσης. «Τετέλεσται». Ναι, η νίκη σου, η νίκη όλων μας είναι δεδομένη, «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον βεβαιο ῦ ντος».
Πρέπει όμως δι' ημάς να είναι βέβαιον και κάτι άλλο. Δεν αρκεί να φθάσωμεν όπως όπως εις το τέρμα του δρόμου.
Αλλ' ο κάθε ένας εξ ημών που προσκυνούμεν σήμερον τον Εσταυρωμένον, και το σύνολον των πιστών του Κυρίου, όταν θα φθάσωμεν εις το τέλος της επιγείου πορείας μας, και θα ατενίζωμεν προς την πέραν του τάφου αιωνιότητα να δύναται να είπη το προσωπικόν του «τετέλεσται»· ότι κλείνει δηλαδή η μιά σελίς της ζωής δια να ανοίξη μία άλλη λαμπρότερα που θα περιλάβη την νέαν και αιώνιαν ζωήν μας.


Αυτήν την ευχήν ας δώσωμεν εις εαυτούς και αλλήλους κατά την παρούσαν ημέραν και, ακούοντες τον Χριστόν από του ύψους του Σταυρού να λέγη το «τετέλεσται», ας Του προσφέρωμεν τας καρδίας μας, με όλην μας την αγάπην, και ας Του ζητήσωμεν να μας αξιώση δυνάμει του Σταυρού Του, να έχωμεν αίσιαν την έκβασιν και χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ώστε το ιδικόν μας «τετέλεσται» να σημάνη την είσοδόν μας εκεί «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, ...ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος». Αμήν.

Ο Ε' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ «Ἵνα τελειωθῇ ἡ Γραφή, λέγει" διψῶ » του +Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου

πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος
,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 259-270
Ο Ε' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Ἵνα τελειωθῇ ἡ Γραφή, λέγει" διψῶ »
(Ἰω. ιθ' 28)
Πολύ φυσικόν και ανθρώπινον το αίσθημα της δίψης που αισθάνεται έντονον ο Εσταυρωμένος.
Έ χουν μεσολαβήσει είκοσι ώρες από του Μυστικού Δείπνου. Και κατά το διάστημα αυτό όχι μόνον δεν έβαλε τίποτε στο στόμα Του, αλλ' επί πλέον διήλθεν ώρας εξαντλητικάς, ώρας αγωνίας και πόνου.
Α ρχικώς, ομιλητικώτατος και διδακτικώτατος, απευθύνει, μετά τον Μυστικόν Δείπνον, τας πολύτιμους υποθήκας Του προς τους μαθητάς Του. Και επακολουθεί, εν μέσ ῳ συγκινήσεως και κατανύξεως βαθύτατης, η «υπερφυής» προσευχή Του προς τον Ουράνιον Πατέρα, με την οποίαν επικαλείται τον Θεόν, εν όψει του Σταυρού και του Πάθους Του, και δέεται υπέρ πάντων εις τους οποίους αφορά η θυσία Του.
Κατόπιν μεταβαίνει εις την Γεσθημανή, δια να ζήση εκεί στιγμάς και ώρας αγωνίας, το μέγεθος της οποίας εξωτερικεύει η φράσις Του· «περίλυπός εστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Και όταν η αγωνία Του εντείνεται και η προσευχή του - πολύ δυνατή- υψώνεται προς τον ουρανον εκ βάθους ψυχής, το πρόσωπον Του περιλούεται από τον ιδρώτα. «Καί γενόμενος ἐνἀ γωνίᾳ -λέγει ὁ Εὐαγγελιστής- ἐκτενέστερον προσηύχετο, ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λούκ. κβ' 44).
Εν συνεχείᾳ τα δραματικά γεγονότα επέρχονται αλλεπάλληλα. Η προδοσία του Ιούδα· η σύλληψίς Του από τους επιδραμόντας «ὡς ἐπί ληστήν... μετά μαχαιρῶν καί ξύλων» (αὔτ. 52)· η προσαγωγή Του από δίκης εις δίκην αλληλοδιαδόχως, ενώπιον του ’ννα, του Καϊάφα, του Συνεδρίου των Ιουδαίων, και του Ηρώδου και του Πιλάτου, των φορέων της ρωμαϊκής εξουσίας. Και, επί πλέον, η βάναυσος μεταχείρισις από αγροίκους στρατιώτας, χλευάζοντας, υβρίζοντας, ραπίζοντας και κακοποιούντας Αυτόν.
Το δράμα φθάνει εις την αποκορύφωσίν του με τα οδυνηρά μαρτύρια, τον ακάνθινον στέφανον, τους εμπαιγμούς με την πορφυράν χλαμύδα και τον κάλαμον ως γελοίον σκήπτρον και τα ειρωνικά «χαῖρε ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων» (Μάρκ. ιε' 18· Ἰω. ιθ' 3). Όλα δε αυτά είναι μόνον αρχαίωδίνων. Διότι επακολουθεί το φοβερόν φραγγέλιον - δηλ. αιματηρά μαστίγωσις- και ο ανήφορος προς τον Γολγοθάν υπό το βάρος του πελωρίου σταυροῦ . Πως δε να περιγράψωμεν το κάρφωμα χειρών και ποδών επάνω εις το ξύλον του σταυρού, ενώ θερίζει την καρδίαν ο πόνος και σπαράσσουν αι οδύναι το σώμα; Θα προστεθή όμως και ο βαθύτατος πόνος της ψυχής του Εσταυρωμένου, δια την αχαριστίαν, την εγκληματικότητα και την κακουργίαν των ανθρώπων, αλλά, πολύ περισσότερον, όταν αισθάνεται ότι έμεινε τελείως μόνος, αφού και Αυτός ο Επουράνιος Πατήρ Του κάποιαν ώραν Τον εγκαταλείπει, επειδή σηκώνει επάνω Του όλας τας αμαρτίας του κόσμου, και εν τω προσώπω Του τιμωρείται η αμαρτία, που προσβάλλει την αγιότητα του Θεού. Δια τούτο τότε, Αυτός, «ὁ Υἷος τοῦ Πατρός ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», αναφωνεί με οδύνην, από του Σταυρού, «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατατέλιπες;» (Μάτθ. κζ' 46).
Δεν είναι λοιπόν παράδοξον ότι, ύστερα από όλην αυτήν την μαρτυρικήν αγωνίαν και την εξάντλησιν, κατέχει τον Εσταυρωμένον ένα έντονον αίσθημα δίψης. Και το εξωτερικεύει προφέρων την λέξιν «διψῶ ».
«Διψῶ». Ποιός όμως προφέρει την λέξιν αυτήν; Δεν είναι αυτός, ο οποίος προηγουμένως προσεκάλει τον λαόν και έλεγεν· «ἐάν τίς διψᾶ, ἔρχεσθω πρός μέ καί πινέτω;» (Ἰω. ζ' 37). Δεν είναι εκείνος που έλεγεν «ὅς ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος ὅν ἐ γώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τούς αἰώνας»; (αυτ. δ' 14). Εάν αυτήν την ώραν ευρίσκεται εις την εσχάτην εξουθένωσιν, και εάν ακόμη στερήται και μιαν σταγόνα ύδατος, δια να δροσίση την γλώσσαν Του, είναι εν τούτοις Εκείνος που εδημιούργησε τους ωκεανούς και τους ποταμούς και τας πηγάς των υδάτων. Είναι ο παντοδύναμος Δημιουργός, «ὁ ποιήσας τόν οὔρανον καί τήν γῆν, τήν θάλασσαν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς» (Ψάλ. ρμε' 6).
Εάν τώρα ως άνθρωπος - ως εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους και ως λυτρωτής της ανθρωπότητος όλης- υποβάλλεται εις την οδύνην του Σταυρού, και εις τα άχραντα Πάθη Του περιλαμβάνεται και το μαρτύριο της δίψης, όλα αυτά είναι ενδεικτικά ότι ηυδόκησε προς χάριν μας να φθάση εις τοιαύτην συγκατάβασιν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» και ότι, «ἐρχόμενος (ὁ Κύριος) πρός τό ἑκούσιον Πάθος», ηθέλησε να συμμετάσχη εις τον ανθρώπινον πόνον εις όλην του την έκτασιν και την έντασιν. Όπως άλλοτε, εις την έρημον, επείνασε, έτσι και τώρα αισθάνεται εντονώτατα την δίψαν, δια να γίνη καθ' όλα κοινωνός και μέτοχος των ανθρωπίνων καταστάσεων, πλην της αμαρτίας. Δια να ακριβολογήσωμεν δε, θα πρέπει να προσθέσωμεν ότι και αυτάς τας αμαρτίας μας επιφορτίζεται και αναλαμβάνει, Αυτός ο Αναμάρτητος, «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐ δέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἤ σ. νγ' 9· Α' Πέτρ. β' 22), δια να τας αποπλύνη με το Πανάγιον Αίμα Του και να τας εξάλειψη δια του Σταυρού και της Αναστάσεώς Του.
Λοιπόν, άνθρωποι πονεμένοι, άνθρωποι πάσχοντες και υποφέροντες, ατενίζετε προς τον Εσταυρωμένον. «Ἐνᾧ γάρ πέπονθεν αὐτός πειρασθεῖς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» ( Ἔ βρ. β' 18).
Δεν βλέπει τον άνθρωπον, και τον πόνον και τας αμαρτίας των ανθρώπων, αφ' υψηλοϋ, μόνον ως Θεός. Αλλά εδοκίμασε τα ανθρώπινα, γενόμενος άνθρωπος. Εγνώρισε τον πόνον, και συμπαθεί τους πονούντας. Και επί του Σταυρού πάσχει μεν ως άνθρωπος -πληρώνει Εκείνος ό,τι έπρεπε να πληρώσωμεν ημείς- και σώζει ως φιλάνθρωπος Θεάνθρωπος τους εις Αυτόν πιστεύοντας και προστρέχοντας. Μη λησμονώμεν ποτέ ότι επί του Σταυρού πάσχει -και διψά- ο Αναμαρτητος, δια να λύτρωση τους αμαρτωλούς.
Η δίψα ήτο ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια του Εσταυρωμένου. Κατεκαίετο από σφοδρόν και παρατεταμένον πυρετόν, προκαλούμενον από τα φοβερά τραύματα των χεριών και των ποδιών και από το αποτρόπαιον εκείνο κρέμασμα και τον σπαραγμόν του σώματος επί ώρας ολόκληρους. Θα μπορούσε εν τούτοις και το ανυπόφορον τούτο μαρτύριον να το υπομείνη ο Κύριος σιωπηλός μέχρι τέλους, όπως είχε πράξει δι' όλα τα άλλα μέχρις αυτής της στιγμής. Αλλά, με όλην Του την νηφαλιότητα και την αυτοκυριαρχίαν, σκέπτεται ότι απομένει ακόμη να εκπληρωθή μία προφητεία· εκείνη με την ὁ ποίαν ο προφητάναξ Δαβίδ προέλεγε· «καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισαν με ὄξος» (Ψάλ. ξη' 22). Και δια τούτο, «ἵνα τελειωθῇ, ἡ Γραφή, λέγει διψῶ»(Ἰω. ιθ΄ 28). Εκφράζει το αίσθημα της δίψης που Τον κατέχει· αλλά όχι μόνον δια να δοθή διέξοδος εις την φλόγα που τον κατακαίει. Μέσα εις τους πόνους και την αγωνίαν Του έχει τόσην διαύγειαν και τόσην επιβολήν του πνεύματος επί του σπαρασσόμενου σώματος Αυτού, ώστε σκέπτεται ότι «πάντα ἤ δη τετέλεσται» τα αφορωντα εις τον Μεσσίαν· όλα εξεπληρώθησαν όσα η προαιώνιος βουλή του Θεού είχε προαναγγείλει δια των προφητών· και δεν πρέπει να παραλειφθή και το τελευταίο τούτο· η απάνθρωπος αντιμετώπισίς της δίψης Του από τους σταυρωτός Του. Λέγει λοιπόν· «διψ ῶ ». Το λέγει όχι δι' ολίγες σταγόνες νερού που θα εδρόσιζαν τα χείλη Του. Αλλά δια να εκπληρωθή εις το ακέραιον το θέλημα του Θεού. «Οὐκ ἦλθε καταλῦσαι, ἀλλά πληρῶσαι», να εκπλήρωση εξ ολοκλήρου ό,τι έχει ορίσει ο Θεός.
Εξάλλου, είναι Εκείνος ο Οποίος είχε διακηρύξει το «μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὔτοϊ χορτασθήσονται» (Μάτθ. ἐ' 6). Και εν προκειμένῳ ο Εσταυρωμένος Ιησοῦς πεινά και διψά την δικαιοσύνην. Διψά να υπάρξη επί της γης η αληθής δικαιοσύνη· δηλ. η εκπλήρωσις του νόμου του Θεού, η πλήρης και τελεία εφαρμογή του θείου θελήματος. Και παρουσιάζεται ο ίδιος τέλειον πρότυπον εκπληρώσεως, μέχρι κεραίας του θελήματος του Θεού. Δια να διακηρύξη, και με τον δραματικόν αυτόν τρόπον της μεγάλης σταυρικής Του θυσίας, ότι προέχει να κατεχώμεθα πάντα από την δίψαν και τον πόθον της επικρατήσεως του θείου θελήματος.
Α κούοντες και ημείς σήμερον, από τα χείλη Του και το ικρίωμα του Σταυρού Του, το «διψῶ», ας διερωτηθώμεν, αν μας συνέχη αύτη η δίψα της βιώσεως και της εμπράκτου τηρήσεως των θείων εντολών Του. Και ας προβληματισθώμεν. Ο Χριστός διψά, και το φωνάζει. Προς ποίους όμως απευθύνεται; Και από ποίους θα μπορούσε να περιμένη να ενδιαφερθούν, να Τον ανακουφίσουν;
Ή σαν βεβαίως πλησίον Του πρόσωπα προσφιλή· η Παναγία Μητέρα Του, και άλλαι αφωσιωμέναι ευσεβείς γυναίκες που Τον ακολουθούσαν. Είναι εκεί και ο «ἤγαπημενός» Του μαθητής, ο Ιωάννης. Και, ασφαλώς, πολύ θα το ήθελαν, να σπεύσουν να Τον δροσίσουν. Αλλά οι άτεγκτοι φρουροί δεν επέτρεπον σε κανένα να έλθη εις τόσον άμεσον επαφήν με τον Εσταυρωμένον.
Οι μόνοι που είχον την δυνατότητα να του απαλύνουν το μαρτύριον της δίψης ήσαν οι ίδιοι οι σταυρωταί και φρουροί Του. Αλλ' αύτοι δεν πρόκειται να συγκινηθούν, δια να του ρίψουν ένα βλέμμα συμπαθείας και φιλανθρωπίας. Η μόνη «ἀνθρωπιστική» χειρονομία των, όταν επρόκειτο να Τον σταυρώσουν, ήτο το ότι Του προσέφεραν «ἐσμυρνισμένον ο ἶνον» (Μάρκ. ιε' 23) - ένα ποτόν κάπως ναρκωτικόν, δια να μετριασθή η αίσθησις του πόνου. Αλλ' ο Κύριος «γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν». Δεν το εδέχθη. Όχι μόνον διότι η γεύσις εκείνου του «οἶνον μετά χολῆς μεμιγμένον» (Μάτθ. κζ' 34) ήτο πικρά και αποκρουστική, από την ανάμειξιν χολής με σμύρναν και άλλα φαρμακευτικά είδη· αλλά κυρίως διότι το κράμα αυτό προωρίζετο να επιδρά αναισθητικώς. Και ο Χριστός θέλει, όχι ζαλισμένος, αλλά με πλήρη συνείδησιν και με τελείαν διαύγειαν, ακέραιας -όχι μειωμένας - τας αισθήσεις Του εις την οξύτητα των πόνων, να προσφέρη την ύψιστην αυτήν θυσίαν Του υπέρ του κόσμου. Διότι ήλθε προς το εκούσιον Πάθος. Και έλεγε ρητώς· «Οὐδείς αἴρει τήν ψυχήν μου ἀπ' ἐμοῦ, ἄλλ' ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ' ἐμαυντοῦ. Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν» (Ἰω. ι' 18). Εγώ ο ίδιος διαθέτω την ζωήν μου λύτρον υπέρ του κόσμου. Και θα πίω όλον «τό ποτήριον ὅ δέδωκε μοί ὁ Πατήρ» (Ἰω. ιη' 11).
Εις άλλο σημείον του σταυρικού μαρτυρίου Του, οι σκληροτράχηλοι Ρωμαίοι στρατιώται «ἐνέπαιζον αὐτόν, ὄξος προσφέροντες αὐτῷ». Ύψωναν το κύπελλον, με το υπόξινο κρασί τους,κερνώντες τρόπον τινά και Εκείνον, και πίνοντες ειρωνικώς ...εις υγειάν Του!, ως ψευτοβασιλέως των Ιουδαίων, και λέγοντες· «εἰ ἄν εἰ ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν» (Λούκ. κγ' 36), δια να οἰκτίρουν και μυκτηρίσουν τας βασιλικάς αξιώσεις Του. Αγνοούν οι δυστυχείς ότι Αυτός είναι ο αιώνιος «βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων» (Α' Τιμ. ς' 16).
Θα Τον αγνοήσουν λοιπόν και ως ένα κατάδικον, ο οποίος εις την επιθανάτιον αγωνίαν του εκδηλώνει την κατέχουσαν αυτόν αφόρητον δίψαν;
Αλλά δια τους κατάδικους εις τον φρικτόν τούτον θάνατον υπήρχε στοιχειώδης πρόνοια. «Σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν» (Ἰω. ιθ' 29). Κάπου εκεί υπήρχε ένα σκεύος γεμάτο από όξος (ξύδι). Και πλησίον του κάποιος σπόγγος και κάποιο κλωνάρι από ύσσωπον, γνωστόν φυτόν, εύχρηστον εις τους Ιουδαίους δια λειτουργικούς ραντισμούς. Θα γεμίσουν λοιπόν το σφουγγάρι με όξος· θα το δέσουν στο κλωνάρι του υσσώπου· και θα το θέσουν εις τα χείλη του Εσταυρωμένου.
«Τετέλεσται», θα είπη ο Κύριος. Εξεπληρώθησαν αι Γραφαί... «Καί κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα»...

Έ ρχεται εις τον νουν ο απόηχος του Ψαλμού. «Ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν, καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος» (ξη' 22).
Του ηρνήθησαν και απλήν σταγόνα νερού! Εστερήθη και τον ελάχιστον δροσισμόν! Ποιος; «Ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐννεφέλαις» (Ψαλ. ργ' 3)! Ποίος; Ο δημιουργήσας τας ανεξάντλητους αβύσσους! Εκείνος, εις το νεύμα του Οποίου θα ηδύνατο να εκλείψη το ύδωρ από την γην, ή, αντιθέτως, να πληθυνθή απεριορίστως και να βυθίση εις νέον κατακλυσμόν πόλεις και χώρας.
Αυτός διψά, και το λέγει. Το λέγει όμως εις ώτα και καρδίας, εκ των οποίων δεν εύρεν ανταπόκρισιν.
Αλλά ας γίνη, παρακαλώ, σιγή απόλυτος.
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία· καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου», δια να ακούση σήμερον τον απόηχόν της φωνής του Εσταυρωμένου. «Διψῶ». Το λέγει και πάλιν. Το επαναλαμβάνει και σήμερον. Πόσοι άραγε θα μπορούσαν να το ακούσουν αυτήν την ώραν, εντείνοντες την ακοήν και την προσοχήν;
Το λέγει προς ημάς. Μας λέγει ότι διψά. Διψά την σωτηρίαν μας. Κανείς ας μη Τον ποτίση με το όξος της αδιαφορίας και με την χολήν της εξακολουθητικής αμαρτίας. Ας Του προσφέρωμεν όλοι -και ο καθένας προσωπικώς- τούτον τον δροσισμόν. Κύριε, «ἐδίψησέ σέ ἡ ψυχή μου». Διψά η ψυχή μου το έλεός Σου. «Σῶσον μέ, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου». Αμήν

Ο Δ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ «Θεέ μου, Θεέ μου,ἵνα τί μέ ἔγκατελιπες;» του +Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου


πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 249-259
Ο Δ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Θεέ μου, Θεέ μου,ἵνα τί μέἔγκατελιπες;» (Μάτθ. κζ' 46)
Όλοι Τον έχουν εγκαταλείψει. Οι μαθηταί Του διεσκορπίσθησαν. Και αυτός ο Πέτρος που προ ολίγου υπέσχετο ότι προς χάριν Του ήτο έτοιμος «καί εἰς φυλακήν καί εἰς θάνατον πορεύεσθαι», και αυτός Τον έχει ήδη αρνηθή κατ' επανάληψιν και με όρκον.
Είναι λοιπόν μόνος. Και Τον περιβάλλουν οι άσπονδοι εχθροί Του, και ένα πλήθος λαού εις το οποίον οι άρχοντες του κατώρθωσαν να εμπνεύσουν τα πλέον άγρια και θηριώδη αισθήματα εναντίον Του.
Είναι μόνος, και διέρχεται τας τελευταίας αγωνιώδεις στιγμάς Του ασυντρόφευτος. Εις την κατάστασιν αυτήν Τον βλέπει προφητικώς ο Ψαλμωδός· και Τον ακούει να λέγη · «ὑπέμεινα συλλυπούμενον καί οὔχ ὑπῆρξε, καί παρακαλοῦντας καί οὔχ εὗρον» (Ψ. ξη' 21)!
Πράγματι· δεν ευρίσκεται κανείς να Τον ανακουφίση. Να σπογγίοη τον κρύον ιδρώτα του προσώπου Του, την ώραν της αγωνίας και του εγγίζοντος θανάτου. Δεν υπάρχει κανείς να Του δείξη αγάπην, όταν τον πνίγουν οι πόνοι και τα δάκρυα. Δεν βλέπει άλλον πλησίον Του, ει μη «τήν Μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἡγάπα».
Τουναντίον συνωθο ύν ται παρά τους πόδας Του οι ανάλγητοι εχθροί Του, και παρακολουθούν άσπλαγχνα το θύμα των εις το μαρτύριόν του επάνω εις τον σταυρόν. «Καί οἱ πορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτόν κινοῦντες τάς κεφαλάς αὐτῶν». «Ὁμοίως δε καί οἱ ἀρχιερεῖς ἐνέπαιζον μετά τῶν γραμματέων καί πρεσβυτέρων». Αλλα «καί εἷς ἐκ τῶν κρεμασθέντων ἐβλασφήμει αὐτόν».
Εις πόσους αυτός εσπόγγισε τα δάκρυα! Πόσους ανθρώπους πάσχοντας είχεν ευεργετήσει! Και πόσην χαράν και παρηγορίαν είχε σκορπίσει! Και τώρα, εις τον ιδικόν Τουμ πόνον δεν του παραστέκει κανείς, εκτός μερικών ευαισθήτωνγυναικών, αι οποίαι με τα δάκρυα και τους λυγμούς των περισσότερον Του επαυξάνουν το μαρτύριον.
Είναι μόνος μέσα εις έναν ωκεανόν οδύνης και βασάνου.
Μόνος εις εν κατακλυσμόν ύβρεων και ονειδισμών και ατιμίας.
Μόνος μέσα εις την αφόρητον κάμινον του φρικτοτέρου μαρτυρίου.
Κι όμως· δι' όλα αυτά δεν εκφράζει παράπονον. Όχι· δεν παραπονείται. Δια την προδοσία του δόλιου μαθητού Του Ιούδα. Δια την άρνησιν του φιλτάτου Του Πέτρου. Δια τοςυ διασκορπισθέντας και πανικοβληθέντας μαθητές Του. Δια την όλην εκείνη διαπόμπευσιν που υπέστη από τους Ιουδαίους και τους Ρωμαίους. Δια τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Δια την μαστίγωσιν και το φραγγέλιον. Δια την προρφυρά χλαίναν, τον ακάνθινον στέφανον, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, και την χολήν. Δια τα καρφιά και την λόγχην. Δι αυτόν τον σταυρόν και τον θάνατον.
Δι' όλα αυτά είχεν είπει προς τους μαθητάς Του προειδοποιητικώς και με πλήρη ψυχραιμίαν.
«Ἰδού ἔρχεται ὥρα, καί νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε, ἕκαστος εἰς τά ἴδια, καί ἐμε μόνον ἀφῆτε».
Μπορούσε όμως τότε, εις την προειδοποίησιν εκείνην να προσθέτη· «καί οὐκ εἰμί μόνος, ὅτι ὁ Πατήρ μετ' ἐμοῦ ἐστι» (Ἰω.ις' 32). Παρ' όλην την εγκατάλειψιν, ησθανετο ότι δεν ήτο μόνος. Εφ' όσον ήτο μαζί Του ο επουράνιος Πατήρ, Του ήτο αρκετόν δια να μη αισθάνεται μόνωσιν.
Πράγματι· αρκεί να έχη κανείς μαζί του τον Θεόν· και εις τας κρισιμωτέρας στιγμάς, όποιος αισθάνεται κοντά του τον Θεόν, έχει τον ισχυρότερον παράγοντα δια να στηριχθή.
Εν όσω λοιπόν ο Κύριος έχει την συμπαράστασιν του ουρανίου Πατρός Του, δεν χρειάζεται άλλο στήριγμα.
Α νεβαίνει τον μαρτυρικόν δρόμον του Γολγοθά. Δέχεται τα σιδερένια καρφιά να του διατρυπούν τας χείρας και τους πόδας. Και υπομένει τους φρικτούς και αφόρητους πόνους που Του δημιουργεί το κάρφωμα και το κρέμασμα εκείνο και τους σφαδασμούς του σώματος, όταν υψώνετο και εστήνετο ο σταυρός, και όταν έμενε μετέωρος και αιμόφυρτος και εσπάρασσεν επ' αυτού.
Δέχεται ακόμη και τα άλλα οδυνηρότατα πλήγματα πού κατέφερον εναντίον Του τα ανηλεή στόματα των σαρκαζόντων δημίων Του, αι πικραί γλώσσαι των ονειδιζόντων εχθρών Του, και τα φαρμακερά χείλη του αγνώμονος λαού.
Α πό τα απύλωτα στόματα των εμπαιζόντων το δράμα Του εξήλθε και ένας βαρύτατος λόγος, που Τον επλήγωσε περισσότερον από όλα τα άλλα.
Η θέλησαν να Του διαμφισβητήσουν την αγάπην και την αχώριστον μετ' Αυτού παρουσίαν του ουρανίου Πατρός Του. Και τι του λέγουν;
«Πέποιθεν ἐπί τόν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰθέλει αὐτόν εἶπε γάρ ὅτι Θεοῦ εἴμι υἱός» (Μάτθ. κζ' 43).
Θα του ήτο ασυγκρίτως προτιμότερον να Τον αποσπάσουν από την φυσικήν ατμόσφαιραν, έξω από την οποίαν μετ' ολίγας στιγμάς αποθνήσκομεν από ασφυξίαν, παρά να Του ειπούν ότι ευρίσκεται έξω από τον ορίζοντα της αγάπης του Θεού να του είπουν δηλ. ότι ο Επουράνιος Πατήρ δεν σε αγαπά, δεν σε αναγνωρίζει ως Υιόν Του.
Διότι ήτο τόση η αφοσίωσις Του προς τον Πατέρα, ώστε έγινεν «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Και το γεγονός ότι ησθάνετο ότι ανταγαπάται από τον Πατέρα Του και είναι αχώριστα ηνωμένος μαζί Του, ήτο αρκετόν δια να απλώνεται εις την ψυχήν Του απόλυτος γαλήνη και να εκδηλώνεται αυθόρμητα εις τα ήρεμα χαρακτηριστικά του προσώπου Του, παρ' όλους τους πόνους και το μαρτύριον του σταυρού.
Αλλ' ιδού, αγαπητοί αδελφοί, ότι τώρα ο Μάρτυς του Γολγοθά δοκιμάζει εις το βάθος της καρδίας Του ένα αίσθημα, που Τον πληγώνει πολύ βαθειά.
Τον εγκατέλειψε και ο Πατήρ Του την ώραν της μεγάλης Του αγωνίας!
Ω ! αυτό του στοιχίζει περισσότερον από όλα όσα εδοκίμασε και υπέστη από της Γεσθημανής μέχρι του Γολγοθά.
Ο λίγας ημέρας προ του Πάθους Του, με τη σκέψιν μόνον ότι επίκειται το σκληρόν μαρτύριον της σταυρικής θανατώσεώς Του, εβόησε προς τον Θεόν·
«Πάτερ, δόξασόν σου τό ὄνομα»·
Και ο ουρανός ακούει τότε την φωνήν Του. Και ανταποκρίνεται. Και ήλθε φωνή εκ του ουρανού «Καί ἐδόξασα, καί πάλιν δοξάσω».
Προ ολίγων ακόμη ωρών, κατά την αγωνίαν Του εις την Γεσθημανή, πάλιν εκ του ουρανού «ὤφθη αὐτω ἄγγελος ἔνισχυων αὐτόν» (Λούκ. κβ' 43).
Τώρα όμως; Ο ουρανός φαίνεται κατάκλειστος. Και ο Πατήρ ο επουράνιος απέσυρε το βλέμμα Του από τον σφαγιαζόμενον Αμνόν τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου. Έχει αφήσει ελεύθερον τον διάβολον να στρέψη όλας του τας πονηράς δυνάμεις εναντίον του Εσταυρωμένου.
Θα μπορούσε να Του στείλη «πλείους ἤ δώδεκα λεγεώνας ἀγγέλων», δια να Τον απαλλάξη από τας χείρας των ανόμων εκείνων. Αλλά ἀ φίνει την λυσσώδη κακίαν να μαίνεται εναντίον του Αθώου. Να ασχημονή και να κακουργή εις βάρος του Αναμάρτητου. Διότι Αυτός τώρα «αἴρειτάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου». Αυτός σηκώνει το βάρος που έπρεπε να φέρωμεν ημείς. Το βαστάζει Εκείνος ως αντιπρόσωπος και εγγυητής μας.
Δια τούτο ο Πατήρ ο εν τοις ουρανοίς δεν βλέπει αυτήν την ώραν τον Υιόν Του. Ενώ αντικρύζει τον Εσταυρωμένον, βλέπει να είναι επάνω Του το ακάθαρτον και επικατάρατον φορτίον, η αμαρτία του κόσμου. Και αποστρέφει το πρόσωπον Του ο Θεός ο άγιος.
Αυτήν την ώραν ο Αναμάρτητος Χριστός, «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἔποιησεν, οὐ δέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» έχει επωμισθή τας αμαρτίας μας. Και έγινε Αυτός «ἐπικατάρατος, κρεμάμενος ἐπί ξύλου», δια να επακολουθήσουν εις ημάς αι ευλογίαι και χάριτες του ουρανού.
* * *
«Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;», φωνάζει ο Εσταυρωμένος. Και με την κραυγήν Του αυτήν ο Κύριος στρέφεται προς τον Θεόν. «Θεέ μου, Θεέ μου», λέγει. Την ώραν της εσχάτης αυτής εγκαταλείψεως τα χείλη Του επικαλούνται - ποιόν άλλον; - τον Θεόν. Τον Πατέρα. Ο Υιός του Θεού, και με το βάρος της αμαρτίας του κόσμου, προς Αυτόν απευθύνει την κραυγήν Του.
Οι λόγοι της κραυγής Του αντλούνται από τον Ψαλμόν του Δαβίδ (κα' 1). «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές μέ;».
Θέλει και κατ' αυτήν την στιγμήν της αγωνίας Του επί του Σταυρού, τα πάντα να είναι σύμφωνα με όσα προείπεν η Γραφή. Και ομιλεί προς τον Πατέρα «κατά τάς Γραφάς». Προφέρει τας λέξεις Του, μίαν προς μίαν, «καθώς εἶπεν ἡ Γραφή». Δεν θέλει να ξεφύγη ο ὔ τε κατά μίαν κεραίαν από το σχέδιον της θείας ο ἰ κονομίας· από την «βουλήν», την θέλησιν, του Υψίστου Πατρός.
Η εγκατάλειψίς Του δεν διήρκεσε πολύ. Ο επουράνιος Πατήρ, δια των οικτιρμών του μονογενούς Του Υιού, ευδοκεί να γίνη ἵλεως επί ταις αμαρτίαις ημών. Και θα επιβεβαιωθή, δια του Σταυρού και της Αναστάσεως, το «ὀντός ἐστιν ο Υιός μου ο αγαπητός ἐνᾧ η ὔδοκησα».
Το όνομα Εκείνου τον Οποίον οι Ιουδαίοι ενέπαιζον και οι Ρωμαίοι εχλεύαζον γίνεται το «ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυκάμψει ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθόνιων» (Φιλιπ. β' 10). Δεν παρέρχεται πολύς χρόνος, και ο επί του Σταυρού γυμνός και αιμόφυρτος και εγκαταλελειμένος Ιησούς γίνεται το αντικείμενόν της λατρείας αναριθμήτων καρδιών. Οι αιώνες διαδέχονται αλλήλους, και οι λάτρεις το ῦ Ἐ σταυρωμένου πληθύνονται ἀ καταπαύστως. Ὁ Χριστιανισμός - η χριστιανική πίστις και η Εκκλησία του Χριστού - επεκτείνεται και κατακτά συνεχώς έδαφος. Και ο Σταυρός, ενώ προηγουμένως ήτο όργανον κατάρας και αίματος, γίνεται όργανον σωτηρίας και πηγή ευλογίας.
Ο Εσταυρωμένος -Αυτός τον Οποίον οι πάντες εγκατέλειψαν- είναι έκτοτε το κέντρον και ο άξων της ιστορίας. Περί Αυτόν στρέφεται ούτως η άλλως ο κόσμος· «ἰδού οὗτος κεῖ ται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν... καί εἰς σημεῖον ἀ ντιλεγόμενον» (Λούκ. β' 34). Οι μεν τον πιστεύουν· τον αναγνωρίζουν ως «Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινο ῦγεννηθέντα» και τον προσκυνούν και τον λατρεύουν ως Σωτήρα. ’λλοι τον ἀναζητοῦν· και αναμένουν το μήνυμα του Ευαγγελίου Του να φθάση «εἰς πάντα τά ἔθνη». Και όσοι τον αρνούνται ή τον πολεμούν «οὐκ οἴ δασιτί ποιοϋσι». Δεν ξέρουν τι κάνουν και -προ παντός- τι χάνουν!
Παρ' όλα εν τούτοις τα πλήθη των χριοτιανων, τα οποία εξαιρέτως κάτ' αυτάς τας ημέρας προσέρχονται να ασπασθούν τους αχράντους Του πόδας, η εγκατάλειψις επαναλαμβάνεται κατά πολλούς τρόπους.
Ό ταν κάποια αμαρτία μας δελεάση, και κάποια πάθη κατέχουν τας καρδίας μας, πόσον εύκολα, δυστυχώς, στρέφομεν τα νώτα εις τον Χριστόν και παραδιδόμεθα εις τας αδυναμίας μας, λησμονούντες ότι Εκείνος χάριν ημών ανήλθεν επί του Σταυρού. Είναι δε περισσότερον αποκαρδιωτικόν, όταν μεταξύ εκείνων που εγκαταλείπουν τον Κύριον είναι και πολλοί ιδιαιτέρως τιμηθέντες και ευεργετηθέντες υπ' Αυτοῦ και ιδιαιτέρως αξιωθέντες να γνωρίσουν το θέλημά Του, ώστε κάθε άλλο θα έπρεπε να προσδοκεί από αυτούς ο Χριστός.
Αλλά μη γένοιτο να ευρεθή κανείς από ημᾶς εις αυτήν την θέσιν.
Εάν Αυτός ο Κύριος, ησθάνθη τόσον βαθειά την εγκατάλειψιν του Θεού και είπε τον σπαρακτικόν λόγον «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;», πόσον φοβερά είναι η θέσις του ανθρώπου που από ιδικήν του υπαιτιότητα θα ευρεθή εγκαταλελειμένος υπό του Θεού!
Ω, Κύριε! Συ που απέθανες δι' ημάς επί του Σταυρού. Συ, τον Οποίον οι πάντες εγκατέλειψαν. Σύ Όστις δια τας ιδικάς μας αμαρτίας είδες και τον Πατέρα να Σε εγκαταλείπη. Συ τον Οποίον ως χριστιανοί λατρεύομεν και υμνούμεν και προσκυνούμεν· δόσε μας το έλεος και την χάριν Σου, ίνα η λατρεία ημών μη είναι λατρεία χειλέων μόνον και λόγων και ασπασμ ῶ ν, αλλά αφοσίωσις και λατρεία εμπράκτου τηρήσεως των εντολών Σου και του θελήματός Σου, δια να μη Σε εγκαταλίπωμεν ποτέ, αλλά να μένωμεν δια παντός εν τη αγάπη Σου και εν τη βασιλεία Σου, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ο Γ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ «Ἰδών δε ὁ Ἰησοῦς τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητή· ἰδού ἡ μήτηρ σου» +του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου

πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 239-249
Ο Γ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Ἰδών δε ὁ Ἰησοῦς τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητή· ἰδού ἡ μήτηρ σου»
(Ἰω. ιθ' 26-27)
Οι τελευταίοι λόγοι παντός ανθρώπου, προ του θανάτου αυτού, είναι πάντοτε περισπούδαστοι και ιεροί δια την οικογένειαν αυτού. Εάν τούτο αληθεύη δια πάντα θνητόν, πόσω μάλλον έχει την εφαρμογήν του προκειμένου περί των τελευταίων λόγων όχι ανθρώπου τινός, άλλα του Υιού και Λόγου του Θεού, ο Οποίος απέθανεν επί του Σταυρού. Λόγοι ανεκτίμητου σημασίας εξήλθον από τα χείλη Του καθ' ον χρόνον εκρεματο αιμόφυρτος από του Σταυρού. Πρώτην φοράν εκίνησε τα χείλη Του, ατενίζων προς τον ουρανόν, δια να επικαλεσθή το έλεος του Θεού επί τους φονείς και σταυρωτάς Του· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, ο ὐ γάρ ο ἴ δασι τί ποιοῦσιν». Στρέφεται κατόπιν προς τον εκ δεξιών Του κρεμασμένον ληστήν, δια να του μεταδώση ευλογίαν και χάριν ύψιστην, αποδεχόμενος την παράκλησιν του «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ ταν ἔ λθης ἐ ν τή βασιλεία σόν», και διαβεβαιών αυτόν «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ' ἔμον ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ». Έπειτα το όμμα Του προσπίπτει επί του πλήθους το οποίον συνωστίζεται πλησίον του Σταυρού, εν μέσ ῳ πλήθους διακρίνει πρόσωπα αγαπητά· την μητέρα Του και τον επιστήθιον μαθητήν. Και έχει ήδη να απευθύνη λόγους προς την μητέρα και τον μαθητήν Του: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» λέγει προς την μητέρα Του. Και προς τον μαθητήν: «ἰδού ἡ μήτηρ σου». Ας επιστήσωμεν, αγαπητοί, την προσοχήν μας, κατά την ώραν ταύτην και την ημέραν την αγίαν, εις το νόημα το βαθύ και εις το δίδαγμα το σπουδαίον, το οποίον προκύπτει από τας βαρυσήμαντους και επιθανάτιους αυτάς λέξεις του Κυρίου.
1. «Γύναι,ἴδε ὁ υἱός σου». Προκαλει, ομολογουμένως, εντύπωσιν το ότι, απευθυνόμενος προς την μητέρα Του, δεν Την ονομάζει μητέρα, αλλά Την προσφωνεί «γύναι», γυναίκα. Διατί άραγε;
Ω! η συγκίνησις της μητρός Του ήτο τόση, όταν έβλεπεν επί του Σταυρού αιμάσσοντα τον Υιόν Της, ώστε δεν θα ήθελε να Της πρόσθεση και άλλον πόνον με το να φωνάξη «μητέρα μου». Ένα στοργικό «μανούλα μου», το οποίον θα ηκούετο από τα χείλη Του, θα ήτο σπαραξικάρδιον δια την μητέρα. Αλλ' ακόμη ήτο επόμενον να Την εκθέση ενώπιον της μανίας του πλήθους και να εκσπάση η κακία των εχθρών Του κατά της μητρός η Οποία Τον εγέννησε. Δια τούτο αποφεύγει την λέξιν «μητέρα».
Υπάρχει όμως και άλλος λόγος βαθύς, βαθύτατος, δια τον οποίον Την αποκαλεί γυναίκα· «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου». Όταν μέσα εις το περιβάλλον του Παραδείσου είχε συμβή η πρώτη πτώσις, το πρώτον παράπτωμα των πρωτοπλάστων· όταν ο όφις ο αρχέκακος, ο πονηρός διάβολος, παρέσυρε τον άνθρωπον εις την αμαρτίαν, η τιμωρός φωνή του Θεού εξήγγειλε κατ' αυτού μιαν καταδικαστικήν απόφασιν. Αλλά την εξαγγελίαν της αποφάσεως αυτής την συνέδεσεν ο Θεός και προς ένα μήνυμα ελπιδοφόρον ότι θα έλθη κάποτε η χαραυγή της σωτηρίας. Και, απευθυνόμενος προς τον όφιν και τον υπ' αυτόν κρυπτόμενον διάβολον, είπεν ο Θεός· «ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σου καί ἀνά μέσον τῆς γυναικός, καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». Θα δημιουργήσω, λέγει, μίαν έχθραν μεταξύ σου, του διαβόλου, και της γυναικός· και ιδιαιτέρως μεταξύ του σπέρματος του ιδικού σου, του σατανικού, και Κάποιου απογόνου της γυναικός. Και συ μεν θα κατορθώσης απλώς να θίξης την πτέρναν του απογόνου της γυναικός, ενώ εκείνος θα σου συντρίψη την κεφαλήν.
Ήχησεν εις τας ακοάς των πρωτοπλάστων η φωνή αύτη του Θεού. Και ήδη ο πρώτος άνθρωπος εγνώρισε την επαγγελίαν του Θεού, ότι μελλοντικώς κάποιος απόγονος της γυναικός θα σύντριψη τον διάβολον· και εις την μάχην αυτήν εναντίον του διαβόλου θα δεχθή ένα πλήγμα, το οποίον θα είναι σαν να ετρώθη απλώς εις την πτέρναν ο απόγονος της γυναικός.
Και ιδού τώρα ο Κύριος, ο απόγονος Αυτός της γυναικός, της Παρθένου Μαρίας το τέκνον, ιδού ανυψώθη επί του Σταυρού. Έλαβε το τραύμα, το οποίον η κακία του διαβόλου, με όργανα δυστυχώς ανθρώπους, Τού κατέφερεν. Τραύμα, το οποίον οσονδήποτε και αν είναι αφαντάστως οδυνηρόν δια τον Σταυρωθέντα Κύριον, εξ άλλης απόψεως ήτο απλούν πλήγμα εις την πτέρναν του Χριστού. Διότι τίποτε δεν κατώρθωσεν η λύσσα του διαβόλου κατά του Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος ανέστη τριήμερος ως Θεός. Δια της σταυρικής Του όμως θυσίας ο Κύριος συνέτριψε το κράτος του διαβόλου και ελύτρωσε τον άνθρωπον από την εξουσίαν του Σατανά.
Είναι λοιπόν βαθυστόχαστον εκείνο το «γύναι», το οποίον απηύθυνεν ο Εσταυρωμένος Κύριος εις την μητέρα Του. Είναι, τόσον τιμητικόν, διότι Την προσεφώνησε με την λέξιν εκείνην η οποία αποκαλύπτει ότι εν τω προσώπω Της έχομεν την γυναικείαν ύπαρξιν, δια του τέκνου της οποίας θα συνετρίβετο ο Σατανάς. Την τιμά λοιπόν με την λέξιν αυτήν και συγχρόνως δίδει εις ημ ᾶ ς να εννοήσωμεν ότι ο Σταυρός Του είναι το έλεος το οποίον ο Θεός υπεσχεθη εις τον άνθρωπον· είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
2. «Γύναι, ἴδέ ὁ υἱός σου». Εάν δια της λέξεως «γύναι» τόσον τιμητικήν προσφώνησιν ακούη η Παναγία Θεοτόκος από τα χείλη του Υιού Της, αι λέξεις όμως «ἴδε ὁ υἱός σου» πάντως είναι δι' Αυτήν ιδιαιτέρας συναισθηματικής σημασίας. Ποίον υιόν είχε γεννήσει; Και υπό ποίας συνθήκας θαυμαστάς; Με μήνυμα αρχαγγέλου εδέχθη εκ του ουρανού τον Ευαγγελισμόν. Επηκολούθησεν η επέλευσις του Παναγίου Πνεύματος. Εγέννησε τον υιόν Της εν μέσῳ θαυμαστών γεγονότων. ’γγελοι έψαλλον, ποιμένες εδόξαζον, μάγοι προσεκύνουν, προφητείαι εξεπληρώνοντο. Και ένας προφητικός πρεσβύτης Της απηύθυνε λέξεις βαρυσήμαντους· «καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία». Ο δίκαιος Συμεών, κατά την υπαπαντήν του Κυρίου, μετά των άλλων θαυμαστών λόγων του προσέθεσε και τούτους, ατενίζων προς την Παναγίαν Μητέρα· ότι: κάποτε την καρδιά σου θα την διαπεράση δίστομος μάχαιρα. Εμεσολάβησαν τα έτη της εφηβικής ηλικίας του Κυρίου. Επηκολούθησαν εν συνεχεί ᾳ τα έτη της θαυμαστής δράσεώς Του. Και η Παναγία Παρθένος ευρισκετο κοντά εις τον Υιόν Της. Παρηκολούθει τα θαύματά Του τα εκπληκτικά, την διδασκαλίαν Του τήν ουράνιον. Τον έβλεπεν εν μέσ ῳ του πλήθους να επευφημήται και να γίνεται ευεργετικός εις όλους. Και ιδού τώρα, Αυτός ο Υιός, τον Οποίον εγέννησε με τόσον εξαίρετους συνθήκας· Αυτός ο Υιός, τον Οποίον αντίκρυζεν ακτινοβολούντα θείαν δόξαν· Αυτός ο Υιός ευρίσκεται τώρα εις κατάστασιν φοβερού πόνου, επί του ατιμωτικού ικριώματος, εν μέσῳ εσχάτης εξουθενώσεως. Και Εκείνη Τον παρακολουθεί αναβαίνοντα τον Γολγοθάν με το βαρύ φορτίον του Σταυρού επί των ώμων. Βλέπει να Τον καρφώνουν επί του Σταυρού, να Του διαπερνούν τας χείρας και τους πόδας με καρφιά. Τον βλέπει να σπαράσση από τον πόνον. Και η μητρική Της καρδία συμμετέχει εις το άλγος Του. Πως να μη αισθάνεται αφόρητον οδύνην η μητρική καρδία; «Φευ! του Συμεών εκτετέλεσται η προφητεία». Δεινή ρομφαία διασχίζει την καρδίαν Της. Διότι βλέπει τον Υιόν Της, περί του Οποίου ο Αρχάγγελος της είχεν ειπεῖ, ότι θα «βασιλεύσῃ επί τον οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῡ ο ὐκ ἔσ ται τέλος», να αποθνήσκη ως κακούργος εν μέσῳ δυό ληστών. Βλέπει την αγιάν Του Κεφαλήν, η οποία ήτο αξία να φέρη το στέμμα όλου του κόσμου, να πλαισιώνεται υπό ακανθών και αιμάτων. Βλέπει το θείόν Του πρόσωπον ταλαιπωρημένον από τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Τα χείλη Του από τα οποία εκρεμάτο άλλοτε ο λαός, όταν Τον ήκουε διδάσκοντα, τα βλέπει τρέμοντα από τας ωδίνας του Σταυρού. Οι οφθαλμοί Του, οι προσβλέποντες με τόσην καλωσύνην τους πάντας, σβύνουν. Αι χείρές Του αι ευεργετικαί και θαυματουργοί προσηλώνονται επί του ξύλου του Σταυρού...
«Ἴδε ὁ υἱός σου». Ω! δεν είναι ξένη Εκείνη προς τον επί του Σταυρού κρεμάμενον. Ανθρωπίνως θα ηδύνατο να θεωρή Αυτόν ως προστάτην· και ανθρωπίνως πάλιν θα ηδύνατο να σκέπτεται ότι θα έμενε πλέον άνευ της προστασίας του Υιού Της. Και τι είχεν, από υλικῆς απόψεως, να αφήση εις Αυτήν; Τα ιμάτιά Του; Αλλά μόλις προ ολίγου ενώπιον Της τά διεμερίσθησαν οι στρατιώται και έβαλον κλήρον ποίος θα πάρη τον χιτώνα, τον οποίον ίσως μόνη Της είχε υφανει. Το «γλωσσόκομον»; Εξηφανίσθη μετά του Ιούδα. Καμμία άλλη υλική κληρονομιά δεν ηδύνατο να περιέλθη εις Αυτήν. Αλλ' Εκείνη υπερνικά τας τοιαύτας ανθρωπίνας σκέψεις· συγκρατεί και αυτήν την λύπην Της· και μένει παράδειγμα αιώνιον αυτοκυριαρχίας εις κάθε πονεμένην ύπαρξιν. Διατί; Διότι γνωρίζει ότι ο επί του Σταυρού κρεμάμενος είναι μεν ο Υιός Της, αλλά συγχρόνως είναι και ο Υιός του Θεού. Ξέρει πως Τον εγέννησε. Γνωρίζει τας θείας ενεργείας αι οποίαι συνώδευσαν την γέννησίν Του και την όλην έπειτα δράσιν του Υιού της. Η πίστις ότι ο Υιός Της είναι ο Υιός του Θεού και ο Σωτήρ του κόσμου Την παρηγορεί.
3. Την παρηγορεί όμως και η συμπαράστασις προσώπων αγαπητών. Ιδού· δεν είναι μόνη παρά τον Σταυρόν. Δεν είναι το μόνον φίλον πρόσωπον εν μέσ ῳ τόσων άλλων εχθρών και πολεμίων του Υιού Της. Είναι εκεί και η Μαρία η του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή, και ο μαθητής ο αφωσιωμένος εις τον Υιόν Της, ο Ιωάννης. Προς αυτόν δε ο Κύριος ιδιαιτέρως απευθύνεται, δια να του είπη «Ἰδού ἡ μήτηρ σου». Έχει βέβαια συγγενείς και άλλους, εις τους οποίους θα ηδύνατο να εμπιστευθή την μητέρα Του ο Κύριος. Μαζί Του, υπό την ιδίαν στέγην, είχαν ανατραφή τα τέκνα του Ιωσήφ από τον πρώτον του γάμον, οι λεγόμενοι «αδελφοί του Κυρίου». Θα ηδύνατο εις αυτούς να εμπιστευθή την μητέρα Του, αφού μάλιστα ως μητέρα περίπου την εγνώρισαν και εμεγάλωσαν υπό την σκέπην Της και την στοργήν Της. Αλλ' όμως, μολονότι αργοτέρον θα προσετίθεντο και αυτοί εις τους μαθητάς Του, την στιγμήν εκείνην δεν είχαν πιστεύσει εις Αυτόν. Τον έβλεπαν απλώς ως νεώτερον αδελφόν των. Δεν είχαν αποδεχθή την θεότητά Του. Και ο Κύριος δεν θα ήθελε την μητέρα Του να Την εμπιστευθή εις πρόσωπον που δεν συνδέεται μαζί Του με πνευματικούς δεσμούς. Απευθύνεται λοιπόν προς τον Ιωάννην, διότι έχει μετ' αυτού συγγένειαν πνευματικήν, στενωτάτην και αδιάσπαστον. Είναι πιστός εις τον Χριστόν ο Ιωάννης. Είναι αφωσιωμένος εις τον Κύριον έως την τελευταίαν στιγμήν. Είναι αποφασισμένος, χάριν του Κυρίου, τα πάντα να θυσιάση, και την ζωήν του ακόμη, δια να μείνη πιστός εις το θέλημά Του. Δια τούτο ο Κύριος τον θεωρεί εξαίρετον συγγενή Του και, λόγω αυτού του πνευματικού δεσμού, τον κρίνει ως το μάλλον άξιον πρόσωπον, δια να εμπιστευθή· εις αυτόν την Παναγίαν Μητέρα Του. Όταν κάποτε, ενώ ο Κύριος ήτο απησχολημένος εις το έργον της διδασκαλίας, Τον ειδοποίησαν ότι Τον αναζητούν η Μήτηρ Του και οι αδελφοί Του, είπε χαρακτηριστικά: «ὅστις ἄν ποιήση τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὔρανοϊς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστι». Αυτή, λέγει, είναι δι' εμέ η υψίστη συγγένεια που έχει σημασίαν· και όποιος θέλει να έχη στενώτατον σύνδεσμον μαζί μου, θα το αποδείξη, αν εκτελή το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς.
Ω, αγαπητοί! Μεταφέρατε το πράγμα εις τον εαυτόν μας. Ας διερωτηθώμεν κατά την αγίαν ταύτην ημέραν: ημείς έχομεν, μετά του Κυρίου, του υπέρ ημών σταυρωθέντος, τον σύνδεσμον αυτόν, ώστε να λέγη δια τον κάθε ένα εξ ημών «αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστι»; Εκείνος απεθανεν υπέρ ημών και, παρ' όλην την αναξιότητά μας, παρ' όλον ότι είμεθα αμαρτωλοί, «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς ἠ μᾶς καλεῖν». Δεν εντρέπεται να μας ονομάζη αδελφούς, παρ' όλον ότι πολλές φορές Τον ντροπιάζομεν ως ανάξιοι αδελφοί Του, παρουσιαζόμενοι με το όνομα το χριστιανικόν, χωρίς δυστυχώς να είμεθα πάντοτε εις το ύψος εις το οποίον οφείλει να ίσταται κάθε χριστιανός. Αλλ' ο Κύριος απεθανεν υπέρ ημῶν, δια την αγάπην την ύψιστην, την οποίαν έχει προς ημάς. Και αν θα ήθελεν, από του ύψους του Σταυρού, όπως απηυθύνθη προς τον μαθητήν Του τον ηγαπημένον, να απευθυνθή και προς ημάς, άραγε πόσους και ποίους θα εύρισκεν αξίους του χριστιανικού ονόματος, δια να τους απονείμη τον τίτλον της μετ' Αυτού συγγενείας και να τους ονομάση αδελφούς Του;
Α γαπητοί, ας στραφώμεν με τα μάτια της πίστεως προς τον Εσταυρωμένον Σωτήρα μας. Ας μας συνέχη η σκέψις ότι Εκείνος μας τιμά, ονομάζων ημάς αδελφούς Του, και είναι ανάγκη και ημείς να τιμήσωμεν το όνομα με το οποίον μας περιβάλλει. Η αγία αύτη ημέρα καλεί όλους τους χριστιανούς να λάβουν αποφάσεις σταθεράς, αι οποίαι πέραν της σημερινής συγκινήσεως, της φευγαλέας συνήθως, θα έχουν συνέχειαν και συνέπειαν εις τον βίον μας, ώστε να μένωμεν πάντοτε πιστοί και αφωσιωμενοι εις Εκείνον, ο Οποίος χάριν ημών εθυσιάσθη.
Ω, Κύριε, Συ, ο Οποιος δια του Σταυρού Σου μας προσέφερες τόσην αγάπην και έλεος, αξίωσέ μας να ἀνταποκριθώμεν εις την αγάπην Σου και να μείνωμεν πιστοί εις Σε μέχρι θανάτου, δια να αναγνωρίζης και εν τω προσώπῳ ημών πρόσωπα αγαπητά Σου, ως την Μητέρα Σου και τον επιστήθιον μαθητήν Σου. Αμήν.

Ο Β' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ «Καί ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου. Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς · Ἀμήν λέγω σοι· σήμερον μετ ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ » του +Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου

πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ . Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 228-239
Ο Β' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Καί ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου. Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς · Ἀμήν λέγω σοι· σήμερον μετ ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ »
( Λουκ . κγ' 42-43)
Το μίσος και ο φθόνος των εχθρών του Κυρίου είχε κορυφωθή τόσον, ώστε δεν επεζήτουν απλώς την θανάτωσίν Του. Ουδέ αυτός ο ατιμωτικός σταυρικός θάνατος τους ικανοποιεί. Ήθελαν και πέραν τούτου να Τον εξευτελίσουν. Και εφρόντισαν να συσταυρωθούν μετ ' Αυτού και δυό κακούργοι, εις εκ δεξιών και εις εξ ευωνύμων, εν τω μέσῳ δε των κακούργων ο Κύριος.
Περί των συσταυρωθέντων τούτων ληστών, γνωρίζομεν εκ του ιερού Ευαγγελίου, ότι ο ένας μεν εβλασφήμει τον Σωτήρα, λέγων «εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτόν καί ἡμᾶς », ενώ ο άλλος επέπληττε τον βλασφημούντα, λέγων «οὐ δέ φοβῇ σύ τόν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καί ἡμε ῖς μέν δικαίως ( πάσχομεν )· ἄξια γάρ ὧνἔ πραξαμεν ἀπολαμβάνομεν, οὖτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε». Προς δε τον Ἴησουν έλεγε «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Και ήκουσε παρ' Αυτού το παρήγορον και βαρυσήμαντον εκείνο· «ἀμήν λέγω σοι· σήμερον μετ ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
Είναι λίαν ενδιαφέρον, αγαπητοί, να εμβαθύνωμεν σήμερον εις τους λόγους τούτους του ευγνώμονος ληστού και εις την απάντησιν του Σωτήρος προς αυτόν.
1. Είναι γνωστόν ότι πολλάκις ο πόνος, αι θλίψεις και αι δυστυχίαι φέρουν τον άνθρωπον εις συναίσθησιν των αμαρτιών του και τον οδηγούν πλησιέστερον προς τον Θεόν . Φαίνεται ότι ο ληστής ούτος, ευρισκόμενος εις την φυλακήν, ησθάνετο τύψεις συνειδήσεως δια τα κακουργήματά του, δια τα οποία είχε καταδικασθή υπό της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Τώρα δε που πρόκειται επί του Γολγοθά να υποστή την ποινήν της σταυρώσεως, βλέπει ίσως δια πρώτην φοράν τον Κύριον, περί του οποίου ασφαλώς πολλά θα είχεν ακούσει. Τον παρατηρεί μετά προσοχῆς και διακρίνει, κάτω από το αιματωμένον Του πρόσωπον, ότι διαλάμπει ουράνια δόξα. Θαυμάζει ασφαλῶς την πραότητα και την ηρεμίαν με την οποίαν δέχεται ο Κύριος τους εναντίον Του χλευασμούς και ονειδισμούς. Τον ακούει έπειτα να προσεύχεται υπέρ των θανάσιμων εχθρών Του, λέγων «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς · οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Όλα αυτά του προξενούν βαθυτάτην εντύπωσιν και τον ενισχύουν να πιστεύση τα όσα θαυμάσια και υπερανθρώπινα είχε ακούσει να λέγουν περί Αυτού. Κατ' αυτόν δεν τον τρόπον επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα και το υπέροχον μεγαλείον του Κυρίου, αρχίζει να Τον βλέπη με σεβασμόν πολύν · και εντός ολίγου ο απλούς σεβασμός του αυξάνει και ολοκληρώνεται εις πίστιν προς Αυτόν, με όλας τας θαυμάσιας εκδηλώσεις μιας ζώσης πίστεως.
Και δεν λέγω περί της ευλαβούς ευαισθησίας του, η οποία δεν του επέτρεψε να ακούη αδιαμαρτυρήτως τας βλασφημίας του άλλου συσταυρωθέντος ληστού · ούτε περί του φόβου του Θεού, περί του οποίου του ωμίλησε («οὐ δέ φοβῇ σύ τόν Θεόν;») δια να τον βοηθήση να συνέλθη και εκείνος και να μη αποθάνη με τας βλασφήμους λέξεις εις το στόμα. Αλλ ' ούτε αναφέρομαι εις την βαθειάν του συναίσθησιν και την ειλικρίνειαν με την οποίαν ωμολόγει την ενοχήν του («ἡμεῖς μέν δικαίως, ἄξια γάρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν»).
Ομιλώ μόνον δι' όσα διεκήρυξε περί του Χριστού ο εκ δεξιών ούτος ληστής, λέγων ὅτι «οὗτος οὐ δέν ἄτοπον ἔπραξεν». Οποίαν ομολογίαν περί του Κυρίου αποτελούν τα λόγια αυτά! Οποίαν θαρραλέαν μαρτυρίαν περί αυτοῦ ! Ο ληστής ομολογεῖ μεγαλοφωνότερον την αθωότητα του Χριστού παρά ο Πιλάτος... («ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»), παρά ο Ιούδας... («ἥ μαρτον παραδοῦς αἷμα ἀθῶον »).
Ανεξερεύνητοι, αδελφοί, αι βουλαί του Θεού ημ ῶ ν . Ενώ κανείς άλλος δεν ομιλεί περί του Χριστού· ενώ οι απόστολοι Τον εγκατέλειψαν και διεσκορπίσθησαν · ενώ αι άγιαι και πισταί γυναίκες κλαίουν σιωπηλαί παρά τον σταυρόν · ενώ ο λαός και οι άρχοντες Τον εμπαίζουν και Τον ονειδίζουν ενώ όλος ο κόσμος απορρίπτει αυτόν, ένας τέως κακούργος ομολογε ῖ μετά παρρησίας την αθωότητα αυτού: «οὗτος -λέγει- οὐδέν ἄτοπον ἔπραξεν ». Πέτρε, ο ληστής επρολαβε την παρά σου επανάληψιν της προφητικής διακηρύξεως του Ησαΐου, ότι ο Χριστός «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐ δέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Κύριε, ο ληστής κατενόησε πρώτος ποία είναι η αρμόζουσα απάντησις εις το ερώτημά Σου «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μέ περί ἁμαρτίας ;» και διεκήρυξεν αυθορμήτως ότι Συ «οὐ δέν ἄτοπον ἔπραξες ». Η σημασία της διακηρύξεως αυτής είναι μεγίστη . Διακηρύσσεται το ηθικόν μεγαλείον και η απόλυτος αγιότης της προσωπικότητος του Κυρίου. Και είναι τόσον υπέροχον το ηθικόν κάλλος της όλης ζωής του Σωτήρος Χριστού, ώστε και οι πολέμιοι της θεότητός Του το ομολογούν... Εχθροί και φίλοι, οπαδοί και πολέμιοι αναγνωρίζουν ότι είναι ασύγκριτον το ύψος της αγιότητος του Χριστού. Δεν κατανοούν όμως πολλοί ότι αύτη ακριβώς η υπεράνθρωπος ηθική υπεροχή του Χριστού μαρτυρεί περιτράνως περί της θεότητός Του.
Αλλ' ο ληστής το κατανοεί σαφώς και προχωρεί ακόμη περισσότερον. Αφού μετενόησε και επίστευσε, ατενίζει τώρα με τους ημιθανείς οφθαλμούς του τον εσταυρωμένον Κύριον και Του απευθύνει λέξεις προσευχής. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ ταν ἔ λθης ἐ ν τῆ βασιλείᾳ σου». Τον ονομάζει Κύριον . Ομολογεί Αυτόν βασιλέα έχοντα βασιλείαν . Βασιλεία όμως του Χριστού ούτε εφαίνετο τότε ούτε ηκούετο . Τουναντίον, κρεμάμενος ο Κύριος επί του σταυρού, ενεφανιζε θέαμα απογοητευτικόν, φαινόμενον τελείας αδυναμίας και εγκαταλείψεως. Η βασιλεία Του ωνειδίσθη και εχλευάσθη ... ακάνθινος στέφανος... επιγραφή: ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Αλλ' ο ληστής εν τούτοις καλεί αυτόν Κύριον και Βασιλέα: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ ταν ἔ λθῃς ἐ ν τῇ βασιλείᾳ σου». Παρά το ξύλον του σταυρού εδιδάχθη περισσότερα παρ ' όσα οι Γραμματείς και οι Αρχιερείς έμαθον εκ της μελέτης της Γραφής. Εντός μιας ώρας προήχθη ούτος εν τη μετανοία και τη πίστει πολύ περισσότερον παρ ' όσον ο Ιούδας επί τρία έτη...
Ο Ιούδας από απόστολος έγινε δολοφόνος. Ο ληστής από δολοφόνος μεταβάλλεται εις απόστολον . Αναμφιβόλως και δια την πίστιν ταύτην του ληστού ισχύει ο λόγος του Κυρίου προς τον Πέτρον «μακάριος εἰ Σίμων βάρ Ἰωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀ πεκάλυψε σοί, ἄλλ' ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ».
Μεγάλη ήτο η πίστις του Εκατοντάρχου εκείνου... («οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον»). Μεγάλη και η πίστις της Χαναναίας ... (ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις...). Αλλ ' εκείνοι εγνώρισαν τον Χριστόν κατά την εποχήν των θαυματουργικών Του ενεργειών, ενώ ο ληστής Τον βλέπει επί Σταυρο ῦκρεμάμενον ... Όπως βραδύτερον έλεγεν ο Απόστολος Παύλος και όπως πάντοτε παρατηρείται, ο Εσταυρωμένος είναι «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρία, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς ... Θεο ῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία». Εκ των πρώτων δε κλητών και εκλεκτών διακρίνεται ο επί του σταυρού ληστής και η ομολογία του και η πίστις του τόσον εις την απόλυτον αγιότητα του Κυρίου, όσον και εις την θεότητά Του.
2. Ο Κύριος ιδιαιτέρως συγκινείται από την ομολογίαν αυτήν του ληστού και άπαντα εις αυτήν. Ενώ εις πολλάς άλλας στιγμάς του θείου δράματος εμφανίζεται σιωπών σιωπά όταν ομιλούν κατ' Αυτού οι ψευδομάρτυρες· σιωπά όταν φιλοπαίγμων και ειρωνευόμενος ο Πιλάτος Τον έρωτα «Σύ εἰ ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων ;»· σιωπά όταν οι στρατιώται Τον εμπαίζουν και Τον χλευάζουν σιωπά όταν, ενώ αναβαίνει εις τον Γολγοθάν, πίπτη από το βάρος του Σταυρού· σιωπά όταν δέχεται τους μυκτηρισμούς και χλευασμούς των στρατιωτών σιωπά ακόμη όταν ο άλλος εκ των ληστών Τον βλασφημή και λέγη «εἰ σύ εἰ, ὁ Χριστός, σῶ σον σεαυτόν καί ἡμᾶς». Αλλ ' όταν ακούη του ληστού τούτου την ευγνώμονα και πιστήν ομολογίαν, τότε πλέον ομιλεί ο Κύριος. Δεν θέλει να αφήση αναπάντητον μιαν τοιαύτην ομολογίαν. Και του απευθύνει την παρήγορον διαβεβαίωσιν «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσω . Σήμερον δεν με συνακολουθείς μόνον εις τον θάνατον, αλλά και εις την ζωήν θα με ακολουθήσης . Δεν με συντροφεύεις μόνον εις την ατίμωσιν, μόνον εις τον εξευτελισμόν, μόνον εις το πάθος, αλλά και εις τον ουρανόν και εις την δόξαν · σήμερον μετ ' εμού ἔ ση ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Φωνή παρήγορος, φωνή ενθαρρυντική, φωνή η οποία τόσον επηρεάζει τον ευγνώμονα ληστήν, ώστε του ελαφρύνει τους πόνους. Ενώ δε οι πόνοι αυξάνουν, εκείνος αρχίζει να κατέχεται από τον πόθον της εκπληρώσεως της υποσχέσεως του Κυρίου, αρχίζει ασφαλῶς να νοσταλγή τον παράδεισον και να προσμένη την ώραν του θανάτου δια να γίνη πραγματικότης εκείνο που είπεν ο Κύριος «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ ». Και όταν βλέπη τον ήλιον να σκοτίζεται, το σκότος να καταλαμβάνη την γην, την γην να σείεται· και όταν ακούη την φωνήν του Κυρίου να λέγη «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τό πνεῦμά μου»· και όταν κατόπιν έρχωνται οι στρατιώται, δια να κατεαγώσι δια των χειρών αυτών τα σκέλη των ληστών, εκείνος παρακολουθεί όλα αυτά, και αν εγνώριζε την φράσιν του Παύλου, θα επανελάμβανε : «ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι».· Ας κάνουν το ταχύτερον το έργον τους οι στρατιώται διότι το τέλος του έργου αυτού δεν θα είναι δι' εμέ θάνατος, αλλά θα είναι ζωή, θα είναι παράδεισος, διότι ο Χριστός με διεβεβαίωσεν «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ ' ἔ μον ἐση ἐν τῷ Παραδείσω». Ιδού φωνή παρήγορος η οποία και αυτήν την σκληρότητα του θανάτου την ελαφρύνει, φωνή η οποία τον άνθρωπον τον εμπνέει, τον εμψυχώνει, τον εξευγενίζει, τον εξιδανικεύει. Ο ληστής παρά τον σταυρόν του Κυρίου έμαθε τόσα όσα ημείς οι χριστιανοί δυσκόλως μανθάνομεν, ή μάλλον όσα πολλοί εξ ημών αγνοούν η ατελώς γνωρίζουν. Οποία διαφορά προς τον άλλον ληστήν, τον βλασφημούντα μέχρι της τελευταίας στιγμής! Οποία διαφορά και υπεροχή ασύγκριτος! Οι δυό λησταί, οι πλαισιώνοντες τον Εσταυρωμένον Χριστόν, εμφανίζουν δυό καταστάσεις τελείως διαφορετικός! Αλλά έτσι είναι όσον ο άνθρωπος δεν έχει λάβει γνώσιν του Χριστού, μπορεί να έχη μιαν αδιάφορον στάσιν . Αλλ ' αφ' ης στιγμής Τον γνωρίσει, θα λάβη θέσιν η εκ δεξιών ή εξ ἀριστερών Αυτού, ή μετά του Χρίστου ή κατ' Αυτού. Και οι σταυροί οι ένθεν και ένθεν παρά τον Σταυρόν του Κυρίου στηθέντες εμφανίζουν, τρόπον τινά ως εν εικόνι, την όλην κοινωνίαν η οποία λαμβάνει θέσιν έναντι του Χριστού· και είτε αποδέχεται τον Σωτήρα, είτε πολεμεί και υβρίζει Αυτόν. Και πράγματι. Οι άνθρωποι λαμβάνουν οι μεν την θέσιν της πίστεως και της αποδοχής της εν Χριστώ σωτηρίας, οι δε την θέσιν της αρνήσεως και εχθρικής εν γένει στάσεως. Οι μεν ακολουθούν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν την απάγουσαν εις την ζωήν, οι δε την πλατείαν πύλην και την ευρύχωρον οδόν την απάγουσαν εις την απώλειαν .
Αλλά, δόξα τω Θεῶ, αυτή η διάκρισις είναι δυνατόν να τακτοποιηθή, αύτη η απόστασις είναι δυνατόν να γεφυρωθή . Τώρα εφ ' όσον ζώμεν επί της γης δεν υφίσταται η αμετάβλητος εκείνη κατάστασις, περί της οποίας ελέχθη υπό του Κυρίου ότι «μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἔστηρικται ». Τώρα το παράδειγμα του ληστού πληροφορεί, ότι είναι δυνατόν, αν το θελήση ο άνθρωπος, να μεταφερθή από την κατάστασιν της κατάρας εις την ευλογίαν, από τον θάνατον εις την ζωήν, από την κόλασιν εις τον παράδεισον . Ιδού ένας ληστής κατώρθωσε να μεταφερθή από την εξαθλίωσιν εις την δόξαν και εις τον ουρανόν . Αλλά πως το κατώρθωσε; Μόνον δια του Χριστού. Ο Χριστός μόνον δύναται να εμπνέη δια του λόγου Του και να ενισχύη δια της χάριτός Του, ώστε οι αμαρτωλοί να γίνωνται άγιοι. Και χρησιμοποιεί προς τούτο όλας τας ευκαιρίας και όλα τα μέσα. Δεν παραλείπει μέχρι της τελευταίας στιγμής να δώση εις τον αμαρτωλόν άνθρωπον την ευκαιρίαν της μετανοίας και επιστροφής, όπως δεν παρέλειψεν από του Σταυρού να ελκύση τον συσταυρωθέντα και ετοιμοθάνατον ληστήν . Και εν τοιαύτ ῃ περιπτώσει, ποίος ηδύνατο να ισχυρισθή ότι δεν είναι και εις αυτόν προσιτή η χάρις και η σωτηρία; Το έλεος του Κυρίου παρακολουθεί τον άνθρωπον πάσας τας ημέρας του βίου αυτού και δια μέσου όλων των συνθηκών της ζωής, από των πλέον ευχάριστων μέχρι των πλέον οδυνηρών, όπως ο σταυρός του εις τον Παράδεισον ανυψωθέντος ληστού .
Και ημείς λοιπόν, αγαπητοί, οι διδαχθέντες από το παράδειγμα του ευγνώμονος ληστού τας υψηλάς αύτας αληθείας, ας θελήσωμεν να τον μιμηθώμεν εις την πίστιν, εις την μετάνοιαν και εις την σταθεράν χριστιανικήν θέσιν και ομολογίαν, δια να μετάσχωμεν και ημείς της τιμής και της σωτηρίας, της οποίας εκείνος ηξιώθη .
Ναι, Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ος επί του ζωοποιού ξύλου κρεμάμενος τω ευγνώμονι ληστή την εις τον Παράδεισον οδοποιήσας είσοδον, ιλάσθητι και ημίν τοις αμαρτωλοίς και αναξίοις δούλοις Σου· και αξίωσον όπως συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν ταις του βίου ηδοναίς, ίνα και συζήσωμεν εν Σοι . Δος ίνα τον παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τον νέον ενδυσώμεθα και Σοι ζήσωμεν τω ημετέρ ῳ Δεσπότη, και ούτω τοις Σοις ακολουθούντες προστάγμασιν εις την αιώνιον ανάπαυσιν καταντήσωμεν ένθα πάντων ἐστι τῶν ευφραινομένων η κατοικία. Επιθυμούμεν και ημείς, Κύριε, ως ο ληστής, απάντησιν εις την προσευχήν μας ταύτην · και θέλομεν να ειπής εν καιρώ δι ' έκαστον εξ ημών· «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».

Ο Α' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς∙ οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι + Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου

πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 218-228
Ο Α' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς∙ οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ' 34)
Οι στρατιώται του ηγεμονος εστήριξαν όρθιον τον Σταυρόν. Ανύψωσαν επ' αυτού δια σχοινιών τον Κύριον. Έδεσαν επί του ξύλου τας χείρας και τους πόδας Του. Επήραν κατόπιν εις χείρας των τα καρφιά. Τοποθετούν το ένα επί της παλάμης της μιας χειρός του Κυρίου και κτυπούν δια της σφύρας αλύπητα μέχρις ότου διαπερά την χείρα και καρφώνεται εις το ξύλον. Το ίδιο επαναλαμβάνουν ανηλεώς και επί της άλλης χειρός και επί των ποδών του Εσταυρωμένου.
Οι καταδικαζόμενοι εις την φοβεράν αυτήν ποινήν της σταυρώσεως, κατά την ώραν που τους εκαρφωναν επί του ξύλου, εξέβαλλον συνήθως φοβέρας κραυγάς από τους πόνους. Και άλλοι μεν εξεστόμιζαν κατάρες, ύβρεις και βλασφημίας κατά των σταυρωτών, άλλοι δε επεκαλούντο την στοιχειώδη ανθρωπινήν ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, ίνα κατά κάποιον αμεσώτερον τρόπον τους θανατώσουν το ταχύτερον, δια να τεθή τέρμα εις το αφόρητον μαρτύριον των πόνων και των σπαραγμών του σώματος.
Τους πόνους και τας οδύνας αύτας αισθάνεται βαθύτατα και ο Κύριος ημών. Οι θανάσιμοι εχθροί του τον εκρεμασαν επί του σταυρού, εν μέσῳ δυό ληστών, ως κακούργον. Και οι πόνοι αμιλλώνται προς τον τέλειον εξευτελισμόν και την καταισχύνην του Εσταυρωμένου. Οι παριστάμενοι «εις το άλγος των τραυμάτων Του προσέθηκαν» εμπαιγμόν, χλευασμόν και ειρωνείαν. Η οργή του Θεού δεν φαίνεται να εκσπά κατά των κεφαλών των. Δεν θα ανοίξει άραγε και Αυτός το στόμα του να εκβάλη κραυγήν πόνου ή να καταφερθή κατά των σκληρών βασανιστών του;
Όχι, αδελφοί. «Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη∙ καί ὡς ἀμνός ἄφωνος οὕτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ». Όπως το άκακον αρνίον, δεν ανοίγει το στόμα Του. Σιωπά δια την θηριωδίαν εκείνων που Τον μεταχειρίζονται ως τον μάλλον αποτρόπαιον κακούργον.
Αν οίγει δε δια πρώτην φοράν το στόμα του πότε και δια τι;
Μέσα εις την θλίψιν και την αγωνίαν του σταυρού, μέσα εις την οδύνην, την οποίαν του προκαλεί ο ακάνθινος στέφανος, ανάμεσα εις τους πόνους τους οποίους δοκιμάζει από τα διάτρητα χέρια και πόδια Του, ανοίγει το στόμα Του, δια να σύνθεση τον υπεροχώτερον ύμνον της αγάπης και της συγγνώμης. Τι λέγει; «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς∙ ο ὐ γάρ οἴ δασι τί ποιοϋσι»!
1. «Πάτερ»∙ είναι η πρώτη λέξις που εξέρχεται από τα ημιθανή αυτού χείλη. Προς τον ουράνιον Πατέρα Του απευθύνεται. Προς ποιον άλλον να υψώση το βλέμμα; Προς ποιόν να στρέψη τους οφθαλμούς; Προς ποιον να κατευθύνη τους λόγους της προσευχής Του, ει μη προς τον Πατέρα; «Τό ποτήριον ὁ δέδωκέ μοί ὁ Πατήρ, οὐ μή αὐτό πῖω;», έλεγε προηγουμένως εις τον Πέτρον. Τον Πατέρα λοιπόν επικαλείται κατά την σκληράν αυτήν ώραν που δοκιμάζει όντως με όλην του την πικρίαν το ποτήριον του πόνου και της οδύνης. Τον ονομάζει - όπως συνήθιζε να Τον αποκαλή- Πατέρα, ίνα δια του εκφραστικωτάτου αυτού ονόματος απευθυνθή εις την αγάπην του Πατρός προς τον Υιόν Του. «Πάτερ», λέγει, εἰς τήν πατρικήν σου καρδίαν ἀποτείνομαι. «Πάτερ» σου ομιλεί ο Υιός Σου ο μονογενής. «Πάτερ», «Σύ πάντοτε μοῦ ἀ κούεις». Και τώρα, κατά την φοβεράν αυτήν ώραν, δεν θα απόκρουσης, δεν θα αρνηθής αυτό που σου ζητεί ο Υιός Σου ο αγαπητός. Το συλλογιζόμεθα, αδελφοί μου; Ο Εσταυρωμένος λυτρωτής μας κάμνει χρήσιν της παρρησίας που έχει απέναντι του Θεού ως Υιός Του αγαπητός, δια να συνηγορήση, ως Υιός προς τον Πατέρα, χάριν των σταυρωτών Του. Και όχι μόνον χάριν αυτών. Διότι και όλους τους αμαρτωλούς όλων των εποχών «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν», δια να έχωμεν εξησφαλισμένην την συνηγορίαν Του, ίνα μας δοθή το θείον έλεος. Ποίος δεν θα εθεώρει πολύτιμον συμπαραστάτην τόο υιόν του βασιλέως όταν εκείνος, με το πριγκηπικόν του κύρος, ζητή από τον βασιλέα πατέρα του χάριν υπέρ του καταδίκου, και μάλιστα όταν τον κατάδικον αυτόν ο βασιλόπαις τον θεωρή και τον ονομάζη αδελφόν του - παρ' όλην του την αναξιότητα - και εκδηλώνη δι' αυτόν ισάδελφον ενδιαφέρον; Ιδού διατί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρηγορεί και ενθαρρύνει πάντα αμαρτήσαντα άνθρωπον, λέγων «ἐάν τίς ἁμάρτῃ, παράκλητον ἔχομεν πρός τόν Πατέρα Ἰησοῦν Χριοτόν δίκαιον∙ καί αὐτός ἱλασμός ἐστι περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν». Ιδού διατί και ο θείος Απ. Παύλος, ατενίζων τον σταυρόν του Κυρίου, μᾶς προτρέπει να «προσερχώμεθα μετά παρρησίας (χωρίς φόβον ή δισταγμόν) τω θρόνω της χάριτος, ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εἰς εύκαιρον βοήθειαν».
2. Αλλ' ας εμβαθύνωμεν περισσότερον εις τους λόγους του θείου Λυτρωτού. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς». Η συγγνώμη και η άφεσις∙ ιδού το πρώτιστον αίτημα του Εσταυρωμένου Σωτήρος. Προσεύχεται υπέρ όλων εκείνων που τον είχαν οδηγήσει εις το ικρίωμα του Γολγοθά. Ναι. Προσεύχεται δια τους ιερείς και Γραμματείς της συναγωγής, οι οποίοι συνώμοσαν εναντίον Του. Προσεύχεται δια τους Αρχιερείς, οι οποίοι τον εκήρυξαν ένοχον θανάτου. Προσεύχεται δια τον δούλον, ο οποίος τον ερράπισε. Δια τον Πιλάτον, ο οποίος Τον παρέδωσεν εις τον Σταυρόν. Δια τους ψευδομάρτυρας, οι οποίοι Τον εσυκοφάντησαν. Δια τους στρατιώτας, οι οποίοι Τον ενέπαιξαν, τον ενέπτυσαν και Τον εκολάφισαν. Δια τον λαόν, ο οποίος Τον ύβρισε και εφώναξε με μανίαν το «σταυρωθήτω». Δια τους δημίους, οι οποίοι Τον εσφάγιασαν. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς». Ω αγάπης ωκεανός! Ω συγγνώμη υψίστη.
Είχε κηρύξει ο Ίδιος το «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς». Και ομολογουμένως δια πρώτην φοράν ηκούσθη εις τον κόσμον τοιαύτη διδασκαλία. Κανείς φιλόσοφος και κανείς θρησκευτικός αρχηγός δεν κατώρθωσε να ανέλθη ούτε θεωρητικώς ούτε πρακτικώς μέχρι του ύψους της αγάπης προς τους εχθρούς και της υπέρ αυτών προσευχής. Αλλ' ο Υιός της Παρθένου δεν εδίδαξε μόνον την υπερκόσμιον και αθάνατον αυτήν διδασκαλίαν, άλλα και την εφήρμοσε επακριβώς καθ' όλον το διάστημα του βίου του, μάλιστα δε κατά τας τελευταίας στιγμάς της ζωής του. Τότε, προ πάντων προσηλωμένος επί του Σταυρού ενώ το αίμα έρρεεν από τας πληγάς Του ενώ η ψυχή Του ευρίσκετο εις την αγωνίαν του θανάτου ενώ ήκουε πέριξ αυτού την κατακραυγήν και το ανάθεμα του λαού, ο Χριστός επέδειξεν όλον το ηθικόν μεγαλείον Του και εξήσκησεν όλην την δύναμιν της αγάπης. Και με ένα στόμα, το οποίον προ ολίγου οι σταυρωταί του είχαν ποτίσει όξος και χολήν με μίαν γλώσσαν, την οποίαν είχε ξηράνει η αγωνία του Σταυρού, απηύθυνε προς τον Πατέρα Του την θερμοτέραν προσευχήν της αγάπης υπέρ των σταυρωτών του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς...». Εάν εκείνοι είπαν «τό αἷμα αὐτοῦ ἔφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν», εγώ θέλω και ζητώ να γίνη το αίμα μου αυτό εξιλαστήριον δια την φοβεράν αυτήν αμαρτίαν των.
Και η αγάπη αυτή είναι αδύνατον να είναι απλώς ανθρωπίνη. Όχι μόνον διότι τοιούτον ύψος αγιότητος μαρτυρεί απόλυτον τελειότητα υπερβαίνουσαν τα ανθρώπινα όρια, αλλά και διότι αυτό τούτο το αίτημα του Εσταυρωμένου -το πρώτιστον μάλιστα αίτημα που ηκούσθη ως προσευχή από του ύψους του Σταυρού του - μαρτυρεί ότι ο Εσταυρωμένος Λυτρωτής περιέβαλλε τους αμαρτωλούς, όχι δι' ανθρωπινής, αλλά δια θείας αγάπης, αγάπης που αισθάνεται παρηγορίαν και χαράν δια την λύτρωσιν και σωτηρίαν και των χειρότερων αμαρτωλών. Πράγματι, μόνον ένας Θεός ήτο δυνατόν, εν μέσῳ τόσο φρικτής αγωνίας, να εκδηλώση, υπεράνω πάντων των άλλων ενδιαφερόντων του, το ενδιαφέρον δια την σωτηρίαν των αμαρτωλών και δη εκείνων που έφθασαν μέχρι τοιαύτης κακουργίας.
Ας μη το λησμονώμεν ποτέ, αγαπητοί, ότι ο Κύριος «οὐ θελήσει θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν». Είναι ο Σωτήρ μας. Μας αγαπά, πάρ' όλας τας αμαρτίας μας. Και προσφέρεται Εκείνος να τας εξαγόραση δια του τιμίου Του αίματος. Επιτρέπεται, κατόπιν αυτού να μένωμεν με τας αμαρτίας μας και να ισταμεθα μακράν του ελέους που προχέει από του Σταυρού Του;
3. Και ο Εσταυρωμένος επιτείνει την συνηγορίαν Του∙ «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς ο ὐ γάρ ο ἴ δασι τί ποιοῦσι». Δια της προσθήκης των τελευταίων τούτων λέξεων θέλει να προβάλη και ελαφρυντικά δια τους σταυρωτάς Του, δια να παρουσίαση την αμαρτίαν των ως συγγνωστήν, διότι δεν γνωρίζουν το βάρος της πράξεως των.
Πράγματι, ο λαός του Ισραήλ δεν είχε πλήρη γνώσιν και συναίσθησιν ότι εσταύρωσε τον Κύριον της δόξης. Εν τῳ προσώπ ῳ Ιησού του Ναζωραίου δεν κατώρθωσαν να διακρίνουν τον προσδοκώμενον Μεσσίαν. Διότι εκείνοι ανεμενον μεσσίαν επίγειον δυνάστην, μέλλοντα να πατάξη τους Ρωμαίους κατακτητάς των εν ράβδῳ σιδηρά, να εκδιώξη αυτούς εκ της χώρας των και να ιδρύση ένδοξον επίγειον βασιλείαν. Αντί τούτου έβλεπον τον Ιησούν εν μέσ ῳ τόσης ασημότητος και ταπεινότητος να κυκλοφορή ανά την χῶραντων. Και κάτ' αυτούς ακόμη τους εκ μέρους των εχθρών του διωγμούς, και κατ' αυτά τα μαρτύρια εις τα οποία τον υπέβαλαν, δεν είδαν να εκσπά η θεία οργή η να ενεργήση άνωθεν ο επουράνιος Πατήρ προς σωτηρίαν Του. Επίστευσαν λοιπόν ότι παρεπλάνησε τον λαόν με τας μεσσιακάς διεκδικήσεις του και ότι έγινε αιτία να χλευασθή και να βεβηλωθή εν τω προσώπ ῳ αυτού, το ιδεώδες και η ιερά ελπίς του Ισραήλ περί του αναμενόμενου μεσσίου. Δεν τον εγνώρισαν λοιπόν. Δεν ανεγνώρισαν εις το πρόσωπον αυτού τον Μεσσίαν της ανθρωπότητος. «Εἰ γάρ ἔγνωσαν, οὐκ ἄν τόν Κύριόν τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α' Κόρ. β' 8) λέγει σχετικώς ο απ. Παύλος.
Αλλοίμονον! Υπάρχουν αμαρτίαι, τας οποίας ενεργούν οι άνθρωποι χωρίς να ξεύρουν τι κάμνουν! Και δύνανται να διαπράττουν εγκλήματα, όπως οι δήμιοι του Σωτήρος, χωρίς να αισθάνωνται το βάρος της ενοχής των.
Αλλ' η άγνοια των προήρχετο και εξ ιδίας υπαιτιότητος. Διότι μπορούσαν κάλλιστα να γνωρίσουν τον Κύριον ως Υιόν του Θεού και να πιστεύσουν εις αυτόν. Ο άγιος βίος Του επί έτη έλαμπε και απήστραπτεν ενώπιον των. Τα θαύματα Του εγίνοντο προ των οφθαλμών των. Η διδασκαλία Του, πράγματι υπερκοσμιος- διότι «οὐδέποτε οὕτως ἔλαλησεν ἄνθρωπος»- εφανέρωνεν ότι δεν προήρχετο εκ της γῆς. Αλλά ακόμη τόσαι προφητείαι της Παλαιάς Διαθήκης, η μία μετά την άλλην εξεπληρώνοντο θαυμαστώς εν τω προσώπῳ Του, μέχρι των ελαχίστων πολλάκις λεπτομερειών. Εν τούτοις, αυτοί θεληματικώς έμεναν τυφλοί ενώπιον της αποκαλυπτόμενης θεότητος του Κυρίου· τυφλωμένοι (η άρχουσα τάξις κυρίως) από πάθη και συμφέροντα και πολιτικάς και δημαγωγικάς επιδιώξεις. Η αμαρτία των λοιπόν προέρχεται εξ ενόχου αγνοίας.
Η μείς όμως, αγαπητοί αδελφοί, όταν αμαρτανωμεν, έχομεν άραγε το ελαφρυντικόν της αγνοίας; Υπάρχει βεβαίως και αμόρφωτος κόσμος. Και ίσως η έλλειψις μορφώσεως να δικαιολογή ωρισμένας παρεκτροπάς. Πως θα δικαιολογηθή όμως ο μορφωμένος άνθρωπος, όταν εμφανίζεται παραβάτης των εντολών του Θεού; Εις εποχήν δε, κατά την οποίαν υπάρχουν άφθονα τα πνευματικά μέσα και άνθησις της χριστιανικής κινήσεως, επιτρέπεται να υπάρχουν χριστιανοί αγνοούντες το Ευαγγέλιον και απληροφόρητοι περί του περιεχομένου της πίστεώς μας; Ο Κύριος εσταυρώθη χάριν ημών. Και ημείς θα επιτρέψωμεν εις τον εαυτόν μας και εις την κοινωνίαν μας να υστερή εις δείγματα χριστιανικής ωριμότητος και να παρουσιάζη το φαινόμενον ανθρώπων αγνοούντων - εν πλήρει 20ω αιώνι- τον Χριστόν και τας χριστιανικάς απαιτήσεις και εκδηλώσεις; Ω! Κύριε, ρύσαι ημάς από της πωρώσεως και της αγνοίας ταύτης. Δος να συναισθανθώμεν τας αμαρτίας μας και να μετανοήσωμεν δι' αυτάς. Συ δε, Κύριε, ο Οποίος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδώρεις καί πάσχων οὐκ ἠπείλεις» δόσε και εις ημάς την διάθεσιν να συγχωρώμεν τους πταίοντας εις ημᾶς και, προτοῦ εξέλθωμεν εκ του Ναού Σου σήμερον, να επαναλάβωμεν από καρδίας δι' όλους τους λυπήσαντας ημάς την προσευχήν την ιδικήν Σου· «ἅφες αὐτοῖς οὐ γάρ οἴ δασι τί ποιοῦσι». Ίνα τοιουτοτρόπως, Κύριε, και ημείς δυνάμεθα να ελπίζωμεν εις το έλεος και την συγγνώμην Σου που απέρρευσεν εκ του Σταυρού Σου. Καρδία του Εσταυρωμένου μας Λυτρωτού τι λέγεις;...
«Πάτερ ἄφες αὐτοῖς· ο ὐ γάρ ο ἴ δασι τί ποιοῦσι».

Το ξύλο της ζωής και ως Πρωτευαγγέλιο

Ιερομονάχου Εφραίμ, Προτυπώσεις του Σταυρού στην Παλαιά Διαθήκη,
Αθήνα 2006, σελ. 11-20
O πρώτος μυστικός τύπος του σταυρού κρύβεται στον Παράδεισο της Εδέμ. Εκείνο το ξύλο της ζωής, του οποίου τους καρπούς δεν γεύτηκε ο άνθρωπος είναι ο πρώτος και αρχαιότερος τύπος του Τιμίου Σταυρού!
Στο πρώτο βιβλίο της Παλαιας Διαθήκης, την ΓΕΝΕΣΙΝ στο κεφάλαιο Β ' διαβάζομε: «Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και εκεί τον άνθρω πον, ον επλασε· και εξανέτειλεν ο Θεός εκ της γης παν ξύλον ωραίον εις δρασιν και καλόν εις και το δόλον της ζωης εν μέσω του παραδείσου και το του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού» (Γεν. β ' 8-9). Δηλαδή· ο παντοδύναμος Θεός διέταξε και φύτρωσε Παράδεισος, κήπος με πλούσια και ποικίλη βλάστηση, στην Εδέμ, τόπος απόλαυσης και χαράς, που βρίσκεται προς την Ανατολή. Εκείο πρόσταξε να ζη ο άνθρωπος, τον οποίον δημιούργησε (1). . Και ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν ακόμη από
την γη τρία είδη δέντρων: πρώτον κάθε είδος και κάθε ποικιλία δέντρων που με το ύψος, το σχήμα, το φύλλωμα, τα άνθη τους να ευχαριστούν και να τέρπουν, και με την ποικιλία των καρπών τους να ικανοποιούν, να ευφραίνουν και να τρέφουν τον άνθρωπο. Στο κέντρο του Παραδείσου, σε προνομιακή θέση, ώστε να είναι ορατά καθημερινά από τον άνθρωπο, ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν άλλα δύο δέντρα. Το ένα ήταν δέντρο, που οι καρποί του είχαν χάρη μοναδική, υπερφυσική και δύναμη έκτακτη, διότι θα έδιναν αθανασία και αιώνια μακαριότητα σ' εκείνον που θα τους έτρωγε. Το άλλο ήταν δέντρο, από τους καρπούς του οποίου όποιος έτρωγε, θα γνώριζε πειραματικά πόσο πικρό ήταν το ηθικό κακό (2).
«και ένετείλατο Κύριος ο Θεός Αδάμ από παντός ξύλου του εν τω παραδείσιο φαγή, από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ' αυτού · η αν ήμερα φάγητε απ' αυτού,
(Γεν. β ' 16-17). Δηλαδή· ο Θεός έδωσε στον Αδάμ εύκολη εντολή, άκοπη, ταιριαστή και συμφέρουσα στο λογικό και την ελευθερία του, λέγων «από κάθε είδος δέντρου, που υπάρχει στον Παράδεισο, είσαι ελεύθερος να φάγης, από το δέντρο όμως, του οποίου οι καρποί θα σου γνωρίσουν πει ραματικά το ηθικό κακό, τόσον εσύ, δσον και η γυναίκα σου (που θα δημιουργηθη εντός ολίγου), δεν θα φάγετε (3) . Τήν ημέρα που θά παραβήτε την εντολή και θα φάτε από τον απαγορευμένο καρπό, θα αποθάνετε εξάπαντος με θάνατο πνευματικό (4). Θα χωρισθή δηλαδή από εμένα τον Θεόν, που σας έδωσα την ζωή. Ως αποτέλεσμα του θανάτου αυτού θα έλθη κατόπιν και ο σωματικός θάνατος, ο χωρισμός του σώματος από της ψυχής» (5).
Ο Αδάμ, εάν εφύλατε την εντολή του Θεού, δηλαδή εάν έτρωγε ότι ε πέτρεψε ο Θεός και απέφευγε ό,τι απαγόρευσε, θα ελάμβανε βραβείο το «ξύλον της ζωής» το οποίο προωρίζετο να χαρίση στον άνθρωπο την αθανασία και την αιώνιον ζωή. Οι πρωτόπλαστοι όμως παρήκουσαν (6) και απέθαναν πνευματικώς δηλ. χωρίσθησαν από τον Θεόν (Γεν. γ ' 6-8) (7).
«Και είπεν ο Θεός · ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν και νυν μη ποτε εκτείνη την χε; i ρα αυτού και λάβη από του από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα. Και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γην, εξ ης ελήφθη.Και εξέβαλε τον και αυτόν απέναντι του παραδείσου της τρυφής και έταξε τα Χερουβείμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής» (Γεν. γ ' 22-24). Δηλαδή· ο παντοδύναμος Τριαδικός Θεός είπε: ο Αδάμ εξετροχιάσθη· η αμαρτία τον έσκότισε τόσο, ώστε να νομίζη ότι είναι ως Θεός. Να· δεν έγινε Θεός, αλλά ως Θεός, ικανός να διακρίνη το καλό από το πονηρό (8). Και τώρα ας προσέξωμε μήπως απλώση το χέρι του και με τρόπο ανάρμοστο και καταφρονητικό λάβη από τον καρπό του δέντρου της ζωής και φάγη, και ζήση αιωνίως και προχωρή από του κακού στο χειρότερο και γίνη αυτός και το κακό αθάνατο(9)· πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισο». Και έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο της χαράς και της τέρψης, για να εργάζεται με κόπο την γη, άπό το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του (10). Έβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση άπέναντι από τον Παράδεισο της ευτυχίας και μακαριότητας για να βλέπη και ν' αναλογίζεται κάθε μέρα από ποιά αγαθά έχει εκπέσει και σε ποιά κατάσταση ωδήγησε τον εαυτό του (11). . Και διέταξε ο Θεός τα Χερουβίμ, μία άπό τις άγγελικές τάξεις και την περιστρεφόμενη φλογίνη ρομφαία, που συμβολίζει την δύναμη του Θεού, η οποία είναι δραστική ως φλόγα φωτιάς, να φυλάττουν τον δρόμο, που ωδηγούσε προς το δέντρο της ζωής, που ήταν μέσα στον Παράδεισο (12).
«και είπε ο Κύριος ο Θεός· α νά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν , και συ τηρησεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ ' 15).
Δηλαδή· ο Θεός είπε στον Διάβολο θα θέσω έχθρα και μίσος, πόλεμο αδιάλλακτο και συνεχή μεταξύ σου, του Διαβόλου, και μεταξύ της γυναίκας και των ευσεβών απογόνων της, όσο θα γεννώνται φυσικώς από και γυναίκα. Και μεταξύ των απογόνων και των δαιμονοκινήτων οργάνων σου, και μεταξύ Εκείνου , του Χριστού, ο οποίος θα γεννηθή κατά τρόπον υπερφυσικό από γυναίκα Παρθένον, την Μαρία. Μόνος αυτός από όλους τους ανθρώπους δικαιούται να ονομάζεται σπέρμα γυναίκας και η μητέρα του Αυτός, ο Ιησούς Χριστός, ο υιός της Παρθένου, θα σου καταπατήση και συντρίψη την κεφαλή, θα ανατρέωη ολα τα δόλια σχέδιά σου, θα κατάργηση την βασιλεία και τα όργανά σου, θα σε αφανίση ολοσχερώς. Και συ, ο Διάβολος, θα του δαγκάσης μόνο την πτέρνα, θα τον μωλωπίσης απλώς. Θα προσβάλης μόνο την ανθρώπινη φύση του και θα του προξενήσης πόνο προσωρινό με τα όργανά σου, τους Γραμματείς και Φαρισαίους».
Στον στίχο Γεν. γ' 15 περιέχεται ως εν σπέρματι, εν δυνάμει, ολόκληρο το έργο της απολύτρωσης: ήτοι: 1) Η ανθρώπινη και η θεία υπόσταση του Λυτρωτή. 2) Ο σταυρικός θάνατος του Λυτρωτή και η ήττα του Διαβόλου. 3) Η νίκη της ανθρώπινης φυλής είναι αποτέλεσμα αγώνα του σπέρματος της γυναίκας, του Χριστού, κατά του όφεως, του Διαβόλου. Γι' αυτό ο στίχος αυτός ονομάστηκε «Πρωτευαγγέλιον».
Και ενώ τα Χερουβίμ και η φλογίνη ρομφαία απαγόρευσαν στους πρωτόπλαστους τον καρπό του δέντρου της ζωής, η αποκάλυψη του Θεού κατηύθυνε τα βλέμματά τους προς τον θάνατον και την ανάσταση του σπέρματος της γυναίκας. Ο υιός της Παρθένου θα ήταν η πηγή της λύτρωσης, της ζωής και της αθανασίας. 'Ετσι όταν ο Αδάμ εστρέφετο προς τον Παράδεισο και έβλεπε απέναντι του τα Χερουβίμ και την φλογίνη ρομφαία, είχε κάθε λόγο να δοξάζη τον Θεό, ο Οποίος του έκλεισε τον Παράδεισο, του άνοιξε όμως άλλον δρόμο, προς τον ουρανό!...
«'Οτεδε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστελεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός... την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ' 4-5), με το νέο «ξύλο της ζωής» που είναι ο Σταυρός και η Εκκλησία είναι ο νέος πνευματικός Παράδεισος. Το αίμα του Ιησού Χριστού, ο καρπός της σταυρικής θυσίας Του, μας τρέφει (14) και μας χαρίζει την αθανασία και την αιώνιον ζωή (15)! Εκείνο, το οποίο θα λαμβάναμε από το «ξύλο της ζωής» του Παραδείσου της τρυφής (Γεν. β΄ 9), το ελάβαμε από τον Σταυρό του Χριστού, δια της Χάριτος του Θεού (16). Γι' αυτό πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στο «ξύλον της ζωής» του Παραδείσου, το θεωρούν ως προτύπωση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!
Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγει: «Τούτον τον Σταυρόν προετύπωσε το ξύλον της ζωης το εν τω Παραδείσω υπό Θεού πεφυτευμένον επεί γαρ δια ξύλου ο θάνατος, έδει (=έπρεπε) δια ξύλου δωρηθήναι την και την ανάστασιν».
Επίσης, ο ’γιος Φιλόθεος Κων/πόλεως, λέγει:» Το ξύλον του Παραδείσου αιχμάλωτον και γυμνόν εποίησε τον Αδάμ, και κρυβήναι αυτόν παρεσκεύασε· το ξύλον του σταυρού τον νικητήν Χριστόν εφ' υψηλού πάσι εδείκνυεν... Ο θάνατος του Αδάμ και τους μετά ταύτα ανθρώπους κατεδίκασε και εθανάτωσε και κατέκρινεν· ο δε θάνατος του Χριστού και τους προ αυτού πεσόντας και θανατωθέντας ανέστησε και εζώωσε και πάσι τοις ανθρώποις σωτηρίας οδόν εχαρίσατο».
Ο ’γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέτει σε γενικώτερη βάση το θέμα και λέγει: «Παρθένος και ξύλον και θάνατος της ήττης ημών ην τα σύμβολα. Παρθένος ην η Εύα· ούπω γαρ άνδρα εγίνωσκε· ξύλον ην και θάνατος ην το επιτίμιον του Αδάμ. Αλλ' ιδού πάλιν Παρθένος και θάνατος, τα της ήττης σύμβολα και νίκης εγένετο σύμβολα. Αντί γαρ της Εύας, η Μαριάμ· αντί του ξύλου του ειδέναι το καλόν και το πονηρόν, το ξύλον του σταυρού· αντί του θανάτου του Αδάμ, ο θάνατος του Χριστού».
Το «ξύλο της ζωής» είναι ουσιαστικός και θεμελιώδης τύπος τοϋ Σταυρού του Χριστού, και όχι ψιλός και ξηρός τύπος, όπως πλήθος άλλων τύπων. Ε δώ μεταξύ τύπου και τυπόμενου υπάρχει θεολογικός δεσμός, διότι και τα δύο οδηγούν στον ίδιο σκοπό - την αιώνιον ζωήν! Γι ' αυτό πολλές φορές οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνον ρητορικώς αλλά και θεολογικώς χαρακτηρίζουν τον Τίμιον Σταυρόν ως «ξύλον σωτηρίας», «ξύλον αφθαρσίας», «ξύλον ζωής αιωνίου» και «φυτόν αναστάσεως». Την θεολογίαν του Τιμίου Σταυρού ως «ξύλον αιωνίου ζωής», οι Πατέρες την έξέφρασαν με πολλές εικόνες.
Ο ’γιος Κλήμης ο ’λεξανδρεύς, είδε τον Σταυρό ως δέντρο, πάνω στο οποίο κρεμάται η «ζωή ημών» ο Ιησούς Χριστός (Κολ. γ'4), και από το οποίο γευόμαστε τους καρπούς της θείας γνώσης και της αιωνίου αλήθειας.
Οι ’γιοι Κύριλλος Ιεροσολύμων και Φώτιος Κων/πόλεως, βλέπουν όλη την Οικουμένη σαν έναν Παράδεισο στο μέσον του οποίου έχει μπηχθή ο Σταυρός, το νέο ξύλο της ζωής, όπως και το αρχαίο εκείνο ξύλο ήταν φυτεμένο στο μέσον του Παραδείσου της Εδέμ. Με το νέο ξύλο της ζωής, τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού, η πρώην καταραμένη γη γέμισε από ευλογίες και έγινε Παράδεισος!
Ο ιερομάρτυς Μεθόδιος, επίσκοπος Πατάρων, χρησιμοποιεί μία ωραιότατη αλληγορική εικόνα από την ζωή των ανθρώπων, την εικόνα του μουσικού οργάνου: «Ο άνθρωπος πριν σταυρωθή ο Ιησούς Χριστός, ήταν μαζί με το ικρίωμα του σταυρού ένα κακής κατασκευής όργανο. Ξύλο του οργάνου ήταν ο φονικός σταυρός και χορδές ο σταυρωμένος. Αλλά οι χορδές αυτές, αντί ν ' α ναδίδουν αρμονική μελωδία ανέδιδαν δυσαρμονία, διότι, αφ' ότου αμάρτησε ο άνθρωπος εξέλιπε από την ύπαρξή του κάθε πνευματική αρμονία προς τον Θεό, προς τον εαυτό του και προς την κτίση. Η δυσαρμονία του οργάνου αυτού ηταν ο πνευματικός θάνατος. Τότε ο σταυρός ήταν ξύλο του θανάτου. Πάνω σε αυτό το όργανο τανύστηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, σαν μελωδική χορδή, διότι καμμιά αμαρτία και δυσαρμονία δεν υπήρχε μέσα του, και το μετέβαλε από ξύλο του θανάτου σε ξύλο της ζωής απαλλάσσοντάς το από κάθε καί φθορά. Η δυσαρμονία, η οποία στην αρχαία μουσική ορολογία ελέγετο φθορά, αλληγορικά σημαίνει την πνευματική φθορά, τον αιώνιο θάνατο. Τώρα όμως, που το ξύλο του θανάτου, έγινε ξύλο της ζωής, κάθε άνθρωπος που εναρμονίζεται προς «το ακήρατον μέλος της Αληθείας» περπατά δηλαδή τα ίχνη του Χριστού, είναι αδυνάτον να περιπέση σε φθορά, αλλά γίνεται μέτοχος ζωής αιωνίου».
Δια του ξύλου του Ζωοποιού Σταυρού η εκ του «ξύλου της γνώσεως» κατάρα εξεπλύθη, ο θάνατος καταργήθηκε, η πύρινη ρομφαία εστομώθη και παραγκωνίστηκε, και εμείς εισήλθαμε στον νέο Παράδεισο, την Εκκλησία, όπου εμείς οι Χριστιανοί γευόμεθα τους καρπούς του νέου «ξύλου της ζωής», του Τιμίου Σταυρού, που είναι η Θεία Ευχαριστία, η αναίμακτος θυσία. Και έτσι εισερχόμεθα στην αθανασία και αφθαρτοποιούμεθα. Μετά την παράβαση του παλαιού Αδάμ ετάχθησαν από τον Θεό αγγελικές δυνάμεις γύρω από το ξύλο της ζωής, για να μη επιτρέπουν στους α νθρώπους να φάγουν απ 'αυτό. Αντιθέτως όμως, μετά την Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, αγγελικές στρατιές δορυφορούν το ξύλο του Σταυρού και καλούν όλους τους πιστούς να φαγο^ ν άπό τους καρπούς του, με τους οποίους γίνονται αθάνατοι και μέτοχοι ζωής αιωνίου στην Βασιλεία του Θεού!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) «Τι δήποτε τον παράδεισον εφύτευσεν ο Θεός μέλλων ευθύς τον Αδάμ δια την αμαρτίαν εξορίζειν εκείθεν; Πρώτον ουκ ανέχεται εκ προγνώσεως κατακρίναι ο Δεσπότης Θεός. Διο καί την παράβασιν προορών των αγαθών αυτώ μεταδέδωκε. Έπειτα και γνώναι αυτόν τας θείας δωρεάς εβουλήθη, ίνα τούτων στερηθείς μισήση την αμαρτίαν ως τοσούτων αυτόν γυμνώσασαν αγαθών (Θεοδώρητος).
(2) ' «Τρεις δε διαφοραί ξύλων ήσαν. Τα μεν εδόθη αυτώ ίνα ζη.Το δε ίνα ευ ζη. Το δε ίνα αεί ζη. Το δένδρον της γνώσεως ίνα ευ ζη και το δένδρον της ζωής ινα αεί ζη... Ου την γνώσιν ο Θεός κωλύει του καλού, αλλά θέλει μη είναι μετά του αγαθού την γνώσιν του κακού... ϊνα μη μίσγηται το πονηρόν μετά του αγαθού» (Σευηριανός).
(3)«Το ξύλον της γνώσεως ούτε φυτευθεν απ' άρχης κακώς ούτε απαγορευθέν φθονερώς» (Γρηγόριος Θεολόγος).
(4) «Και ξύλον γνώσεως εκλήθη δια την περί τούτου γεγενημενην αίσθησιν της αμαρτίας και περί τούτου ο αγών τω Αδάμ προσετέθη» (Χρυσόστομος). Πως ήτο δυνατόν «τους κατ' εικόνα θείαν γεγενημένους ουκ έχειν διάκρισιν αγαθού και κακού; Αγαθόν μεν το φυλάξαι την εντολήν , ολέ εθριον δε το παραδήναι. Είχον την γνώσιν, την δε πείραν προσέλαβον ύστερον» (Θεοδώρητος). «Τί ουν εστί καλόν; Η υπακοή. Τι δε πονηρόν; Η παρακοή» (Χρυσόστομος).
(4) «Ο γαρ κακούργος... τότε κυρίως αποθνήσκει , ό ταν τους νόμους παραβαίνη... καν δοκή ζην » (Ισίδωρος ΙΙηλουσιώτης).
(5)«Το δε αποθανείσθε τι αν άλλο είη ή το μη μόνον αποθνήσκειν αλλά και εν τη του θανάτου φθορά διαμένειν» (Μ. Αθανάσιος).
(6)«Η γυνη ηπατήθη, ο ανήρ επείσθη υπό της γυναικός» (Σευηριανός).
(7) Με την παράβαση των πρωτοπλάστων ώρμησε στον κόσμο ο θάνατος (Ρωμ. στ ' 23) ως σωματικός ή φυσικός (Γεν. β ' 17. γ 19) και ως πνευματικός (Ρωμ. στ' 16) και αιώνιος (Ρωμ. ε' 16-18, Α' Κορ. ιε' 22).
(8) «Δεικνύς ο Θεός της διαβολικής επαγγελίας το ψεύδος» (Θεοδώρητος).
«Λίαν τοις ρήμασιος τούτοις ωδίνησε τον Αδάμ εις συναίσθησιν αυτόν δια του ελέγχου αγαγών» (Γεννάδιος).
(9) «Εκώλυσε τον Αδάμ φαγείν μετά την παράβασιν από του δένδρου της ζωής, ίνα μη αθάνατον το κακόν γένηται» (’δηλος).
(10) «ίνα διηνεκή την υπόμνησιν έχη της ταπεινοφροσύνης την εργασίαν και ειδέναι ως εκείθεν αυτώ η σύστασις» (Ιω. Χρυσόστομος).
(11) «ίνα της αλύπου βιοτής εις μνήμην ερχόμενος μισή την αμαρτίαν ως πρόξενον της επιπόνου ζωής» (Θεοδώρητος). «Ίνα ορών τον Παράδεισον αναμιμνήσκηται της εκπτώσεως» (Ευσέβιος).
(12) «Ουκούν η της φλογίνης ρομφαίας όρασις και τα Χερουβίμ εχρησίμευσεν έως ότε έζη ο Αδάμ» (Ευσέβιος). «Της ρομφαίας εκείνης δια΄του στρέφεσθαι πάσας τας εκεί φερούσας οδούς αποφραττούσης και διηνεκή τόν φόβον αυτώ και την υπόμνησιν παρέχειν δυναμένης» (Ιω. Χρυσόστομος).
(13) «ου λέγει και τοις σπέρμασι ως επί πολλών αλλ' ως εφ' ενός και τω σπέρματί σου, ο εστί Χριστός» (Γαλ. γ΄ 16).
(14) « η γαρ σαρξ μου αληθώς έστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστιν πόσις» (Ιω. στ,, 55)
(15) «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα ζωήν αιώνιον» (Ιω. στ΄ 54).
(16) «Ουδέ γαρ αποθανείν δύνανται· ισάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ ' 36).

Ο Σταυρὸς του Χριστού και ο άνθρωπος






«Ἑσταυρώθης δι᾽ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσῃς τὴν ἄφεσιν» (τροπάριο Ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν). Ο Σταυρός του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός είναι το αποκορύφωμα του «μανικού έρωτα» του Θεού προς τον άνθρωπο, ο οποίος, με τον αμαρτωλό βίο του, στέκεται εχθρικά απέναντι στον Θεό Δημιουργό του.
Ο Σταυρός είναι, θα λέγαμε, η οδός, την οποία επέλεξε ο Θεός, για να έλθει και να λυτρώσει τον άνθρωπο και διά τις οποίας ο άνθρωπος θα συναντήσει τον Θεό.
Στη θεολογική διδασκαλία της Δύσεως εμφανίστηκε από τους πρώτους αιώνες και σιγά- σιγά κυριάρχησε μια μεγάλη διαστροφή της εκκλησιαστικής αλήθειας σχετικά με την κατάργηση του θανάτου και τη λύτρωση του ανθρώπου μέσω του Σταυρού του Χριστού. Αυτή η διαστροφή ανακηρύχθηκε τελικώς ως επίσημη διδασκαλία στη Δύση με τη Σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563). Η διδασκαλία αυτή, δυστυχώς, επέδρασε και στη θεολογία της Ορθοδόξου Ανατολής, ευτυχώς σε ορισμένες ομάδες θεολόγων και ευσεβιστών χριστιανών.
Πρόκειται για μια «νομικιστική» ερμηνεία του μυστηρίου της Σταυρικής θυσίας του Θεανθρώπου Κυρίου. Η θεωρία αυτή έχει ως εξής: Μετά την πτώση του ανθρώπου έρεπε να υπάρξει πράξη εξιλασμού του Θεού. Ο πεπερασμένος, όμως, άνθρωπος δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει τέτοιο άπειρο αντάλλαγμα. Και ὁ Θεός Πατήρ εθυσίασε τον Υιόν Του, για να υπάρξει ικανοποίηση της τρωθείσης θείας δικαιοσύνης. Ετσι, ὁ Υιὸς και Λόγος του Θεού Πατρός ετιμωρήθη με τον Σταυρικό Του θάνατο, στη θέση της αμαρτωλής ανθρωπότητας κατά τον Λούθηρο και τον Καλβίνο.
Αυτή ἡ απαράδεκτη θεωρία επιφέρει τραγικές αλλοιώσεις στην Ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας μας. Υποτάσσει την ελευθερία της αγάπης Του στην εγωκεντρική θηριώδη δικαιοσύνη Του, η οποία απαιτεί σαδιστική ικανοποίηση. Αυτή η κακοδοξία έφερε τα αλλεπάλληλα κύματα αθεϊσμού και τις επαναστατικές εκρήξεις απελευθερώσεως από τον «σαδιστή» Θεό μιας ρωμαϊκής δικανικής παραδόσεως, αλλοιώνοντας το εκκλησιαστικό φρόνημα περί της αγάπης του Θεού προς το πλάσμα Του.
Ο Σταυρός είναι η αγαπητική απάντηση του Θεού στην τρέλα του ανθρώπου, ο οποίος με την παρακοή του στο πανάγιο θέλημα του Δημιουργού του διάλεξε τη φθορά και τον θάνατο.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας λέγει χαρακτηριστικά: «Ο Σταυρός του Κυρίου έσωσε και μετέβαλε την οικουμένη, εξεδίωξε την πλάνη, επανέφερε την αλήθεια, έκαμε την γη ουρανό και τους ανθρώπους αγγέλους... Εξ αιτίας αυτού όλα όσα ήταν ενάντια στην σωτηρία μας κατέρρευσαν και κατεπατήθησαν. Αν λοιπόν σου ειπεί κάποιος, προσκυνείς τον εσταυρωμένον; απάντησέ του με χαρούμενην φωνήν, με γελαστό πρόσωπο. Και τον προσκυνώ και δεν θα παύσω ποτέ να τον προσκυνώ» (ΕΠΕ 11, 195).
Ο δε Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι «κάθε πράξη και κάθε θαύμα του Χριστού είναι θείον και θαυμαστόν, αλλά το πιο θαυμαστόν απ᾽ όλα είναι ο τίμιος Σταυρός Του. Γιατί τίποτε δεν δάμασε τον θάνατο... δεν έφερε την Ανάσταση... δεν άνοιξε την πύλη του Παραδείσου, δεν έβαλε την φύση μας να καθίσει στα δεξιά του Θεού και δεν μας έκανε παιδιά του, όσο ο Σταυρός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (PG 94, 1129).
Για τον λόγο αυτό ο πιστός βαπτισμένος Ορθόδοξος Χριστιανός αποτυπώνει επάνω στο σώμα του το σημείο του Σταυρού, δηλώνοντας την εν Χριστώ αναφορά του στο θέλημα του Πατέρα.
Ο Σταυρός δεν είναι σημείο ανάμνησης και συναισθηματικής ἢ ηθικοθρησκευτικής αναφοράς, αλλά σύμβολο συμπορεύσεως και συσχηματισμού με τον τρόπο υπάρξεως του Σταυρωθέντος Χριστού. Αλλωστε σαν τέτοιο σύμβολο τίθεται και στο μνήματα των κεκοιμημένων, βεβαιώνοντας την είσοδο αυτών που έφυγαν από την πρόσκαιρο ζωή στην «χώρα των ζώντων».

Για τον λόγο αυτό ο Σταυρός του Χριστού είναι το θαύμα τις καθημερινής κοινωνίας του ανθρώπου μετά του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Θεανθρώπου Κυρίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...