Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στέργιος Ν.Σάκκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στέργιος Ν.Σάκκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2017

Στέργιος Ν. Σάκκος, Η περιτομή του Κυρίου


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Γιορτή δεσποτική
Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
῾Η γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων... οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.

Σημάδι διαθήκης τοῦ Θεοῦ
῾Η περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (῎Εξ 4,25· ᾿Ιη 5,2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γε 17,11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τό λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (῎Εξ 12,44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ᾿ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. ῏Ηταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (᾿Ιε 4,4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τό λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δε 30, 6).
«᾿Αχειροποίητη περιτομή»
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Αβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λκ 2,21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«᾿Οδύνη καί ἕλκος (=πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (=θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ· Καθώς ἐντάσσεται στήν ᾿Εκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κλ 2,11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
Τό δεύτερο σημάδι τοῦ Θεοῦ
Σ᾿ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε... ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γε 2,2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι᾿ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (᾿Εξ 20,8-10).
«῾Ορᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (᾿Εξ 31,13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
Στήν καινή κτίση
 ῾Η περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν ᾿Εκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στό σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ᾿ αὐτό ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
Τά δῶρα τῆς Κυριακῆς
Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ᾿ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. ῾Η ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ᾿ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
Κοινωνοί θείας φύσεως
῾Αγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
῾Αγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ᾿ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
 Στέργιος Ν. Σάκκος, Ομότιμος καθηγητής Εισαγωγής και Ερμηνείας Καινής Διαθήκης  Αριστοτέλειου  Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2017

Ὁ Ἅγιος Στυλιανός - Στεργιανός



Τὴν 26ην Νοεμβρίου ἑορτάζομεν τήν μνήμην τοῦ ἐν
Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγῶνος.
Ἀνωτέρω εἰκών τοῦ Ἁγίου προερχομένη ἐκ τοῦ χρω -
στῆρος τῆς Ἀδελφότητος τῶν Παχωμαίων Ἁγίου Ὄρους
.
Στίς 26 τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τόν ἅγιο Στυλιανό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιαίτερα ἀγαπητός στόν λαό καί θεωρεῖται προστάτης τῶν βρεφῶν καί νηπίων.
Πολύ χαρακτηριστική, ἀλλά καί συγκινητική εἶναι ἡ εἰκόνα του· ὁ ἅγιος κρατώντας ἕνα σπαργανωμένο παιδί στήν ἀγκαλιά του παρουσιάζεται ὡς φιλόστοργη μητέρα καί συγχρόνως ὡς χειροδύναμος πατέρας, πού προσφέρει στό παιδί τήν στοργή καί τήν δύναμη, πού αὐτό χρειάζεται.
Οἱ γυναῖκες, πού δέν γεννοῦν παιδιά, ἐπικαλοῦνται τήν πρεσβεία του καί οἱ μητέρες, ὅταν ἀρρωσταίνουν τά μικρά τους, προστρέχουν στήν βοήθειά του.
Ἐνῶ ὅμως εἶναι πολύ διαδεδομένη ἡ γιορτή του καί πολύ λαοφιλής ἡ μνήμη του, δέν εἶναι καλά γνωστή ἡ ἱστορία του.
Ὑπάρχει, μάλιστα, μία σύγχυση γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, καθώς καί γύρω ἀπό τό ὄνομά του, ἡ ὁποία ἐπιτείνεται, καθόσον σήμερα οἱ χριστιανοί δέν ἐνδιαφέρονται νά διασώζουν ἀκριβῶς τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μέ τό ὁποῖο βαπτίσθηκαν.

Ἔτσι πολλοί δέν ἀναγνωρίζουν ἄν τά βαπτιστικά Στέλιος-Στέλλα καί Στέργιος- Στεργιανή ἀναφέρονται στόν ἅγιο Στυλιανό ἤ τό δεύτερο ἀναφέρεται σέ ἄλλον ἅγιο.
Ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι ἅγιος Ἀστέριος καί Σέργιος ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία μας· δέν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι τό Στέργιος μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό τό Ἀστέριος ἤ ἀκόμη ἀπό τό Σέργιος, καί δέν ἔχει σχέση μέ τό Στυλιανός. Παρ᾽ ὅλο ὅμως πού εἶναι βέβαιο ὅτι τό Στέργιος συνδέεται μέ αὐτά τά πρόσωπα καί τά ὀνόματά τους.


Νομίζω ὅτι εἶναι μία εὐλαβική προσ φορά στήν μνήμη τοῦ ἁγίου καί μία σεμνή συμμετοχή στήν γιορτή του νά προσπαθήσουμε νά γνωρίσουμε καλύτερα τό πρόσωπό του μελετώντας τό ὄνομά του, τό ὁποῖο σέ τέτοιες περιπτώσεις ἀποτελεῖ μία ἱστορική μαρτυρία ταυτότητος.

Τό συναξάριο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Στυλιανός καταγόταν ἀπό τήν Παφλαγονία, ὅπου καί ἀπέθανε καί ἐτάφη. Ἔζησε στά χρόνια μεταξύ τοῦ 4ου καί 6ου αἰῶνος καί ἔδειξε ἀπό μικρός ὅτι ἀνῆκε ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό.
Νωρίς μοίρασε τήν περιουσία του στούς πτω χούς καί ἔγινε μοναχός, ὡς μοναχός δέ ξεπέρασε τούς πάντες σέ κοπιαστική ἄσκηση καί σκληραγωγία.
Ἀργότερα ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο καί κατοίκησε μέσα σέ μιά σπηλιά. Ἡ ἁγιότητά του ἥλκυσε τήν θεία χάρη καί ἀπέκτησε τό χάρισμα νά θεραπεύει ἀνίατες ἀρρώστιες.
Ἰδιαίτερα ὅταν μητέρες, πού ἔχαναν τά νεογνά τους, ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομά του, γρήγορα ἀποκτοῦσαν ἄλλα παιδιά.
Μ᾽ αὐτή τήν φήμη, τῆς προστασίας τῶν βρεφῶν, ὁ ἅγιος Στυλιανός ἐπεκράτησε στόν λαό καί ἡ γιορτή του διακρίθηκε. Μέ τό ὄνομά του βαπτίζονταν συχνά τά παιδιά, γιά νά ἔχουν τήν βοήθειά του, ἰδιαίτερα ἄν ἦταν φιλάσθενα ἤ ἄν εἶχε κινδυνεύσει ἡ ὑγεία τους.
Στά νεώτερα χρόνια ἡ ἰδιότητα τοῦ ἁγίου νά «στερεώνει» τά μικρά παιδιά στήν ζωή ὑπερίσχυσε τοῦ ὀνόματός του καί ἐπιπλέον ἡ ὁμοηχία τοῦ ὀνόματος Στυλιανός μέ τήν ἰδιότητα τοῦ στερεός συνέβαλε, ὥστε ὁ ἅγιος Στυλιανός ἔγινε στά νεοελληνικά Στεργιανός καί τά παιδιά πού ἔπαιρναν τό ὄνομά του λέγονταν ἐπίσης Στέργιος, Στεργιανή.

Τά ὀνόματα αὐτά ἀπαντοῦν ἰδιαίτερα στούς ὀρεινούς πληθυσμούς τῆς Β. Ἑλλάδος, ἐνῶ στά νότια παραμένουν τά ἀρχικά Στέλιος, Στέλλα.
Στούς ὀρεινούς συνηθίζονταν, ἐξάλλου, καί ἄλλα παρεμφερῆ ὀνόματα, πού ὑπαγορεύονταν ἀκριβῶς ἀπό τόν φόβο τῆς θνησιμότητος τῶν βρεφῶν. Ἔτσι μαζί μέ τό Στέργιος, πού δινόταν σάν εὐχή στό παιδί νά στεργιώσει καί σάν προσευχή στόν ἅγιο νά βοηθήσει, ἀκουγόταν συχνά καί τό Ζήσης (=νά ζή- σει), τό Ρίζος (=νά ριζώσει) κ.ἄ. ὅμοια.

Ἑπομένως, τό ὄνομα Στέργιος ἀναφέρεται στόν ἅγιο Στυλιανό καί δέν ἔχει σχέση ὡς ὄνομα οὔτε μέ τό Ἀστέριος οὔτε μέ τό Σέργιος. Τό Ἀστέριος ἦταν γνωστό καί στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή καί σημαίνει αὐτόν πού μοιάζει μέ ἀστέρι· τό δέ Σέργιος μᾶς ἦλθε ἀπό τά λατινικά καί ἐξελληνίσθηκε.

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐν προκειμένῳ μέ τόν ἅγιο Στυλιανό συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο· κληροδότησαν στήν Ἐκκλησία ὄχι μόνο τό ἁγιασμένο ὄνομά τους, ἀλλά καί τό εὐλογημένο τους χάρισμα. Πράγματι, ὡς βαπτιστικά σήμερα χρησιμοποιοῦνται τόσο τά Στυλιανός, Ἰωάννης ὅσο καί τά ἀντίστοιχα Στέργιος, Χρυσόστομος.

Τήν ἴδια μέρα μέ τόν ἅγιο Στυλιανό γιορτάζει καί ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης ἤ Στυλίτης, ἕνας ἅγιος πού παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεῖα μέ τόν ἅγιο Στυλιανό. Ἦταν καί αὐτός Παφλαγόνας, ἀπό τήν Ἀδριανούπολη, καί ἔδειξε καί αὐτός ἀπό μικρός ὅτι ἦταν προικισμένος μέ ἐξαιρετικές χάρες.
Γεννήθηκε στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἡρακλείου, κατά τόν 6ο αἰ., καί ἔγινε καί αὐτός μοναχός πού διακρίθηκε μέ ποικίλες ἀσκήσεις καί ξεπέρασε τούς πάντες στήν καρτερία, ἀπέκτησε δέ καί τό χάρισμα νά θαυματουργεῖ.
Τό ἰδιαίτερο στόν ἅγιο Ἀλύπιο ἦταν ὅτι ἔζησε πάνω σέ ἕνα στύλο -ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία Κιονίτης ἤ Στυλίτης (κίων=στύ- λος)- 66 χρόνια, «σάν ἕνας χάλκινος ἀνδριάντας, παλεύοντας μέ τίς βροχές καί τόν καύσωνα, μέ τούς παγετούς καί τά χιόνια καί μέ τούς ἀνέμους καί τίς λαίλαπες», ὅπως λέει ὁ βιογράφος του.
 Ὁρισμένοι ἐρευνητές ἔχουν τήν γνώμη ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός ταυτίζεται μέ τόν ἅγιο Στυλιανό, καθόσον ἡ λέξη Στυλιανός δέν εἶναι παρά μετάφραση τοῦ Κιονίτης, ἡ δέ ζωή τους ἐκτυλίσσεται παρόμοια.
Πιθανόν, πράγματι, κάποιες συνθῆκες νά συνέβαλαν ὥστε ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης νά ἔγινε γνωστός μέ τόν μεταφρασμένο τύπο τοῦ ἐπιθέτου του ὡς ἅγιος Στυλιανός, κάποτε δέ νά θεωρήθηκε ὅτι τά δύο ὀνόματα ἀντιπροσώπευαν δύο διαφορετικά πρόσωπα καί νά διακρίθηκαν.
Πάντως στήν Ἐκκλησία μας ὁ ἅγιος Στυλιανός, παρ᾽ ὅλο πού γιορτάζει μαζί μέ τόν ἅγιο Ἀλύπιο τόν Κιονίτη, τιμᾶται ὡς ἰδιαίτερος ἅγιος.
Ἀλλά δέν εἶναι καθόλου παράξενο οὔτε ἀπίθανο καί ὁ ἅγιος Στυλιανός νά ὑπῆρξε ἐπίσης ἕνας στυλίτης, καθόσον τό ὄνομά του προέρχεται ἀπό τήν λέξη στύλος.
Ἔτσι, λοιπόν, τόν ἅγιό μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε ζωντανός στύλος, στήν προσπάθειά του νά ἀγγίξει τόν Θεό ἀφήνοντας τά γήινα καί ὑψώνοντας τό πνεῦμα καί τό σῶμα του στόν οὐρανό, τόν ἄγγιξε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν κατέστησε «στεργιωτή» τῶν βρεφῶν καί τῶν νηπίων.

Ορθόδοξος Τύπος 26 Νοεμβρίου 2011
πηγή

Πέμπτη, Απριλίου 21, 2016

Η μετάλλαξη της οικουμενικότητος της Εκκλησίας στον πονηρό Οικουμενισμό! Η νέα Εκκλησία από μέρα σε μέρα ανδρώνεται!


   Μέσα στη χαρακτηριστική των καιρών μας γενική σύγχυση και ανατροπή των εννοιών, γίνεται ένα σοβαρό μπέρδεμα, που προσβάλλει ό,τι ιερότερο σ΄ αυτό τον κόσμο, την αγία μας Εκκλησία, και θέτει σε κίνδυνο ό,τι πολυτιμότερο, τη σωτηρία μας. Ποιο είναι το μπέρδεμα; Θα το εκθέσω απλά.
   Γνώρισμα της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, είναι η οικουμενικότητα, το να απλώνει, δηλαδή, την αγάπη και να προτείνει τη σωστική δύναμή της σε όλη την οικουμένη. Η Εκκλησία, κατά το παράδειγμα του Κυρίου και Αρχηγού της Ιησού Χριστού, «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2, 4).
Σε καμμία περίπτωση, όμως και για κανένα λόγο η Εκκλησία δεν αδικεί την αλήθεια, για να εξυπηρετήσει δήθεν την αγάπη, διότι αποκομμένη από τηναλήθεια η αγάπη εκφυλίζεται σε απάτη. Αυτή την απάτη προβάλλει εντυπωσιακά και φαντασμαγορικά η αίρεση του Οικουμενισμού.
   Αν μας ενοχλεί η μαζοποίηση και χυλοποίηση των πάντων κάτω από τον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη ημετάλλαξη της οικουμενικότητος της Εκκλησίας στο πονηρό και διάτρητο οικουμενιστικό μοντέλο, που προωθεί ο Οικουμενισμός ανασταίνοντας τον σαρωτικά απέλπιδα συγκρητισμό. Αυτός θα αποτελεί τη βάση της προσχεδιασμένης και ήδη εκκολαπτόμενης νέας εκκλησίας.
   Αλλά το άρθρο αυτό δεν προτίθεται να αναφερθεί διεξοδικά στην αίρεση του Οικουμενισμού, για την οποία άλλωστε έχουν γραφεί και γράφονται πολλά. Ο γράφων, ως μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και χωρίς καθόλου να αμφισβητεί την ορθοδοξία οποιουδήποτε άλλου ορθοδόξου, αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει την αγωνία και τον πόνο του για τα τεκταινόμενα εις βάρος της Ορθοδοξίας· Εν ονόματι της οικουμενιστικής ενότητος καιαγάπης καταπατούνται κατάφωρα και ασύστολα θεσμοί αιώνων.
   Παραθεωρείται ως ξεπερασμένο και αναχρονιστικό το ιερό Πηδάλιο της Εκκλησίας, διαγράφονται ιεροί κανόνες, αθετείται η ευαγγελική γραμμή, την οποία με ακρίβεια και φόβο Θεού ακολούθησαν οι άγιοι πατέρες μας, και επιχειρείται η «μετάθεσις ορίων» τα οποία εκείνοι έθεσαν και υπερασπίσθηκαν με θυσίες, δάκρυ και αίμα.
     Σ΄ αυτό το πλαίσιο εκτυλίχθηκαν στα τέλη του παρελθόντος έτους
δύο γεγονότα τα οποία απάδουν προς την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γι΄ αυτό εμβάλλουν σε αγωνία και προβληματισμό, πληγώνουν και σκανδαλίζουν τον πιστό λαό. Πρόκειται για την επίσκεψη του πάπα Βενεδίκτου Ράτσιγκερ στο Φανάρι κατά την θρονική εορτή του αγίου Ανδρέα και όλες τις τιμές που ανεπίτρεπτα του αποδόθηκαν από τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη, σαν να επρόκειτο για κάποιον ορθόδοξο πρωθιεράρχη.
   Δεν προλάβαμε να συνέλθουμε από αυτό και ακολούθησε η παρά τη θέληση της Ιεραρχίας επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου μας με συνοδεία ιεραρχών στο Βατικανό, η συνάντησή του με τον πάπα, η κοινή δήλωσής τους. Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι σοβαρές, αθέμιτες και ανήκουστες παραβάσεις εντέχνως αποχρωματίζονται από το πνευματικό τους κόστος· Αποσιωπάται η πραγματική ζημία, που προξενούν και διατυμπανίζεται ένα κάλπικο κέρδος. Αυτό κάνουν φλάμπουρο κάποιοι δημοσιογράφοι και διαμορφώνουν ανάλογα την κοινή γνώμη. Οι παραβάσεις προβάλλονται κυρίως ως διπλωματικές επιτυχίες. Καλύπτονται και ωραιοποιούνται κάτω από το χιτώνα της κοινής προσπάθειας για την κοινωνική δικαιοσύνη, της αγάπης για τον άνθρωπο και της μέριμνας για τα «μείζονα» προβλήματά του, τα οποία βέβαια εκτιμώνται με καθαρά κοσμικά, πολιτικά και υλιστικά κριτήρια. Η θεολογική διάσταση, η αλήθεια του δόγματος αγνοείται και αποσιωπάται εντελώς. Μέσα σ΄ ένα σκόπιμα καλλιεργούμενο κλίμα ενθουσιασμού για τη «μεγάλη επιτυχία» ο κόσμος παραπλανάται και αποκοιμίζεται με το γλυκερό παραμύθι της οικουμενιστικής ενότητος, ενώ όσοι διαφωνούν ή εκφράζονται με δυσπιστία ή ανησυχία, στιγματίζονται ως φανατικοί φονταμενταλιστές, ασυγχρόνιστοι, στενοκέφαλοι και πάντως άγευστοι αγάπης.
  Αξιοσημείωτο είναι ότι στις συναντήσεις τόσο της Κων/πόλεως όσο και του Βατικανού έγινε αναφορά στην ανανέωση του από καιρού «παγωμένου» θεολογικού διαλόγου Ορθοδοξίας και Παπισμού και εκφράσθηκε η λαχτάρα για τη μετοχή στο κοινό ποτήριο του Μυστηρίου. Εξάλλου ο σημερινός πάπας φέρεται ως καλός γνώστης και θαυμαστής της Ορθοδοξίας.
   Αλλά σε τι τάχα μάς ωφελεί αυτό; Μήπως δήλωσε παραίτηση από το παπικό πρωτείο; Μήπως αποκήρυξε το επάρατο filioque ή κάποια από τις άλλες δογματικές πλάνες του παπισμού; Μήπως αποδοκίμασε την πολυκακούργα Ουνία και το πλήθος των εγκλημάτων του παπισμού εις βάρος της Ορθοδοξίας; Μήπως υποσχέθηκε πως δεν θα επαναληφθούν; Απλώς ευχήθηκε για την ένωση γενικά και αόριστα ή μάλλον πολύ συγκεκριμένα· όταν μιλά για ένωση ο παπικός Οικουμενισμός εννοεί την υποταγή της Ορθοδοξίας στην εξουσία του πάπα. Είναι γνωστή από παλιά αυτή η νοοτροπία του παπισμού. Το θλιβερό είναι ότι στις μέρες μας, δυστυχώς, βρίσκει όχι λίγους υποστηρικτές και μεταξύ των ορθοδόξων θεολόγων και ιεραρχών. Βέβαια, η επιστροφή των πλανεμένων στην αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως είναι ο πόθος και ο πόνος όλων μας. Οι προσπάθειες για προσέγγιση έχουν ξεκινήσει εδώ και δέκα αιώνες. Πολλές φορές όμως ναυάγησε ο περιβόητος διάλογος, διότι από πλευράς των παπικών εκδηλώθηκαν τάσεις παραγκωνισμού της αλήθειας εν ονόματι της αγάπης.
 Σωστά είχε διακηρύξει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος στο Χαλέπι το 2003: «Ο διάλογος της αγάπης διευκολύνει στο να υπάρχει καταλλαγή με τους ρωμαιοκαθολικούς (εν. παπικούς), αλλά δεν συμβάλλει στην επί της ουσίας ενότητα και επί πλέον δρα αρνητικά, διότι οδηγεί στην περιθωριοποίηση των εκκλησιολογικών, θεολογικών και δογματικών διαφορών. Μόνον η άρση των διαφορών αυτών μπορεί να οδηγήσει τον διάλογο σε αγαθά αποτελέσματα».
  Ωστόσο, χωρίς να συντελεσθεί καμμία άρση των δογματικών διαφορών σπεύδουμε να αγκαλιάσουμε τον πάπα σαν να θέλουμε να ενισχύσουμε την ιδέα του ότι είναι ο θρησκευτικός πλανητάρχης. Μήπως θαμπωθήκαμε από την αγαπολογία και ωραιολογία των παπικών και λησμονούμε την αλήθεια; Αλλά, όπως έλεγε ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, οι διάλογοι με το Βατικανό οφείλουν να μεταφέρουν την αλήθεια της Ορθοδοξίας διαφορετικά δεν έχουν λόγο διενεργείας.
   Δεν είναι της ώρας μία διεξοδική αναφορά στην ιστορία, που μαρτυρεί ακαταγώνιστα ότι η παπική αγάπη εξαντλείται στα λόγια, ενώ στην ουσία επιζητεί την κυριαρχία. Παραπέμπω στη δίτομη «Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος», του αγίου Νεκταρίου. Εκεί θα δει ο αναγνώστης ότι οι πρώτες απόπειρες των παπών για την εξάσκηση ηγεμονικής εξουσίας στην Εκκλησία εκδηλώνονται ήδη από τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο πάπας Βίκτωρ αφόριζε όλους όσοι διαφωνούσαν μαζί του!
   Μετά την απόσχισή του από την Ορθοδοξία ο παπισμός ζητά στήριγμα στο ξίφος της πολιτικοστρατιωτικής δυνάμεως. Τα αλλεπάλληλα στίφη των σταυροφόρων, και μάλιστα της τετάρτης σταυροφορίας (1204 μ.Χ.), που ήρθαν με το πρόσχημα να ελευθερώσουν τους αγίους τόπους, ήθελαν να επιβάλουν δυναμικά την παπική εξουσία στην ορθόδοξη Ανατολή. Πόσο γελάσθηκαν! Η προσπάθεια στη Φερράρα – Φλωρεντία, τις παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, απέτυχε. Μέσα στον γενικό πανικό και την πίεση που ασκούσαν οι παπικοί, ήταν αρκετή η άρνηση ενός Μάρκου Ευγενικού, για να ακυρώσει τα σχέδιά τους και να αναγκάσει τον πάπα να ομολογήσει ηττημένος· «Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν»! Η ψευδένωση επί Βέκκου ήταν μία γελοιότητα, ενώ οι φοβερές μηχανορραφίες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έπεσαν στο κενό, καθώς τα παπικά εγκλήματα διόγκωσαν την αγανάκτηση του λαού.
   Αποτροπιαστικά εγκλήματα έγιναν και αργότερα (1941–1945). Στην Κροατία οι ούστασι –οι ναζί του παπισμού– κατακρεούργησαν 800.000 Ορθοδόξους, οι οποίοι αρνούνταν να προσχωρήσουν στον παπισμό. Φρικιαστικές βιαιότητες με φωτογραφίες και ντοκουμέντα περιέχουν δύο ιστορικές μελέτες γραμμένες, μάλιστα από παπικούς, οι οποίοι ομολογούν ότι ντρέπονται για το θρήσκευμά τους. (Βλ. Ed. Paris Genoside in Satellite Croatia, 1941 -  1945, mtf. L. Perkins, Melburne 1981 και  M.A. Rivelli, L. Atchivescovo del genocidio Milano 1998). Τον αρχιτέκτονα αυτής της θηριωδίας, καθολικό αρχιεπίσκοπο του Ζάγκρεμπ Στέπινατς, είχε ανακηρύξει άγιο ο προηγούμενος πάπας Ιωάννης Παύλος Βοϊτίλα. Κι εμείς προσκαλέσαμε και δεχθήκαμε αυτόν τον πάπα στην Αθήνα με τιμές, ενώ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βατικανό ο Αρχιεπίσκοπός μας κ. Χριστόδουλος έψαλε στον τάφο του «αιωνία η μνήμη»!                   
   Από τον 16ο αιώνα την επέκταση της θρησκευτικοπολιτικής εξουσίας του παπισμού στην Ανατολή ανέλαβε η Ουνία. Διατηρώντας πλήρως τα δόγματα και το λειτουργικό τυπικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας επιβάλλει μόνο έναν όρο στους ορθοδόξους που προσηλυτίζει· την υποταγή στον πάπα! Ασύλληπτα όργια διέπραξαν οι ουνίτες παλαιότερα αλλά και πρόσφατα, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Κατ΄ επανάληψη Ορθόδοξοι ιεράρχες καταδίκασαν την Ουνία και τόνισαν ότι «το θέμα αυτό αποτελεί το μείζον πρόβλημα» στις σχέσεις μας με τον παπισμό. Ωστόσο, κατά την επίσκεψη του πάπα στο Φανάρι, ανάμεσα στις άλλες εκδηλώσεις αγάπης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δώρισε χρυσό σταυρό στον καρδινάλιο Ιγνάτιο, αρχηγό των ουνιτών! Ξέρουμε τι κάνουμε;
  Τέτοιες συμπεριφορές παραπέμπουν σ΄ εκείνο το σοφό για την περίπτωσή του σύστημα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη (132 – 63 π.Χ.)· Παίρνοντας καθημερινά μεγαλύτερη αλλά όχι θανατηφόρα ποσότητα δηλητηρίου απέκτησε ανοσία στο δηλητήριο. Μ΄ αυτόν τον τρόπο ήθελε να προφυλαχθεί από πιθανό δηλητηριασμό από τους εχθρούς του Ρωμαίους. Αντίθετα εμείς με καθημερινές μικρές ή μεγάλες δόσεις οικουμενισμού αμβλύνουμε τα κριτήρια της Ορθοδοξίας, τόσο ώστε μόνοι μας να «βγάζουμε τα μάτια μας». Και φθάσαμε να μη αντιλαμβανόμαστε καν ότι ο πάπας δεν ζητά ένωση αλλά υποταγή.

το είδαμε εδώ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Στέργιος Ν. Σάκκος: "Φαρισαίοι και Τελώνες"

Οι Φαρισαίοι
Στη παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου υπάρχουν δύο τύποι, ο υπερήφανος και ο ταπεινόφρων. Είναι γνωστό ότι οι φαρισαίοι ήταν τάξη θρησκευτική. Οι τελώνες ήταν μια άλλη τάξη, η οποία μάλιστα ήταν ιδιαίτερος στόχος των φαρισαϊκών επιθέσεων. Η τάξη των φαρισαίων δημιουργήθηκε σιγά σιγά από το 2ο π.Χ. αιώνα, όταν γίνονταν οι αγώνες των ζηλωτών Ισραηλιτών εναντίον των Ελληνιστών.
Κατ αρχάς η τάξη αυτή περιελάμβανε τα πιό αγνά θρησκευτικά στοιχεία. Με την πάροδο όμως του χρόνου έχασε την ουσία της πνευματικής ζωής, κατάντησε μερίδα υπέρζηλωτων, που εμφανίζεται σε πολλές περιόδους της ιστορίας και θεωρείται ότι κατέχει την άκρα δεξιά πτέρυγα της θρησκευόμενης κοινωνίας. Στις ημέρες του Χριστού διέκρινε αυτή την τάξη ο άκαιρος ζήλος, η τυπολατρία, η εμπάθεια, η πίστη σε ανθρώπινες ψευδοσυντηρητικές παραδόσεις, οι οποίες στη συνείδηση τους είχαν υποκαταστήσει το νόμο της Γραφής, και κυρίως η οίηση και η υποκρισία. Στο λαό επιβλήθηκαν ως πρόσωπα απλησίαστης και φοβερής αγιότητας· ως ταμπού. Ο απλός λαός όμως στο βάθος της συνειδήσεώς του θεωρούσε τους αγίους του φαρισαϊκού τύπου ως ανάξιους κάθε εμπιστοσύνης. Οι φαρισαίοι, όπως φαίνεται από τα Ευαγγέλια και από τη ραβινική φιλολογία, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «δίκαιους» και «τέλειους».

Οι Τελώνες
Οι τελώνες της αρχαιότητας δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως σήμερα, αλλά ιδιώτες, οι οποίοι αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο διά μέσου πλειοδοτικής δημοπρασίας. Επειδή δε οι τελώνες ανταγωνίζονταν κατά τις δημοπρασίες και οι προσφορές των ανέρχονταν σε υπέρογκα ποσά, η πίεση επί των φορολογουμένων γινόταν πολύ μεγαλύτερη. Η απανθρωπιά των τελωνών κατά τις εισπράξεις υπήρξε παροιμιώδης. Ο σύγχρονος των Αποστόλων Φίλων διηγείται ότι στις ημέρες του μερικοί τελώνες κατά την είσπραξη του κεφαλικού φόρου βρήκαν ορισμένους από τους φορολογουμένους ήδη νεκρούς. Άνοιξαν τους τάφους τους, έβγαλαν τα νεκρά σώματα και τα μαστίγωναν δημόσια. Όταν οι πολίτες τους ρώτησαν αγανακτισμένοι, γιατί εξυβρίζουν κατά τέτοιο τρόπο τους νεκρούς, αφού δεν είναι δυνατόν να εισπράξουν απ’ αυτούς τίποτε, απάντησαν ότι αυτό το ξέρουν, άλλα τους κακοποιούν, για να εξαναγκάσουν τους συγγενείς τους να πληρώσουν εκείνοι τον φόρο που όφειλαν. Ο πάπυρος της Οξυρύγχου 285 (γράφτηκε το 50 μ.Χ.) είναι μία αναφορά ενός φτωχού υφαντού προς το στρατιωτικό διοικητή της πόλεώς του. Σ’ αυτήν αναφέρει παραπονούμενος ότι ο τελώνης του απόσπασε μετά από ξυλοδαρμό όλες τις οικονομίες του και το χιτώνα που φορούσε. Καταγράφομε μόνο ένα από τα πολλά ανέκδοτα, που αναφέρονται στους τελώνες. Ο Χίος φιλόσοφος Θεόκριτος όταν ρωτήθηκε «Ποία είναι τα αγριότερα θηρία» απάντησε «από όσα ζουν στα βουνά οι αρκούδες και τα λιοντάρια, από όσα ζουν στις πόλεις οι τελώνες και οι συκοφάντες».

Η υπόληψη που είχαν στο λαό οι τελώνες ήταν η χείριστη. Ολόκληρη η αρχαιότητα κατέτασσε τους τελώνες στο μαύρο πίνακα των ανθρώπων που ασκούν άτιμα και άξια ντροπής επαγγέλματα. Απ’ όλα τα αισχρά επαγγέλματα τρία θεωρούνταν ως τα αισχρότερα· ο κάπηλος, ο πορνοβοσκός και ο τελώνης. Οι Ρωμαίοι επίσης Κικέρων, Λίβιος και Τάκιτος κατατάσσουν τον τελώνη μεταξύ των χυδαίων επαγγελμάτων. Και εις το Ταλμούδ, αν και δεν υπάρχει ειδικός κατάλογος, όμως βρίσκουμε περί τα 30 επαγγέλματα ή απασχολήσεις, που χαρακτηρίζονται αμαρτωλά. Ως τα δύο αμαρτωλότερα θεωρούνται ο ληστής και ο τελώνης. Κατά τη ραβινική διδασκαλία ο φαρισαίος απαγορευόταν να ασκήσει το επάγγελμα του τελώνη, οι δε τελώνες δεν είχαν το δικαίωμα να παραστούν στα δικαστήρια ως μάρτυρες. Ο ραβίνος Χιλλέλ δίδασκε ότι, προκειμένου να εξαπατήσει κάποιος ένα τελώνη, επιτρέπεται όχι μόνον να πει ψέματα άλλα και να ψευδορκήσει.

Είναι γεγονός ότι ο τελώνης ήταν κατά την αρχαιότητα ο αντιπροσωπευτικός τύπος του διεφθαρμένου άνθρωπου. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου· «Έστω σοι ως ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ. 18, 17) ή «Τελώναι και πόρναι προάγουσιν ύμας εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21, 31). Παρά ταύτα ο Κύριος έδειξε προς τους τελώνες και σε όλες τις περιφρονημένες τάξεις ιδιαίτερη στοργή. Αυτό δημιούργησε σκάνδαλο μεταξύ των φαρισαϊκών κύκλων. Βλέπομε τους φαρισαίους και γραμματείς να διαμαρτύρονται έντονα για αυτή τη συμπεριφορά του Κυρίου τόσον κατά τη συνεστίαση του στο σπίτι του τελώνη και έπειτα μαθητού Ματθαίου, όσο και αργότερα, όπως αφηγείται ο Λουκάς στο 15ο κεφάλαιο. Κατά τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκα οι φαρισαίοι απέδωκαν στο Χριστό και το παρατσούκλι «φίλος τελωνών και αμαρτωλών», που όμως ο Χριστός δεχόταν ευχαρίστως. Τη φράση «τελώναι και αμαρτωλοί» τη συναντούμε πολύ συχνά στους τρεις συνοπτικούς ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) και παραδίδεται ως φράση των φαρισαίων, με την οποίαν χαρακτήριζαν τόσον τους τελώνες όσον και όλον το λαό.

Σύμφωνα με την αντίληψη των φαρισαίων η ισραηλιτική κοινωνία διακρινόταν σε δύο τάξεις. Μία τάξη ήταν οι «δίκαιοι», δηλαδή οι φαρισαίοι, και η άλλη οι «αμαρτωλοί», δηλαδή όλοι οι άλλοι. Τους δύο όρους της φαρισαϊκής φρασεολογίας, «δίκαιοι» και «αμαρτωλοί» χρησιμοποίησε και ο Χριστός με κάποια λεπτή ειρωνεία, που φαίνεται στη φράση του «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13· Μάρκ. 2, 17· Λουκ. 5, 32). Σαν να έλεγε· «Δίκαιοι δεν λέτε ότι είστε; Λοιπόν και εγώ δεν ήλθα για σας. Αμαρτωλοί δεν είναι οι τελώνες κατά τη γνώμη σας; Γι’ αυτό και εγώ ήλθα γι’ αυτούς». Το βαθύτερο νόημα αυτού του λόγου είναι ότι πολλές φορές οι θρησκευτικοί άνθρωποι, όταν χάσουν την ουσία της πνευματικής ζωής, καταλαμβάνονται από ένα αίσθημα αυτάρκειας και στο βάθος δεν αισθάνονται την ανάγκη του Θεού. Αντιθέτως υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες άνθρωποι πολύ αμαρτωλοί συναισθανόμενοι την ενοχή τους, αισθάνονται πολύ μεγάλη την ανάγκη του θείου ελέους για τη σωτηρία τους.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2016

Aφιέρωση -- (η γιορτή της Υπαπαντής) Του αείμνηστου Στεργίου Σάκκου, Ομοτ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Σαν πίδακες ζωντανού νερού ξεπηδούν μέσα από τα γεγονότα της ιστορίας του Θεού, που έγιναν γιορτές της Εκκλησίας, οι αλήθειες, που λυτρώνουν και δροσίζουν την ψυχή μας. Φθάνει εμείς να σκύψουμε με την αγωνία της σωτηρίας και να σκάψουμε με τη λαχτάρα του ουρανού μέσα στην ιστορία τους, να γονατίσουμε μπροστά τους με ανοιχτό το Ευαγγέλιο και να τα γιορτάσουμε με το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην Εκκλησία. Κι ο Θεός, που ήλθε στην ιστορία μας και μπήκε στη ζωή μας, μας ελκύει στην ιστορία Του και μας ενώνει με τη ζωή Του, με μια θεία δύναμη μας εντάσσει μέσα στο σωτήριο σχέδιό Του. Μια τέτοια φλέβα χαρίτων είναι η γιορτή της Υπαπαντής, με την οποία τιμούμε τη Θεομήτορα, αλλά και τον Δεσπότη· την Παναγία Μητέρα, που προσάγει στο ναό τον Ιησού, σαραντάμερο βρέφος και τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, που προσφέρεται στον Θεό ως πρωτότοκος. Μας παρασύρει συνήθως η πρώτη όψη της γιορτής, η εικόνα της Θεοτόκου, που κρατώντας στην αγκαλιά Της τον Ιησού μπαίνει στο ναό – καθώς ανταποκρίνεται στο πολύ γνωστό μας ανθρώπινο και συγκινητικό γεγονός του σαραντισμού — και καλύπτει αυτή όλη τη γιορτή. Αλλά ο σαραντισμός της Θεοτόκου είναι εντελώς τυπικός, εφόσον η παρθένος Μαρία δεν έχει ανάγκη από καθαρισμό. Αποτελεί, βέβαια, οπωσδήποτε γεγονός σωτηρίας και λόγω εορτής, για μας ότι «νηπιάζει ο Παλαιός των ημερών και καθαρσίων κοινωνεί ο καθαρώτατος Θεός», διότι έτσι πιστοποιεί ότι έγινε άνθρωπος για χάρη μας και πήρε πάνω Του την ανθρώπινη φύση, για να τη λυτρώσει. Μέσα όμως από τα σπλάγχνα της γιορτής, από την ουσία της κι όχι από τον τύπο της, ξεπηδά ένα άλλο εξίσου μεγάλο και συνάμα ιδιαίτερο, για τη γιορτή και μοναδικό σ΄ αυτήν μήνυμα: Η αφιέρωση.
Είχε ορίσει ο Θεός, όταν έσωσε το λαό Του από τη σκλαβιά των Φαραώ μ΄ εκείνη τη φοβερή σφαγή όλων των πρωτοτόκων των Αιγυπτίων, να του προσφέρουν οι Ισραηλίτες σε ανάμνηση και για ευγνωμοσύνη κάθε πρωτότοκο αρσενικό, δηλαδή το πρώτο αρσενικό που γεννιόταν. Και τα μεν ζώα τα πρόσφεραν θυσία στο ναό, τους δε πρωτότοκους υιούς τούς απήλασσαν από την προσφορά πληρώνοντας γι΄ αυτούς ένα συμβολικό ποσό στους Λευϊτες (Εξ. 13, 12-16· Αρ. 18, 15-18). Σύμφωνα μ΄ αυτό το νόμο η Παναγία παρουσίασε τον Ιησού στο ναό και ο Ιησούς αφιέρωσε ως άνθρωπος τον εαυτό Του στον Θεό. Και είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που περιγράφει το περιστατικό, δεν αναφέρει ότι καταβλήθηκαν τα καθορισμένα, για τον πρωτότοκο λύτρα. Η αφιέρωση του Ιησού δεν εξαγοράσθηκε· υπήρξε τέλεια, ολοκληρωτική ζωντανή. Το γεγονός αυτό, που αποτελεί την ουσία της γιορτής της Υπαπαντής, σημειώνει ένα νέο καθεστώς, για τον νέο Ισραήλ, τον καινούργιο λαό του Θεού, τους πιστούς της Καινής Διαθήκης. Όλοι όσοι πιστεύουμε πλέον στον Υιό του Θεού και γινόμαστε μέλη στο σώμα Του και συνιστούμε την Εκκλησία Του, όλοι θεωρούμαστε πρωτότοκοι και ανήκουμε στον Κύριο. Η αφιέρωσή μας συντελείται την ιερή ώρα του βαπτίσματος, αφού δηλώσουμε με την ελεύθερη θέλησή μας ότι αποτασσόμαστε το σατανά και συντασσόμαστε τον Χριστό και η σφραγίδα, που δείχνει πάνω μας ότι είμαστε ιδιοκτησία του Θεού, είναι το χρίσμα, που παίρνουμε από το Πνεύμα το Άγιο. Με τα μυστήρια αυτά μετέχουμε στη ζωή του Χριστού και συμμετέχουμε στην αφιέρωσή Του προσφέροντας κι εμείς τον εαυτό μας με την υποταγή του θελήματός μας. Έτσι, όλοι οι χριστιανοί είναι αφιερωμένοι, «άγιοι τω Κυρίω», κτήμα και περιουσία του Θεού. Αλλά, βέβαια, ο Θεός, που ζητά την αφιέρωσή μας, δεν την ζητά από κάποια ανάγκη· «ανενδεές γαρ το θείον». Την ζητά, για να δώσει σε μας το δικαίωμα, το προνόμιο, την ευλογία και την εξουσία να γίνουμε συνεργάτες Του στο μεγάλο έργο της σωτηρίας και του αγιασμού μας, να γίνουμε συνεταίροι στην ευλογημένη εταιρεία Του, την Εκκλησία, με την οποία δωρεάν φωταγωγεί τον κόσμο με το φως της αλήθειας, υδρεύει την πλάση με το νερό της χαράς, χορηγεί στην ανθρωπότητα αιώνια ζωή. Αφιερώνοντας ο άνθρωπος τον εαυτό του στον Θεό, δίνει ένα παλιό κι άσχημο σκεύος και παίρνει ένα καινούργιο κι ωραίο. Μέσα στη ύπαρξή του αρχίζουν να κυλούν οι χυμοί της θεότητος, που του χαρίζουν ειρήνη και την ώρα της πιο φρικτής δοκιμασίας. Και αφιερώνω τον εαυτό μου στον Θεό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά υπακούω στο νόμο Του, αγωνίζομαι για τη βασιλεία Του, δοξάζω με τη ζωή μου το άγιο όνομά Του. Μ΄ αυτόν τον τρόπο γίνομαι συνεργάτης και συνεταίρος Του και παίρνω την τιμή και τη δόξα να Του μοιάζω όλο και περισσότερο, μέχρις ότου αξιωθώ να γίνω τέλεια και ολοκληρωμένα κοινωνός της θείας δόξης. Εν τούτοις, εκτός από τη γενική αφιέρωση των πιστών, που είναι ο κανόνας μέσα στην Εκκλησία, υπάρχει και η ειδική των ψυχών, που παρουσιάζεται σαν έκτακτο χάρισμα. Όπως παράλληλα με τη γενική ιερωσύνη, που έχουν όλοι οι πιστοί, το «βασίλειον ιεράτευμα» του Κυρίου, υπάρχει η ειδική ιερωσύνη των ιερέων, που λαμβάνουν τη χάρη να τελούν τα μυστήρια, έτσι ορισμένες ψυχές δέχονται την κλήση και παίρνουν το χάρισμα, για μια ειδική αφιέρωση. Θέτουν τον εαυτό τους άνευ όρων και άνευ διεκδικήσεων στο έργο του Θεού, αφοσιώνονται ολοτελώς στην υπόθεσή Του και κάνουν μοναδικό μέλημά τους τον ευαγγελισμό και τον αγιασμό του κόσμου. Και ενώ η γενική αφιέρωση είναι θέμα της σωτηρίας μας και αποτελεί παράγγελμα του Κυρίου για όλους μας, η ειδική αφιέρωση είναι θέμα της εκλογής του Θεού και το μόνο, που απαιτεί είναι, για μεν τον ίδιο τον άνθρωπο να διακρίνει και να καταλάβει τι ο Θεός θέλει από αυτόν, για τους άλλους δε γύρω του να μη αποδοκιμάσουν και καταφρονήσουν την κλήση του. Διότι το χάρισμα της αφιερώσεως όχι απλώς δεν είναι αποτυχία, όπως το θεωρούν οι κοσμικοί άνθρωποι, που ξέρουν να κρίνουν μόνο με τα ψεύτικα μέτρα αυτού του κόσμου, αλλά είναι το πιο επιτυχημένο έργο, με το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να υπηρετήσει τον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Ο κόσμος, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να σωθεί ούτε από τους μηχανικούς, ούτε από τους γιατρούς, ούτε από τους δικηγόρους. Άλλα είναι εκείνα, που του σφίγγουν το λαιμό, άλλα εκείνα, που του μαχαιρώνουν την καρδιά, άλλα εκείνα, που του σκοτεινιάζουν τη ζωή. Ο κόσμος έχει ανάγκη από αποστόλους και ιεραποστόλους, από ιερουργούς και διδασκάλους, που θα του φέρουν το μήνυμα της αληθινής ειρήνης, θα τον αναστήσουν και θα τον αναγεννήσουν εν Χριστώ. Αυτοί σαν μηχανικοί και αρχιτέκτονες της χάριτος κατασκευάζουν το δρόμο για τη βασιλεία του Θεού και στήνουν τη γέφυρα, για τον ουρανό· σαν γιατροί και θεραπευτές φέρνουν τα φάρμακα της σωτηρίας και ασχολούνται με την ιατρεία όχι των σωμάτων, αλλά των ψυχών· σαν δικηγόροι και πολιτικοί βοηθούν στη συνδιαλλαγή ανθρώπων του Θεού και εξηγούν το νόμο Του, που μας δικαιώνει. Σε σύγκριση με όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, το χάρισμα της αφιερώσεως υπερέχει όσο ο ουρανός από τη γη κι όσο η αιωνιότητα από την προσωρινότητα, διότι αυτό επαγγέλλεται στην ανθρωπότητα αγαθά αιώνια και άφθαρτα. Αλλά για να μπορέσουμε να δεχθούμε αυτή την αλήθεια, πρέπει προηγουμένως να καταλάβουμε την άλλη βασική αλήθεια, που μας αποκαλύπτει η γιορτή της Υπαπαντής· ότι όλοι οι πιστοί, εφόσον βαπτισθήκαμε στο όνομα του τριαδικού Θεού, είμαστε αφιερωμένοι στον Κύριο και οφείλουμε να Του δώσουμε την πρώτη θέση στην καρδιά μας. Είμαστε οι «πρωτότοκοι» της ανθρωπότητος, που μέσα στη στρατευομένη Εκκλησία αγωνιζόμαστε να μιμηθούμε τον Κύριό μας, για να συνταχθούμε μία ημέρα με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, την οποία ο Απ. Παύλος ονομάζει «εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. 12: 23). «Μας διάλεξε ο Αθάνατος μεσ΄ απ΄ τα πλήθη των γενιών και των καιρών», κι εμείς δεχθήκαμε την κλήση Του και γίναμε δικοί Του. Μας εξαγόρασε από το θάνατο και τη φθορά με το πολύτιμο αίμα του Υιού Του, και δεν ανήκουμε στον κόσμο ούτε στον εαυτό μας. Μας έσωσε από τη σκλαβιά των παθών και της αμαρτίας και είμαστε απελεύθεροι και δούλοι Του. Προσφέρουμε, λοιπόν, τον εαυτό μας μια θυσία ζωντανή ενώπιόν Του, θυσία της ελευθερίας μας στην αγάπη Του, για να μένουμε αληθινά ελεύθεροι και αιώνια χορτασμένοι στη αγκαλιά Του.

Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2015

χξς’ – Το όνομα του Αντιχρίστου (Αποκ. 13,18)

Ζητήθηκε η ερμηνεία του χωρίου της Αποκαλύψεως 13,18, το οποίον είναι όχι δυσνόητο αλλ’ ακατανόητο, και μάλιστα προκαλεί το ενδιαφέρον του πιστού. Επειδή είναι μυστηριώδες και ομιλεί περί του αντιχρίστου, συνδυάζει δηλαδή το ακατανόητο και το ελκυστικό, προτάθηκαν περί αυτού τόσες ερμηνείες, όσες δεν προτάθηκαν για άλλο χωρίον της Γραφής. Αναμφιβόλως δε με όση αγωνία και περιέργεια περίμεναν οι Εβραίοι την έλευση του Μεσσία, με τόση ενδιαφέρονται και οι Χριστιανοί να πληροφορηθούν την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και το πρόσωπο και το όνομα του ολίγον προ αυτής ερχομένου αντιχρίστου. Ακριβώς δε το όνομα αυτό αποκαλύπτει, αλλ’ αινιγματωδώς, ο ευαγγελιστής Ιωάννης θεόθεν εμπνεόμενος και λέγοντας. «Ώδε η σοφία εστίν· ο έχων νουν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου· αριθμός γαρ ανθρώπου εστί· και ο αριθμός αυτού χξς’» (Αποκ, 13,18). Στο ΙΓ’ κεφάλαιο, που βρίσκεται το χωρίο αυτό, ο προφήτης ομιλεί α’) περί του δράκοντος σατανά, β’) περί του αντιχρίστου, ο οποίος παρουσιάζεται ως θηρίο που έχει επτά κεφαλές, δέκα κέρατα και τις ιδιότητες των πλέον αιμοβόρων θηρίων της γης, και στο οποίον ο σατανάς δίδει όλη την εξουσία του, και γ’) περί ενός προβατόσχημου θηρίου, το οποίον καλεί όλους τους κατοίκους της γης να προσκυνήσουν την εικόνα του αντιχρίστου. Λίγοι αρνούνται μένοντας πιστοί στον αληθινό Θεό, ενώ ο πολύς κόσμος προσκυνεί τον αντίχριστο και σφραγίζει το μέτωπό του ή το δεξιό του χέρι με τον αριθμό χξς’ (= 666), ο οποίος παριστάνει το όνομα εκείνου.
normal_666
Υπάρχει πάντοτε συνήθεια, άλλα κυρίως υπήρχε κατά την αρχαία εποχή, ένα όνομα για διαφόρους λόγους να παριστάνεται με αριθμό, όπως π.χ. το όνομα του Κυρίου «Ιησούς» παριστάνετο με τον αριθμό 888 (Ι΄+η’+σ’+ο’+υ’+σ’= ωπη’= 888). Ποιό όμως άραγε είναι το όνομα εκείνο, του οποίου τα γράμματα, όταν εκληφθούν ως αριθμοί, δίδουν με πρόσθεση ή με άλλο τρόπο τον αριθμόν 666; Ποιός δηλαδή είναι ο αντίχριστος; Για την εύρεση του ονόματος οι κατά καιρούς ερμηνευτές χρησιμοποίησαν διαφόρους μεθόδους. Σημειωτέον δε ότι προσπάθησαν να βρουν και ονόματα δίδοντα άθροισμα 666, διότι μερικά χειρόγραφα της Αποκαλύψεως αντί χξς’ είχαν χις΄. Η συνηθέστερη μέθοδος είναι αυτή την οποίαν αναφέραμε. Κατ’ αυτήν άλλοτε ετηρείτο η ορθογραφία των ονομάτων και άλλοτε δεν ετηρείτο. Χρησιμοποιήθηκαν δε ως γραφές των ονομάτων άλλοτε η ελληνική, άλλοτε η εβραϊκή και τελευταίως και η λατινική, διότι καθένας από τους αρχαίους λαούς παρίστανε τους αριθμούς με γράμματα του δικού του αλφαβήτου, αυτά δε τα τρία αλφάβητα είναι τα σπουδαιότερα εν σχέσει προς την Γραφήν.
Ήδη οι αρχαιότατοι πατέρες, οι άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων, ζήτησαν όχι να μάθουν το ίδιο το όνομα του αντιχρίστου (περί αυτού θα δούμε τι πίστευαν), αλλά να υποδείξουν στους πιστούς μερικά ονόματα μόνον παραδείγματος χάριν. Έτσι ο Ιππόλυτος λέει στο Περί Χριστού και περί αντιχρίστου έργο του ότι «Πολλά ευρίσκομεν ονόματα τούτω τω αριθμώ ισόψηφα περιεχόμενα, οίον ως φέρε ειπείν το Τειτάν… ή το Ευάυθασ». (Κατά την αρχαία εποχή δεν υπήρχε τελικό σίγμα ιδιαίτερο). Παρόμοια ονόματα μόνον ως παραδείγματα προτάθηκαν από τους πατέρες και τα Λαμπέτισ, Ευδανέασ, Ευινάσ, Ρειφάν, Περσαίοσ, Σαμναίοσ, Χαίεν. Κυρίως όμως ο Ιππόλυτος πρότεινε ως παράδειγμα το Λατείνοσ, το οποίον έμαθε από τον διδάσκαλό του Ειρηναίο, ως επιτυχέστερο, διότι έκτος του ότι έδινε άθροισμα 666, σήμαινε τον αυτοκράτορα της κοσμοκράτειρας Ρώμης που είχε πολλά κοινά γνωρίσματα με το δεκακέρατο θηρίο της Αποκαλύψεως, μάλιστα δε δύο, ότι ήτο α’) κοσμοκράτορας και β’) διώκτης των Χριστιανών. Επί πλέον οι μεταγενέστεροι πατέρες είδαν ότι τον αριθμόν 666 δίδουν και οι φράσεις η λατίνη βασιλεία και η ιταλική βασιλεία. Στον Ιππόλυτο αποδίδεται και ένα έργο, στο οποίον λέγεται ότι το όνομα του αντιχρίστου είναι Αρνούμε (αντί αρνούμαι), επειδή οι διώκτες των Χριστιανών πίεζαν αυτούς να αρνηθούν «τον Θεόν τον εσταυρωμένον». Από μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς βρέθηκαν ότι δίδουν τον αριθμόν 666 οι φράσεις κακόσ οδηγόσ, αληθήσ βλαβερόσ, πάλαι βάσκανοσ, αμνός άδικοσ, ο νικητήσ, και το λατινικόν επίθετον βενέδικτοσ (benedictus), το οποίον έκτος του ότι συμπληρώνει τον αριθμόν 666 σημαίνει και «ευλογημένος», ως ευλογημένος δε θα παρουσιασθεί ο πλήρης κατάρας και ασεβείας αντίχριστος, μιμούμενος εξωτερικώς τον Χριστόν, διά να εξαπατήσει τους ανθρώπους. Οι μέχρι τώρα ερμηνείες είναι των αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων ουδεμία προτείνεται ως αποκλειστική ερμηνεία του 666, αλλά όλες ως απλά παραδείγματα.
Κατά τους νεωτέρους χρόνους το ζήτημα δεν έτυχε καλού χειρισμού. Τον μυστηριώδη τούτον αριθμόν αποπειράθηκαν να τον αποκρυπτογραφήσουν αφ’ ενός μεν άνθρωποι θρησκευτικοί αλλ’ αγνοούντες το πνεύμα της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως και εκτρεπόμενοι της γραμμής των αγίων πατέρων, αφ’ ετέρου δε επιστήμονες αμφισβητούντες την θεοπνευστία και την προφητική αξία της Αποκαλύψεως. Και οι μεν και οι δε ευρίσκουν τα ονόματα όχι «γυμνασίας χάριν» ως οι πατέρες, ούτε μετά της επιφυλάξεως εκείνων, αλλ’ υποστηρίζοντας με φανατισμό καθένας την άποψή του ως μοναδική και απορρίπτοντες όλες τις άλλες. Το χειρότερο δε είναι ότι δεν πρόσεξαν το φρόνιμο πνεύμα των πατέρων και νόμισαν ότι και εκείνοι προτείνουν τα παραδείγματά τους ως αποκλειστικές ερμηνείες. Τοιουτοτρόπως οι εκπροσωπούντες το πρώτον ρεύμα, δεχόμενοι ως ερμηνευτική αρχή ότι ο προφήτης αναφέρεται κατ’ ευθείαν σε ένα πρόσωπο των έσχατων καιρών, τον μέγιστο εχθρό της Εκκλησίας, μεταποίησαν το πατερικό βενέδικτοσ, σε κύριον όνομα Βενέδικτος και συμπέραναν ότι αυτός είναι ο πάπας Βενέδικτος Η’ (1012-1024), ο οποίος πρώτος υπεστήριξε επισήμως την σφαλερά προσθήκη «και εκ του Υιού» στο Σύμβολο της πίστεως και δίχασε την Εκκλησία. Επίσης παρατηρήθηκε ότι, αν προσθέσουμε όσα γράμματα του τίτλου Vicarius Filli Dei παριστάνουν αριθμούς, έχουμε τον αριθμό 666 (V+Ι+C+I+V+Ι+L+Ι+D+I=666). Vicarius Filli Dei σημαίνει «Τοποτηρητής του Υιού του Θεού», όπως ονομάζει τον εαυτόν του ο πάπας. Και η λέξη π α π ί σ κ ο σ ευρέθη ως όνομα του αντιχρί¬στου, ο δε Λούθηρος και οι άλλοι προτεστάντες υπεστήριζαν ότι ο πάπας είναι ο αντίχριστος. Εκδικούμενοι οι παπικοί απέδειξαν άλλοι μεν ότι αντίχριστος είναι ο Λούθηρος, άλλοι δε ότι είναι ο Ιωάννης Καλβίνος. Βραδύτερον ευρέθη ότι τον αριθμό 666 δίδουν και τα ονόματα Μοαμέτισ (=Μωάμεθ), Οτμάνεσ (Οθωμανός), ολ-οσμάνεσ (γένος οθωμανικόν) και Σ ε λ ή μ, το οποίον είναι όνομα τριών αγρίων σουλτάνων. Αυτά εύρισκαν οι υπόδουλοι Χριστιανοί, οι οποίοι στέναζαν υπό το πέλμα των αιμοβόρων και αλλοθρήσκων δυναστών, όπως άλλοτε στέναζαν υπό τους διώκτες Ρωμαίους αυτοκράτορες οι πρόγονοί των και τους έβλεπαν ως αντιχρίστους. Ως αντίχριστοι επίσης προβλήθηκαν και άλλοι δυνάστες όπως ο Ναπολέων, ο Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας υποκινητής του Α’ παγκοσμίου πολέμου, ο Χίτλερ, ο Λένιν και ο Στάλιν, εκ των οποίων το όνομα του δευτέρου δίδει ακριβώς τον αριθμό 666 (Γ’ + ο’ + υ’ + λ’ + ι’ + ε’ + λ’ + μ’ + ο’ + ς’ +Β’ = 666). Τον αριθμό δίδουν και οι λέξεις ει επιστήμη και κομουνί ς’. Επίσης το σχήμα του κομμουνιστικού σφυροδρέπανου, όταν αναλυθεί καταλλήλως, δίδει το σύμπλεγμα χξς΄. Τα τρία αυτά γράμματα παρατήρησε κάποιος ότι είναι αρχικά της φράσεως χρησμός ξύλον σοφίας, στην οποίαν όμως ουδεμία ερμηνεία έδωσε. Άλλοι υπέδειξαν ότι ο αριθμός σημαίνει τον αντίχριστο, μόνον διότι είναι καθ’ εαυτόν μυστηριώδης· αποτελείται δηλονότι εκ τριών 6, το τετράγωνο του 6 είναι το 36, αν δε προσθέσουμε όλους τους αριθμούς από το 1 μέχρι το 36, λαμβάνουμε άθροισμα 666. Άλλος υποστήριξε ότι ο αριθμός 666 είναι σύμβολο της αοριστίας και εκφράζει το χάος των αρχαίων. Αλλ’ η ερμηνεία αυτή είναι πολύ αόριστη. Τέλος υπήρξε και κάποιος, ο οποίος υποστήριξε ως αντίχριστο τον εαυτόν του, και αυτός ήταν ο Νίτσε!
Παραλλήλως το ενδιαφέρον του άλλου ρεύματος, των επιστημόνων, στράφηκε σε κάποιους αρχαίους αιρετικούς και κυρίως στους Ρωμαίους αυτοκράτορες τους διώκτες των Χριστιανών. Και τούτο διότι ως ερμηνευτική αρχή, την οποίαν άλλοτε ομολογούν και άλλοτε όχι, έθεσαν το ότι η Αποκάλυψη δεν είναι θεόπνευστο βιβλίο ούτε δύναται να προδιαγράψει πρόσωπα του μέλλοντος, αλλ’ απλώς ο συγγραφέας της είναι δήθεν φανατικός Ιουδαίος και υπό τον αριθμόν 666 υπονοεί κάποιον Ρωμαίο αυτοκράτορα εχθρό του έθνους του. Βασιζόμενοι λοιπόν στο ελληνικό, το εβραϊκό και το λατινικό αλφάβητο και χρησιμοποιούντες διαφόρους μεθόδους, βρήκαν ότι δίδουν τον αριθμόν 666 (ή 616) τα ονόματα Καίσαρ θεόσ, Γάιοσ Καίσαρ, δηλαδή ο Καλλιγούλας, Νέρων Καίσαρ, Τίτοσ και Δ ο μ ι τ ι α ν ό σ . Κατ’ επέκταση δε προτάθηκαν και οι αυτοκράτορες Ο ύ λ π ι ο σ (ο Τραϊανός), Αδριανόσ, Διοκλητιανόσ και Ιου¬λιανόσ ο παραβάτης. Ένας ξένος θεολόγος παρατήρησε ότι τα αρχικά των ονομάτων των εννέα πρώτων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όταν τα μεταγραμματίσουμε στην ελληνική γραφή και προσθέσουμε ένα ι (=10), δίδουν την λέξη ογκοτόγιον, η οποία αποτελείται εκ του ελληνικού «όγκος» (= αλαζονεία) και του λατινικού toga (ένδυμα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και συγκλητικών) και η οποία έχει άθροισμα 666. Άλλοι υπέδειξαν ως αντιχρίστους τον Σίμωνα τον μάγο, ή τον Άρειο. Εν γένει δε οι αιρεσιάρχες εθεωρούντο πάντοτε ως ο αντίχριστος. Και ο Αναστάσιος Β’ Αντιοχείας παρομοίαζε τους δέκα αιρεσιάρχες των μονοφυσιτών προς τα δέκα κέρατα του επτακέφαλου θηρίου της Αποκαλύψεως και τους ονόμαζε κοινώς δεκακέρατον του αντιχρίστου.
Το άριστον όμως είναι να μη εξέρχεται κανένας από τη γραμμή των πατέρων της Εκκλησίας. Οι βάσεις και των δύο προειρημένων ρευμάτων είναι επισφαλείς, ενώ η ερμηνευτική αρχή των πατέρων, η οποία εφαρμόζεται στις προφητείες, ευρίσκεται πάντοτε εντός της αληθείας. Όπως όλοι οι προφήτες ομοίως και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, προβλέποντας τα μέλλοντα και προφητεύων περί αυτών, έχει μεν κατά νουν ένα αντιπροσωπευτικό τύπο του καιρού του, στον οποίον κατ’ αρχήν αρμόζουν τα λεγόμενά του, προδιαγράφει δε δι’ αυτού του τύπου αδρομερώς πολλά πρόσωπα καθ’ όλην την ιστορία της Εκκλησίας, κυρίως δε ένα πρόσωπο του απωτάτου μέλλοντος, στο οποίον κατ’ ουσίαν αναφέρονται οι λόγοι του και λαμβάνουν έτσι προφητικό χαρακτήρα. Συνεπώς ο ερμηνευτής πρέπει πρώτον να εύρη τους τύπους και έπειτα τα τυπούμενα.
Ο προφήτης βλέπει τον σατανά (δράκοντα) να εξαποστέλλει στον κόσμο δύο θηρία, ένα το επτακέφαλο, το οποίον είναι η απιστία και η αθεΐα, φανερός δηλαδή ο αντίχριστος, και ένα δεύτερο προβατόσχημο, το οποίον είναι η πλάνη και η αίρεση. Καθ’ όλην την αγία Γραφή συνηθίζεται οι μεν φανεροί εχθροί του Θεού να παριστάνονται ως άγρια θηρία, οι δε διαστροφείς της αλήθειάς του και ύπουλοι εχθροί του ως προβατόσχημα. Εκ των δύο θηρίων το μεν τερατόμορφο εξέρχεται εκ της θαλάσσης, το δε προβατόσχημο εκ της γης. Εις την Γραφή η θάλασσα συμβολίζει την άβυσσο των σκοτεινών δυνάμεων, η δε γη τις δυνάμεις, οι οποίες διάκεινται πολλάκις φιλικώς προς την Εκκλησία. Εδώ λοιπόν το μεν τερατόμορφο εξέρχεται κατ’ ευθείαν εκ της θαλάσσης το δε προβατόσχημο εκ της γης. Τόσον η αθεΐα όσον και η αίρεση είναι κατ’ ουσίαν μία τάξις και αμφότερες έργα του σατανά. Αμφότερες δρούσαν και επί της εποχής του Ιωάννου και ήταν εύκολο στους πιστούς να αντιληφθούν, όταν γινόταν περί αυτών λόγος συγκεκαλυμμένως. Ποιοί δε είναι αυτοί; Οπωσδήποτε πρόκειται περί προσώπων, περί ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα και ενός αιρεσιάρχου. Εις τούτο συντείνει η γνώμη του Ειρηναίου, μαθητού του Πολυκάρπου, ο όποιος ήτο μαθητής του συγγραφέα της Αποκαλύψεως, ότι αντίχριστος είναι ο Λατείνος· υπονοείται δε υπό τήν λέξιν κάποιος Ρωμαίος αυτοκράτορας ή ο Νέρων ή ο Δομιτιανός, οι δυο μεγάλοι διώκτες των Χριστιανών. Είναι δε μάλλον ο Νέρων διά πολλούς λόγους. Εκτός του ότι το όνομά του γραφόμενο εβραϊστί δίδει τον αριθμόν 666, το πρόσωπό του συνδυάζει και όλα τα γνωρίσματα. Αυτός ήταν ο συγκεντρώνων στο πρόσωπό του πολλά αξιώματα (επτά κεφαλές) και ο έχων τα πολλά διαδήματα, τα οποία συνέλεγε στις διάφορες πόλεις ως αθλητής, μουσικός, ποιητής, καλλιτέχνης, ελευθερωτής κλπ.(δέκα διαδήματα). Αυτός ως έχων θηριώδη χαρακτήρα ήταν το θηρίο – αντίχριστος. Ο Νέρων ήταν εκείνος, όστις επί πολλά έτη μετά το θάνατό του έμεινε στη μνήμη των Χριστιανών ως ο κατ’ εξοχήν διώκτης αυτών και τον οποίον υπαινίσσεται ως τύπον του αντιχρίστου και ο απόστολος Παύλος λέγων «Το γαρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας· μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται· και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού· ού έστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους και εν πάση απάτη της αδικίας εν τοις απολλυμένοις, ανθ’ ων την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς». (Β’ Θεσσ. 2, 7 – 10).
Παρατηρήθηκε επί πλέον ότι το σύμπλεγμα χξς’ παριστάνει τα ακραία γράμματα του ονόματος «Χριστός» διχαζόμενα υπό του οφιοειδούς ξ του παριστάνοντος τον όφιν, τον οποίον λάτρευαν οι οφίται, οι διεισδύσαντες εντός της Εκκλησίας, όπως το ξ εντός του ονόματος του Χριστού. Δυνάμεθα να προσθέσουμε ότι το ξ αποτελείται εκ δύο Ν, των ακραίων γραμμάτων του ονόματος Νέρων κατά την ελληνική γραφή. Κατ’ άλλον δηλαδή τύπο ο Νέρων είναι το επτακέφαλο θηρίο και οι αιρετικοί (ένας εκ των αρχαίων αιρεσιαρχών των συγχρόνων του ευαγγελιστού) είναι το προβατόσχημο, έχοντες όψιν αγαθή και έσωθεν γέμοντες πλάνης και κακουργίας.
Ως προφητεία δε περί των εσχάτων ο αριθμός ανάγεται μεν σε πολλούς κατά καιρούς εχθρούς της Εκκλησίας , αρμόζει δε πλήρως και αναπαύεται εις τον κύριον αντίχριστον, τον ερχόμενον ολίγον προ της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου. Τότε όλοι οι πιστοί, και οι αγράμματοι και τα νήπια, θα ερμηνεύσουν τον αριθμό του θηρίου ευκόλως, ενώ αυτός θα παραμείνει ακατάγνωστος για τους μη πιστούς, όσον σοφοί και αν είναι. Λέγων ο προφήτης «ώδε η σοφία εστί», καθ’ όσον μεν αποτείνεται προς τους συγχρόνους του, εννοεί την νοημοσύνη των πιστών, καθ’ όσον δε αποτείνεται προς τους έσχατους ανθρώπους και συγχρόνους του αντιχρίστου, εννοεί την πίστη στο Αρνίον, η οποία θα καθιστά διαυγείς τους πνευματικούς οφθαλμούς των πιστών, δια να διακρίνουν τα σημεία των καιρών και τον αντίχριστο. Αυτός δεν θα είναι ο σατανάς αόρατος, ούτε ενσαρκωμένος, διότι ο σατανάς δεν έχει τη δύναμη να ενανθρωπήσει, αλλά θα είναι άνθρωπος νεκρός και πεπωρωμένος, πληρεξούσιος του σατανά τόσον ομόφρων και αφοσιωμένος σ’ αυτόν, ώστε ο σατανάς θα του παραδώσει εν λευκώ την εξουσία του.
Αυτά φρονούν περί αντιχρίστου οι πατέρες και μάλιστα αυτοί οι οποίοι υπέδειξαν παραδείγματα αποκρυπτογραφήσεως του 666. Ο μεν Ειρηναίος δηλονότι λέγει ότι «Ασφαλέστερον και ακινδυνότερον το περιμένειν την έκβασιν της προφητείας ή το καταστοχάζεσθαι και καταμαντεύεσθαι ονόματος», ο δε Ιππόλυτος ότι «Των καιρών επιγινομένων και αυτός περί ου προείρηται (ο αντίχριστος) φανερωθήσεται και το όνομα δήλως πάσι σημανθήσεται». Προσθέτει δε και ο Ανδρέας Καισαρείας ομοφωνών προς αυτούς ότι «την ακρίβειαν της ψήφου ως και τα λοιπά περί αυτού γεγραμμένα ο χρόνος αποκαλύψει και η πείρα τοις ν ή φ ο υ σ ι ν».
Ο αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης (Τα τέσσαρα χρώματα, σελ. 7, υποσ.), αναφέρει το εξής ζωηρό σχετικό παράδειγμα. Εις την Αποκάλυψη (κεφ. θ’) προφητεύεται ότι κάποτε θα βλάψουν την ανθρωπότητα ακρίδες με θώρακας σιδηρούς, αι οποίαι θα σκορπίσουν τον θάνατο από τας ουράς των, ο δε κρότος των πτερύγων των θα ομοιάζει με κρότο πλήθους αρμάτων. Ουδείς ηδύνατο να φαντασθή τί θα ήσαν αι τερατώδεις αύται ακρίδες. Και όμως προ ολίγων ετών ένα νήπιον, ενώ ευρίσκετο εις τους αγρούς με τους γονείς του, στην περιοχή της Κοζάνης, μόλις είδε ένα σμήνος αεροπλάνων φώναξε «Μάνα! καρκαλέτσια!». Στην περιοχή δε εκείνη η λέξη καρκαλέτσια σημαίνει ακρίδες.
Ο προφήτης λοιπόν έχει κατά νουν τον Νέρωνα και κάποιον ή πολλούς αιρετικούς, αλλ’ ο προφητικός του οφθαλμός διασχίζων τους αιώνας ατενίζει εις το σκοτάδι των έσχατων καιρών τον κατ’ εξοχήν αντίχριστον. Αλλά και όλες οι ερμηνείες που προαναφέραμε δικαιώνονται κατά τούτο μόνον, καθ’ ό,τι υπέδειξαν ως αντιχρίστους ορισμένα πρόσωπα διαφόρων εποχών, τα οποία ήταν διώκτες ή παραχαράκτες της Χριστιανικής πίστεως. Υπάρχουν λοιπόν αντίχριστοι πολλοί ως πρόδρομοι του μεγάλου αντιχρίστου των εσχάτων, καθώς δίδαξε το Πνεύμα το άγιον δια του ιδίου ευαγγελιστού Ιωάννου λέγοντας· «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν» (Α’ Ίω. 2, 18).
(Στεργίου Ν. Σάκκου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου, «Η έρευνα της Γραφής», εκδ. Ορθ. Αδελφ. “Απολύτρωσις”, Θεσ/νίκη, σ. 152-160)
 το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

Στέργιος Σάκκος, Τι σημαίνει «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας» (Ρω μ. 6,7)



Ο ΑΠΟΘΑΝΩΝ ΔΕΔΙΚΑΙΩΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ (Ρωμ. 6,7)
Ἕνα ἀπό τά χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς πού παρανοοῦν οἱ πολλοί, εἶναι τό Ρω 6,7 («ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας»). Ὅταν οἱ πολλοί λένε ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἐννοοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πέθανε ὁποιοσδήποτε κι ἄν ἦταν εἴτε καλός εἴτε κακός ἐφόσον πέθανε ἔχει δικαιωθεῖ καί ἔχει σωθεῖ στήν μετά θάνατον ζωή. Καί κανείς δέν ἐπιτρέπεται νά τόν κρίνει καί νά τόν κατηγορήσει. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι σεβαστός πλέον μεταξύ τῶν ζώντων καί ἀπρόσβλητος. Ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοια χρησιμοποιοῦν τό χωρίο καί εὐλαβεῖς ἀκόμη χριστιανοί ἀπό ἀμάθεια βεβαίως καί ἁπλότητα καρδίας. Τό χρησιμοποιοῦν δέ καί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς· αὐτοί ὅμως τό χρησιμοποιοῦν μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ νεκρός εἶναι σεβαστός καί ἀπρόσβλητος μεταξύ τῶν ζώντων. Ἀρκετοί χρησιμοποιοῦν τό χωρίο καί σέ ἐπικήδειους ἤ ἐπιμνημόσυνους λόγους ἐννοώντας ὅτι ὁ ἀποθανών ἅπαξ καί πέθανε δικαιώθηκε, δηλαδή τοῦ συγχωρήθηκαν τά πάντα. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ θάνατος ἐξιλεώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, καί τόν εἰσάγει καθαρό στήν μέλλουσα ζωή. Μία τέτοια ἀντίληψη ὑπῆρχε καί στόν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικό κόσμο καί σέ πολλούς ραββίνους τῶν Ἑβραίων.
Ἀλλά ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένη, διότι καταργεῖ τήν κόλαση. Ἐφόσον ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν, ὅλοι δικαιώνονται καί σώζονται. Ἡ ἀντίληψη αὐτή καταργεῖ ἀκόμη τό μυστήριο τῆς μετανοίας, διότι ἄν ὁ θάνατος ἐξιλεώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες, τί χρειάζεται τό μυστήριο τῆς μετανοίας;
Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι σαφής. Οὔτε ὁ θάνατος οὔτε τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά ἐξιλεώσει τόν ἀμετανόητο. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία του ὅταν αὐτός πεθάνει, ἀκολουθεῖ τήν ψυχή του καί στήν ἄλλη ζωή ( ). Τό χωρίο «ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας» ἔχει ἔννοια ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού δίνουν οἱ ἀμαθεῖς καί ἐπιπόλαιοι. Γιά νά καταλάβουμε δέ τήν σωστή ἔννοια πρέπει νά δοῦμε τό χωρίο ὄχι μεμονωμένο ἀλλά στή συνάφεια τοῦ λόγου. Πρέπει δηλαδή νά προσέξουμε τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρό τοῦ χωρίου αὐτοῦ καί τί λέγει κατόπιν, ὥστε ἀπό τά συμφραζόμενα νά βοηθηθοῦμε στήν ὀρθή ἐξήγηση αὐτοῦ. Πολλές παρερμηνεῖες γραφικῶν χωρίων ὀφείλονται στό ὅτι τά χωρία αὐτά ἐξηγοῦνται μεμονωμένα (ξεκάρφωτα) ἀπό τό κείμενο τῆς Γραφῆς. Στήν περικοπή λοιπόν ὅπου περιέχεται τό ἐν λόγῳ χωρίο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιά τό Βάπτισμα. Λέγει δέ ὅτι τό Βάπτισμα ἔχει τό ἑξῆς βαθύ νόημα. Εἶναι τό «ὁμοίωμα» τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Τό Βάπτισμα δηλαδή μοιάζει μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί τάφηκε, ἔτσι καί ἐμεῖς κατά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος σταυρωνόμαστε καί ἐνταφιαζόμαστε ἤ μᾶλλον συσταυρώνομαστε καί συνενταφιαζόμαστε μέ τόν Χριστό. Καί ὅπως κατά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ νεκρώθηκε ἡ ἁμαρτία, τήν ὁποία ἐκεῖνος ἀνέλαβε γιά χάρη μας ὡς ἐξιλαστήριο θῦμα, ἔτσι κατά τήν Βάπτιση ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος τῆς πονηρίας καί τῆς παραβάσεως τόν ὁποῖο ἕκαστος φέρει μέσα του ἐρχόμενος στόν κόσμο, συνεσταυρώθη γιά νά καταργηθεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας «τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ». Ἡ διεφθαρμένη δηλαδή φύση μας σταυρώθηκε μαζί μέ τόν Χριστό, γιά νά καταστεῖ ἀνενέργητη πρός τήν ἁμαρτία ὡς νεκρή, ὥστε τοῦ λοιποῦ νά μή δουλεύουμε πλέον στήν ἁμαρτία. Εἶναι σάν νά φώναζε ὁ θεῖος ἀπόστολος Ἄνθρωπε! Πρόσεχε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀφ' ἧς στιγμῆς βαπτίσθηκες πέθανες γιά τήν ἁμαρτία. Ἀφ' ἧς στιγμῆς κατῆλθες στήν ἱερά κολυμβήθρα ἐτάφης ἐκεῖ καί μένεις νεκρός γιά τήν ἁμαρτία. Αὐτό τό νόημα τονίζει ὁ ἀπόστολος. Καί εὐθύς προσθέτει· «ὁ γάρ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας». Ὁ σύνδεσμος γάρ συνδέει μέ τό προηγηθέν χωρίο «ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη... τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» καί βοηθεῖ ἔπειτα ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω νά καταλάβουμε εὔκολα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἔννοια τοῦ ἑρμηνευομένου χωρίου. Εἶναι αὐτή· ὁ ἀποθανών ἔχει ἀπολυθεῖ, ἔχει ἐλευθερωθεῖ, ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τοῦ ἁμαρτάνειν, διότι ὡς νεκρός δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἁμαρτία οὔτε νά πράττει αὐτήν. Ὁ ἀποθανών ἔχει παύσει ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνει. Ὁ νεκρός ἔχει διακόψει κάθε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Συνδέοντας τώρα τό ἑρμηνευθέν χωρίο μέ τό προηγούμενο ἔχουμε τό ἑξῆς νόημα. Ἐφόσον βαπτισθήκατε, σταυρωθήκατε μαζί μέ τόν Χριστό καί ἀπεθάνετε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἐφόσον δέ ἀπεθάνετε, δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε στήν ἁμαρτία, διότι ὁ ἀποθανών ἔχει παύσει ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνει. Ἡ ἰδέα τήν ὁποία ἐκφράζει ἐδῶ ὁ θεῖος ἀπόστολος εἶναι συγκλονιστική. Ὅπως δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά ἐννοήσουμε νεκρό ἁμαρτάνοντα, ἔτσι δέν μπορεῖ καί ὁ Παῦλος νά ἐννοήσει χριστιανό ἁμαρτάνοντα! Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βαπτίσθηκε ἀπέθανε καί ἀναστήθηκε νέος ἄνθρωπος, καθαρός καί λαμπρός, μέ προορισμό νά ζῆ μόνο γιά τόν Θεό. Καί γι' αὐτό λίγο παραπάνω λέει· «οὕτω καί ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτούς νεκρούς εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ ζῶντας δέ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Μή οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι». Τό ἴδιο λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α΄ Ἰω 3,9 καί 5,18). Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεως πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψιν ὅτι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή λέει ὅτι ὁ βαπτισθείς καί ἀναγεννηθείς ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει ἐννοεῖ ὅτι δέν ἁμαρτάνει σκοπίμως καί ἐκ συστήματος, ἐσκεμμένως καί καθ' ἕξιν, διότι διαφορετικά καί ὁ ἀναγεννημένος χριστιανός ἐνδέχεται νά πέσει σέ σοβαρές ἁμαρτίες, εἴτε ἀπό ἀδυναμία τοῦ χαρακτῆρος εἴτε ἀπό συναρπαγή· ἀλλά εὐθύς μετανοεῖ καί «μεριμνᾷ ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας του». Σέ μικρές δέ καί συνήθεις ἁμαρτίες περιπίπτει πολλάκις· ἀλλά καί γιά αὐτές αἰσθάνεται λύπη. Καί ἔτσι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει.
Ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία δώσαμε στό χωρίο «ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας» εἶναι ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας. «Ὥσπερ ὁ ἀποθανών ἀπήλλακται τό λοιπόν τοῦ ἁμαρτάνειν νεκρός κείμενος, οὕτω καί ὁ ἀναβάς ἀπό τοῦ βαπτίσματος· ἐπειδή γάρ ἅπαξ ἀπέθανεν ἐκεῖ νεκρόν δεῖ μένειν διά παντός τῇ ἁμαρτίᾳ», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Τήν ἴδια ἑρμηνεία δίδουν καί ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί πολλοί ἄλλοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς χωρίς νά ὑπάρχει καμία μεταξύ αὐτῶν διαφωνία. Χρησιμοποιοῦν μάλιστα στηριζόμενοι στήν φρασεολογία τοῦ ἀποστόλου καί τά ἑξῆς δύο παραδείγματα· ὅπως ὁ δοῦλος ὅταν πεθάνει δέν ἀνήκει πλέον στήν ἐξουσία τοῦ κυρίου του, ἔτσι καί ὁ ἁμαρτωλός ὅταν νεκρώσει ἐντός του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, παύει νά εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅπως ὁ νεκρός δέν μπορεῖ οὔτε νά φονεύσει οὔτε νά πορνεύσει οὔτε κάποια ἄλλη ἁμαρτία νά διαπράξει, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διά τοῦ βαπτίσματος νέκρωσε μέσα του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, δέν μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτάνει, δέν νοεῖται, δέν ἐπιτρέπεται νά ἁμαρτάνει. Τήν ἰδέα αὐτή ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι σταυρωμένος καί νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία ἰδιαίτερα τονίζουν ἀπό τούς πατέρες οἱ ἀσκητικοί. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅταν εἶδε ἕνα μοναχό νά διαπληκτίζεται μέ ἄλλον, τόν ρώτησε· «Πότε κατέβηκες ἀπό τόν σταυρό;». Εἶναι σάν νά τοῦ εἶπε ξέχασες ὅτι σταυρώθηκες καί ὅτι ἕνας ἐσταυρωμένος καί νεκρός δέν μπορεῖ νά ἁμαρτάνει;

(Στέργιος Ν. Σάκκος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...