Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2012

Άγιος Αντώνιος ο ομολογητής, επίσκοπος Θεσσαλονίκης


Ενα εκτενές απόσπασμα του Βίου της οσίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (βλέπε 5 Απριλίου) με αυτόνομο χαρακτήρα, αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή που διαθέτουμε για το πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Αντωνίου του ομολογητή. Ο συγγραφέας του Βίου Γρηγόριος, κληρικός της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, παρεκκλίνοντας σκόπιμα από τη ροή της διηγήσεώς του για το πρόσωπο της οσίας Θεοδώρας, παρέχει στις παραγράφους 10 - 18 πολύτιμες πληροφορίες για την περίοδο της δεύτερης Εικονομαχίας και για το λίγο γνωστό πρόσωπο ενός εικονόφιλου εκκλησιαστικού ηγέτη, του αρχιεπισκόπου Αντωνίου. Η αυτοτέλεια που παρατηρείται στη δομή αυτών των εννέα παραγράφων δίκαια επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτό το απόσπασμα ως το «Βίο ᾿Αντωνίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ ὁμολογητοῦ», αφού ακολουθεί πιστά στην εσωτερική διάρθρωσή του όλους τους κανόνες που διέπουν τα αγιολογικά κείμενα.

Αφορμή γι' αυτή την εκτενή παρέκβαση του Γρηγορίου κληρικού υπήρξε η συγγένεια του Αντωνίου με την οσία Θεοδώρα, η οποία μαρτυρείται σε δύο σημεία του Βίου: αρχικά με έμμεσο τρόπο, κατά τη διήγηση της μοναστικής αφιερώσεως της κόρης της οσίας Θεοδώρας, της Θεοπίστης, στο μονύδριο του ευαγγελιστή Λουκά, όπου ηγουμένευε η αδελφή του Αντωνίου, Αικατερίνη («προσφέρουσιν Αἰκατερίνῃ τῇ ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητοῦ ἀδελφῇ, τοῦ καὶ προέδρου τῆς ἡμῶν χρηματίσαντος πόλεως, καὶ αὐτῆς συγγενοῦς καθεστηκυίας τῆς μακαρίας»), και με άμεσο τρόπο κατά την απαρχή της διηγήσεως του Γρηγορίου για τον αρχιεπίσκοπο Αντώνιο («ἐβουλόμην, ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενόμενος, πολλῶν τῶν τῆς μακαρίας Θεοδώρας προσεχῶν καὶ γένους ἀνωτάτου τοὺς βίους διεξελθεῖν, ....ἵνα ἴδητε τοὺς αὐτῆς προσγενεῖς, οἷα κατὰ Θεὸν ζῶντες ἐτύγχανον. ...᾿Αντωνίου μόνου τοῦ ἡμῶν ἀρχιποίμενος ἐπιμνησθείς, αὖθις τὸν λόγον ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ δὴ τρέψομαι»).

Με δεδομένη αυτή τη συγγένεια είναι δυνατό να προσδιορισθεί επαγωγικά ως τόπος καταγωγής του Αντωνίου η Αίγινα, από την οποία καταγόταν η οσία Θεοδώρα. Είναι, ωστόσο, αδύνατος ο προσδιορισμός του χρόνου, κατά τον οποίο μετανάστευσαν στη Θεσσαλονίκη ο Αντώνιος και η αδελφή του Αικατερίνη, ενώ άγνωστοι παραμένουν και οι λόγοι που προκάλεσαν αυτή τη μετανάστευση.

Η παιδεία και η φιλομάθεια του Αντωνίου δεν περιορίζονταν μόνο σε κείμενα της χριστιανικής γραμματείας, αλλά κατέστη κάτοχος και εγκυκλίου μορφώσεως. Σε νεαρή ηλικία ασπάσθηκε το μοναχικό βίο, ενώ η ευρεία μόρφωση που απέκτησε, και η ζωηρή φιλομάθειά του τον εφοδίασαν με υψηλή δογματική πανοπλία. Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε, σύμφωνα με το βιογράφο του, η εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της μητροπόλεως Δυρραχίου.

Η μη ύπαρξη στοιχείων για τους προκατόχους του Αντωνίου περιορίζει τον προσδιορισμό του χρόνου εκλογής του στα δεδομένα που παρέχει ο Βίος της οσίας Θεοδώρας. Κατά συνέπεια terminus ante quem για την εκλογή του Αντωνίου στον αρχιερατικό θρόνο της μητροπόλεως Δυρραχίου αποτελεί η αναζωπύρωση της Εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο. Με δεδομένη την ομόφωνη μαρτυρία των πηγών, που τοποθετεί την έναρξη της δεύτερης Εικονομαχίας δύο χρόνια μετά την άνοδο του Λέοντος Ε' στον αυτοκρατορικό θρόνο, το χρονικό αυτό όριο πρέπει να προσδιορισθεί στο έτος 815 μ.Χ.

Αν και τα στοιχεία που αντλούμε από το Βίο της οσίας Θεοδώρας για την περίοδο της αρχιερατείας του Αντωνίου του ομολογητή στο μητροπολιτικό θρόνο της πόλεως του Δυρραχίου είναι λιγοστά, δεν είναι ωστόσο και τα μοναδικά. Η σημαντικότερη πηγή που διαθέτουμε γι' αυτήν την περίοδο είναι δύο επιστολές του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη, της ηγετικής μορφής των εικονοφίλων κατά τη δεύτερη Εικονομαχία, προς τον Αντώνιο· πρόκειται για τις επιστολές 462 (᾿Αντωνίῳ τοῦ Δυρραχίου) και 542 (᾿Αντωνίῳ ἐπισκόπῳ), σύμφωνα με την αρίθμηση που έλαβαν κατά την πρόσφατη κριτική τους έκδοση. Αν και η ταύτιση του παραλήπτη αυτών των επιστολών με τον αρχιεπίσκοπο του Δυρραχίου Αντώνιο, που καθίσταται γνωστός από το Βίο της οσίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης, είχε παλαιότερα αμφισβητηθεί, σήμερα έχει γίνει καθολικά αποδεκτή· την ταύτιση αυτή, εξάλλου, επιρρωνύει η σύνδεση των πληροφοριών που παρέχει ο εν λόγω Βίος με μαρτυρίες που προέρχονται από τις δύο επιστολές.

Στην πρώτη επιστολή, για την οποία πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι είχε σταλεί στον Αντώνιο κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του στο Δυρράχιο, δηλ. προ του 815 μ.Χ., ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (βλέπε 11 Νοεμβρίου) απαντά με απολογητικό ύφος σε προηγούμενη μακροσκελή επιστολή του Αντωνίου σχετικά με ένα περιστατικό κανονικής φύσεως. Το γενικότερο ύφος της επιστολής είναι ιδιαίτερα θερμό και διακρίνεται από μία τάση εγκωμιασμού του προσώπου του Αντωνίου, με χαρακτηρισμούς που φανερώνουν την ιδιαίτερη εκτίμηση και τον σεβασμό του οσίου Θεοδώρου προς αυτόν.

Το ίδιο πνεύμα διακρίνει και τη δεύτερη επιστολή, η χρονολόγηση της οποίας, με βάση εσωτερικές μαρτυρίες, προσδιορίζεται στην περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ Β', και ειδικότερα μεταξύ του Μαΐου του 826 μ.Χ. και του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, που συνιστά την ημερομηνία θανάτου του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη. Η θερμότητα του ύφους των δύο επιστολών του Θεοδώρου Στουδίτη, επιτρέπει τη διατύπωση της υποθέσεως, ότι οι δύο άνδρες συνδέονταν με παλαιά προσωπική φιλία, που είχε ίσως αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της εξορίας του Θεοδώρου Στουδίτη στη Θεσσαλονίκη το έτος 797 μ.Χ., λόγω του σχίσματος της ζευξιμοιχείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ'. Ο ίδιος, άλλωστε, σε επιστολή του προς το θείο του Πλάτωνα, περιγράφει αρκετά αναλυτικά την άφιξή του στην πόλη και τη θερμή υποδοχή που του επιφύλαξαν τόσο ο ύπαρχος της Θεσσαλονίκης όσο και ο αρχιεπίσκοπός της.

Έμμεση αναφορά στον Αντώνιο, κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του στη Μητρόπολη Δυρραχίου, συναντούμε και στην επιστολή 543 του Θεοδώρου Στουδίτη προς το μοναχό Διονύσιο, ο οποίος είχε δεχθεί τις νουθεσίες του θεοφιλεστάτου ημών πατρός και αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου κατά της εικονομαχικής αιρέσεως, αλλά, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της επιστολής, δίχως αποτέλεσμα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει γι' αυτήν την περίοδο και η δημοσίευση μιας αρχιεπισκοπικής σφραγίδος του Δυρραχίου, το χασματώδες κείμενο της οποίας αποκαταστάθηκε ως εξής: «† Θεοτόκε βοήθει ..../ίῳ ἀρχιε/[π]ισκό(πῳ) Δυρ/ραχιω­(τῶν)»· η κατοχή της πρέπει να αποδοθεί κατά πάσα πιθανότητα στον Αντώνιο τον ομολογητή, κατά την περίοδο της αρχιερατείας του στο θρόνο του Δυρραχίου.

Τη διήγησή του για την αρχιερατεία του Αντωνίου στο μητροπολιτικό θρόνο του Δυρραχίου, διακόπτει αιφνιδίως ο Γρηγόριος κληρικός, για να αναφερθεί στην αναζωπύρωση της Εικονομαχίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντος Ε', δύο χρόνια μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Γίνεται εκτενής μνεία του διωγμού του Λέοντος Ε', που εξιστορείται με τα πιο μελανά χρώματα, ενώ στη συνέχεια η διήγηση επικεντρώνεται στον αντιρρητικό λόγο που εξεφώνησε ο Αντώνιος ενώπιον του αυτοκράτορος. Εχει ωστόσο επισημανθεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην παράδοση του κειμένου αυτού του αντιρρητικού λόγου. Πρόκειται για την παράδοση δύο τελείως διαφορετικών κειμένων, εκ των οποίων το σωζόμενο στον αρχικό Βίο της οσίας Θεοδώρας εμφανίζει και μεγάλη εξάρτηση από την επιστολή του Μ. Φωτίου προς τον βασιλέα των Βουλγάρων, Μιχαήλ. Το περιεχόμενο εντούτοις και των δύο αντιρρητικών λόγων, που παραδίδονται ως εκφωνηθέντες από τον αρχιεπίσκοπο Αντώνιο, εμφανίζει εναργώς την ίδια χριστολογική βάση που χρησιμοποιείται και σε παρόμοιους αντιρρητικούς λόγους άλλων αγίων της εικονομαχικής περιόδου.

Η απάντηση του εικονομάχου αυτοκράτορος, μετά τη σθεναρή στάση του Αντωνίου, ήταν σκληρά βασανιστήρια, που του επέφεραν ανίατες πληγές και κλόνισαν την υγεία του, και τέλος η καταδίκη του σε εξορία.

Ωστόσο, μετά τη δολοφονία του Λέοντος Ε' από το Μιχαήλ Β' και την ανάρρηση του δευτέρου στον αυτοκρατορικό θρόνο, τα Χριστούγεννα του 820 μ.Χ., ο Αντώνιος ανακλήθηκε από την εξορία, ενώ δύο περίπου δεκαετίες αργότερα, μετά την παρέλευση ΅«τοῦ τῆς αἱρέσεως δεινοῦ χειμῶνος», ο Αντώνιος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, πράξη που τον αποκαθιστούσε στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα, το οποίο είχε στερηθεί βίαια κατά το διωγμό του Λέοντος Ε'.

Το όνομα του Αντωνίου ως αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, αναγράφεται στη δέκατη θέση, στον κατάλογο του Συνοδικού της Θεσσαλονίκης, ενός πολύ σημαντικού υστεροβυζαντινού κειμένου (15ος αιώνας μ.Χ.) για την επισκοπική και την εν γένει εκκλησιαστική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με αυτό, προκάτοχός του υπήρξε ο Λέων ο Φιλόσοφος η Μαθηματικός, που διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης από την άνοιξη του 840 μ.Χ. ως το τέλος της Εικονομαχίας, την άνοιξη του 843· για τον διάδοχο όμως του Αντωνίου παρουσιάζεται αρκετή σύγχυση στους συγχρόνους καταλόγους, οι περισσότεροι από τους οποίους, αγνοώντας ίσως το κείμενο του Συνοδικού, αναγράφουν το όνομα του Βασιλείου του ομολογητή. Ωστόσο, θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να θεωρηθεί ακριβής η σειρά που ακολουθεί το Συνοδικόν στο σημείο αυτό, σύμφωνα με το οποίο τον Αντώνιο διαδέχθηκε ο Σισίνιος και εν συνεχεία ο Στέφανος (αρ. 11 και 12 αντίστοιχα), τα ονόματα των οποίων απουσιάζουν από τους περισσοτέρους συγχρόνους καταλόγους των επισκόπων της Θεσσαλονίκης, και όχι ο Βασίλειος ο ομολογητής, ο οποίος πρέπει να αρχιεράτευσε αρκετά χρόνια αργότερα, μεταξύ των ετών 862 μ.Χ. και 866 μ.Χ.

Ωστόσο, η αρχιεπισκοπική θητεία του Αντωνίου, μετά την εκλογή του στο θρόνο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, υπήρξε βραχύβια. Στο Βίο τονίζεται πως ο Αντώνιος ο ομολογητής δεν πρόλαβε να εκτελέσει ούτε καν τα λειτουργικά αρχιερατικά του καθήκοντα, παρά μόνο τη χειροτονία ενός κληρικού, τον οποίο «ἀσυγκρίτῳ πίστει πρὸς τὸν κεχειροτονηκότα κινούμενοι οἱ τῆς καθ᾿ ἡμᾆς ἐκκλησίας ἀκρότητος, τῷ ἐπωνύμῳ τοῦ κεχειροτονηκότος παρωνύμως ὠνόμασαν, εἰς μνήμην αἰωνίαν... ἔχειν τοῦτο γλιχόμενοι». Ο οσιακός θάνατος του Αντωνίου επήλθε λίγους μόλις μήνες μετά την αναστήλωση των εικόνων «τῇ δευτέρᾳ τοῦ Νοεμβρίου τῆς ἑβδόμης ἰνδικτιῶνος», δηλαδή στις 2 Νοεμβρίου του έτους 844 μ.Χ.

Η διήγηση του Γρηγορίου κληρικού συνεχίζεται με μία πολύ σημαντική πληροφορία για την ταφή του ιερού σκήνους του Αντωνίου. Το «“πανάγιον καὶ ἀθλητικώτατον αὐτοῦ σῶμα» ενταφιάσθηκε στην αριστερή πλευρά του ναού του αγίου Δημητρίου και, πιο συγκεκριμένα, στο ταφικό παρεκκλήσιο του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Η πληροφορία αυτή συνιστά τη μοναδική γραπτή πηγή που διαθέτουμε σχετικά με τη χρήση αυτού του παρεκκλησίου ως ταφικού προσκτίσματος. Επιπλέον, η μαρτυρία του βιογράφου Γρηγορίου, ότι 46 χρόνια μετά το θάνατο του Αντωνίου μεταφέρθηκε για να ενταφιασθεί στον ίδιο τάφο το σκήνωμα ενός ακόμη αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν κατονομάζεται -είναι ωστόσο βέβαιο πως πρόκειται για τον αρχιεπίσκοπο Μεθόδιο, που αναφέρεται και στο Βίο του οσίου Ευθυμίου του νέου-, αποκαλύπτει την καθιέρωση της χρήσεως του παρεκκλησίου του Βαπτιστού Ιωάννου για την ταφή αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης. Η χρησιμοποίηση αυτού του παρεκκλησίου που βρισκόταν «ἐν τοῖς λαιοῖς μέρεσι» ως ταφικού χώρου, έχει ασφαλώς άμεση σχέση με το κιβώριο του αγίου Δημητρίου, το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία των πηγών, βρισκόταν στην αριστερή πλευρά («πρὸς τοῖς λαιοῖς πλευροῖς») του ναού.

Η πληροφορία αυτή επαληθεύθηκε από την αρχαιολογική έρευνα. Οι Γ. και Μ. Σωτηρίου εντόπισαν στη βόρεια πλευρά της βασιλικής του αγίου Δημητρίου τρία παρεκκλήσια, εκ των οποίων το πρώτο, αρχαιότερο των δύο άλλων, είναι νεκρικό πρόσκτισμα και στο δάπεδό του βρέθηκαν δύο πλινθόκτιστοι τάφοι. Απὸ τους δύο ερευνητές είχε εκφρασθεί η άποψη ότι «εἰς ἓν ἐκ τῶν τριῶν παρεκκλησίων τούτων, τῶν εὑρισκομένων εἰς τὴν ἀριστερὰν (βορείαν) πλευ­ρὰν τῆς βασιλικῆς, πρέπει ν᾿ ἀναζητήσωμεν τὸ ναΰδριον τοῦ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου, εἰς τὸ ὁποῖον, συμφώνως πρὸς τὰ ἀνα­γραφόμενα εἰς τὸν Βίον τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἐτάφη ὁ ἐπί­σκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αντώνιος (843)». Ο Στ. Πελεκανίδης, σε μεταγενέστερη ανασκαφή, έφερε στο φως και άλλο νεκρικό πρόσκτισμα στη βόρεια πλευρά της βασιλικής του αγίου Δημητρίου, κάτω από το δάπεδο του οποίου «ἀνεσκάφησαν ὀκτὼ τάφοι κιβωτιόσχημοι ἀνὰ δύο». Με τις ανασκαφές αυτές επιβεβαιώθηκε ο ισχυρισμός για την εκτεταμένη χρησιμοποίηση των προσκτισμάτων της βόρειας πλευράς της βασιλικής του αγίου Δημητρίου, ως ταφικών παρεκκλησίων για τον ενταφιασμό αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης, αλλά κατά πάσα πιθανότητα και άλλων επισήμων προσώπων της πόλεως.

Η απόφαση να ενταφιασθεί το σκήνος του αρχιεπισκόπου Μεθοδίου στον ίδιο τάφο, όπου είχε κατατεθεί και το λείψανο του Αντωνίου του ομολογητή, είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί στους παρευρισκομένους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γρηγόριος, πιθανότατα με την ιδιότητα του διακόνου, ότι το λείψανο του αρχιεπισκόπου Αντωνίου είχε διαφυλαχθεί επί 46 χρόνια μετά τον ενταφιασμό του, άφθαρτο: «῞Οπερ ἅγιον λείψανον μέχρι τοῦ νῦν Χριστὸς εἰς δόξαν αὐτοῦ διαφυλάττει σῷον καὶ ἀδιάλυτον... εὕρομεν τὸ πανάγιον ᾿Αντωνίου σῶμα μεθ᾿ ὧν κεκόσμητο ἀρχιερατικῶν ἐπίπλων σχεδὸν ἅπαν ὁλόκληρον καὶ ἀμείωτον...».

Ως στοιχεία, με τα οποία πιστοποιείται η αγιότητα του αρχιεπισκόπου Αντωνίου, ο Γρηγόριος κληρικός χρησιμοποίησε την ομολογία της ορθόδοξης πίστεως και διδασκαλίας για την τιμή των ιερών εικόνων, την οποία τεκμηριώνει με την παράθεση του κειμένου του αντιρρητικού λόγου προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε', και την αφθαρσία του λειψάνου του, όπως είχε αποκαλυφθεί περίτρανα και στον ίδιο. Πρόκειται για κριτήρια αγιότητος ευρύτατα διαδεδομένα κατά την εικονομαχική και μεταεικονομαχική περίοδο, όπως διαπιστώνεται από την έρευνα των αγιολογικών κειμένων που γράφτηκαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας και μετά από αυτήν.

Αν και το όνομα του αγίου Αντωνίου του ομολογητή δεν εγγράφηκε στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ούτε και στο Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, ωστόσο έχει συμπεριληφθεί σε νεωτέρους καταλόγους των αγίων της Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης και στη δεύτερη ακολουθία που συνέταξε ο μακαριστός υμνογράφος της Μεγάλης Εκκλησίας, μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, προς τιμήν «πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ ἁγίων».

Η μοναδική γνωστή απεικόνιση του αγίου Αντωνίου του ομολογητή είναι η σύγχρονη τοιχογραφία του στην κάτω ζώνη του δευτέρου δεξιού πεσού στο μητροπολιτικό ναό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στη Θεσσαλονίκη.

Τυπικόν της 2ας Νοεμβρίου 2012



Παρασκευή: Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀκινδύνου, 
Πηγασίου, Ἀφθονίου, Ἐλπιδοφόρου καί Ἀνεμποδίστου.

᾿Ἀπόστολος: 
Τῆς ἡμέρας· Παρασκευῆς κβ΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν (Κολασ. δ΄ 10-18).
Εὐαγγέλιον: 
Ὁμοίως· Παρασκευῆς ζ΄ ἑβδομάδος Λουκᾶ (Λουκ. ια΄  23-26).
 

Αγίου Νείλου προς Ευλόγιο τον μοναχό (Φιλοκαλία)


πηγή

Αγίου Νείλου προς Ευλόγιο τον μοναχό (Φιλοκαλία)
«Αυτοί που νέμονται τον ουράνιο χώρο με τους κόπους, δεν έχουν στραμμένη τη διάνοιά τους στην κοιλιά, ούτε στηνφροντίδα των φθαρτών πραγμάτων, σαν αυτούς που κάνουν τις προσευχές, πιστεύοντας ότι η ευσέβεια είναι μέσον υλικού κέρδους, αλλά με τα νοερά μάτια απολαμβάνουν την ουράνια τροφή οι καθαροί όμιλοι που περιβάλλονται από το φως της δόξας».
«Αν έτσι αρχίσεις, όπως θέλει ο Θεός, βαδίζοντας από την αρχή με φλογερή πίστη και Πνεύμα θεϊκό, και διατηρήσεις μέχρι το τέλος αυτή την υπομονή σώα, η ψυχή σου θα είναι εφοδιασμένη με χρυσά φτερά, καθώς θα απομακρύνεται από τους γνωστούς της τόπους, και θα βιάζεται να πετάξει προς τον ουρανό».
«..αυτός που μέσα από πολλούς πολέμους νίκησε τα πάθη, είναι απαθής, ενώ εκείνος που λέγει, ότι κατόρθωσε την αρετή χωρίς να πολεμήσει, αυτός είναι εμπαθής».
«Η αρετή δεν ζητά τους επαίνους των ανθρώπων, γιατί δεν ευχαριστιέται με την τιμή, την μητέρα των κακών. Αρχή δηλαδή της τιμής είναι η ανθρωπαρέσκεια, και τέλος της η υπερηφάνεια. Αυτός που επιζητεί τις τιμές, υψώνει τον εαυτό του, και δεν ξέρει να υπομένει την περιφρόνηση».
«Αυτός που με την ταπείνωση του προσφέρει τον εαυτό του δούλο σε όλους, θα μοιάσει Εκείνον που ταπείνωσε τον εαυτό του και έλαβε τη μορφή δούλου».
«…εκείνος όμως που με ταπείνωση υπομένει τις ατιμίες γενναία, οδηγείται με εκείνες στο ύψος της αρετής».
«Αυτούς που σε απειλούν και σε βρίζουν θα τους τιμωρήσεις όταν βάλεις χαλινάρια στα σαγόνια σου».
«Να αποτινάζεις από μέσα σου τον έπαινο των ανθρώπων, για να αποβάλεις πριν από αυτόν τον λογισμό που αγαπά την επίδειξη».
Αγίου Νείλου προς Ευλόγιο τον μοναχό (Φιλοκαλία)

«Η λύπη είναι αρρώστια της ψυχής και του σώματος, η οποία αιχμαλωτίζει την ψυχή και μαραίνει το σώμα στον τόπο».
«Αν θέλεις να καταπατήσεις τη λύπη και την οργή, αγκάλιασε τη μακροθυμία της αγάπης, και φόρεσε την χαρά της ακακίας».
«Στις θλίψεις να είσαι ιδιαίτερα ευχάριστος, διότι με αυτές θα αισθάνεσαι πιο καθαρά τη χάρη της βοήθειας».
«Οι λογισμοί προσφέρουν στην ψυχή την εργασία τους τότε, όταν την βρουν αδρανή στις κατά Θεόν σκέψεις».
«Προετοίμαζε τον εαυτό σου να είναι πράος και μαχητικός, το πρώτο για τον συνάνθρωπό σου, και το άλλο για τον εχθρό. Γιατί ο θυμός σ’ αυτό χρειάζεται, για να πολεμούμε εναντίον της έχθρας του φιδιού. Και σε αυτό χρειάζεται και η επιείκεια του πράου, στο να δείχνουμε μακροθυμία σύμφωνα με το πνεύμα της αγάπης στον αδελφό μας και να πολεμούμε τον λογισμό».
«Αυτός που απέκτησε τις αρετές της αγάπης, αιχμαλωτίζει τα πάθη των κακών, και αυτός που έχει από την αγία Τριάδα αυτά τα τρία, την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, θα γίνει πόλη με τριπλά τείχη, έχοντας πύργους τις αρετές».

(αγίου Νείλου προς Ευλόγιο τον μοναχό, Φιλοκαλία, τόμος 11Β)



Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης - Η αρετή της Ελεημοσύνης και Φιλανθρωπίας,παραδείγματα από τους βίους των Αγίων (8/10/2012)

[...]
Διήγηση αββά Νείλου, για τον ελεήμονα Ευλόγιο που φιλοξενούσε κάθε μέρα μετά την εργασία του κάποιον ξένο. Προσευχή αββά Νείλου για να γίνει ο Ευλόγιος πλούσιος και το όραμά του, όπου έδωσε εγγυήσεις για τον Ευλόγιο. Εύρεση θησαυρού από τον Ευλόγιο. Αναχώρησή του στην Κωνσταντινούπολη. Αναζήτηση του Ευλογίου και εύρεσή του από τον αββά. Αδυναμία να του μιλήσει. Επιστροφή και δεύτερο όραμα. Πτώχευση του Ευλογίου και επιστροφή στο λατομείο του. Συνάντησή του με τον αββά και μετάνοια του Ευλογίου. Αγίου Μαξίμου, περί ελεημοσύνης. Ελεημοσύνη δια λόγου και έργου.

Εθνική απονεύρωση [2 βίντεο]



πηγή

Εν έτει 1996 είχε ακουστεί από τον αείμνηστο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Νεοκλή Σαρρή, ο όρος «Εθνική απονεύρωση» με τον οποίο συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον «ύπουλο» κατακερματισμό της Ελλάδας. Η Μαλβίνα Κάραλη τότε έκανε μια εξαιρετική ανάλυση 2 περίπου λεπτών καταδεικνύοντας τον ρόλο των ΜΜΕ, των  Αριστερών και Δεξιών 

 
πατριδοκάπηλων καθώς και την θέση που μας αρμόζει μέσα στην Ευρώπη. Τώρα πια η εθνική απονεύρωση ολοκληρώθηκε, το πολίτευμα ανατράπηκε και η ολική καταστροφή είναι προ των πηλών. Όλα είναι έτοιμα.

ΜΑΛΒΙΝΑ LIVE – Έλληνες (11/1996)

Τομές 15.2.11 2/2 – «1821»: Εθνική απονεύρωση

Ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής αναφέρεται σε δύο από τους συντελεστές της παραγωγής του ΣΚΑΪ «1821», τον ιστορικό σύμβουλο κ. Θάνο Βερέμη και τον παρουσιαστή κ. Πέτρο Τατσόπουλο. Μέσα από σχετική βιβλιογραφία δίνει το στίγμα γιατί έγινε η Επανάσταση και υπενθυμίζει ότι πάνω από είκοσι χρόνια επισημαίνει για τη συνεχή και αδιάκοπη απονεύρωση της εθνικής συνείδησης

Μνημόσυνα: πρακτική της αρχαίας εκκλησίας ή μεταγενέστερη διδασκαλία;


Σε αυτό το άρθρο, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε κάποια στοιχεία σχετικά με τα μνημόσυνα και αν αυτά υπήρχαν στην πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας. Πριν προχωρήσουμε στο θέμα μας, καλό είναι να δούμε ποια έννοια έχουν τα μνημόσυνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου, και τούτο προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
 
Μνημόσυνο είναι, η τέλεση θείας Λειτουργίας κατά την ημέρα του θανάτου του μάρτυρα προς τιμή του, η σύναξη της Εκκλησίας προς τιμή του την επέτειο του μαρτυρίου του, η προσευχή της Εκκλησίας υπέρ των κεκοιμημένων και η μνημόνευση του ονόματος του Μάρτυρα στη θεία Λειτουργία. Αναπέμπονται δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων και σύσσωμη η Εκκλησία εορτάζει και δέεται στον Κύριο όπως αναπαύσει την ψυχή του μάρτυρα.
Κατά τα λόγια του απ.Παύλου, «Εάν τε λοιπόν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκομεν, του Κυρίου είμεθα» (Ρωμ. ιδ΄ 8). Υπάρχει λοιπόν η εκκλησία στην γη (η στρατευόμενη), υπάρχει όμως και η εκκλησία στον ουρανό (η θριαμβεύουσα), στην οποία πηγαίνει κάθε άνθρωπος που κοιμάται εν Κυρίω. Η μνήμη των κεκοιμημένων (το μνημόσυνο) είναι μέλος της λειτουργικής δομής της εκκλησίας και αποτελεί κοινωνία ζώντων και τεθνεώτων στο ένα σώμα της σύναξης. Ο Ν. Ματσούκας αναφέρει στη Δογματική του· «η αγάπη του Θεού δεν υπόκειται σε κανένα νόμο, αν η ψυχή τον ζητάει και τον θέλει. Το έλεος Του είναι απροσμέτρητο. Αυτό το νόημα έχουν οι ευχές και τα μνημόσυνα» (Δογματική και Συμβολική θεολογία Γ’, σελ. 547). Τα μνημόσυνα τελούνται για τα πιστά παιδιά της Εκκλησίας. Ο Ανδρούτσος αναφέρει στην Δογματική του· «Το γενικόν όμως πόρισμα της περί τούτου διδασκαλίας των Πατέρων είναι ότι οι παντελώς κακοί και αδιόρθωτοι αποθνήσκοντες δεν δύνανται να καρπωθώσι τι εκ των υπέρ αυτών ελεημόνων έργων των επιζώντων ή των ευχών της Εκκλησίας». (Δογματική Ανδρούτσου, σελ. 428- 429). Σε άλλο σημείο αναφέρει χαρακτηριστικά· «…αι υπέρ των κεκοιμημένων δεήσεις παρίστανται ως απλαί δεήσεις του θείου ελέους επι τους εν πίστει κεκοιμημένους…». (σελ. 434).
Και τέλος, αναφέρει· «…ο ιερός Δαμασκηνός παρατηρών ότι ο Θεός «βούλεται ίνα υπ άλλων οι πάντες ευεργετώμεθα και ζώντες και μετά θάνατον», ο δε «υπέρ της του πλησίον σωτηρίας αγωνιζόμενος πρώτον εαυτόν ονίνησιν, είτα το πέλας». Ότι η εξήγησις αύτη των μνημοσύνων είναι η μόνη υγιής, αποδίδουσα το πνεύμα της αρχαίας εκκλησίας μνήμην των κεκοιμημένων ποιουμένης, εμβλέπει τις και εν τη γενική των μνημοσύνων χρήσει. Εν ω δήλα δε κατά θεωρίαν διδάσκεται Ορθοδόξως ότι τα μνημόσυνα ωφελούσι μόνον μετανοήσαντας ή μη βαρέως αμαρτήσαντας, ουδέ πρέπει να τελώνται υπέρ αμετανόητων, καθόσον όμως αγνοείται η ηθική κατάστασις των αποδημούντων, πρακτικώς τα μνημόσυνα τελούνται υπέρ πάντων…». (σελ. 436).
Ουδεμία σχέση έχουν οι επιμνημόσυνες δεήσεις με δήθεν περί αποκαταστάσεως των πάντων ή άλλων παρόμοιων διδασκαλιών. Ο Τρεμπέλας στη Δογματική του, αναφέρει την αντίληψη της Πατέρων και της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν το παραπάνω.  «Είναι λοιπόν σαφές, ότι αμφότεροι οι μνημονευθέντες Πατέρες [ενν. Κύριλλο Ιεροσολύμων και Χρυσόστομο] ποιούμενοι λόγον περί ονήσεως [δηλ. οφέλους] και βοηθείας τινός εκ μέρους των ζώντων προς τους τεθνεώτας παρεχομένης, δεν εννοούσι ταύτην ως απαλλαγήν μεν εκ των δεινών του Άδου, ως μεταβίβασιν δ’ αυτών από της κολάσεως εις τον Παράδεισον, αλλ’ ως ανακούφισιν και βοήθειαν μικράν, «βοηθείν όμως δυναμένην», ως ‘κούφην την κόλασιν». (Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Γ’, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 412).
Κλείνοντας τα περί της εννοίας των μνημοσύνων, παραθέτουμε από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ· «Οι Προτεστάντες γενικώς θεωρούν τις προσευχές της Εκκλησίας για τους νεκρούς κατά κάποιο τρόπο ασύμβατες με την ανάγκη να βρει ο άνθρωπος τη σωτηρία στην επίγεια ζωή του. «Εάν μπορούμε να σωθούμε μέσω της Εκκλησίας μετά το θάνατο, τότε γιατί να μπούμε στον κόπο να παλέψουμε ή να αποκτήσουμε πίστη σε αυτήν την ζωή? Ας φάμε, ας πιούμε, κι ας γλεντήσουμε…». Φυσικά, κανείς απ’ όσους εφάρμοσαν αυτήν την φιλοσοφία όσο ζούσαν δεν σώθηκε ποτέ χάρη στις προσευχές της Εκκλησίας μετά τον θάνατό του, και είναι προφανές ότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι απολύτως τεχνητό, ακόμα και υποκριτικό. Οι προσευχές της Εκκλησίας δεν μπορούν να σώσουν τον οιονδήποτε δεν επιθυμεί την σωτηρία του, ή αυτόν που ποτέ δεν αγωνίστηκε ο ίδιος να την κατακτήσει κατά την διάρκεια της ζωής του. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι προσευχές της Εκκλησίας ή του κάθε χριστιανού ξεχωριστά για κάποιο νεκρό δεν προκύπτουν παρά ως αποτέλεσμα του τρόπου ζωής του…». (Η Ψυχή μετά θάνατον, σελ. 296-297).
Οι ψυχές δεν βρίσκονται από τώρα στην τελική κατάστασή τους. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα της τελικής κρίσης. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γράφει· «Εμείς δεν ισχυριζόμαστε ούτε ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως τον δικό τους κλήρο και εκείνη την μακαρία κατάσταση την οποία προετοίμασαν για τους εαυτούς τους από την παρούσα ζωή ούτε ότι οι αμαρτωλοί αμέσως μετά τον θάνατο οδηγούνται στην αιώνια κόλαση, στην οποία θα βασανίζονται αδιαλείπτως, αλλά ότι αυτά, και τα δύο, θα γίνουν υποχρεωτικά μετά την έσχατη ημέρα της Κρίσεως και την Ανάσταση όλων των ανθρώπων». (Η Ψυχή μετά θάνατον, Δεύτερη Απολογία προς Λατίνους, αγίου Μάρκου του Ευγενικού).
Αυτή η ώρα έρχεται μετά την ανάσταση λοιπόν. Στην Αποκάλυψη αναφέρεται· «Και είδον θρόνον λευκόν μέγαν και τον καθήμενον επ’ αυτού, από προσώπου του οποίου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και δεν ευρέθη τόπος δι’ αυτά. Και είδον τους νεκρούς, μικρούς και μεγάλους, ισταμένους ενώπιον του Θεού, και τα βιβλία ηνοίχθησαν· και βιβλίον άλλο ηνοίχθη, το οποίον είναι της ζωής· και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. Και έδωκεν η θάλασσα τους εν αυτή νεκρούς, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους εν αυτοίς νεκρούς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. Και ο θάνατος και ο άδης ερρίφθησαν εις την λίμνην του πυρός· ούτος είναι ο δεύτερος θάνατος. Και όστις δεν ευρέθη γεγραμμένος εν τω βιβλίω της ζωής, ερρίφθη εις την λίμνην του πυρός». (Αποκάλυψη, κ 11-15).
Ο Ιησούς Χριστός, αφού θανατώθηκε κατά σάρκα, μετά «…εκήρυξε και προς τα πνεύματα τα εν τη φυλακή, τα οποία ηπείθησάν ποτέ, ότε η μακροθυμία του Θεού επρόσμενέ ποτέ αυτούς εν ταις ημέραις του Νώε…» (Α’ Πέτρ., γ’ 19-20). Μάλιστα ο απ Πέτρος αναφέρει και τον λόγο· «Επειδή διά τούτο εκηρύχθη το ευαγγέλιον και προς τους νεκρούς, διά να κριθώσι μεν κατά ανθρώπους εν σαρκί, να ζώσι δε κατά Θεόν εν πνεύματι» (Α’ Πέτρ., δ 6). Επειδή ο Χριστός «είναι έτοιμος να κρίνη ζώντας και νεκρούς» (Α’ Πέτρ., δ 5). Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για δυνατότητα άφεσης και συγχώρεσης μετά θάνατον· «Πάσα αμαρτία και βλασφημία θέλει συγχωρηθεί εις τους ανθρώπους. Η κατά του Πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθεί εις τους ανθρώπους. Και όστις είπει λόγον κατά του υιού του ανθρώπου, θέλει συγχωρηθεί εις αυτόν, όστις όμως είπει κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θέλει συγχωρηθεί εις αυτόν ούτε εν τούτω τω αιώνι, ΟΎΤΕ ΕΝ ΤΩ ΜΈΛΛΟΝΤΙ» (Ματθ. ιβ’ 31-32). Ώστε, υπάρχει δυνατότητα συγχώρεσης ΚΑΙ στον μέλλοντα αιώνα. Διαφορετικά, θα ήταν περιττό να το πει. Παρατηρούμε ταύτιση του χωρίου αυτού με χωρίο του Χρυσοστόμου· «Χήραι περιεστώσαι και δακρύουσαι, ουχί τού παρόντος, αλλά και τού μέλλοντος δύνανται εξαρπάσαι θανάτου» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΚΑ Ομιλία εις τας Πράξεις τών Αποστόλων, P.G. 60, σελ.169). Και οι δύο λόγοι υπαινίσσονται ή υπονοούν άφεση  αμαρτημάτων και πέρα από τον τάφο, εκτός από το αμάρτημα της βλασφημίας του αγίου Πνεύματος. Την ίδια ερμηνεία δίνει και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός· «…από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο οποίο ο Σωτήρας λέει ότι «δεν θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες σε αυτόν που έχει βλασφημήσει το Άγιο Πνεύμα, ούτε σε αυτήν ούτε στην μέλλουσα ζωή», επειδή υφίσταται η άφεση και στη μέλλουσα ζωή». (Η Ψυχή μετά θάνατον, Ομιλία πρώτη αγίου Μάρκου του Ευγενικού-απολογία προς τους Λατίνους, σελ. 319).
Τα μνημόσυνα στην Παλαιά Διαθήκη
Τα μνημόσυνα, υπήρχαν στην πρακτική του λαού του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Βλέπουμε τον Δαβίδ και όσοι ήταν μαζί του να νηστεύουν για το νεκρό Σαούλ, τον Ιωνάθαν, αλλά και για όλο τον λαό που σκοτώθηκε στον πόλεμο.· «Τότε πιάσας ο Δαβίδ τα ιμάτια αυτού, διέσχισε αυτά και πάντες ομοίως οι άνδρες οι μετ’ αυτού. Και επένθησαν, και έκλαυσαν, και ενήστευσαν, δια τον Σαούλ, και δια τον Ιωνάθαν τον υιόν αυτού, και δια τον λαόν του Κυρίου, και δια τον οίκον του Ισραήλ, διότι έπεσον δια ρομφαίας». (Β’ Σαμουήλ, α 11-12). Εντάξει να πενθήσεις και να κλαύσεις, αλλά γιατί να νηστεύσεις κιόλας για τους νεκρούς; Ο λαός επί εποχής Νεεμία νήστευσε και πένθησε για τις ανομίες των ίδιων αλλά και των πατέρων τους. «Και εν τη εικοστή τετάρτη ημέρα τούτου του μηνός συνήχθησαν οι υιοί Ισραήλ με νηστείαν και με σάκκους και με χώμα εφ’ εαυτούς. Και εχωρίσθη το σπέρμα του Ισραήλ από πάντων των ξένων· και σταθέντες εξωμολογήθησαν τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας των πατέρων αυτών. Και σταθέντες εν τω τόπω αυτών, ανέγνωσαν εν τω βιβλίω του νόμου Κυρίου του Θεού αυτών, εν τέταρτον της ημέρας· και εν τέταρτον, εξωμολογούντο και προσεκύνουν Κύριον τον Θεόν αυτών». (Νεεμίας, θ’ 1-3). Σε ποιους άραγε αναφέρεται με την λέξη «πατέρας»;
Στο ίδιο κεφάλαιο του ιδίου βιβλίου, γίνεται φανερό με τα λόγια του Ιησού, του Καδμιήλ, και των λοιπών που μίλησαν επί του βήματος και έφεραν δημόσια προσευχή· «…είδες την θλίψιν των πατέρων ημών εν Αιγύπτω, και ήκουσας την κραυγήν αυτών επί την Ερυθράν θάλασσαν και έδειξας σημεία και τέρατα επί τον Φαραώ και επί πάντας τους δούλους αυτού και επί πάντα τον λαόν της γης αυτού…Εκείνοι δε και οι πατέρες ημών υπερηφανεύθησαν και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών και δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς σου… Μάλιστα, ότε έκαμον εις εαυτούς χωνευτόν μόσχον και είπον, Ούτος είναι ο Θεός σου όστις σε ανήγαγεν εξ Αιγύπτου, και έπραξαν μεγάλους παροργισμούς… αφού ανεπαύθησαν, εστράφησαν εις το να πράττωσι πονηρά ενώπιόν σου· όθεν εγκατέλιπες αυτούς εις την χείρα των εχθρών αυτών, και εξουσίασαν αυτούς…». Είναι φανερό λοιπόν ότι λέγοντας «πατέρες», δεν εννοούν τους ζώντες πατέρες τους, αλλά αναφέρονται στις προηγούμενες γενεές. Στην γενεά που ελευθερώθηκε από την δουλεία του Φαραώ και μετέπειτα. Για αυτό και εστιάζει η δημόσια προσευχή στο ότι αμάρτησαν και δεν έμειναν πιστοί, εξ ου και όλα τα κακά.
Μια ακόμα ξεκάθαρη μαρτυρία είναι από το βιβλίο των Μακκαβαίων·  ο Ιούδας ο Μακκαβαίος προσέφερε θυσία υπέρ πεσόντων για εξιλασμό των αμαρτιών: «…συγκέντρωσε συνεισφορές από κάθε άντρα κι έστειλε στα Ιεροσόλυμα δύο χιλιάδες δραχμές ασήμι, για να χρηματοδοτήσει μια θυσία για την εξιλέωση της αμαρτίας. Αυτή τη θεάρεστη πράξη την έκανε επειδή πίστευε πως υπάρχει ανάσταση νεκρών. Γιατί αν δεν πίστευε ότι θ’ αναστηθούν αυτοί, που λίγο πριν είχαν σκοτωθεί, θα ήταν περιττό κι ανόητο να προσεύχεται γι’ αυτούς. Εξάλλου ο Ιούδας ήταν βέβαιος ότι όσοι πέθαιναν έχοντας πίστη στο θεό, θα είχαν εξαιρετική μεταχείριση· γι’ αυτό επρόκειτο για μια άγια και θεάρεστη σκέψη. Έτσι, έκαναν τη θυσία για την εξιλέωση των νεκρών, ώστε οι τελευταίοι ν’ απαλλαγούν από την αμαρτία που είχαν διαπράξει». (Β’ Μακκαβαίων, ιβ΄ 43).
Σε αυτό το σημείο είναι καλό να πούμε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει στον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής, όπως το παραλάβαμε από την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, ο ΠΕ΄ Αποστολικός Κανόνας το κατατάσσει στα άγια και σεβάσμια βιβλία της Αγίας Γραφής. Δεν έχουμε επομένως κανέναν λόγο να απορρίψουμε το συγκεκριμένο βιβλίο. Απεναντίας, αξίζει να αναφέρουμε μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια· ο απ Παύλος στην Εβραίους ια΄ 35 γράφει· «Ελαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τούς νεκρούς αυτών. Άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια΄35). Δηλαδή· «Γυναίκες έλαβον πίσω ανεστημένους τούς νεκρούς τους. Άλλοι δε εβασανίσθησαν δεμένοι εις το τύμπανο και δεν εδέχθησαν να απαλλαγούν από τα βασανιστήρια, για να επιτύχουν ανωτέρα σωτηρία». Το μαρτύριο τού τυμπάνου, αναφέρεται μόνο στο βιβλίο των Μακκαβαίων (Β’ Μακκαβ. στ΄ 18, 28), εκεί που αναφέρονται και τα μνημόσυνα. Από εκεί άντλησε πληροφορίες ο απ Παύλος περί του τυμπανισμού. Αν ο απ. Παύλος δίδει κύρος σε αυτό, γιατί να μην έχουν κύρος και τα μνημόσυνα που αναφέρονται επίσης σε αυτό?
Αν αυτή η πρακτική ήταν λανθασμένη, θα τη στηλίτευε η Αγία Γραφή και ο Θεός θα τιμωρούσε παραδειγματικά όσους τέλεσαν τέτοιες αξιόποινες πράξεις, όπως έκανε σε άλλες περιπτώσεις.  Όμως, δεν υπάρχει κανένα σημείο στην Αγία Γραφή που ο Θεός να κατακρίνει αυτή την πρακτική. Το αντίθετο. «ει γαρ μη τούς προπεπτωκότας αναστήναι προσεδόκα, περισσόν αν ήν και ληρώδες υπέρ νεκρών προσεύχεσθαι» (Β’ Μακκαβ.  ιβ΄44)
«Διότι εάν δεν επίστευε, ότι οι φονευθέντες στρατιώτες εις την μάχη θα αναστηθούν, ήτο ανωφελές και ανόητο να προσεύχωνται υπέρ τών νεκρών»
«πάνυ καλώς και αστείως πράττων υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος» (στίχ.43).
«Ωραία και ευγενική πράξη εμπνευσθείσα εκ τής πίστεως εις την ανάσταση»
Όχι μόνον επαινεί την συγκεκριμένη ενέργεια τού Ιούδα τού Μακκαβαίου, αλλά θέτει την ανάσταση ως προϋπόθεση των μνημοσύνων. Εάν δεν υφίστατο η πίστη εις την ανάσταση, ΑΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ, ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΤΟΤΕ ήτο ανώφελος η δέηση υπέρ των κεκοιμημένων.
Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, λέγει το ιερό κείμενο, «υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος», «απέστειλεν εις Ιεροσόλυμα προσαγαγείν περί αμαρτίας θυσίαν» (στίχ. 43). Εδώ γεννάται ένα ερώτημα: Ας υποθέσουμε ότι ο Ιούδας επλανήθη και οι συν αυτώ, κι ετέλεσαν κάτι που δεν είναι πιστεύω τού Ιουδαϊσμού. Μα το κέντρο πίστεως τής Ιουδαϊκής θρησκείας, τα Ιεροσόλυμα δηλαδή εις τα οποία απέστειλε τον έρανο που έκανε για να τελέσουν την θυσία περί αμαρτίας τεθνεώτων ανθρώπων, επλανήθη και αυτό; Δεν ευρέθη ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ να σταματήσει μία πλανημένη ενέργεια που επεχείρησε ο Ιούδας και οι συν αυτώ; ΑΠΑΝΤΕΣ ΕΠΛΑΝΗΘΗΣΑΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ; 
Μνημόσυνα στην Καινή Διαθήκη
Στην Καινή Διαθήκη, βλέπουμε τον απ. Παύλο να προσεύχεται για τον κεκοιμημένο Ονησιφόρο: «Ας δώσει ο Κύριος να βρει έλεος από το Θεό εκείνη την ημέρα» (Β’ Τιμ. 1,18). Για το συγκεκριμένο εδάφιο, κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Ονησιφόρος δεν έχει πεθάνει. Όμως, στην συνάφεια της συγκεκριμένης επιστολής, η φράση «εκείνη τη ημέρα» που σημαίνει την Κρίση, συνδέεται με όποιον φεύγει από αυτόν τον κόσμο, διότι ο Παύλος λέει για τον εαυτό του: «έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο … θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος κριτής» (Β’ Τιμ. 4,6-8). Δηλαδή, στη συνάφεια της ίδιας επιστολής, αυτός που περιμένει «εκείνη τη ημέρα» πρέπει πρώτα να “φύγει απ’ αυτό τον κόσμο». Δευτερευόντως, το γεγονός ότι ο Ονησιφόρος έχει πεθάνει, διαφαίνεται από τον διαχωρισμό του από την οικογένειά του: «Ο Κύριος ας δείξει το έλεός του στην οικογένεια του Ονησιφόρου» (Β’ Τιμ. 1,16)«Ας δώσει ο Κύριος να βρει έλεος [ο Ονησιφόρος] από το Θεό εκείνη την ημέρα» (Β’ Τιμ. 1,18)
Καταρχάς, θα μπορούσε να πει ο Παύλος, “ας δώσει έλεος ο Κύριος στον Ονησιφόρο και τον οίκο του”. Επίσης, διαφοροποιεί ο Παύλος τις ευχές και η μία μιλά για το παρόν και η άλλη για το μέλλον. Στο τέλος της επιστολής, ξανά, αναφέρει την οικογένεια μόνη: «Χαιρέτησέ μου την Πρίσκα και τον Ακύλα, και την οικογένεια του Ονησιφόρου» (Β’ Τιμ. 4,19).
Μνημόσυνα στην μεταποστολική εποχή
α) Ο Τερτυλλιανός (†220) μας πληροφορεί για τη χήρα χριστιανή που προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής του νεκρού συζύγου της: «Εnim vero et pro anima ejus orat, et refrigerium interim adpostulat ei, et in prima resurrection consortium, et offert annuis diebus dormitionis eju». (De monogamia 10,PL 2,942C- περίπου το 210-211). Ο Τερτυλλιανός αναφέρεται ιδιαίτερα στο γεγονός της κατ’ έτος επετείου του θανάτου των κεκοιμημένων αδελφών, αλλά και της υπέρ αυτών τελέσεως της θείας Ευχαριστίας. (De corona 3, PL 2,79B-208 μ Χ) «Oblationes pro defunctis, pro nataliciis, annua die facimus». Ο ίδιος πάλι στο Μαρτύριο της Περπετούας, έργο μάλλον δικό του, αναφέρεται στην έντονη προσευχή της μάρτυρος για τη σωτηρία της ψυχής του αδελφού της Δεινοκράτη, ο οποίος είχε πεθάνει σε ηλικία 7 ετών αβάπτιστος. Τα αποτελέσματα αυτής της προσευχής ήταν λυτρωτικά για τον βασανιζόμενο μετά θάνατον, λόγο του άκυρου θανάτου του, αδελφού της. (J.B.Robinson, The passion of S. Perpetua. Textes and Studies, Cambridge at the University Press 1(2),1891, s.204).
β) Στο μαρτυρολόγιο του αγίου Πολυκάρπου (β’ αιώνας) περιγράφεται μνημόσυνο. Εκεί λέγεται ότι στον τόπο, όπου θάφτηκαν τα μαρτυρικά λείψανα , θα συνάγονται οι πιστοί «εν αγαλλιάσει και χαρά», ώστε να επιτελούν «την του μαρτυρίου αυτού ημέραν γενέθλιον εις τε την των προαθλησάντων μνήμην και των μελλόντων άσκησιν τε και ετοιμασίαν»·  XVIII. «Και έτσι εμείς ύστερα, περισυλλέγοντας τα τιμιώτερα και από πολύτιμους λίθους και δοκιμασμένα περισσότερο από το χρυσάφι οστά του, τα αποθέσαμε όπου ήταν φυσικό. Συναθροιζόμενοι εκεί όσο μας είναι δυνατό με αγαλλίαση και χαρά, να δώσει ο Κύριος να εορτάζουμε τη γενέθλια μέρα του μαρτυρίου του, για να θυμόμαστε τη μνήμη αυτών που άθλησαν προηγουμένως και να ασκούνται και προετοιμάζονται αυτοί που πρόκειται να αθλήσουν στο μέλλον». (Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα, τόμος 4, Π. Παπαευαγγέλου).
Ήταν συνήθεια της Εκκλησίας, αφού είχε ορισθεί άνθρωπος να καταγράφει τα ονόματα των μαρτύρων καθώς και την ημερομηνία του θανάτου τους, ώστε να τελείται το μνημόσυνό τους κατά το τυπικό που περιγράφεται: Επί των ημερών του Κυπριανού ένας πιστός, που ονομαζόταν Τέρτυλλος, φρόντιζε επιμελέστατα τους ομολογητές και ανέγραφε με κάθε ακρίβεια την ημέρα της άθλησης, ώστε κατά την επέτειο να τελείται η λειτουργία και να μνημονεύεται το μαρτυρικό όνομα στην οικεία θέση. Epist. 12,2.
γ) Στο απόκρυφο κείμενο «Πράξεις Ιωάννου» (2ος αιών), μικρασιατικής προέλευσης, καταγράφεται η μαρτύρια ότι στον τάφο της χριστιανής Δρουσιανής τελέσθηκε θεία Ευχαριστία και ανεπέμφθησαν προσευχές την τρίτη ημέρα από το θάνατό της ‘’Τη δε εξής ήμερα παραγίνεται ο Ιωάννης άμα τω Ανδρονίκω και τοις αδελφοίς εξ εωθινής εις το μνήμα, τρίτην εχούσης της Δρουσιανής, όπως άρτον κλάσωμεν εκεί… Και ταύτα ειπών ο Ιωάννης επευξάμενος και λαβών άρτον εκόμισεν εις το μνήμα κλάσαι. Και είπε Δοξάζομέν σοι το όνομα το επιστρέφον ημάς εκ της πλάνης και ανηλεούς απάτης. Και ευξάμενος ούτως και δοξάσας εξήει του μνήματος, κοινωνήσας τοις αδελφοίς πάσι της του Κυρίου Ευχαριστίας». (Παν. Σκαλτσή, Η υπέρ των Νεκρών φροντίδα της Αρχαίας Εκκλησίας, Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 19. σσ.118-121).
δ) Αλλά και ο Ωριγένης († 254) μας πληροφορεί για την ύπαρξη ευχών υπέρ των κεκοιμημένων στην εποχή του· «Ουκ απογνωστέον ούτω και τους εξεληλυθότας μακαρίους φθάνειν τω πνεύματι τάχα μάλλον του όντος εν των σώματι επί της εκκλησίας διόπερ ου καταφρονητέον των εν αυταίς ευχών, ως εξαίρετόν τι εχουσών τω γνησίως συνερχομένω αυτών’’. (PG 11,556A).
ε) O Άγιος Κυπριανός επίσης (†258) επίσκοπος Καρχηδόνας, συνιστά στους ιερείς να μην αμελούν την αρχαία συνήθεια της Εκκλησίας να τιμούν την επέτειο του θανάτου των πιστών και ιδίως των μαρτύρων. Τονίζει ακόμη ότι με την προσφορά της θείας Ευχαριστίας υπέρ των νεκρών εξαγνίζεται και ο ίδιος. Στην εποχή του ήταν διαμορφωμένη η λειτουργική πράξη της μνημόνευσης των κεκοιμημένων στη θεία Λειτουργία. (Παν.Σκαλτσή, Η υπέρ των Νεκρών φροντίδα της Αρχαίας Εκκλησίας, Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 19.σς.118-121).
στ) Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην 5η Μυσταγωγική του Κατήχηση (η οποία εκφωνήθηκε το 348 μ Χ), φανερώνει αυτήν την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας στην εποχή του. Αναφέρει· (Αφού έχει προηγηθεί η αναίμακτη λατρεία και η Θ. Ευχαριστία) «…Μετά ευχόμαστε για τους κεκοιμημένους αγίους πατέρες και επισκόπους, και γενικά για όλους εκείνους από μας που έχουν κοιμηθεί. Το κάνουμε αυτό γιατί πιστεύουμε ότι έχουν μεγάλη ωφέλεια οι ψυχές εκείνων, για τους οποίους γίνεται η δέηση, τη στιγμή της τόσο φρικτής και αγίας θυσίας που τώρα προσφέρεται. Θέλω να σας πείσω γι αυτό με ένα παράδειγμα. Ξέρω πολλούς που λένε, Τι ωφελείται η ψυχή, όταν φύγει από τον κόσμο φορτωμένη με αμαρτίες, ή και χωρίς αμαρτήματα, και μνημονεύεται στη Θεία Λειτουργία; Άραγε όμως, εάν ένας βασιλιάς εξορίσει όσους του έφταιξαν σε κάτι, και μετά όσοι βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση από αυτούς, έπλεκαν στεφάνι και του το πρόσφεραν για χάρη των εξορίστων δεν θα μαλάκωνε η καρδιά του βασιλιά και δεν θα ελάφρωνε την τιμωρία. Κατά τον ίδιο, λοιπόν, κι εμείς τρόπο, προσφέρουμε στον Θεό δεήσεις για τους κεκοιμημένους, κι αν αυτοί ήταν αμαρτωλοί, εμείς δεν πλέκουμε στεφάνι, αλλά προσφέρουμε τον Χριστό, που θυσιάστηκε για τις αμαρτίες μας, ζητώντας και για αυτούς και για εμάς το έλεος του φιλανθρώπου Θεού». (Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, β’ τόμος, σελ. 560-561, Γ. Μαυρομάτης).
ζ) Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται αρκετές φορές στα μνημόσυνα. Θεωρεί ότι οι νεκροί και οι ζωντανοί δεν διαφέρουν ως προς την ανάγκη τους για προσευχές: ”Ώσπερ ουν υπέρ των ζώντων ευχόμεθα των ουδέν διαλλαττόντων των νεκρών ούτως ένεστι και υπέρ εκείνων εύχεσθαι” (Υπόμνημα εις την προς Φιληππισίους επιστολήν, PG 62,204), και αποδίδει την αρχή την «μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων» στο Άγιο Πνεύμα που ενέπνευσε τους Αποστόλους· «Ουκ εική προσφοραί υπέρ των απελθόντων γίνονται, ουκ εική ικετήριαι, ουκ εική ελεημοσύναι, ταύτα πάντα το Πνεύμα διέταξε, δι’ αλλήλων ημάς ωφελείσθαι βουλόμενον’’. (PG 60,170). Σε άλλο σημείο αναφέρει· ‘’Δεν θέσπισαν άσκοπα οι Απόστολοι να γίνεται επί των φρικτών μυστηρίων η μνημόνευσις των απελθόντων Χριστιανών. Eίναι γνωστό ότι πολύ ωφελεί, η προσφερόμενη ευεργεσία, αυτούς. Όταν στέκεται ο λαός και το πλήθος των Ιερέων με τα χέρια υψωμένα ενώπιον της φοβεράς θυσίας, πως είναι δυνατόν να μην καταπείσουν τον Θεό για τους κεκοιμημένους». (PG 62,204, 3η Ομιλία προς Φιλιππησίους). Υπομνηματίζοντας την Α Κορινθίους επιστολή του απ. Παύλου, αναφέρει· «Ει γαρ τους παίδας του Ιώβ εκάθαιρεν η του πατρός θυσία [Ιώβ 1,5] τι αμφιβάλλεις ει και ημών υπέρ των απελθόντων προσφερόντων γίνεταί τις αυτοίς παραμυθία; Είωθε γαρ ο Θεός και ετέροις υπέρ ετέρων χαρίζεσθαι. Και τούτο εδείκνυ ο Παύλος λέγων ίνα εν πολλώ προσώπω το εις ημάς χάρισμα δια πολλών ευχαριστηθή υπέρ υμών [Β΄ Κορ. 1,11]. Μη δη αποκάμωμεν τοις απελθούσι βοηθούντες και προσφέροντες υπέρ αυτών ευχάς” (Ομιλίαι ΜΑ΄ εις την Α΄ προς Κορινθίους, PG 61,361).
Γιατί ο Χρυσόστομος αποκλείεται να άντλησε πληροφορίες περί των μνημόσυνων από τις Αποστολικές Διαταγές;
Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέροντας τα παραπάνω, δεν είχε ανάγκη να προσφύγει στο ψευδεπίγραφο βιβλίο των «Αποστολικών Διαταγών» που συγγράφτηκε τον τέταρτο αιώνα, και που σύμφωνα με την «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τόμ. 4 (1964), στ. 1182, η αρχαία Εκκλησία ήταν επιφυλακτική για την προέλευση του κειμένου αυτού. Μάλιστα, ότι ο Πατέρας της Εκκλησίας δεν ξεγελάστηκε σχετικά με το αν επρόκειτο για αποστολικό σύγγραμμα, φαίνεται από το ότι η Εκκλησία δεν το αποδέχτηκε ως τέτοιο, αφού δεν αναφέρεται σε κανέναν από τους κανόνες που εμφανίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του Χρυσοστόμου: Ούτε στον ξ’ κανόνα Λαοδικείας (360 μ.Χ.) Ούτε στη λθ’ Επιστολή του Μ. Αθανασίου (367 μ.Χ.)
Ούτε στου Γρηγορίου Θεολόγου (έως το 390 μ.Χ.) Ούτε στου Αμφιλόχιου Εικονίου (395 μ.Χ.) Ούτε στον κδ’/λβ’ κανόνα Καρθαγένης (419 μ.Χ.). Όλη η περίοδος που έζησε ο Χρυσόστομος, απορρίπτει την κανονικότητα του συγγράμματος αυτού (Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Οι Kανόνες της Eκκλησίας περί του Kανόνος της Αγ. Γραφής», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 67-68. 207).
Aργότερα θα καταδικαστεί από την Πενθέκτη Οικουμενική επειδή βρέθηκαν μερικά νόθα στοιχεία, όπως αναφέρει ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιό του στον κανόνα 2· «…αις τισί πάλαι υπό των ΕΤΕΡΟΔΌΞΩΝ επι λύμη της Εκκλησίας ΝΟΘΑ ΤΙΝΑ και ξένα της ευσεβείας παρενεθέτησαν, το ευπρεπές κάλλος των θείων δογμάτων ημίν αμαυρώσαντα, την των ΤΟΙΟΎΤΩΝ ΔΙΑΤΆΞΕΩΝ αποβολήν πεποιήμεθα προς την του χριστιανικωτάτου ποιμνίου οικοδομήν και ασφάλειαν, ουδαμώς εγκρίνοντες τα της αιρετικής ψευδολογίας κυήματα, και τη γνησίω των Αποστόλων και ολοκλήρω διδαχήν παρενείροντες…».  (Πηδάλιο, σελ. 220).
Και ο άγιος Νικόδημος ερμηνεύει· «…τας γαρ δια Κλήμεντος Αποστολικάς διαταγάς, επειδή από τους ετεροδόξους ενοθεύθησαν ΕΙΣ ΜΕΡΗ ΤΙΝΑ, δια βλάβην της εκκλησίας, αποβάλλει δια την ασφάλειαν των Χριστιανών». (σελ. 221).
Οι «Αποστολικές Διαταγές» αποτελούν συμπίλημα, δηλαδή κομμάτια από άλλες πηγές τα οποία έχουν συνθέσει ένα άλλο έργο, το οποίο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά αντλεί «εξ ήδη υπαρχόντων εν χρήσει στοιχείων». Ο Στεφανίδης, πουθενά δεν ονομάζει τις “Αποστολικές Διαταγές” ως πηγή του Χρυσοστόμου. Σε καμία έγκυρη Εκκλησιαστική Ιστορία ή Πατρολογία της ελληνόφωνης βιβλιογραφίας, δεν χαρακτηρίζουν τις Αποστολικές Διαταγές ως πηγή του Χρυσοστόμου. Ο Τρεμπέλας διαφοροποιεί τον Χρυσόστομο ως πηγή από τις «Αποστολικες Διαταγές»· «Λειτουργικά δε μνημεία αναφερόμενα εις τον Αντιοχειανόν τύπον και εξ αυτής της Αντιοχείας προερχόμενα ή προς αύτην σχετιζόμενα, έχομεν εκτός των μαρτυριών των εκ των συγγραμμάτων του θείου Χρυσοστόμου περισυλλεγομένων, την εν ταις Αποστολικαίς Διαταγαίς περιλαμβανομένην λειτουργίαν, την άλλως Κλημέντιον καλουμένην…». (Τρεμπέλας Ν. Παν., «Αρχαί και Χαρακτήρ της Χριστιανικής Λατρείας’, τόμ. B’ (Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου & Ανατολής), έκδ. 3η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 1993, σελ. 106).
Ο Στεφανίδης λέει για την αντιοχειανή αυτή λειτουργία: «Η λειτουργία της Αντιοχείας υπάρχει εν τω ογδόω βιβλίω των Αποστολικών Διαταγών» (Στεφανίδης, σελ. 308). Αυτή λοιπόν η λειτουργία λέγεται και «Κλημέντια» κατά τον Τρεμπέλα, ο οποίος προσθέτει: «Ο συγγραφεύς της Κλημεντίου λειτουργίας συνέταξε το έργον αυτού αντλήσας εξ ήδη υπαρχόντων εν χρήσει στοιχείων και σχημάτων λειτουργικών, άτινα δεν εισήχθησαν υπ’ αυτού αλλ’ ενήργουν προ αυτού εν τη ροή της λειτουργικής εξελίξεως, δεν υπήρξε δε το έργον του συμπιλητού τούτου καινός και πρωτότυπος παράγων εν τη εξελίξει ταύτη».(Τρεμπέλας Ν. Παν., ‘Αρχαί και Χαρακτήρ της Χριστιανικής Λατρείας’, τόμ. B΄ (Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου & Ανατολής), έκδ. 3η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 1993, σελ. 111). Από που αντλούν άραγε το υλικό τους οι Αποστολικές Διαταγές; ”Οι Αποστολικές Διαταγές είναι η σημαντικότερη και πληρέστερη πηγή της Λατρείας κατά τους τέσσερεις πρώτους αιώνες. Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι, ο άγνωστος συμπιλητής συγκέντρωσε υλικό που αφορά σε ολόκληρη τη χριστιανική Λατρεία· το υλικό αυτό κατένειμε (περί το 380 μ.Χ.) σε οκτώ ενδιαφέροντα βιβλία, εκ των οποίων το 8ο φαίνεται ότι εξαρτάται στενά από την Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου Ρώμης». (Φίλιας Ν. Γεώργιος, «Λειτουργική», τόμ. Α’, Γρηγόρης, Αθήνα 2006, σελ. 261). Να λοιπόν ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας του 2ου -3ου αιώνα από τον οποίο αντλεί το υλικό του ο συγγραφέας των Αποστολικών Διαταγών. Και βεβαίως, όχι οι Αποστολικές Διαταγές, αλλά πρώτα ο Ιππόλυτος, αλλά και ο Τερτυλλιανός αναφέρουν ήδη τα μνημόσυνα ως Αποστολικές Παραδόσεις, όπως αναφέραμε παραπάνω.
Ο Τρεμπέλας γράφει·  «Προκειμένου δε περί του μνημόσυνου των τεθνεώτων … παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος, ότι …ενομοθετήθη υπό των Αποστόλων … Και ο Αυγουστίνος θεωρεί ως και ο Τερτυλλιανός τα κρατούντα καθ’ άπασαν την Εκκλησίαν έθιμα, ως τον νηπιοβαπτισμόν… τας υπέρ τεθνεώτων ευχάς… κλπ., ως Αποστολικάς Παραδόσεις».  (Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α’, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 134). Και ο καθ. Χρίστος Κρικώνης, συμπληρώνει: «Εις την ‘Αποστολικήν Παράδοσιν’ του Ιππολύτου [170-235 μ.Χ.], περιλαμβάνεται πλήθος διατάξεων σχετιζομένων προς τας εκδηλώσεις της ζωής της Εκκλησίας, ως είναι τα θέματα καταστάσεως και χειροτονίας κληρικών, ευχαριστίας, βαπτίσματος, νηστείας, μνημοσύνων κλπ., αίτινες θεωρούνται ως υπό των Αποστόλων παραδοθείσαι». (Κρικώνης Θ. Χρίστος, «Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων», Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 99).
Μπορούμε να πούμε ότι όπως οι υπόλοιποι  Πατέρες, έτσι και άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αντλεί από την γνήσια πηγή της Χριστιανικής πίστης που είναι η Ιερά Παράδοσή της (η Ιερή μνήμη της Εκκλησίας), που δεν είναι μόνο η Αγία Γραφή, ή μόνο τα γραπτά των Πατέρων ή μόνο οι συνοδικές αποφάσεις, αλλά όλα αυτά σε συνδυασμό και με την άγραφη παράδοση για την οποία κάνει λόγο ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του στον άγιο Αμφιλόχιο «Περί του Αγίου Πνεύματος», αναφέροντας· «Αποστολικόν δε οίμαι και το τοις αγράφοις παραδόσεσι παραμένειν. Επαινώ γαρ, φησίν, υμάς, ότι πάντα μου μέμνησθε, και καθώς παρέδωκα υμίν, τας παραδόσεις κατέχετε· και το, Κρατείτε τας παραδόσεις ας παρελάβετε είτε δια λόγον, είτε δι’επιστολής· ων μία εστί και η παρούσα αυτή, ην οι εξ’αρχής διαταξάμενοι παραδιδόντες τοις εφεξής, συμπροϊούσης αεί τω χρόνω της χρήσεως, δια μακράς της συνηθείας ταις Εκκλησίαις εγκατερρίζωσαν». Περί Αγίου Πνεύματος, 29,71, PG 32,200B
Θεωρεί τη διαφύλαξη της αγράφου παραδόσεως ως Αποστολική Διδασκαλία: Θεωρεί ότι η άγνοια ή η εξαφάνιση της αγράφου παραδόσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατάραξη του στερεώματος της πίστεως· «Πίστις δε εστι το πολεμούμενον, και κοινός σκοπός άπασι τοις εναντίοις και εχθροίς της υγιαινούσης διδασκαλίας το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως κατασείσαι, εκ του την αποστολικήν παράδοσιν εδαφισθείσαν αγιασθήναι. Δια τούτο , ως των χρεωφειλετών οι δήθεν ευγνώμονες, τας εκ των εγγράφων αποδείξεις επιβοώνται, την άγραφον των Πατέρων μαρτυρίαν ως ουδενός αξίαν αποπεμπόμενοι». (Περί Αγίου Πνεύματος, 29,71,PG 32,112C).
Σε άλλο σημείο λέει ότι δεν αρκείται σε αυτά που γράφουν το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος αλλά επιλέγει κι άλλα εκ της Αγράφου Παραδόσεως που έχουν μεγάλη ισχύ προς το μυστήριον της ευσεβείας· «Ου γαρ δη τούτοις αρκούμεθα ων ο Απόστολος η το Ευαγγέλιον επεμνήσθη, αλλά και προλέγομεν και επιλέγομεν έτερα, ως μεγάλην έχοντα προς το μυστήριον την ισχύν, εκ της αγράφου παραδόσεως παραλαβόντες». (Περί Αγίου Πνεύματος, 29, 71, PG 32, 188Β).
Συμπεράσματα:
α) Ο Χρυσόστομος ΔΕΝ έμαθε από τις Αποστολικές Διαταγές τα σχετικά για την μνήμη υπέρ των απελθόντων. Η μνήμη υπέρ των απελθόντων ξεκινάει πολύ νωρίτερα από την εποχή των Αποστολικών Διαταγών.
β) Η Αποστολική Παράδοση ΔΕΝ εξαντλείται στο κείμενο των Αποστολικών Διαταγών αλλά υπάρχει και Άγραφη Αποστολική Παράδοση.
γ) Την μνήμη υπέρ των απελθόντων την θέσπισε το Άγιο Πνεύμα όπως λέει ο Χρυσόστομος.
Ο καθηγητής Φειδάς επιβεβαιώνει την αρχαιότητα της Παράδοσης των μνημοσύνων χωρίς να αναφέρει καν τις «Αποστολικές Διαταγές»· «Η τιμή, την οποία εκδήλωναν οι χριστιανοί στους τάφους των μαρτύρων, οφειλόταν στη βαθειά πεποίθηση τους, ότι και μετά τον θάνατο υπήρχε στενή σχέση της ψυχής των μαρτύρων με τα λείψανα τους, τα οποία βρίσκονται στη γη (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 1. Τερτυλλιανού, De resur. carnis, 3. Μινουκίου Φήλικος, Octav., 34,1). Η τέλεση της θείας ευχαριστίας στον τάφο του μάρτυρα κατά τη γενέθλιο ημέρα συνδεόταν λοιπόν με την πεποίθηση, ότι η ψυχή του μάρτυρα συμμετείχε στην πνευματική συνεστίαση (Ωριγένους, Περί ευχής, 31. Κυπριανού, Epist., 1, 2). Άλλωστε, η θεία ευχαριστία πολλές φορές ετελείτο και επί των τάφων απλών πιστών με την πίστη, ότι και η ψυχή του νεκρού συμμετείχε στα τελούμενα και στην απορρέουσα από αυτά χάρη (Τερτυλλιανού, De pudicitia, 11. De corona, 3. De exhort. castitatis, 11). Επί τη βάσει της παραδόσεως αυτής διαμορφώθηκαν και τα Μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων». (Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία – Απ’ αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α’, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 287).
Επιμέλεια-άρθρου: Σοφία Ντρέκου
Πηγή: exprotestant.blogspot.gr/

Από το είδωλο στο είδωλο


(Μυθοποίηση της απομυθεύσεως)
Όταν ο πολιτισμένος, διαφωτισμένος και απελευθερωμένος από προλήψεις και δεισιδαιμονίες άνθρωπος φέρνει στο νου του και αναλογίζεται την ωμή και πρωτόγονη ειδωλολατρία των αρχαίων προγόνων του, σκέπτεται βέβαια από ποιό χαμηλό πνευματικό επίπεδο ξεκίνησε την ανοδική προοδευτική του πορεία το ανθρώπινο πνεύμα.
Πράγματι! Η τόσο ωμή λατρεία και θεοποίηση, από το πνεύμα αυτό, άψυχης ύλης και χωρίς ζωή αντικειμένων, είναι μια πολύ ταπεινωτική αφετηρία της εξελίξεως του ανθρωπίνου πνεύματος. Η λατρεία λ.χ. των λίθων, των ξύλων, της φωτιάς, του νερού και άλλων στοιχείων της φύσεως δείχνει μια πολύ ταπεινή εξάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος από ασήμαντα και πολύ κατώτερα του σε υπαρκτική ποιότητα στοιχεία του κόσμου τούτου.
Ακόμη βέβαια και η λατρεία ζωντανών οργανισμών δεν βελτιώνει την ποιότητα αυτής της εξαρτήσεως, αφού αυτοί οι ζωντανοί οργανισμοί (τα ζώα) υπολείπονται του ανθρώπινου λογικού σε ποιότητα, δηλ. σε αντιληπτική δύναμη και παραγωγική πνευματική εργασία.
Εξάλλου και από άλλη άποψη αν δει κανείς την απόσταση που διήνυσε το ανθρώπινο πνεύμα στην εξελικτική του πορεία, αν δηλ. συγκρίνει τα άψυχα στοιχεία της πρώτης λατρείας του ανθρώπου, τα είδωλα, με ό,τι έχει επιτύχει μέχρι σήμερα το πνεύμα αυτό, θα παραδεχθεί ότι η απόσταση είναι ανυπολόγιστη και πραγματικά αποδεικτική του μεγαλείου του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο φοβισμένος άνθρωπος που λατρεύει το φεγγάρι, το θεοποιεί και βιώνει την ύπαρξη και λειτουργία του σαν ένα ανερμήνευτο μυστήριο, κάποια μέρα το προσεγγίζει, το
απομυθοποιεί από τη μυστηριακή του διάσταση, το πατάει και βρίσκει ότι αυτός ο αρχαίος θεός, το απλησίαστο μυστήριο της νύχτας, είναι μια μάζα από διάφορες νεκρές ύλες, από πετρώματα και στάχτες.
Στη μεγαλειώδη αυτή πράξη του ανθρώπου, στην κατάκτηση της σελήνης, έχουμε, αλήθεια, μια αντιπροσωπευτική «κονιορτοποίηση» της ειδωλολατρίας. Από μια άποψη γενικώς η πνευματική πρόοδος του ανθρώπου είναι απομυθοποίηση και κονιορτοποίησα της ειδωλολατρίας, όπως την ξέρουμε να λειτουργεί στο λυκαυγές της ανθρώπινης ζωής.
Αλλά δεν πρέπει να βιαστεί κανείς να θριαμβολογήσει εις βάρος της ειδωλολατρίας και υπέρ της «απελευθερώσεως» του ανθρώπινου πνεύματος από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και… αφέλεια. Γιατί η εικόνα που μας δείχνει την απόσταση μεταξύ μύθου και απομυθοποιήσεως, μεταξύ αφελούς ειδώλου και μεγαλειώδους κατακτήσεως του ανθρώπινου πνεύματος, είναι απλώς μια εξωτερική διαφάνεια της ποιότητος της ανθρώπινης ζωής. Αλλά η ζωή αυτή έχει και εσωτερικές ποιότητες και υπαρκτικές διαφάνειες που δεν φαίνονται «εκ πρώτης όψεως». Για να φανούν και να αποκαλυφθούν πρέπει κάποιο νυστέρι να ενεργήσει τομές στο ανθρώπινο πνεύμα, να εισχωρήσει στους τρόπους της λειτουργίας και να απομυθοποιήσει την απομύθευση της εξωτερικής λειτουργικής του διαστάσεως. Αν κανείς ενεργήσει έτσι, τότε θα ευρεθεί προ αυτής της πραγματικότητος, ότι, στις πιό πολλές περιπτώσεις του διαλόγου του με τα είδωλα, ο άνθρωπος δεν τα απομυθοποιεί αλλά απλώς τους αλλάζει «μυθικό» χιτώνα. Βελτιώνει… το μύθο. Τον κάνει πιό πειστικό για το πνεύμα του. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι «μύθος» και η μυστική και ακατασίγαστη λαχτάρα του είναι να μείνει «μύθος». Χωρίς το μύθο του είναι αδύνατο να ζήσει.
Έτσι η απαλλαγή του από την ειδωλολατρία είναι κι’ αύτη ένας μύθος και ένα «άλλοθι» της πνευματικής του προκοπής. Αυτό σημαίνει ότι και ο σύγχρονος άνθρωπος είναι «ειδωλολάτρης» όσο και ο περιφρονούμενος από αυτόν άνθρωπος μιας πρωτόγονης μορφής ζωής. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αλήθεια ποιοτική. Αυτό το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Ο σύγχρονος ειδωλολάτρης είναι πιό απαιτητικός στην ποιότητα των ειδώλων του. Η θητεία του στην ειδωλολατρία και η λαχτάρα του να μείνει κάτω από τη στέγη του μύθου, τον έκαναν ικανό να εξευγενίζει την υπαρκτική ποιότητα των ειδώλων και να μεταποιεί τις λειτουργικές τους δομές σε ανώτερες εκφράσεις παρουσίας τους στην άμεση πραγματικότητα που βιώνει ο άνθρωπος αυτός.
Με τον τρόπο αυτό λ.χ. είδωλο του γίνεται και η απομυθοποίηση του φεγγαριού, κι όταν αυτό το επιτυγχάνει, μένει προσκολλημένος στη λατρεία ενός νέου ειδώλου: της επιτυχίας του να απομυθοποιήσει το είδωλο σελήνη. Η τεχνολογία αναδεικνύεται σε μεγάλη ιέρεια που αναλαμβάνει να αλλάξει το χιτώνα του ειδώλου της σελήνης και να του φορέσει το ένδυμα της «ανθρώπινης επιτυχίας», της «δυνάμεως του πνεύματος». Το ταπεινωμένο και πατημένο από ανθρώπινο πόδι φεγγάρι, είναι το είδωλο της επιτυχίας του ανθρώπινου πνεύματος. Το πνεύμα αυτό, καθώς καθρεπτίζεται σε κάποια σεληνιακή λίμνη, διαλέγεται μ’ ένα πρωτόγνωρο… «τεχνολογικό» είδωλο.
Αυτή η ναρκισσιστική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος είναι εντελώς τυπική. Μας επιστρέφει σε τυπική μορφή «μυθοποιίας» και «μυθοπραξίας»…Από εκεί και πέρα ο άνθρωπος συνεχίζει να πορεύεται στο δρόμο μιας ειδωλολατρίας που είναι η ουσία της υπάρξεώς του. Η πρακτική έκφραση της υπάρξεως αυτής δείχνει ότι δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον άνθρωπο διαφορετικά, παρά μόνο σαν ένα ειδωλολάτρη που βιώνει την ύπαρξη αυτή απομυθοποιώντας την ειδωλολατρία με τη βαθύτερη επιδίωξη τη διατήρηση του υπαρξιακού του δεσμού με την ειδωλολατρία. Ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς είδωλα. Τα είδωλα είναι… ο εαυτός του. Και φυσικά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς…τον εαυτό του. «Εγενόμην αυτείδωλον», αναφωνεί ο προσευχόμενος άνθρωπος του Μ. Κανόνος. Κι είναι ο πιό ειλικρινής άνθρωπος του…κόσμου! Αλλά και ο μόνος που ενεργεί την «εξ αντικειμένου» απομυθοποίηση του μύθου, επειδή ακριβώς η διεργασία αυτής της απομυθοποιήσεως ενεργείται στην αυθεντική και χωρίς προκαταλήψεις, δεισιδαιμονία και αφέλεια καλλυμένη εσωτερικότητα του.
Η μεγάλη αφέλεια που κυριαρχεί στο ανθρώπινο πνεύμα (όπως και η κατ’ εξοχήν πρόληψη) είναι ότι η απελευθέρωση από την ειδωλολατρία είναι διεργασία εξωτερική. Όταν γελοιοποιώ τα ξόανα, όταν γκρεμίζω αγάλματα και καίω ναούς ειδωλολατρικούς, όταν αρνούμαι να σκύψω προσκυνηματικά το κεφάλι στους κεραυνούς κάποιου Δία, είμαι σίγουρος ότι απομυθοποιώ θρησκευτικά και καταργώ «λειτουργικά» την ειδωλολατρία. Αλλά αυτή η σιγουριά είναι η πιό μεγάλη αφέλειαπου μπορεί να δείξει το ανθρώπινο πνεύμα. Γιατί ένα τέτοιο γκρέμισμα δεν αλλάζει την παράσταση. Η παράσταση μένει πάντοτε ίδια. Αλλάζουν μόνο τα σκηνικά. Αν θέλετε, αλλάζουν τα συστήματα και οι τρόποι λειτουργίας των σκηνικών. Η παράσταση όμως δεν μπορεί να αλλάξει γιατί το ανθρώπινο σενάριο παρουσιάζει πάντοτε ένα και μόνο δράμα· την ειδωλοποίηση του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό του. Η παράσταση δείχνει πως ο άνθρωπος από θεογενής υπαρκτική διαφάνεια έγινε «αυτοείδωλο», ο νάρκισσος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη συμμαρτυρία μιας λίμνης που στηρίζει τα πόδια του στο βωμό της αυτολατρείας.
Ο Νάρκισσος της μυθολογίας (εδώ σε λεπτομέρεια από πίνακα του Καραβάτζιο) ερωτεύτηκε το είδωλό του στα νερά μιας πηγής
Από εκεί και πέρα έχει πολλές δυνατότητες να ζήσει ο άνθρωπος με μια μάσκα «αδέσμευτου», «προοδευτικού» και «ελεύθερου» γενικώς ανθρώπου. Η μάσκα αυτή του επιτρέπει να εμπαίζει και να απατά τον εαυτό του, καθώς επικαλείται τη συμμαρτυρία της…λίμνης. Εκείνη, πιστή στις απαιτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, τον βεβαιώνει ότι δεν είναι ειδωλολάτρης τη στιγμή που εκείνος λατρεύει το είδωλό του στη «λειτουργία» του λιμναίου καθρεπτισμού του. Όταν το πάθος, ο φανατισμός, η τύφλωση και πολλές άλλες ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις της υπάρξεως, «δένουν αδέσμευτα» και «αδιάρρηκτα» τον άνθρωπο με κάποια απολυτοποιημένη ιδέα, θεωρία ή πράξη, δεν υποπτεύεται εκείνος πόσο, σε ποιά ποιότητα και ποιές διαστάσεις είναι ένας γνήσιος ειδωλολάτρης. Δεν μπορεί να αντιληφθεί στοιχειωδώς πόσες γονυκλισίες και πόσες «μετάνοιες» κάνει μπροστά σε είδωλα (από το παιδικό παιχνίδι μέχρι τις υψηλές επιστημονικές κατακτήσεις και από το ποδόσφαιρο μέχρι τα… ναρκωτικά) που στηρίζουν και συντηρούν την παράσταση (το δράμα) της υπάρξεώς του.
Φαίνεται πως ο άνθρωπος, αν δεν καταφέρει να γονατίσει μπροστά στον αληθινό Θεό με την διαφάνεια της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου του Μ. Κανόνος, πεθαίνει τελικά με το σάβανο της ειδωλολατρίας. Η πορεία του στη ζωή είναι, στις πιό πολλές περιπτώσεις, πορεία από το είδωλο στο…είδωλο. Αν συμβεί μερικές μοιρολογίτρες (παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις… επιζώντων) να επαινέσουν την ευρύτητα του πνεύματός του, την απελευθέρωσή του από προλήψεις και καθυστερημένες αντιλήψεις, αυτό απλώς αποτελεί (σ’ αυτή την περίπτωση) την… απόλυση της λειτουργίας μιας ειδωλολατρίας που παρέμεινε πιστή σύζυγος του «τεθνεώτος».
Έτσι ακόμη και ο θάνατος γίνεται το έσχατο είδωλο που στηρίζουν λαμπρές νεκρολογίες. Εκείνος πάλι, καθώς κλείνει τα μάτια του ειδωλολάτρη ανθρώπου, δεν ξεχνά, κομπάζοντας, ότι αυτός πρώτος του τα άνοιξε στη τραγική θέαση του «αυτοειδώλου» του. («Και έσεσθε ως Θεοί» Γεν. 3,5).

Ἡ σημασία τοῦ Ἡσυχασμοῦ - Ζιάκας Θεόδωρος

Ὁ Ἰωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός ὡς αὐτοκράτωρ καί ὡς μοναχός 


Συνεκτικός ἱστός ὄχι μόνο τοῦ Βυζαντίου, ὡς πολυεθνικοῦ σχήματος, ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἐθνικῶν συνιστωσῶν του ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη.

Τό συνάγουμε καί ἀπό τίς ἑξῆς δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: α) Ὅτι ὁ Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἐθνικό σωσίβιο ἀνθεκτικότατο ὄχι μόνο γιά τούς Ἕλληνες ἀλλά καί γιά τούς Σλάβους.(1) β) Ὅτι ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση ὑπῆρξε τελείως οὐτοπική. (2) Ἄς ὑπενθυμίσουμε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὁ ἀποκλεισμός μιᾶς τρίτης λύσης -οὔτε παπική Τιάρα οὔτε τουρκικό Σαρίκι- εἶχε τελεσιδικίσει στά πεδία τῶν μαχῶν.

Ἡ μόνη «ἀναγέννηση» πού τελεσφόρησε ἦταν ἡ ἡσυχαστική. Χάρη στό ἡσυχαστικό κίνημα ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τούς δύο ἄλλους πόλους τῆς βυζαντινῆς «τρόικας» (τό Θρόνο καί τή Σχολή) καί νά ἀποφύγει τήν σύν-κατάρρευση. Ἀναγνωρίζοντας ὡς φορέα τῆς θρησκευτικῆς αὐθεντίας τόν ταπεινό ἀσκητή (καί ὄχι τόν μεγαλόσχημο θρησκευτικό ἀξιωματοῦχο), ὁ Ἡσυχασμός ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς καθεστωτικές δουλεῖες της καί νά ξαναβρεῖ τόν αὐτοθυσιαστικό ἑαυτό της. Ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα στόν Ἑλληνισμό νά ἀναδιπλωθεῖ στήν προσωποκεντρική αὐθεντικότητα τῆς Πίστης του καί νά ἐνεργοποιήσει, μέσω αὐτῆς, τήν οἰκουμενική του λειτουργικότητα, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξαρθρώνεται καί στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡσυχαστικῆς ἀναγέννησης, ἐπιβεβαιώνοντας τή μοναδικότητα τῆς στρατηγικῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναδεικνύει τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς σημασίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ σέ σημεῖο-κλειδί γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ἀγκυλωτικῶν νεωτερικῶν ἀναγνώσεων τῆς ἱστορίας τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ.(3)

Σύμφωνα μέ μία ἀξιοσημείωτη κρίση τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, ἄλλη θά ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς σχέσης «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας», ἄν τό ἱστορικό περιβάλλον δέν εἶχε διαμορφωθεῖ τόσο ἀντίξοο ἀπό πολιτική ἄποψη. Θά ἀποφευγόταν τουλάχιστον ἡ ἀδυναμία εἰρηνικῆς συνύπαρξης Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας. (4) Ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ (1341-1354) (5) προτείνεται, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὡς ἀφετηρία γόνιμου προβληματισμοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ συνέπεσαν καί οἱ τρεῖς πόλοι τῆς κατά τόν Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) βυζαντινῆς «τριαρχίας»: ὁ ἀκαταπόνητος πολεμιστής βασιλιάς, ὁ ἐπιφανής ἕλλην λόγιος καί ὁ ἡσυχαστής μονάχος (Ἰωάσαφ). Ἡ μορφή τοῦ καβαφικοῦ «Κύρ Γιάννη» εἶναι ἰδιαζόντως τραγική, γιατί ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν πόλων πού κατόρθωσε νά ἐνσαρκώσει στό πρόσωπό του εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στό ἱστορικό πεδίο. Τονίζω τήν ἀνάγκη μελέτης τῆς τριπολικῆς σχέσης Λόγου, Πίστης καί Πολιτικῆς, ἐπειδή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν κατοπινή σχιζοείδεια τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.(6)

Ἐπανερχόμενος στό θέμα τῆς «ἀναγέννησης», ὀφείλω νά ἐπισημάνω ὅτι, γιά νά ἔχουμε ἀξιόπιστη εἰκόνα, πρέπει νά δοῦμε καί τί εἴδους «ἀναγέννηση» ἔλαβε χώρα (ἄν ἔλαβε) στούς δύο ἄλλους πόλους τοῦ βυζαντινοῦ συστήματος: τόν βασιλικό θεσμό καί τήν ἑλληνική λογιοσύνη. Ποιές ἦταν ἐκεῖ οἱ «ἀναγεννητικές» ἀπόπειρες, ποιό χαρακτήρα εἶχαν καί γιατί δέν τελεσφόρησαν; Ἄς ὑποθέσουμε, γιά τήν οἰκονομία τῆς συζήτησης, ὅτι, ἄν ὑπῆρχαν «ἀναγεννήσεις», ὁμόλογες τῆς ἡσυχαστικῆς, καί στίς δύο ἄλλες συνιστῶσες τοῦ βυζαντινοῦ σχήματος καί ἐπιτύγχαναν, ἴσως κατόρθωνε τό Βυζάντιο νά ἀποφύγει τήν κατάρρευση.

Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά διατυπώσω τήν ἀπορία μου: Γιατί οἱ νεωτερικοί νόες μας, οἱ κατά τά ἄλλα τομώτατοι, ἀρνοῦνται πεισματικά νά ἀναγνωρίσουν τήν «ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἐκεῖ ὅπου ὄντως ὑπῆρξε καί χάρη στήν ὁποία ὄντως ἐπιβίωσε ὁ Ἑλληνισμός, δηλαδή τήν ἡσυχαστική ἀναγέννηση; Γιατί ἡ μεταξύ τους κρατοῦσα ἄποψη εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι «φταίει ὁ ἡσυχασμός», ποὺ δέν μπόρεσαν οἱ ἄλλες «ἀναγεννήσεις» νά ἐπιτύχουν τήν ἀποτροπή τῆς κατάρρευσης;

Ἀπό τό βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, Ἐκδόσεις Ἁρμός




-----------------------------------

1. Γιά τόν μή ἐνημερωμένο ἀναγνώστη σημειώνω ὅτι ἡ λεγόμενη «ἡσυχαστική ἔριδα» ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ «ἑλληνίζοντος» μονάχου Βαρλαάμ ἀπό τήν Καλαβρία ἐναντίον τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί διαίρεσε τό Βυζάντιο σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Τήν ὑπεράσπιση τῶν «ἱερῶς ἡσυχαζόντων» ἀνέλαβε ὁ μοναχός Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ κατοπινός ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διαμάχη συμπεριέλαβε ὅλα τά μεγάλα πνευματικά ζητήματα, μέ ἄξονα τή θεολογία τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, βάσει τῆς ὁποίας κατοχυρώνεται στό πεδίο τῆς Πίστης ἡ μετοχή τοῦ προσώπου στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Μέ τή θεολογία τῶν Ἐνεργειῶν ὁ Ἡσυχασμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὄρθωσε ἔτσι ἀποτελεσματικό φράγμα στήν ἀνελεύθερη δυτική καί ἀνατολική πνευματικότητα, σώζοντας τήν ἑλληνικότητα στό πεδίο ὁρισμοῦ της: τό πνευματικό-ψυχικό.

2. Ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση προσέλαβε καί τυπικά ἐθνοκρατικά χαρακτηριστικά ἀπευθυνόμενη στό βασιλιά Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391-1425) ἀπό τόν Πλήθωνα-Γεμιστό (1355-1452), τό μέντορα τῆς «ἀναγέννησης» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στήν Ἰταλία. Ὡς πλατφόρμα ἐθνοκρατικῆς «ἀναγέννησης» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ πρότασή του κρίνεται ἐντελῶς ἐξωπραγματική.

3. Μία μνημοτεχνική κωδικοποίηση τοῦ «ἡσυχαστικοῦ» διχασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Παλαμικοί/Ἀντιπαλαμικοί. Καντακουζηνικοί/Παλαιολογικοί. Ἀντιουμανιστές/Οὑμανιστές. Συντηρητικοί/Κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ἀντιλατίνοι/Λατινόφρονες. (Hans George Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ. 338, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1990.)

4. Ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς εἶναι ἀπό τούς ἐλάχιστους νεωτερικούς στοχαστές μας πού ἀντιλαμβάνεται τόν κρίσιμο ρόλο τοῦ Ἡσυχασμοῦ γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιπλέον, διαπραγματεύεται τή σχέση «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας» μέ τέτοια ἐπάρκεια, πού ἐκπλήσσει ἀκόμα καί τόν ἐναυρυνόμενο ὡς «εἰδικό» στό θέμα Μητροπολίτη Ναυπάκτου (βλ. βιβλιοκριτική του στό: http ://www.alopsis.gr).

5. Γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, βλ. Donald Μ. Nicol, Ἰωάννης Καντακουζηνός, Ὁ ἀπρόθυμος αὐτοκράτορας, μτφρ. Κατερίνα Χαλμάκου, ἔκδ. Γκοβόστης, Ἀθήνα 2008.

6. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς χαρακτήρισε τό 1354, χρονιά πού ὁ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τή Θεολογική Σοῦμα τοῦ Ἀκινάτη, ὡς ἱστορικό ὁρόσημο μεγαλύτερης πολιτισμικῆς σημασίας ἀπό τό 1453, ἔτος τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους. (Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, σ. 9, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.) Ἡ μετάφραση ὅμως ἦταν ἔργο τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἀπόφαση γιά τή γνωριμία τῶν Ἑλλήνων μέ τό διανοητικό τέρας τῆς καθολικῆς Δύσης ἦταν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ, συνειδητοῦ ἡσυχαστῆ καί φίλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δέν ἦταν ἀπόφαση τῶν «λατινοφρόνων». Βέβαια, ὁ Κυδώνης, «χαμένος στή μετάφραση», ἔγινε καθολικός. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κυδώνη ἔχει τή σημασία της, ἀλλά δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τοῦ ζητήματος. Ποιό ἦταν ἄραγε τό σκεπτικό τῆς πολιτικῆς ἀπόφασης; (Γιά τό σχῆμα τῆς σχιζοείδειας στή δομή τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ταυτότητας, τίς καταβολές τῆς ὁποίας καλούμαστε νά ἀναζητήσουμε στήν ἐποχή αὐτή, βλ. Πέρα ἀπό τό Ἄτομο, σσ. 361-365.)
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...