Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 30, 2013

Κυριακή ΙΔ’ Λουκά- Πίστεως θαυματουργία «Ανάβλεψον. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Και παραχρήμα ανέβλεψε»



(Λουκ. ιη΄ 35-43)
(Εφες. β΄ 4-10)
Πίστεως θαυματουργία
«Ανάβλεψον. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Και παραχρήμα ανέβλεψε»
Οι θαυματουργικές ενέργειες του Κυρίου αποκαλύπτονται ως ισχυρά σημεία της νέας πραγματικότητας που εγκαινιάζει, με βαθύτερα μηνύματα και νοήματα. Αποκαθιστούν την κατά φύση κατάσταση του ανθρώπου και φανερώνουν τη δυναμική της δημιουργικής ενέργειας του Θεού στον κόσμο. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται συγκεκριμένα στο θαύμα της θεραπείας του τυφλού στην Ιεριχώ.  Ο τυφλός διέθετε πίστη, η ρίζα της οποίας όμως σε καμιά περίπτωση δεν στηριζόταν στη ψυχρή λογική και σε στείρες ορθολογιστικές προσεγγίσεις, αλλά στο γόνιμο έδαφος της καρδιάς του.

Η τύφλωση του ανθρώπου εκείνου τού στερούσε τις χαρές που προσφέρει η σωματική θέα των πραγμάτων, τις ομορφιές της φύσεως, τις εικόνες των προσώπων και την όψη των γεγονότων. Δεν είδε ποτέ τίποτε, ούτε ακόμα το Πρόσωπο του Χριστού. Η πίστη του όμως δεν κινείτο σε αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ήταν γνήσια και αυθεντική. Εκδήλωσε συγκεκριμένα την πίστη εκείνη, για την οποία αργότερα έγραψε ο απόστολος Παύλος ότι είναι «πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων», δηλαδή παραδοχή πραγμάτων που δεν βλέπονται σωματικά από τον άνθρωπο. Μπορεί όμως να τα αντικρίσει και να τα βιώσει με τα μάτια της ψυχής του.
Από τα βάθη της καρδιάς
Η πίστη που ισχυρίζονται κάποιοι ότι διαθέτουν, μπορεί κάποτε να μην είναι και τόσο γνήσια. Να εκδηλώνεται ακόμα στους ορίζοντες του «θεαθήναι τοις ανθρώποις». Στις περιπτώσεις όμως αυτές που κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά και στα στεγανά της υποκρισίας, δεν μπορεί να είναι πραγματική και σίγουρα ούτε και θεάρεστη.
Ο τυφλός του Ευαγγελίου στην κατάλληλη στιγμή εκδηλώθηκε με τρόπο που μαρτυρούσε ότι η πίστη του για τον Χριστό ήταν αυθεντική, ήταν αληθινή, ήταν βγαλμένη από τα κατάβαθα της καρδιάς του. Μόλις έλαβε την πληροφορία ότι περνούσε από κοντά του ο Χριστός, άρχισε να Τον καλεί με δυνατή φωνή: «Ιησού, υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με». Με τη μικρή αλλά περιεκτική αυτή φράση αποκαλυπτόταν η μεγάλη του πίστη ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου. Το παράδειγμά του θυμίζει αυτό που είπε ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ότι «η εις Χριστόν πίστις εστί…το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν επερχόμενον, εν λύπαις και θλίψεσι και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται ημάς ο Θεός».
Καρποφορία πίστεως
Η πραγματική πίστη όμως έχει και τα καρποφόρα αποτελέσματα με διακριτούς τους εύχυμους καρπούς της. Η επιβράβευση ήλθε αμέσως από τον Κύριο, με την απαντητική του φράση: «Ανάβλεψε! Η πίστη σου σε έχει σώσει». Ο τυφλός από τη στιγμή εκείνη θεραπεύθηκε. Απέκτησε το φως του. Άρχισε να βλέπει και σωματικά. Ευεργετήθηκε από τον Θεό για την πίστη του και προχώρησε και πάρα πέρα. Μόλις λοιπόν απέκτησε το φως του «ηκολούθει αυτώ, δοξάζων τον Θεόν». Ευγνωμονούσε τον ευεργέτη του με δύο τρόπους: τον ακολούθησε στην πορεία του προς τα Ιεροσόλυμα και δόξαζε ταυτόχρονα τον Θεό.
Βλέπουμε έτσι ότι το θέλημα και η δύναμη του Θεού διοχετεύθηκαν και πέρασαν στο θέλημα και τη δύναμη της πίστης του τυφλού. Με αυτό τον τρόπο γνωρίζουμε ότι θαυματουργεί ο Θεός διά μέσου των αγίων και των ιερών τους λειψάνων. Γι’ αυτό ακόμα λέμε ότι ο χώρος της Εκκλησίας είναι ο τόπος της θαυματουργίας του Χριστού.  Ζητάμε μέσα από τις λατρευτικές της ακολουθίες το έλεος του Θεού, με τη μνεία «της Παναγίας αχράντου και πάντων των αγίων».
Αγαπητοί αδελφοί, εκείνο που πρωτίστως πρέπει να επιδιώκουμε είναι να μας ανοίξει ο Χριστός την πόρτα της Βασιλείας του, η οποία αποκαλύπτεται και ως χώρος της θαυματουργίας Του. Αυτή η προοπτική συνιστά και την πιο μεγαλειώδη καταξίωση του ανθρώπου. Εκείνος κάνει πάντοτε το πρώτο βήμα για να μας προσφέρει τη μεγάλη αυτή δωρεά. Ο τυφλός του  Ευαγγελίου ζητούσε το έλεος του Χριστού για να υποταχθεί στο θέλημά του. Φανερώθηκε η πίστη του και «παραχρήμα ανέβλεψε δοξάζων τον Θεόν». Αυτή η δοξολογία εκφράζεται όταν εφαρμόζουμε το θέλημά του και τηρούμε τις εντολές του ως έκφραση της θαυματουργίας της παρουσίας του που βιώνουμε στο χώρο της Εκκλησίας. Μόνο σ’ αυτή την προοπτική θα μπορέσουμε κι εμείς να αναβλέψουμε και να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
Εκ της ιστοσελίδος της Ιερά; Αρχιεπισκοπής Κύπρου
πηγή Ιστολόγιο ΑΚΤΙΝΕΣ

Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς (Λκ 18,35-43)

Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς 
(Λκ 18,35-43)
       θεραπεία τυφλῶν ἦταν ἕνα ἀπό τά κατεξοχήν μεσσιακά σημεῖα (βλ. Ἠσ 9,2· 29,18· 35,5· 42,67· 61,1· Μθ 4,16· 11,45). Οἱ προφητεῖες, βέβαια, ἀναφέρονταν κυρίως στόν πνευματικό φωτισμό τόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά φέρει ὁ Μεσσίας στόν κόσμο, πού ζοῦσε στό σκοτάδι τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Προαναγγέλλουν ὅμως καί τήν διάνοιξη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία χειροπιαστή ἔνδειξη τοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ. Θεραπεία τυφλοῦ ἤ τυφλῶν στήν Ἰεριχώ ἀναφέρουν καί οἱ εὐαγγελιστές Mατθαῖος καί Mᾶρκος. Tίς τοποθετοῦν καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί στήν ἴδια συνάφεια, λίγο πρίν ἀπό τήν θριαμβευτική εἴσοδο στά Ἰεροσόλυμα (πρβλ. Μθ 20,29-34· Μρ 10,46-52). Ἡ ἐξιστόρηση τοῦ περιστατικοῦ διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν ΙΔ´ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ.
18,35: "Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν".
      Τά Εὐαγγέλια μνημονεύουν μόνον αὐτή τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἰεριχὼ. Ἦταν ἡ δεύτερη σέ πληθυσμό πόλη τῆς Ἰουδαίας, πολύ πλούσια καί ἀριστοκρατική. Χτισμένη δύο χιλιόμετρα βορειότερα ἀπό τήν παλιά Ἰεριχώ πού γκρέμισε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, βρισκόταν έ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Εἶχε πλούσια παραγωγή μελιοῦ, βάλσαμου, ρόδων καί ἄλλων ἀρωματικῶν εἰδῶν. Ἰδιαίτερη λαμπρότητα τῆς ἔδιναν τά ἑλληνιστικοῦ τύπου κτίσματα, μέ τά ὁποῖα τήν εἶχε στολίσει ὁ Ἡρώδης A´: ἀμφιθέατρο, ἱπποδρόμιο, πολυτελέστατα ἀνάκτορα καί μεγάλες δεξαμενές. Σήμερα ὀνομάζεται Ρίχα καί εἶναι ἕνα ἄσημο χωριουδάκι μέ λίγους κατοίκους.
     Χιλιάδες προσκυνητές διέρχονταν ἀπό τήν Ἰεριχώ πορευόμενοι πρός τά Ἰεροσόλυμα γιά τήν γιορτή τοῦ Πάσχα. Τέτοιες ἡμέρες οἱ δρόμοι της ἦταν γεμάτοι ἀπό προσκυνητές καί καραβάνια. Ἑβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς, προσήλυτοι, λαός, φαρισαῖοι, φτωχοί, πλούσιοι, στρατιῶτες, ἔμποροι, ποικίλοι ἄνθρωποι συνέρρεαν. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί ζητιάνοι τυφλοί καί ἀνήμποροι, κάθονταν ἀπ’ τήν μιά καί τήν ἄλλη πλευρά τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως καί ἐκλιπαροῦσαν τήν ἐλεημοσύνη τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν. Κάπου ἐκεῖ παρὰ τὴν ὁδόν, κοντά στόν δρόμο, καθόταν καί ὁ τυφλός τῆς περικοπῆς προσαιτῶν, ζητιανεύοντας.
           εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει τήν θεραπεία δύο τυφλῶν κατά τήν ἔξοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν Ἰεριχώ (βλ. 20,30), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος κάνει λόγο γιά ἕναν, τόν ὁποῖο κατονομάζει· «υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος» (10,46). Ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του δείχνει ὅτι ἦταν γνωστός στούς ἀναγνῶστες τοῦ Εὐαγγελίου, πιθανόν μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἴσως αὐτός νά ἦταν ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διηγεῖται τήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ, ἡ ὁποία συνέβη ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχώ, ὅταν ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν κοντά στήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Στήν συνέχεια ἐξιστορεῖ τήν συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Ζακχαῖο μέσα στήν Ἰεριχώ (βλ. 19,110). Οἱ ἀφηγήσεις τῶν τριῶν εὐαγγελιστῶν ἔχουν κοινά σημεῖα, ἀλλά δέν ἀποκλείεται νά ἀναφέρονται σέ διαφορετικά γεγονότα.  Ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κατ’ ἐπανάληψη μπροστά σέ πολλούς τυφλούς καί εἶναι πολύ φυσικό νά ἔδειξε κατ’ ἐπανάληψη στόν λαό τό κατεξοχήν μεσσιακό σημεῖο, νά θεράπευσε δηλαδή πολλούς τυφλούς. Ἀπό τούς πολλούς οἱ εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὁρισμένους. 
18, 36-37: "Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται". 
     Μέ τήν ἐξασκημένη ἀκοή του ὁ τυφλός, ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ θόρυβος τῆς κοσμοσυρροῆς δέν εἶναι συνηθισμένος. Ρωτάει, λοιπόν, τούς διερχομένους· τί εἴη ταῦτα, τί συμβαίνει; Kαί τοῦ ἀπαντοῦν· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Εἶχαν περάσει ἤδη τρία χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε τήν δημόσια δράση του καί ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν πού τόν ἀκολουθοῦσαν αὐξήθηκε σημαντικά.                   
   πιπλέον, ἡ φήμη γιά τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε εἶχε διαδοθεῖ σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Ὅπου πήγαινε ἦταν πλέον γνωστός καί πλῆθος πολύ συνέρρεε κοντά του. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κοσμοσυρροή τήν ὁποία ἀντιλήφθηκε ὁ τυφλός. Ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρός τά Ἰεροσόλυμα, ὁ ὄχλος πού τόν συνόδευε ἐκδήλωνε ζωηρά τόν ἐνθουσιασμό του. Εἶχε θεριεύσει ἡ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κατά τό Πάσχα ἐκεῖνο θά ἀναλάμβανε ὡς Μεσσίας τόν θρόνο του, καί θά τούς ἀπήλλασσε ἀπό τόν ρωμαϊκό ζυγό!
18,38: "Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με".
          Τό πλῆθος πληροφόρησε τόν τυφλό ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ἀλλά ἐκεῖνος ἐβόησε, φώναξε δυνατά, Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Φαίνεται ὅτι δέν θεωροῦσε τόν Ἰησοῦ ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά εἶχε «θειοτέραν περὶ αὐτοῦ ἔννοιαν». Ἄν καί ἡ τύφλωσή του ἀσφαλῶς δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μελετᾶ μόνος του τίς Γραφές καί σέ ὅλη τήν ζωή του ἦταν ἕνας φτωχός ζητιάνος, ὡστόσο, εἶχε ἐνημερωθεῖ γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, γνώριζε ἴσως καί τίς σχετικές προφητεῖες105 καί πίστευε ὅτι ἔχει μπροστά του τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν «υἱόν Δαυΐδ». Aὐτή τήν πίστη ὁμολογεῖ μέ τήν προσφώνηση καί μέ τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους, τῆς συμπόνιας τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος μπορεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο πού τοῦ ζητᾶ, ἔχει τήν δύναμη νά τοῦ χαρίσει τό φῶς του. 
18,39: "Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με".
         Oἱ προάγοντες, ὅσοι βάδιζαν στήν ἀρχή τῆς πορείας, πρίν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἐπετίμων αὐτῷ, ἐπέπλητταν τόν τυφλό γιά νά σιωπήσει. Θεωροῦσαν ἀπρεπές νά παρουσιασθεῖ μπροστά σέ ἕνα τόσο ὑψηλό πρόσωπο ἕνας ἀνάπηρος, γιά νά ζητήσει ἐλεημοσύνη. Ἦταν, κατά τήν γνώμη τους, θρασύτατη ἡ ἀπαίτηση τοῦ τυφλοῦ νά διακόψει ὁ Ἰησοῦς τήν πορεία του, ἴσως καί τήν διδασκαλία του, προκειμένου νά ἀσχοληθεῖ μαζί του.
          τυφλός, ὡστόσο, ἐκφράζει τόν πόνο καί τόν πόθο του. Δέν ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πλήθους. Ἡ ἐπίπληξη τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ σ’ αὐτόν σάν τόν ὑδατοφράχτη, πού κάνει τόν χείμαρρο νά φουσκώνει ὁλοένα καί περισσότερο. Μέ ἐμπιστοσύνη στά φιλάνθρωπα αἰσθήματα τοῦ Ἰησοῦ δυναμώνει τήν ἔνταση τῆς φωνῆς του· μᾶλλον ἔκραζεν. Δέν ἦταν κραυγή ἀπόγνωσης, ἀλλά θερμῆς πίστεως. Ἡ πίστη ξέρει νά παλεύει μέ κάθε ἐμπόδιο καί νά νικᾶ. Δυνατά, καρδιόβγαλτα καί ἐπίμονα, ὅπως δηλώνει ὁ χρόνος τοῦ ρήματος, ἐπαναλάμβανε· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. 
18,40: Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν.
         Ἰησοῦς στάθηκε. Δέν θεωρεῖ ἀνάξιο τῆς ἀποστολῆς του νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο πού ζητάει τήν βοήθειά του. Στά μάτια τοῦ πλήθους, βέβαια, ὁ τυφλός δέν εἶναι παρά ἕνας ἐπαίτης. Ὁ Kύριος ὅμως γνωρίζει ὅτι ἔχει κοντά του ἕναν ἄνθρωπο μεγάλης πίστεως. Γι’ αὐτό, δίνει ἐντολή νά τόν ὁδηγήσουν μπροστά του· ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Μόνος του ὁ τυφλός δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει τό σημεῖο πρός τό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατευθυνθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ δείχνει τήν φιλοστοργία του. Ταυτόχρονα, δίνει περισσότερη δημοσιότητα στό σημεῖο, καθώς ὅλοι βλέπουν τόν μετακινούμενο τυφλό, πού ἀμέσως μετά θεραπεύεται, παραδίδει δέ καί ἕνα μάθημα στόν ὄχλο πού τόν ἀκολουθεῖ: Ὁ Μεσσίας δέν εὐαρεστεῖται στούς ἄκριτους καί ἐπιφανειακούς ἐνθουσιασμούς τῶν πολλῶν. Ἀναπαύεται στήν ὑγιῆ πίστη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων. 
18,41: "Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω".
      Ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεός, ἀναμφίβολα, γνωρίζει τί ἐπιθυμεῖ ὁ τυφλός. Ἐντούτοις, τόν ρωτᾶ· τί σοι θέλεις ποιήσω; Στόχος του εἶναι νά ἀκούσουν τά πλήθη τήν συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ· ἵνα ἀναβλέψω. Διαλύεται ἔτσι ἡ ὑποψία πολλῶν ὅτι ὁ τυφλός ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί ἀποκαλύπτεται ἡ μεγάλη του πίστη. 
18,42: "Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε".
            Μέ τήν θεϊκή του δύναμη καί ἐξουσία ὁ Ἰησοῦς χαρίζει στόν τυφλό τήν χαμένη του ὅραση. Ἡ προσταγή του, ἀνάβλεψον, θυμίζει τόν λόγο τοῦ Δημιουργοῦ «γενηθήτω φῶς» (Γέ 1,3). Ποιός ἀπό τούς προφῆτες, θαυμάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θεράπευσε μέ τέτοια ἐξουσία; Ἡ φωνή ἔγινε ἀμέσως φῶς στόν ἄρρωστο, διότι βγῆκε «ἐκ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ».
      Ὁ Κύριος θέλοντας νά προβάλει τήν δύναμη τῆς πίστεως καί νά διδάξει πώς τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ βραβεῖο γιά τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ λέγει· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. «Πίστιν εἶχε, οὐχ ὅτι ἐστὶ Θεός, ἀλλ’ ὅτι δύναται ἰάσασθαι αὐτόν», διευκρινίζει ὁ Ζιγαβηνός. Δέν μποροῦσε ἀσφαλῶς νά συλλάβει ὅτι μπροστά του εἶχε τόν Θεό. Πίστευε ὅμως ἀκράδαντα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπίμονη κραυγή του, στήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ νά θεραπεύσει τήν ἀνίατη ἀσθένειά του.
18,43: "Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ".
         παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτέλεσε ἄμεσα τό σημεῖο. Ὁ τυφλός παραχρῆμα ἀνέβλεψε. Ἐκφράζοντας τήν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του, προστέθηκε στήν συνοδεία τοῦ Ἰησοῦ, ἠκολούθει αὐτῷ. Εὐγνώμονα, ἐπίσης, διακήρυττε παντοῦ τήν εὐεργεσία πού δέχθηκε δοξάζων τὸν Θεόν, διότι ἀπήλαυσε διπλῆς εὐεργεσίας. Ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν τύφλωση καί τοῦ σώματος καί τῆς καρδιᾶς. 
     Ὁ Ἰησοῦς κατά τήν διάρκεια τῆς τριετοῦς δράσεώς του ἀπαγόρευε αὐστηρά στούς εὐεργετημένους νά μιλοῦν γιά τήν θεραπεία τους. Κάποιες φορές δέν τούς ἐπέτρεπε οὔτε νά τόν ἀκολουθοῦν (βλ. Μρ 5,18-19· Λκ 8,38-39). Λάμβανε τά μέτρα του, ὥστε νά προκαλοῦνται ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο οἱ ἐχθροί του. Καθώς ὅμως πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ Πάθους, δέν ὑπῆρχε λόγος νά μένει περιορισμένος ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του οὔτε νά καταστέλλονται πλέον οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ.
         Στήν γενικώτερη συνάφεια πρέπει ἰδιαίτερα νά προσέξουμε τίς συνεχεῖς κλήσεις πού ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς. Εἴτε μέ λόγους εἴτε μέ σημεῖα καλεῖ ὅλους ὅσους τόν πλησιάζουν, ὅσους τόν ρωτοῦν, ὅσους θεραπεύει. Αὐτές οἱ τελευταῖες κλήσεις εἶναι κλήσεις μαθητῶν. Ἕνα μήνα περίπου μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ, ἐμφανίζεται ἀναστημένος σέ πεντακόσιους μαθητές στήν Γαλιλαία. Ποῦ βρέθηκαν τόσοι; Τήν ἀπάντηση τήν δίνει ὁ τελευταῖος στίχος αὐτῆς τῆς περικοπῆς καί τῶν παραλλήλων τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου. Eἶναι αὐτοί πού τόν εἶχαν θαυμάσει καί τόν εἶχαν ἐμπιστευθεῖ ὡς Mεσσία.

Κυριακή ΙΔ Λουκά ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ


Οι άνθρωποι όταν ακούμε την λέξη «πλούτος», ο νους μας πηγαίνει  στα υλικά αγαθά, στο χρήμα. Η ζωή της πίστης μας όμως μας δείχνει ότι ο πλούτος δεν μπορεί να περιοριστεί στην ύλη. Υπάρχει ένας αλλιώτικος πλούτος, ο οποίος πηγάζει από τον Θεό, προσφέρεται στον άνθρωπο αφειδώλευτα και οδηγεί στην ανάγκη ο άνθρωπος να ανταποδώσει τη δωρεά ως αντίδωρο αγάπης στον δοτήρα Κύριο. Πρόκειται για τον πλούτο της χάριτος του Θεού, ο οποίος μας δίδεται «εν Χριστώ Ιησού» και ο οποίος έχει διάρκεια αιωνιότητας, κρατά δηλαδή για πάντα την αξία του και γίνεται πλούτος αιωνιότητας για τον καθέναν ο οποίος τον κατέχει.
           Ο πλούτος αυτός είναι «υπερβάλλων». Έχει πληρότητα και η ποσότητά του δεν είναι περιορισμένη. Ενώ τα υλικά αγαθά αριθμούνται, αποτιμάται η αξία τους σε χρηματικές μονάδες, η χάρις του Θεού δεν έχει μέτρο και όριο. Όποιος την έχει, την γεύεται χωρίς περιορισμό. Ταυτόχρονα, ενώ τα υλικά αγαθά δίνουν χαρές στον άνθρωπο, τον βοηθούν να απολαμβάνει τη ζωή του, ενίοτε τον ρίχνουν και σε πολλούς και μεγάλους πειρασμούς, η χάρις του Θεού δίνει σε όποιον τη γεύεται την αληθινή πληρότητα. Τον οδηγεί όχι στο να απολαμβάνει με την έννοια της ηδονής αυτή τη ζωή, αλλά να χαίρεται που βιώνει την αγάπη του Θεού προσωπικά, την χάρη και την ελπίδα που η πίστη δίδει και να βιώνει τον σκοπό της ζωής που προέρχεται από την κοινωνία με το Θεό. Αυτή η πληρότητα δίδει ομορφιά στην καρδιά του ανθρώπου. Τον καθιστά χαρούμενο στο πρόσωπο. Τον απαλλάσσει από την κακία και την εκδικητικότητα. Τον κάνει να βλέπει στο πρόσωπο του αδελφού του τον Θεό. Την ίδια στιγμή τον κάνει να προσπαθεί για το καλό του αδελφού του, ακόμη κι αν αυτό δεν μπορεί να αποτιμηθεί με ενέργειες του θελήματός του, ακόμη κι αν αυτό περιορίζεται μόνο στην προσευχή και στην εναπόθεση στο Θεό της μέριμνας για τον πλησίον, διότι εκείνος δεν μπορεί να δεχθεί κάτι άλλο.
               Ο πλούτος αυτός φανερώνεται «εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις». Έχει διάρκεια. Δεν κληροδοτείται όπως τα υλικά πλούτη από γονείς σε παιδιά, αλλά αποκτιέται από τον καθέναν προσωπικά, εφόσον τον ζητήσει και αγωνιστεί γι’ αυτόν. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι ένας πλούτος ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος. Αρκεί όποιος τον επιθυμεί να κάνει το βήμα προς αυτόν. Να απαλλαγεί από την κυριαρχία του σαρκικού φρονήματος. Να εμπιστευθεί το Θεό, στις χαρές και τις λύπες. Να αγωνιστεί δια της ασκητικής οδού, της νηστείας, της προσευχή, της μετανοίας, να έχει καθαρή καρδιά. Και ο καθένας ξεκινά όχι απλώς για να μιμηθεί τον πλούτο της χάριτος που έχει ο άλλος ή να επαναπαυθεί σε όσους τον κατέχουν ήδη, αλλά για να χτίσει τη δική του υποδομή, ώστε ο πλούτος αυτός να εγκατασταθεί δια παντός εντός του.
Στους περισσότερους ανθρώπους ο πλούτος αυτός είναι άγνωστος. Συνήθως θεωρούμε τη σχέση μας με το Θεό ως κάτι παραδοσιακό, γιορτινό, χρήσιμο στις δυσκολίες. Ενίοτε βλέπουμε αυτή τη σχέση και ως κάτι το μαγικό, κάτι που αφ’ εαυτού του δίνει δύναμη όταν τη χρειαζόμαστε, χωρίς να είναι ανάγκη το υπόλοιπο διάστημα της ζωής μας να αλλάξουμε πορεία ή να προσπαθήσουμε να τον κατακτήσουμε. Άλλοτε μεταβάλλεται σε αξιομισθία, σε περίσσευμα αγαθών έργων εκείνων που τον είχαν ή τον έχουν και που καλούνται να δώσουν και σε μας, χωρίς να συναισθανόμαστε ότι πρωτίστως η ευθύνη έγκειται στο να τον ζητήσουμε και να τον λάβουμε εμείς από το Θεό όχι απλώς ως ευλογία για τον κόπο μας, αλλά ως νόημα ζωής.  Άλλοτε πάλι προσπερνιέται με το πρόσχημα της ταπεινώσεως. Δεν είμαστε ικανοί να τον έχουμε ή να τον διαχειριστούμε. Έτσι, τον αφήνουμε σε άλλους κι εμείς ζητούμε να συνεχίσουμε μία ζωή χωρίς αυτόν.
Η χάρις του Θεού όμως είναι η ζωοποιός ενέργειά Του η οποία ενεργοποιεί τις δυνάμεις της ύπαρξής μας σε μια πορεία κοινωνίας, φωτός και ελπίδας. Αυτή είναι και η οδός της αγιότητας. Ο άγιος, μέσα στην ταπεινοσύνη του, εκζητεί την χάρη και το έλεος του Θεού. Και ο Κύριος δίδει. Τότε η χάρις αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Αγίου. Στην παρρησία με την οποία προσεύχεται στο Θεό για όσους μπορεί. Στην ιλαρότητα της καρδιάς με την οποία ακούει όσους δυσκολεύονται, προσφέρει και αγαπά. Αλλά και στην βαθιά πεποίθηση εντός του ότι «ζει Κύριος ο Θεός» και ότι τον αγαπά προσωπικά, όπως και τον κάθε άνθρωπο.
Και τότε η χάρις του Θεού προσθέτει στον ανθρώπινο κόπο.Δίδει περισσότερη διάθεση για προσευχή. Δίδει δύναμη ώστε να είναι περισσότερος ο χρόνος προσφοράς στους άλλους. Δίδει την καλλιέργεια όλων των χαρισμάτων, ώστε τα πάντα να αντιπροσφέρονται ως αντίδωρο αγάπης προς τον Θεό, δια του πλησίον. Στις δοκιμασίες φαίνεται η περίσσεια της ψυχής του δοκιμαζόμενου, καθώς δεν καθιστά κέντρο της ενασχόλησής του τον εαυτό του, αλλά την προσευχή και την παρηγοριά στους άλλους που χειμάζονται με το δικό τους τρόπο. Ο γενναίος γίνεται γενναιότερος. Ακόμη κι αυτός που αισθάνεται την ασθένειά του, του προστίθεται δύναμη. Είναι μία μυστική κοινωνία με το Θεό, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τις λεπτομέρειες της ψυχής του. Τις ρίζες των παθών του. Να κατανοεί το λίγο που μπορεί σε σχέση με το Θεό και τον συνάνθρωπο. Και να αγιάζεται για να μπορεί να αγιάσει.
Είναι αλλιώτικος αυτός ο πλούτος, όπως τον περιγράφει ο απόστολος Παύλος στους Εφεσίους: «χάριτι εστέ σεσωσμένοι . και συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού, ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού» (Εφεσ. 2, 6-7). Αγωνιζόμαστε οι άνθρωποι να αποκτήσουμε αγαθά για να τα κληροδοτήσουμε στους μετά από εμάς, χωρίς να διαβλέπουμε ότι η αληθινή ομορφιά βρίσκεται στον πλούτο που ο Θεός προσφέρει δια της χάριτός Του σε όσους Τον εμπιστεύονται και γνωρίζουν ότι μόνο κοντά Του και στη ζωή της Εκκλησίας βρίσκεται η αλήθεια της ζωής. Αυτή την χάρη, αυτό το κάλλος ας προσπαθούμε εν τη Εκκλησία και εν τη πίστη να το γευτούμε και να το κληροδοτήσουμε με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και μέσα από την πίστη στον Κύριό μας. Και ας βοά ο κόσμος μόνο για τις υλικές ανάγκες. Με την πίστη και αυτές θα καλυφτούν. Αλλά και αυτό να γίνει, δεν είναι ό,τι θα δώσουμε στους επερχόμενους. Γιατί δεν θα κρατήσει μπροστά στη φθορά και τον θάνατο. Μόνο η χάρις είναι τελικά το νόημα.

Κέρκυρα, 1 Δεκεμβρίου 2013

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος, ὁ Πρωτόκλητος



Ὁ Ἀνδρέας, ψαρὰς στὸ ἐπάγγελμα καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἦταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἐπειδὴ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο πρῶτος στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν, ὀνομάστηκε πρωτόκλητος.

Ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς τοῦ Ἀνδρέα μέχρι τὴν Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὑπῆρξε σχεδὸν ἴδια μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων μαθητῶν.

Μετὰ τὸ σχηματισμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁ Ἀνδρέας κήρυξε στὴ Βιθυνία, Εὔξεινο Πόντο, Θρᾴκη, Μακεδονία καὶ Ἤπειρο. Τελικά, κατέληξε στὴν Ἀχαΐα. Ἐκεῖ ἡ διδασκαλία του καρποφόρησε καὶ μὲ τὶς προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικὰ πολλοὺς ἀσθενεῖς. Ἔτσι, ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια εἶχε μεγάλες κατακτήσεις στὸ λαὸ τῆς Πάτρας.

Ἀκόμα καὶ ἡ Μαξιμίλλα, σύζυγος τοῦ ἀνθυπάτου Ἀχαΐας Αἰγεάτου, ἀφοῦ τὴν θεράπευσε ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀῤῥώστια ποὺ εἶχε, πίστεψε στὸ Χριστό. Τὸ γεγονὸς ἐκνεύρισε τὸν ἀνθύπατο, καὶ μὲ τὴν παρότρυνση τῶν εἰδωλολατρῶν ἱερέων συνέλαβε τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν σταύρωσε σὲ σταυρὸ σχήματος Χ.

Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας «παρέστησε τὸν ἑαυτό του στὸ Θεὸ δόκιμον ἐργάτην», δηλαδὴ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ λείψανό του ἔθαψε μὲ εὐλάβεια ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Πατρῶν Στρατοκλῆς.

 


Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.

 


Μεγαλυνάριον Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Μηθύμνης

Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἦτο ἐπίσκοπος Μηθύμνης, ὁ πρῶτος ἴσως ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως, καὶ μάλιστα ἔλαβε μέρος στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ ἔτος 325 μ.Χ.

Ἐπίσης, λέγεται, ὅτι ἵδρυσε μοναστήρι στὴν περιφέρεια τῆς Κοινότητος Λαφιώνας, ὅπου πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του. 

Γιὰ τὸ ἔργο, ἐπίσης, τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου δὲν ἔχομε ἄλλες πληροφορίες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἀκολουθία ποὺ ψάλλεται τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου, στὶς 30 Νοεμβρίου. Ἐκεῖ ἐγκωμιάζεται ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» καὶ στὴ συνέχεια ὡς «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὅτι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα. 
 

Ὁ Ἅγιος Φρουμέντιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀβησσυνίας (Αἰθιοπίας)

Στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου (330), κάποιος φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Τύρο, ποὺ ὀνομαζόταν Φρουμέντιος, πῆγε στὴν Ἀβησσυνία (Αἰθιοπία) γιὰ νὰ συλλέξει ἱστορικὰ στοιχεῖα γι᾿ αὐτὴν τὴ χώρα.

Ἔγινε γνωστὸς στὴ βασιλικὴ αὐλὴ γιὰ τὴν λογιότητά του καὶ διορίστηκε σὲ ἀνώτερη διοικητικὴ θέση. Τὴ θέση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή του χρησιμοποίησε γιὰ τὴν ἔναρξη διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ.

Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἀνακοίνωσε στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Μέγα Ἀθανάσιο, ὅτι μία πιὸ συστηματικὴ χριστιανικὴ ἐργασία σ᾿ αὐτὴν τὴ χώρα θὰ εἶχε ἀποτελέσματα καρποφόρα.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμφώνησε καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἱεραποστολὴ ἐκείνη, ἀφοῦ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο (τὸ ἔτος 341) μὲ τὸν τίτλο «Ἀξώμης». Καὶ ἡ ἱεραποστολὴ ἐκείνη, μὲ βοηθὸ τοῦ Φρουμεντίου τὸν Αἰδέσιο, ἔφερε πράγματι ἀρκετὴ καρποφορία.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...