Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011

Η ομολογία των Αγίων Νέων Μαρτύρων έκφραση αγάπης προς τον Θεό και τους ανθρώπους.

 



 undefined
Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους.

Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή μας ομιλεί για το νέφος των αγίων Μαρτύρων που μας περιβάλλει, και μας προσκαλεί να αποφεύγουμε την αμαρτία, να τρέχουμε δι’ υπομονής τον προκείμενο αγώνα, αποβλέποντες εις τον αρχηγό και τελειωτήν της πίστεώς μας Κύριον Ιησούν.
Το ένδοξο και φωτεινότατο νέφος των Αγίων Παλαιών Μαρτύρων κάθε τόσο διευρύνεται και πλατύνεται με νέους Μάρτυρες.
Έτσι έγινε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο μουσουλμανικός κατακλυσμός προκάλεσε την ομολογία πολλών ορθοδόξων αδελφών μας, κυρίως Ελλήνων, αλλά και Σλάβων, μάλιστα και μερικών Τούρκων.
Όλοι αυτοί λέγονται Νεομάρτυρες. Ακολούθησαν τον Πρωτομάρτυρα και Αρχιμάρτυρα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που πρώτος έδωσε το τίμιο αίμα Του για τον πεσόντα άνθρωπο.
Με το αίμα Του συνήψε μια νέα Διαθήκη, συμφωνία: «Τούτο έστι το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ’, 26-28). Όσοι δέχονται με πίστη την θυσία Του, γίνονται δικός Του λαός, λαός της νέας Διαθήκης, νέος, περιούσιος λαός, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον.
Η νέα Διαθήκη βασίζεται στην πιστότητα του Θεού στις επαγγελίες Του προς τον νέο λαό Του της χάριτος. Ο Θεός μένει πιστός στην αγάπη Του προς τον λαό Του. Έτσι πιστός πρέπει να μείνει και ο λαός στην αγάπη του προς τον Θεό του: «Και λελουμένοι το σώμα ύδατι καθαρώ κατέχωμεν την ομολογίαν της ελπίδος ακλινή· πιστός γαρ ο επαγγειλάμενος» (Εβρ. ι’, 23).
 Πιστός μέχρι θανάτου στον Θεό λαός Του είναι οι άγιοι Μάρτυρες. Δεν προδίδουν την Καινή Διαθήκη. Πολλοί τους προκαλούν, τους πιέζουν αφόρητα, τους βασανίζουν για να αρνηθούν, να κρύψουν, να αποσιωπήσουν, να μη ομολογήσουν την πίστη τους, για να μη ζημιωθούν την ζωή τους και τα άλλα πρόσκαιρα αγαθά.
Οι Μάρτυρες δεν μπορούν να αρνηθούν τον αληθινό Θεό και να διαρρήξουν τη Διαθήκη μαζί Του, να παύσουν να είναι αφοσιωμένοι υιοί Του και πιστά μέλη του λαού Του. «Έχοντες ουν Αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, κρατώμεν της ομολογίας» (Εβρ. ι’, 14).
Ομολογούν με πίστη τον αληθινό Τριαδικό Θεό και τον Ιησού Χριστό ως Θεάνθρωπο.
Έτσι φυλάσσουν την καλή ομολογία, την οποία πρώτος ομολόγησε ο Θεάνθρωπος Χριστός ενώπιον του Πιλάτου, κατά τον Απόστολο Παύλο. Κατά τους αγίους Πατέρας μας η καλή ομολογία που ομολόγησε ο Χριστός είναι ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
Ό,τι ομολόγησε ο Ιησούς Χριστός, ομολογούν οι Χριστιανοί στο άγιο Βάπτισμα, και μαρτυρούν ενώπιον των έχθρων του Χριστού, όταν χρειαστεί.
Την ομολογία αυτή ζήτησε ο Κύριος από τους δικούς Του μαθητές: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι’ 32-33).
Οι δύο μικρές λέξεις «εν εμοί» κατά τον μέγα της Θεσσαλονίκης φωστήρα, τον θείο Γρηγόριο τον Παλα­μά, έχουν μεγάλη σημασία. Δεν λέγει ο Κύριος «πας ος αν ομολογήση με» αλλά «πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων» δηλώνοντας ότι μόνο με τον Χριστό και την δική του βοήθεια μπορεί ο Χριστιανός να ομολογήσει με παρρησία την ευσέβεια. Πάλι δεν λέγει «ομολογήσω καγώ αυτόν» αλλά «ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς», για να δηλώσει ότι απαιτείται έκτος από την ενέργεια του Θεού και η καλή στάση, καρτερία και προαίρεση του Χριστιανού, δηλαδή η συνεργεία του.
Γι’ αυτό, προκειμένου περί των αρνουμένων τον Χριστό δεν λέγει «εν εμοί»,αλλά «εμέ»· και τούτο διότι ο αρνούμενος τον Θεό αρνείται διότι έμεινε έρημος της βοηθείας Του. Γιατί δε εγκατελείφθηκε και έμεινε έρημος του Θεού; Διότι πρώτος αυτός εγκατέλειψε τον Θεό, αγαπήσας και προτιμήσας τα γήινα και πρόσκαιρα από τα υπεσχημένα αιώνια και ουράνια αγαθά του Θεού. Ούτε πάλι λέγει ο Κύριος «αρνήσομαι καγώ εν αυτώ» αλλά «αυτόν», γιατί τίποτε δεν ευρίσκει μέσα στον αρνητή άνθρωπο που μπορεί να χρησιμοποιήσει υπέρ αυτού.
Επειδή δε και «ο έχων την κατά Θεόν αγάπην, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ», όπως λέγει ο αγαπημένος από τον Χριστό Θεολόγος, όταν μένει ο Θεός μέσα σ’ αυτόν που τον αγαπά, εύκολα αυτός ως αγαπών αληθινά τον Θεό κάνει την ομολογία. Αλλ’ επειδή και αυτός μένει μέσα στον Θεό, και ο Θεός θα κάνει την υπέρ αυτού ομολογία.
Αυτό λοιπόν το «εν εμοί» και «εν αυτώ» φανερώνει την αδιάσπαστη συνάφεια, ένωση του Θεού προς τους ομολογούντας, από την οποία απομακρύνθηκε ο αρνούμενος.
Την ομολογία αυτή ζητά από τους Χριστιανούς ο Κύριος όχι γιατί Αυτός την έχει ανάγκη, αλλά διότι με αυτήν ο Χριστιανός σώζεται και πνευματικά τελειοποιείται, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος.
Αυτός που  ομολογεί τον Χριστό εκφράζει την ειλικρινή αγάπη και πίστη του προς τον Θεό. Αγάπη χωρίς επιφύλαξη, χωρίς κρατούμενα. Αγάπη που τα δίδει όλα, και την ίδια τη ζωή. Η στιγμή της ομολογίας και θυσίας των αγίων Μαρτύρων είναι η στιγμή που η πίστη και η αγάπη τους προς τον Θεό κορυφώνονται. Για να μπορέσει ο Μάρτυρας να φθάσει σ’ αυτό το κορυφαίο και ύψιστο σημείο της πνευματικής του πορείας, πρέπει να έχει ξεπεράσει τον εγωισμό, την αυτάρκεια, την φιλαυτία, την φιλοσαρκία. Πρέπει να είναι γεμάτος ταπείνωση, ελπίδα στον Θεό και τις υποσχέσεις Του, θειο έρωτα.
Γράφει σχετικά ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης: «Πώς δεν είναι πρέπον να ευχαριστή τινάς τον Θεόν βλέ­ποντας υποκάτω εις τον σκληρόν ζυγόν και την αιχμαλωσίαν των νυν κρατούντων τόσους αθλητάς; Οι οποίοι διά να φυλάξουν την ελευθερίαν και ευγένειαν της Χριστιανικής ημών πίστεως, κατεφρόνησαν πλούτον, δόξαν, ηδονάς και κάθε άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και παρέδωκαν προθύμως τον εαυτόν τους εις θάνατον; Πώς δεν είναι άξιον να δοξάζη ο καθείς τον Θεόν, βλέποντας τον φόβον της μελλούσης κρίσεως να προχωρήση τόσον εις τούτους τους γενναίους Μάρτυρας; τον πόθον των ουρανίων αγαθών να υπερνικήση εις αυτούς; την πίστιν να στερεωθή τόσον εις την ψυχήν τους; την ελπίδα να αυξηνθή εις την φαντασίαν τους; και το πυρ της θείας αγάπης να ανάψη εις τας καρδίας τους τόσον πολλά; ώστε οπού να τρέχουν οι μακάριοι εις το μαρτύριον, ωσάν τα πρόβατα εις την σφαγήν; Και να λογιάζουν τα βάσανα ως ξεφαντώματα; τας φυλακάς ως παλάτια; τα δεσμά ως χρυσά στολίδια; τας ατιμίας διά τιμάς; τας θλίψεις διά αναπαύσεις; την φλόγα του πυρός ως δροσισμόν και ανάψυξιν; τα μαχαίρια διά παιχνίδια; και τελευταίον, τον σκληρότατον θάνα­τον διά ζωήν αιώνιον;».
Η μαρτυρική ομολογία και ο θάνατος αποδεικνύουν την εν Χριστώ τελειότητα του Μάρτυρα.
Η τελειότητα αυτή άλλοτε είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας και αγώνος για την αύξηση της πίστεως και της αγάπης προς τον Χριστό. Άλλοτε πάλι είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας μεταστροφής και πλήρους αναθέσεως της ζωής του Μάρτυρα προς τον Θεό. Υπάρχουν πολλοί Μάρτυρες, που σε λίγα λεπτά, παρακινούμενοι από τους ηρωικούς θανάτους άλλων αγίων Μαρτύρων, ομολόγησαν τον Χριστό, ενώ ήσαν ακόμη ειδωλολάτρες και αβάπτιστοι, και υπεβλήθησαν σε βασανιστικούς θανάτους, βαπτισθέντες στο ίδιο τους το αίμα.
Την ομολογία μας ενώπιον των ανθρώπων ζητεί από μας ο Κύριος και ως έκφραση αγάπης προς τον συνάνθρωπό μας. Ο Κύριος έπαθε και για τους σταυρωτές του. Ο Χριστιανός Μάρτυρας ομολογεί και πάσχει, για να βοηθήσει και αυτούς που τον βασανίζουν και θανατώνουν, ώστε να γνωρίσουν τον Σωτήρα Χριστό και έτσι να σωθούν από τον αιώνιο θάνατο· να φύγουν από το σκοτάδι της αγνοίας και να έλθουν στο φως της γνώσεως του Θεού.
Όλοι οι άγιοι Μάρτυρες ομολόγησαν τον Χριστό γεμάτοι από αγάπη προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους.
Η αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους έδιδε στους αγίους Μάρτυρας την παρρησία και την αφοβία, διότι «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. δ’ 17).
Αυτήν την παρρησία βλέπουμε στον γενναίο στρατιώτη του Χριστού Μεγαλομάρτυρα  Δημήτριο και στον μαθητή του Μάρτυρα Νέστορα και σε όλους τους θαυμαστούς και παλαιούς Μάρτυρες.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης προσέφερε στον Θεό πολλούς γενναίους Μάρτυρες, όπως τον απόστολο Αρίσταρχο, την αγία Ελικωνίδα, τον άγιο Δομνίνο, την αγία Ανυσία, την αγία Ματρώνα, την μαρτυρική τριάδα Αύκτο, Ταυρίωνα και Θεσσαλονίκη, την αγία Θεοδότη με τις τρεις θυγατέρες της Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία, τον Μάρτυρα Αλέξανδρο τον Θεσσαλονικέα, την μαρτυρική δυάδα Θεόδουλο και Αγαθόποδα, και τόσους άλλους.
Όλων αυτών προΐσταται ο Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος. Χορός αγίων Θεσσαλονικέων Μαρτύρων με κορυφαίο τον μυροβλύτη Δημήτριο ψάλλει στο Εσφαγμένον Αρνίον «άσμα καινόν εν εκκλησία οσίων, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων» (Ψαλμ. 148,12 και 149,1).
(Περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος» αρ. 11).

Κυριακή Γ. επιστολών – Η Αποστολική Περικοπή της Θ. Λ., Η Κομμένη αλυσίδα – λόγος του αειμ΄νήστου Μητρόπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Ρωμαίους Ε. 1 – 10.
Αδελφοί, ΔΙΚΑΙΩΘΕΝΤΕΣ εκ πίστεως, ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ού και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην εν η εστήκαμεν, και καυχώμεθα επ’ ελπίδι της δόξης του Θεού. Ου μόνον δέ, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δέ υπομονή δοκιμήν, η δέ δοκιμή ελπίδα, η δέ ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γάρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γάρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται’ υπέρ γάρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δέ την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ούν μάλλον δικαιωθέντες νύν εν τω Αίματι αυτού, σωθησόμεθα δι’ αυτού απο της οργής. Ει γάρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού.
Απόδοση.
Αφού, λοιπόν, ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε, οι σχέσεις μας μ’ αυτόν αποκαταστάθηκαν με τη μεσολάβηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός μας οδήγησε με την πίστη στο χώρο αυτής της χάρης του θεού, στην οποία είμαστε στερεωμένοι, και καυχόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στη δόξα του Θεού. Μα δε σταματά εκεί η καύχησή μας∙ καυχόμαστε ακόμα και στις δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας. Γιατί ο Χριστός, παρ’ όλο που ήμασταν ακόμη ανίκανοι να κάνουμε το καλό, πέθανε για μας, τους ασεβείς ανθρώπους, στον προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θα ’δινε κανείς τη ζωή του ακόμα και για ένα δίκαιο άνθρωπο. Ίσως αποφάσιζε κανείς να πεθάνει για κάποιον καλό άνθρωπο. Ο Θεός όμως ξεπερνώντας αυτά τα όρια έδειξε την αγάπη του για μας, γιατί ενώ εμείς ζούσαμε ακόμα στην αμαρτία, ο Χριστός έδωσε τη ζωή του για μας. Τώρα, λοιπόν, αφού ο Θεός μας απάλλαξε από την καταδίκη, με τη μεσολάβηση του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο ο ίδιος θα μας σώσει κι από τη μέλλουσα οργή. Παρ’ ό,τι ήμασταν εχθροί με το Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού του∙ πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε, η ζωή του θα μας χαρίσει τη σωτηρία.
Επιμέλεια κειμένου Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
Η ΚΟΜΜΕΝΗ ΑΛΥΣΙΔΑ
«Η δε ελπiς ου καταισχύνει»
Έτυχε ποτέ, αγαπητέ αναγνώστα, να ανοίξης το Ευαγγέλιον εις ώραν πόνου και ανησυχίας, εις περίοδον δοκιμασίας και κλονισμών; Αν ναι, θα διεπίστωσες και μόνος σου ότι από τις γραμμές του θείου αυτού Βιβλίου ξεχύνονται μυστηριωδώς χείμαρροι ολόκληροι δρόσου και παρηγορίας, που στηρίζουν και γαληνεύουν την ταραγμένη ψυχή μας. Ορθώς ωνομάσθη η Καινή Διαθήκη Πηγή της ελπίδος και της χαράς. Και πρέπει να ομολογήσωμεν ότι μέσα στο κύλισμα των χρόνων, εκείνο που ανέκαθεν εζήτησε και ζητεί ο άνθρωπος, είναι κυρίως αυτή η θωπεία της ελπίδος, χωρίς την οποίαν ο βίος ομοιάζει με νύχτα αξημέρωτη και δράμα ατελείωτο.
Αλήθεια, πόσο γλυκειά, πόσο στηρικτική είναι αυτή η αύρα της ελπίδος! Πώς την αναζητά η ψυχή μας! Η ελπίδα! Υπάρχει όμως και εδώ ο κίνδυνος που δημιουργείται πάντα στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η ψυχή μας αναζητά κάτι έντονα.. Δηλαδή να απατηθεί στην προσδοκία της και να πονέση ύστερα βαθειά.
Γι’ αυτήν την ελπίδα, τις πικρές διαψεύσεις, τη μοναδική πηγή της και τα αποτελέσματά της, ωφέλιμο θα ήταν να χαραχθούν σήμερα, επ’ ευκαιρία του Αποστολικού αναγνώσματος, μερικές ατελείς σκέψεις.
1. Τι είναι;
Τι είναι, αλήθεια, αυτή η ελπίδα; Είναι η χρυσή προσδοκία της ψυχής. Είναι το απαλό αεράκι της γλυκειάς προσμονής. Είναι ο πόθος του ανθρώπου να ιδή το όνειρό του απτή πραγματικότητα. Και είναι, ομολογουμένως, απαραίτητη αυτή η ορμή της ψυχής να ελπίζη. Αλλοίμονον εις τον άνθρωπον αν δεν ήλπιζε. Ελπίζει ο πτωχός, ότι αύριον θα βελτιωθή η κατάστασίς του, ελπίζει ο εγκαταλελειμμένος, ότι θα βρεθή και γι’ αυτόν κάποιος να ενδιαφερθή. Ελπίζει ο άρρωστος ότι θα ανακτήση την υγείαν του και θα πραγματοποιήση τα όνειρά του. Ελπίζει η χήρα ότι δεν θα είναι για πάντα σύννεφα στη ζωή της. Ελπίζει ο αδικημένος, ότι τελικά θα δικαιωθή. Ελπίζει ο νέος ότι θα κατορθώση να νικήση τα εμπόδια και να κατακτήση τη ζωή. Ελπίζει η νέα ότι θα αξιωθή να χαρή το δικό της σπίτι, τα παιδιά της, την οικογενειακή ευτυχία. Με αυτήν την ελπίδα ζούμε όλοι. «Η ελπίδα», είπε κάποιος σοφός, «είναι η χαρά πριν από τη χαρά της επιτυχίας».
«Τη ελπίδι χαίροντες», σημειώνει χαρακτηριστικά και ο Απόστολος Παύλος. Πόσον ανακουφίζει αυτή η ελπίδα! Ζει έτσι ο άνθρωπος, κοιτάζοντας διαρκώς το μέλλον, που πιστεύει ότι θα είναι καλύτερο από το παρόν.
Έλπιζε, αδελφέ! Αν παύσης να ελπίζης, η ζωή θα γίνη την ίδια στιγμή αβάστακτο μαρτύριο. Έλπιζε. Αλλά πρόσεξε, η ελπίδα αυτή να μην είναι
2. Κυνηγητό μιας σκιάς.
Εδώ υπάρχει ακριβώς ο κίνδυνος. Να κυνηγάη δηλαδή η ψυχή μας μια σκιά. Αλήθεια ! Όσο αναγκαίο είναι κανείς να ελπίζη, τόσο ολέθριο πάλιν είναι να ελπίζη χιμαιρικά, απατηλά. Αυτήν την ψεύτικη ελπίδα κάποιος αρχαίος την απεκάλεσε «προμηθεύτριαν κινδύνων». Να ελπίζωμεν, ναι. Αλλά χρειάζεται κατ’ αρχήν να μη χτίζωμε τη ζωή μας επάνω σε φρούδες ελπίδες, σε αφρούς και σε σκιές. Είναι αυτό το σημείον πολύ σοβαρόν και πρέπει να το προσέξωμεν ιδιαιτέρως. Διότι άλλο είναι να ελπίζης σε λογικά πράγματα και άλλο σε παράλογα. Πολλοί νέοι αντίκρυσαν τη ζωή με μίαν αισιοδοξίαν τόσον αφύσικον, τόσον απατηλήν, ώστε δεν επέρασε πολύς καιρός και ηναγκάσθησαν να κλάψουν πικρά επάνω στις σκορπισμένες από τον άγριο βοριά της πραγματικότητος ελπίδες των. Πόσην αλήθειαν κρύβουν εκείνα τα λόγια:
«ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου σπάση ο κλώνος
και θα σου φύγη το πουλί και θα σου μείνη ο πόνος»!
Πόσων νέων που ζούσαν με φαντασίες έσπασεν απότομα ο κλώνος και τους έμεινεν ο πόνος!. Και δεν είναι τότε πικρή μόνον η διάψευσις των ελπίδων. Είναι πικρότερη η αποκαρδίωσις από την ζωή, που την εφαντάζοντο διαφορετική και τώρα την βλέπουν αλλοιώτικη. Πόσα θύματα δεν εδημιούργησεν αυτή ακριβώς η επιπολαία και αστήρικτος αλυσίδα απατηλών ελπίδων! Αυτοκτονίες έπειτα και μαρασμός και μελαγχολίες και ποτάμια δακρύων και οικογενειακές τραγωδίες.
Πόσοι άλλοι επίσης εστήριξαν τις ελπίδες των στο χρήμα, στα πρόσωπα, στα πράγματα της ζωής και αργότερα διεψεύσθησαν και απεκαρδιώθησαν! Φθαρτά, αδελφέ, είναι όλα της γης, τα αγαθά. Αέρας και αφροί. Όσοι ελπίζουν σ’ αυτά είναι σαν να κυνηγούν διαρκώς τις σκιές. Οι δυστυχείς! Μένουν πάντα με τα χέρια αδειανά και την ψυχή τραυματισμένη. Συντρίμμια γύρω των πικρά εκείνα στα οποία ήλπισαν και πίστεψαν βαθειά.
3. Ο Γρανίτης.
Και όμως η ψυχή ζητάει αποκούμπι. Πού θα το βρη; Σε ποιόν να ελπίση, όταν όλα γύρω της σκορπίζωνται σαν φύλλα φθινοπώρου; Αγαπητέ, είναι ανάγκη να διορθωθή από την παραπάνω φράση μία λέξις. Η λέξις ΟΛΑ! Διότι υπάρχει στη ζωή μας κάτι, ένας γρανίτης πνευματικός, εις τον οποίον ημπορούμεν να στηρίξωμεν σταθερά την ελπίδα μας. Ξέρεις ποιός είναι. Ο ΘΕΟΣ! Είναι η άγκυρα της ψυχής, η ασφαλής και βεβαία, είναι η ισχυρά περικεφαλαία, που καθιστούν την πορείαν μας ηγγυημένην και ελπιδοφόρον. Αι ελπίδες μας, που στηρίζονται εις ανθρώπους, ημπορεί να διαψεύδωνται, είτε από την ασυνέπειάν των, είτε από την αδυναμίαν των να τηρήσουν τας υποσχέσεις. Η ελπίς όμως που θεμελιώνεται επάνω εις τον Θεόν, δεν διαψεύδεται ποτέ, δεν υπάρχει κίνδυνος να καταστή χίμαιρα. Διότι ο Θεός, εις τον οποίον στηρίζεται, είναι ο Δυνατός, ο Παντοδύναμος, ο Στοργικός Πατέρας. Βέβαια, είναι ανάγκη να σημειωθή, ότι δεν θα ζητάμε και ημείς αδύνατα και παράλογα πράγματα από τον Θεόν. Ούτε πάλιν θα περιμένωμεν μοιρολατρικά την πραγματοποίησιν των ελπιζομένων χωρίς ημείς να καταβάλλωμεν καμμίαν προσπάθειαν. Παθητική και παράλογος ελπίδα είναι και ματαία και αμαρτωλή. Αδίκως θα περιμένωμεν. Ο Θεός δεν συμμαχεί ποτέ ούτε με την αδράνειαν ούτε με την κακίαν.
4. Οι καρποί της χριστιανικής ελπίδος.
Μία τοιαύτη σταθερά, βεβαία και ηγγυημένη ελπίς δεν ημπορεί παρά να έχη αναλόγους καρπούς. Έτσι:
α) Παρηγορεί.
Θα έλθουν δοκιμασίαι και περιπέτειαι. Η ψυχή θα δεχθή οδυνηρά βέλη πικρίας. Εις τις ώρες αυτές η ελπίδα παρηγορεί και τονώνει. Συχνά ο άνθρωπος, επάνω στον πόνο του, βλέπει τα πράγματα τραγικότερα από ό,τι εις την πραγματικότητα είναι. Αν τότε, κοντά σ’ αυτά, του λείψη και η ελπίδα, αμέσως υπάρχει ο κίνδυνος να συντριβή κάτω από το βάρος της συμφοράς. Αυτήν την αλήθειαν είχεν υπ’ όψιν του ο ψαλμωδός όταν έγραφε: «Ίνα τι περίλυπος ει η ψυχή μου; Και ίνα τι συνταράσσεις με; Έλπισον επί τον Θεόν.». Και μόλις ο πιστός θερμανθή δια της ελπίδος, αναζωογονείται. «Επ’ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σάρξ μου». Πόσες ψυχές ταραγμένες ήλπισαν εις τον Θεόν και ανέκτησαν την δύναμιν των και επαρηγορήθησαν! Και πόσοι «ελπίδα μη έχοντες» κατεποντίσθησαν και εχάθηκαν!
β) Εμψυχώνει.
«Ανδρίζεσθε και κραταιούσθω η καρδία υμών, πάντες οι ελπίζοντες επί Κύριον». Εις μίαν περίοδον αβεβαιότητος και κλονισμών, μόνον η ελπίς εις τον «ισχυρόν βραχίονα» ημπορεί να μας κάμη θαρρετούς και ανδρείους. Και ο πιστός που έχει στήριγμα τον Θεόν, χωρίς να προβαίνη εις ακρίτους ενεργείας, προχωρεί με γενναίον φρόνημα και υψηλόν ηθικόν προς επιτυχίαν των μεγάλων σκοπών του.
«Συ ει, Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητός μου», αναφωνεί με ευγνωμοσύνην. Αυτή η πραγματικότης υπήρξε και το μυστικόν της δημιουργικής ζωής πολλών χριστιανών, οι οποίοι εξεκίνησαν αδύνατοι, πτωχοί, άσημοι, αλλά εφοδιασμένοι με το ακατανίκητον όπλον. Την χριστιανικήν ελπίδα.
γ) Ου καταισχύνει.
«Επί σοι, Κύριε, ήλπισα, μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα», σημειώνει με πίστιν πάλιν ο ψαλμωδός. Και η πείρα βεβαιώνει ότι ουδείς μέχρι σήμερον ήλπισεν εις τον Θεόν και κατησχύνθη. Ουδείς! Και είναι φυσικόν. Διότι «η αγάπη του Θεού έχει χυθεί αφθόνως εις τας καρδίας μας δια του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εδόθη εις ημάς», διακηρύττει σήμερα ο Απόστολος Παύλος. Αυτή επομένως η αγάπη του Θεού δεν αφήνει τους χριστιανούς που στηρίζουν τας ελπίδας των εις τον Κύριον, να καταισχυνθούν. Κερδίζουν έτσι τις μεγαλύτερες πνευματικές νίκες εις την ζωήν. Γίνονται χρήσιμοι παράγοντες. Κατακτούν τελικά την αιωνιότητα. Είχε δίκαιον λοιπόν ο ψαλμωδός όταν έγραφε «Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί σε». Αλήθεια, μακάριος ο ελπίζων εις τον Θεόν!
Αγαπητοί,
Ήταν κάποτε ένας αετός. Σκλάβος όμως. Δεμένος από το πόδι με μια αλυσίδα. Και περπατούσε στο χώμα. Τι παράξενο θέαμα! Αετός στην αυλή ενός σπιτιού! Κοίταζε διαρκώς τον γαλάζιο ουρανό. Λαχταρούσε να ορμήση στα ύψη, στα βουνά, στις χώρες της μαγευτικής ομορφιάς. Τίναζε τα φτερά του. Ωρθώνετο με πόθο, και μόλις υψώνετο να, δύο μέτρα, έπεφτε πάλι στο χώμα. Δεν τον άφηνεν η αλυσίδα.
Πολλές φορές επεχείρησε να πετάξη. Πάντα όμως ξανάπεφτε θλιμμένος. Ώσπου απογοητεύθηκε. Πάει, είπε, μέσα του, δεν υπάρχει ελπίδα πλέον για μένα. Και δεν επιχείρησε ξανά να πετάξη.
Ένα πρωί τον ευρήκαν νεκρό στην αυλή. Αλλά τι βλέπω; Η αλυσίδα κομμένη; Ναι. Από τις πολλές πιέσεις μια μέρα εκόπηκε. Και πώς λοιπόν ο αετός δεν επέταξε; Κομμένη η φρικτή αλυσίδα! Ελεύθερος πια ο γαλάζιος, ο ποθητός ουρανός. Κρίμα! Δεν επέταξε. Δεν επεχείρησε να πετάξη. Πριν νεκρωθή το σώμα του είχε πεθάνει μέσα του η ελπίδα. Και έμεινεν εκεί, και έσβησε χωρίς ελπίδα, σε στιγμή που ήταν ελεύθερα τα πλάτη του ουρανού.
Αδελφέ,
Αετοί κι εμείς, που ποθούμε τα ύψη, την χαρά, τη δημιουργία. Συχνά όμως αλυσίδες πικρές μας κρατούν δεμένους στον πόνο, στη θλίψη. Και το θάρρος μας αρχίζει να πέφτη. Αργοσβύνει μέσα μας της ελπίδος το φως.
Ψυχή! Στάσου ορθή! Κοίτα προς τα άνω. Από τα αστέρια ψηλότερα στέκεται ο Μεγάλος Θεός. Μην τα χάνης! Χτύπα τις φτερούγες σου. Η αλυσίδα είναι κομμένη. Ψυχή! Έλπισε, ζήτα, πρόσμενε. Ο Θεός βοηθός!
Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 64 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς

Κυριακή Γ Ματθαίου Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.

Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον, (Κεφ. στ΄ 22 – 33.)
Ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός, εάν ούν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον το σώμά σου φωτεινόν έσται, εάν δέ ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον το σώμά σου σκοτεινόν έσται. ει ούν το φώς το εν σοί σκότος εστί, το σκότος πόσον? Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, η γάρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, η ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά.
δια τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τη ψυχή υμών τί φάγητε και τί πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τί ενδύσησθε, ουχί η ψυχή πλείόν εστι της τροφής, και το σώμα του ενδύματος? εμβλέψατε εις τά πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά’ ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών? τίς δέ εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επι την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα? και περι ενδύματος τί μεριμνάτε? καταμάθετε τά κρίνα του αγρού πώς αυξάνει, ου κοπιά ουδέ νήθει, λέγω δέ υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων. Ει δέ τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι? μή ούν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν η τί πίωμεν η τί περιβαλώμεθα? πάντα γάρ ταύτα τά έθνη επιζητεί’ οίδε γάρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. ζητείτε δέ πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.
Απόδοση.
Είπε ο Κύριος: « Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά, όλο σου το σώμα θα είναι στο φως. Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα, όλο σου το σώμα θα είναι στο σκοτάδι. Κι αν το φως που έχεις, μεταβληθεί σε σκοτάδι, σκέψου πόσο θα ’ναι το σκοτάδι! Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους• γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι κι στο Θεό και στο χρήμα. Γι’ αυτό, λοιπόν, σας λέω: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; Κοιτάξτε τα πουλιά που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες, κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει• εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ’ αυτά; Κι έπειτα, ποιος από σας μπορεί με το άγχος του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; Και γιατί τόσο άγχος για το ντύσιμό σας; Ας σας διδάξουν τα αγριόκρινα, πώς μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν• κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα από αυτά. Αν όμως ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο θα το ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; Μην έχετε, λοιπόν, άγχος και μην αρχίσετε να λέτε: ‘‘ τι θα φάμε;’’ ή: ‘‘ τι θα πιούμε;’’ ή: ‘‘ τι θα ντυθούμε;’’ γιατί για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό• ο ουράνιος όμως Πατέρας σας ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά. Γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν.»
Επιμέλεια, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Ομιλία ΙΗ – 18η, του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».
Πολλοί από τους πιστούς δεν είναι λιγότερο από τους απίστους προσκολλημένοι στην κακία. Μερικοί μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτούς. Γι’ αυτό και σε εκείνους είναι αναγκαίο να ειπούμε: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι (θα σε φωτίσει δηλαδή) ο Χριστός». Προς αυτούς αρμόζει να ειπούμε και τούτο: «Ο Θεός ουκ εστί νεκρών, αλλά ζώντων». Εφ’ όσον λοιπόν δεν είναι Θεός νεκρών, ας ζήσουμε.
Ωστόσο μερικοί λέγουν ότι είναι υπερβολή αυτό που λέγει ο Απόστολος, ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης. Δεν είναι όμως υπερβολικός ο λόγος, αλλά αληθινός. Γιατί και με ποιο τρόπο; Διότι ο πλεονέκτης απομακρύνεται από τον Θεό, όπως ακριβώς ο ειδωλολάτρης. Και για να μη νομίσεις ότι έτσι απλώς το είπε, είναι απόφασις του ιδίου του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά». Όποιοι υπηρετούν τον μαμμωνά, έχουν εκβάλει τους εαυτούς των από τη δουλεία του Θεού. Και αφού αρνήθηκαν την εξουσία του και έγιναν δούλοι στον άψυχο χρυσό, βεβαίως είναι ειδωλολάτρες.
Αλλά θα ειπείς, δεν έκαμα είδωλο ούτε έστησα βωμό, ούτε εθυσίασα πρόβατο, ούτε προσέφερα οίνον ως σπονδή, αλλά στην εκκλησία ήλθα, και ύψωσα τα χέρια μου στον μονογενή Υιό του Θεού, και μετέχω των μυστηρίων, και λαμβάνω μέρος στην προσευχή και σε όλα τα άλλα, τα οποία αρμόζουν στον χριστιανό. Πώς, λοιπόν, προσκυνώ τα είδωλα;
Αυτό, μάλιστα, είναι και το πλέον θαυμαστό, ότι ενώ έχεις λάβει πείρα και εγεύθεις τη φιλανθρωπία του Θεού, και είδες ότι ο Κύριος είναι αγαθός, εγκατέλειψες τον αγαθόν και απεδέχθεις τον ωμό τύραννο, και προσποιείσαι μεν ότι υπηρετείς αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα υπέταξες τον εαυτό σου στον σκληρό και φοβερό τύραννο της φιλαργυρίας. Και δεν μου ανέφερες ακόμη κάποιο ιδικό σου κατόρθωμα, αλλά τα δώρα του Δεσπότου. Ειπέ μου, σε παρακαλώ, από τι κρίνουμε τον στρατιώτη, όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως, και τρέφεται από αυτόν, και αποκαλείται άνθρωπος ιδικός του, ή όταν δεν έχει τα ίδια με εκείνον φρονήματα, και προσποιείται μεν ότι είναι με το μέρος του και τον υπηρετεί, προτιμά όμως τα έργα των εχθρών; Είναι ολοφάνερο ότι τον εκτιμούμε όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως. Γι’ αυτό και είναι άξιος σκληροτέρας τιμωρίας από ό,τι θα ήταν εάν αποχωρούσε από τη δουλεία του βασιλέως, και προσχωρούσε στους εχθρούς. Και συ λοιπόν υβρίζεις τον Θεό σαν ειδωλολάτρης, όχι με ένα στόμα, το ιδικό σου, αλλά με τα μύρια των αδικημένων.
Αλλά δεν είναι, λέγει, ειδωλολάτρης.
Όταν λοιπόν λέγουν οι εθνικοί, «ο χριστιανός ο πλεονέκτης», τότε δεν υβρίζει μόνον αυτός με όσα πράττει, αλλά αναγκάζει και τους αδικημένους να το λέγουν, και μάλιστα πολλές φορές. Και αν δεν το λέγουν αυτό, πρέπει να καταλογισθεί στην ευλάβειά τους. Ή μήπως δεν βλέπουμε έτσι να γίνονται τα πράγματα; Τι άλλο κάνει ο ειδωλολάτρης; Δεν προσκυνά κι αυτός πολλές φορές τα πάθη, αφού είναι υποδουλωμένος σ’ αυτά; Εξηγώ τι εννοώ. Εάν ειπούμε ότι προσκυνά είδωλα, αυτός λέγει: όχι, την ‘Αφροδίτη προσκυνώ και τον Άρη. Και αν ειπούμε «ποία είναι αυτή η ‘Αφροδίτη;» οι συνετότεροι από αυτούς απαντούν: η ηδονή. Και ποιος είναι ο Άρης; Ο Θυμός. Έτσι και συ με τον μαμμωνά. Εάν ρωτήσουμε ποιος είναι ο μαμμωνάς; Η πλεονεξία. Και συ την προσκυνάς; Δεν την προσκυνώ, λέγει. Γιατί, επειδή δεν γονυπετείς εμπρός της; Αλλά τώρα πολύ περισσότερο την προσκυνάς, με τα έργα και τα πράγματα. Διότι αυτή η προσκύνησις είναι μεγαλυτέρα. Και για να μάθεις, κοίτα τι συμβαίνει με τα του Θεού, ποιοι τον προσκυνούν περισσότερο, εκείνοι που απλώς παρίστανται στις προσευχές, ή εκείνοι που πράττουν το θέλημά του; Βεβαίως αυτοί που πράττουν το θέλημά του. Έτσι συμβαίνει και με τον μαμμωνά. Τον προσκυνούν κυρίως, εκείνοι που κάνουν το θέλημά του. Αν και πολλές φορές συμβαίνει, εκείνοι οι όποιοι προσκυνούν τα προσωποποιημένα πάθη, να είναι απαλλαγμένοι από αυτά. Θα ημπορούσε να ιδεί κάποιος πολλές φορές τον υπηρέτη του Άρη να είναι κύριος του θυμού, ενώ με σένα δεν συμβαίνει το ίδιο, καθώς είσαι υποδουλωμένος στο πάθος.
Δεν σφάζεις πρόβατα, λέγεις. Φονεύεις όμως ανθρώπους και ψυχές λογικές, άλλες με λιμό, άλλες με βλασφημίες. Δεν υπάρχει τίποτε οργιαστικότερο από τη θυσία αυτή. Ποιος είδε ποτέ ψυχές να σφάζονται; Είναι καταραμένος ο βωμός της πλεονεξίας. Διότι, εάν έλθεις σε τούτο τον βωμό των ειδώλων, θα αισθανθείς δυσάρεστη οσμή αιμάτων αιγών και βοδιών, ενώ αν έλθεις στον βωμό της πλεονεξίας, θα ιδείς τη φοβερά δυσωδία που αποπνέουν τα ανθρώπινα αίματα. Εάν σταθείς εδώ, δεν θα ιδείς να καίγονται πτερά ορνίθων ούτε να αναδίδεται κνίσα και καπνός, αλλά να καταστρέφονται σώματα ανθρώπων. Διότι άλλοι μεν έρριψαν τους εαυτούς των σε κρημνούς, άλλοι έδεσαν βρόχο, και άλλοι διαπέρασαν ξίφος στον λαιμό. Είδες θυσίες ωμές και απάνθρωπες; Θέλεις να ιδείς και φοβερότερες από αυτές; Εγώ θα σου δείξω εκεί όχι πλέον σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχές ανθρώπων να κατασφάζονται. Διότι είναι δυνατόν να σφάζεται και η ψυχή. Με τη σφαγή που αρμόζει σ’ αυτή. Όπως υπάρχει θάνατος σώματος, έτσι υπάρχει και ψυχής. «Ψυχή γαρ η αμαρτάνουσα», λέγει, «αυτή και αποθανείται». Δεν είναι ο θάνατος της ψυχής όπως του σώματος, αλλά πολύ φοβερότερος. Διότι αυτός μεν, ο σωματικός θάνατος, διαχωρίζοντας την ψυχή και το σώμα, το ένα το αναπαύει από τις πολλές φροντίδες και τους κόπους, την άλλη την αποστέλλει σε χώρο φανερό. Έπειτα, αφού το σώμα διαλυθεί και φθαρεί με τον χρόνο, συναρμολογείται πάλι εν αφθαρσία, και απολαμβάνει την ψυχή του.
Τέτοιος είναι ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός όμως είναι φριχτός και φοβερός. Διότι, εάν η ψυχή διαλυθεί, δεν παραπέμπει το σώμα αμέσως στη γη, όπως κάνει στον σωματικό θάνατο, αλλά όταν συνδεθεί πάλι με το αφθαρτοποιημένο σώμα, το καταποντίζει στο πυρ το άσβεστο. Όπως λοιπόν υπάρχει θάνατος ψυχής, έτσι υπάρχει και σφαγή ψυχής. Τι είναι σφαγή σώματος; Το να νεκρωθεί και να αποκοπεί από την επενέργεια της ψυχής. Τι είναι σφαγή της ψυχής; Και αυτή νέκρωσις είναι.
Τι όμως είναι νέκρωσις της ψυχής; Όπως το σώμα νεκρώνεται όταν το εγκαταλείπει η ενέργεια της ψυχής, έτσι και η ψυχή νεκρώνεται όταν την εγκαταλείψει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι σφαγές γίνονται κυρίως στον βωμό της πλεονεξίας. Δεν χορταίνουν ούτε αρκούνται στο αίμα των ανθρώπων, αλλά, εάν δεν προσφέρεις ως θυσία και την ίδια την ψυχή, δεν ικανοποιείται ο βωμός της πλεονεξίας, εάν δηλαδή δεν δεχθεί και των δύο τις ψυχές, του θύτη και του θύματος. Διότι πρέπει να θυσιάσει ο νεκρός τον μέχρι τώρα ζωντανό. Πράγματι, όταν βλασφημεί, όταν κακολογεί, όταν δυσανασχετεί, δεν είναι αυτές οι πληγές της ψυχής ανίατες; Είδες ότι δεν είναι υπερβολικός ο λόγος του Αποστόλου;
Άκου λοιπόν κι άλλο για να μάθεις πως η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, και φοβεροτέρα από την ειδωλολατρία. Οι ειδωλολάτρες προσκυνούν τα κτίσματα του Θεού. Και εσεβάσθησαν, λέγει, και ελάτρευσαν την κτίση μάλλον παρά τον κτίσαντα. Και συ προσκυνάς το κτίσμα το ιδικό σου. Διότι την πλεονεξία δεν την εδημιούργησε ο Θεός, αλλά την εφεύρε η άμετρος απληστία σου. Και κοίτα το κωμικοτραγικό. Εκείνοι που προσκυνούν τα είδωλα, τιμούν αυτά τα όποια προσκυνούν, και εάν κάποιος τα κακολογήσει ή τα υβρίσει, εξανίστανται. Εσύ όμως, σαν να έχεις καταληφθεί από κάποια μέθη, προσκυνάς κάτι το οποίο όχι μόνον δεν είναι απηλλαγμένο από κατηγορία, αλλά είναι και γεμάτο από ασέβεια. Ώστε είσαι μάλλον πολύ χειρότερος από αυτούς, διότι δεν ημπορείς να απολογηθείς ότι δεν είναι κακό. Και εκείνοι βέβαια είναι εντελώς αναπολόγητοι, εσύ όμως είσαι πολύ περισσότερο, επειδή συνεχώς κατηγορείς την πλεονεξία και κακίζεις όλους εκείνους που την υπηρετούν, και είναι δούλοι της, και την ακολουθούν.
Αλλά εάν θέλετε, ας εξετάσουμε από πού εισήλθε η ειδωλολατρία. Λέγει ένας σοφός ότι κάποιος πλούσιος άνθρωπος, βασανιζόμενος από το πένθος για τον πρόωρο θάνατο του υιού του, μην έχοντας καμία παρηγορία, επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Έκανε μια άψυχη εικόνα του αποθανόντος υιού του, και βλέποντάς την ενόμιζε ότι διά μέσου αυτής έχει κοντά του εκείνον. Κάποιοι δε άνθρωποι κόλακες, των οποίων θεός ήταν η κοιλία, λατρεύοντας την εικόνα για να τιμήσουν εκείνον, προήγαγαν τη συνήθεια σε ειδωλολατρία. Επομένως, από ασθένεια ψυχής εισήχθη η ειδωλολατρία, από παράλογη συνήθεια, από υπερβολή. Η πλεονεξία όμως δεν εισήχθη με τον ίδιον τρόπο, αλλά από ασθενή μεν ψυχή, πλην όμως χειροτέρα. Διότι δεν την εισήγαγε κάποιος που έχασε τον υιό του, ούτε ζητώντας παρηγορία ούτε παρασυρόμενος από κόλακες. Αλλά πώς; Εγώ θα σας ειπώ. Ο Κάιν φέρθηκε με πλεονεξία στον Θεό, διότι αυτά που έπρεπε να δοθούν σ’ εκείνον τα κράτησε για τον εαυτό του, και αυτά που έπρεπε να μείνουν σ’ αυτόν, τα προσέφερε σ’ εκείνον, και έτσι το κακό άρχισε ως προσβολή του Θεού. Διότι εάν εμείς είμεθα του Θεού, πολύ περισσότερο είναι οι απαρχές των κτημάτων μας.
Η σαρκική ορμή επίσης προς τις γυναίκες, από την πλεονεξία προήλθε. «Είδον τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εξεκυλίσθησαν προς την επιθυμίαν».
Από αυτά πάλι προήλθε η επιθυμία προς τα χρήματα. Διότι το να θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τον πλησίον του στα βιοτικά, από τίποτε άλλο δεν προκαλείται, παρά από το ότι εψυχράνθη η αγάπη. Το να θέλει κανείς να έχει περισσότερα, δεν προέρχεται από τίποτε άλλο παρά από απελπισία και μισανθρωπία και υπεροψία. Δεν βλέπεις πόσο μεγάλη είναι η γη, πόσο πολύ μεγαλύτερος από όσο χρειάζεσαι είναι ο ουρανός; Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έδωσε τόσο μεγάλο μέγεθος στα κτίσματα, για να σβήσει την πλεονεξία σου. Εσύ δε, παρ’ όλα αυτά, αρπάζεις, και μάλιστα ακούγοντας ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, ούτε έτσι φρίττεις; Τη γη θέλεις να κληρονομήσεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως θα στερήσεις τον εαυτό σου από την ουράνια κληρονομία, αφού ήδη την αγνοείς. Ειπέ μου, εάν κάποιος σου έδιδε την εξουσία να τα πάρεις όλα, άραγε δεν θα το ήθελες; Έχεις τώρα αυτή τη δυνατότητα, αν θέλεις. Αν και μερικοί λέγουν ότι με πολύ πόνο μεταβιβάζουν σε άλλους την περιουσία τους, και θα προτιμούσαν να την είχαν καταφάγει οι ίδιοι παρά να βλέπουν άλλους να γίνονται κύριοι αυτής.
Ούτε εγώ σε απαλλάσσω από αυτή την ασθένεια, διότι και αυτό είναι γνώρισμα ασθενούς ψυχής. Πλην όμως, και αν ακόμη γίνει τούτο, στην διαθήκη σου άσε κληρονόμο τον Χριστό. Διότι έπρεπε ήδη να τον είχες αφήσει κληρονόμο όσο ήσουν στην ζωή. Επειδή αυτό είναι γνώρισμα ορθής προαιρέσεως. Αλλά όμως, έστω κατ’ ανάγκην, γίνε φιλοτιμότερος. Διότι ο Θεός γι’ αυτόν τον λόγο πρόσταξε να δίδουμε στους πτωχούς, για να μας καταστήσει από τη ζωή αυτή φιλοσόφους, για να μας πείσει να καταφρονούμε τα χρήματα, για να μας διδάξει να περιφρονούμε τα γήινα. Αυτό δεν είναι περιφρόνησις των χρημάτων, να τα διαθέτη κάποιος στον τάδε ή στον δείνα μετά τον θάνατό του. Τότε πλέον αυτά που δίδεις δεν είναι ιδικά σου, αλλά της ανάγκης. Δεν γίνεσαι συ ευεργέτης, αλλά ο θάνατος. Αυτό δεν είναι φιλοστοργία, αλλά καταναγκασμός. Αλλά ας γίνει κι έτσι. Έστω και τότε απάλλαξε τον εαυτό σου από το πάθος. ‘Ενθυμήσου πόσα έχεις αρπάξει, πόση πλεονεξία έχεις δείξει, και απόδοσε τα τετραπλάσια. Με αυτόν τον τρόπο απολογήσου στον Θεό.
Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι φθάνουν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης, που ούτε τότε διακρίνουν το ορθότερο, και ενεργούν τα πάντα σαν να προσπαθούν να καταστήσουν φοβεροτέρα γι’ αυτούς την οργή του Θεού. Γι’ αυτό ο μακάριος Παύλος λέγει στη συνέχεια της επιστολής εκείνης: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Ο δε πλεονέκτης είναι αυτός που κατ’ εξοχήν ζει στο σκοτάδι και διασκορπίζει πολύ σκοτάδι σε όλα γύρω του. «Και μη συγκοινωνείτε», λέγει, «τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε».
Ακούστε, παρακαλώ, όλοι όσοι δεν θέλετε να μισείσθε χωρίς λόγο. Αρπάζει και δεν τον ελέγχεις; Φοβείσαι το μίσος του, θα ειπείς. Αφού όμως δεν διακινδυνεύεις χωρίς λόγο, αλλά ελέγχεις δικαίως, γιατί φοβείσαι το μίσος; Έλεγξε τον αδελφό, δέξου αυτήν την έχθρα για την προς τον Χριστόν αγάπη, αλλά και για την προς αυτόν αγάπη. Εμπόδισέ τον, αφού βλέπεις ότι βαδίζει ολοταχώς προς το βάραθρο. Διότι δεν είναι γνώρισμα ιδιαιτέρας φιλίας η συμμετοχή μας σε κοινό γεύμα, τα ωραία λόγια, οι προσφωνήσεις και η κοινή απόλαυση. Ας χαρίζουμε τέτοια δώρα στους φίλους μας που να απομακρύνουμε την ψυχή τους από την οργή. Βλέποντάς τους μέσα στην κάμινο της κακίας, να τους αναστήσουμε.
Αλλά δεν διορθώνεται, λέγεις. Κάμε όμως εσύ ό,τι εξαρτάται από εσένα, και έτσι απολογήσου στον Θεό. Μην κρύψεις το τάλαντο. Γι’ αυτό διαθέτεις λόγο και γλώσσα και στόμα, για να διορθώνεις τον πλησίον. Μόνο τα άλογα όντα δεν φροντίζουν για τον πλησίον, ούτε είναι σε θέση να ειπούν κάποιον λόγο για τον άλλο. Συ όμως που αποκαλείς τον Θεό πατέρα σου και βλέπεις τον πλησίον σου, τον αδελφό σου, να κάμει αμέτρητα κακά, προτιμάς την ευμένειά του από την ωφέλειά του; Μη, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο φιλίας από το να μην εγκαταλείπουμε στην αμαρτία τους αδελφούς μας.
Είδες μισουμένους; Συμφιλίωσέ τους. Είδες πλεονέκτες; Εμπόδισέ τους. Είδες αδικουμένους; Υπεράσπισέ τους. Όχι εκείνους, αλλά τον εαυτό σου πρώτα ευεργέτησες. Γι’ αυτό είμεθα φίλοι, για να ωφελούμε ο ένας τον άλλον. Αλλιώς θα ακούσει κανείς τον φίλο και αλλιώς τον τυχόντα. Τον τυχόντα ίσως θα τον υποπτευθεί, ομοίως και τον διδάσκαλο, τον φίλο όμως όχι. Γι’ αυτό, παρακαλώ, ούτε σεις να διστάζετε να ελέγχετε, ούτε να δυσανασχετείτε, όταν σας ελέγχουν. Διότι όσο διαπράττεται κάτι στο σκοτάδι, γίνεται με μεγαλυτέρα ευκολία, όταν όμως υπάρχουν πολλοί μάρτυρες, φωτίζεται.
Γι’ αυτό ακριβώς ας κάνουμε τα πάντα ώστε να αποτρέπουμε τη νέκρωση των αδελφών μας, για να διασκορπίσουμε το σκότος, και να προσελκύσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Διότι εάν είναι πολλοί εκείνοι που εκπέμπουν το φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος η οδός της αρετής, και οι ευρισκόμενοι στο σκότος ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, αφού όσο εντονότερο γίνεται το φως, τόσο το σκότος θα εξαφανίζεται. Εάν όμως γίνεται το αντίθετο, υπάρχει φόβος μη σβησθούν και αυτοί, αφού η πυκνότης, που δημιουργούν το σκοτάδι και οι αμαρτίες, θα υπερισχύει του φωτός και θα καταργεί τη λάμψη του. Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι τους εαυτούς μας ωφελούμε με αυτόν τον τρόπο, ώστε με όλη μας τη βιοτή να αναπέμπουμε δόξαν προς τον φιλάνθρωπο Θεό, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα συν τω Παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων».
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Η πρόνοια του Θεού...

Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)


 
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ οἰκολογικὴ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἔχει πολλαπλὰ μηνύματα. Μᾶς καλεῖ νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε μέσα στὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαιοσύνης Του πολλὰ μεγέθη τῆς καθημερινότητάς μας. Τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ τὸ ἀσφυκτικὸ ἄγχος ποὺ μᾶς διαπερνᾶ: «μὴ μεριμνᾶτε». Τὴ λαχτάρα τῆς ὅποιας ἐπιθυμίας καὶ τὴν πλεονεξία μέσα στὴν ὁποία βυθιζόμαστε: «ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται», ἐὰν τὸ μάτι σου εἶναι πονηρό, ὅλος σου ὁ λογισμὸς θὰ εἶναι σκοτεινός. Τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ χρῆμα καὶ τὶς συνέπειές του, ποὺ γίνεται μιὰ ἄλλου εἴδους εἰδωλολατρία μέσα στὴν ὁποία παγιδευόμαστε: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνά», δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν μαμωνά.


Ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ σιὴ φύση

Μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, ὅμως, θὰ ἦταν σκόπιμο νὰ κάνουμε καὶ μία οἰκολογικὴ ἀνάγνωση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Καὶ αὐτό, γιατί στὶς μέρες μας ζοῦμε, μαζὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο, μέσα στὸν φόβο καὶ στὴ «σκιὰ» ἑνὸς οἰκολογικοῦ «θανάτου», ποὺ προκαλεῖ ἡ αὐξημένη μόλυνση καὶ ἡ καταστροφὴ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ φράση τοῦ Χριστοῦ, «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά», εἶναι ἀσφαλῶς μία ἠχηρὴ διακήρυξη τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Εὔκολα καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ φύση ὄχι μόνο προέρχεται, ἀλλὰ καὶ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ φροντίδα καὶ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ φύση εἶναι διαρκής. Ἡ λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων κινεῖται ἀποκλειστικὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς θέλησης, τῆς δύναμης καὶ τῆς κυριαρχίας τοῦ Θεοῦ. Ὅλα λειτουργοῦν τέλεια, γιατί δημιουργήθηκαν νὰ εἶναι τέλεια.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι κατάμεστη ἀπὸ ἐκφράσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὡραιότητα, τὴν ἁρμονία καὶ τὴ σκοπιμότητα τῆς φυσικῆς δημιουργίας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης στὴ δημιουργία, ἀλλὰ καὶ τοῦ σεβασμοῦ στὴν οἰκολογικὴ ἰσορροπία. Οἱ ὑπέροχες παραβολές Του, ἀλλὰ καί, γενικότερα, ὁ διδακτικός Του λόγος, τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουν ἀφετηρία μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Ἡ τρικυμία τῆς θάλασσας, οἱ ἄνεμοι, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, τὸ καρπερὸ ἀμπέλι, ἡ ἄκαρπη συκιὰ εἶναι εἰκόνες ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποία ξεκινᾶ ὁ Χριστὸς τὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ προχωρήσει στὰ βαθύτερα πνευματικὰ μηνύματα, μαρτυροῦν τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ἀνύσταχτη φροντίδα Του γιὰ τὰ ἔμψυχα καὶ ἄψυχα δημιουργήματά Του.


Ἡ οἰκολογικὴ συνείδηση τοῦ χριστιανοῦ

Ὁ Χριστός, βέβαια, δὲν μᾶς καλεῖ ἁπλὰ νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ θαυμάζουμε τὴ φύση. Ἄλλωστε, «οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν Κτίσαντα». Ἐκεῖνο τὸ «καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει» μᾶς λέει κάτι ἄλλο πολὺ πιὸ σημαντικό, ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε. Νὰ μάθουμε νὰ μελετᾶμε τὸ ἀνοικτὸ βιβλίο τῆς φύσης καὶ νὰ ἀποκρυπτογραφοῦμε τὰ σήματα ποὺ μᾶς ἐκπέμπει κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Κάθε φορὰ ποὺ μολύνουμε τὴ φύση καὶ καταστρέφουμε τὸ περιβάλλον, γκρεμίζουμε τὸ σπίτι ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε γιὰ νὰ ζήσουμε. Ἁμαρτάνουμε, γιατί ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ὑποχρέωση τοῦ ἀνθρώπου στὸν παράδεισο ἦταν τὸ «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν». Δύο χαρακτηριστικὲς λέξεις ποὺ τονίζουν τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις μας ἀπέναντι στὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦμε. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει διάφορα περιστατικὰ καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, συμπτώματα καὶ αὐτὰ τοῦ πεσμένου κόσμου μας. Βέβαια, τὰ λόγια του Χριστοῦ καὶ οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκάλυψης ἀναφέρονται στὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τῆς γῆς καὶ στὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόγνωση τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς μεταμόρφωσης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ κόσμου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, καὶ ἐμεῖς, ὡς «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», ἐμπλεκόμαστε στὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ κλήση μας καὶ ὁ ἀγώνας μας ἀποβλέπουν στὴν ἀντιμετώπιση κάθε μορφῆς κακοῦ, ἀκόμη καὶ τοῦ οἰκολογικοῦ, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ εἶναι μία μορφὴ ἁμαρτίας, ὡς λανθασμένη σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ δημιουργία Του. Γι' αὐτό, ὅσο διαρκεῖ ἡ ἱστορία, ἂς προσπαθοῦμε νὰ μεταβάλλουμε καὶ νὰ μεταμορφώνουμε συνεχῶς τὸ ἀνθρώπινο ἁμαρτωλὸ περιβάλλον μας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπειλούμενο μὲ καταστροφὴ φυσικὸ περιβάλλον, μέχρι νὰ ἔρθει ὁ Κύριος καὶ νὰ ἀκουσθεῖ ἡ φωνή του: «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ τὰ πάντα». Ἀμήν

Κυριακή Γ΄Ματθαίου – Η γνήσια αγάπη

alt


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ρωμ. ε' 1-10
Η ΓΝΗΣΙΑ ΑΓΑΠΗ
«Συνίστησι την εαυτού άγάπην είς ημάς ό Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε».
Στις μέρες μας γίνεται κατά­χρηση της λέξεως αγάπη. Ή λέξη αγάπη φαίνεται να έχει χάσει το υπέροχο και μοναδικό νόημα της. Ή σημερινή όμως αποστολική πε­ρικοπή μας καθοδηγεί να βρούμε το γνήσιο και αληθινό νόημα της αγάπης. Την ουσιαστική της σημασία. Μας φέρνει κοντά στην αιώνια πηγή της γνήσιας αγάπης. Μας μιλά για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Στην αγάπη αύτη ανακαλύπτουμε τα χαρακτη­ριστικά στοιχεία της πραγματικής αγάπης.
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ό απόστολος Παύλος τονίζει σήμερα, ότι ό σταυρικός θάνατος του Χρίστου υπήρξε ή μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού για μας. Και τούτο, γιατί στο θάνατο του Ιησού Χριστού αποκαλύπτε­ται ή πιο μεγάλη θυσία.
Ό Θεός Πατέρας για τη σω­τηρία του κόσμου θυσιάζει ό,τι πολυτιμότερο είχε, τον μονογενή Υιό του. «Ούτω γαρ ήγάπησεν ό Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υίόν αυτού τον μονογενή έδωκεν», γράφει ό ευαγγελιστής Ιωάννης (Ίωάν. γ' 16).
Καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη για την γνήσια αγάπη. Ή θυσία είναι το ασφαλέστερο κριτήριο της αγάπης. Μπορούμε να υπο­λογίσουμε το μέγεθος της αγάπης, όταν δούμε το μέγεθος της θυσίας. Όταν αντικρίζουμε τον σταυρό τού Γολγοθά και όταν γνωρίζουμε ότι ό εσταυρωμένος Ιησούς είναι ό μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, μπορούμε, έστω και λίγο, να νιώσουμε το άπειρο «πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» της αγάπης τού Θεού (Έφεσ. γ' 18).
Ή μητέρα, πού θυσιάζει την ησυχία της, την άνεση της και είναι έτοιμη και αυτή τη ζωή της να προσφέρει για το παιδί της, αύτη ή μητέ­ρα έχει τη γνήσια αγάπη. Ό νέος, πού θεωρεί χαρά του να προσφέρει τον χρόνο του, τις γνώσεις του, τις ικανότητες του και αυτό ακόμη το αίμα του, άν χρειαστεί, για τους αδελφούς του, για την Πατρίδα του, για την Εκκλησία του Χρι­στού, αυτός έχει τη γνήσια αγάπη. Στο πνεύμα της θυσίας, πού αρχί­ζει από την πιο μικρή προσφορά και φθάνει ως την πιο πολύτιμη, βρίσκεται το αληθινό κριτήριο της γνήσιας αγάπης.
Θα ακούσης πολλές φορές να σού μιλούν για αγάπη. Μη βιαστής να άνοιξης την καρδιά σου. Προσ­πάθησε να διακρίνεις πίσω από τα λόγια την πραγματικότητα. Να διακρίνεις την διάθεση της θυσίας, την ανιδιοτέλεια της προσφοράς. Μια ψυχή πού αγαπά, έχει για χαρακτηριστικό της γνώρισμα τη θυσία. Αυτή την αγάπη έδειξε ό Κύριος και γι' αυτήν είπε τα υπέροχα εκείνα λόγια! «Έγώ ήγάπησα ύμας. Μείζονα ταύτης άγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ίωάν. ιε' 13).
Ό Κύριος μάς ονομάζει φί­λους. Ή πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται το ύψος και
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
τού Χριστού. Ό απόστολος Παύλος το τονίζει ιδιαιτέρως. Όχι μόνο φίλοι τού Χριστού δεν είμαστε, αλλά εχθροί του, αντί­παλοι του.
Είμαστε αμαρτωλοί. Τίποτα το αξιαγάπητο δεν υπήρχε σε μάς, για να μάς αγαπήσει ό Χριστός. Και όμως «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Ενώ εμείς, στα χρόνια της αγνοίας και της απιστίας, τον υβρίσαμε και τον αρνηθήκαμε και τον μισήσαμε, Εκείνος μάς αγάπησε. Και εάν σήμερα πού τον πιστεύουμε, τον αγαπάμε, δεν το κάνουμε αυτό από δική μας καλοσύνη. Είναι γιατί «Αυτός πρώτος ήγάπησεν ημάς» (Α'Ίωάν.δ'19).
Αυτό το ύψος και το μεγαλείο παίρνει και ή δική μας αγάπη κάθε φορά, πού την δείχνουμε όχι στους φίλους μας, αλλά στους αντιπά­λους μας, στους εχθρούς μας.
Όταν ό γείτονας σου σε εχθρεύεται και συ τον αγαπάς, τότε έχεις τη γνήσια αγάπη. Όταν ό συνά­δελφος σου σε δολιεύεται και συ τον αγαπάς, τότε έχεις τη γνήσια αγάπη. Όταν αγαπάς τον εχθρό σου, βρίσκεσαι στο δρόμο πού οδηγεί στις πηγές της μοναδικής, της γνήσιας αγάπης. Ό Κύριος μας το βεβαίωσε: «Αγαπάτε τούς εχθρούς υμών... και έσεσθε υιοί, υψίστου» (Λουκ. στ' 35).
Διψάμε για αγάπη. Για γνήσια αγάπη. Την γνήσια αγάπη θα την συναντήσουμε, θα την σπουδά­σουμε, θα την χαρούμε και θα την απολαύσουμε μόνο στην αιώνια πηγή της. Στην αγάπη του Θεού. Την μοναδική, την γνήσια αγάπη.
«ΖΩΗ»30 Ιουνίου 2011

Κυριακή Γ΄Ματθαίου – Η γνήσια αγάπη

alt


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ρωμ. ε' 1-10
Η ΓΝΗΣΙΑ ΑΓΑΠΗ
«Συνίστησι την εαυτού άγάπην είς ημάς ό Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε».
Στις μέρες μας γίνεται κατά­χρηση της λέξεως αγάπη. Ή λέξη αγάπη φαίνεται να έχει χάσει το υπέροχο και μοναδικό νόημα της. Ή σημερινή όμως αποστολική πε­ρικοπή μας καθοδηγεί να βρούμε το γνήσιο και αληθινό νόημα της αγάπης. Την ουσιαστική της σημασία. Μας φέρνει κοντά στην αιώνια πηγή της γνήσιας αγάπης. Μας μιλά για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Στην αγάπη αύτη ανακαλύπτουμε τα χαρακτη­ριστικά στοιχεία της πραγματικής αγάπης.
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ό απόστολος Παύλος τονίζει σήμερα, ότι ό σταυρικός θάνατος του Χρίστου υπήρξε ή μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού για μας. Και τούτο, γιατί στο θάνατο του Ιησού Χριστού αποκαλύπτε­ται ή πιο μεγάλη θυσία.
Ό Θεός Πατέρας για τη σω­τηρία του κόσμου θυσιάζει ό,τι πολυτιμότερο είχε, τον μονογενή Υιό του. «Ούτω γαρ ήγάπησεν ό Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υίόν αυτού τον μονογενή έδωκεν», γράφει ό ευαγγελιστής Ιωάννης (Ίωάν. γ' 16).
Καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη για την γνήσια αγάπη. Ή θυσία είναι το ασφαλέστερο κριτήριο της αγάπης. Μπορούμε να υπο­λογίσουμε το μέγεθος της αγάπης, όταν δούμε το μέγεθος της θυσίας. Όταν αντικρίζουμε τον σταυρό τού Γολγοθά και όταν γνωρίζουμε ότι ό εσταυρωμένος Ιησούς είναι ό μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, μπορούμε, έστω και λίγο, να νιώσουμε το άπειρο «πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» της αγάπης τού Θεού (Έφεσ. γ' 18).
Ή μητέρα, πού θυσιάζει την ησυχία της, την άνεση της και είναι έτοιμη και αυτή τη ζωή της να προσφέρει για το παιδί της, αύτη ή μητέ­ρα έχει τη γνήσια αγάπη. Ό νέος, πού θεωρεί χαρά του να προσφέρει τον χρόνο του, τις γνώσεις του, τις ικανότητες του και αυτό ακόμη το αίμα του, άν χρειαστεί, για τους αδελφούς του, για την Πατρίδα του, για την Εκκλησία του Χρι­στού, αυτός έχει τη γνήσια αγάπη. Στο πνεύμα της θυσίας, πού αρχί­ζει από την πιο μικρή προσφορά και φθάνει ως την πιο πολύτιμη, βρίσκεται το αληθινό κριτήριο της γνήσιας αγάπης.
Θα ακούσης πολλές φορές να σού μιλούν για αγάπη. Μη βιαστής να άνοιξης την καρδιά σου. Προσ­πάθησε να διακρίνεις πίσω από τα λόγια την πραγματικότητα. Να διακρίνεις την διάθεση της θυσίας, την ανιδιοτέλεια της προσφοράς. Μια ψυχή πού αγαπά, έχει για χαρακτηριστικό της γνώρισμα τη θυσία. Αυτή την αγάπη έδειξε ό Κύριος και γι' αυτήν είπε τα υπέροχα εκείνα λόγια! «Έγώ ήγάπησα ύμας. Μείζονα ταύτης άγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ίωάν. ιε' 13).
Ό Κύριος μάς ονομάζει φί­λους. Ή πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται το ύψος και
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
τού Χριστού. Ό απόστολος Παύλος το τονίζει ιδιαιτέρως. Όχι μόνο φίλοι τού Χριστού δεν είμαστε, αλλά εχθροί του, αντί­παλοι του.
Είμαστε αμαρτωλοί. Τίποτα το αξιαγάπητο δεν υπήρχε σε μάς, για να μάς αγαπήσει ό Χριστός. Και όμως «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Ενώ εμείς, στα χρόνια της αγνοίας και της απιστίας, τον υβρίσαμε και τον αρνηθήκαμε και τον μισήσαμε, Εκείνος μάς αγάπησε. Και εάν σήμερα πού τον πιστεύουμε, τον αγαπάμε, δεν το κάνουμε αυτό από δική μας καλοσύνη. Είναι γιατί «Αυτός πρώτος ήγάπησεν ημάς» (Α'Ίωάν.δ'19).
Αυτό το ύψος και το μεγαλείο παίρνει και ή δική μας αγάπη κάθε φορά, πού την δείχνουμε όχι στους φίλους μας, αλλά στους αντιπά­λους μας, στους εχθρούς μας.
Όταν ό γείτονας σου σε εχθρεύεται και συ τον αγαπάς, τότε έχεις τη γνήσια αγάπη. Όταν ό συνά­δελφος σου σε δολιεύεται και συ τον αγαπάς, τότε έχεις τη γνήσια αγάπη. Όταν αγαπάς τον εχθρό σου, βρίσκεσαι στο δρόμο πού οδηγεί στις πηγές της μοναδικής, της γνήσιας αγάπης. Ό Κύριος μας το βεβαίωσε: «Αγαπάτε τούς εχθρούς υμών... και έσεσθε υιοί, υψίστου» (Λουκ. στ' 35).
Διψάμε για αγάπη. Για γνήσια αγάπη. Την γνήσια αγάπη θα την συναντήσουμε, θα την σπουδά­σουμε, θα την χαρούμε και θα την απολαύσουμε μόνο στην αιώνια πηγή της. Στην αγάπη του Θεού. Την μοναδική, την γνήσια αγάπη.
«ΖΩΗ»30 Ιουνίου 2011

Κυριακή 6 Ιουλίου (Γ Ματθαίου)

Η θεία Πρόνοια

Το βασικό μήνυμα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η πίστη στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή, ο Θεός προνοεί για όλη την κτίση και βεβαίως πάνω από όλα για τον άνθρωπο.
Η λέξη πρόνοια προέρχεται από το ρήμα προνοώ, που σημαίνει προβλέπω, ενδιαφέρομαι για κάτι η για κάποιον. Με την θεία Πρόνοια χαρακτηρίζουμε το μεγάλο ενδιαφέρον του Θεού για τον κόσμο που Αυτός δημιούργησε και για τον άνθρωπο που είναι το τελειότερο δημιούργημά Του.
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρονται μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως ότι ο Θεός φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν αγαθά σε αποθήκες και ο Θεός τα συντηρεί, και για τα κρίνα του αγρού τα οποία δεν κοπιάζουν, δεν γνέθουν και όμως διακρίνονται από μια τέτοια ομορφιά που δεν μπορεί να συγκριθή όλος ο στολισμός του Σολομώντος της Παλαιάς Διαθήκης που φημιζόταν για τα στολίδια.
Από αυτόν τον λόγο φαίνεται ότι ο Θεός ενεργεί σε όλη την κτίση, τίποτε δεν γίνεται μηχανικά και τυχαία. Ο Θεός δεν κατοικεί στους ουρανούς και από εκεί διευθύνει τον κόσμο, αλλά είναι δημιουργός, προνοητής, συντηρητής του κόσμου. Και αφού ενδιαφέρεται για τα πουλιά και τα χόρτα πολύ περισσότερο ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο που έχει ψυχή και σώμα.
Πως φαίνεται αυτό το προσωπικό ενδιαφέρον του Θεού για μας; Πρώτα από το ότι δημιούργησε τον άνθρωπο και από το ότι ύστερα, μετά την πτώση του, ενηνθρώπησε και τον αναδημιούργησε. Αυτό το βλέπουμε και στην προσωπική μας ζωή. Γεννηθήκαμε και ήλθαμε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός η αποτέλεσμα της αγάπης των γονέων μας, αλλά ενέργεια του Θεού, δια των γονέων μας. Έπειτα, ο Θεός μας παρακολουθεί και επεμβαίνει πολλές φορές ευεργετικά για την θεραπεία μας, γιατί μας αγαπά. Όποιος καταλάβει την αγάπη του Θεού πραγματικά συντρίβεται από βαθειά κατάνυξη και συγκίνηση. Το ότι βαπτισθήκαμε ορθόδοξοι και παραμένουμε μέσα στην Εκκλησία και μπορούμε να λειτουργούμαστε και να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι μια μεγάλη δωρεά του Θεού σε μας.
Πόσες φορές σε κινδύνους δεν αισθανθήκαμε την επέμβαση της θείας Προνοίας, μέσα από διάφορα περιστατικά, αλλά και από την βοήθεια ανθρώπων του Θεού, που Εκείνος τους έστειλε για να μας συμπαρασταθούν!
Βεβαίως, ο Θεός προνοεί για τον καθένα μας και θέλει την σωτηρία μας, αλλά δεν μπορεί να παραβιάση την ελευθερία που Εκείνος μας έδωσε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως σε όλα τα θέματα, έτσι και σε αυτό, απαιτείται η δική μας ελευθερία. Πρέπει να συγκινηθούμε από την αγάπη του Θεού και να ανταποκριθούμε στην Πρόνοιά Του.
Επομένως, η πίστη στην Πρόνοια του Θεού αποβάλλει την ολιγοπιστία, από την οποία υποφέρουν πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας, καθώς επίσης αποβάλλει και το άγχος που διακατέχει πολλούς Χριστιανούς ως προς την συσσώρευση υλικών αγαθών. Όποιος διακατέχεται από την ολιγοπιστία και το άγχος δεν πιστεύει στην Πρόνοια του Θεού και γι’ αυτό δεν μπορεί να λέγεται και να είναι Χριστιανός. Πρέπει να πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο Θεός προνοεί και ενδιαφέρεται για μας.
Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Γ Ματθαίου. Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».

 ixrysostomos.jpg
Ομιλία ΙΗ – 18η, του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Κατά Ματθαίον, (Κεφ. στ΄ 22 – 33.)
Πολλοί από τους πιστούς δεν είναι λιγότερο από τους απίστους προσκολλημένοι στην κακία. Μερικοί μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτούς. Γι’ αυτό και σε εκείνους είναι αναγκαίο να ειπούμε: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι (θα σε φωτίσει δηλαδή) ο Χριστός». Προς αυτούς αρμόζει να ειπούμε και τούτο: «Ο Θεός ουκ εστί νεκρών, αλλά ζώντων». Εφ’ όσον λοιπόν δεν είναι Θεός νεκρών, ας ζήσουμε.
Ωστόσο μερικοί λέγουν ότι είναι υπερβολή αυτό που λέγει ο Απόστολος, ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης. Δεν είναι όμως υπερβολικός ο λόγος, αλλά αληθινός. Γιατί και με ποιο τρόπο; Διότι ο πλεονέκτης απομακρύνεται από τον Θεό, όπως ακριβώς ο ειδωλολάτρης. Και για να μη νομίσεις ότι έτσι απλώς το είπε, είναι απόφασις του ιδίου του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά». Όποιοι υπηρετούν τον μαμμωνά, έχουν εκβάλει τους εαυτούς των από τη δουλεία του Θεού. Και αφού αρνήθηκαν την εξουσία του και έγιναν δούλοι στον άψυχο χρυσό, βεβαίως είναι ειδωλολάτρες.
Αλλά θα ειπείς, δεν έκαμα είδωλο ούτε έστησα βωμό, ούτε εθυσίασα πρόβατο, ούτε προσέφερα οίνον ως σπονδή, αλλά στην εκκλησία ήλθα, και ύψωσα τα χέρια μου στον μονογενή Υιό του Θεού, και μετέχω των μυστηρίων, και λαμβάνω μέρος στην προσευχή και σε όλα τα άλλα, τα οποία αρμόζουν στον χριστιανό. Πώς, λοιπόν, προσκυνώ τα είδωλα;
Αυτό, μάλιστα, είναι και το πλέον θαυμαστό, ότι ενώ έχεις λάβει πείρα και εγεύθεις τη φιλανθρωπία του Θεού, και είδες ότι ο Κύριος είναι αγαθός, εγκατέλειψες τον αγαθόν και απεδέχθεις τον ωμό τύραννο, και προσποιείσαι μεν ότι υπηρετείς αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα υπέταξες τον εαυτό σου στον σκληρό και φοβερό τύραννο της φιλαργυρίας. Και δεν μου ανέφερες ακόμη κάποιο ιδικό σου κατόρθωμα, αλλά τα δώρα του Δεσπότου. Ειπέ μου, σε παρακαλώ, από τι κρίνουμε τον στρατιώτη, όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως, και τρέφεται από αυτόν, και αποκαλείται άνθρωπος ιδικός του, ή όταν δεν έχει τα ίδια με εκείνον φρονήματα, και προσποιείται μεν ότι είναι με το μέρος του και τον υπηρετεί, προτιμά όμως τα έργα των εχθρών; Είναι ολοφάνερο ότι τον εκτιμούμε όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως. Γι’ αυτό και είναι άξιος σκληροτέρας τιμωρίας από ό,τι θα ήταν εάν αποχωρούσε από τη δουλεία του βασιλέως, και προσχωρούσε στους εχθρούς. Και συ λοιπόν υβρίζεις τον Θεό σαν ειδωλολάτρης, όχι με ένα στόμα, το ιδικό σου, αλλά με τα μύρια των αδικημένων.
Αλλά δεν είναι, λέγει, ειδωλολάτρης.
Όταν λοιπόν λέγουν οι εθνικοί, «ο χριστιανός ο πλεονέκτης», τότε δεν υβρίζει μόνον αυτός με όσα πράττει, αλλά αναγκάζει και τους αδικημένους να το λέγουν, και μάλιστα πολλές φορές. Και αν δεν το λέγουν αυτό, πρέπει να καταλογισθεί στην ευλάβειά τους. Ή μήπως δεν βλέπουμε έτσι να γίνονται τα πράγματα; Τι άλλο κάνει ο ειδωλολάτρης; Δεν προσκυνά κι αυτός πολλές φορές τα πάθη, αφού είναι υποδουλωμένος σ’ αυτά; Εξηγώ τι εννοώ. Εάν ειπούμε ότι προσκυνά είδωλα, αυτός λέγει: όχι, την ‘Αφροδίτη προσκυνώ και τον Άρη. Και αν ειπούμε «ποία είναι αυτή η ‘Αφροδίτη;» οι συνετότεροι από αυτούς απαντούν: η ηδονή. Και ποιος είναι ο Άρης; Ο Θυμός. Έτσι και συ με τον μαμμωνά. Εάν ρωτήσουμε ποιος είναι ο μαμμωνάς; Η πλεονεξία. Και συ την προσκυνάς; Δεν την προσκυνώ, λέγει. Γιατί, επειδή δεν γονυπετείς εμπρός της; Αλλά τώρα πολύ περισσότερο την προσκυνάς, με τα έργα και τα πράγματα. Διότι αυτή η προσκύνησις είναι μεγαλυτέρα. Και για να μάθεις, κοίτα τι συμβαίνει με τα του Θεού, ποιοι τον προσκυνούν περισσότερο, εκείνοι που απλώς παρίστανται στις προσευχές, ή εκείνοι που πράττουν το θέλημά του; Βεβαίως αυτοί που πράττουν το θέλημά του. Έτσι συμβαίνει και με τον μαμμωνά. Τον προσκυνούν κυρίως, εκείνοι που κάνουν το θέλημά του. Αν και πολλές φορές συμβαίνει, εκείνοι οι όποιοι προσκυνούν τα προσωποποιημένα πάθη, να είναι απαλλαγμένοι από αυτά. Θα ημπορούσε να ιδεί κάποιος πολλές φορές τον υπηρέτη του Άρη να είναι κύριος του θυμού, ενώ με σένα δεν συμβαίνει το ίδιο, καθώς είσαι υποδουλωμένος στο πάθος.
Δεν σφάζεις πρόβατα, λέγεις. Φονεύεις όμως ανθρώπους και ψυχές λογικές, άλλες με λιμό, άλλες με βλασφημίες. Δεν υπάρχει τίποτε οργιαστικότερο από τη θυσία αυτή. Ποιος είδε ποτέ ψυχές να σφάζονται; Είναι καταραμένος ο βωμός της πλεονεξίας. Διότι, εάν έλθεις σε τούτο τον βωμό των ειδώλων, θα αισθανθείς δυσάρεστη οσμή αιμάτων αιγών και βοδιών, ενώ αν έλθεις στον βωμό της πλεονεξίας, θα ιδείς τη φοβερά δυσωδία που αποπνέουν τα ανθρώπινα αίματα. Εάν σταθείς εδώ, δεν θα ιδείς να καίγονται πτερά ορνίθων ούτε να αναδίδεται κνίσα και καπνός, αλλά να καταστρέφονται σώματα ανθρώπων. Διότι άλλοι μεν έρριψαν τους εαυτούς των σε κρημνούς, άλλοι έδεσαν βρόχο, και άλλοι διαπέρασαν ξίφος στον λαιμό. Είδες θυσίες ωμές και απάνθρωπες; Θέλεις να ιδείς και φοβερότερες από αυτές; Εγώ θα σου δείξω εκεί όχι πλέον σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχές ανθρώπων να κατασφάζονται. Διότι είναι δυνατόν να σφάζεται και η ψυχή. Με τη σφαγή που αρμόζει σ’ αυτή. Όπως υπάρχει θάνατος σώματος, έτσι υπάρχει και ψυχής. «Ψυχή γαρ η αμαρτάνουσα», λέγει, «αυτή και αποθανείται». Δεν είναι ο θάνατος της ψυχής όπως του σώματος, αλλά πολύ φοβερότερος. Διότι αυτός μεν, ο σωματικός θάνατος, διαχωρίζοντας την ψυχή και το σώμα, το ένα το αναπαύει από τις πολλές φροντίδες και τους κόπους, την άλλη την αποστέλλει σε χώρο φανερό. Έπειτα, αφού το σώμα διαλυθεί και φθαρεί με τον χρόνο, συναρμολογείται πάλι εν αφθαρσία, και απολαμβάνει την ψυχή του.
Τέτοιος είναι ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός όμως είναι φριχτός και φοβερός. Διότι, εάν η ψυχή διαλυθεί, δεν παραπέμπει το σώμα αμέσως στη γη, όπως κάνει στον σωματικό θάνατο, αλλά όταν συνδεθεί πάλι με το αφθαρτοποιημένο σώμα, το καταποντίζει στο πυρ το άσβεστο. Όπως λοιπόν υπάρχει θάνατος ψυχής, έτσι υπάρχει και σφαγή ψυχής. Τι είναι σφαγή σώματος; Το να νεκρωθεί και να αποκοπεί από την επενέργεια της ψυχής. Τι είναι σφαγή της ψυχής; Και αυτή νέκρωσις είναι.
Τι όμως είναι νέκρωσις της ψυχής; Όπως το σώμα νεκρώνεται όταν το εγκαταλείπει η ενέργεια της ψυχής, έτσι και η ψυχή νεκρώνεται όταν την εγκαταλείψει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι σφαγές γίνονται κυρίως στον βωμό της πλεονεξίας. Δεν χορταίνουν ούτε αρκούνται στο αίμα των ανθρώπων, αλλά, εάν δεν προσφέρεις ως θυσία και την ίδια την ψυχή, δεν ικανοποιείται ο βωμός της πλεονεξίας, εάν δηλαδή δεν δεχθεί και των δύο τις ψυχές, του θύτη και του θύματος. Διότι πρέπει να θυσιάσει ο νεκρός τον μέχρι τώρα ζωντανό. Πράγματι, όταν βλασφημεί, όταν κακολογεί, όταν δυσανασχετεί, δεν είναι αυτές οι πληγές της ψυχής ανίατες; Είδες ότι δεν είναι υπερβολικός ο λόγος του Αποστόλου;
Άκου λοιπόν κι άλλο για να μάθεις πως η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, και φοβεροτέρα από την ειδωλολατρία. Οι ειδωλολάτρες προσκυνούν τα κτίσματα του Θεού. Και εσεβάσθησαν, λέγει, και ελάτρευσαν την κτίση μάλλον παρά τον κτίσαντα. Και συ προσκυνάς το κτίσμα το ιδικό σου. Διότι την πλεονεξία δεν την εδημιούργησε ο Θεός, αλλά την εφεύρε η άμετρος απληστία σου. Και κοίτα το κωμικοτραγικό. Εκείνοι που προσκυνούν τα είδωλα, τιμούν αυτά τα όποια προσκυνούν, και εάν κάποιος τα κακολογήσει ή τα υβρίσει, εξανίστανται. Εσύ όμως, σαν να έχεις καταληφθεί από κάποια μέθη, προσκυνάς κάτι το οποίο όχι μόνον δεν είναι απηλλαγμένο από κατηγορία, αλλά είναι και γεμάτο από ασέβεια. Ώστε είσαι μάλλον πολύ χειρότερος από αυτούς, διότι δεν ημπορείς να απολογηθείς ότι δεν είναι κακό. Και εκείνοι βέβαια είναι εντελώς αναπολόγητοι, εσύ όμως είσαι πολύ περισσότερο, επειδή συνεχώς κατηγορείς την πλεονεξία και κακίζεις όλους εκείνους που την υπηρετούν, και είναι δούλοι της, και την ακολουθούν.
Αλλά εάν θέλετε, ας εξετάσουμε από πού εισήλθε η ειδωλολατρία. Λέγει ένας σοφός ότι κάποιος πλούσιος άνθρωπος, βασανιζόμενος από το πένθος για τον πρόωρο θάνατο του υιού του, μην έχοντας καμία παρηγορία, επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Έκανε μια άψυχη εικόνα του αποθανόντος υιού του, και βλέποντάς την ενόμιζε ότι διά μέσου αυτής έχει κοντά του εκείνον. Κάποιοι δε άνθρωποι κόλακες, των οποίων θεός ήταν η κοιλία, λατρεύοντας την εικόνα για να τιμήσουν εκείνον, προήγαγαν τη συνήθεια σε ειδωλολατρία. Επομένως, από ασθένεια ψυχής εισήχθη η ειδωλολατρία, από παράλογη συνήθεια, από υπερβολή. Η πλεονεξία όμως δεν εισήχθη με τον ίδιον τρόπο, αλλά από ασθενή μεν ψυχή, πλην όμως χειροτέρα. Διότι δεν την εισήγαγε κάποιος που έχασε τον υιό του, ούτε ζητώντας παρηγορία ούτε παρασυρόμενος από κόλακες. Αλλά πώς; Εγώ θα σας ειπώ. Ο Κάιν φέρθηκε με πλεονεξία στον Θεό, διότι αυτά που έπρεπε να δοθούν σ’ εκείνον τα κράτησε για τον εαυτό του, και αυτά που έπρεπε να μείνουν σ’ αυτόν, τα προσέφερε σ’ εκείνον, και έτσι το κακό άρχισε ως προσβολή του Θεού. Διότι εάν εμείς είμεθα του Θεού, πολύ περισσότερο είναι οι απαρχές των κτημάτων μας.
Η σαρκική ορμή επίσης προς τις γυναίκες, από την πλεονεξία προήλθε. «Είδον τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εξεκυλίσθησαν προς την επιθυμίαν».
Από αυτά πάλι προήλθε η επιθυμία προς τα χρήματα. Διότι το να θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τον πλησίον του στα βιοτικά, από τίποτε άλλο δεν προκαλείται, παρά από το ότι εψυχράνθη η αγάπη. Το να θέλει κανείς να έχει περισσότερα, δεν προέρχεται από τίποτε άλλο παρά από απελπισία και μισανθρωπία και υπεροψία. Δεν βλέπεις πόσο μεγάλη είναι η γη, πόσο πολύ μεγαλύτερος από όσο χρειάζεσαι είναι ο ουρανός; Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έδωσε τόσο μεγάλο μέγεθος στα κτίσματα, για να σβήσει την πλεονεξία σου. Εσύ δε, παρ’ όλα αυτά, αρπάζεις, και μάλιστα ακούγοντας ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, ούτε έτσι φρίττεις; Τη γη θέλεις να κληρονομήσεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως θα στερήσεις τον εαυτό σου από την ουράνια κληρονομία, αφού ήδη την αγνοείς. Ειπέ μου, εάν κάποιος σου έδιδε την εξουσία να τα πάρεις όλα, άραγε δεν θα το ήθελες; Έχεις τώρα αυτή τη δυνατότητα, αν θέλεις. Αν και μερικοί λέγουν ότι με πολύ πόνο μεταβιβάζουν σε άλλους την περιουσία τους, και θα προτιμούσαν να την είχαν καταφάγει οι ίδιοι παρά να βλέπουν άλλους να γίνονται κύριοι αυτής.
Ούτε εγώ σε απαλλάσσω από αυτή την ασθένεια, διότι και αυτό είναι γνώρισμα ασθενούς ψυχής. Πλην όμως, και αν ακόμη γίνει τούτο, στην διαθήκη σου άσε κληρονόμο τον Χριστό. Διότι έπρεπε ήδη να τον είχες αφήσει κληρονόμο όσο ήσουν στην ζωή. Επειδή αυτό είναι γνώρισμα ορθής προαιρέσεως. Αλλά όμως, έστω κατ’ ανάγκην, γίνε φιλοτιμότερος. Διότι ο Θεός γι’ αυτόν τον λόγο πρόσταξε να δίδουμε στους πτωχούς, για να μας καταστήσει από τη ζωή αυτή φιλοσόφους, για να μας πείσει να καταφρονούμε τα χρήματα, για να μας διδάξει να περιφρονούμε τα γήινα. Αυτό δεν είναι περιφρόνησις των χρημάτων, να τα διαθέτη κάποιος στον τάδε ή στον δείνα μετά τον θάνατό του. Τότε πλέον αυτά που δίδεις δεν είναι ιδικά σου, αλλά της ανάγκης. Δεν γίνεσαι συ ευεργέτης, αλλά ο θάνατος. Αυτό δεν είναι φιλοστοργία, αλλά καταναγκασμός. Αλλά ας γίνει κι έτσι. Έστω και τότε απάλλαξε τον εαυτό σου από το πάθος. ‘Ενθυμήσου πόσα έχεις αρπάξει, πόση πλεονεξία έχεις δείξει, και απόδοσε τα τετραπλάσια. Με αυτόν τον τρόπο απολογήσου στον Θεό.
Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι φθάνουν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης, που ούτε τότε διακρίνουν το ορθότερο, και ενεργούν τα πάντα σαν να προσπαθούν να καταστήσουν φοβεροτέρα γι’ αυτούς την οργή του Θεού. Γι’ αυτό ο μακάριος Παύλος λέγει στη συνέχεια της επιστολής εκείνης: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Ο δε πλεονέκτης είναι αυτός που κατ’ εξοχήν ζει στο σκοτάδι και διασκορπίζει πολύ σκοτάδι σε όλα γύρω του. «Και μη συγκοινωνείτε», λέγει, «τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε».
Ακούστε, παρακαλώ, όλοι όσοι δεν θέλετε να μισείσθε χωρίς λόγο. Αρπάζει και δεν τον ελέγχεις; Φοβείσαι το μίσος του, θα ειπείς. Αφού όμως δεν διακινδυνεύεις χωρίς λόγο, αλλά ελέγχεις δικαίως, γιατί φοβείσαι το μίσος; Έλεγξε τον αδελφό, δέξου αυτήν την έχθρα για την προς τον Χριστόν αγάπη, αλλά και για την προς αυτόν αγάπη. Εμπόδισέ τον, αφού βλέπεις ότι βαδίζει ολοταχώς προς το βάραθρο. Διότι δεν είναι γνώρισμα ιδιαιτέρας φιλίας η συμμετοχή μας σε κοινό γεύμα, τα ωραία λόγια, οι προσφωνήσεις και η κοινή απόλαυση. Ας χαρίζουμε τέτοια δώρα στους φίλους μας που να απομακρύνουμε την ψυχή τους από την οργή. Βλέποντάς τους μέσα στην κάμινο της κακίας, να τους αναστήσουμε.
Αλλά δεν διορθώνεται, λέγεις. Κάμε όμως εσύ ό,τι εξαρτάται από εσένα, και έτσι απολογήσου στον Θεό. Μην κρύψεις το τάλαντο. Γι’ αυτό διαθέτεις λόγο και γλώσσα και στόμα, για να διορθώνεις τον πλησίον. Μόνο τα άλογα όντα δεν φροντίζουν για τον πλησίον, ούτε είναι σε θέση να ειπούν κάποιον λόγο για τον άλλο. Συ όμως που αποκαλείς τον Θεό πατέρα σου και βλέπεις τον πλησίον σου, τον αδελφό σου, να κάμει αμέτρητα κακά, προτιμάς την ευμένειά του από την ωφέλειά του; Μη, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο φιλίας από το να μην εγκαταλείπουμε στην αμαρτία τους αδελφούς μας.
Είδες μισουμένους; Συμφιλίωσέ τους. Είδες πλεονέκτες; Εμπόδισέ τους. Είδες αδικουμένους; Υπεράσπισέ τους. Όχι εκείνους, αλλά τον εαυτό σου πρώτα ευεργέτησες. Γι’ αυτό είμεθα φίλοι, για να ωφελούμε ο ένας τον άλλον. Αλλιώς θα ακούσει κανείς τον φίλο και αλλιώς τον τυχόντα. Τον τυχόντα ίσως θα τον υποπτευθεί, ομοίως και τον διδάσκαλο, τον φίλο όμως όχι. Γι’ αυτό, παρακαλώ, ούτε σεις να διστάζετε να ελέγχετε, ούτε να δυσανασχετείτε, όταν σας ελέγχουν. Διότι όσο διαπράττεται κάτι στο σκοτάδι, γίνεται με μεγαλυτέρα ευκολία, όταν όμως υπάρχουν πολλοί μάρτυρες, φωτίζεται.
Γι’ αυτό ακριβώς ας κάνουμε τα πάντα ώστε να αποτρέπουμε τη νέκρωση των αδελφών μας, για να διασκορπίσουμε το σκότος, και να προσελκύσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Διότι εάν είναι πολλοί εκείνοι που εκπέμπουν το φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος η οδός της αρετής, και οι ευρισκόμενοι στο σκότος ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, αφού όσο εντονότερο γίνεται το φως, τόσο το σκότος θα εξαφανίζεται. Εάν όμως γίνεται το αντίθετο, υπάρχει φόβος μη σβησθούν και αυτοί, αφού η πυκνότης, που δημιουργούν το σκοτάδι και οι αμαρτίες, θα υπερισχύει του φωτός και θα καταργεί τη λάμψη του. Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι τους εαυτούς μας ωφελούμε με αυτόν τον τρόπο, ώστε με όλη μας τη βιοτή να αναπέμπουμε δόξαν προς τον φιλάνθρωπο Θεό, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα συν τω Παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων».
Ορθόδοξη Πορεία – Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κυριακή Γ’ Ματθαίου

ikjggf.jpgΜατθ. 6, 22-33
Την περασμένη Κυριακή είδαμε ότι ο Χριστός περιμένει από όλους μας να Τον ακολουθήσουμε, εγκαταλείποντας ει δυνατόν τα πάντα, ακόμα και τους ίδιους μας τους συγγενείς, αν είναι απαραίτητο. Και ίσως κανείς αναρωτηθεί “μα πώς θα ζήσουμε, αν αφήσουμε τα πάντα;” την απάντηση μας τη δίνει σήμερα ο ίδιος ο Κύριός μας, μέσα από το απόσπασμα της επί του Όρους Ομιλίας Του που μας μεταφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα μάτια του ανθρώπου, μας λέει, είναι ο λύχνος δηλαδή το φως του σώματός του. Επομένως, αν τα μάτια του είναι φωτεινά, όλο το σώμα του είναι φωτεινό. Αντίθετα, αν τα μάτια είναι σκοτεινά, όλο το σώμα είναι σκοτεινό. Αληθινά, αναρωτιέται, αν το φως του σώματός μας είναι σκοτάδι, τότε το σκοτάδι πώς μοιάζει; Με τα λόγια αυτά θέλει να μας τονίσει ότι αν όντως ενδιαφερόμαστε να φωτίσουμε την ύπαρξη και τη ζωή μας, θα πρέπει να αφήσουμε πίσω οτιδήποτε αντιστρατεύεται στο θέλημα του Θεού, ότι οφείλουμε να μεριμνήσουμε για τον πνευματικό μας κόσμο και να μη φορτώνουμε τη ζωή μας με μέριμνες περιττές και ανούσιες. Και για να το καταστήσει πιο σαφές, συνεχίζει λέγοντας ότι δεν μπορεί να δουλεύει κανείς σε δύο κυρίους, στον Θεό και στον μαμμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσει και τον άλλο θα μισήσει, ή θα υπακούσει στις επιταγές του ενός και θα καταφρονήσει τον άλλο.
Με τον όρο “μαμμωνά” υπονοεί ο Κύριος τόσο τον ίδιο το διάβολο και τα έργα του σκότους, όσο και τις βιοτικές μέριμνες, οι οποίες αποσπούν την προσοχή μας από τη μελέτη και εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Γι αυτό σας λέω, συνεχίζει, μη μεριμνάτε και μην απασχολείτε την ψυχή σας με το τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, ούτε το σώμα σας, με το τι θα ντυθείτε. Στα αλήθεια, η ψυχή δεν είναι παραπάνω από την τροφή και το σώμα από την ενδυμασία; κοιτάξτε τα πουλιά, δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν, δεν αποθηκεύουν σε αποθήκες, και ο Πατέρας σας ο επουράνιος τα τρέφει. Δε νομίζετε ότι διαφέρετε τόσο πολύ από αυτά, ώστε ο Θεός να σας σκέφτεται ακόμα περισσότερο; ποιος μπορεί, όσο κι αν μεριμνήσει, να προσθέσει μια πιθαμή στο ύψος του; Και για την ενδυμασία σας τι αγωνιάτε; πάρτε μάθημα από τα κρίνα του αγρού, που δεν υφαίνουν ούτε γνέθουν, κι όμως είναι ντυμένα πιο λαμπρά κι από τον Σολομώντα. Αν επομένως ο Θεός ντύνει τόσο όμορφα τα αγριόχορτα, που σήμερα είναι και αύριο, σαν ξεραθούν, καίγονται στον κλίβανο, πόσο περισσότερο δεν θα ενδιαφερθεί για σας, ολιγόπιστοι; Μην μεριμνάτε λοιπόν, λέγοντας τι θα φάμε; ή τι θα πιούμε;ή τι θα ντυθούμε; διότι ο Πατέρας σας ο επουράνιος γνωρίζει τις ανάγκες σας. Αλλά να επιζητείτε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν.
Ο Χριστός χρησιμοποιεί το παράδειγμα των άγριων πουλιών και λουλουδιών, που είναι εφήμερα κι όμως επιβιώνουν με την πρόνοια του Θεού, για να καταδείξει ότι ο άνθρωπος, που ως έλλογο ον έχει μεγαλύτερη αξία και σημασία, δεν μπορεί παρά να ελκύει και το ενδιαφέρον και την πρόνοια του Θεού. Γι αυτό και αποκαλεί ολιγόπιστους όλους εκείνους που θέτουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Η υπέρμετρη ενασχόληση με την εξασφάλιση της καθημερινής τροφής, με τα ενδύματα και με τα υλικά αγαθά, περιέχει τον κίνδυνο της εγκατάλειψης ή της περιφρόνησης του Θεού, σύμφωνα με τα όσα μας είπε ο Χριστός στην πρώτη συνάφεια της σημερινής περικοπής. Δείχνει έλλειμμα πίστεως, έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο. Αν ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή στον κόσμο, με σκοπό να θεραπεύσει και να αναστήσει τον έσω άνθρωπο, θα αφήσει άραγε κανέναν να χαθεί από έλλειψη των στοιχειωδών αγαθών;
Κι όμως, στην καθημερινότητά μας λησμονούμε αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Θεωρούμε τους εαυτούς μας πιστούς χριστιανούς, και παρόλα αυτά αναλώνουμε όλο το χρόνο μας στο κυνήγι των υλικών αγαθών, στην ικανοποίηση των βιοτικών μας αναγκών και μόνο. Οι συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής και οι συγκυρίες των τελευταίων ετών επιτείνουν αυτή τη μονοσήμαντη αγωνία μας και μας απορροφούν κάθε ικμάδα σωματική και ψυχική. Και όσο εξαρτάμε την ευτυχία μας από τα υλικά και τα γήινα, τόσο οι δυσκολίες της ζωής μάς οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη απελπισία και απόγνωση.
“Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού”. Αυτή είναι η απάντηση του Χριστού, αυτή είναι η μόνη προοπτική για να ξεφύγουμε από τα απελπιστικά δεσμά του μαμμωνά, στον οποίο έχει υποδουλωθεί η ύπαρξή μας. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος από κάθε ανθρώπινη κρίση, ιδιαίτερα σήμερα. Όσο κι αν αγωνιζόμαστε χωρίς Θεό, η ζωή μας και οι κοινωνίες μας θα σκοτεινιάζουν. Ας στραφούμε, επομένως, στην αναζήτηση του Θεού, ας Τον εμπιστευτούμε, και θα φροντίσει Εκείνος για τα υπόλοιπα.

π. Χερουβείμ Βελέτζας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...