Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 14, 2015

Μία συγκλονιστική εμπειρία έζησε στα ''Καρούλια'' του Αγίου Όρους ο Νίκος Καζαντζάκης

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!


Ο Νίκος Καζαντζάκης  που σε νεαρή ηλικία είχε επισκεφθεί τα ερημητήρια τους. Η περιγραφή στο σύγγραμμα του ''Αναφορά στον Γκρέκο'', είναι πλήρως κατατοπιστική.
Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια.

Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους.

Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας.

Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται…. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης

Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ.

Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά.

Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα.

Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του.

Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός.

Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.

Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο.

Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.

Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός,ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:

– Καλώς τον!

Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.

– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ώρα σωπαίναμε.

Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό.

Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.

Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.

Δεν ήξερα τι να πω, από που ν’ αρχίσω.

Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.

Αποκότησα τέλος:

– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.

-Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.

– Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;

–Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.

– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;

– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.

– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.

– Ένας μονάχα δρόμος.

– Πώς τον λέν;

– Ανήφορο. Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.

– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:

- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.

Ανατρίχιασα.

– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.

- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!

Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:

– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.

Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.

– Όχι! φώναξα.

– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;

– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι;

Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;

Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:

Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.

– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.

– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.

– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;

Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου.

Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».

Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.

Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω

– Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο.

Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε:

«Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;

Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.

Τί συντριβάνι;

Τα δάκρυα των κολασμένων.

Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.

– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη.

Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!

Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:

– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.

Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.

– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.

– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.

Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.

Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;

Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε:

Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στo νου σου:

– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ.

Το εγώ, ανάθεμά το!

Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε… από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς;Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε

Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.

Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.

– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;

– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου.

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γροικώ τα πέταλα του μουλαριού, γροικώ το Χάρο να ζυγώνει.

Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς.

Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.

Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.

– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.

Και σε λίγο, περιπαιχτικά:

– Χαιρετίσματα στον κόσμο.

– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.

πηγή

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ!

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

Φωτιάδη Κυριάκου
Ιεροψάλτου
(Διασκευή  από ομιλίες του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πάνω στην Ανάσταση του Χριστού)
Η πλάνη πάντα αυτοαναιρείται και χωρίς να το θέλει στηρίζει την αλήθεια. Έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε, ετάφη και αναστήθηκε. Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να το διαψεύσουν. Χωρίς να το θέλουν όμως το επιβεβαιώνουν με τις πράξεις τους.
Εφόσον έφραξαν τον τάφο με ένα τεράστιο λίθο [βλ. «τίς ἀποκυλήσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; (Μαρκ. ιστ΄ 3) ήταν ο προβληματισμός των γυναικών μυροφόρων γυναικών πρίν φθάσουν στον τάφο του Χριστού] και τον σφράγισαν και έβαλαν φρουρά από 24 στρατιώτες (6 ανά τετράωρο) να φυλάει τον τάφο νυχθημερόν, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμμία κλοπή. Με αυτές τις συνθήκες, όποιος επιχειρούσε να κλέψει το σώμα του Χριστού, θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτός. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι ο Χριστός αναστήθηκε!
Ας δούμε αλήθεια, πότε θα μπορούσαν να τον κλέψουν οι Μαθητές. Το Σάββατο; Μα σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, το Σάββατο δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορήσουν. Αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον  νόμο του Θεού, υπήρχε άλλο ουσιαστικό εμπόδιο, ο φόβος των Ιουδαίων. Πώς θα τολμούσαν αυτοί οι δειλοί άνθρωποι, οι μαθητές, να βγουν έξω από το σπίτι, από όπου εκρύβοντο από φόβο και για την δική του ζωή;  Με ποιό θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για έναν νεκρό; Προσμένοντας ποια αμοιβή;
Και στ’ αλήθεια, πού αλλού θα μπορούσαν να στηριχθούν οι μαθητές, για να διαδώσουν την φήμη της Αναστάσεως; Στη δεινότητα του λόγου τους; Ήσαν αγράμματοι ψαράδες. Στα πολλά τους πλούτη; Αυτοί δεν είχαν ούτε ραβδί, ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους ; Αυτοί ήσαν οι πιο άσημοι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Δεν ξεπερνούσαν του ένδεκα, που και αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους (ο Πέτρος) φοβήθηκε το λόγο μιας θυρωρού και μιας υπηρέτριας (παιδίσκης, δούλης) και όλοι οι άλλοι, όταν συνέλαβαν τον διδάσκαλό τους σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τολμούσαν να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης να διαδώσουν ένα πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν μια απλή γυναίκα θυρωρό, την θέα μόνο των δεσμών, την απειλή των Ιουδαίων, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς, με άρχοντες που είχαν κοσμική δύναμη, να υπερνικήσουν ξίφη, τιμωρίες, βασανιστήρια, να αψηφήσουν μύριους θανάτους, αν δεν είχαν την βοήθεια και την συμπαράσταση του Θεού και άν δεν είχαν την βεβαιότητα της Αναστάσεως ;
Ας ξαναρωτήσουμε όμως τους Εβραίους,  πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Πώς θα μπορούσαν να το κλέψουν, αφού ο τάφος ήταν σφραγισμένος και εφρουρείτο νυχθημερόν, τουλάχιστον από 6 στρατιώτες ανά πάσα στιγμή ;
Και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το παραμύθι της Αναστάσεως του Χριστού; Πώς μπορούσαν να είναι συνεννοημένοι και οι 11, για να κυκλοφορήσουν στα πέρα-τα του κόσμου ένα τέτοιο ψέμα ; Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι δειλοί να κάνουν κάτι τέτοιο ; Να κυλήσουν ένα μεγάλο λίθο και να μην γίνουν αντιληπτοί από τους άγρυπνους και άγριους φρουρούς; [¨Ας σημειώσουμε ότι ο Ρωμαίος διοικητής της Παλαιστίνης είχε διαθέσει στρατιωτική φρουρά στους Εβραίους για τη φύλαξη του Ναού. Γι΄ αυτό ο Πιλάτος τους είπε : «ἒχετε κουστωδίαν, ὓπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς  οἲδατε» (Ματθ. κζ΄ 65)].
       Με όσα όμως έκαναν οι Εβραίοι αυτοδιαψεύσθησαν, όταν πλήρωσαν τους στρατιώτες της φρουράς να διαδώσουν «ἡμῶν κοιμωμένων, οἱ μαθηταί ἦλθον νυκτός και ἒκλεψαν τό σώμα τοῦ Ἰησοῦ». ¨Αν δε πήγαιναν στον Πιλάτο να ζητήσουν κουστωδία για να ασφαλίσουν και να φρουρούν τον τάφο, πιο εύκολα θα μπορούσαν να διαδώσουν ένα τέτοιο ψέμα. Μα τώρα όχι. Η κλοπή του σώματος, χωρίς τα «ὀθόνια», δεν μπορούσε να διαφύγει την προσοχή τόσων στρατιωτών. Και έπειτα, αν οι μαθητές είχαν σκοπό να κλέψουν το σώμα, θα το έκαναν την πρώτη νύχτα, από Παρασκευή προς Σάββατο, όταν ακόμα δεν εφρουρείτο ο τάφος. Διότι τότε ήταν πιο εύκολο και ακίνδυνο. Αν το σώμα είχε κλαπεί το πρώτο βράδυ, η φρουρά θα είχε αποχωρήσει αμέσως, δεν θα είχε μείνει καθόλου στον τάφο. Διότι όλο το Σάββατο και το πρωί της επομένης (τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων) ο τάφος εφρουρείτο. Κάτι άλλο επίσης πολύ σημαντικό. Τι γύρευαν στο έδαφος τα οθόνια και το σουδάριον, που βρήκαν τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και ο Ιωάν-νης ; Εἰναι γνωστό ότι, είχε πάει στον τάφο πρώτη η Μαρία η Μαγδαληνή (μαζί με τις άλλες γυναίκες μυροφόρες) και άκουσε από τον  άγγελο: «οἶδα γάρ ὃτι Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε∙ οὐκ ἒστιν ὧδε∙ ἠγέρθη καθώς εἶπεν. Δεῦτε ἲδετε τόν τόπον ὃπου ἒκειτο ὁ Κύριος» (Ματθ. κη΄ 5). Επέστρεψε η Μαρία η Μαγδαληνή και ανήγγειλε το γεγονός στους μαθητές. Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης ανεχώρησαν εσπευσμένως για τον τάφο και τον βρήκαν κενό και τα οθόνια καταγής.
      Είναι προφανές, ότι άν οι μαθητές ήθελαν να κλέψουν το σώμα του Χριστού, δεν θα το έκλεβαν γυμνό. Διότι ήταν όχι μόνο ατιμωτικό για τον νεκρό, αλλά και ανόητο.Έπειτα, διότι για να ξετυλίξουν τα οθόνια, που ήσαν ποτισμένα με την αρωματική αλλά κολλητική σμύρνα, θα τους έπαιρνε πολλή ώρα και θα γίνονταν αντιληπτοί. Οπωσδήποτε, δεν θα φρόντιζαν να τα ξετυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ’ ένα μέρος. Θα άρπαζαν όπως όπως το σώμα και θα έφευγαν.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, προηγουμένως είχε περιγράψει ότι ο Ιησούς ετάφη έχοντας αλειφθεί με σμύρνα  – μιά αρωματική, πυκνόρευστη αλλά καί κολλητική ουσία –  και τυλιχθεί με οθόνια, το σώμα, και σουδάριο, το κεφάλι.)
Επίσης, το να τοποθετήσουν χωριστά τα οθόνια και χωριστά το σουδάριο τυλιγμένο, δεν ήταν έργο βιαστικών και ανήσυχων κλεπτών. Και από αυτή τη λεπτομέρεια, αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Γι’ αυτό και οι Αρχιερείς έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντάς τους : «Πείτε εσείς πως τον έκλεψαν και μεις θα φροντίσουμε να πείσουμε τον ηγεμόνα να μην σας ζητήσει ευθύνες». Υποστηρίζοντας ότι οι μαθητές το έκλεψαν ομολογούν εμμέσως ότι το σώμα δεν ήταν μέσα στον τάφο. Ομολογούν εμμέσως, ότι ο Χριστός ανέστη αφού η κλοπή ήταν αδύνατη με τα μέτρα που είχαν πάρει. Αυτά, όσον αφορά στον τάφο, το σώμα και την κλοπή.
Κατόπιν αυτών εγείρεται ένα σοβαρό ερώτημα. Αφού οι Ιουδαίοι Αρχιερείς και Γραμματείς Τον αμφισβητούσαν, γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε αναστάς σ’ αυτούς ; Η απάντηση  είναι ότι δεν υπήρχε ελπίδα να πιστέψουν. Αν υπήρχε έστω και μικρή ελπίδα να πιστέψουν ο Χριστός δεν θα αμελούσε να τους φανερωθεί.
Ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η Ανάσταση του Λαζάρου. Αν και ο Λάζαρος ήταν τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει (όπως είπε η αδελφή του η Μάρθα), ο Χριστός τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων, αποδεικνύοντας τη Θεϊκή Του δύναμη. Παρά ταύτα, οι Ιουδαίοι άρχοντες του λαού όχι μόνο δεν πίστεψαν στον Χριστό, αλλά εξαγριώθηκαν εναντίον Του και ήθελαν να σκοτώσουν και τον Χριστό και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν δεν πίστεψαν με την Ανάσταση του Λαζάρου και εξαγριώθηκαν, η Ανάσταση του Χριστού θα τους εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο. Ήσαν τυφλοί από μίσος και πωρωμένοι στην απιστία τους. Έτσι,  ακόμα και να τους εμφανιζόταν ο Χριστός αναστάς δεν θα Τον πίστευαν. Επομένως η εμφάνισή Του ήταν περιττή. Επί πλέον ο Χριστός δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάσει την θέληση τους.
Αντίθετα για να άρει κάθε αμφιβολία για την Ανάστασή Του (από όλους τους  μελλοντικούς μαθητές), εμφανιζόταν επί 40 μέρες στους μαθητές του, συνομιλούσε και συνέτρωγε μαζί τους. Στο Θωμά που δικαιολογημένα έδειξε δυσπιστία, φανέρωσε τα σημάδια στο σώμα Του, από τα καρφιά και τη λόγχη. Έτσι έγινε ο Θωμάς ο αντιπροσωπευτικός αυτόπτης μάρτυς για όλες τις εποχές. Τέλος εμφανίστηκε στη Γαλιλαία σε ένα πλήθος περισσοτέρων από 500 ανθρώπους.
Μερικοί ρωτούν, γιατί ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του δεν έκανε μεγάλα και εντυπωσιακά θαύματα, ώστε να πιστέψουν όλοι, αλλά μόνο συνέφαγε και συνομίλησε με τους μαθητές Του ; Το μεγαλύτερο θαύμα ήταν η Ανάστασή Του. Ο Χριστός δεν θέλησε ποτέ να παραβιάσει τη θέληση κανενός. Ο εντυπωσιασμός ήταν έξω από τη λογική Του.
Ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως και της Θεϊκής ενισχύσεως που πήραν οι μαθητές από αυτήν είναι, η μετατροπή της δειλίας τους σε τόλμη. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν 12 αγράμματοι και φτωχοί αλιείς, χωρίς την βοήθεια του Θεού, να κατακτήσουν πνευματικά την οικουμένη και να νικήσουν την βαθιά ριζωμένη αμαρτία του ειδωλολατρικού κόσμου ; Αλλά και αν ακόμα οι Απόστολοι ήσαν ένδοξοι, πλούσιοι και μορφωμένοι, θα ήταν παράτολμο να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο.
Αν δεν είχε γίνει η Ανάσταση του Χριστού, με ποιές ελπίδες και προσδοκίες, θα είχαν διασπαρεί στα πέρατα της οικουμένης οι Απόστολοι, γιά να διδάξουν τους ανθρώπους την έλευση της Βασιλείας του Θεού, άν δεν απέβλεπαν στα μελλοντικά αγαθά αυτής της Βασιλείας; Αντί να πείσουν τους ανθρώπους θα εισέπρατταν, την τιμωρία του Θεού.
Άλλωστε, ακόμη και αν είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, η προθυμία τους θα έσβηνε μόλις εκείνος πέθαινε. Όπως συνέβη καί στην πραγματικότητα. Όλοι οι μαθητές πλήν του Ιωάννη του Θεολόγου εγκατέλειψαν από φόβο τον Διδάσκαλό Τους όταν εκείνος συνελήφθη και εσταυρώθη.
Εάν δεν είχε αναστηθεί ο Χριστός, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι’ αυτόν, αλλά θα  τον θεωρούσαν «απατεώνα». Διότι τους είχε πεί «μετά τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι». Τους είχε υποσχεθεί την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος (τοῦ Παρακλήτου, ὃστις ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν), την επιτέλεση θαυμάτων, όσα έκανε Εκείνος «καί μείζονα τούτων». Εάν αυτές οι υποσχέσεις Του δεν είχαν πραγματοποιηθεί, τι θα έβγαιναν να διδάξουν στην Οικουμένη; Εάν δεν είχε αναστηθεί πραγματικά ο Χριστός, για ποιο λόγο θα εκήρυτταν ότι αναστήθηκε ; Επειδή δήθεν Τον αγαπούσαν; Μα τότε θα έπρεπε να Τον μισούν διότι τους εξαπάτησε. Τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες, τους ξεσήκωσε από τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους, τις δουλειές τους και ύστερα τους πρόδωσε. Αν ήταν κοινός θνητός, δεν θα  έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια;
Επομένως, εάν δεν είχε πραγματικά αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο από αυτό που έκαναν τώρα. Είναι γνωστό ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο(*) για να πουν, ότι την νύχτα οι μαθητές έκλεψαν το σώμα, ενώ αυτοί εκοιμώντο (**). Εάν λοιπόν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί και πήγαιναν οι μαθητές στους Ιουδαίους και έλεγαν «εμείς κλέψαμε το σώμα» πόσες τιμές και χρήματα δεν θα απολάμβαναν, αντί των μυρίων κινδύνων και διωγμών τους οποίους υπέστησαν; Ποιος θα ήταν τρελός να διακινδυνέψει για ένα ψέμα;
Ακόμα και αν ήθελαν να διδάξουν τον κόσμο τα όσα είχε πει ο Ιησούς, πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα ενός απατεώνα, αν αυτός δεν είχε αναστηθεί; Ήδη, όταν 40 ημέρες πριν τη σύλληψή Του, άρχισε να τους προετοιμάζει γι’ αυτό που θα συνέβαινε, οι περισσότεροι μαθητές πάγωσαν από το φόβο τους: «εἶπεν οὖν Θωμάς ὁ λεγόμενος δίδυμος· ἂγωμεν καἰ ἡμεῖς ἳνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Ο Πέτρος που έκανε το γενναίο και δήλωνε αποφασισμένος να πεθάνει μαζί Του, Τον αρνήθηκε τρεις φορές με όρκο μπροστά σε ασήμαντους ανθρώπους και Τον εγκατέλειψε μαζί με τους άλλους μαθητές, πλήν του Ιωάννη.
Πώς λοιπόν, αν δεν ανασταινόταν ο Χριστός – αφού όλοι στην Ιερουσαλήμ παρακολούθησαν τη σύλληψη, τη δίκη και τη σταύρωση του Χριστού – δεν θα είχαν πέσει οι μαθητές σε μεγάλη απογοήτευση και θα ζητούσαν να ανοίξει η γη να τους καταπιεί ; Πώς θα μπορούσαν  να βεβαιώσουν ότι είδαν τον Αναστάντα, σε ανθρώπους που κατοικούσαν στην Ιουδαία, πριν πάνε να διδάξουν σε ξένες χώρες ; Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως σ’ αυτούς που είχαν οι ίδιοι συμμετάσχει στο φοβερό έγκλημα της σταυρώσεως Του αναμάρτητου ευεργέτου, σε εκείνους που ενέπαιξαν, εσταύρωσαν και έθαψαν τον Χριστό; Μερικοί όμως από τους «σταυρώσαντες» έγιναν «πιστεύσαντες», ώστε η παρανομία της Σταυρώσεως να γίνει απόδειξη της Αναστάσεως.


(*)  Η Παράδοση διασώζει ότι  δύο από τους 24 στρατιώτες της φρουράς αρνήθηκαν να πάρουν χρήματα για να ψευδομαρτυρήσουν «ότι οι μαθητές ήλθαν την νύχτα , ενώ οι φρουροί εκοιμώντο, και έκλεψαν το σώμα του Ιησού». Αυτοί οι δύο έφυγαν στην Καπαδοκία με τον εκατόνταρχο Λογγίνο (τον επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος που εκτέλεσε την θανατική καταδίκη του Χριστού), ο οποίος σύμφωνα μα τα Ευαγγέλια, είχε πιστέψει στην Θεότητα του Χριστού. Εκεί εκήρυτταν τον Χριστό ως Υιό του Θεού, ώσπου εκτελέστηκαν με διαταγή του αυτοκράτορος Τιβερίου, κατόπιν αιτήματος του Πόντιου Πιλάτου. Προς επιβεβαίωση εστάλη, στον Πιλάτο το κεφάλι του Λογγίνου.
(**) Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, αφού εκοιμώντο οι στρατιώτες και δεν αντελήφθησαν τί έγινε, πως είδαν ποιός  έκλεψε το σώμα του Ιησού ;
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη στην Ιουδαία και στα πέρατα της οικουμένης, σημαίνει ότι οι μαθητές στο όνομα του Χριστού έκαναν θαύματα. Αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί και παρέμενε νεκρός, πώς οι μαθητές στο όνομά Του θα έκαναν θαύματα: Πώς πάλι θα έπειθαν τον κόσμο, χωρίς θαύματα ; Προφανώς αν δεν έκαμαν θαύματα, διότι πράγματι έκαμαν, και κυριαρχούσαν πνευματικά παντού, αυτό θα ήταν ακόμα πιο αξιοθαύμαστο. Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι 12 απλοϊκοί ψαράδες, αλλά μόνο με τη θεϊκή δύναμη και χάρη, που ακολουθούσε το κήρυγμά τους. Ήταν αδύνατο, να έχει οποιαδήποτε επί-δραση στους ανθρώπους το κήρυγμα των απλοϊκών ψαράδων της Γαλιλαίας, αν δεν ενεργούσε  η δύναμη της Αναστάσεως και το Άγιο Πνεύμα, ώστε να κάνουν τέτοια εκπληκτικά πράγματα σε τόσο αντίξοα περιβάλλοντα. Αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, πώς έγιναν στο όνομά του μεγα-λύτερα θαύματα από όσα έκανε εν ζωή ο ίδιος ο Κύριος; Μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση ;
α)  Κατά τη φύση, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των Αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα (βλ. Πέτρος) .
β)   Κατά τον τρόπο, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε, άγγιζε, έφτιαχνε πηλό και θαυματουργούσε. Μετά την Ανάστασή Του, απλοί άνθρωποι με πίστη επικαλούμενοι το όνομά Του, επιτελούσαν μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα θαύματα,
Γι’ αυτό οι Πατέρες όρισαν, μετά την Ανάσταση του Χριστού να διαβάζονται στην θεία λατρεία οι Πράξεις των Αποστόλων, που περιγράφουν τα άπειρα θαύματα που έγιναν στο όνομα του Αναστάντος Χριστού και που επικυρώνουν έμπρακτα την Ανάστασή Του.
Ήταν σωστή και θεόπνευστη η παρατήρηση του περίφημου Ιουδαίου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ στο Μεγάλο Συνέδριο (Πραξ. ε′ 36-37) υπέρ των Αποστόλων, ο οποίος υπενθύμισε στους Ιουδαίους τις περιπτώσεις του Θευδά και του Ιούδα. Αυτοί ξεσήκωσαν τον λαό και είχαν οπαδούς. Όταν όμως εφονεύθησαν τα κινήματά τους διαλύθηκαν. Και συνέχισεν ο Γαμαλιήλ: «καί τά νῦν λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε (απομακρυνθείτε, μήν ασχολείσθε) ἀπό τῶν ἀνθρώπων τούτων (δηλ. των Αποστόλων) και ἐάσατε (αφήστε ελεύθερους) αὐτούς· ὃτι ἐάν ἦ ἐξ ἀνθρώπων (διότι άν είναι έργο ανθρώπινο) ἡ βουλή αὓτη (αυτό που σκέπτονται) ἢ τό ἒργον τοῦτο (ή αυτό που κάνουν), καταλυθήσετε (θα διαλυθεί μόνο του). Εἰ δέ ἐκ Θεοῦ ἐστίν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μήποτε καί θεομάχοι εὑρεθῆτε».
Όσοι δεν είδαμε τον Αναστάντα με τα μάτια του σώματος, μπορούμε να Τον δούμε με τα μάτια της πίστεως, μέσω των θαυμάτων. Η επίδειξη των θαυμάτων, μας χειραγωγεί στην απόδειξη της Αναστάσεως.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Σταυρωμένος Χριστός, έδειξε μετά τον θάνατό Του τόση δύναμη, ώστε έπεισε εκατομμύρια ανθρώπους να περιφρονήσουν διωγμούς μαστιγώσεις, κινδύνους και θάνατο, να εγκαταλείψουν πατρίδα, φίλους, συγγενείς για χάρη Του. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού μέσα στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Οι δειλοί μαθητές και ο Πέτρος όσο ζούσε ο Χριστός, τον εγκατέλειψαν και σκόρπισαν. Πού βρήκαν το θάρρος να Τον κηρύξουν στα πέρατα της οικουμένης, αν δεν Τον είχαν δει Αναστάντα, δεν είχαν φάει και συνομιλήσει μαζί Του ; Αλλά όχι μόνο οι μαθητές που Τον έζησαν από κοντά, αλλά και τόσα εκατομμύρια ανθρώπων που τους ακολούθησαν, άνδρες και γυναίκες, νεανίσκοι και παρθένες, μικρά παιδιά και υπερήλικες, που πείσθηκαν να αψηφήσουν θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, τα βασανιστήρια, κάθε είδους τιμωρία, να θυσιάσουν την παρούσα ζωή και να σπεύσουν για τη μέλλουσα Βασιλεία. Είναι αυτό κατόρθωμα ενός μάγου, ενός αγύρτη ; Όχι βέβαια. Μάγοι και αγύρτες πέρασαν και έσβησαν. Ξεχάστηκαν μόλις πέθαναν. Μόνο ο εσταυρωμένος και Αναστάς Σωτήρας Χριστός μένει εις τον αιώνα και αποτελεί έκτοτε την μοναδική ελπίδα όλης της ανθρωπότητας, «τόν πρωτότοκον τῶν νεκρῶν», που πρώτος αναστάς  βγήκε από την κοιλιά του Άδη και αποτέλεσε «την ἀπαρχήν πάντων τῶν κεκοιμημένων». Η Ανάσταση είναι η ελπίδα της νέας μελλοντικής ζωής στη Βασιλεία του Θεού.
  Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!  Αὐτῷ  ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας! ΑΜΗΝ!   
το είδαμε εδώ

Γιατί φοβόμαστε τον θάνατο;

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
Του Δημήτρη Κούκη, παιδοψυχολόγου, ψυχοθεραπευτή

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί η σκέψη του θανάτου μας παγώνει;
Γιατί η σκέψη ότι μπορεί να χάσουμε αγαπημένα πρόσωπα μας τσακίζει; Γιατί η σκέψη ότι εμείς μπορεί να πεθάνουμε και να μην ξαναδούμε ανθρώπους που αγαπάμε, μας μουδιάζει; Γιατί ο θάνατος σαν έννοια μας φοβίζει, μας τρομοκρατεί; 
Στο επιστημονικό άρθρο που θα διαβάσετε θα κατανοήσετε πλήρως γιατί μας καταλαμβάνει ο φόβος του θανάτου, γιατί αναρωτιόμαστε εάν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο και ποιος ο ρόλος της θρησκείας και των φιλοσόφων σε αυτό...

Ο βασικότερος αντίπαλος της πίστης και της εμπιστοσύνης είναι ο φόβος. Ένας φοβισμένος άνθρωπος βιώνει επώδυνα το συναίσθημα της απόγνωσης και στην προσπάθειά του να αποφύγει τις φοβίες του, συχνά απομακρύνεται από τον πυρήνα της ύπαρξής του.

Ο πιο σημαντικός φόβος ίσως είναι αυτός του θανάτου, που αποτελεί πανανθρώπινο κι οικουμενικό φαινόμενο και είναι διαρκώς παρών στη σκέψη των ανθρώπων καραδοκώντας σε σκοτεινές πλευρές του μυαλού τους. Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου του θανάτου μας εμποδίζει να απολαύσουμε τη ζωή και συχνά πυροδοτεί εκδηλώσεις ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς, όπως η κατάθλιψη ή οι κρίσεις πανικού. Κάποιοι φτάνουν στο σημείο να μισήσουν την ίδια τη ζωή, λόγω της απειλής του θανάτου.

Οι άνθρωποι βιώνουμε το θάνατο άλλοτε ως προσωπική αποτυχία ή ως αδικία, άλλοτε ως χρεοκοπία της ιατρικής και της επιστήμης, άλλοτε ως αδυναμία να κρατήσουμε στη ζωή αυτούς, που αγαπάμε με τρόπο μαγικό.

Ο φόβος του θανάτου πολλές φορές καταλαμβάνει τόσο χώρο και χρόνο στη ζωή μας, ώστε αδυνατούμε να ζήσουμε την ίδια τη ζωή. Είναι τόσο έντονη η παρουσία του, που αποτελεί μια διαρκή απειλή. Κάποιοι πιστεύουν ότι πάσχουν από αμέτρητες αρρώστιες.... Κάποιοι προσπαθούν να προβλέψουν το τέλος της ζωής, για να εμποδίσουν τον ερχομό του ή γίνονται ατρόμητοι για να φοβίσουν το θάνατο... Κάποιοι αναζητούν την αιωνιότητα μέσα από την υστεροφημία, την κοινωνική καταξίωση, την απόκτηση πλούτου και δύναμης… Κάποιοι στρέφονται σε «υπερφυσικές» θρησκευτικές δοξασίες και αστρολογικές προβλέψεις…

Παρ’ όλα αυτά η οδύνη του θανάτου κυριεύει τη ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων κι αναστατώνει τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Η πλήρης άρνηση του επερχόμενου τέλους της ζωής, όπως και η εμμονή σε σκέψεις για το θάνατο, φανερώνουν τον ίδιο ακριβώς φόβο: να κοιτάξουμε κατάματα το θάνατο.

Ο φόβος του θανάτου υπάρχει πάντα κάτω από την επιφάνεια. Μας κυνηγάει σε όλη μας τη ζωή και εμείς χτίζουμε αμυντικούς μηχανισμούς, για να μπορέσουμε να χειριστούμε την επίγνωση του θανάτου. Δεν μπορούμε όμως να τον βγάλουμε απ' το μυαλό μας. Ξεσπάει σε κάθε εφιάλτη μας. «Προτιμάμε καλύτερα να πεθαίνουμε κάθε ώρα από το φόβο του θανάτου, παρά να πεθάνουμε μια φορά» αναφέρει ο Σαίξπηρ.

Αλλά το ζήτημα του θανάτου απασχολούσε έντονα τους ανθρώπους ήδη από πολύ παλιά. Ο Σωκράτης ζητούσε από τους ανθρώπους να σκεφτούν και να φιλοσοφήσουν πάνω σε θέματα ζωής και θανάτου και να τα αποδεχτούν, ενώ ο Επίκουρος πίστευε, ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία και θεωρούσε βασικότερη αιτία δυστυχίας τον πανταχού παρόντα φόβο μας για το θάνατο.

Η Αγία Γραφή, ως έκφραση της Θείας Αποκάλυψης τού Θεού στον άνθρωπο, αναφέρεται σε ισόβιους δούλους για το φόβο του θανάτου "και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας" (Εβραίους 2/β: 14,15).

Όσο για την σύγχρονη επιστήμη, κατάφερε μεν να εμποδίζει την έναρξη της ζωής, δε μπόρεσε ωστόσο να νικήσει το τέλος της.

Κι ο Γούντι Αλεν ευφυολογώντας ανέφερε ενδεικτικά: «Δεν φοβάμαι το θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει»!

Ο σημαντικότερος εν ζωή υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής, ο Irvin Yalom, μας προσκαλεί να μην αγνοήσουμε το θάνατο, ούτε να τον ξορκίσουμε, αλλά να πετύχουμε το δυσκολότερο: να συμφιλιωθούμε μαζί του και να αναμετρηθούμε με το μεγαλύτερο ανθρώπινο φόβο.

Αν κάτι καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω, είναι ότι τελικά ο φόβος του τέλους της ζωής αγγίζει σε υπαρξιακό επίπεδο ευαίσθητες και κρίσιμες πτυχές της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, κι όχι μόνο του τέλους της. Ο θάνατος και η εσωτερική επεξεργασία του θανάτου αναδεικνύει ξεκάθαρα τη συνολικότερη θεώρηση του καθενός μας για το νόημα της ζωής, για τις σχέσεις με τον εαυτό μας, τους άλλους και τον κόσμο, για το πεπερασμένο της ύπαρξης. Είναι πραγματικά μια βιαιότητα η εμπειρία του πένθους, είναι όμως σημαντικό να αναγνωρίσουμε, ότι η ύπαρξη του θανάτου μάς βοηθά να ζήσουμε καλύτερα.

Η χαρά, η νοηματοδότηση της ζωής, οι αναμνήσεις και οι εγγραφές από το παρελθόν, η μοναξιά, η απόγνωση, η ελευθερία, η φθορά, η αρρώστεια... μας οδηγούν να αναμετρηθούμε με τα δεδομένα της ύπαρξης και συνταράσσουν ενδότερες δομές της ψυχής μας. Η επεξεργασία του θανάτου αποτελεί την πιο σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας, καθώς ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε το επερχόμενο τέλος, εξαρτάται από το πώς βιώνουμε την ίδια τη ζωή μας. Και τελικώς, όταν κάποιος δεν συλλαμβάνει το μεγαλείο της ζωής, γιατί να τον απασχολεί ο θάνατος;

Αν προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα τον συλλογισμό μας, θα καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος φοβάται το χρόνο, καθώς αναζητά απεγνωσμένα να ανακαλύψει το μέλλον του, αντί να προσπαθεί να το διαμορφώσει. Και η αδυναμία του να ελέγξει τη ζωή του, τον κρατά καθηλωμένο στο ίδιο σημείο, σταματημένο και στατικό. Ο φόβος υπερτερεί μπροστά στην προσωπική ανάληψη ευθύνης κι ακολουθεί η πλήρης απουσία προσωπικής ελευθερίας. Συνεπώς η μελέτη του θανάτου από αδυναμία μπορεί να γίνει ανάληψη ευθύνης και κατάκτηση ελευθερίας.

Με λίγα λόγια, μιλώντας για το θάνατο, ουσιαστικά μιλάμε για τη ζωή. Και η επεξεργασία του θανάτου μπορεί να χαρίσει στη ζωή ένα νόημα που δεν είχε πριν, αν μετακινηθούμε εσωτερικά από την άρνηση του θανάτου στην αποδοχή της ζωής κι από την απελπισία για το αύριο στη φροντίδα για το τώρα. Αντ’ αυτού, μερικές φορές αναβάλλουμε την ίδια μας τη ζωή, επειδή νοιώθουμε πολύ απασχολημένοι με τα μικρά θέματα που εμφανίζονται.

Η συνάντηση με το θάνατο, άρα, δεν καταλήγει υποχρεωτικά σε απόγνωση, που στερεί τη ζωή από κάθε σκοπό. Αντίθετα, είναι μία εμπειρία που θα μας ξυπνήσει και θα μας οδηγήσει σε μια ζωή πιο πλήρη. Ο φόβος του θανάτου είναι στην ουσία ο φόβος του ανεκπλήρωτου. Γι αυτό και αρπαζόμαστε απ’ τη ζωή, γιατί βιώνουμε τη ζωή μας ως κάτι ανεκπλήρωτο.

Η αγωνία του θανάτου επισκέπτεται κάθε ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί βαθιά και περιεκτική εξερεύνηση της πορείας του νοήματος της ζωής ενός ανθρώπου. Και δεδομένου ότι ο θάνατος κατέχει τόσο κεντρική θέση στην ύπαρξη μας και ότι ζωή και θάνατος αλληλοεξαρτώνται, δεν είναι δυνατόν να τον αγνοήσουμε.

Ο θεραπευτής στοχεύει να συνδεθεί βαθιά κι αυθεντικά με τους ασθενείς του και καλείται πάντοτε, όχι απλώς να διαχειριστεί τη συμπτωματολογία των περιστατικών, αλλά να αναδείξει και να επεξεργαστεί τη συνολικότερη θεώρηση του θεραπευόμενου για το νόημα της ζωής, για τις έσχατες έγνοιες της ύπαρξης, όπως η φθορά, η ελευθερία, η υπαρξιακή απομόνωση, για τις διαπροσωπικές του σχέσεις, για το πεπερασμένο της ύπαρξης…

Κι ασφαλώς κάθε θεραπευτής μέσα από μία τέτοια διαδικασία, μοιραία αναμετράται και ο ίδιος με τα δικά του υπαρξιακά σκοτεινά σημεία περί ζωής και θανάτου.

Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται στο αγωνιώδες νεανικό μήνυμα που συναντάμε σε γκράφιτι γραμμένο στους τοίχους της πόλης: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Τελικά η ανθρώπινη απόγνωση δεν πηγάζει μόνο από απωθημένα ένστικτα, διαταραγμένους τρόπους σκέψης ή τραυματικές μνήμες… αλλά κυρίως από μια κατά πρόσωπο συνάντηση με την ύπαρξή μας, που αξίζει να την δούμε με χαρά.

Πηγή

Ο Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Πελοποννήσιος

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!



Μαρτύρησε στην Τρίπολη στις 14 Απριλίου 1803
Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Λιγούδιτσα της Αρκαδίας.
Βρέφος ακόμη έμεινε ορφανός μαζί με ένα άλλο αδελφό και ο πατέρας τους,Ηλίας, πήρε δεύτερη γυναίκα. Η μητριά τους όμως ήταν όντως μητριά και τα δυο αδέλφια, μόλις μεγάλωσαν λίγο, έφυγαν από το σπίτι τους εξαιτίας της κακομεταχείρισης. Ο μεν μεγαλύτερος αδελφός πήγε στην Τριπολιτσά και έγινε υπηρέτης σε ένα τούρκικο σπίτι, ο δε μικρότερος ο Δημήτριος προσκολλήθηκε ως βοηθός σε κάποιους χτίστες, οι οποίοι πήγαιναν από τόπο σε τόπο για να χτίζουν. Κάποτε πήγαν και στην Τρίπολη κι εκεί ο Δημήτριος έκανε παρέα με τουρκόπουλα.Κάποια μέρα, εξαιτίας μιας ασήμαντης αφορμής,άφησε τους χτίστες και πήγε υπηρέτης σε κάποιο τουρκόσπιτο. Σιγά σιγά λόγω της παιδικής αφέλειας κατάφεραν τα αφεντικά του να τον εξισλαμίσουν. Όταν το έμαθε ο μεγαλύτερος αδελφός του πήγε και τον συνάντησε και,αντί να λυπηθεί, να τον ελέγξει και να τον συμβουλέψει, για το μεγάλο κακό που είχε πάθει,εξισλαμίστηκε κι αυτός.
Μόλις το έμαθε ο πατέρας τους ήρθε στην Τρίπολη να τους βρει. Τι έγινε με τον μεγαλύτερο δεν γνωρίζουμε. Ο μικρότερος, ο Δημήτριος, μόλις το έμαθε, κρύφτηκε και δεν τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά στον πατέρα του, είτε από ντροπή είτε από τον φόβο του αφεντικού του. Έτσι ο πατέρας φαινομενικά έφυγε άπρακτος, ουσιαστικά όμως η παρουσία του έφερε αποτέλεσμα. Διότι ο Δημήτριος άρχισε να σκέπτεται πόσο λυπήθηκε ο πατέρας του και πόσο μεγάλο κακό έκανε, αφού ο πατέρας του έκανε τόσο κόπο να έλθει από το χωριό για να τον συναντήσει. Άρχισε λοιπόν να λυπάται, να κατακρίνει τον εαυτό του και να γεννώνται μέσα του λογισμοί μετανοίας και επιστροφής στον Χριστό.
Με την πρώτη ευκαιρία, έφυγε από το τουρκόσπιτο με σκοπό να επιστρέψει στο σπίτι του. Όμως δεν γνώριζε τον δρόμο και κατέληξε στη Στεμνίτσα. Εκεί τον φιλοξένησε μια Χριστιανή, η οποία του εξήγησε πως πήρε λάθος δρόμο και πρέπει να επιστρέψει και να ξεκινήσει πάλι έχοντας οδηγό. Επέστρεψε και περίμενε ευκαιρία να φύγει. Στο μεταξύ εξασκούσε την τέχνη του κουρέα, αφού το αφεντικό του ήταν κουρέας και είχε και κουρείο. Δεν μπορούσε όμως να ησυχάσει η συνείδησή του.
Κάποια μέρα συνάντησε μερικούς Χριστιανούς, οι οποίοι πήγαιναν στη Σμύρνη. Έτσι αποφάσισε να αλλάξει σχέδιο και να τους ακολουθήσει. Από τη Σμύρνη κατέληξε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου είχε κάποιους γνωστούς. Εκεί εξομολογήθηκε σε ένα πνευματικό, όμως, εξαιτίας της παρουσίας πολλών Τούρκων, ο πνευματικός ήθελε να τον στείλει σε ασφαλέστερο τόπο. Συνέβη μάλιστα και επιδημία πανώλης στην περιοχή και αναγκάστηκε ούτως ή άλλως να φύγει.
Με τη φώτιση του Θεού και τη βοήθεια κάποιων Χριστιανών, κατέληξε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, που βρισκόταν σ’ ένα νησάκι στον κόλπο, ανάμεσα στο Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια. Εκεί στο ασφαλές περιβάλλον της Μονής, εξομολογήθηκε στον ηγούμενο και επανεντάχθηκε στην Εκκλησία, σύμφωνα με την τάξη, με το μυστήριο του Χρίσματος.
Αφού ηρέμησε κάπως η συνείδησή του, έφυγε από το μοναστήρι και εργάστηκε στα Μοσχονήσια, ένα χρόνο καφετζής και κατόπιν στις Κυδωνιές ως κουρέας και κέρδισε πολλά γρόσια. Έκανε μάλιστα και μια ωραία κανδήλα δώρο στην Μονή για την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως άναψε μέσα του η αγάπη για τον Χριστό και ο πόθος για μαρτύριο. Από τότε μάλιστα που άκουσε για το νεοτύπωτο Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγίου Νικοδήμου και πληροφορήθηκε για τους Νεομάρτυρες, θέριεψε μέσα του ο πόθος για ομολογία και μαρτύριο. Πήγε λοιπόν στον ηγούμενο του Τιμίου Προδρόμου και του εξομολογήθηκε την επιθυμία του και τον παρακάλεσε να τον καθοδηγήσει, ώστε να πραγματοποιήσει τον σκοπό του.
Ο ηγούμενος τον έστειλε με συστατικό γράμμα στη Χίο, όπου εφησύχαζε ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, πρώην Κορίνθου, γνωστός αλείπτης και άλλων Νεομαρτύρων. Ο Άγιος τον δέχτηκε με πολλή αγάπη, τον παρηγόρησε, τον επαίνεσε για την αγάπη του στον Χριστό και την επιθυμία του για ομολογία. Του τόνισε όμως ότι και με τη μετάνοια μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος, όσες και όποιες και όσο μεγάλες αμαρτίες και αν έχει κάνει. Τον παρότρυνε μάλιστα να εγκαταλείψει την ιδέα του μαρτυρίου, λόγω του νεαρού της ηλικίας μήπως δεν αντέξει στα βασανιστήρια και υποπέσει στο ίδιο σοβαρό αμάρτημα της άρνησης για δεύτερη φορά. Με πολλά επιχειρήματα προσπαθούσε να τον αποτρέψει από το μαρτύριο. Ο Άγιος άκουγε με σεβασμό τα όσα του έλεγε ο Άγιος Μακάριος χωρίς να απαντά, όμως μέσα στην καρδιά του η αγάπη για τον Χριστό ήταν σαν φωτιά. Έτσι άρχισε να αγωνίζεται πνευματικά με αδιάλειπτη προσευχή, αγρυπνία σχεδόν ολονύκτια, αμέτρητες γονυκλισίες, νηστεία, παρακλήσεις στην Υπεραγία Θεοτόκο και συνεχή δάκρυα. Έκλαιε πικρά ως άλλος Απόστολος Πέτρος για την άρνησή του, αν και όλα αυτά του φαίνονταν πολύ μικρά για την εξιλέωσή του. Για να ασκηθεί περισσότερο, πήγαινε σε ένα κοντινό σπήλαιο, παρά το κρύο του χειμώνα, όπου υπήρχε και πηγή, κρύβοντας την άσκησή του, όσο μπορούσε.
Αφού ετοιμάστηκε πνευματικά κατά την κρίση του αλείπτου του, Αγίου Μακαρίου, και αφού εξομολογήθηκε καθαρά όλα του τα αμαρτήματα από τότε που θυμόταν, τον συμβούλευσε και πάλι ο πνευματικός να παραιτηθεί από τον στόχο για μαρτύριο. Εκείνος σιωπούσε μεν εξωτερικά, η καρδιά του όμως σκιρτούσε για την ομολογία. Έτσι μη μπορώντας να αναβάλει άλλο, ζήτησε την άδεια του γέροντά του να πάει στον τόπο που αρνήθηκε, να βρει τον αδελφό του, να τον νουθετήσει για την πτώση του αλλά και να ομολογήσει και να μαρτυρήσει. Ο Άγιος Μακάριος βλέποντας τη σταθερότητά του,αφού τον νουθέτησε, προσευχήθηκε και τον άφησε με την ευχή του να αναχωρήσει, δίνοντάς του και συστατικό γράμμα για κάποιο λόγιο κληρικό και πνευματικό στο Άργος, για να του συμπαρασταθεί. Πηγαίνοντας στο Άργος δεν βρήκε τον συγκεκριμένο πνευματικό, διότι απουσίαζε. Έμεινε τότε κοντά σε ένα φιλάρετο Χριστιανό, περιμένοντας να επανέλθει ο διδάσκαλος, συνεχίζοντας τον πνευματικό αγώνα του με προσευχή, αγρυπνία, νηστεία και δάκρυα. Καθώς οι μέρες περνούσαν και αργούσε ο διδάσκαλος να επιστρέψει,ο Δημήτριος μη μπορώντας να συγκρατήσει τη φλόγα της καρδιάς του ξεκίνησε για την Τρίπολη μαζί με ένα θεοσεβή Χριστιανό. Οι κληρικοί οι οποίοι έμαθαν τον σκοπό της άφιξής του στην Τρίπολη προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, προβάλλοντας τους γνωστούς λόγους και φοβούμενοι την αντίδραση των Τούρκων. Ο Άγιος όμως με μεγάλη ταπείνωση τους ησύχασε.
Αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων ήρθε στην αγορά της Τριπολιτσάς μήπως και τον αναγνωρίσει κανένας. Κανένας όμως δεν τον αναγνώρισε. Τελικά με την ευλογία του ευλαβέστατου ιερέως Αντωνίου πήγε στο κουρείο του αφεντικού του, τους χαιρέτησε με το Χριστός Ανέστη, ήταν η εβδομάδα μετά την Κυριακή του Θωμά. Όταν τον ρώτησαν ποιος είναι,τους απάντησε :
Εγώ είμαι ο Δημήτριος που σε αυτό το καταραμένο εργαστήρι αρνήθηκα τον Χριστό και ήρθα τώρα για να χύσω το αίμα μου γι’ Αυτόν.
Οι Χριστιανοί μόλις το άκουσαν, αμέσως έφυγαν.
Ένας βοηθός του αφεντικού, τουρκόπουλο, του λέει :
Τι είναι αυτά, Μεϊμέτ, έλα στα συγκαλά σου, δε λυπάσαι τη ζωή σου; Θα σε σκοτώσουν οι Τούρκοι.
Εγώ γι’ αυτό ήρθα, του λέει ο Άγιος.
Ε, έλα μέσα στην αυλή, να σου κόψω εγώ το λαιμό με το ξυράφι.
Αμέσως ο Άγιος έτρεξε και πρότεινε τον λαιμό του, το τουρκόπουλο όμως έφριξε και πετάχτηκε έξω λέγοντάς του, από άλλον να το εύρεις.
Στο μεταξύ ήρθε ο πρώην αφέντης του και άρχισε με απειλές και κολακείες να προσπαθεί να τον μεταστρέψει, χωρίς αποτέλεσμα. Του πρότεινε και ΧΡΗΜΑΤΑ, για να φύγει μακριά και εκεί να ζει ως Χριστιανός. Ούτε και σ’ αυτό ενέδωσε.
Έλεγε μόνο, Χριστιανός είμαι, δεν φεύγω.Ήρθα να ομολογήσω την πίστη μου και να χύσω το αίμα μου για τον Χριστό μου.
Στο μεταξύ διαδόθηκε το γεγονός και οι μεν Χριστιανοί προσεύχονταν, όπου κι αν βρίσκονταν, να τον ενισχύσει η χάρις του Θεού, ώστε να τελειώσει τον αγώνα του θεαρέστως, οι δε Τούρκοι τον άρπαξαν και τον πήγαν αρχικά στον επίτροπο του πασά. Εκείνος τον ρώτησε ποιος είναι και γιατί άφησε την πίστη τους. Ο Άγιος απάντησε ελληνικά ότι : Ήμουν και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου προσκυνώ ως αληθινό Θεό. Επειδή ο δικαστής δεν γνώριζε ελληνικά ρώτησε τι λέει και κάποιος Τούρκος του απάντησε ότι λέει Τούρκος ήμουν και Τούρκος είμαι, με σκοπό να αποφύγει το μαρτύριο ο Άγιος.
Τότε ο Άγιος αποκρίθηκε τούρκικα με την ίδια ομιλία. Ο δικαστής διέταξε να φυλακιστεί μέχρι να παραστεί στον πασά. Όταν εμφανίστηκε στον πασά παρουσία πολλών Τούρκων αξιωματούχων άρχισε ο πασάς τις κολακείες και οι άλλοι τα ταξίματα, κατόπιν τις φοβέρες και τις απειλές των βασανιστηρίων.
Ο Άγιος για μια ακόμα φορά ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, οπότε ο πασάς διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Χαρούμενος ο Άγιος οδηγήθηκε δεμένος στο κέντρο της αγοράς. Εκεί αφού στάθηκε και προσευχήθηκε,ευχαριστώντας τον Θεό, που τον αξίωνε του μαρτυρίου, γονάτισε με προθυμία, όμως ο δήμιος τον σήκωσε και τον οδήγησε στο κουρείο του αφέντη του, όπου του έκανε τα ίδια για εκφοβισμό.
Τον σήκωσε και πάλι χτυπώντας τον και τον οδήγησε στο ψαροπάζαρο, όπου τον αποκεφάλισε με τρία χτυπήματα, ενώ ο Άγιος έλεγε Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου. Κι ενώ τον είχαν γυρισμένο στη δύση, το σώμα του γύρισε μετά την αποτομή προς την ανατολή. Και λίγη ώρα μετά την εκτέλεση τα μάτια του μάρτυρος άνοιξαν και η κομμένη κεφαλή φαινόταν σαν να ζούσε, θάμβος για τους πιστούς και καταισχύνη για τους ασεβείς.
Οι Χριστιανοί έτρεχαν με αγαλλίαση να πάρουν από το αίμα του, τα ρούχα του ή από το μαρτυρικό του λείψανο, που ευωδίαζε έντονα, ό,τι μπορούσαν.
Μετά τις τρεις ημέρες βγήκε απόφαση να καεί το Άγιο λείψανο. Αλλά τελικά με πολλά ΧΡΗΜΑΤΑ  το πέταξαν έξω από τα τείχη,από όπου το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια. Πολλά θαύματα ακολούθησαν και πολλές θαυματουργικές ιάσεις με την χάρι που έλαβε από τον αγωνοθέτη Κύριο ο μακάριος Δημήτριος
Το τίμιο λείψανό του βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών και η αγία κάρα του στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου στην Τρίπολη.

Ο Άγιος Σάββας ο Βηματάρης

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
Ο όσιος αυτός έζησε στη μονή Βατοπαιδίου. Ήταν ιεροδιάκονος και είχε το διακόνημα του βηματάρη, δηλαδή του διακονητή του ιερού Βήματος. Τον 10ο αιώνα, σε επιδρομή Αράβων στη μονή, ο Σάββας πρόλαβε και έκρυψε την εικόνα της Παναγίας της Βηματάρισσας ή Κτιτόρισσας στο πηγάδι του ιερού Βήματος, μαζί με τον σταυρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοποθετώντας μπροστά τους αναμμένη λαμπάδα. Ο Σάββας αιχμαλωτίσθηκε και μεταφέρθηκε στην Κρήτη. Όταν μετά εβδομήντα έτη απελευθερώθηκε και επέστρεψε υπέργηρος στη μονή,υπέδειξε στον ηγούμενο Νικόλαο να ανοίξουν το πηγάδι, όπου βρήκαν θαυμαστά την εικόνα της Παναγίας και τον σταυρό να στέκουν όρθια πάνω στο νερό και την λαμπάδα αναμμένη.
Κατά μία άλλη διήγηση, μετά την επιδρομή των Αρά­βων, η μονή ερημώθηκε, «έως ου ήλθασιν από την Αδριανούπολιν Αθανάσιος, Νικόλαος και Αντώνιος, οίτινες είχασιν πόθον να γένουν Καλόγεροι, και εβάστα καθ΄ένας τρεις χιλιάδες φλωρία, και με ταύτα ανακαίνισαν το Μοναστήριον, και γενόμενοι Καλόγεροι ετελείωσαν εκεί θεαρέστως πολιτευόμενοι. Εις δε τας ημέρας του Βασιλέως Νικηφόρου, όστις έκτισε την Λαύραν, έστειλε πολλήν αρμάδα να πολεμήσουν την Κρήτην, και νικήσαντες οι χριστιανοί με την θείαν βοήθειαν, τους μεν βαρβάρους εφόνευσαν, τους δε αιχμαλώτους Χριστιανούς ηλευθέρωσαν, και εξόχως τον Βηματάρην του Βατοπεδίου, όστις ήλθεν πάλιν εις το μοναστήριον, και βλέπωντας τους αδελφούς δεν εγνώριζε τινά απ΄ εκείνους όπου ήξευρε· πλην έβαλεν εις όλους μετάνοιαν, και τους ανήγγειλε την υπόθεσιν πώς έκρυψεν εις το πηγάδι του Βήματος το τίμιον ξύλον του Σταυρού και την αγίαν εικόνα της Θεοτόκου, οπού ωνόμαζον Κτιτόρισσαν.
Τότε ανοίξαντες το πηγάδι, είδασι την εικόνα και τον Σταυρόν, και εστέκοντο (ω του θαύματος) επάνω εις το νερόν όρθια, και η λαμπάδα ανημμένη ακόμη, οπού ήσαν περασμένοι τόσοι χρόνοι. Τότε οι Μοναχοί ιδόντες τοιούτον παράδοξον εξέστησαν και έλεγον όλοι, το, «Κύριε ελέησον»· και ευγάνοντές τα απ΄ εκεί, τα έβαλαν εις τον τόπο τους· έκτοτε δε καθ’ εκάστην Δευτέραν ημέραν της εβδομάδος, μετά τον εσπερινόν, εκτελείται επίσημος παράκλησις της Θεοτόκου, εις ανάμνησιν της ευτυχεστάτης ευρέσεως της αγίας ταύτης εικόνος και την εποιούσαν δηλαδή την Τρίτην επίσημος Λειτουργία εντός του Καθολικού, μετά Κολύβων, και έν τη τραπέζη υψούται, ώς έθος, και το ύψωμα της Παναγίας. Ή δε τοιαύτη τακτική και αδιάκοπος εορταστική ανάμνησις, εις παρέλευσιν εννέα αιώνων, μαρτυρεί και επιβεβαιοί την αλήθειαν του γεγονότος τούτου, του βαθέως εγκεχαραγμένου έν ταις παραδόσεσι της Ιεράς του Βατοπεδίου Μονής…
«Η λαμπάς δε αύτη η τότε καιομένη ευρεθείσα, μέ-χρι της σήμερον καίεται ακοιμήτως έν τω δεξιώ μέρει ενώπιον της αγίας εικόνος της Θεομήτορος, διότι προσθέτοντες οι Μοναχοί πάντοτε κηρόν, τοιουτοτρόπως διατηρούσιν αυτήν από γενεάς εις γενεάν, ώστε αναμφιβό­λως θέλει διαρκέσει έως ότου ίσταται και η ιδία αύτη Μονή· ο δε άνω ειρημένος Βηματάρης, όστις ήτον Ιεροδιάκονος, έμεινε πάλιν ε ς το διακόνημά του· και ζήσας ολίγας ημέρας ζωήν υπερθαύμαστον, απήλθεν εις Βασιλείαν ουράνιον. Ή Αγία αύτη εικών ευρίσκεται τα νυν έντός του Καθολικού Ναού έν τη άνω καθέδρα· ο δε Σταυρός, ώς έθος, όπισθεν της Αγίας Τραπέζης. Περί του Σταυρού τούτου λέγουσιν, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος εποίησεν αυτόν κατά τον τύπον του Σταυρού, του έν ουρανώ οφθέντος αυτώ, όθεν και λέγεται Σταυρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ή δε Κτιτορική Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου ονομάζεται ενταύθα και “Βηματάρισσα”».
Κατά τον Γ. Σμυρνάκη η επιδρομή των Αράβων στη μονή και η αιχμαλωσία του ιεροδιακόνου Σάββα έγινε το έτος 892. Το δε πηγάδι, πού κρύφθηκε η εικόνα «κατά τον επιζώντα Τυπικάρην της Μονής Ιάκωβον, εκατοντούτην ώς έγγιστα (1902), υπάρχει κάτωθεν του ερμαρίου, του ευρισκομένου έν δεξιά τω εισιόντι έκ της ωραί­ας Πύλης· Είναι δε επιπεπωματισμένον διά πλακός και επικεχρισμένον, άνωθεν του οποίου ετοποθετήθη το ερμάριον, εν ω απόκεινται διάφορα άμφια».

Ο Άγιος Σάββας ο Βηματάρης. Λεπτομέρεια από σύγχρονη χρυσοκέντητη ποδέα με την παράσταση των κτιτόρων οσίων Νικολάου, Αθανασίου και Αντωνίου και Σάββα του Βηματάρη να εξάγουν την εικόνα της Παναγίας της Βηματάρισσας από το πηγάδι
Σε αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας της Βηματάρισσας του 1856, στο παρεκκλήσι της μονής του Αγίου Δημητρίου, υπάρχει επίγραμμα του Δωροθέου Ευελπίδου Βατοπαιδινού, του μετέπειτα μητροπολίτου Κορυτσάς:
«Εφ΄ υδάτων ιδρυμένος ην ό θρόνος σου Κυρία!
Λαμπαδοφεγγής και όλος έν λαμπρότητι τελεία,
“Οτε πένθιμοι ημέραι κατεκάλυπτον την θέαν
Της επιφανούς Μονής Σου Βατοπαίδου την ωραίαν.
Αλλ΄ επήλθεν ή λαμπρότης με το πλήρωμα των χρόνων.
Της Μονής Σου, και ανέβης εις τον πρότερόν Σου θρόνον,
Ίνα ταύτην διϊθύνης Ευλογούσα έν τοσούτω
Άπαντας τους προσκυνούντας το αντίτυπον Σου τούτο,
Το ζωγραφησθέν δαπάνη Γρηγορίου Αρχιθύτου,
Ω τας χάριτας παρέχεις πλούτου Σου του άειρρύτου
Τω ,αων’ κατά μήνα Ιανουάριον. Δια χειρος Ματθαίου».
Στην πρωτότυπη εικόνα της Βηματάρισσας υπάρχει χρυσό πουκάμισο του 1690 με την επιγραφή: «Νικόλαος Χρυσοχόος εκ χώρας Νικολίτης έπι έτους ,αχψ΄».
Για τον όσιο ιεροδιάκονο Σάββα τον Βηματάρη και τη θαυματουργό εικόνα της Βηματάρισσας υπάρχουν πολλές αναφορές με μικρές παραλλαγές. Συντιμάται μετά των Βατοπαιδινών αγίων και αναφέρεται στην ακολουθία της εικόνας της Βηματάρισσας. Εορτάζεται την Τρίτη της Διακαινησίμου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

O Μάρτυς Σέργιος Τροφίμωβ (14/27 Απριλίου †1918)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
Ο Σέργιος Τροφίμωβ ήταν γόνος πολυμελούς και ευσεβούς οικογένειας. Γεννήθηκε στο Νίζνι-Νοβγκορόντ. Οι γονείς του ήταν πολύ φτωχοί και συχνά απολάμβαναν βοήθειας από το κοντινό μοναστήρι της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους.
Στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου το 1918 ο Σέργιος επέστρεψε στο σπίτι του από το μέτωπο. Με την πρώτη ευκαιρία πήγε στο μοναστήρι για να ευχαριστήσει τον Κύριο. Ήταν το Σάββατο του Λαζάρου στις 14/27 Απριλίου και οι μοναχές καθάριζαν την εκκλησία, προετοιμάζοντάς την για την Κυριακή των Βαΐων. Τότε στο μοναστήρι εισέβαλε μια ένοπλη ομάδα Λιθουανών για να το κλέψει και να το συλήσει. Η Ηγουμένη Μαρία προέβαλε αντίσταση ενώ οι υπόλοιποι κλειδώθηκαν στο καμπαναριό. Οι Λιθουανοί απαίτησαν τα κλειδιά του καμπαναριού αλλά οι μοναχές κτύπησαν συναγερμό. Τότε οι ένοπλοι εισβολείς άνοιξαν πυρ και τραυμάτισαν σοβαρά ένα ηλικιωμένο άνθρωπο καθώς έβγαινε από την εκκλησία για να εμποδίσει του άθεους εγκληματίες.
Ο Σέργιος βγήκε τότε έξω για να τους αντιμετωπίσει λέγοντάς τους: ’Γιατί πυροβολείτε εναντίον τους; Είναι όλοι αθώοι άνθρωποι μέσα’. Τότε ένας από αυτούς τον πυροβόλησε και τον σκότωσε πριν οι Λιθουανοί εγκαταλείψουν το μοναστήρι.
Οι υπόλοιποι τέλειωσαν την λειτουργία και πολλοί προσκυνητές παρέμειναν στο μοναστήρι όλο το βράδυ για να εμποδίσουν τυχόν επανάληψη της λεηλασίας. Ο δολοφονηθείς Σέργιος και ο ηλικιωμένος κύριος κηδεύτηκαν και ενταφιάστηκαν μπροστά από το Καθολικό της μονής στα δεξιά.
*Πληροφορίες για το συμβάν έδωσε η μοναχή Άννα από το μοναστήρι της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Φωτογραφία: Ο σταυρός πάνω από το θόλο του Καθεδρικού της Αγίας Τριάδος στο μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου του Κίτρινου Νερού, αρχές του 20 αιώνα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...