Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Απριλίου 26, 2015

«Ἡ Εὐχή – Προφορική καί Νοερά» γέροντος Εφραίμ Φιλοθείτου


                                             

Ὁ Γέροντας δέν μᾶς ἔκανε πολλές διδασκαλίες ἤ διαλέξεις περί Νοερᾶς προσευχῆς. Ὄχι ὅτι δέν μποροῦσε, ἀφοῦ ἦταν πραγματικός ἐπιστήμων τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος καί συνεχιστής τῆς Νηπτικῆς παραδόσεως, ἀλλά ἐπειδή ἦταν ἐπιφυλακτικός, γιά νά μήν φουσκώσῃ τά μυαλά μας μέ φαντασίες καταστάσεων πού δέν εἴχαμε φθάσει. Ὀλιγόλογες λακωνικές συμβουλές μᾶς ἔδινε κατά τήν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν μας ἐξαγορεύσεων, ὑπό τήν μορφή ὑποδείξεων περισσσότερον, μά ἦσαν πάντα μεστές ὠφελείας.
 Ἡ στάσις του ἦταν «προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ». Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις. Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή. Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τόν νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά! Ἡ ψυχή εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε:
 «Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. Ἀπόλαυσέ τον!»
Ἀλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς θείας Παρουσίας. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φθάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος Ἰωσήφ.
Τό πρῶτο πού ζητοῦσε ὁ Γέροντας, μόλις κάποιος ἀδελφός προσετίθετο στή συνοδεία μας, σάν πρώτη νουθεσία, σάν πρώτη βία ἦταν: ἡ σιωπή καί ἡ εὐχή.
  • Παιδί μου, τήν εὐχή. Θέλω νά σ᾿ ἀκούω νά λές τήν εὐχή καί ὄχι νά ἀργολογῇς.
 Ἤξερε αὐτός ὁ ἐμπειρότατος καθηγητής τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ὅτι ἐάν ὁ ἀρχάριος σιωπήσῃ καί ἀδολεσχήσῃ στήν εὐχή, θά βάλῃ καλή ἀρχή καί θά ἔχῃ πλούσιες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ στό μέλλον, διότι, τόνιζε:
 «Ὀφείλει ὁ μοναχός εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε διακονεῖ εἴτε περπατεῖ εἴτε κάνει ὅ,τιδήποτε νά φωνάζῃ ἀδιαλείπτως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κατερχόμενο στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσῃ τόν δράκοντα, θά σώσῃ καί θά ζωοποιήσῃ τήν ψυχή. Νά ἐπιμένῃς, λοιπόν, ἀδιάλειπτα στήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιῇ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα».
Καί ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε:
  • Ἀπό ἐσᾶς δέν θέλω τίποτε. Ἐγώ θά μαγειρεύω, ἐγώ θά σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καί κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω, μόνο βία στήν προσευχή καί δάκρυα μέρα-νύχτα. Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπό τόν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολύ φορτωμένος ἀπό πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές καί τόνους ἐγωϊσμοῦ καί κενοδοξίας. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς καί φαντασίες. Ἐάν προσπαθήσουμε νά κρατήσουμε τόν νοῦ ἀποσπασμένο καί τραβηγμένο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιά νά προσευχηθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε. Γιατί; Διότι εἴμαστε ψυχικά ἀδύναμοι καί ὁ μετεωρισμός πολύ εὔκολος. Καί ἐφ᾿ ὅσον δέν μποροῦμε νοερά νά κρατήσουμε τήν προσευχή, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καί γιά λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή προφορικά, γιά νά μπορέσουμε ἔτσι μέ τήν φωνή τῆς προσευχῆς νά ἀποσπάσουμε τόν νοῦ ἀπό τόν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγά ἡ εὐχή νά γλυκάνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν κοσμική τροφή, κι᾿ ἔτσι σιγά -σιγά νά τόν κλείσῃ μέσα στήν καρδιά ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿ αὐτό θά βοηθήσῃ πολύ τό σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή».
   Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε:
«Μόλις ἀνοίξετε τά μάτια, ἀμέσως τήν εὐχή. Μήν ἀφήσετε τό μυαλό σας νά πετάῃ ἐδῶ καί ᾿ κεῖ καί χάνετε τήν ὧρα σας, πού εἶναι πολύτιμη γιά τήν εὐχή. Ὅταν ἔτσι βιάσετε τόν ἑαυτό σας, θά σας βοηθήσῃ κι᾿ ὁ Θεός νά γίνῃ μία ἁγία συνήθεια μέ τό ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ἡ προσευχή νά παίρνη τήν πρώτη θέσι γιά ὅλη τήν ἡμέρα. Στήν συνέχεια θά ἐργάζεσθε καί θά λέτε τήν εὐχή. Εὐλογεῖται ἡ ἐργασία, ἁγιάζεται τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος, πού προφέρει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια θεϊκή δύναμι, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει»
  Λέγοντας τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα μέ τό στόμα εἶχε τόση χαρά ἡ ψυχή μας, τόση κατάνυξι καί τόσα δάκρυα, πού δέν περιγράφονται. Πολλές φορές δέ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπό τήν προφορική εὐχή, πού ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση θεία ἀγάπη, πού ἀκόμα καί ὁ νοῦς του μποροῦσε νά ἁρπαγῇ σέ θεωρία. Κι᾿ αὐτό ἐπιβεβαιωνόταν καί στό διακόνημα ἀκόμη, πού κατά ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δέν ἦταν ἁπλῶς στήν προσευχή, ἀλλά στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεωρία – ἐν αἰσθήσει – τοῦ ἄλλου κόσμου.
 Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καί ὅταν βοηθοῦσα τόν Γέροντα, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία τήν νύχτα. Μέ τό σῶμα βοηθοῦσα τόν Γέροντα, ἀλλά μέ τόν νοῦ μου δέν ἤμουν κοντά του. Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ. Περιπολοῦσε στά οὐράνια. Καί πάλι συνερχόμουν καί ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί τόν παπποῦ Ἀρσένιο. Καί στή συνέχεια ξανά ἔφευγα, καί νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:
 «Τί εἶναι ἡ πνευματική ζωή!
Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!
Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο;
Πῶς τόν μεταποιεῖ;
Πῶς τόν ἀλλάζει;
Πῶς καθιστᾶ τόν νοῦ του τόσο ἐλαφρύ πνευματικά ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλες τίς δυσκολίες καί νά φθάνῃ μέχρις ἐκεῖ, πού δέν μπορεῖ νά ἐκφράσῃ μέ λόγια!»
Ὅποια ἐργασία κι᾿ ἄν κάναμε, μᾶς φώναζε ὁ Γέροντας:
   «Παιδιά νά λέτε τήν εὐχή, νά τήν φωνάζετε!»
Φυσικά, δέν ἐννοοῦσε νά οὐρλιάζουμε, ἀλλά νά τήν λέμε μέ ἔντασι καρδιᾶς καί νά μήν τήν σταματᾶμε καθόλου. Πράγματι, λέγαμε τήν εὐχή ἀκατάπαυστα, ἁπλά, ψιθυριστά, γιά νά μήν γίνεται θόρυβος καί γιά νά μήν ἐνοχλοῦμε τόν πλησίον ἀδελφό. Ἀλλά δέν τήν σταματούσαμε καθόλου, βράχνιαζε ὁ λάρυγγας καί πονοῦσε ἡ γλῶσσα, ἀλλά ἡ εὐχή, εὐχή.
   Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους. Μά, ἐμεῖς δέν τό κάναμε γιά νά μᾶς ἀκοῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν τό κάναμε γιά νά δείχνουμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ὄχι!!! Ἀλλά διότι αὐτός ἦταν ἕνας τρόπος ἀγωνιστικότητας καί μία μέθοδος προσευχῆς μέ πολλά ἀποτελέσματα:
  • Πρῶτον, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἡ ἀτμόσφαιρα καί φυγαδεύονται τά δαιμόνια.
  • Δεύτερον, ὅταν προσεύχεται κανείς ὁ ἄλλος εὔκολα δέν τόν πλησιάζει νά ἀργολογήσῃ. Τό σκέπτεται. «Πῶς νά τόν σταματήσω τώρα, ἀπό τήν προσευχή καί νά καθίσω νά τοῦ πῶ: Ξέρεις! Ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο. Δέν θά μοῦ δώσῃ σημασία».
  • Τρίτον, σταματάει τόν μετεωρισμό, δηλαδή τήν “ἀργολογία” τοῦ νοῦ. Διότι κι᾿ ἐάν ἀκόμα ὁ νοῦς ξεφύγη, πολύ σύντομα ὁ ἦχος τῆς φωνῆς τόν ἐπαναφέρει πίσω.
  • Τέταρτον, μπορεῖ ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ρεμβάζει ἤ ἀργολογεῖ, νά ἀνανήψῃ καί νά πῇ: «Μά ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται, ἐγώ τί κάνω;»
 Κι᾿ ἔτσι ἡ προφορική ἐπίκλησις, ἡ ἤσυχη, ἡ ἤρεμη, ἡ χαμηλόφωνη, φέρνει τόσα καλά! Καί ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούγεται ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν, ὅταν μπαίνουν καί βγαίνουν ἀπό τήν κυψέλη κάνοντας τό μέλι, τόσο χρήσιμο καί ὠφέλιμο. Οὕτω πως καί τό μέλι τό τόσο πνευματικό σέ ὠφέλεια, γίνεται ὅταν φωνάζουμε, σάν ἄλλες πνευματικές μέλισσες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Κύριος, πού δίνει «εὐχήν τῷ εὐχομένῳ,» βλέποντας τήν καλή προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου, δίνει κατόπιν καί τά βραβεῖα.
Καί μετά, ἀπό τήν προφορική ἐπίκλησι, ἡ εὐχή γίνεται ἐσωτερική. Ἀνοίγεται δρόμος μέσα στόν νοῦ καί τήν λέγει κατόπιν ὁ εὐχόμενος, χωρίς νά κάνῃ προσπάθεια. Σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο καί ἀμέσως ἀρίζει ἡ εὐχή μόνη της!
   Πρῶτα ἀρχίζει μέ τήν προσπάθεια νά τήν λέῃ προφορικά. Καί ἀφοῦ μέ τήν μπουλντόζα τῆς προφορικῆς ἐπίκλησης ἀνοίξῃ ὁ δρόμος, μετά περπατᾷ ἄνετα μέ τό αὐτοκινητάκι τοῦ νοῦ. Ἡ προφορική ἐπίκλησις ἀνοίγει τόν δρόμο στό νοῦ καί ἡ εὐχή ἀρχίζει κατόπιν νά προφέρεται μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο ἄνετα.
 Κι᾿ ἄν ἡ εὐχή προχωρῇ βαθύτερα καί προοδευτικότερα, κάτι πού ἀνήκει στούς κατ᾿ ἐξοχήν μεγάλους νηπτικούς Πατέρες, ἀνοίγει πλέον ὄχι δρόμος ἀλλά κανονική λεωφόρος μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά μελετᾶ τό ὄνομα τοῦ Χριστῦ, τότε γίνεται τό μεγάλο πανηγύρι, μέ μεγάλα ὀφέλη, μέ μεγάλα πνευματικά πλούτη. Τότε βρίσκει ὁ μοναχός τόν κεκρυμμένο μαργαρίτη, τόν πνευματικό θησαυρό καί μοιάζει μέ τόν σοφό ἔμπορο πού ἀντάλλαξε τά πάντα: περιουσίες, μόρφωσι, κοσμική δόξα, οἰκείους, πατρίδα καί τέλος ἀκόμα καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, γιά νά ἀγοράσῃ αὐτόν τόν κεκρύμμένο πολύτιμο μαργαρίτη καί νά γίνῃ πάμπλουτος πνευματικά. Ἀλλά ξεκινάει ἀπό μικροπωλητής. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ προφορική ἐπίκλησις τῆς εὐχῆς.
   Ἄμα δέν ἐπιμέναμε στήν προφορική εὐχή καί τήν σιωπή, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Γέροντος, ὁ νοῦς μας θά γύριζε ὅλα τά σοκάκια καί θά ἔφερνε ὅλα τά κουπίδια τῆς φαντασίας στήν καρδιά.
 Ἄν δέν μᾶς ἔφερνε ὁ γλυκύτατος Θεός μας σ᾿ αὐτόν τόν μεγάλο Γέροντα, μόνο ἀκολουθίες θά διάβάζαμε. Καί ναί μέν οἱ ἀκολουθίες εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμες γιά τήν πνευματική ἀσθένειά μας, ἀλλά δέν ἔχουν τήν δύναμι νά κατευνάσουν τά πάθη, ὅπως ἡ Νοερά προσευχή. Κι᾿ αὐτό γιά τρεῖς λόγους:
  • Πρῶτον, διότι μέ τήν Νοερά προσευχή ὁ νοῦς δέν περισπᾶται σέ πολλά λόγια ὅπως στίς ἀκολουθίες, ἀλλά συγκεντρώνεται μόνο σέ λίγες λέξεις. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀπορροφᾶ τήν εὐχή μέ περισσότερη ἄνεσι καί εἰσέρχεται μαζί της μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς.
  • Δεύτερον, διότι τήν εὐχούλα ὁ καθένας, ἀνεξαρτήτως μορφώσεως καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου , μπορεῖ νά τήν λέγῃ. Οὔτε γράμματα χρειάζεται νά ξέρῃς οὔτε τό τυπικό οὔτε μουσική. Ἔτσι εἶναι ἄμεσα προσπελάσιμη σ᾿ ὅλους.
  • Καί τρίτον, διότι τήν εὐχή μπορεῖς νά τήν λές ὅλη μέρα καί ὁπουδήποτε. Δέν ὑπάρχει τόπος, χρόνος ἤ κατάστασις, κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖς νά προσευχηθῇς. Μά στήν ἐκκλησία εἶσαι, μά στό κελλί σου εἶσαι, μά στήν δουλειά εἶσαι, μά στόν δρόμο εἶσαι, μά στό νοσοκομεῖο εἶσαι, μά στήν φυλακή, ἡ εὐχούλα ἀπό τίποτα δέν ἐμποδίζεται, τά πάντα ἁγιάζει καί τά δαιμόνια τήν φοβοῦνται.
Συνέβη τό ἀκόλουθο γεγονός πού ἐνίσχυσε μέσα μου τήν πίστι στήν δύναμι καί τήν ἀξία τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Κάποτε ἦρθε κοντά μας ἕνας δαιμονισμένος. Καθώς δουλεύαμε μαζί, τόν δίδαξα νά λέῃ τήν εὐχούλα προφορικά, κυρίως γιά νά ἀποφύγω τήν ἀργολογία. Πράγματι ἄρχισε ὁ ἀσθενής νά λέῃ τήν εὐχούλα. Καί πάνω πού ἄρχισε νά τήν λέῃ τόν ἔπιασε τό δαιμόνιο καί φώναζε:
  • Πήγαινε στόν Ἑσπερινό, ἄσε τό κομποσχοίνιιιιι!
Ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, δηλαδή, φανέρωσε πώς μέ τήν εὐχούλα μιλοῦμε δυναμικά μέ τόν Θεό.Βέβαια, κανείς δέν πρέπει νά πολυδίνῃ σημασία στά λόγια τῶν δαιμόνων, καί τοῦτο διότι οἱ δαίμονες εἶναι ψεῦτες καί ἀνθρωποκτόνοι καί σπανίως λένε κάποια ἀλήθεια, ἀναμεμιγμένη μέ τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη. Ἔτσι ἔγινε φανερό πώς τά δαιμόνια δέν συμπαθοῦν καθόλου νά προφέρεται μέ ζέσι καρδιᾶς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἶναι γεγονός πώς ἡ ἡσυχαστική ζωή, πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν Νοερά προσευχή, εἶναι ὁ πιό εὐλογημένος τρόπος ζωῆς. Γιά τούς ἡσυχαστάς τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχούλα εἶναι πολύ πιό ἀποτελεσματική ὡς πρός τήν ὠφέλειά της ἀπό τήν ψαλτική τῆς ἐκκλησίας. Τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες πού τίς θέσπισαν καί τίς νομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν κοινή λάτρεία, δέν τίς παραβλέπουν, ἀλλά τίς κάνουν μέ κομποσχοίνι μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τους.
Ὁ Γέροντάς μου ἐπέμενε στήν προφορική εὐχή. Δέν τήν σταματούσαμε καθόλου. Ἐγώ, μιᾶς καί συνήθως δέν ἦταν κανείς κοντά μου, φώναζα τήν προσευχή. Καί τήν ἔλεγα συνέχεια ὥσπου ὁ λαιμός μου πονοῦσε. Τοῦ λέω:
  • Γέροντα, ἀπό τήν εὐχή, πονάει τό στόμα μου, ἡ γλῶσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου εἶναι σάν πληγή.
  • Ἄς πληγώσῃ! Δέν παθαίνεις τίποτα. Ὑπομονή! Μήν τήν σταματᾶς καθόλου! Λέγε την. Ὁ πόνος θά φέρῃ τήν πνευματική ἡδονή.
  • Ἄν δέν πονέσῃς καρπό προσευχῆς δέν θά δῇς. Αὐτή θά σέ βοηθήσῃ. Θά σέ παρηγορήσῃ. Θά σέ διδάξῃ. Θά σοῦ γίνῃ φῶς. Θά σέ σώσῃ. «Κρᾶξον καί βόησον» τήν εὐχή. Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου. Ἡ διάνοια σου ὄχι πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τά μέσα. Ὄχι λόγια, συμβουλές καί κηρύγματα, ἀλλά πολύ-πολύ ταπεινά καί μέ δάκρυα τήν προσευχή.Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ὁδός, αὐτή εἶναι τῶν παπούδων σας ἡ παραγγελία καί ἡ νουθεσία. Δές την μέ τήν πρᾶξι. Γιατί ἄν δέν ἔχῃς πρᾶξι, πῶς θά μιλήσῃς γιά οὐράνια θεωρία;
  • Νά ᾿ ναι εὐλογημένο. Ἀλλά μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή πονάει ἡ καρδιά μου.
  • Δέν παθαίνεις τίποτε!
Ὅταν ἔλεγα τήν εὐχή καί προσπαθοῦσα νά ἀποκλείσω κάθε σκέψι καί κάθε εἰκόνα καί νά ἐπικρατήσῃ μόνον ἡ εὐχή μέσα μου, μοῦ ἔλεγε, ὁ πειρασμός μέσω τῶν λογισμῶν, ὅτι «θά σκάσῃς τώρα»! Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα:
«Ἄς σκάσω κι᾿ ἄς πλαντάξω. Ἐδῶ θά μάχωμαι μέχρι πού νά πεθάνω».
Ὅλη τή μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας:
«Κρατᾶτε τήν εὐχή! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Αὐτή θά σᾶς σώσῃ. Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά φωτίσῃ τόν νοῦ σας, θά σᾶς δυναμώσῃ ψυχικά, θά σᾶς βοηθήσῃ στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Θά σᾶς καλλιεργήσῃ τίς ἀρετές καί θά σᾶς γίνῃ τά πάντα».
Γι᾿ αὐτό καί ἐπέμενε πολύ, σέ μᾶς τούς νεαρούς ὑποτακτικούς, στήν πρακτική μέθοδο τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε κι᾿ ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά βυθίζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας.
   Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γέροντός μας: νά μᾶς σπρώχνῃ νά μᾶς ὠθῇ, νά μᾶς παρακολουθῇ καί νά μᾶς θυμίζῃ συνεχῶς νά μνημονεύουμε μέ τήν εὐχή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»1.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
 κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
 Ἀμήν.
 
    Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:
Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
   Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ.Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
     1Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΚΖ, ΕΠΕ τ. 4, σελ. 16.
το είδαμε εδώ

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ

Αυτό που άλλοτε κατεδίκαζαν, τώρα εφαρμόζουν οι ίδιοι!


ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ  ΚΑΙ  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

ΤΩΝ  ΠΟΙΜΕΝΩΝ
   Ἄλλο ἕνα ξενόφερτο ἔθιμο, τῶν γενεθλίων, ποὺ τὶς προηγούμενες δεκαετίες ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ποιμένων καὶ διδασκάλων κατεδίκαζε, ἄρχισε πλέον νὰ γίνεται καθεστὼς καὶ στὰ ἀνώτατα κλιμάκια τῶν ἐκκοσμικευμένων Οἰκουμενιστῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν.  Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἀφήνει τίποτε ὄρθιο!
Μητροπ. Σύρου Δωρόθεος
Ἔτσι μετὰ τὸ πρόσφατο παρόμοιο γεγονὸς (Τούρτα με φωτογραφία τοῦ Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ "Ἄξιος"), τώρα καὶ ὁμητροπολίτης Κένυας Μακάριος γιόρτασε τ 70 του γενέθλια στ Ναϊρόμπι τς Κένυας. Κατὰ τὴνθεμελίωση ρθοδόξου Ναο στ χωρι Κικόνι, δέχτηκε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς μιὰ τούρτα γενεθλίων μ τν πιγραφ Happy birthday your Eminence! 

Τοῦτο, σημειώνει Κύπριος θεολόγος,«αποτελεί, δυστυχώς, θλιβερή πραγματικότητα»,ἀφοῦ ἡ ἐκκοσμίκευση καὶ ἡ μίμησηπροτεσταντικῶν ἠθῶν ἔχουν γίνει ἀποδεκτά, ὄχι μόνο ἀπὸ πιστούς, ἀλλὰ ἀκολουθεῖται ἀπὸ πολλοὺς «ὀρθόδοξους» Ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς Οἰκουμένης, ὅπου εὑρίσκονται:

«γιορτάζουν τα γενέθλια τους! αντί της ορθόδοξης παραδοσιακής πρακτικής του εορτασμού της εορτής του φερωνύμου Αγίου. Δεν χρειάζεται ο Σεβασμιώτατος, που αναλίσκεται εδώ και τόσα χρόνια νυχθημερόν στη Μαύρη Ήπειρο, να αμαυρώνει την ορθοδοξη πρακτική. Ούτε Αγγλοαμερικάνοι είμαστε, ούτε Προτεστάντες, για να θυμόμαστε τη μέρα που ήλθαμε στον κόσμο. Αυτό που πιάνει τόπο είναι οι πρεσβείες του Αγίου, του οποίου το όνομα φέρουμε.  

Σκεφτείτε τι έχουν πάρει οι Αφρικανοί ιεροσπουδαστές από το πιο πάνω γεγονός: πρέπει να γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Αυτό μάθαμε στην Πατριαρχική Σχολή της Ναϊρόμπι. Αυτό θα διαδώσουν, δυστυχώς, οι αυριανοί Αφρικανοί ιερείς στην Κένυα, αλλά και σε πλείστες όσες χώρες της Αφρικής» (Κυριακοῦ Ἀνδρέα, Γενέθλια καὶ Ἱεραποστολή, ἐδῶ).



























Το είδαμε εδώ

Ο πνευματικός αγώνας μέσα στην οικογένεια ( Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος )


(Αθανασίου, Μητροπολίτου Λεμεσού)
Σας ευχαριστώ για την τιμητική σας πρόσκληση να μιλήσω στη σημερινή σύναξη, που είναι τόσο σημαντική και για μάς, αλλά και για την ’Εκκλησία του Χριστού τη στρατευομένη στο μαρτυρικό νησί μας.
Κάθε έργο που τελείται στο χώρο της αγίας Εκκλησίας εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, “τελειούται Πνεύματι Αγίω” και γι’ αυτό το λόγο η επιτυχία του σκοπού της όλης δραστηριότητάς σας είναι βεβαία ενώπιον του Κυρίου.
Πέρα από τους προσωπικούς δισταγμούς για την καταλληλότητά μου ως ομιλητού περί οικογενείας, η μικρή πείρα στο έργο της εξομολογήσεως και πνευματικής καθοδηγήσεως των αδελφών μας, που αγωνίζονται στον κόσμο, στον ευλογημένο χώρο και τρόπο της οικογενειακής ζωής, με έπεισε να περιοριστώ στην απάντηση του ερωτήματος και της απορίας, που συχνά ακούμε από τους αδελφούς μας, που μας λέγουν ότι “Πάτερ μου, εμείς είμαστε μέσα στον κόσμο, βρισκόμαστε στην κοινωνία, έχουμε οικογένεια, είναι δυνατό να σωθούμε; Είναι δυνατό να φθάσουμε στα μέτρα αυτών των αγίων, που δια­βάζουμε τους βίους τους στα βιβλία;”
Νομίζω πάνω σ’ αυτό το θέμα μπορούμε για λίγο να σταθούμε, να δούμε πώς εκτυλίσσεται ο αγώνας της πνευματικής ζωής μέσα στην οικογένεια, πώς πολεμούν εκεί τα πάθη και πώς θεραπεύονται και αγιάζεται ο άνθρωπος.
Γνωρίζουμε από τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, που διαφυλάττουν ανόθευτο το γνήσιο ήθος της Ορθοδοξίας, ότι “ει τις τον γάμον μέμφοιτο, και την καθεύδουσαν μετά του ανδρός αυτής, ουσαν πιστήν και ευλαβή βδελύσσοιτο ή μέμφοιτο, ως αν μη δυναμένην εις βασιλείαν Θεού εισελθείν, ανάθεμα έστω” (Α’ Κανών της εν Γάγγρα Συνόδου). Η άνευ συμβιβασμού αποτομία και αυστηρότητα του κανόνος, που έχει και άλλους πολλούς συμφώνους του, μας δίδει την ορθή βάση και λύση του θέματος και έτσι σε μας απομένει τώρα να δούμε πρακτικά τον πόλεμο τον πνευματικό μέσα στην οικογένεια.
Η χριστιανική ζωή, και ειδικά στο προκείμενο θέμα η οικογένεια, είναι εικόνα της ζωής του τρισυποστάτου της θεότητος. Η οικογένεια, ως κοινωνία προσώπων, εικονίζει την εν πλήρει αγάπη ενότητα της Αγίας Τριάδος, όπου τα τρία πρόσωπα διατηρούν τις υποστάσεις τους χωρίς να διαλύονται στην ένωσή τους, αλλά ζουν ως μία φύσις τριών προσώπων. Ο κλασσικός όρος “μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι” εκφράζει σαφώς τη λεπτότητα και ακρίβεια της τρια­δικής θεϊκής σχέσεως και ταυτόχρονα το αρχέτυπο κάθε πραγματικής οικογένειας.
Εφ’ όσον το ήθος διαμορφώνεται από το δόγμα, άρα η ορθόδοξη θέση του ανθρώπου μέσα στην οικογένεια είναι η διάσωση, αλλά και η ολοκλήρωση του προσώπου του μέσα στην ένωση της αγαπητικής οικογενειακής ενότητας, όπου τα πολλά μέλη αποτελούν ένα σώμα αδιάσπαστο και αδιαίρετο.
Είναι κοινή θέση των αγίων Πατέρων ότι η διαίρεση και ο διχασμός οφείλεται στην προσωπική του κάθε ενός ανθρώπου διάσπαση και διαστροφή της “κατ’ εικόνα Θεού” δημιουργίας και φυσικής ωραιότητάς του, με αποτέλεσμα τον ατομισμό και την αποξένωση με όλα τα θλιβερά επόμενά τους. Σαν επακόλουθο της πτώσης έρχονται τα πάθη, που αποτελούν έκτοτε την αρρώστια της φύσης μας, τον μόνιμο και ύπουλο εχθρό της σωτηρίας μας.
Γι’ αυτό και κάθε ένας, όπου κι αν βρίσκεται, έχει μπροστά του αυτό το σκληρό τείχος των παθών, που πρέπει να υπερβεί, για να μπορέσει να κοινωνήσει εν αγάπη με το ζώντα αληθινό Θεό και δημιουργό του και με τους ανθρώπους, ως εικόνες Θεού και αδελφούς του. Πολύ δε περισσότερο μέσα στην οικογένειά του, όπου η σχέση πρέπει να είναι τόσο στενή, σαν ένα συμπαγές και αδιάλυτο σώμα, που βαστάζει όλα τα βάρη σαν ένας άνθρωπος.
Οι Άγιοί μας μέσα από τη δική τους πείρα και την εν Θεώ σοφία, κυρίως όμως από τον πανάρετο και αρχέτυπο βίο του Κυρίου μας, διαιρούν τα πάθη σε τρία γενικά, όπως τα ονομάζουν γίγαντες των παθών, και από αυτά σαν πηγή ξεχύνονται τα υπόλοιπα, που αποτελούν τον πολυποίκιλο δαίδαλο των εναντίων μας μηχανημάτων του εχθρού της σωτηρίας μας.
Και αυτά δεν είναι άλλα, απ’ εκείνα με τα οποία σαν όπλα “επείρασεν” ο σατανάς τον Κύριο, όταν ενήστευε στην έρημο, και γι’ αυτό δικαίως θεωρούνται τα κυριότερα, γιατί εάν αυτά δεν συμπλήρωναν όλο τον κύκλο της διαβολικής πανουργίας, δεν θα αφοπλίζετο κατά κράτος καθολικά ο διάβολος.
Αυτά λοιπόν είναι η κενοδοξία, η φιλαυτία και η φιληδονία, και εφόσον κτυπούν και μπαίνουν ως εμπόδια στην εν Χριστώ πορεία του κάθε ανθρώπου, ας εξετάσουμε τί γίνεται και μ’ αυτά μέσα στο χώρο της οικογένειας και πώς αντιμετωπίζονται, προκειμένου να μην επιτύχουν το σκοπό τους, που είναι η διάλυση των πάντων, που αρχίζει από τον εαυτό μας, προχωρεί στους γύρω μας, στην οικογένειά μας και καταλήγει στο Θεό Σωτήρα μας.
Το πρώτο λοιπόν πάθος, η κενοδοξία ή καλύτερα ο εγωισμός, είναι η πηγή και ρίζα όλης της μεταπτωτικής διαστροφής και αμαρτίας. Η κενοδοξία τυφλώνει το νου και εκδιώκει το φωτισμό του Θεού, με αποτέλεσμα να ρίχνει τον άνθρωπο σε φοβερά λάθη, γιατί λειτουργεί μέσα μας σαν θανατηφόρα μέθη, που σπρώχνει στο βάραθρο της αποτυχίας. Η κενοδοξία αγνοεί και αδυνατεί να συλλάβει την πραγματικότητα και ζει σε κόσμους ψεύτικους, φτιαγμένους με την αρρωστημένη εγωπαθή φαντασία.
Αυτό το ολέθριο πάθος θεραπεύεται μέσα στο χώρο της οικογένειας και της ανοχής, υπομονής και συμβολής του άλλου ανθρώπου. Όταν δεν αρκείται κανείς στις δικές του κρίσεις και αποφάσεις, αλλά ταπεινώνεται και δέχεται τις απόψεις των άλλων και υπακούει κόβοντας και θυσιάζοντας το δικό του θέλημα, τότε αρχίζει έτσι να βγαίνει από τα στενά και ασφυκτικά δεσμά του εγωισμού και να πλανιέται μέσα στον ελεύθερο χώρο της ταπεινώσεως.
Η ταπείνωση είναι το περιεχόμενο της καρδιάς του Χριστού μας, που συμβαδίζει πάντοτε με μόνιμο σύντροφο την πραότητα. Αυτές οι δύο αρετές , η τα­πείνωση και η πραότητα είναι οι απαραίτητοι στύλοι που συγκρατούν ολόκληρο το οικοδόμημα της οικογένειας, που πρέπει να αντέξει στις εσωτερικές και εξωτερικές θύελλες και πιέσεις. Μέσα στον κύκλο της οικογένειας, όπου οι σω­ματικές και οι πνευματικές ηλικίες είναι ποικίλες και διέρχονται ιδιόμορφες αλλοιώσεις, η πραότητα αποτελεί τη συνδετική υλη που συγκροτεί και συνέχει τα μέλη της οικογένειας και τα οδηγεί ήρεμα και σταθερά στην καθολική και τε­λείωση και ωριμότητα.
Δεύτερο πάθος καταστρεπτικό, που γεννάται από το προηγούμενο και το ακολουθεί όπως η σκιά το σώμα, είναι η φιλαυτία. Η άλογη φιλία του εαυτού μας, η λατρεία του εγώ, που απαιτεί να περιστρέφει τα πάντα γύρω από τη δική μας αρέσκεια και προτίμηση. Η φιλαυτία είναι ο άκρατος ατομισμός σε όλη την έκτασή του, που διαλύει κάθε κοινωνικότητα και δεσμό λόγω της αδυναμίας να αρνηθεί κανείς τον εαυτό του.
Η φιλαυτία γεννά την ανταρσία και την ιδιορρυθμία και γινόμαστε δυστυχώς μάρτυρες καθημερινών οικογενειακών ναυαγίων, που, εάν θελήσουμε να δούμε τις αιτίες, θα διαπιστώσουμε ότι αυτές δεν είναι άλλες από τον ατομισμό, τη φι­λαυτία και την ιδιορρυθμία, είτε των συζύγων μεταξύ τους, είτε των παιδιών στις σχέσεις μαζί τους. Όταν “μέτρον πάντων” των κινήσεων και των αισθημάτων μας είναι το άτομό μας, η αρέσκεια και η ανάπαυσή μας, τότε καταλαβαίνουμε πολύ καλά το λόγο των πολλών διαζυγίων που δημιουργεί ερείπια και τραύματα με μόνες τις καθιερωμένες πλέον προφάσεις “αυτό δεν μου αρέσει, δεν με εκφράζει, δεν με καταλαβαίνει, δεν ταιριάζουμε”. Η φιλαυτία μάς κάνει σκλη­ρούς και ανάλγητους ουσιαστικά τυφλούς και αναίσθητους, γιατί προκειμένου να ικανοποιήσει τον εαυτό της αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο ήθελε συμβεί, για οιαδήποτε τραύματα και ερείπια και αν δημιουργηθούν στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και κυρίως στα παιδιά.
Φάρμακο κατά της φιλαυτίας ορίζουν οι άγιοι πατέρες την ανιδιοτελή αγάπη. Αγάπη που δίδει τη ζωογόνο δύναμη να αποθάνει το “εγώ” για να ζήσει το “εσύ” μέσα στην κοινωνία του “εμείς”. Η αγάπη “ου λογίζεται τα εαυτής” και έχει διδάσκαλό της το Χριστό, που παρέδωσε “εαυτόν υπέρ της κόσμου ζωής” και έτσι ανέστησε την ’Εκκλησία.
Η αγάπη είναι η κένωση του εαυτού μας και η ανασυγκρότηση του προσώπου μας, γιατί αυτή είναι η κατ’ εξοχήν υγιής κίνηση της ψυχής. Για να μπο­ρέσομε όμως να “κενώσωμεν εαυτούς” και να γίνομε πλήρεις ζωής, τότε η αγάπη πρέπει να στραφεί πρώτα προς το Θεό και δι’ Αυτού στον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη. Γι’ αυτό επιβάλλεται η εν Χριστώ ζωή στα μέλη της οικογενείας, ώστε να καταλάβουν καλά ποιό το αληθινό νόημα της αγάπης, πώς ξεκινά και πού καταλήγει, ποιά είναι η σωστή τροχιά και πορεία της, ώστε να είναι αγνή και απαλλαγμένη αρρωστημένων συναισθημάτων και ατομικών κρι­τηρίων.
Το τρίτο πάθος, που σαν ισχυρός κρίκος ενώνεται με την προηγούμενη αλυσίδα, είναι κατά τους Πατέρες η φιληδονία.
Η φιληδονία στη γενική της μορφή σαν άρνηση κάθε είδους φιλοπονίας, κόπου και στερήσεως για το καλό των άλλων, αλλά και σαν απολυτοποίηση και θεοποίηση της ηδονής. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ψυχική ασθένεια της πτώ­σεως και το σκοτισμό του μακράν του Θεού νου, με προεκτάσεις και επιδράσεις στο σώμα του ανθρώπου που είναι “ναός του Αγίου Πνεύματος” και “μέλος Χριστού”.
Η φιληδονία έχει σαν πρωταρχικό σκοπό και νόημα του γάμου και της ζωής ολόκληρης την ηδονή και βάσει αυτής ρυθμίζει την όλη συμπεριφορά. Στερεί την προσωπική κοινωνία και σχέση και κατεβάζει τον άνθρωπο από πρόσωπο σε αντικείμενο, γιατί στέκεται στην εξωτερική όψη και όχι στο βάθος, γι’ αυτό και έχει έντονο το στοιχείο του ανικανοποίητου και της παροδικότητας. Εάν η φιληδονία κυριαρχήσει στον άνθρωπο, τότε πραγματικά τον κάνει δούλο και αιχμάλωτό της και τον σπρώχνει σε δρόμους έξω από την ελευθερία της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να κτυπά θανάσιμα τον οικογενειακό δεσμό της πραγματικής αγάπης και να διαλύει ό,τι καλό και ευγενές υπάρχει.
Αντίδοτο σ’ αυτή την ασθένεια είναι η φιλοπονία. Η προθυμία προς κάθε αγώνα και αρετή, εφ’ όσον πλέον είναι κανόνας ότι “τα καλά κόπω κτώνται και πόνω κατορθούνται”. Η ίδια η Εκκλησία μας, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για “την ορθήν κρίσιν των νοημάτων”, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Η φιλοπονία, η άσκηση, αλλά προ πάντων η αγάπη και ο θείος έρωτας μεταμορφώνει τον εμπαθή άνθρωπο, αγιάζει τις ψυχικές και σωματικές κινήσεις και έτσι ελευθερώνεται ο ηγεμόνας νους, ώστε να κρίνει ορθά τα πράγματα, να οδηγεί το σώμα στον αγιασμό και στη σωφροσύνη και να κρατά τον άνθρωπο στο ύψος της “κατ’ εικόνα Θεού” δημιουργίας του και της “καθ’ ομοίωσιν” πο­ρείας και σκοπού.
Αυτοί λοιπόν οι τρείς γίγαντες των παθών πολεμούν κάθε άνθρωπο τόσο μέσα στο χώρο του μοναχισμού όσο και μέσα στο χώρο του γάμου και της οικογενείας, με διαφορετικά όπλα και μεθόδους, αλλά με ένα και μοναδικό σκοπό, την αποτυχία του ανθρώπου να βρει μέσα από τον τρόπο και τόπο της ζωής του τον αγιασμό και τη σωτηρία του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προτρέπει: “Εκκλησίαν ποίησόν σου την οικίαν”. Εκκλησία σαν τόπο και ναό της λατρείας του Θεού , διά του καθημερινού προγράμματος της οικογενειακής προσευχής, όπου όλοι μαζί ενώπιον του ουρανίου Πατρός στέκονται και εκζητούν το θείον έλεος και τη συνεκτική και θεοποιό αγάπη, μετανοούντες για τα καθημερινά ανθρώπινα λάθη και δε­χόμενοι τις ευεργετικές επιδράσεις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Εκκλησία ακόμη και σαν τόπο πνευματικής θεραπείας εκ των παθών, όπως ακριβώς λειτουργεί μέσα στην Ορθοδοξία ένα αληθινό κοινόβιο μοναστήρι. Η συμβίωση, η συγκατοίκηση, η συζυγία και η εν γένει κοινωνία της κατ’ οίκον εκκλησίας, δηλαδή της οικογενείας λειαίνει τις προεξοχές του χαρακτήρα, πλα­ταίνει το στενό της καρδιάς και διδάσκει ότι χωρίς την εν Χριστώ αγάπη και προκοπή και η οικογενειακή ζωή εύκολα κινδυνεύει να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή.
“Παλαίστρα και στάδιον και γυμναστήριον” ακόμη, υπό του ιδίου Πατρός, χαρακτηρίζεται η οικογένεια, γιατί πράγματι είναι πολύς και μακρύς ο δρόμος και τα εμπόδια, οι πειρασμοί και οι θλίψεις δυσβάστακτες στην πορεία της οικογενείας, γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να στηρίζονται επί την ασάλευτον πέτραν του Χριστού και της Εκκλησίας Του, ώστε να μην την καταποντίσουν τα κύματα.
“Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν”. Ο Κύριος εκένωσε εαυτόν και έγινε άνθρωπος και προσέλαβε την Εκκλησία και έκτοτε “τρέφει και θάλπει αυτήν” ως νυμφίος ουράνιος και παραμένει κεφαλή της Εκκλησίας. Ούτε Εκκλησία άνευ Χριστού είναι δυνατόν να υπάρξει, αλλά ούτε και ο Χριστός άνευ της Εκκλησίας δίδει τα θεουργικά μυ­στήριά Του στον άνθρωπο. Έτσι και στην οικογένεια κανένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλο, ούτε σαν σώμα μπορεί να συγκροτηθεί, εάν κεφαλή της οικογενείας δεν είναι ο Χριστός.
Πρέπει να τονισθεί επίσης ότι το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Κυρίου για κάθε ένα ξεχωριστά, είναι η σωτηρία και θέωσή μας. Αυτός είναι και ο σκοπός και το τέρμα όλης της ζωής μας. Επομένως και η οικογένεια και ο μοναχισμός δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσα σωτηρίας. Η οικογένεια είναι ένας τρόπος σω­τηρίας, που δεν πρέπει να απολυτοποιήσει τον εαυτόν της, αλλά να μας οδηγήσει στον Κύριο. Όλα τα σχήματα της ζωής είναι εφήμερα και παροδικά και αξιολογούνται με το κατά πόσον μας οδηγούν ή όχι στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Εάν η οικογένεια δεν οδηγεί στο Χριστό, τότε τα αποτελέσματά της είναι πρόσκαιρα, είναι αδύνατα και καταδικασμένα σε θάνατο, όπως και η ίδια σαν τρόπος ζωής του παρόντος αιώνος.
Η οικογένεια τότε θεωρείται ότι και επέτυχε το σκοπό της, όχι με τις κοσμικές επιτυχίες των μελών της, όχι με τη μέχρι τέλους διατήρηση της συνοχής της έστω, αλλά με τον αγιασμό και τη θέωση των μελών της.
Κάθε άλλη αξιολόγηση της οικογένειας με κριτήρια ανθρώπινα και ενδοκοσμικά αδικεί και περιορίζει ασφυκτικά τις δυνάμεις και δυνατότητές της.
Τελειώνω με ένα λόγο ενός συγχρόνου οσίου αγιορείτου ασκητού: “Όταν μάθωμε να υπερβαίνουμε το εγώ μας, γινόμαστε αληθινά μέλη της οικογένειας μας. Όταν γίνομε αληθινά μέλη της οικογένειάς μας με την υπέρβαση του εγώ μας, τότε θα γίνωμε πραγματικά μέλη της οικογένειας ολοκλήρου της ανθρωπότητος, του Αδάμ, και τότε θα μπορούμε να προσευχώμαστε στον Θεόν υπέρ όλου του κόσμου. Αυτό όμως δεν είναι άλλο παρά η ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πίσω από τους τρεις μεγίστους Ιεράρχες της ’Εκκλησίας μας υπάρχουν αγίες μητέρες, άγιοι πα­τέρες και αγίες οικογένειες. Εάν θέλωμε να διορθωθεί ο κόσμος, ας διορθώσωμε τον εαυτό μας και τις οικογένειές μας”.
Μ’ αυτά τα πτωχά, ευχόμεθα ο πα­νάγαθος Κύριος να ευλογεί όλους και να συνέχει και συγκροτεί τις οικογένειές μας με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Αμήν.
πηγή

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΛΑΤΡΕΥΟΥΣΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

                                                   



                                              ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
(‘Ομιλία τοῦ ἐφημερίου μας π.Φιλοθέου Νικολάκη ποὺ ἐκφωνήθηκε στὸν Ναό μας στὰ πλαίσια τῶν ἑβδομαδιαίων συνάξεων νέων τῆς Ἐνορίας μας τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011)
Τὸ θέμα μὲ τὸ ὁποῖο στὴν ἀποψινή μας σύναξη θὰ ἀσχοληθοῦμε, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς λατρεύουσα κοινότητα. Θὰ προσπαθήσουμε χωρὶς νὰ εἰσέλθουμε σὲ λεπτομέρειες νὰ ἀναδείξουμε ὁρισμένες πτυχὲς τοῦ θέματος αὐτοῦ, καθ’ ὅσον αὐτὸ ἅπτεται πολλῶν ἄλλων, ποὺ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δύναται νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο γιὰ νὰ γραφοῦν χιλιάδες σελίδες πολλῶν μάλιστα μελετῶν. Κι αὐτὸ θὰ καταφανεῖ ἀπὸ ὅσα θὰ λεχθοῦν.
Ἔχει προσφυῶς λεχθεῖ ὄτι ἡ Θεία Ευχαριστία, ὡς ἡ πεμπτουσία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, πραγματώνει καὶ οἰκοδομεῖ ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Διότι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἐκ νεκρῶν ἀναστάντος Κυρίου, τὸ αἷμα τοῦ ὁποίου ἐχύθη «ἐφάπαξ» (Ἑβρ.7,27) ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας· εἶναι τὸ ἐσχατολογικὸ δεῖπνο τῆς αἰώνιας βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο γεύεται ὁ πιστὸς μὲ τὴ συμμετοχή του στὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο παλαιότερα ὅλα τὰ ἐπιμέρους μυστήρια ἐτελοῦντο στὰ πλαίσια τῆς Θείας Λειτουργίας, ὡς φανερώσεις τοῦ ἑνὸς καὶ ἀδιαιρέτου μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων (Ἐφεσ.3,9). Ἀλλ’ ἀκόμη καὶ σήμερα ὁλόκληρος ὁ βίος τῆς Ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας ἀρδεύεται πνευματικὰ ἀπὸ τῆ Θεία Λατρεία, ὡς τὸ σημεῖο ποὺ νὰ ἀναγνωρίζεται διομολογιακὰ ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν λειτουργικὴ Ἐκκλησία[1].
Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι σ’ ἐμᾶς δύο τεράστια πνευματικὰ μεγέθη, δηλαδὴ Ἐκκλησία καὶ Θεία Λατρεία μᾶλλον ταυτίζονται. Ἡ λατρεία μας καὶ δὴ ἡ τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας εἶναι ὁ πυρήνας, τὸ κέντρο καὶ συνάμα τὸ ἀποκορύφωμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο τελεσιουργῶντας τὸ μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸ νὰ συνερχόμαστε ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐπιτελῶντας ἕνα ἔργο θεῖο, τὸ ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (λεῖτος = λαός).
Μάλιστα κατ’ αὐτὴν, χωρὶς νὰ ξεχνοῦμε ἢ νὰ παραβλέπουμε τὴν ἀρχὴ καὶ τὶς ρίζες τῆς Ἐκκλησίας, τὰ θεμέλιά της, τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἱδρυτοῦ της καὶ τὸ κήρυγμα ἢ τὰ θαύματά Του, προσβλέπουμε κυρίως στὸ μέλλον. Ζοῦμε στὸ παρὸν ἀλλὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ μέλλον. Ποιό ἄλλο νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἔναρξή της διὰ τῆς πανηγυρικῆς διακηρύξεως ὅτι εἶναι «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων»; Διὰ τῆς Λειτουργίας ἡ Ἐκκλησία προεικονίζει τὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν κατὰ τὴν ἀρραγῆ καὶ ἀκλόνητη πίστη της. Προγεύεται καὶ προσδοκᾶ τὴν ἔλευση τῶν ἐσχάτων, κάτι ποὺ ἄλλωστε διακηρύσσει διὰ τοῦ Συμβόλου της, τὸ ὁποῖο τοποθέτησε ἐνσυνείδητα πρὸ τῆς Ἀναφορᾶς, δηλαδὴ πρὸ τῆς ἱερώτερης στιγμῆς τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅταν διὰ τῆς χάριτος τοῦ τελεταρχικοῦ καὶ παναγίου Πνεύματος τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ θὰ μεταβληθοῦν σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Τοῦτο διότι ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν συμμετοχὴ σὲ αὐτὴν ἡ κοινωνία τῆς πίστεως. Χωρὶς αὐτὴν δὲν νοεῖται κοινωνία πιστῶν. Διαιρέσεις, σχίσματα, αἰρέσεις κ.λ.π. παρόμοια δὲν χωροῦν στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν διακηρύσσεται ἐν ὀμονοίᾳ ἡ πίστη ὅλων[2] καὶ ἔχει δοθεῖ ὁ ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης, ἀμέσως μετὰ τονίζεται ὅτι ἡ προσφορά μας δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιεῖται χωρὶς τὴν εἰρήνη.
Δύο λοιπὸν πολὺ σημαντικὰ στοιχεῖα, συστατικὰ τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ κοινότητα τῶν πιστῶν ποὺ συνέρχεται ἐπὶ τὸ αὐτὸ νὰ διακατέχεται ἀπὸ εἰρήνη καὶ τὰ μέλη της νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὁμόνοιας.
Ἡ συμμετοχή μας ἐπίσης στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς ἔχει διαφόρους καρπούς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι – ὅπως ἀναφέρεται ἀμέσως μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων Δώρων – ὁ «ἀρραβὼν τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ Βασιλείας». Ζοῦμε λοιπὸν στὸ παρὸν, ἐνθυμούμενοι τὸ παρελθὸν, δηλαδὴ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ ἀναπνέουμε ἐλπίζοντας στὸ μέλλον δηλαδὴ τὴν συμμετοχή μας στὴν ἐρχόμενη μέλλουσα ζωὴ καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ θέματος ἀκούστηκε ὁ ὅρος «κοινότητα» καὶ δὴ «λατρεύουσα». Στὴν Ἐκκλησία μας ποτὲ δὲν χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος «ἄτομο». Λειτουργοῦμε ὡς πιστοὶ καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὡς πρόσωπα. Στὴν Ἐκκλησία δὲν πηγαίνουμε γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ συναντήσουμε καὶ νὰ ἐνωθοῦμε μὲ τὸν πατέρα μας καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν στὴν Ἐκκλησία φανερώνει αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε καὶ ἀποκτήσαμε διὰ τοῦ Βαπτίσματος: τέκνα Θεοῦ, μέλη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἑνωνόμαστε μὲ τοὺς πιστούς, συναπαρτίζουμε τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν εἴμαστε πιὰ μακρυὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, χωρισμένοι καὶ διασκορπισμένοι ἀπὸ τὸν διάβολο. Τώρα πιὰ ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τῆς Χάριτός Του ἀποτελοῦμε αὐτὸν τὸν ἕνα Λαό, τὸν Λαό Του. Ἦλθε λοιπὸν ἤδη καὶ πραγματοποιεῖται τὸ κήρυγμα τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ προδρόμου Ἰωάννη· «ἥγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.3,2).
Δὲν ὑπάρχει ἀντιπροσωπευτικότερη εἰκόνα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἄρα καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ βλέπουμε στὴν Θεία Λειτουργία. Ἡ ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς φανερώνει αὐτὴν τὴν πανέμορφη εἰκόνα μὲ τὸν πιὸ παραστατικὸ τρόπο: ἐπάνω στὸ ἄγιο δισκάριο καὶ στὸ κέντρο του βρίσκεται τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου ποὺ εἰκονίζει τὸν Βασιλέα τοῦ σύμπαντος (ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ), στὰ δεξιά του ἡ Παναγία Μητέρα καὶ μεσίτρια τῶν ἀνθρώπων, ἀριστερὰ τοποθετοῦνται ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὅσιοι, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, οἱ Θεοπάτορες καὶ ὁ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελέσεώς της ἑορταζόμενος Ἅγιος. Μπροστὰ καὶ κάτω ἀπὸ ὅλους βρίσκονται οἱ πιστοὶ μὲ προεξάρχοντα τὸν Ἐπίσκοπο, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγ.Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος. Στοὺς πιστοὺς συγκαταλέγονται καὶ ὅσοι ἔχουν πιὰ κοιμηθεῖ τὸν αἰώνιο ὕπνο καὶ περιμένουν «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν», ὅλοι δηλαδὴ οἱ κεκοιμημένοι μας. Ὅλοι αὐτοὶ γίνονται ἕνα καὶ λαμβάνουν – κατὰ τὸ δυνατὸν – ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου.
Στὸ δισκάριο ἐπάνω λοιπὸν «Θεὸς ἐν ἀνθρώποις καὶ Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν ὄντως Θεοῦ σαρκωθέντος ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ τοῦτο ἡ μέλλουσα Βασιλεία καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς τὸ πολίτευμα· Θεὸς μεθ’ ἡμῶν ὁρώμενός τε καὶ μεταλαμβανόμενος».[3]
Ἡ Ἐκκλησία μὲ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι φιλανθρωπικὸς ὀργανισμὸς οὔτε βεβαίως κάποια δημόσια ὑπηρεσία, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ ἐξυπηρετεῖ τὶς «ἀνάγκες» τῶν πιστῶν. Ὑπάρχει καὶ ὑφίσταται γιὰ νὰ κάνει μὲ τὴν λατρεία της τὸν κόσμο Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φέρει ἐπὶ γῆς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐκτὸς τῶν μυστηρίων στὴν Ἐκκλησία μας ὑφίστανται καὶ πολλὲς ἀκολουθίες καὶ ἁγιαστικὲς πράξεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ λειτουργικὲς πράξεις καὶ ἀκολουθίες ἀποτελοῦν ἕνα ὅλο, στοχεύουν σὲ ἕναν σκοπὸ – τὸν συνεχῆ καὶ καθολικὸ ἁγιασμὸ τοῦ σώματος – καὶ συγκλίνουν πρὸς τὴν Θεία Εὐχαριστία, τὸ ἀπόλυτο κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Δὲν ὑπάρχουν, ἔτσι, αὐτόνομες καὶ ἀνεξάρτητες λατρευτικὲς πράξεις στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὅλες μαζὶ συνιστοῦν μιὰ ἀρραγὴ ἐνότητα, τὸ κέντρο τῆς ὁποίας κατέχει τὸ «μυστήριο τῶν μυστηρίων», ἡ Θεία Εὐχαριστία. Κάθε δημόσια προσευχὴ – ἀκολουθία, νοεῖται ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν συμμετοχὴ στὴν ἀκολουθία τῆς Θείας Λειτουργίας, στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία πραγματώνεται ὠς «καινὴ κτίσις», νέα δημιουργία, ποὺ ξεπερνᾶ τὶς διαστάσεις τοῦ ἱδρύματος καὶ γίνεται Σῶμα Χριστοῦ[4].
Εἶναι ἴσως γνωστὴ ἡ κατηγοριοποίηση κάποιων λατρευτικῶν πράξεων τῆς Ἐκκλησίας σὲ μυστήρια (τὰ λεγόμενα ἑπτὰ) καὶ τελετές. Δυστυχῶς σήμερα ἔχει πιὰ ἐπικρατήσει νὰ θεωροῦμε τὴν Θεία Λειτουργία ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια, τὸ πρῶτο ἴσως ἀλλὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτά. Αὐτὸ ὅμως εἶναι λάθος. Στὴν Ἐκκλησία μας καὶ μάλιστα στὴν ἀρχαία δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ μεταγενέστερη ἀντίληψη. Μιλοῦσε γιὰ ἕνα καὶ μόνο μυστήριο, τὸ «μυστήριο τοῦ Χριστοῦ» ὅπως ὀνομάζεται στὴ Γραφή[5]. Ἆρα διὰ τῆς Λειτουργίας, κυρίως δι’ αὐτῆς, γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ καθενὸς βαπτισμένου καὶ μέλους αὐτῆς τῆς κοινότητος τῶν πιστῶν ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ τὸ μυστήριο τῆς σταυρικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴ Θεία Εὐχαριστία. Γι’ αὐτὸ – ὅπως ἔγραψε καὶ ἕνας σύγχρονος θεολόγος – ἡ Θεία Εὐχαριστία οὔτε εἶναι, οὔτε πρέπει νὰ νοεῖται, ὤς ἕνα ἀπὸ τὰ λοιπὰ μυστήρια, ἀλλὰ ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ καὶ ἡ πνευματικὴ τροφή της, τὸ «μυστήριο τῆς σύναξης»[6].
Παλαιότερα ὅλα τὰ μυστήρια τελοῦνταν συνηρμοσμένα μὲ τὴν Θεία Λειτουργία. Τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα τελούνταν κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας κατάλοιπο τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ἡ ψαλμώδηση τοῦ ἀποστολικοῦ ὕμνου «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε», ὅπως τὸ Πάσχα καὶ τὰ Θεοφάνεια, ὅταν βεβαίως ἀποτελοῦσαν μία ἑορτὴ μετὰ τῶν Χριστουγέννων. Ὁ Γάμος καὶ τὸ Εὐχέλαιο ἐπίσης προϋπέθεταν τὴν Θεία Εὐχαριστία. Μόνον οἱ χειροτονίες σὲ ὅλους τοὺς βαθμοὺς παρέμειναν μέχρι σήμερα ἀναπόσπαστα συνδεδεμένες μὲ τὴν Λειτουργία. Ἀκόμη τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας πραγματοποιούνταν δημοσίως κατὰ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν πιστῶν καὶ προηγεῖτο τῆς μεταλήψεως.
Ὁ νεοφώτιστος λοιπὸν καὶ ἄρτι χρισθεὶς μετελάμβανε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι ἀδιανότητο βαπτισμένος πιστὸς νὰ μὴν μετάσχει τοῦ Σώματος καὶ Αἷματος τοῦ Κυρίου ποτέ! Ἡ ἕνωση τῶν δύο ἀνθρώπων «εἰς σάρκαν μίαν» κατὰ τὸν Γάμο σφραγίζεται καὶ τελειοῦται διὰ τῶν Ἀχράντων μυστηρίων. Ὁ ἀσθενὴς πιστὸς μεταλαμβάνει «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» καὶ χρίεται διὰ τοῦ ἁγιασμένου ἐλαίου, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀσθένεια ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ Εὐχελαίου, ποὺ ὀφείλει νὰ τὴν ἀξιοποιήσει καὶ ἔκφραση τῆς παιδαγωγίας Του[7] πρὸς τὸν ἁμαρτήσαντα ἄνθρωπο[8]. Ὁ νεοχειροτονούμενος καλεῖται νὰ διακονήσει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἔχοντας τὸ ἰδιαίτερό του χάρισμα ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης. Ὁ ἐπίσκοπος, ὁ κατ’ ἐξοχὴν προφήτης χειροτονεῖται πρὸ τῶν ἀναγνωσμάτων τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ κηρύξει, ὁ πρεσβύτερος, ἱερουργὸς κυρίως τῶν μυστηρίων πρὸ τῆς Ἀναφορᾶς, γιὰ νὰ συμμετάσχει στὸν καθαγιασμὸ τῶν Δώρων καὶ ὁ διάκονος πρὸ τῆς μεταδόσεως τῶν Δώρων στοὺς πιστοὺς ὑπηρετῶντας τὰ μυστήρια καὶ βοηθώντας στὴν μετάδοσή τους. Παλαιότερα πρὸ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς μυστικῆς ἐξομολογήσεως ὁ πιστὸς λάμβανε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἐὰν κρινόταν ἀπαραίτητο ἐξήρχετο τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν συμμετεῖχε τῶν τιμίων Δώρων, κατατασσόμενος γιὰ κάποιο διάστημα στὴν τάξη τῶν προσκλαιόντων, ἐκείνων δηλαδὴ ποὺ παρέμεναν στὸν Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν – παρ’ ὅλον ὅτι ἦσαν πιστοὶ – λόγῳ βαρέων ἁμαρτιῶν νὰ μεταλάβουν. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ὅσοι δηλαδὴ παρίσταντο στὴν Θεία Λειτουργία μετελάμβαναν. Δὲν νοεῖται διαχωρισμὸς σὲ μεταλαμβάνοντες καὶ μὴ μεταλαμβάνοντες γιὰ ὅσους παρευρίσκονται στὴν Θεία Λειτουργία. Τὰ κείμενά της, οἱ εὐχὲς, οἱ δεήσεις καὶ οἱ ὕμνοι της δὲν κάνουν τέτοιου εἴδους διακρίσεις. Θὰ ἦταν ἀδιανόητο γιὰ ἕναν πιστὸ τῶν πρώτων αἰώνων κάτι τέτοιο. Θὰ ἦταν ὅμως καὶ σήμερα ἀδιανόητο, ἐν καιρῷ χαλαρώσεως τῶν ἠθῶν καὶ κυρίως ἀμβλύνσεως τοῦ ἀγωνιστικοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν μας νὰ προτρέπονται, ὅπως σὲ ἀρχαῖες Θεῖες Λειτουργίες, οἱ ἐν μετανοίᾳ καὶ μὴ κοινωνήσοντες νὰ ἐξέλθουν τοῦ Ναοῦ, ὅπως καὶ οἱ μὴ πιστοί[9].
Στὶς σλαβικὲς Ἐκκλησίες ἡ ἐξομολόγηση, ὅπου αὐτὸ εἶναι δυνατόν, τελεῖται κατά τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἢ τῶν πρὸ αὐτῆς ἀκολουθιῶν. Ἐὰν ὑπάρχει δηλαδὴ πνευματικὸς ποὺ δὲν λειτουργεῖ, αὐτὸς ἐξομολογεῖ καὶ οἱ πιστοὶ προσέρχονται τότε στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐν συνεχείᾳ κοινωνοῦν. Καὶ σήμερα ἀκόμη ἄλλες ἁγιαστικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας, μυστηριοειδεὶς τελετὲς ὀνομάζονται ἀπὸ κάποιους, τελοῦνται συναπτῶς μὲ τὴν Θεία Λειτουργία, ὅπως τὰ ἐγκαίνια ναοῦ, ἡ κουρὰ τῶν μοναχῶν, ὁ ἁγιασμός, ἡ κηδεία κλπ.
Δυστυχῶς ἐδῶ καὶ ἀρκετοὺς αἰῶνες πρὶν τὰ περισσότερα τῶν μυστηρίων ἔχουν γίνει πλέον ἰδιωτικὴ ὑπόθεση καὶ τελοῦνται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία κεχωρισμένα δηλαδὴ τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Ἡ ἀτομικὴ αὐτὴ προσέγγιση πρὸς τὰ μυστήρια εἶναι ἄγνωστο φαινόμενο στὴν ἀρχαῖα Ἐκκλησία καὶ ἀνάρμοστη στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπου τὰ πάντα ἐκκλησιάζονται, γίνονται δηλαδὴ κοινὰ καὶ οἱ πάντες, ὅλα τὰ μέλη τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως μετέχουν σ’ αὐτά[10].
Πρέπει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἔχουμε καὶ κατὰ νοῦν κάτι πολὺ σημαντικό, τὸ ὁποῖο μᾶς κάνει πραγματικὰ λατρεύουσα κοινότητα καὶ μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς ἐτεροδόξους καὶ κυρίως αὐτοὺς ποὺ ἀναγνωρίζουν καὶ «τελοῦν» κάποια ἔστω «μυστήρια». Ὅλες οἱ εὐχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν μυστηρίων εἶναι σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι  προσωπικὴ ὑπόθεση τοῦ λειτουργοῦ ἡ Θεία Λειτουργία, οὔτε φυσικὰ ὁρισμένων. Προσωπικὰ τὸν ἱερέα ἀφοροῦν μόνον ὁρισμένες εὐχές, προπαρασκευαστικὲς γιὰ τὴν Εὐχαριστία καὶ αὐτὲς μόνον πρέπει νὰ λέγονται μυστικῶς, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ εὐχὴ τοῦ χερουβικοῦ· οἱ ὑπόλοιπες πρέπει νὰ ἀναγινώσκονται «εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ» ὅπως στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Δυστυχῶς καὶ ἐδῶ ἡ ἀρχαία λατρευτική μας πράξη ἀλλοιώθηκε καὶ τὸ πρόβλημα αὐτὸ δημιουργήθηκε ἐξαιτίας διαφόρων αἰτίων: ἡ κακῶς νοουμένη οἰκονομία τοῦ χρόνου, ἡ ἀνάπτυξη μετὰ τὸν 19ο αἰ. μὴ παραδοσιακῶν μελῶν στὴν Θεία Λειτουργία, τὰ «σκοτεινὰ» χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ἀνύψωση παλαιότερα τοῦ Τέμπλου, ἡ κακομεταχείριση τοῦ κειμένου τῶν εὐχῶν (π.χ.λυρισμός), ἡ ψαλμωδία «ἐπάνω» στὶς εὐχὲς κ.ο.κ.[11].
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο στὴν Ἐκκλησία μας εἶναι «πλήρωμα ἱερατικόν»[12]. Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας συμμετέχει καὶ οὐδέποτε παρακολουθεῖ τὰ τελούμενα[13]. Δυστυχῶς ὅμως καὶ ἐδῶ οἱ ὅροι ἔχουν ἀναστραφεῖ. Ὁ λαός μας ἐν πολλοῖς δὲν γνωρίζει ποῦ νὰ σταθεῖ καὶ πῶς νὰ σταθεῖ στὴ Θεία Λειτουργία. Παρακολουθεῖ μᾶλλον παρὰ λειτουργεῖται[14]. Ὁ πολὺς π.Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔγραψε εὔστοχα ὅτι «στὶς μέρες μας οἱ θύρες τοῦ ναοῦ εἶναι ἀνοικτὲς σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας καὶ ὅποιος ἐπιθυμεῖ καὶ ὅταν ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ μπεῖ ἢ νὰ βγεῖ. Κι αὐτὸ συμβαίνει γιατί, κατὰ τὴ σύγχρονη ἀντίληψη, «ἱερουργεῖ μόνο ὁ ἱερέας καὶ ἡ Λειτουργία τελεῖται στὸ ἱερὸ γιὰ ἢ ὑπὲρ τῶν λαϊκῶν, ποὺ εἶναι παρόντες σ’ αὐτὴν «ἀτομικὰ» – μὲ τὴν προσευχή, τὴν προσοχὴ και, καμιὰ φορά, μὲ τὴ θεία κοινωνία. Καὶ ὄχι μόνο οἱ λαϊκοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἰερεῖς ξεχνᾶνε ὅτι ἡ εὐχαριστία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι κλειστὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι σ’αὐτὴ τὴ σύναξη ὅλοι μέχρι τὸν τελευταῖο εἶναι ἀφιερωμένοι καὶ ὅλοι λειτουργοῦν – καθένας στὴ θέση του – στὴ μοναδικὴ ἱερουργία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς ποὺ λειτουργεῖ δὲν εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, οὔτε ὁ ἱερέας, κι οὔτε ἀκόμα ὁ ἱερέας μὲ τοὺς λαϊκούς, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁποία ὅλοι μαζὶ συγκροτοῦν καὶ φανερώνουν σ’ ὅλο της τὸ πλήρωμα»[15]. Δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ Λειτουργία ὑπόθεση κάποιων, ἔστω καὶ κληρικῶν, ἀλλὰ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὁλόκληρη ἀκόμη καὶ στὸ κύτταρό της, ποὺ εἶναι ἡ Ἐνορία. Κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη εἶναι σύναξη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ[16], ὅπως προείπαμε. Ἰδοῦ γιατὶ δὲν εἶναι σωστὸς ἐπὶ παραδείγματι ὁ χαρακτηρισμὸς ἑνὸς κληρικοῦ ὡς «ἀντιπροσώπου τοῦ Θεοῦ». Δὲν ἀντιπροσωπεύουν κανέναν, οὔτε ὁμιλοῦν καὶ λατρεύουν ἐκ μέρους κανενός. Διακονοῦν ἁπλῶς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Εἶναι λάθος καὶ μᾶλλον προέρχεται ἀπὸ τὴν Δύση αὐτὴ ἡ κακῶς νοούμενη ἐξύψωση τοῦ κλήρου, ποὺ τελικὰ κατήντησε κληρικαλισμὸς καὶ στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή.
Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν εἶναι μία λατρεύουσα Ἐκκλησία καὶ αὐτὸ ἐκφράστηκε ἔντονα κατ’ἐξοχὴν διὰ τοῦ μοναχισμοῦ της. Ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ γι’ αὐτὸ δὲν γεννήθηκε ἁπλῶς στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι καὶ συνιστᾶ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ἡ Ἐνορία, περισσότερο βεβαίως στὴν κοινοβιακή του μορφή. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ὅσ.Παχώμιο, ὀνομάσθηκε χαρακτηριστικὰ «Κοινωνία». Ἦταν ἕνα θαυμαστὸ δημιούργημα ὅπου τὰ πάντα ἦταν γιὰ ὅλους κοινά: προσευχή, λειτουργικὴ ζωή, ἐργασία, φαγητό ἐνδυμασία. Ἐκεῖ γινόταν πραγματικότητα ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς καὶ συμμοναστὲς ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφοὺς[17] γιὰ τοὺς ὁποίους ἔντονα προσεύχεται ὁ μοναχός, ἄσχετα ἐὰν κατηγορεῖται – ἀδίκως βέβαια – ὅτι ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν προσφέρει σ’ αὐτόν.
Ὁ μοναχὸς ἀφιερώνει τὸ ἕνα τρίτο τοῦ ἡμερονυκτίου στὴν κατ’ ἰδίαν προσευχὴ καὶ στὴν ξεκούραση τοῦ σαρκίου του, ἕνα τρίτο στὴν μετὰ προσευχῆς ἐργασία καὶ ἄλλο ἕνα τρίτο στὴν κοινὴ λατρεία, ἡ ὁποία πραγματικὰ γνώρισε ἄνθηση καὶ τρομακτικὴ ἐξέλιξη ἐντὸς τῶν Ἱερῶν Μονῶν σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ἀρχικὰ ἐπηρρέασε καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐκτόπισε τὶς ἐνοριακὲς ἀκολουθίες.
Κατὰ τὰ πρώτα χρόνια ὑπάρξεως τοῦ ὀργανωμένου μοναχισμοῦ – κοινοβιακοῦ καὶ ἀναχωρητικοῦ – ἡ λατρεία περιοριζόταν στὴν χρήση τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων καὶ τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ Ψαλτηρίου. Προϊόντος τοῦ χρόνου ἄρχισαν, ὄχι χωρὶς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, νὰ εἰσέρχονται πρὸς χρήση στὴ λατρεία ὕμνοι, κανόνες, τροπάρια κ.λπ., τὰ ὁποῖα ἅρμοζαν σὲ κοσμικοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς λαϊκούς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ δὲν ἔψαλλαν, ἀλλὰ κυρίως ἀνεγίνωσκαν. Τέλος πάντων ἐπικράτησαν καὶ ἐξελίχθηκαν ὡς μελίσματα. Μάλιστα οἱ μεγαλύτεροι σήμερα ὑμνογράφοι μας, μερικοὶ τῶν ὁποίων κοσμοῦν ὡς ἅγιοι τοὺς τοίχους τῶν Ναῶν μας, προέρχονται ἀπὸ τοὺς μοναστικοὺς κύκλους. Αὐτὸς σὲ γενικὲς γραμμὲς ἦταν ὁ τρόπος ποὺ τελοῦσαν τὶς ἀκολουθίες καὶ προσευχές τους οἱ μοναχοί. Ὅμως τὸ μοναχικὸ Τυπικὸ ἐξελίχθηκε ἀκόμη περισσότερο καὶ νέες ἀκολουθίες δημιουργήθηκαν. Ἡ ἀρχικὴ διαμόρφωσή του ἔγινε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγ.Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα, ἕνα τεραστίας σημασίας μοναχικὸ κέντρο τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἔγινε παντοῦ γνωστὸ ὡς Τυπικὸ τοῦ Ἁγ.Σάββα. Ἀργότερα αὐτὸ ἐπεξεργάσθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε στοὺς ἑπομένους αἰῶνες τὴν τελική του μορφὴ στὶς Ἱερὲς Μονὲς τοῦ Ἁγ.Ὄρους.
Στὶς Ἐνορίες ὑπῆρχε τὸ λεγόμενο Ἀσματικὸ Τυπικὸ. Ἡ ἴδια ἡ ὀνομασία του ὑπογραμμίζει ὅτι τὰ περισσότερα στοιχεῖα τῆς λατρείας ἦταν ψαλλόμενα, ἀντίθετα μὲ τὸ μοναχικό. Οἱ πιστοὶ συνάζονταν στοὺς Ναοὺς καὶ ἔψαλλαν ψαλμοὺς καὶ ὕμνους ὅλοι μαζὶ ὑμνοῦντες τὸν Θεό. Ὅμως ἦταν τέτοια ἡ ἕλξη τοῦ μοναχικοῦ Τυπικοῦ, σ’ αὐτὸ συνετέλεσε καὶ ὁ θρίαμβος τῶν μοναχῶν μετὰ τὴν Εἰκονομαχία τὸν 9ο αἰ., ποὺ σιγὰ σιγὰ αὐτὸ ἐκτόπισε τὸ Ἐνοριακὸ καὶ τελικὰ τὸ ἐξαφάνισε. Ὁ τρόπος ζωῆς καὶ ὁ τρόπος ποὺ προσεύχονται οἱ μοναχοὶ στὰ Μοναστήρια ἦταν καὶ θὰ παραμείνει ἰδανικὸς γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς. Πρέπει νὰ ποῦμε πάντως ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸ εἰσήγαγαν στὶς ἐνορίες ἦταν λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ τῶν πόλεων (ποὺ τότε ἦταν μόνον ἔγγαμοι) καὶ ὄχι οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοί. Πολλὰ μάλιστα στοιχεῖα του διασώθηκαν μέσα στὶς ἀκολουθίες τῶν μοναχῶν[18]. Ἔτσι λοιπὸν σήμερα ἡ λατρεία μας γενικότερα τελεῖται κατὰ τὰ μοναχικὰ πρότυπα, προσαρμοσμένη ὅμως στὶς ἀνάγκες κοσμικῶν ἀνθρώπων μὲ πολλὲς μέριμνες. Προσπαθοῦν καὶ οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀφιερώσουν μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τους στὸ νὰ ὑμνοῦν τὸν Τριαδικὸ Θεό, κατὰ τὸ δυνατὸν ὅμως.
Πολλοὶ – μεταξὺ αὐτῶν καὶ πιστοί μας – θέτουν τὸ ἐρώτημα: γιατί οἱ τόσες ἀκολουθίες καὶ προσευχές; Χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ καλεῖ τόσο συχνὰ σὲ κοινὴ προσευχὴ τοὺς πιστούς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλὴ καὶ δὲν χωράει ἀμφιβολία ἐπ’ αὐτοῦ. Οἱ ἱερές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν ἔντονο ἐκκλησιαστικό, ἐσχατολογικὸ καὶ χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Τονίζουν ἰδιαιτέρως τὴν σημασία τῆς ἔνταξης τῶν πιστῶν στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ὅπου «ὁμοθυμαδόν» καὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνάζονται γιὰ νὰ ὑμνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ξαναέλθει, Αὐτόν ποὺ εἶναι τὸ ἐπίκεντρο τῆς ζωής τῶν χριστιανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ προτρέπονται οἱ πιστοὶ νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες. Καλεῖται ὁ πιστὸς νὰ ἔχει ἄξονα τῆς ζωῆς του τὸν Κύριο καὶ νὰ συμμετέχει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο στὶς ἀκολουθίες γιὰ νὰ ἁγιάζει τὸν χρόνο του καὶ κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴ ζωή του. Τοῦτο θὰ συμβάλλει στὴν ἀνακαίνισή του, στὴν σωτηρία του, ἀφοῦ κάθε στιγμὴ λατρείας εἶναι εὐκαιρία μετανοίας καὶ ἀλλαγῆς τοῦ νοῦ. Ἡ ἀκατάπαυστη – κατὰ τὸ δυνατὸν – λατρεία τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει μιμητὲς τῶν ἀγγέλων καὶ σιγὰ σιγὰ ἀγγέλους. Ἄλλωστε «ἔργον ἀσίγητόν τε καὶ ἄληκτον ἠ προσευχὴ καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ αἶνος» κατὰ τὸν Ἅγ.Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης[19].
Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νὰ ἐκκλησιοποιήσει, νὰ κάνει Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο, τὴν κτίση ὁλόκληρη – ἐξ οὗ καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ πολλὲς εὐχὲς τοῦ Εὐχολογίου μας γιὰ κάθε πτυχὴ καὶ ἔκφανση τοῦ παρόντος βίου μας. Δὲν φτιάχθηκαν γιὰ νὰ παρεμβαίνει ἡ Ἐκκλησία στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι ἢ στὸν προσωπικὸ βίο κανενὸς ἔχοντας μάλιστα ἀλλότριους πρὸς αὐτὴν σκοπούς. Δίνει στὴν κτίση ἕνα ἄλλο, νέο νόημα καὶ τὴν ἁγιάζει. Προσλαμβάνει τὴν κτίση στὸ σύνολό της, τὴν ἱστορία καὶ τὸν χρόνο γιὰ νὰ μεταβάλει κάθετί θνητὸ σὲ ἀθάνατο καὶ τὸ φθαρτὸ σὲ ἄφθαρτο. Στὴν ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς ὁ ἱερέας θύοντας τὸν Ἀμνὸ – Χριστὸ λέγει: «θύεται ὀ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Ἔτσι προδιαγράφεται καθημερινὰ ὁ σκοπὸς κάθε Λειτουργίας. Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ἀνάστασή Του, μυστήρια συνεχῶς παροντοποιούμενα καὶ βιούμενα στὴ λατρεία, σώζουν διηνεκῶς τὸν κόσμο[20].
Ἔτσι ἑρμηνεύεται αὐτὸ τὸ συνεχῶς χρησιμοποιούμενο «σήμερον» σὲ διάφορα τροπάρια πολλῶν ἑορτῶν μας[21]. Καὶ γι’ αὐτὸ καὶ στὰ μοναστήρια, εἰδικὰ τὰ ἀνδρώα ὅπου ὑπᾶρχουν ἱερεῖς γίνεται προσπάθεια νὰ τελεῖται καθημερινὰ ἡ Θεία Λειτουργία.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας προσαρμόσθηκε σὲ ἱστορικὰ καὶ κοινωνικὰ δεδομένα καὶ πολλὲς φορὲς κατὰ τὸ παρελθὸν προέβη σὲ μεταρρυθμίσεις, περικοπὲς, συντμήσεις, ἐξ ὁλοκλήρου ἀλλαγὲς σὲ ὁρισμένα θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ λατρεία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἱστορία τῆς λατρείας. Ἐνῶ γιὰ παράδειγμα ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγ.Βασιλείου ἦταν ἡ Θεία Λειτουργία ποὺ παντοῦ καὶ καθημερινὰ χρησιμοποῦνταν, ἡ μεγάλη ἔκταση τῶν εὐχῶν της ὀδήγησε στὴν ἀρχικὴ ἐπικράτηση τῆς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου – ποὺ συμπεριλαμβάνει συντομότερες εὐχὲς – γιὰ τὶς καθημερινὲς καὶ ἡ τοῦ Βασιλείου γιὰ τὶς Κυριακὲς καὶ ἐπίσημες ἡμέρες, ἀργότερα ὅμως περιορίσθηκε ἡ τέλεσή της ἀκόμη περισσότερο σὲ 10 φορὲς τὸν χρόνο. Ὅμως ὁ σκοπὸς τῆς λατρείας της ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει ἴδιος: ἡ ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου.
Τὰ τελευταῖα χρόνια γίνεται ἀρκετὸς λόγος καὶ ἔχουν γραφεῖ πολλὰ γιὰ τὴν λατρεία μας, κυρίως γιὰ τὴν γλῶσσα της, γιὰ τὸν τρόπο ποὺ τελοῦμε τὶς ἀκολουθίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχουν ὑποστεῖ ἀρκετὴ φθορά. Ζητεῖται ἡ «ἀποκάθαρσή» της ἀπὸ στοιχεῖα, ξένα πρὸς αὐτὴν καὶ ἡ ἐπιστροφὴ σὲ πιὸ ἁπλοὺς τύπους. Εἶναι ζητούμενα ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν ἔχει κλείσει ὁ διάλογος ἐπ’ αὐτῶν. Ἔχουμε ὅμως μεγάλη δυσκολία σ’ αὐτὰ τὰ θέματα καὶ δὲν θὰ πάρουμε εὔκολα ἀποφάσεις γιὰ πολλοὺς λόγους. Ἴσως γιατὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν γλῶσσα μας, ἴσως γιατὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ εὐτελισμοῦ τῶν πάντων καὶ στὸν αἰῶνα τῶν πανταχοῦ ἀγγελλομένων καὶ πραγματοποιουμένων «ἐκπτώσεων» δὲν θέλουμε νὰ ἐκπέσουμε καὶ ἐμεῖς. Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ περισσότερα προβλήματα ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀργοὺς ρυθμοὺς καὶ εἶναι πράγματι δυσεπίλυτα. Δὲν εἶναι ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτά, ἴσως ἡ συζήτηση ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει νὰ ἀναδείξει κάποιες πτυχὲς ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν καὶ νὰ ἀπαντηθοῦν τυχὸν ἀπορίες.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ κλείσουμε τὴν ὁμιλία μας χωρὶς δυὸ λόγια γιὰ τὴν κατηγορία ποὺ ἀπευθύνεται στὴν Ἐκκλησία μας καὶ στὴν περιρρέουσα σήμερα ἀτμόσφαιρα, χωρὶς μάλιστα νὰ ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸ θέμα μας. Καὶ δὲν ἐννοοῦμε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὴν φράση ποὺ κατὰ κόρον χρησιμοποιεῖται ἀπὸ «εἰδικούς», ποὺ μόνον ἀδαεῖς θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς χαρακτηρίσουμε. Δηλαδὴ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ περιορισθεῖ στὰ τοῦ οἴκου της καὶ νὰ κάνει περισσότερο κοινωνικὸ ἔργο». Ἡ Ἐκκλησία δὲν χρειάζεται «δασκάλους» καὶ τέτοιου εἴδους ὑποδείξεις. Κάνει πράξη τὴν «καινὴ ἐντολὴ» τοῦ Κυρίου μας ἤδη ἀπὸ τῆς γεννήσεώς της, δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸν ἀδελφό. Μόλις χθὲς ἀκούσαμε στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω (Ματθ.κε΄, 31-46) τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ κρίνει ὁ Κύριος τοὺς ἀνθρώπους: δηλαδὴ ἐὰν φρόντισαν τὸν πτωχὸ, τὸν γυμνὸ, τὸν ξένο, τὸν πεινασμένο, τὸν διψασμένο, τὸν κατατρεγμένο αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Διδαχθήκαμε μὲ ἄλλα λόγια τὸ πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερόμαστε στὸν πλησίον καὶ πῶς νὰ φροντίζουμε τὸν ἀδελφό μας, μακρυὰ ἀπὸ προϋποθέσεις ποὺ ἀφοροῦν στὸ χρῶμα του, στὴν προέλευσή του, στὴν πίστη του καὶ τὰ παρόμοια. Προσφέρουν στὸν πάσχοντα πλησίον τους τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας (κληρικοὶ καὶ λαϊκοί), καὶ ὄχι ἕνας ἀπρόσωπος ὀργανισμός, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχή της μὲ τὴν λογία ἢ τὰ κοινὰ δεῖπνα γιὰ παράδειγμα, δηλαδὴ τὶς ἀγάπες. Σήμερα προσφέρουν φαγητό, στέγη, χρήματα, συντηροῦν γηροκομεῖα, βρεφονηπιακοὺς  σταθμοὺς καὶ ἱδρύματα γιὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες, κυρίως ὅμως καὶ κατ’ ἐξοχὴν προσεύχονται γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐμπεριστάτους ἀπανταχοῦ τῆς γῆς ἀδελφούς τους.
Μία εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου λέγει πὼς: «ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης».
Ἡ Λειτουργία, ὡς ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐμπεριέχει αὐτομάτως τὴν ἀλληλεγγύη καὶ τὴ συμπαράσταση πρὸς τοὺς ἐν ἀνάγκαις. Παρεμπιπτόντως μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἐξηγοῦνται καὶ οἱ μέχρι σήμερα διατηρηθεῖσες πρακτικὲς προσφορῶν ἐντὸς τοῦ λειτουργικοῦ πλαισίου τῆς ἐνορίας, ὅπως οἱ προσφορὲς γιὰ τὸ φιλόπτωχο ταμεῖο, οἱ συλλογὲς χρημάτων γιὰ διαφόρους πάσχοντες ἀδελφοὺς ἢ ἀκόμη ὁ πολὺ γνωστὸς πιὰ καὶ καθιερωμένος «Δίσκος», ποὺ περιάγεται στὸ ναὸ συνήθως μετὰ τὴν Ἀναφορὰ καὶ πρὶν τὴ Θεία Κοινωνία. Κάθε δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ὑλικῶν – πνευματικῶν ἀγαθῶν στὸν συνάνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ ζωντανὴ λατρευτικὴ ζωὴ καὶ εἶναι ἀναμφισβήτητα μία λειτουργικὴ προσφορά, τὴν ὁποία θὰ βρεῖ ὅποιος ἀνατρέξει στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στοὺς ἀποστολικοὺς πατέρες ὴ τοὺς ἀπολογητὲς τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων[22] δηλαδὴ στὶς πηγὲς τῆς πίστεώς μας.
Συνοψίζοντας τὰ ὅσα εἰπώθηκαν ἀπόψε ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δικαίως χαρακτηρίζεται ταμιοῦχος τῆς Θείας Χάριτος, ἀφοῦ πάντοτε τελεῖ τὰ μυστήρια – καὶ κυρίως τὸ κορυφαῖο, τὴν Θεία Λειτουργία – προσφέροντας αὐτὴν τὴν Χάρη πρὸς ὅλους ὅσοι τὴν ἐπιθυμοῦν, τὴν ἀναζητοῦν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου – συνεπῶς καὶ τῆς Ἐκκλησίας – εἶναι ἡ ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους εἶναι ἐμπεπιστευμένη ἡ διακονία τῶν μυστηρίων, δηλαδὴ οἱ ποιμένες της μὲ τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἔχουν ταχθεῖ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀδελφοὺς τους στὴν πορεία τους πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἆρα ἡ Ἐκκλησία μας καλῶς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς λατρεύουσα κοινότητα καὶ κατ’ ἐξοχὴν λειτουργικὴ Ἐκκλησία καὶ σ’ αὐτὴν – τὴν λατρεία – εἶναι παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁρᾶται διὰ τῶν μυστηρίων στὸν ὑλικὸ καὶ πνευματικό μας κόσμο καὶ μᾶς παρέχει τὴν ἐμπειρία τῆς Βασιλείας Του, προτρέποντάς μας νὰ γίνουμε μέτοχοί της.

[1] Τὸ Ἐνοριακὸ ποιμαντικὸ ἔργο στὴ σύγχρονη κοινωνία (Ἐγχειρίδιο ὀργάνωσης καὶ δράσης). Σειρὰ Ποιμαντικὴ Βιβλιοθήκη – 13, Κλάδος ἐκδόσεων τῆς ἐπικοινωνιακῆς καὶ μορφωτικῆς ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σ.30.
[2] Κλήμεντος Ρώμης, MPG 1, 277Α.
[3] Γερμανὸς Κων/λεως MPG 98, 412D.
[4] Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου, Ἡ θεία Λειτουργία ἐπίκεντρον τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας, Ἱερὰ Μητρόπολις Δράμας, Ἡ Θεία Λειτουργία, Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 1998, Δράμα 1998, σ. 8-9.
[5] Ἰω.Ζηζιούλα (Μητρ.Περγάμου), Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία, ἐκδ.Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1992, σ.20.
[6] Γ.Μεταλληνοῦ (Πρωτοπρ.), Ἡ Θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 21996, σ.262.
[7] Διαδόχου Φωτικῆς, MPG 65, 1167.
[8] Π.Δημητρίου Τζέρπου, Δρ.Θ., Ἐφόδιον ζωῆς, Ἡ μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας στοὺς ἀσθενεῖς ποὺ ἀντιμετωπίζουν κίνδυνο θανάτου, Συμβολὴ στὴν Ποιμαντικὴ Λειτουργική, ἐκδ.Τῆνος, Ἀθήνα 2001, σ.20-21.
[9] Ὁ Διάκονος: «Εὔξασθε οἱ ἐν μετανοίᾳ, …Ὅπως ὁ φιλοικτίρμων Θεὸς ὑποδείξῃ αὐτοῖς ὁδὸν μετανοίας… Προσδέξητε αὐτῶν τὴν παλινῳδίαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν…, Ἀπολύεσθε οἱ ἐν μετανοίᾳ», Θεία Λειτουργία τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν».
[10] Ν.Μιλόσεβιτςμ Ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς κέντρον τῆς Θείας Λατρείας, Ἡ σύνδεσις τῶν μυστηρίων μετὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκδ.Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2001, σ.20.
[11] Ἀρχιμ.Φιλοθέου Νικολάκη, Ἡ ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, Εἰς ἐπήκοον ἢ μυστικῶς; Ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Λειτουργικῆς Μ.Π.Σ. στὸ Α.Π.Θ., 1998, σ.11-15.
[12] MPG 62, 204.
[13] Γρηγορίου Ἱερομονάχου, Ὁ Ἐκκλησιασμός, Ἱ.Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἅγ.Ἰωάννης Θεολόγος, Ἅγ.Ὄρος, ἐκδ.Δόμος, Ἀθήνα 1991, σ.33-39.
[14] Παναγιώτη Σκαλτςῆ, Λειτουργικὲς Μελέτες, Τὰ διακονικὰ παραγγέλματα καὶ ἠ στάση τῶν πιστῶν στὴ θεία Λειτουργία, ἐκδ.Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2006, σ.156.
[15] Ὅπ.π. σ.156 ἀπ’ ὅπου καὶ ἡ παραπομπή: Ἀλ.Σμέμαν, Εὐχαριστία, σ.95.
[16] Γρηγορίου Ἱερομονάχου, Ἡ Θεία Λειτουργία, Ἱ.Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἅγ.Ἰωάννης Θεολόγος, Ἅγ.Ὄρος, ἐκδ.Δόμος, Ἀθήνα 1998, σ.40.
[17] Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Ὁ Μοναχισμός, «Ὄρος Δυσανάβατον», ἐκδ.Ἀποστ. Διακονίας, Σειρά Θεωρία καὶ πράξη, Ἀθήνα 1999, σ.11-12 καὶ 40-41.
[18] Βλ. Ἀλ.Σμέμαν, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, Εἰσαγωγὴ στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία, Σειρὰ Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, ἀριθ.36, σ.229 κ.ἑ.
[19] Ἀρχιμ.Φιλοθέου Νικολάκη, Ἡ Λατρεία τῆς Ἐκκλησία, Ἡμερολόγιον Ἱ.Ναοῦ Ἁγ.Γεωργίου Κυψέλης ἔτους 2008,
[20] Βλ. Γ.Μεταλληνοῦ (Πρωτοπρ.), ὅπ.π., σ.398-399.
[21] Προεόρτιο Κοντάκιον Χριστουγένων, Ἀπολυτίκιο ἑορτῆς Εἰσοδίων, Ἀναστάσιμο τροπάριο τοῦ τέλους τῆς Μεγ.Δοξολογίας τῶν Κυριακῶν κ.λπ.
[22] Κων.Νικολακοπούλου, Ζητήματα λογικῆς λατρείας καὶ λειτουργικῆς ἀγωγῆς, ἐκδ.Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2001, σ.89-92.
πηγή

Ανίκητο όπλο- Η λαμπάδα της Αναστάσεως (αληθινή ιστορία)




 Χαλασμός έξω! Αν όμως κατορθώσει να βγει μ΄αναμμένη τη λαμπάδα της Αναστάσεως, θα σβήσει το κακό! Έτσι είχε ακουστά από γιαγιάδες του παλιού καιρού”.
****
Μπάααμ!… Κράαατς!!!!
Πετάγεται όρθια άπ’ τό γλυκό καλοκαιριάτικο ύπνο πού τήν νανούριζε.
Αλαφιασμένη παρατηρεί τήν κληματαριά του μπαλκονιού της νά δέρνεται άλύπητα κατά κύματα, έτοιμη νά σωριασθεί μαζί μέ τίς ξύλινες πέργκολες πού τή συγκρατούν στα κάγκελα.Ή μεταλλική τέντα προδίδει σποραδικό χαλάζι. Βροχή οριζόντια, λες, στην πτώση της εισχωρεί παντού. Χαλασμός!…



Κολλάει τη μύτη της στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Πέρα άπ’ τό μπαλκόνι της δεν ξεχωρίζει τίποτε… Όρατότης μηδέν! «Θεέ μου, λυπήσου μας!», ψιθυρίζει. Στρέφεται στις άγιες εικόνες. Ακοίμητο καντήλι τίς φωτίζει ήσυχα στό ασυνήθιστο ήμίφωτο που καλύπτει την πλάση. Καί τώρα, τί κάνουμε; Ποιος μπορεί νά σταματήσει το κακό;
“Θεέ μου, λυπήσου μας, τους ανθρώπους!…».
Σταυρώνει με έκδηληαγωνία τα χέρια ή Δέσποινα, Ξαφνικά αναπηδάει. Όρμάει στην ντουλάπα. “Τη λαμπάδα! … Τη λαμπάδα της Αναστάσεως!…”, μονολογεί καθώς ψαχουλεύει τα ράφια. Αρπάζει τοκηροπήγιο με το μισοκαμμένο μελισσοκέρι. Του δίνει φως από το καντηλάκι. Κοντοστέκεται. Η φλόγα ιλαρή φουντώνει στη δακρυσμένη λαμπάδα. Και η καταιγίδα έξω μαίεται… Παίρνει βαθειά νάσα η κοπέλα. Προχωρεί προς τη μπαλκονόπορτα. Πώς να ξεμυτίσει στο μπαλκόνι; Αδύνατον!Χαλασμός έξω! Αν όμως κατορθώσει να βγει μ΄αναμμένη τη λαμπάδα της Αναστάσεως, θα σβήσει το κακό! Έτσι είχε ακουστά από γιαγιάδες του παλιού καιρού.
.
Άλλα πώς ν’ αναμετρηθεί μιά φλογίτσα μέ τό σίφουνα πού σαρώνει τά πά­ντα έξω; «Θεέ μου, λυπήσου μας!», ψιθυρίζει.
Πρέπει νά βγει! Αγκαλιάζει μέ τήν αριστερή παλάμη τή φλόγα. Δοκιμάζει νά βγει. «’Άααχ, άχαχάχ!, Θεέ μου! Παναγίτσα μου, μή σβήσει!!». Δυσκολεύεται πολύ! Περνούν δευτερόλεπτα. Κολλάει σε μιά μεταλλική ντουλάπα πού αναχαιτίζει κά­πως τόν άνεμο. Ή φλόγα γέρνει προς όλες τίς κατευθύνσεις ακανόνιστα. Κλαίει μέ μαύρο δάκρυ τό κερί. Κι ή Δέσποινα αργά, σταθερά, προσεκτικά κινεί τή λαμπάδα καί σχηματίζει σταυρό μεγάλο στον αέρα. «Ιησούς Χριστός νικάει, κι όλα τά κακά σκορπάει!», λέει δυνατά. Ξανά καί ξανά. Ξεθαρρεύει λίγο. Σταυρώνει όλα τά ση­μεία του ορίζοντα. Ή φλόγα σιγά-σιγά ήρεμε! «Χριστόος άνέεστηη έεκ νεεκρώω-ων!…», ψάλλει τώρα μέ μάτια βουρκωμένα. Νιώθει πώς κάτι γίνεται γύρω. «Χρι­στόος ά-νέεστηη..!». Ή ορατότητα βελτιώνεται αισθητά. Κι ή Δέσποινα, πίσω άπ’ τήν κληματαριά, αθέατη, διασχίζει τή βεράντα σταυρώνοντας τόν ορίζοντα μέ τήν αναστάσιμη λαμπάδα της.
Τό χαλάζι πέρασε ξυστά κι έφυγε. Ό άνεμος έσβησε! Σάν ν’ απλώθηκε πάνω άπ’ τή γειτονιά της μιά τεράστια ομπρέλα πού προστάτευε τό χώρο, μέ κέντρο τό… μπαλκόνι της! Ναι, ξανακοίταξε γιά νά τό επιβεβαιώσει: γύρω άπ’ τή γειτονιά της εξακολουθεί χαλασμός…
********
Ακούμπησε σεβαστικά τό κηροπήγιο δίπλα στή μεταλλική ντουλάπα, καί μπήκε σιωπηλή μέσα. Στάθηκε λίγα λεπτά μπροστά στίς εικόνες, ρίχνοντας ματιές στή λαμπάδα, πού άναβε ήσυχη λικνίζοντας ελαφρά τή φλόγα της μέσα στον απόη­χο μιας πλούσιας δυνατής βροχής πλέον… «Θεέ μου, λυπήσου όλους τους ανθρώ­πους!», ψιθύριζε.
Μετά μιά-δυό ώρες άκουγε τόν απέναντι γείτονα πού διεκτραγωδούσε δυνατά τί μετέδιδε σε έκτακτο δελτίο μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι γιά τήν καταστρο­φή πού έπληξε τή μικρή τους πόλη. «Ευτυχώς, εμάς εδώ δεν μας έκανε τίποτε! Παρακάτω όμως…!», έλε­γε ό άνθρωπος.
Μά ή Δέσποινα ήξερε. Καί κράτησε τό μυστικό μέσα της: πώς μιά αναστάσιμη λαμπάδα, αναμμένη μέ πί­στη, ώς όπλο ακαταμάχητο, εΐχε λυτρώσει τή μικρή τους γιιτονιά άπό μεγάλη συμφορά,
Δωρόθεος
.
από το περιοδικό Προς τη Νίκη, Απρίλιος 2015 
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...