Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2014

Αγία Αναστασία η Ρωμαία: η θαρραλέα μαθήτρια του Χριστού


Συμεών του Μεταφραστού,

μαρτύριον της αγίας ενδόξου οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας [1]
Δύο Αναστασίες βρίσκουμε στους βίους των Αγίων, που ήσαν και οι δύο επιφανείς και ξακουστές για την φήμη του γένους τους και για την ομολογία της πίστεώς τους, ήσαν δε και οι δύο από την περιφανή Ρώμη.
anastasrom
Η πρώτη παντρεύτηκε διά της βίας από τους γονείς της, και δεν συνευρέθηκε με τον άνδρα της, ούτε καν κοιμήθηκε μαζί του, γιατί ήταν ειδωλολάτρης, με την πρόφασι πως ήταν τάχα άρρωστη. Έτσι φύλαξε άφθαρτη την παρθενία της, διότι λίγες ημέρες αργότερα πέθανε ο άνδρας της. Ως εκ τούτου, πέρασε όλη τη ζωή της ασκητικά, με σωφροσύνη και με όλες τις αρετές, δίνοντας όλο το βιός της ελεημοσύνη στους φτωχούς. Επισκεπτόταν στα δεσμωτήρια τους άγιους μάρτυρες, τους παρακινούσε να υπομένουν τα βάσανα για τον Κύριο, τους νουθετούσε και τους βοηθούσε στις βιωτικές ανάγκες τους.
Όταν πλέον τους εφόνευαν οι τύραννοι, έκλεβε τα ιερά τους λείψανα και τα ενταφίαζε με ευλάβεια κι αγάπη. Ενώ έκανε αυτή την καθημερινή εργασία, τόμαθαν οι ασεβείς, και τελειώθηκε διά πυρός, ανεβαίνοντας προς τον Κύριο ως οσμή ευωδίας. Επιτελούμε τη μνήμη της στις 22 Δεκεμβρίου.
 * * *
Η δεύτερη αγία Αναστασία δεν παντρεύτηκε καθόλου, ούτε αγάπησε τους κοσμικούς θορύβους. Τον Χριστό επόθησε από μικρή, και σήκωσε τον χρηστό και γλυκύτατο ζυγό Του, και βάσταξε το ελαφρό φορτίο Του, δηλαδή έγινε μοναχή. Ύστερα πάλι αξιώθηκε να μαρτυρήση, και υπέμεινε διάφορα και πάνδεινα βασανιστήρια με πολλή ανδρεία και γενναιότητα για χάρη του ουρανίου Νυμφίου. Γιαυτό και δοξάστηκε πολύ από Αυτόν με τριπλό στεφάνι: ένα για την παρθενία της, δεύτερο για την άσκησί της, και τρίτο για το μαρτύριό της, καθώς θα διηγηθούμε λεπτομερώς στη συνέχεια.
Αυτή η αξιέπαινη κόρη, που φέρει το όνομα της Αναστάσεως του Θεού και Σωτήρα μας Χριστού, απαρνήθηκε πατέρα, μητέρα και συγγενείς, μίσησε πλούτο, δόξα και κάθε σωματική ηδυπάθεια, εγκατέλειψε όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα αγαθά, για να απολαύση τα μόνιμα και αιώνια. Είκοσι χρόνων μπήκε σε μοναστήρι, και την έκειρε μοναχή μια ενάρετη και γραμματισμένη μοναχή ονόματι Σοφία, η οποία την δίδασκε και την νουθετούσε με επιμέλεια στη μοναχική πολιτεία. Η Αναστασία πλέον, γνωστική και συνετή όντας, προέκοπτε διαρκώς με τις νουθεσίες της διδασκάλισσας και έδειχνε πολλή αρετή. Η Σοφία πάλι, βλέποντας την πνευματική της κόρη να προκόβη στον ένθεο έρωτα, δόξαζε τον Κύριο.
Ο κοινός μας εχθρός όμως φθόνησε τη γενναιότητα της κόρης, και της έδωσε μεγάλο και σφοδρότατο σαρκικό πόλεμο, για να την κάνη, όσο του ήταν δυνατό, να μισήση τη μοναχική πολιτεία, ή έστω να γίνη αμελής στην άσκησι. Αλλά η Αγία δεν χαλάρωσε διόλου στους πνευματικούς αγώνες, μάλιστα γινόταν όλο και πιο πρόθυμη. Όσο λοιπόν έβλεπε τον εχθρό και επίβουλο να την πολεμά δυνατά, τόσο πιο ανδρεία κι αυτή ανταγωνιζόταν. Έτσι νικούσε και ντρόπιαζε ολοσχερώς τον πειρασμό.
Σαν είδε αυτός πως με τέτοιο τρόπο δεν μπόρεσε να τη νικήση, βάζει ο τρισάθλιος άλλη πανουργία. Την γνωστοποίησε στους υπηρέτες του και εργάτες της ασεβείας, που είχαν τον καιρό εκείνο πολύ πόθο και φροντίδα να βασανίζουν τους χριστιανούς με ποικίλα βασανιστήρια. Τότε βασίλευε ο ασεβής Διοκλητιανός[1]. Έσπευσαν λοιπόν οι υπηρέτες και ανήγγειλαν στον ηγεμόνα Πρόβο πως η Αναστασία δεν προσκυνούσε τους θεούς τους, ούτε σεβόταν τους βασιλείς, αλλά εκήρυττε τον Χριστό ως αληθινό Θεό και Δημιουργό όλης της κτίσεως. Τότε ο Πρόβος σύναξε πολλούς ανθρώπους στο θέατρο και πρόσταξε να φέρουν τη μακαρία μπροστά του. Έτρεξαν αμέσως ασυγκράτητοι οι υπηρέτες, έσπασαν την πύλη της μονής, μπήκαν με αναισχυντία και ζήτησαν κάποια που λεγόταν Αναστασία.
Σαν είδε η διδασκάλισσα Σοφία ξαφνικά τους ορμητικούς στρατιώτες, κατάλαβε το λόγο, και τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγη ώρα. Πήρε τότε την Αναστασία, και με δάκρυα στα μάτια πήγε κρυφά στο Ιερό θυσιαστήριο. Την έφερε μπροστά στην αγία εικόνα του Δεσπότου και της είπε:
—Κόρη μου αγαπημένη, από την ώρα που σε αναδέχθηκα για πνευματικό μου τέκνο, δεν αμέλησα καθόλου να σε διδάσκω την κατά Θεόν πολιτεία, ώσπου έφτασες πιά στην ηλικία του πληρώματος του Χριστού. Πήγαινε λοιπόν σ’ Αυτόν με αγαλλίασι. Μ’ Αυτόν σε νυμφεύω σήμερα. Σ’ Αυτόν σε προσφέρω, σ’ Αυτόν σε παραδίδω, να σε δεχθή ως άφθαρτη νύμφη Του. Ο νυμφώνας στολισμένος, ο Νυμφίος αψευδής. Άγιοι Άγγελοι παραστέκουν, να σε πάνε ως νύμφη Χριστού στους ουρανίους θαλάμους. Εκεί θα αγάλλεσαι και θα ευφραίνεσαι, μαζί Του πάντα, σ’ εκείνη την ανεκλάλητη ευφροσύνη. Βάδισε τη στενή και τεθλιμμένη οδό του μαρτυρίου.
Μέσα απ’ αυτήν θα φτάση η ψυχή σου στην αιώνια άνεσι και αναψυχή. Είναι σωστό και δίκαιο, όχι μόνο να υπομείνουμε τα φοβερώτερα βασανιστήρια για την αγάπη του Χριστού, αλλά να λάβουμε και αυτόν τον θάνατο με αγαλλίασι. Αν ο ίδιος ο Κύριος και Δεσπότης μας πέθανε για χάρη μας, πως κι εμείς να μη μιμηθούμε πρόθυμα το θάνατό Του για τη σωτηρία μας; Ναί, κόρη μου αγαπημένη, δεν λογίζεται θάνατος το να πεθάνης για τον Χριστό. Είναι χαρά, ηδονή, ευφροσύνη, αγαλλίασις, λαμπρότητα, φως πιο γλυκό και πιο ωραίο από αυτό το φως. Είναι διάβασις, μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα στα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και κοπιαστικά στα ωραία και χαρμόσυνα.
Τώρα πηγαίνεις στα σταθερά και μόνιμα, στα διαρκή και ατελείωτα, κόρη μου πολυαγαπημένη, να συνευφραίνεσαι με τις φρόνιμες παρθένες σ’ εκείνη την άρρητη ηδονή, την άφραστη αγαλλίασι, που διαρκεί αιωνίως και πάντοτε. Μη δειλιάσης την αυστηρότητα των τυράννων, την δριμύτητα των κολάσεων. Ο ίδιος ο Νυμφίος σου, ο Δεσπότης Χριστός, θα σου συμπαρασταθή, θα ελαφρύνη τους πόνους. Κι αν σ’ αφήση λίγο να κακοπαθήσης, για να φανή η υπομονή σου, να δοκιμασθή η πίστις σου, και να θαυμάσουν οι θεατές την ανδρεία και την προθυμία σου, πάλι δεν θα σ’ εγκαταλείψη ως το τέλος. Όταν κουραστής, θα σβήση η δριμύτητα των πόνων και των πληγών σου, θα ανατείλη φως και παρηγοριά, και δόξα Κυρίου θα σε κυκλώση.
Σαν είπε όλα αυτά η πάνσοφη Σοφία προς την Αναστασία, της απάντησε η παρθένος:
—Κάνε δέησι και ικεσία προς τον Δεσπότη μας, Μητέρα μου, για να μου στείλη εξ ύψους δύναμι και βοήθεια, ώστε να μή δειλιάσω τους βαναύσους τυράννους. Το μέν πνεύμα πρόθυμο, μα η σάρκα ασθενική, και χωρίς θεία βοήθεια δεν κατορθώνεται το αγαθό. Προσευχήσου θερμά για χάρη μου, και ανδρειωμένη με τη θεία δύναμι, θα φροντίσω να φυλάξω απαρασάλευτες όλες τις υποσχέσεις.
Αυτά είπε η παρθένος προς την διδασκάλισσα, και τότε έτρεξαν οι στρατιώτες, άρπαξαν την Αγία σαν αρνί από την μητέρα της και την πήγαν στο κριτήριο αλυσοδεμένη, αλλά και χαρούμενη. Όταν είδαν τόση ευκοσμία και ωραιότητα πάνω της οι παρευρισκόμενοι, έμειναν έκθαμβοι.
Τότε ο Πρόβος την ρώτησε:
—Πως ονομάζεσαι;
Κι εκείνη αποκρίθηκε:
—Αναστασία καλούμαι, γιατί μ’ ανέστησε ο Κύριος, για να ντροπιάσω σήμερα εσένα και τον πατέρα σου Διάβολο.
Όταν άκουσε ο Πρόβος τέτοια απότομη απόκρισι, θέλησε να μαλακώση την αυστηρότητα και την τραχύτητά της με κολακείες. Μα δεν ήξερε ο ανόητος την δυνατή πίστι στην ψυχή της, που ήταν πιο σκληρή κι απ’ το διαμάντι. Της έλεγε λοιπόν:
—Ακουσέ με, Κόρη, που σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς, κι εγώ θα σε παντρέψω μ’ ένα πλουσιώτατο άρχοντα, θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι πολύ, ρούχα πολυτελή, πλήθος δούλων και υπηρετών, και θα γίνης μονομιάς ευγενής και περίδοξη. Κατάλαβε λοιπόν το καλό σου, σκέψου όπως αρμόζει στην ωραιότητα και στην ψυχική σου ευγένεια. Μή θέλης να δοκιμάσης το θυμό μου, και να μάθης πόσο κακό είναι η ασέβειά σου. Εγώ -οι θεοί το ξέρουν- λυπάμαι το κάλλος σου, και σαν πατέρας φροντίζω για το όφελος σου, σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Αν όμως δεν μ’ ακούσης, θα δοκιμάσης αναγκαστικά την αγριότητα και το θυμό μου, όπως είδες τώρα την ημερότητα και την ευμένειά μου, και τότε θα μετανοιώσης ανώφελα.
Μόλις άκουσε η Μάρτυς τούτα τα λόγια, θυμήθηκε τις μητρικές παραινέσεις της σοφής διδασκάλισσας Σοφίας, και του αποκρίθηκε ταπεινά:
—Για μένα, ηγεμόνα, πλούτος και ζωή και Νυμφίος είναι ο γλυκύτατος Δεσπότης μου Χριστός. Ο θάνατος για χάρη Του μου είναι πιο πολύτιμος κι απ’ αυτή τη ζωή. Γι’ Αυτόν περιφρόνησα όλα τα ευχάριστα και απολαυστικά πράγματα της γής, χρυσάφι, ασήμι, πολυτίμους λίθους, κι όλα όσα τιμούν οι φιλόσαρκοι τα θεωρώ σαν χώμα. Φωτιά, σπαθί, κοντάρι, διαμελισμό, πληγές και μάστιγες, κι ό,τι άλλο νομίζετε για τιμωρία, εγώ τα έχω για ευχαρίστησι και αγαλλίασι, ατενίζοντας προς τον Δεσπότη Χριστό και Σωτήρα μου. Γιά την αγάπη Του επιθυμώ όχι μόνο να πάθω τέτοια δεινά, αλλά και να πεθάνω μύριες φορές για χάρη Του. Μήν υποκρίνεσαι λοιπόν πως τάχα λυπάσαι την ομορφιά μου που μαραίνεται σαν τα άνθη του αγρού, αλλά κάνε ό,τι είναι στην εξουσία σου. Μή χάνης άσκοπα τον καιρό σου. Εγώ ξύλινους και πέτρινους θεούς δεν θα προσκυνήσω ποτέ.
Σαν άκουσε όλα αυτά ο ηγεμόνας, άναψε απ’ το θυμό του. Προστάζει λοιπόν πρώτα να τη δείρουν ανελέητα στο πρόσωπο. Κατόπιν να τη γδύσουν τελείως, να τη δή όλο το θέατρο, για να καταισχυνθή. Έτσι λοιπόν εγύμνωσαν εκείνο το πάγκαλλο σώμα, που το σέβονται και οι Άγγελοι, και το παρουσίασαν χωρίς κανένα ρούχο, για να την καταφρονήσουν όλοι. Τότε της λέγει ο άρχοντας:
—Για την υπερηφάνειά σου, έτσι σου ταιριάζει, να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τόσα μάτια ανδρών. Μα έστω και τώρα, έλα στην ευμένεια των θεών. Μή θέλης να δής να μαραίνεται πρόωρα τέτοια ομορφιά, να χαθής πολύ άθλια. Σε βεβαιώνω πως αν δεν κάνης το θέλημά μου, κανείς δεν σε γλιτώνει από το χέρια μου. Θα σε κόψω σε λεπτά κομμάτια, και θα σε ρίξω τροφή στα άγρια θηρία.
Η Αγία τότε απάντησε:
—Ηγεμόνα, αυτή μου τη γύμνωσι δεν την έχω για ντροπή, αλλά για περίλαμπρο και ευπρεπέστατο στολισμό, γιατί γδύθηκα τον παλαιό άνθρωπο, και ντύθηκα τον καινούργιο, με δικαιοσύνη και αλήθεια. Είμαι έτοιμη να λάβω κι αυτόν τον θάνατο, καθώς με φοβέρισες. Τον επιθυμώ υπερβολικά. Μα κι αν και τα μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, και ξερριζώσης τη γλώσσα μου, τα δόντια και τα νύχια μου, τότε θα με ευεργετήσης ακόμη περισσότερο. Όλο τον εαυτό μου τον χρεωστώ στον Δημιουργό και Σωτήρα μου. Ποθώ Αυτός να δοξασθή σε όλα μου τα μέλη. Θα του τα παραστήσω σαν κοσμήματα, με το στολισμό της ομολογίας.
Αυτά κι άλλα παρόμοια έλεγε η Αγία, για να θυμώση ο δικαστής, να μη την λυπηθή, να μη την αφήση ατιμώρητη, και στερηθή τα στεφάνια της αθλήσεως. Έκπληκτος ο άρχοντας και όλο το θέατρο μπροστά σ’ αυτήν την ελευθεροστομία της παρθένου, άφησε κατά μέρος τις κολακείες, και αποφασίζει ν’ αρχίση τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια.
aganastrom
Προστάζει λοιπόν να καρφώσουν στη γή τέσσερις πασσάλους, επάνω στους οποίους τέντωσαν την Μάρτυρα, και την έδεσαν μπρούμυτα. Από κάτω άναψαν φωτιά με λάδι, πίσσα και θειάφι, και άλλα εύφλεκτα, άπ’ όπου καταφλέγονταν το στήθος, η κοιλιά και τα σπλάγχνα της. Από πάνω την χτυπούσαν στην πλάτη με ξύλα οι άσπλαγχνοι. Έτσι έπασχε και βασανιζόταν η αείμνηστη ώρα πολλή, και ήταν η ράχη και όλα τα οπίσθια καταξεσχισμένα από τα ραβδίσματα.
Από μπροστά πάλι καταφλέγονταν οι σάρκες, οι φλέβες και το αίμα, και είχε τόση πολλή οδύνη και πόνους, που μόνο και να τ’ ακούη κανείς, δειλιάζει και απορεί. Πραγματικά, τι γενναία ψυχή για τον Χριστό, ανώτερη από την ανάγκη της φύσεως! Μόνο με την προσευχή της σαν δροσιά, έσβηνε τη σφοδρότητα της φωτιάς, γιατί θυμόταν τα παλαιά θαύματα του Θεού, όπως στη βαβυλωνιακή κάμινο. Είχε βέβαια πολλή σύνεσι, σοφία και γνώσι των θείων Γραφών, κι έτσι ελάφραινε τους πόνους.
Μόλις είδε πια εκείνο το άγριο και απάνθρωπο θηρίο ότι η Μάρτυς δεν εδείλιασε με τέτοια βάσανα, προστάζει να τη δέσουν σ’ ένα τροχό. Αμέσως ο λόγος έγινε έργο, και στο γύρισμα του τροχού με κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, τεντώθηκαν τα νεύρα και οι αρμοί του σώματος, μετατοπίστηκε η σωματική διάπλασις από τη φυσική της αρμονία, κι απόμεινε ελεεινό θέαμα.
Αλλά η Μάρτυς και πάλι επικαλέστηκε Εκείνον που μπορεί να τη βοηθήση σε καιρό θλίψεως, και να τη λυτρώση από τα χέρια των εχθρών της, λέγοντας τα εξής:
—Θεέ θεών και Κύριε των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίδα της ψυχής μου και σωτηρία μου, μην απομακρυνθής από μένα, διότι εξαντλήθηκα από τους πόνους, κόλλησε στη γή η κοιλιά μου και τα οστά μου σαν φρύγανα φλογίστηκαν. Δός μου βοήθεια στη θλίψι μου, Θεέ μου, που με περιζώνεις με δύναμι.
Με τέτοια προσευχή -τι γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!- αμέσως η Μάρτυς βρέθηκε ελευθερωμένη από εκείνο το φοβερό μηχάνημα, και στάθηκε υγιής και ολόσωμη, χωρίς κανένα σημάδι πληγής ή έγκαυμα στη σάρκα της. Μα ο τυφλωμένος τύραννος δεν μπόρεσε να καταλάβη τη θαυματουργία της θείας δυνάμεως, μεθυσμένος και σκοτισμένος στην ασέβεια και μανία του. Γι’ αυτό πάλι την κρέμασε σε ξύλο, κι έβαλε να την καταξεσχίσουν με σιδερένια νύχια. Όμως η Αγία προσευχόταν, και πάλι ήλθε εξ ύψους βοήθεια, και οι δήμιοι ατόνησαν, κι αυτή στεκόταν χωρίς καμμία οδύνη.
Γεμάτος απορία, οργή και θυμό ο ηγεμόνας σηκώθηκε πολλές φορές από το θρόνο του, μή ξέροντας τι να κάνη. Μα ο Διάβολος που τον συμβούλευε κατ’ ιδίαν, του έβαλε στο νού να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αυτή η τιμωρία είναι η πιο φοβερή και επώδυνη, διότι στο μέρος αυτό είναι ενθρονισμένη και ριζωμένη η καρδιά. Αλλά η Μάρτυς είχε μεγαλύτερο πάθος στην καρδιά για τον έρωτα του Χριστού, και γιαυτό καταφρόνησε το μικρό και κατώτερο.
Ο τύραννος πάλι, βλέποντας πως η Οσία υπέμεινε και αυτό το φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξούσε να νικήση την υπερβολική καρτερία της με τα υπερβολικά βασανιστήρια. Γιαυτό της ξερρίζωσε όλα τα δόντια και τα νύχια. Και πάλι η Αγία, σαν να μην αισθανόταν κανένα πόνο, ευχαριστούσε πιο θερμά τον Κύριο, που αξιώθηκε να γίνη συγκοινωνός και συμμέτοχος στα πάθη Του. Συγχρόνως έβριζε τους θεούς του τυράννου, αποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες και απώλεια ψυχής.
Μή υποφέροντας να ακούη τέτοια λόγια ο δικαστής, αφού το γλυκό φως είναι μισητό στους ασθενικούς οφθαλμούς, διατάζει να της ξερριζώσουν και τη γλώσσα από τον φάρυγγα. Αλλά και πάλι η Οσία δεν δείλιασε μ’ αυτή την τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, για να αποδώση την πρέπουσα προσευχή και να δοξάση τον Κύριο με το όργανο της φωνής. Αφού λοιπόν Τον ευχαρίστησε, Τον παρακάλεσε να την αξιώση να τελειώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίησι των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημά της, όπως το ζήτησε.
Χάρηκε σαν άκουσε τη θεία φωνή η Μάρτυς, και λέγει στον δήμιο να εκτελέση το πρόσταγμα. Έτσι κι έγινε. Της έκοψε με ξίφος τη θεολογική της γλώσσα, που έλεγε τα θεία λόγια. Έτρεχαν τα αίματα, κοκκίνησαν τα ρούχα της άμωμης νύμφης του Χριστού, που απ’ τον πόνο λιγοψύχησε, και ζήτησε λίγο νερό.
Τότε βρέθηκε κάποιος ευσεβής και ενάρετος χριστιανός ονόματι Κύριλλος, ο οποίος μ’ αυτή τη μικρή καλωσύνη του ψυχρού ποτηριού απολαμβάνει ως ανταμοιβή από τον Θεό το στεφάνι της αθλήσεως. Διότι μαθαίνοντας ο Πρόβος ότι λυπήθηκε την Αγία και την πότισε νερό, πρόσταξε να κόψουν τα κεφάλια και των δύο. Έτσι τελείωσαν κι οι δύο το δρόμο του μαρτυρίου.
Το λείψανο της Οσίας έμεινε λίγες ημέρες ριγμένο στο χώμα, χωρίς διόλου να το αγγίξη πουλί, ή θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως και βουλής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και θείος Άγγελος εστάλη από τους ουρανούς, για να δώση το άγιο λείψανο στη διδασκάλισσά της Σοφία.
Πράγματι η Σοφία εκείνη, από τη στιγμή που άρπαξαν μέσα από την αγκαλιά της την Αναστασία, προσευχόταν ασταμάτητα και παρακαλούσε τον Κύριο να τη δυναμώση έως τέλους, να μη νικηθή από τις κολακείες, να μή δειλιάση από τις τιμωρίες, και ζημιωθή τα στεφάνια. Ενώ λοιπόν προσευχόταν ολόψυχα με ολόθερμα δάκρυα, άγιος Άγγελος φανερώνεται, και της αναγγέλλει το πολυπόθητο άκουσμα και γλυκύτατο μήνυμα: Η Μάρτυς ετελειώθη, και ανήλθε στον ουράνιο θάλαμο, για την αιώνια αγαλλίασι. Συνάμα την οδηγεί και της παραδίδει το παμπόθητο και σεβάσμιο λείψανο της Μάρτυρος.
Τότε η Σοφία έπεσε πάνω του, το αγκάλιαζε και το φιλούσε συνέχεια, λέγοντας τα εξής με δάκρυα και πολλή αγαλλίασι:
—Ποθητό και πολυαγαπητό μου τέκνο, που σε ανέθρεψα καλώς με πολύ κόπο, με ησυχία και με άσκησι, σ’ ευχαριστώ, που δεν καταφρόνησες τις επαγγελίες, δεν παρήκουσες τις νουθεσίες, δεν παρέβλεψες τις εντολές. Φύλαξες τις υποσχέσεις, και τώρα παραστέκεις δίπλα στον Χριστό τον Νυμφίο σου, περιβεβλημένη με ιμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη με στίγματα μαρτυρίου, και στολισμένη με στεφάνι από λίθους πολυτίμους. Τώρα κατοικείς σε τόπο σκηνής θαυμαστής, στον οίκο της δόξης Κυρίου, και με τους Αγγέλους ευφραίνεσαι. Γιαυτό σε παρακαλώ, πολυαγαπημένη μου κόρη και πνευματική μου μητέρα, γίνε μου καλή γηροκόμος σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, και μεσίτρια και πρέσβυς προς τον Δεσπότη μας, να αξιώση και μένα να εισέλθω στη βασιλεία Του.
Με τέτοια και παρόμοια λόγια, η φιλότεκνη και φιλόθεη γερόντισσα αγκάλιαζε και καταφιλούσε το τίμιο λείψανο, μα δεν μπορούσε απ’ τα γηρατειά να το σηκώση. Την ώρα που συλλογιζόταν τι να κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπείς και αξιοσέβαστοι άνδρες, οι οποίοι σήκωσαν εκείνο το σεβάσμιο και ιερώτατο λείψανο και το μετέφεραν με την Σοφία μέσα στη Ρώμη, και το απέθεσαν στον τάφο λαμπρά και τιμητικά, προς δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, μετά του οποίου πρέπει τιμή και κράτος και προς το Άγιον Πνεύμα, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
1. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η Αγία Αναστασία η Ρωμαία εμαρτύρησε επί Δεκίου. Φαίνεται ότι συγχέεται με άλλη Αγία Αναστασία, η οποία εορτάζει στις 12 Οκτωβρίου.
Πηγή: Αγία Αναστασία η Ρωμαία σελ. 11-22, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1998

ΠΗΓΗ

Πως η πρόνοια του Θεού, συνεργάζεται με την δική μας προαίρεση.

Η Πρόνοια του Θεού
 
Την πορεία της ζωής του ανθρώπου επηρεάζουν τρεις σπουδαίοι παράγοντες.
 
Ο πρώτος παράγων είναι η πρόνοια του Θεού. Ο Θεός προνοεί ειδικά για κάθε άνθρωπο και καταστρώνει ειδικό σχέδιο για τη σωτηρία του, το οποίο είναι για κάθε άνθρωπο ξεχωριστό. Έτσι του δίνει προσωπικά χαρίσματα και δυνατότητες τα οποία αν αξιοποιήσει ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγιος. Μάλιστα ο Θεός προνοεί το καλύτερο, το τελειότερο, το αγιότερο. Όμως, δεν του επιβάλει την αγιότητα, του δίνει τα χαρίσματα, τις δυνατότητες και τον καλεί να συνεργαστεί ελεύθερα μαζί Του για να γίνει αυτό πραγματικότητα. Η επιλογή είναι του ανθρώπου, ο Θεός σέβεται απόλυτα την ελεύθερη βούλησή του.
 
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η παρέμβαση του διαβόλου. Ο διάβολος εκμεταλλεύεται τα πάθη και τις αδυναμίες του ανθρώπου, του υπόσχεται με το τρόπο του, πλούτο, δόξα, ηδονές και όπου τον “πιάσει”. Και επειδή η αμαρτωλή φύση ρέπει στα πάθη και την αμαρτία, οι πιθανότητες που έχει να τον κερδίσει είναι μεγάλες. Εκμεταλλεύεται ακόμη την άγνοιά του και την ανωριμότητά του, τον παγιδεύει συνεχώς και επειδή ο άνθρωπος δεν ξέρει ή δεν έχει πείρα να τον αντιμετωπίσει πέφτει πολλές φορές στις παγίδες που του στήνει.
 
Και ο τρίτος παράγοντας είναι η ελευθερία του ανθρώπου. Αν θα δεχτεί ο άνθρωπος να συνεργαστεί με τον Θεό, να καλλιεργήσει τα χαρίσματα του Θεού ή να δουλέψει στα πάθη και τις προκλήσεις του πονηρού είναι καθαρά στην ελεύθερη βούλησή του.
 
Ο Μέγας Βασίλειος λέει οτι o Θεός προνοεί το καλύτερο στη ζωή σου, όμως το “καντήλι” της ζωής σου δεν το κρατάει Εκείνος, αλλά σου το δίνει να το κρατήσεις εσύ στα χέρια σου και Εκείνος θέλει να σε βοηθήσει και να σε στηρίξει. Αν εσύ δεν προσέξεις, σκοντάψεις και πέσεις, τότε το λάδι απο το καντήλι θα χυθεί και το δοχείο θα σπάσει. Όμως για αυτό δεν θα ευθύνεται η Πρόνοια του Θεού, αλλά οι δικές σου επιλογές.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
 
Οι άγιοι με τη πίστη τους και τον αγώνα τους καθάρισαν τον χώρο του νου και της καρδιάς από την παθογένεια της αρρωστημένης, αμαρτωλής ανθρώπινης φύσεως κι έγιναν τα εύχρηστα δοχεία του πνεύματος. Η ψυχή τους είναι ένας πνευματικός καθρέφτης, στον οποίο αντανακλώνται όλες οι ιδιότητες, τα χαρίσματα του Θεού, και διαχέονται στο περιβάλλον γύρω τους. Στους αγίους, η ζωή τους είναι ένας τόπος φανέρωσης των ενεργειών του Θεού.

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
 
Οταν ο άνθρωπος θέλει να τηρήσει το θέλημα του Θεού, έχει καλή θέληση και διάθεση, έχει φιλότιμο, θέλει να είναι ενάρετος, όμως επειδή είναι αμελής και επιπόλαιος, δεν καλλιεργεί τον εαυτό του στις αρετές και στο θέλημα του Θεού, τότε η Πρόνοια του Θεού, λειτουργεί παιδαγωγικά, για να τον βοηθήσει να ωριμάσει και να δυναμώσει η θέλησή του. Πάντα όμως με διάκριση, χωρίς ποτέ να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Προσπαθεί μόνο να δώσει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να ενεργοποιήσει τα χαρίσματά του και να καρποφορήσει τελικά τις αρετές. Στη παρέμβαση αυτή ο Θεός “κρύβεται”, δεν ενεργεί φανερά, αλλά “πλησιάζει” μυστικά, γιατί αν ενεργήσει φανερά, πρώτον, θα παραβιάσει την ελευθερία του ανθρώπου, την οποία ο Θεός, ως χορηγός της ελευθερίας σέβεται σε απόλυτο βαθμό και προτιμάει να αφήσει τον άνθρωπο, όταν δεν θέλει τη σωτηρία του, να κολασθεί, παρά να του στερήσει την ελευθερία του. Έτσι δεν επιβάλλει ποτέ το θέλημά Του, την παρουσία Του. Και δεύτερον, αν ο Θεός φανερωθεί χωρίς ο άνθρωπος να έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, χωρίς δηλαδή να έχει ψυχική και πνευματική ωριμότητα, θα πάθει ηθική και πνευματική ζημιά. Το καλό αποτέλεσμα έρχεται συνήθως μέσα απο τα αντίθετα, δηλαδή μέσα από δοκιμασίες, θλίψη, πόνο, στενοχώριες, οι οποίες όμως είναι μόνο παιδαγωγικές.

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ. 
 
Όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να εφαρμόσει το θέλημα τού Θεού, δεν θέλει να καλλιεργήσει τον εαυτό του στις αρετές, δεν θέλει να έχει καμμία γνώση και επίγνωση του Θεού, δεν θέλει να μετανοήσει, δεν θέλει τη σωτηρία του, τότε η Πρόνοια του Θεού τον “εγκαταλείπει”. Τον αφήνει δηλαδή να κάνει χρήση της ελευθερίας του, της δικής του επιλογής σεβόμενος την ελεύθερη βούλησή του, περιμένοντας τη μετάνοιά του. Και όταν μετανοήσει, τον δέχεται κι αυτόν, τον κάνει πάλι δικό του αγαπημένο παιδί και του δίνει όλα τα ευεργετήματα που έχει για τα αληθινά και γνήσια παιδιά του. Όπως ακριβώς μας περιγράφει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, στην περίπτωση του ασώτου υιού.

Όπως τονίζει πολύ σοφά ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης (Λόγος Ε εις τους Μακαβ.) Η δίκαιη κρίση του Θεού εξομοιώνεται με τη δική μας διάθεση, όποια είναι η διάθεσή μας, τέτοια είναι και η κρίση του Θεού. Η πρόγνωση του Θεού λένε οι άγιοι θεολόγοι πατέρες είναι θεωρητική και όχι πρακτική που σημαίνει: Όχι γιατί σε προβλέπει ο Θεός σωσμένο, σώζεσαι ή γιατί σε προβλέπει ο Θεός κολασμένο κολάζεσαι, αλλά γιατί από τα καλά σου έργα, συνεργούσα η χάρη του Θεού, σώζεσαι και ο Θεός σε προβλέπει σωσμένο, ή για τα κακά σου έργα, αποφεύγοντας τη χάρη του Θεού, κολάζεσαι, ο Θεός σε βλέπει κολασμένο… Όπως αλλάζεις ζωή, έτσι και ο Θεός αλλάζει απόφαση. Η κρίση του Θεού εξομοιώνεται με τη δική μας προαίρεση. Ο Θεός θέλει να μας σώσει γιατί είναι φιλάνθρωπος, εμείς όμως μπορούμε να σωθούμε γιατί είμαστε ελεύθεροι. Η Χάρη του Θεού και η δική μας προαίρεση κάνουν τη σωτηρία… Αποφάσισε ο Θεός να σώσει τους δικαίους και να κολάσει τους αμαρτωλούς;

Είσαι δίκαιος; Πρόσεξε μη πέσεις, γιατί η απόφαση σωτηρίας σου γίνεται απόφαση της κολάσεώς σου. Είσαι αμαρτωλός, πρόσεξε να μετανοήσεις, γιατί η απόφαση της κολάσεώς σου γίνεται απόφαση της σωτηρίας σου. Θέλεις να ξέρεις πως έχουν τα πράγματα για τη σωτηρία σου; Θέλει ο Θεός γιατί είναι φιλάνθρωπος, αν θέλεις και εσύ, γιατί είσαι ελεύθερος, είσαι σεσωσμένος.

Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Κουρκουβάτη
Eκδόσεις Ν. Αγχίαλος (2007)

το είδαμε εδώ

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ



Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ (78 - Ν)  

Σήμερα, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ὡς γνωστόν, ἑορτάζει τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀφορμή καί αἰτία τῆς καθιερώσεως αὐτῆς τῆς Θεομητορικῆς μεγάλης ὄντως ἑορτῆς ἐστάθη ἕνα ὑπερφυές ὅραμα, τό ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός. Αὐτό τό ὅραμα, περιληπτικά, ἔχει ὡς ἑξῆς:
Στήν νότια πλευρά τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὑπῆρχε τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ, ὅπου ἐκεῖ ἐφυλάσσοντο ἡ Ἐσθῆτα, ὁ Πέπλος καί μέρος τῆς Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ λοιπόν, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ, σέ μία ὁλονυκτία, πῆγαν κάποτε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας μέ τόν μαθητή του Ἐπιφάνιο. Κατά τήν διάρκεια ἐκείνης τῆς ἀγρυπνίας, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ''βλέπει'', μέ τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πνευματική του ὅρασι, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νά προχωρῆ, ἀπό τίς βασιλικές πύλες πρός τό Ἅγιο Θυσιαστήριο.
Φαινόταν, ὅπως ἀναφέρεται στόν θαυμαστό καί σπανιώτατο βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα - οἱ περιπτώσεις τῶν διά Χριστόν σαλῶν εἶναι ὄντως μετρημένες στά δάχτυλα, διότι ὁ διά Χριστόν σαλός εἶναι μία πολύ σπανία καί εἰδική περίπτωσις Ἁγίου -, φαινόταν λοιπόν ἡ Παναγία Μητέρα μας πολύ ὑψηλή καί εἶχε λαμπρή, λαμπρότατη, τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Ἁγίων.  Ἄλλωστε, ὅραμα ἦταν, πού σημαίνει, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶχε μετασχηματισθῆ, στά μάτια τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, σέ αὐτές τίς μεγάλες διαστάσεις, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντα.
Εἰς τό ὅραμα, ἀνάμεσα στούς ἐκεῖ φαινομένους Ἁγίους ἐξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὁ Βαπτιστής τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁ Εὐαγγελιστής, πού ἐστέκοντο ἔνθεν καί ἔνθεν, δηλ. δεξιά καί ἀριστερά, τῆς Θεοτόκου. Ὁπότε βλέπομε, ἀμέσως-ἀμέσως, ὅτι εἰς τό ὅραμα αὐτό παρίστατο ἡ τριάδα τῶν κατ᾽ ἐξοχήν παρθένων τῆς Ἀνατολικῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Διότι εἰς τό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, εἶναι ἀμέτρητη, ἀναμφισβήτητα, ἡ χορεία τῶν κατά Θεόν παρθένων. Ὅμως, τιμῆς ἕνεκεν, ὅλως ἐξαιρέτως, αὐτοί οἱ τρεῖς - ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος - ἔχουν τόν τίτλο τοῦ κατ᾽ ἐξοχήν παρθένου.
Ἀπό τούς λευκοφόρους, εἰς τό ὅραμα αὐτό, ἄλλοι προπορεύονταν καί ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν, ψάλλοντας ὕμνους καί ᾄσματα πνευματικά, τά ὁποῖα αὐτά, ἐννοεῖται, ὅτι ὀντολογικά, δέν ὑποπίπτουν στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καί δυνατότητες.
Αὐτά ὑποπίπτουν στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, μόνον ἐάν καί ὅταν καί ὅσον ὁ Θεός τό ἐπιτρέψη, καί στόν βαθμό, τόν ποιοτικό καί ποσοτικό, πού θά τό ἐπιτρέψη καί ὅταν, βέβαια, ἐννοεῖται, ὑπάρχη κάποιος λόγος. 
 Ὅταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπλησίασε στόν ἄμβωνα, εἶπε ὁ Ὅσιος στόν Ἐπιφάνιο: «Βλέπεις παιδί μου, τήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμου;» «Ναί, τίμιε πάτερ», ἀποκρίθηκε ὁ νέος. Στό ὅραμα, ἡ Θεοτόκος, εἶχε ἐν τῷ μεταξύ γονατίσει καί προσευχόταν γιά πολλή ὥρα. Παρακαλοῦσε τόν Θεό καί Υἱό Της γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἔρραινε μέ δάκρυα τό ἅγιο πρόσωπό Της.
Μετά τήν δέησι, εἰσῆλθε στό Θυσιαστήριο, ὅπου προσευχήθηκε γιά τούς πιστούς πού ἀγρυπνοῦσαν.
Ὅταν ὡλοκλήρωσε τήν δέησί Της, ἔβγαλε ἀπό τήν ἄχραντη κεφαλή Της τό ἀστραφτερό, μεγάλο καί ἐπιβλητικό Της μαφόριο καί, μέ μία κίνησι χαριτωμένη καί ταυτόχρονα σεμνή, τό ἅπλωσε, μέ τά πανάγια καί πανάχραντα χέρια Της, σάν σκέπη, ἐπάνω στό ἐκκλησίασμα.
 ''Μαφόριο'' εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου, πού, τρόπον τινά ὁμοιάζει μέ ἐσάρπα, ἀλλά καλύπτει καί τήν κεφαλή, καί τό ὁποῖο συνήθως στήν Ἁγιογραφία, εἰκονίζεται μέ βαθύ κόκκινο χρῶμα.
Ἔτσι λοιπόν ἁπλωμένο, τό ἔβλεπαν καί οἱ δυό τους, ἐπί πολλήν ὥρα, νά ἐκπέμπη δόξα θεϊκή, σάν ἤλεκτρο. Καί λέμε ''σάν'', γιατί ὅλα αὐτά τά ὁράματα δηλ., δέν περιγράφονται ἀκριβῶς. Εἰδικά μάλιστα οἱ θεϊκές ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός δέν περιγράφονται καθόλου.
Αὐτό ἄλλωστε τό μήνυμα, δίνει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στίς ἐπιστολές του, ὅταν λέγη ''οἶδα ἄνθρωπον πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων ἁρπαγέντα ἕως τρίτου οὐρανοῦ, ἐντός τοῦ σώματος, ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα'' . Αὐτό τό ''οὐκ οἶδα'',  τό δέν γνωρίζω δηλ., τά λέγει ὅλα… Σημαίνει δηλ., ὅτι αὐτά δέν περιγράφονται καί αὐτό ἀκριβῶς, τό ἀπερίγραπτο εἶναι ἕνας δείκτης τῆς ὑγιοῦς καί ἔγκυρης θεοφάνειας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅτι δηλ. αὐτό δέν περιγράφεται μέ λόγια. Γιατί, μεταξύ τῶν ἄλλων μηνυμάτων, πού ἤθελε νά ἐκπέμψη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἦταν ὅτι αὐτές οἱ ἄκτιστες ἐμπειρίες δέν περιγράφονται καθόλου μέ κτιστά ἀνθρώπινα λόγια.
Ὅταν δέ, μετά τήν δέησι ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ὅλως ἐξαιρέτως ὑπέρ τῶν ἀγρυπνούντων, ἡ Παναγία μας ἄρχισε νά ἀνεβαίνη στόν Οὐρανό, ἄρχισε, ταυτόχρονα, καί ἡ Ἁγία Σκέπη, σιγά-σιγά, νά συστέλλεται καί, λίγο-λίγο, νά χάνεται.
Ὅλην αὐτήν τήν ὀπτασία τήν εἶδε καί ὁ Ἐπιφάνιος, ὁ μαθητής τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, ἐννοεῖται μέ τήν δύναμι καί τήν μεσιτεία τοῦ Γέροντά του, τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα.
Σέ αὐτό τό θαυμαστό ὅραμα, φαίνεται, γιά ἄλλη μία φορά, ἡ παρρησία κατ᾽ ἀρχάς, καί ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας μας, πού ὄντως εἶναι διαχρονικά, πνευματική Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι πνευματική Μητέρα ὅλων μας.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅποιος δέν ἔχει αἰσθανθῆ τήν παρηγοριά καί τήν προστασία τῆς Θεοτόκου, ὄχι κατά φάντασίαν, ἀλλά ἐξ ἀντικειμένου ἐμπειρικά δηλ., μοιάζει μέ τά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου, πού δέν ἔχουν αἰσθανθῆ τήν ζεστασιά, τήν στοργή καί τήν φροντίδα τῆς μάνας τους.
Αὐτόν τόν σοφόν λόγο τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος Γέρων, ἐννοεῖται, ὅτι εἶχε ὁ ἴδιος πλεῖστες ὅσες αἰσθητές ἀντιλήψεις τῆς Παναγίας μας, θά μπορούσαμε νά τόν διασκευάσωμε λίγο καί νά ποῦμε, ὅτι ὅποιος πραγματικά δέν ἔχει βιώσει στήν ζωή του τήν αἰσθητή βοήθεια τῆς Παναγίας μας, μοιάζει μέ κάποιον, πού, ἐνῶ ἔχει τήν καλύτερη τῶν καλυτέρων μητέρα, δέν τήν ἀφήνει, μέ τήν στάσι του καί τήν συμπεριφορά του, νά τοῦ τό δείξη καί νά τοῦ τό ἐξωτερικεύση. Καί αὐτό, μπορεῖ νά γίνεται σέ τέτοιο βαθμό, πού καί ὁ ἴδιος αὐτός ἄνθρωπος νά καταλήξη, σέ κάποια στιγμή, νά πιστεύση, ὅτι δέν ἔχει μία τέτοια φιλόστοργη καί ἱκανή μητέρα, πού μπορεῖ πάντα νά τόν προστατεύη, ἤ ὅτι δέν ἔχει καθόλου μητέρα. Πρᾶγμα πού δυστυχῶς, γενικά συμβαίνει σέ μᾶς τούς Χριστιανούς καί πού εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τοῦ νά εἶσαι πραγματικά ὀρφανός.
Διότι, στήν περίπτωσι τῆς ὀρφάνειας, ἐκτός τῶν ἄλλων, δέν φταῖς καθόλου προσωπικά, ὑπό κανονικές συνθῆκες. Ἐνῶ, ὅταν ἔχης ὡς Χριστιανός αὐτήν τήν Μητέρα, ἀλλά ἀποποιῆσαι θεληματικά τό νά ἔχης τέτοια Μητέρα, τότε γίνεσαι ὀρφανός, ἐν δυνάμει, θεληματικά χωρίς στήν πραγματικότητα νά εἶσαι, καί, τότε, ὅλο τό μερίδιο τῆς εὐθύνης ἀναλογεῖ σέ σένα, ἄνθρωπέ μου. Καί μετά, ψάχνεις ἀλλοῦ γιά ἄλλες ἀσφάλειες, ἀνθρώπινες, καί προστασίες, γιά νά καλύψης τό ὑπαρξιακό σου κενό, ὅλες τίς φοβίες σου καί ὅλα τά συναφῆ καί, στό τέλος, ἀπό τίς πολλές ἀσφάλειες, νοιώθεις, τελικά, μεγαλύτερη προσωπική ἀνασφάλεια σέ ὅλα σου τά ἐπίπεδα. Τί κρῖμα!
Ἔτσι, ἐνῶ, ἄνθρωπέ μου, εἶσαι βασιλόπαιδο, καταντᾶς τελικά, νά εἶσαι ρακένδυτος. Ἐνῶ εἶσαι ''θεός κατά Χάριν'', ἐνῶ σοῦ χαρίζεται δωρεάν ἡ υἱοθεσία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, καταντᾶς νά καταλήγης ἀπόπαιδο, ἄσωτος υἱός, παιδί τοῦ Διαβόλου, ἤ μᾶλλον ὀρθότερα, θῦμα τοῦ φθονεροῦ καί ἀρχεκάκου ὄφεος, πού ποτέ δέν ἔχει παιδιά, καί ὁ ὁποῖος ψάχνει μόνο γιά θύματα καί δέν πιάνεται φίλος οὔτε καί μέ αὐτούς πού τόν ὑπηρετοῦν νύχτα-μέρα. Ὦ τῆς παρανοϊκότητος, ὦ τῆς ἀστοχίας, ἤγουν τῆς ἁμαρτίας, γιατί αὐτό θά πῆ ''ἁμαρτία'' ἀστοχία.
Ἕνα ἄλλο τώρα σημεῖο, ἕνα μήνυμα πού ἀπορρέει ἀπό τό σήμερα ἑορταζόμενο ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης, εἶναι ἡ δύναμις καί ἡ ἀσφάλεια τῆς πνευματικῆς πατρότητος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι καί Ἱστορία.
Πλεῖστα ὅσα εἶναι τά παραδείγματα ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τῶν ἐν γένει ἀγωνιστῶν στό σκάμμα τῆς ἀρετῆς καί ἰδιαίτερα, τῆς ὑπακοῆς, ὅπου μέ τίς εὐχές τῶν Γεροντάδων, μέ τήν στενή ἤ μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, πολλοί ὑποτακτικοί καί μαθηταί κατώρθωσαν πράγματα θαυμαστά καί ὑπερφυσικά, τά ὁποῖα διαφορετικά, χωρίς δηλ. τήν ἐπίκλησι τῆς μεσιτείας τῶν Γεροντάδων καί τῶν πνευματικῶν πατέρων τους, θά ἦσαν ἀδύνατα, ἀκατόρθωτα καί ἀδιανόητα.
Τί νά πρωτοθυμηθοῦμε! 
Ἄς ἀναφέρωμε τήν περίπτωσι τοῦ Ἁγίου Νέστορος, μιᾶς καί τόν ἑωρτάσαμε μόλις χθές. Τί ἔκανε ὁ Ἅγιος; Τότε, στήν ἐποχή του, ὑπῆρχε κάποιος εἰδωλολάτρης ὀνόματι Λυαῖος, ὁ ὁποῖος μέ τό φοβερό παρουσιαστικό του - ἦταν σωματώδης - καί τήν δρᾶσι του, ἔδινε τιμή καί ἔπαινο στόν εἰδωλολάτρη βασιληᾶ Μαξιμιανό. Ἦταν, ἄς τό ποῦμε καί ἔτσι, τρόπον τινά ''σύμβολο'' τῆς δυνάμεως τοῦ βασιληᾶ. Αὐτός, σέ ἕνα ἀπό τά ἀγωνίσματα τοῦ Πεντάθλου, στήν πάλη, ἐνίκα καί ἐφόνευε πολλούς ἀνθρώπους - ἄς μή κάνωμε σχόλια τώρα γιά τό ''᾽ἐφόνευε'', τί ἀγωνίσματα δηλ. ὑπῆρχαν…
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ λοιπόν, πού ἦταν Χριστιανός ἐν τῷ κρυπτῷ, ἐπειδή ἴσως δέν τοῦ εἶχε, μέχρι τότε, δοθῆ κάποια σχετική τρανταχτή ἀφορμή γιά νά ἀποκαλυφθῆ τό ἐσωτερικό του ἐν Χριστῷ πιστεύω, ὅταν ἔμαθε τήν μάταιη καύχησι τοῦ εἰδωλολάτρη βασιληᾶ Μαξιμιανοῦ, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ εἰδωλολάτρη Λυαίου,  δέν ἄντεχε αὐτήν τήν μάταιη καύχησι τῶν εἰδωλολατρῶν καί θέλοντας νά γνωρίσουν οἱ πάντες τήν δύναμι τῆς πίστεως, θέλοντας νά γίνη γνωστή σέ ὅλους ἡ δύναμις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ δηλ., πῆγε σέ ἐκεῖνο τό λουτρό πού ἦταν φυλακισμένος ὁ Ἅγιος Δημήτριος καί ἐζήτησε, ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο πού εὑρίσκετο στήν φυλακή, τήν εὐλογία, τήν ἐνδυνάμωσι καί τήν συγκατάθεσί του - προσέξτε τήν λέξι ''συγκατάθεσι'' - γιά νά ἀγωνισθῆ ἐναντίον τοῦ Λυαίου.
Καίτοι ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἦτο πολύ πιό ἀνίσχυρος ἀπό τόν Λυαῖο, καί νά τόν νικήση, ὄχι φυσικά μέ τήν δική του δύναμι, ἀλλά μέ τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι δέν θά ἐξαντλοῦσε τήν δική του μικρή ἀνθρώπινη δύναμι, μικρή, σέ σχέσι μέ τήν ἀνθρώπινη δύναμι  τοῦ Λυαίου.
Οὐσιαστικά, ἐπρόκειτο περί μιᾶς διαμάχης μεταξύ τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στήν πλάνη τῶν εἰδώλων, ἐνάντια στήν παγιωμένη τότε εἰδωλολατρεία, ἡ ὁποία τότε ὑπερίσχυε στήν περιρέουσα ἀτμόσφαιρα, περί μιᾶς διαμάχης μεταξύ τῶν «μωρῶν» καί ἀνισχύρων (Χριστιανῶν) ''οὕς ἐξελέξατο'' ὁ Θεός, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ''ἵνα καταισχύνῃ τούς σοφούς καί ἰσχυρούς τῆς γῆς''. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων μπροστά στήν σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα τεράστιο μηδενικό.
Τότε, ὁ Ἅγιος Δημήτριος, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, στό μέτωπο τοῦ Ἁγίου Νέστορος, εἶπε πρός αὐτόν εὐλογῶντας τον καί προφητεύοντας: «Ὕπαγε».
Πήγαινε. «Καί τόν Λυαῖον θέλεις νικήσει καί ὑπέρ Χριστοῦ θέλεις μαρτυρήσει»! Ὅπερ, μετ᾽ οὗ πολύ, σέ λίγο δηλ., καί ἐγένετο, ἐφ᾽ ὅσον, ὁ Ἅγιος Νέστωρ εὐθύς, παρακαλῶ, μόλις ἐπλησίασε τόν Λυαῖο, ρίπτοντας τό ἐπανωφόρι του, ἔκραξε, μέ πίστι ἀκράδαντη, καί ἐξωτερικά, ἀλλά κυρίως ἐσωτερικά, καί, προσέξτε παρακαλῶ, τί εἶπε ὁ Ἅγιος Νέστωρ: « Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου βοήθει μοι». Ὄχι ἁπλῶς ''ὁ Θεός'' δηλ., ἀλλά ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, ἐκείνου δηλ. πού μοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία καί τήν συγκατάθεσι! «Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου βοήθει μοι».
 Τί σύντομη, ἀλλά καί τί δυνατή προσευχή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Καί μέ αὐτήν τήν ἐπίκλησι καί προσευχή, κατάφερε, μέ τό πρῶτο μάλιστα χτύπημα μέ τό ἐγχειρίδιό του, νά χτυπήση στήν καρδιά, μέ μιᾶς, τόν γιγαντόσωμο καί πολύ πιό δυνατό Λυαῖο καί νά τόν ρίψη νεκρό κατά γῆς.
Μία παρένθεσις: Πολύ πιό εὔκολα θά συντρίψη ὁ Χριστός, διαχρονικά, ὅταν ἔλθη τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθείας, ὅλους αὐτούς πού νύχτα-μέρα μάχονται τόν Χριστό, καί ὄχι μόνο σήμερα πού εἶναι τό κακό σέ ἔξαρσι, ἀλλά ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κάϊν,  γιατί ἀπό τότε, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κάϊν, πού σκότωσε τόν ἀδελφό του Ἄβελ, ἄρχισε νά ἐνεργῆται τό μυστήριο τῆς ἀνομίας καί νά διαιωνίζεται, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει ὅτι τό μυστήριο τῆς ἀνομίας ''ἤδη ἐνεργεῖται ἐν τῷ κόσμῳ''.
Θά συντρίψη λοιπόν ὁ Χριστός πολύ πιό εὔκολα, χωρίς καμμία προσπάθεια θά λέγαμε, χωρίς καμμία ἰδιαίτερη κίνησι, ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς Ἀληθείας, ὅλους αὐτούς πού, νύχτα-μέρα, πυρετωδῶς, ἔχοντας κοσμική ἐξουσία καί δύναμι - τί κρῖμα γι᾽ αὐτούς -, ὑπηρετοῦν δουλοπρεπῶς καί ἀνοήτως, τό μυστήριο τῆς ἀνομίας, τό μυστήριο τοῦ Διαβόλου, τό μυστήριο τοῦ Ἀντιχρίστου.
Αὐτό εἶναι τό ἕνα παράδειγμα, ἀπό τούς βίους τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ Ἁγίου Νέστορος, εἰς τό ὁποῖο φαίνεται ἡ δύναμις τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ὅπως φαίνεται καί στό σημερινό σήμερα ἑορταζόμενο ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης, ἀπό τό ὁποῖο δίδεται ἡ πρώτη ἀφορμή γιά νά μιλήσωμε γιά τό θέμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος.
Ἀλλά, νά μή νομισθῆ ὅτι αὐτό τό φαινόμενο τῆς πνευματικῆς πατρότητος συναντᾶται μόνο εἰς τόν χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἤ εἰς τόν χῶρο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἄς ἀναφέρωμε καί κάτι ἀπό τόν χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά νά φανῆ αὐτή ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία φαίνεται καί στό Δευτερονόμιο, ἐκεῖ πού λέγει ''ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι'', ἀλλά καί σέ πολλές ἄλλες συνάφειες. Ἀλλά, καί γιά νά φανῆ ἡ ἑνότητα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἄς ἀναφέρωμε μόνο μία περίπτωσι, τήν περίπτωσι τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου. Δέν θά τήν ἀναλύσωμε πολύ, γιά νά μή πᾶμε ἀλλοῦ τόν λόγο.
Ὡς γνωστόν ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος εἶχε κρατήσει γιά εὐλογία τήν μηλωτή τοῦ διδασκάλου του, τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὁ ὁποῖος πρίν ''ἀναληφθῆ'', ἐσταμάτησε τήν ροή τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, τόν ὁποῖο διεπέρασε μαζί μέ τόν μαθητή του, τόν Προφήτη Ἐλισαῖο, ἀβρόχοις ποσί. Δηλ., διεπέρασαν τόν ποταμό Ἰορδάνη καί δέν ἐβράχησαν. Ἀμέσως μετά, ὁ Προφήτης Ἠλίας ''ἀνελήφθη'' μέ τό φθαρτό του σῶμα - ὄχι μέ ἄφθαρτο σῶμα, ὅπως ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία -, ὄχι εἰς τόν Οὐρανόν, ἀλλά, ὅπως λέγει τό κείμενο, ''ὡς εἰς οὐρανόν'', πού σημαίνει, ὅτι ὁ Προφήτης Ἠλίας εὑρίσκεται μέ τό φθαρτό του σῶμα ποῦ; Κανείς δέν ξέρει. Πάντως, ὄχι εἰς τόν πνευματικό Οὐρανό, διότι δέν ἔχει πάρει ἀκόμη τό ἄφθαρτο σῶμα του.
Μία φορά, ὅταν μᾶς ρώτησε ὁ Γέροντας Παΐσιος ''ποῦ βρίσκεται ὁ Προφήτης Ἠλίας καί τί κάνει;'', ἐμεῖς δέν ξέραμε φυσικά τί νά τοῦ ἀπαντήσωμε. Καί μᾶς εἶπε ἀστειευόμενος, ἀλλά καί σοβαρολογῶντας, μέ τό ἁγιασμένο, ὠφέλιμο καί σοφό χιοῦμορ του: «Τροχάει τά μαχαίρια»! Ἑτοιμάζεται δηλ. ὅταν θά ἔλθη ἡ ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἄγνωστο, βέβαια, πότε.
Ὅταν λοιπόν, μετά τήν ''ἀνάληψι'' τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὁ Ἐλισαῖος ἔπρεπε ἐκ νέου νά περάση τόν Ἰορδάνη, μόνος τώρα, χωρίς τόν διδάσκαλό του, ἐκτύπησε μέ τήν μηλωτή τοῦ Γέροντά του, τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τό ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, ἀλλά δέν ἐσχίσθη τό ὕδωρ, ὅπως εἶχε γίνει λίγο πιό πρίν, ἀπό τόν ἴδιο τόν Προφήτη Ἠλία, πρίν φυσικά ''ἀναληφθῆ'' ''ὡς εἰς οὐρανόν''.
Τότε, τί εἶπε ὁ Ἐλισαῖος; Ἀκοῦστε παρακαλῶ: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός Ἠλιοῦ;» τοῦ πατρός μου δηλ.!  Τί φοβερός λογος!  Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτό, ξαναχτύπησε ἐκ δευτέρου τά νερά τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη καί, τότε, καί μόνον τότε, ἄνοιξαν τά νερά τοῦ ποταμοῦ, (ὅπως τότε στήν Ἐρυθρά Θάλασσα, ἐπί Μωϋσέως), μέ τίς εὐχές τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τοῦ Γέροντα τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου, καί ἔτσι τότε μόνο μπόρεσε καί πέρασε ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἐκ δευτέρου, τόν ποταμό Ἰορδάνη, ὡς διά ξηρᾶς, σάν νά ἦταν δηλ. χωρίς νερό ὁ ποταμός.
Αὐτή ἡ ἱστορία, ἔχει καί κάποια συγκινητική καί θαυμάσια συνέχεια, γεμάτη νόημα, ὅπως λέγει τό ἱερό κείμενο: ''Καί τότε ἐννόησαν οἱ υἱοί τῶν Προφητῶν, πού ἦσαν ἐκεῖ εἰς τήν Ἰεριχώ, καί εἶπαν: «Ἀνεπαύθη τό πνεῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἐπί τόν Ἐλισαῖον»''. Καί τόσο ἐσεβάσθησαν τόν Ἐλισαῖο οἱ υἱοί τῶν Προφητῶν, ὥστε αὐτοί ἐξῆλθαν πρός συνάντησί του, ''ἀγαλλομένῳ ποδί'' θά λέγαμε ἐμεῖς, καί τόν προσεκύνησαν, προσέξτε, ἕως εἰς τήν γῆν.
Τί σεβασμό καί τί εὐλάβεια εἶχαν πρός τόν Προφήτη Ἐλισαῖο...! Γιατί; Ἐπειδή ἐννόησαν, ἐπείσθησαν καί διεπίστωσαν μέ αὐτό τό θαυμαστό γεγονός, ὅτι ἀνεπαύθη τό πνεῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἐπί τόν Ἐλισαῖον. Τόν προσεκύνησαν ἕως εἰς τήν γῆν, διότι, τό ξαναλέμε, ἐννόησαν, ὅτι εἶχε ἀναπαυθῆ τό πνεῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἐπί τό τέκνον αὐτοῦ, τόν Προφήτη Ἐλισαῖο.
Τό εἴπαμε καί τό ξαναείπαμε γιά νά δείξωμε τί σημασία δίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διαχρονικά, ἀλλά καί ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰς τό νά ἀναπαύσωμε, πνευματικά, ἀλλά καί κάποιες φορές, κατά κυριολεξίαν, τόν Γέροντά μας. Τί μεγάλη, ὄντως, εὐλογία καί ἐφόδιο εἶναι αὐτό. Καί πόσο ὁ Θεός εὐαρεστεῖται καί, κάποιες φορές, ἐκδηλώνει τήν εὐαρέσκειά Του, καί μάλιστα, πολλές φορές, σέ βαθμό χαρακτηριστικό, πού νά μήν ἐπιδέχεται καμμία ἀμφισβήτησι, ὅταν κάποιος ἀναπαύη, καί μέ τήν στενή, καί μέ τήν εὐρεῖα ἔννοια, τόν Γέροντά του.  
Πόσα, ἀλήθεια, περιστατικά ὑπάρχουν στούς βίους τῶν Ἁγίων μας, στά Γεροντικά, κλπ., πού διατρανώνουν αὐτήν τήν ἀλήθεια καί, ἰδιαίτερα, κάποιες φορές, μέ τόν τρόπο πού γίνεται ὁ ἀποχωρισμός, τί προηγεῖται αὐτοῦ τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τί λόγια, τί νουθεσίες, τί γεγονότα, ὑπέρ πᾶσαν ἔννοιαν καί προσδοκίαν, ὄντως.
Ἔτσι λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθωμε στό ἀρχικό μας θέμα, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦμε ὅλα αὐτά τά ἐξαίσια πνευματικά μηνύματα, μέ τίς εὐχές τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, ὁ μαθητής του Ἐπιφάνιος ἠξιώθη νά δῆ τό ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης.
Ἐμεῖς ὅμως σήμερα, μέ ἀφορμή τό σημερινό θαυμαστό καί ὑπερφυές γεγονός τῆς Ἁγίας Σκέπης, θά θέλαμε εἰς τήν ἀγάπη σας, νά στρέψωμε καί κάπου ἀλλοῦ τόν λόγο.
 Εἶναι τό σημεῖο ἐκεῖνο, ὅπου κανείς  εὔκολα διαπιστώνει, ὅτι ἀνάμεσα σέ ἕνα τόσο εὐλαβές πλῆθος, πού εἶχε πάει ἐκεῖ εἰς τήν ὁλονυκτία καί ἄοκνα ἀγρυπνοῦσε ὅλην τήν νύχτα στόν τότε πάνσεπτο καί ἱστορικό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν - καί ὅταν λέμε ''ὁλονυκτία'' δέν ἐννοοῦμε μέχρι τίς 1.00 τό πρωΐ, ἀλλά ὅ,τι λέγει ἡ λέξις: ''ὁλο-νυκτία'' -,  μόνον ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, καί δι᾽ εὐχῶν του ὁ μαθητής του ὁ Ἐπιφάνιος, μόνον αὐτοί, εἶδαν, μέ τήν πνευματική τους αἴσθησι, ἐκεῖνο τό μοναδικό καί ὑπέρλογο ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης. Αὐτό τό συμπέρασμα σαφῶς βγαίνει ἀπ᾽ ὅ,τι ἀναφέρεται σχετικά στόν βίο τους.
Καί στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἐν παρενθέσει, ὅτι αὐτό ἀκριβῶς τό ὅραμα ἐστάθη ἡ αἰτία γιά νά καθιερωθῆ ἡ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης τήν 1η Ὁκωβρίου σέ ὅλο τό πανορθόδοξο οἰκουμενικό πλήρωμα. Βέβαια, ὀρθῶς, ἀξίως καί δικαίως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἔχει μεταφέρει τήν 28η Ὀκτωβρίου, λόγῳ τῶν θαυμαστῶν γεγονότων καί τῶν θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο, στό ἑλληνοϊταλικό μέτωπο, τοῦ 1940, ἀλλά καί μετά ἀπό αὐτό. Αὐτά, τά θεωροῦμε γνωστά. 
Καί, γιά νά ἐπανέλθωμε, στό ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης φαίνεται ξεκάθαρα, πῶς τά πνευματικά φαινόμενα καί γεγονότα εἶναι τελικά, ὄντως ὑπέρ αἴσθησιν, ὑπέρ λόγον καί ὑπέρ ἔννοιαν καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν γίνονται ἀντιληπτά ἀπό τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, γιατί εἶναι πάνω ἀπό τίς παντός εἴδους ἀνθρώπινες δυνατότητες.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια, ἔστω καί συνεσκιασμένα, πού τελικά δέν εἶναι καί τόσο συνεσκιασμένα, ἀλλά ἐμεῖς λόγῳ τῆς πνευματικῆς μας ρηχότητος ἴσως τίς πιό πολλές φορές μᾶς διαφεύγουν ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι διάχυτα καί στήν Ἁγία Γραφή. Τί νά πρωτοαναφέρωμε....
Ἄς ἀνατρέξωμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή, στό σημεῖο ἐκεῖνο, στό Εὐαγγέλιό του, ἐκεῖ πού λέγει ὁ Χριστός τά ἑξῆς. Θά σᾶς τό διαβάσω ἀπό τό κείμενο: «''Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται. Καί τί εἴπω; Πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. Ἀλλά, διά τοῦτο ἦλθον εἰς τήν ὥραν ταύτην. Πάτερ, δόξασόν σου τό ὄνομα''. Ἦλθεν οὖν φωνή ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσα ''καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω''.
Ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστώς καί ἀκούσας ἔλεγε βροντήν γεγονέναι. Ἄλλοι ἔλεγον ''ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν''. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καί εἶπεν: ''Οὐ δι᾽ἐμέ αὕτη ἡ φωνή γέγονε, ἀλλά δι᾽ ὑμᾶς''».
Ἐνῶ λοιπόν ἦλθε φωνή ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, σαφής φωνή λέγουσα ''καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω'', δηλ. ἐγώ ὁ Θεός ἐδόξασα τό ὄνομά μου, διά τῆς μέχρι τοῦδε ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραήλ δράσεώς σου - διότι, ἀπευθύνεται σέ εὐθύ λόγο στόν Υἱό, ὡς ἄνθρωπο - καί πάλιν θά δοξάσω ἐννοῶντας, διά τοῦ ἐνδόξου Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεώς σου καί διά τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τά ἔθνη.
Δηλ., καί εἶχε ἤδη δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν διδασκαλία καί μέ τά θαύματα, πού μέχρι τότε εἶχε κάνει ὁ Χριστός καί εἶχαν μείνει ὅλοι ἄναυδοι καί ἔκθαμβοι, εἰδικά ὁ ἁπλός ὄχλος, ὁ ἁπλός λαός, ἀλλά καί θά ἐδοξάζετο πιό πολύ ὁ Θεός, ὅταν θά ἐπακολουθοῦσαν τά ''ποιητικά τῆς σωτηρίας'', ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, πού εἶναι, κυρίως, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ εἰς τούς Οὐρανούς.
Κατόπιν λοιπόν τῆς φωνῆς αὐτῆς, ὁ πολύς κόσμος, ὁ ὄχλος, ὁ λαός, πού ἐστέκετο ἐκεῖ καί ἄκουσαν τόν ἦχο τῆς θεϊκῆς φωνῆς, δέν μπόρεσαν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ξεχωρίσουν τά θεϊκά λόγια. Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι ἔγινε βροντή, ἐνῶ ἀκούστηκε ἐκείνη ἡ ξεκάθαρη θεϊκή φωνή, δηλ. τό ''καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω'', καί εἴπαμε τί ἐσήμαιναν ὅλα αὐτά, ὅτι θά ἐδόξαζετο ξάνα ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασί Του καί διά τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τά ἔθνη. Κάποιοι λοιπόν ἄκουσαν - ἐξέλαβαν - τήν φωνή σάν νά ἔγινε κάποια βροντή. Ἄλλοι ἄκουγαν κάτι τό διαφορετικό - δέν ξέρομε τί ἀκριβῶς - καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐνόμιζαν ὅτι κάποιος ἄγγελος ὡμίλησε στόν Χριστό.
Ὅλα αὐτά προφανῶς δέν σημαίνουν, ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἀκουστική βλάβη καί διαφοροποίησις στήν ἀκουστική ἱκανότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπέτρεπε καί παραχωροῦσε, ἄλλοι μέν νά ἀκοῦν ἔτσι καί ἄλλοι ἀλλιῶς, ποικίλλα πράγματα, ἀλλά νά μήν ἀκοῦν, πάνω καί πέρα ἀπό ὅλα, ξεκάθαρα ἐκείνην τήν φωνή.
Ἀνάλογα πνευματικά φαινόμενα συμβαίνουν σέ πλεῖστες ὅσες ἄλλες συνάφειες καί γεγονότα, ὅπως συνέβη μέ τόν Χριστό, μετά τήν Ἀνάστασί Του, σέ κάποια ἀπό τίς ἐμφανίσεις Του, ἀναφέρεται ἐκεῖ, σέ κάποιο ἀπό τά ἑωθινά Εὐαγγέλια πού διαβάζομε κάθε Κυριακή πρωΐ, ὅτι ''οἱ μέν προσεκύνησαν αὐτόν, οἱ δέ ἐδίστασαν''. Ἄλλοι, δηλ., ἅμα τῇ ὁράσει, ἀμέσως ἐννόησαν καί ἐπείσθησαν ὅτι ἦτο ὁ ἀναστάς Χριστός, ἄλλοι ὅμως, γιά λόγους παρομοίους μέ ἐκείνους πού προανεφέραμε, ἐπειδή δηλ. τόν ἔβλεπαν κάπως διαφορετικά, ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, - κάπως ἀλλιῶς - ἐδίσταζαν νά προσκυνήσουν ἀμέσως, ἐπειδή δέν εἶχαν ἀκόμη πεισθῆ, μέ τίς ἀνθρώπινές τους αἰσθήσεις ὅτι ἦταν ὁ ἀναστημένος Χριστός.
Ἐν συνεχείᾳ ὅμως, ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά Τόν ἐννοήσουν μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, ὅπως συνέβη μέ τούς δύο Ἀποστόλους κατά τήν πορεία τους πρός τούς Ἐμμαούς, ὅπου μετά τόν διάλογο πού εἶχαν μέ τόν Χριστό καί τό κόψιμο τοῦ ψωμιοῦ πού ἔκανε ''διηνήχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί καί ἔγνωσαν ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου'', ὅτι ἦτο ὁ Χριστός (ε´ ἑωθινό Εὐαγγέλιο) κλπ...
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μᾶς ἔλεγε, ὅτι μπορεῖ σέ ἕναν χῶρο νά εὑρίσκωνται κάποια ἄτομα καί ὁ ἕνας νά βλέπη κάποιον Ἅγιο, ἐάν εἶναι σέ μέτρα ἐννοεῖται, ἐνῶ ἕνας ἄλλος νά μή τόν βλέπη, ἀλλά, ἐπί παραδείγματι, νά ἀκούη μόνον τήν φωνή του, ἤ ἕνα μέρος τῆς φωνῆς του. Ἕνας τρίτος νά μή βλέπη, οὔτε τόν Ἅγιο, οὔτε νά ἀκούη τήν φωνή του, οὔτε ἕνα μέρος τῆς φωνῆς του, ἤ ἔστω κάποιον οὐράνιο ἦχο, ἀλλά νά αἰσθάνεται μόνο μία εὐωδία, ἤ ἕνα μέρος τῆς εὐωδίας, ἤ κάτι ἀνάλογο, χωρίς νά βλέπη ἤ νά ἀκούη τίποτε, οὔτε φωνή, οὔτε Ἅγιο.
Καί, ἕνας τέταρτος, ὅπως καί ἄλλοι, νά μήν ἀντιλαμβάνωνται τίποτε, ἤ νά ἀντιλαμβάνωνται κάτι τό διαφορετικό ἀπό τά προηγούμενα πού ἀνεφέραμε, χωρίς ὅλα αὐτά νά σημαίνουν, ὅτι π.χ. ὁ τελευταῖος, πού δέν ἀντιλαμβάνεται τίποτε, πάντα, ὑποχρεωτικά, εἶναι κατωτέρας πνευματικῆς καταστάσεως. Τίποτε δέν εἶναι ἀπόλυτο στήν πνευματική ζωή.
Ἄπειρες εἶναι οἱ περιπτώσεις καί τά αἴτια τῶν πνευματικῶν φαινομένων. Ἀξιομνημονευτέον, νομίζομε, ὅτι εἶναι ἐδῶ τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πηγαίνοντας πρός τήν Δαμασκό γιά νά διώξη τούς Χριστιανούς, ὡς ἐχθρός δηλ. τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τότε, ὁ Σαούλ. Ὄχι, βέβαια, ἐκ κακῆς προθέσεως, ἀλλά λόγῳ τῆς ἀγνοίας πού εἶχε καί λόγῳ τῆς ἀγάπης του πρός τίς ἰδικές του ἰουδαϊκές παραδόσεις.
Τί λέγουν σχετικά οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων; Ὅτι, ξαφνικά, τόν περιέλουσε θεῖο Φῶς, χωρίς δηλ. νά τό περιμένη, χωρίς νά τό ἀναζητήση, ἀφοῦ οὔτε κἄν ἤξερε ὅτι ὑπάρχει - ἄρα πῶς νά τό ἀναζητήση; Ἄλλωστε, ἐδίωκε τόν Χριστό. Παρά ταῦτα, ὅμως, ἔτσι ἔκρινε ἡ Θεία Πρόνοια, πού προεγνώριζε ὅτι ὁ Σαούλ ἦτο σκεῦος ἐκλογῆς καί ὅτι θά ἐβάσταζε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἰς τά ἔθνη.
Ἔτσι, τόν περιέλουσε, αἴφνης, θεῖο Φῶς, ἄστραψε δηλ. γύρω του τό οὐράνιο Φῶς καί, λόγῳ τῆς ἐκθαμβωτικῆς Του λάμψεως, ὁ Σαούλ ἔπεσε κατά γῆς καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ λέγουσα τό περίφημο ''Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;'' Ποιοῦ Χριστοῦ; Ἐννοεῖται, τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ.
Ἐννοεῖται ἐπίσης, ὅτι ὁ μετέπειτα Παῦλος δέν πίστευε, μέχρι τότε, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὁ σαρκωμένος Θεός, διότι, διαφορετικά, δέν θά τόν κατεδίωκε. Ἔτσι, ὅταν, ἀπορημένος ὁ Σαούλ, ὁ Σαῦλος, ὁ ὁποῖος τά εἶχε χαμένα καί εἶχε γοητευθῆ, εἶχε τρομάξει, μέ τήν καλή ἔννοια, ἀπό ἐκεῖνο πού ἔβλεπε καί τόν εἶχε καταλάβει θάμβος καί ἔκστασις, ρώτησε ''ποιός εἶσαι, Κύριε;'', ἡ φωνή, οὐρανόθεν, τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμί, ὁ Ἰησοῦς, ὅν σύ διώκεις».
Τί ἁγία, θεϊκή, γεμάτη ἀγάπη μέ τήν καλή ἔννοια εἰρωνεία! «...Ὅν σύ διώκεις». Δηλ., «ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖον ἐσύ καταδιώκεις». Σάν νά τοῦ ἔλεγε, καί, μέσῳ ἐκείνου σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅτι πολεμῶντας τούς Χριστιανούς πολεμοῦσε τόν ἴδιο τόν Χριστό.
 Διότι, ἐννοεῖται, ὅτι ὅποιος πολεμάει τούς Χριστιανούς μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, οὐσιαστικά, πολεμάει τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί γιά νά τό προχωρήσωμε - καλή εὐκαιρία αὐτή - ὅποιος πολεμάει ὁ,τιδήποτε ἐδίδαξε ὁ Χριστός, πολεμάει τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί, ὅποιος πολεμάει ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἰσόκυρος καί ἰσοστάσιος μέ τήν Ἁγία Γραφή, τόν Χριστό πολεμάει. Γιά παράδειγμα, ὅποιος πολεμάει τόν Μοναχισμό, οὐσιαστικά εἶναι θεομάχος καί χριστομάχος.
Ἐπανερχόμενοι στό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν δρόμο του πρός τήν Δαμασκό, εὐθύς πιό κάτω λέγει τό ἱερό κείμενο, ὅτι οἱ ἄνδρες πού τόν συνώδευαν  - ἐδῶ δίνομε τώρα σημασία, γιατί αὐτό τό σημεῖο ἔχει σχέσι μέ τό θέμα μας - ''καί ἦσαν συνοδεύοντες τόν Σαούλ'', στόν ἀγῶνα του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἐννοεῖται, ἐστέκοντο μέ ἀνοιχτό τό στόμα καί ἄφωνοι - ἔτσι λέγει τό κείμενο σέ ἐλευθέρα μετάφρασι. Ἄκουγαν μέν τήν βοή καί τόν ἦχο τῆς φωνῆς, χωρίς ὅμως νά ξεχωρίζουν τίς λέξεις. Ἄκουγαν δηλ. μία βοή, ἄκουγαν τόν ἦχο αὐτῆς τῆς φωνῆς, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ξεχωρίσουν ἐπακριβῶς ὅλες αὐτές τίς θαυμάσιες λέξεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν λεχθῆ ἀπό τόν δεδοξασμένο Χριστό πρός τόν Σαῦλο, ἀλλά οὔτε ἔβλεπαν καί κανέναν.
Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ὁ μέν Παῦλος ἐτυφλώθη, ἐγοητεύθη, τόν κατέλαβε φόβος καί δέος καί, κυριολεκτικά, παρέλυσε ἀπό αὐτό τό θεῖο Φῶς. Ἀλλά, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἄκουγε ξεκάθαρα καί διαπεραστικά τήν φωνή τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ συνοδοιπόροι του, οἱ ἄνδρες του, οἱ μέχρι τότε συνκαταδιώκοντες τούς Χριστιανούς, ἐνῶ ἄκουγαν τόν ἦχο τῆς φωνῆς, καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐννόησαν, θέλοντες καί μή, ὅτι κάτι τό ὑπερφυσικό ἐλάμβανε χώρα, ὅμως δέν μποροῦσαν νά ξεχωρίσουν τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Καί, ὅπως ἀφήνει τό κείμενο, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, νά ἐννοηθῆ, οὔτε ἀντελήφθησαν τό ἄκτιστο θεῖο Φῶς, τό οὐρανόθεν ἀποσταλέν, ἐκχυθέν καί ἀποκαλυφθέν, τό ὁποῖο ἦτο περιαστράπτον μόνο γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο!
Νομίζω, ὅτι τό προαναφερθέν παράδειγμα εἶναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό γιά τό θέμα τό ὁποῖο ἐξετάζομε σήμερα, εἰς τήν ἀγάπη σας.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕνας μπορεῖ, καί νά αἰσθάνεται, καί νά κολυμπάη στό θεῖο Φῶς καί νά τό ἐκπέμπη ὁλικῶς ἤ μερικῶς - νά ἐκπέμπη δηλ. ἐκεῖνο τό Φῶς πού ἔχει μέσα του -, νά τό ἐκπέμπη ἐξ ὁλοκλήρου ἤ ποσοστιαίως, νά τό ἐκπέμπη πρός τά ἔξω σάν ἕνας πνευματικός καθρέπτης. Γιατί οἱ Ἅγιοι τί ἦσαν; Ἦσαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καθαρίσει τό ἐσωτερικό τους, καί, ὡς ἐκ τούτου, ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς τους, ὄντας καθαρός, ἐξέπεμπε τό θεῖο Φῶς πού ἔπεφτε ἐπάνω τους. Μποροῦσε δηλ. το θεῖο Φῶς νά ἀντανακλασθῆ, ἐφ᾽ ὅσον ἦταν καθαρός ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς τους.
Σέ κάποιες περιπτώσεις, μπορεῖ, λοιπόν, κάποιος καί νά αἰσθάνεται, καί νά κολυμπάη στό θεῖο Φῶς, καί νά τό ἐκπέμπη, ὁλικῶς ἤ μερικῶς, πρός τά ἔξω, ἤ γενικῶς σέ ὅλους πρός κάθε κατεύθυνσι, ἤ καί μόνο πρός κάποιον ἤ πρός κάποια συγκεκριμἐνα πρόσωπα καί ἀποκλειστικῶς πρός αὐτά. Δηλ., νά μή βλέπουν τό φῶς του ὅλοι, ἀλλά νά τό βλέπουν ἕνας, δύο, τρεῖς, ἀνάλογα. Οἱ περιπτώσεις εἶναι ἀπειράριθμες.
Ἀναφέρει ὁ Γέρων Ἰωακείμ Σπετσιέρης ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι εἶχε δῆ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, - πού ἐβάπτισε τόν γνωστό μας π. Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, - νά ἀστράφτη, καί τόσο ἐγοητεύθη, πού ζητοῦσε διακαῶς ἀπό τούς παρευρισκομένους νά πάρη πληροφορίες περί τοῦ ἀνδρός. ''Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἱερέας, ἀπό ποῦ εἶναι, κλπ.'' Τόσο, μά τόσο πολύ εἶχε γοητευθῆ. Κι αὐτή ἡ μαρτυρία τοῦ Γέροντος Ἰωακείμ Σπετσιέρη, πού ἦτο ἄνθρωπος λόγιος καί μεγάλης πνευματικῆς ἐμβέλειας, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, μέ τήν ἔννοια, ὅτι εἶναι μία πληροφορία διαφορετικῆς φύσεως ἀπό ἐκεῖνες πού συνέλλεξε ὁ π. Παΐσιος ἀπό διάφορους Φαρασιῶτες, πού ἄλλοι εἶχαν μόνο ἀκούσει καί ἄλλοι εἶχαν προλάβει καί εἶχαν ζήσει τόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη. Αὐτή εἶναι μία περίππτωσι...
Μπορεῖ ὅμως κάποιος ἄλλος, νά ἔχη αἴσθησι τοῦ ἀκτίστου Φωτός, νά ἔχη κυριολεκτικά παραλύσει ἀπό τήν ὑπερβολική δόσι θεϊκῆς ἡδονῆς καί οἱ ἄλλοι, γύρω του, νά μή ἀντιλαμβάνονται ἀπολύτως, μά ἀπολύτως, τίποτε.
Ὑπάρχουν βέβαια καί περιπτώσεις μεταξύ τῶν ἄλλων, πού κάποιος χωρίς ὁ ἴδιος νά αἰσθάνεται ἐκείνη τήν στιγμή τό θεῖο Φῶς, κάποιος ἄλλος, ἤ κάποιοι ἄλλοι νά τόν βλέπουν ἐξαστράπτοντα, ἤ νά τόν βλέπουν ἀλλοιωμένο ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ - ἐξαρτᾶται, καί τί εἴδους μορφή - νά εὑρίσκεται δηλ. σέ ἄλλη πνευματική διάστασι χωρίς ὁ ἴδιος, ἐκείνη τήν στιγμή, νά καταλαβαίνη τίποτε - δέν ξέρομε γιά ποιόν λόγο, ἴσως, εἴτε γιά νά εἶναι πρός τούς ἄλλους πιό φυσικός, εἴτε γιά νά μήν ἔχη κάποια συστολή καί ντροπή, ἀπό ταπείνωσι, γιατί ὅσοι ἔχουν αὐτές τίς καταστάσεις δέν θέλουν, ἐννοεῖται, ὁ Θεός νά τούς δοξάζη.
Πολλές εἶναι οἱ παρόμοιες περιπτώσεις πού ἀναφέρονται στό Γεροντικό, ὅπως π.χ. ἡ περίπτωσις ἑνός μοναχοῦ, πού παρακαλοῦσε τόν Θεό νά μή τόν δοξάση καθόλου ἐπί τῆς γῆς, μᾶλλον τό ἀντίθετο νά τοῦ συμβῆ. Ἐκεῖνον, χωρίς νά τό καταλαβαίνη, ὅταν περπατοῦσε κάποιες φορές, οἱ ἄλλοι τόν ἔβλεπαν μέ θεϊκό Φῶς, νά τόν περιβάλλη ἐκεῖνο τό Φῶς, πού προανεφέραμε εἰς τήν ἀγάπη σας, χωρίς δηλ. ὁ ἴδιος νά τό ἀντιλαμβάνεται ἐκείνη τήν στιγμή, ἄν καί ἄλλες στιγμές ὁ ἴδιος εἶχε τήν ἐμπειρία καί τήν αἴσθησι αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ Φωτός, χωρίς, βέβαια, αὐτό πού λέμε νά εἶναι ἀπόλυτο.
Τώρα, γιά ποιούς λόγους γίνεται αὐτό ἔτσι; Ὁ Θεός μόνο ξέρει ὅλους τούς λόγους καί τίς αἰτίες, τό γιατί δηλ. συμβαίνει νά μή καταλαβαίνη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὅτι κάτι ὑπερφυσικό τοῦ συμβαίνει, τήν στιγμή πού οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν νά τόν περιβάλλη θεῖο Φῶς.
Βλέπετε, λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τί ἀμέτρητα καί γοητευτικώτατα μυστήρια κρύβει ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Γι᾽ αὐτό, ποτέ, μά ποτέ δέν πρέπει νά αἰσθανώμεθα πνευματική αὐτάρκεια. Διότι, αὐτό εἶναι ἕνας ἄχαρος καί κρύος εὐσεβισμός καί μία καθηκοντολογία, ἐπειδή  ὅλα αὐτά εἶναι δείκτης πνευματικῆς στειρότητος, γιά νά μή ποῦμε καί τυφλότητος. Διότι, ὅσο κανείς ἀγωνίζεται, τόσο  διευρύνονται οἱ πνευματικοί του ὁρίζοντες, καί ὅσο αὐτοί οἱ πνευματικοί προσωπικοί του ὁρίζοντες διευρύνονται, τόσο περισσότερο εἶναι εἰς θέσιν νά ἀντιληφθῆ τήν πνευματική του πτωχεία. Ὧδε ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὧδε τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος.
Καί, ἐπειδή αὐτά μᾶς ἀρέσουν νά τά ἀκοῦμε, ποτέ νά μή ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ μοναδικός μας στόχος δέν εἶναι, οὔτε τά θεῖα Φῶτα, οὔτε κάποια ἀπό αὐτά πού ἀνεφέραμε. Ἐμεῖς, ἐδῶ, τά ἀνεφέραμε κυρίως γιά νά δοῦμε πόσο πίσω εἴμαστε καί αὐτό εἶναι ἕνα κίνητρο γιά ταπείνωσι, ἔστω τῶν ἀρχαρίων.
Ποτέ ὅμως νά μή ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ μοναδικός μας στόχος δέν πρέπει νά εἶναι ἄλλος, ἀπό τί; Ἀπό τήν ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου ἀπό ὅλα αὐτά τά πνευματικά ἐσωτερικά φίδια, τά ὁποῖα μᾶς περιζώνουν, ἤ μᾶλλον, βγαίνουν ἀπό μέσα μας, καί τά ὁποῖα πρέπει, πρῶτα μέ τόν ἀγῶνα, νά βγοῦν στήν ἐπιφάνεια καί, μετά, ἡ θεία Χάρις, μακροπρόθεσμα, νά τά θανατώση. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού θά τά θανατώση. Ἀλλά, ἐμεῖς πρέπει νά ὑποστοῦμε τίς ὀδυνηρές συνέπειες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ἐγχειρήσεως.
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νικῶν, ἀλλά δέν εἶναι ντροπή νά τό ποῦμε - καί αὐτό συμβαίνει στούς Ἁγίους - ὅτι οἱ Ἅγιοι ὑποφέρουν, δείχνουν δηλ. τήν προαίρεσί τους - καί αὐτό ἔχει ἀξία, διότι, ἄν δέν τήν ἔδειχναν δέν θά εἶχε καμμία ἀξία ἡ στεφάνωσίς τους, διότι διαφορετικά ὁ Θεός θά ἦταν προσωπολήπτης, ὅπερ ἄτοπον.
Δίνουν, λοιπόν τήν προαίρεσί τους, ὑποφέρουν κατά Θεόν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, διακριτικῶς καί εὐστόχως - διότι μπορεῖ νά ὑποφέρης, ἀλλά αὐτό νά μήν εἶναι κατά Θεόν - ἀλλά ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, τελικά, νικᾶ. Τό ἕνα δηλ. δέν ἀναιρεῖ τό ἄλλο.
Γιά τήν ἀπέκδυσι λοιπόν τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου, πρέπει νά ταπεινώσωμε τόν ἐγωκεντρισμό τοῦ σώματός μας, τήν σαρκολατρεία, τά πάθη τῆς σαρκός τά ἀτελείωτα, τήν γαστριμαργία, ὅλα τά τῆς πορνείας κ.λ.π. δέν εἶναι ντροπή νά τά λέμε ὅλα αὐτά, ἄλλωστε προηγουμένως ἀνεφέραμε τούς τρεῖς ἐξόχους παρθένους τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παρθενία καί ἡ ἁγνεία, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι, δέν ἐξαντλεῖται μόνο σέ κάποιες πράξεις - ἐντολές, πού πολλές φορές αὐτές δέν τίς τηροῦμε ὅπως πρέπει, ἀλλά εἶναι καί ἡ ἁγνότης τῶν αἰσθημάτων, τῶν λογισμῶν, καί δέν ἔχει τελειωμό ὅλη αὐτή ἡ κατάστασις.
Γιά ὅσους δέν τό ξέρετε, ἀναφέρομε, ὅτι ἐδῶ, στήν γειτονιά μας, ὁ π. Ἰάκωβος Τσαλίκης, ὅταν πήγαινε στήν Ἀθήνα καί ἀναγκαζόταν ὁ γιατρός, γιά θέματα ὑγείας, νά δῆ γιά λίγο τό στῆθος του, ἠσθάνετο, ἄκουσον, ἄκουσον, ὅτι ἐπόρνευε - ἔτσι τό ἔνοιωθε ὁ ἄνθρωπος καί ἔτσι τό ἀναφέρομε - ἐπειδή ὁ γιατρός τοῦ κοιτοῦσε λίγο τό στῆθος του. Αὐτό, ἐμεῖς τώρα, νά μή τό ἑρμηνεύσωμε μέ τά δικά μας τά μυαλά, ἁπλῶς νά θαυμάσωμε τήν ἀρετή τοῦ ἀνδρός. Αὐτό τό ἔλεγε δημόσια καί μέ συναίσθησι, μέ πόνο, παρακαλῶ.
Ἔλεγε δηλ., ὅτι ''μέ ταπείνωσε ὁ Θεός καί πηγαίνω στήν Ἀθήνα καί κάθε φορά πού πηγαίνω στήν Ἀθήνα πορνεύω''! Καί ἐννοοῦσε αὐτό δηλ. - νά μή πάη τό μυαλό μας κάπου ἀλλοῦ.
Ἤ, σέ ἄλλη περίπτωσι, συνέβαινε σέ κάποιους ἀσκητές καί ἡσυχαστές, ὅταν ἔφευγε ὁ νοῦς τους ἀπό τήν νοερά προσευχή, πρᾶγμα σπάνιο, ἠσθάνοντο ὅτι ἐπόρνευαν, μέ τήν ἔννοια, ὅτι ἔφευγε ὁ νοῦς τους, ἡ πνευματική τους καρδία, ἀπό τήν ἐπαφή πού συνέχεια εἶχαν μέ τό πνευματικό κέντρο, πού εἶναι ὁ Θεός.
Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἀλλά, ἐμεῖς πρέπει, σιγά-σιγά, νά ξεκινήσωμε μέ τό νά χτυπᾶμε τά πάθη τῆς σαρκός, γιατί αὐτό εἶναι τό πρῶτο βῆμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μέ τήν νηστεία, γιατί χωρίς νηστεία δέν γίνεται τίποτε - ἀλλά πρέπει ἡ νηστεία νά εἶναι σωστή - καί στήν συνέχεια νά μετέλθωμε ὅλα τά ὑπόλοιπα ἀσκητικά ὅπλα. Διότι, ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους, καί ἀπό τούς λαϊκούς, καί ἀπό τούς ἐγγάμους, καί ἀπό τούς ἡλικιωμένους, καί ἀπό τούς νέους, ἀσκητική ζωή μέ διάκρισι. Πρέπει ὅλοι νά εἴμαστε ἀσκητές.
 Δέν ἔχει ἔννοια ὁ Χριστιανός νά μήν εἶναι ἀσκητής, διότι δέν εἶναι τότε Χριστιανός, ἀφοῦ εἶναι ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τί λέγουν ὁ ἀπ. Παῦλος καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, στήν Ἁγία Γραφή, περί αὐτῶν; Ἄς μή τά ἀναλύσωμε τώρα. Ἀπαιτεῖται νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοή σέ διακριτικό πνευματικό, γιά νά διακρίνωμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά διακρίνωμε πῶς πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε, ἐπειδή ἐμεῖς δέν ἔχομε τήν διάκρισι τῶν πνευμάτων και τῶν λογισμῶν. Πρέπει δηλ. νά χτυπήσωμε τόν ἐγωκεντρισμό τοῦ πνεύματός μας, ὥστε νά ἀφήσωμε ὅλα τά ἁμαρτωλά μας θελήματα. Γιά μᾶς δέ τούς μοναχούς, πολλές φορές ἀπαιτεῖται νά ἐγκαταλείψωμε καί τά φυσικά μας θελήματα, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καί πράγματα που δέν εἶναι αὐτά καθ᾽ ἑαυτά ἁμαρτωλά, ὅταν μᾶς τό ζητάη ὁ Γέροντάς μας, ἤ ὅταν ἐμεῖς, θεληματικά, τόν ρωτᾶμε κάτι καί ἐκεῖνος ἔτσι κρίνει ὅτι πρέπει νά κάνωμε.
Καλό δηλ. εἶναι νά ἀφήνωμε καί τά φυσικά μας θελήματα, πού δέν εἶναι, αὐτά καθ᾽ ἑαυτά, ἁμαρτωλά. Αὐτό, βέβαια, ἰσχύει, ἐπαναλαμβάνομε, μόνο γιά μοναχούς. Νά κάνωμε αὐτήν τήν σαφεστάτη διάκρισι, γιατί πολλά παρατράγουδα συμβαίνουν καί στόν τομέα αὐτόν.
Καί, γενικῶς, ὅπως ἔλεγε καί ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, κυρίως γιά μοναχούς, ὁ ὑποτακτικός, ἐκτός ἀπό τά ἁμαρτωλά θελήματα πού πρέπει νά ἀφήνη, πρέπει νά πηγαίνη - κοιτᾶξτε τί χαριτωμένα τό ἔλεγε - ''μέ τά νερά'' τοῦ Γέροντά του. Ὅπως δηλ. τό ξύλο, ὅταν τό κόβουμε, ἔχει τά νερά του καί πρέπει νά πηγαίνωμε μέ τά νερά του κατά τήν κατεργασία του, ἔτσι καί ὁ ὑποτακτικός πρέπει νά πηγαίνη πάντα, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ''νερά'' τοῦ ἑκάστοτε Γέροντά του.
Αὐτό εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄς μή κρυβώμαστε, ἐκεῖνο πού, κυρίως, λείπει ἀπό τούς συγχρόνους, καλούς, κατά τά ἄλλα, Χριστιανούς, δηλ. τό κατά Θεόν σταυρικό φρόνημα, τό θεληματικό ἑκούσιο θάψιμο τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας, ἤ, καλύτερα τῶν παθῶν μας, γιά νά βροῦμε -  καί μόνο ἔτσι θά βροῦμε καί θά λαμπικάρωμε - τόν χαμένο καί κατακερματισμένο ἑαυτό μας.  Μόνο δηλ. ἔτσι θά γνωρίσωμε τήν χαρά, τήν ἀληθινή, τήν πνευματική χαρά, «τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», ὄχι χαρά συναισθηματική ἤ διανοητική, ἀλλά τήν ὀντολογική ὑπαρξιακή ἐν Θεῷ χαρά καί θεϊκή ἡδονή, θά γνωρίσωμε δηλ. τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἀνάστασι τῆς ψυχῆς μας. 
Διότι, πολλές φορές, δυστυχῶς, κάνομε μέν ὅ,τι κάνομε γιά τόν Χριστό, ἀπό ἀγάπη στόν Χριστό προσπαθοῦμε, προσφέρομε, κουραζόμαστε, κάνομε ἐλεημοσύνη, προσευχές, συμμετέχομε σέ διάφορες ἐκδηλώσεις, σέ προσκυνήματα, σέ ἀγρυπνίες...
Ὅλα λοιπόν αὐτά εἶναι καλά καί ἅγια, ὅταν τά κάνωμε, γιατί, πολλές φορές, οὔτε αὐτά κάνομε. Ἀλλά, τό μέγα μας καί ὀλέθριο δυστύχημα - νά ποῦμε, κάποιες φορές, νά ποῦμε, πολλές φορές; Κύριος οἶδε - εἶναι ὅτι, ἀνεξάρτητα, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, σέ τί συχνότητα ἀγωνιζόμαστε, ποιοτικῶς καί ποσοτικῶς, ἀνεξάρτητα μέσα ἀπό ποιό πρίσμα προσβλέπομε στόν Χριστό, ἀπό ποιό πόστο ὑπηρετοῦμε τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, ἀπό τό ποῦ ἐκλήθημεν, ἀπό τό τί κλίσι ἔχομε, τί ἐπιλέξαμε δηλ., εἴτε εἴμαστε λαϊκοί, εἴτε εἴμαστε μοναχοί, ἔγγαμοι, ἄγαμοι, μεγάλοι, νέοι, κλπ., παρά τόν ὑποτιθέμενο ἀγῶνα μας, ὅταν δηλ. καί ἐάν ὑπάρχη.
Τελικά, ἀντί νά ἀγωνιζώμαστε ἀλύπητα, μέ «μῖσος ἄμισον», καί μέ αὐτομεμψία, κατά τοῦ παλαιοῦ ἡμῶν ἀνθρώπου, κατά τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅλως περιέργως - τί κακός ἐσωτερικός πνευματικός μηχανισμός ἀμύνης εἶναι αὐτός; - ''ἀγωνιζόμαστε'' καί ἀγωνιοῦμε πῶς, τελικά, παρά ταῦτα, νά περισώσωμε, τήν κατάλληλη στιγμή, τά γλυκόπικρα τερτίπια τῶν ποικίλων καί δυσκολοδιακρίτων παθῶν μας.
Θέλομε, δηλ., νά περισώσωμε τό φίλαυτο ἐγώ μας, ὅταν προκύπτουν οἱ κατάλληλες συγκυρίες, οἱ κατάλληλες στιγμές, οἱ ἀδικίες δηλ., τά διάφορα γεγονότα, ἀρκεῖ νά ἁρπάξωμε τίς εὐκαιρίες. Δηλ., ἀντί νά χτυπήσωμε τόν ἑαυτό μας, νά κόψωμε τό θέλημά μας, νά ζητήσωμε νά μάθωμε πράγματι τί θέλει ὁ Θεός καί νά μή γλυκαινώμαστε ἀπό διάφορες ἄλλες ἐμπαθεῖς κινήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἴτε ἐξ ἀριστερῶν, εἴτε καί ἐκ δεξιῶν, γιατί κι ἐμεῖς οἱ μοναχοί, πολλές φορές, ἐπηρεαζόμαστε ἀπό ἐπαίνους τοῦ κόσμου, καί κατά βάθος θέλομε τόν ἔπαινο τοῦ κόσμου, δέν θέλομε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄν καί νομίζωμε ὅτι τό θέλομε. Καί πολλά ἄλλα, ἀτελείωτα... Καί γι᾽ αὐτό ἀποτυγχάνομε, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ γενικώτερο ἐπίπεδο. Κρίμα, κρίμα, κρίμα...
Καί μετά, κάνομε ἀναλύσεις καί συσκέψεις, ἄμεσα, ἔμμεσα, μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς γνωστούς μας, γιά νά βροῦμε τίς αἰτίες, ἔξω ἀπό τόν ἐμπαθῆ καί ταλαίπωρο ἑαυτό μας, ἐνῶ οἱ πλεῖστες ὅσες αἰτίες εἶναι μόνο μέσα στόν ἑαυτό μας. Ἐάν, ὅμως, ὑποτεθείσθω, ὑπάρχουν καί ἄλλες αἰτίες, ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἄν τίς ἐκμεταλλευθοῦμε, μέ τήν καλή τήν ἔννοια, ὅλα αὐτά θά ἀποτελέσουν τό μεγαλύτερο κίνητρο καί τήν μεγαλυτέρα γενεσιουργό αἰτία τῆς προσωπικῆς μας προόδου καί προσωπικῆς μας ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεως.
Καί, γιά νά μιλήσωμε πιό συγκεκριμένα, μπορεῖ νά προσκυνᾶμε μέ πίστι καί εὐλάβεια τίς εἰκόνες ὅλων τῶν Ἁγίων ὅμως, ἄν δέν ἀφηνώμαστε στό πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὔτε μιμούμαστε στήν πρᾶξι τό φρόνημα τῶν Ἁγίων, αὐτό δέν ἐπαρκεῖ. Μάλιστα δέ, ἐάν ἐπί παραδείγματι κάποιο παιδί μας ἔχει ὄντως τίς προϋποθέσεις καί θελήση νά μιμηθῆ πράγματι τήν ζωή ἑνός Ἁγίου, πού ἐμεῖς οἱ ἰδιοι ἀπό μικρό παιδί τοῦ μαθαίναμε νά προσκυνάη τόν Ἅγιο, τοῦ διαβάζαμε τόν βίο του... 
Ἄν αὐτό τό παιδί ἔχη τίς προϋποθέσεις, καί θελήση νά μιμηθῆ τήν ζωή τοῦ Ἁγίου  πολλές φορές, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, μέ διάφορες καλοστημένες και εὐσεβοφανεῖς δικαιολογίες, προσπαθοῦμε νά τό ἀποτρέψωμε, ἄν ὄχι ἄμεσα, πάντως ἔμμεσα καί νά τοῦ στρέψωμε τήν προσοχή σέ ἄλλα πνευματικά σκάμματα τά ὁποῖα ὅμως, εἶναι πολύ ὑποδεέστερα ποιοτικά, ἀπό τήν ἐπιλογή πού θά ἤθελε νά κάνη τό παιδί μας. Κι ἔτσι, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, λίγο-πολύ, γινόμαστε τρόπον τινά θεομάχοι, ἐπειδή ἐμποδίζομε τό ἔργο τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεός, βέβαια, νά μᾶς ἐλεήση.
Δηλ., πάλι νά τό γενικεύσωμε, ''κλωτσᾶμε'' στήν πρᾶξι τίς εὐκαιρίες πού εἴτε μᾶς στέλνει ὁ Θεός, εἴτε μᾶς συμβαίνουν ἀπό τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων... Βέβαια, μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου, «δόξα τῷ Θεῷ» πού ὑπάρχουν καί αὐτές οἱ  ἀρνητικές συγκυρίες, ἄν καί δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν. Ἀλλά ἀφοῦ ὑπάρχουν ὅλα αὐτά, εἶναι τελικά ἕνα πλούσιο ὑλικό πού μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ ἀπό ἐμᾶς πρός χάριν τῆς πνευματικῆς μας προόδου, τό ὁποῖο ὅμως ἀφίνομε νά πηγαίνη χαμένο. Καί μετά ἀπό τήν ἄλλη, προσπαθοῦμε, ματαίως καί ἀνεπιτυχῶς, νά προσφέρωμε στό γεώργιο τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τόν λογισμό μας, σύμφωνα μέ τόν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας, σύμφωνα μέ ὅ,τι ἀρέσει σέ μᾶς, καί ὄχι ὅπως ὁ Θεός θά ἤθελε, ἄν καί μᾶς ἔδωσε εὐκαιρίες νά καταλάβωμε, ὅτι ἔτσι θά ἤθελε ὁ Θεός νά πράξωμε.
Ἀλλά, δυστυχῶς, κινούμεθα ὅπως μᾶς ἀρέσει καί ὀρθώνομε ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐθελοτυφλῶντας, χωρίς δηλ. νά ἔχωμε δικαιολογίες καί ἐλαφρυντικά. Διότι, ἐκτός τῶν ἄλλων, βάζομε, πάνω καί πέρα ἀπό ὅλα, τήν δική μας ἐμπαθῆ λογική, γιατί δέν θέλομε νά σταυρώσωμε τόν ἑαυτό μας, τήν ἀδυναμία μας, τά πάθη μας. Καί λέμε ὅτι ''ἐγώ ἔχω αὐτήν τήν ἱκανότητα'', δῆθεν, ἐνῶ αὐτό εἶναι μία ἀδυναμία, ἕνα πάθος. Διότι, καί τό πιό καλό πρᾶγμα, ὅταν δέν γίνεται σωστά, ὅταν ἔχωμε ἐξάρτησι ἀπό αὐτό, τί εἶναι; Οὐσιαστικά, εἶναι ἕνα πάθος. Πόσῳ μᾶλλον, ὅλα τά ὑπόλοιπα...
Σκεφθεῖτε, ἐπί παραδείγματι, κατά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἔλαβε χώρα ἡ θαυμαστή ἁλιεία, πού ὅλην τήν νύχτα ψάρευαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ καί δέν μπόρεσαν νά πιάσουν κανένα ψάρι, ἐνῶ, στήν ἀρχή δέν ὑπῆρχε κανένα ψάρι στά δίχτυα τους, μετά, κατόπιν τῶν ρημάτων τοῦ Χριστοῦ, κάνοντας ὑπακοή, ξαναέρριξαν τά δίχτυα καί γέμισαν ἀπό ψάρια, τόσο, πού ἐκόντευαν νά σπάσουν τά δίχτυα τους ἀπό τά πολλά  ψάρια.
Σκεφθεῖτε λοιπόν, ὅταν μετά ἀπό αὐτό τό ὑπερφυσικό γεγονός, πού τούς προέτρεψε  ὁ Χριστός, νά ἀφήσουν τά ψάρια καί νά τόν ἀκολουθήσουν εὐθέως, σκεφθεῖτε νά τοῦ ἔκαναν οἱ Μαθηταί, κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καί νά τοῦ ἔλεγαν «κρίμα, αὐτό εἶναι μεγάλη σπατάλη, νά πᾶνε τά ψάρια χαμένα,  πρῶτα Χριστέ μου νά πουλήσωμε τά ψάρια, πού παρ᾽ ἐλπίδα καί ἐξ αἰτίας σου πιάσαμε, καί ἔπειτα νά σέ ἀκολουθήσωμε»!
Ὅταν διατάζη καί προτρέπη ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ὑπάρχει ''ἀλλά'', δέν ὑπάρχει δικαιολογία, δέν ὑπάρχει δεύτερη κουβέντα, δέν ὑπάρχει κανένας ὀρθολογισμός, ὅσο εὐσεβοφανής καί νά εἶναι.  Ἀπαιτεῖται, δηλ., πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό.
Ἄλλο παράδειγμα: Ἄς ἀναλογισθοῦμε, τί ἐμπιστοσύνη ἔδειξε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, στό ''ἐν τούτῳ νίκα''. Ὅταν δηλ., σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶδε τό ὅραμα μέ τόν Σταυρό, καί τίς λέξεις ''μέ αὐτόν νά νικᾶς'', μέ τό σύμβολο δηλ. τοῦ Σταυροῦ. Βέβαια, αὐτό, τώρα, σ᾽ ἐμᾶς, δέν κάνει καί τόσο αἴσθησι καί ἐντύπωσι - καί μοιραῖα καί δικαιολογημένα, ἴσως, καί ἀναπόφευκτα, θά λέγαμε -, γιατί, ἐνθυμούμενοι τό ''ἐν τούτῳ νίκα'', αὐτόματα, στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μας, ξέρομε τήν τελική ἔκβασι τῶν γεγονότων πού ἀναφέρονται στόν Μέγα Κωνσταντῖνο, πῶς δηλ. πράγματι, μετά, ἐνικοῦσε μέ τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ.
Ὅμως, τότε, ὁ ὄντως Μέγας Κωνσταντῖνος δέν ἐγνώριζε τήν μελλοντική ἔκβασι τῶν γεγονότων, οὔτε ἐζήτησε ἐγγυήσεις ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο γιά νά κάμψη γόνυ στό θεῖο πρόσταγμα, γιατί τότε, τό ''ἐν τούτῳ νίκα'', μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἐφαίνετο ἀμφίβολο καί ὄχι βέβαιο. Καί σέ αὐτό ἔγκειται ἡ ἀρετή του, στήν ἐμπιστοσύνη δηλαδή πού ἔδειξε τότε, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, στό ὄντως θεῖο πρόσταγμα, κάτω δηλ. ἀπό ἐκεῖνες τίς συνθῆκες, τίς ἐμπειρίες καί τίς γνωστικές δυνατότητες.
Βέβαια, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, παμμέγιστο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωσις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού εἶπε ἐκεῖνο τό περίφημο ''ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου''. Δέν εἶπε δηλ. στόν Ἀρχάγγελο ''πῶς εἶναι δυνατόν  νά κυοφορήσω, χωρίς νά φαίνωμαι στό Νόμο ὅτι ἔχω ἄντρα'', ἐφ᾽ ὅσον ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ἀγνοοῦσε ὅλα τά ὑπερφυῆ, τά ὁποῖα ἔλαβαν χώρα κατά τόν Εὐαγγελισμό Της, πού μέ τρόπο δηλ. ὑπερφυσικό συνέλαβε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στά ἄχραντα σπλάγχνα Της. Ἤ, δέν εἶπε ἡ Παναγία ''τί θά πῆ ὁ κόσμος γιά μένα;''
Διότι, οὔτε στήν Παναγία εἶχαν δοθῆ οἱ ἀπαιτούμενες ἐγγυήσεις, πού θά ζητοῦσε κάθε λογικός καί συνετός καί σώφρων ἄνθρωπος... Ἀλλά, καί πέραν τούτου, ἡ Παναγία, ἀργότερα, ὄντως καί θεληματικῶς καί προθύμως ὑπέστη, καί τί δέν ὑπέστη, γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καί στήν Αἴγυπτο ἔφθασε, προκειμένου νά γίνη, θεληματικά, τό κατ᾽ ἐξοχήν ὄργανο τῆς θείας εὐδοκίας γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου, καί τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ἀγγέλων καί γιά τόν ἀνακαινισμό ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.
   Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε μέ ἀφορμή τήν σημερινή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης, αὐτά ἔγιναν τότε, ἐπί βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καί ἀνάλογα θαυμαστά γεγονότα γίνονται καί θά γίνωνται, διαχρονικά, μέσα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, γιατί ἡ Παναγία πάντα σκεπάζει καί θά σκεπάζη τούς πραγματικούς Χριστιανούς. Ἄλλωστε, ἰσάξια γεγονότα, ἔλαβαν χώρα καί κατά τό Ἔπος τοῦ 40.
Ὅμως, ἀντί ἐπιλόγου, καί ὄχι ἀπαισιοδοξίας ἕνεκεν, ἀλλά γιά να ἔχωμε κίνητρο γιά νά μετανοοῦμε μιά ὁλόκληρη ζωή, ἄς ἀναφέρωμε τό ἑξῆς σχετικά πρόσφατο γεγονός, πού ἀφορᾶ τήν προσφάτως ἀνακηρυχθεῖσα Ἁγία Σοφία,  στήν Δυτική Μακεδονία.
Κάποτε ἐθεάθη ἄκρως συγκινημένη καί λυπημένη, καί, ὅταν ἐρωτήθη γιά ποιόν λόγο αἰσθανόταν ἔτσι, ἀπεφάνθη ἡ Ἁγία Σοφία, λέγουσα, ὅτι εἶδε τήν Παναγία Μητέρα μας νά κλαίη καί νά λέη στήν Ἁγία μεταξύ τῶν ἄλλων, τά ἑξῆς. Ἀκοῦστε τί σοβαρός λόγος ἐλέχθη: «Ἔφυγε ἡ παρθενία ἀπό τήν Ἑλλάδα». Εἶπε κι ἄλλα ἡ Παναγία, πού γιά λόγους διακρίσεως δέν πρέπει νά τά ἀναφέρωμε καί τά ὁποῖα εἶναι ἐξ ἴσου σοβαρά. Σημειωτέον, ὅτι αὐτό ἔλαβε χώραν πρίν τό 1974, γιατί τότε ἐκοιμήθη ἡ Ἁγία Σοφία.
Σκεφθεῖτε δηλ., τί θά ἔλεγε ἡ Παναγία μας σήμερα, ἐν ἔτει 2012, μετά ἀπό ὅλα τά σημερινά μας ''κατορθώματα''. Γιατί, κάθε ἄλλο παρά κατορθώματα εἶναι, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ ἐθνικό ἐπίπεδο, καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, καί σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Τί γίνεται μέ τόν Οἰκουμενισμό, μέ τό α´, μέ τό β´..... Τά ξέρετε.
Καί τοῦτο, διότι ἡ σημερινή κοινωνία εἶναι, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, θεληματικά μία ἀσκεπής πνευματικά κοινωνία, εἶναι μία χωρίς οὐράνια σκέπη ἁμαρτωλότατη κοινωνία καί ἀκάλυπτη σέ ὅλες τίς μορφές τῶν πνευματικῶν καταιγίδων κ.λ.π. Καί τοῦτο, διότι δέν καταφεύγομε ἔμπρακτα, καί ὡς ἄτομα, καί ὡς κοινωνία, στήν ὁλόφωτη καί ἀκατάλυτη Σκέπη τῆς Παναγίας Μητέρας μας.
Ὀψόμεθα. Καί ἐλπίζομε.
Εὔχομαι, διά πρεσβειῶν Της, νά ἀνανήψωμε πνευματικά. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται, καί μόνο ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται. Καί τότε, καί προσωπικά, καί καθολικά, νά εἴμαστε ὑπερβέβαιοι, ὅτι θά γνωρίσωμε καί θά βιώσωμε, ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἀπό ἐδῶ καί τώρα, τήν κραταιά Της καί ἀπόρθητη Ἁγία Σκέπη.
Καί, τότε, πάντα τά ὑπόλοιπα, γιά τά ὁποῖα τόσο ἀγωνιοῦμε, ''προστεθήσεται ἡμῖν'', σύμφωνα μέ τό ἀψευδές καί προφητικό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν. Γένοιτο!
Εὐχαριστῶ πάρα πολύ. Νά εὔχεσθε, καί νά μέ συγχωρῆτε, πού, λόγῳ τῆς δικῆς σας μεγάλης προθυμίας καί προσοχῆς, ἄθελά μας, μακρύναμε τόν λόγο.
Νά εἶσθε ὅλοι καλά.
  

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία στήν Ἱ. Μονή Ἁγ. Νικολάου  28-10-2012)




  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...