Η ΜΟΝΗ ΑΓΑΠΙΑ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ |
Καθώς σκύβεις, ξεκρίνεις μια σκαλισμένη μελαχρινή πλάκα, πού γράφει απάνω: «Μ. Χρ. Μαυρομμάτης, 1888». "Ελληνας ό κτήτορας της πηγής, όπως κι Έλληνες ανασταίνονται γύρω σου εδώ, πλήθος, στο κάθε βήμα. Το ταξίδι τοϋτο στη Ρουμανία πάει να γίνει κάτι σαν προσκύνημα σε κρυφό λίκνο της ελληνικής ψυχής. Ανήσυχης ψυχής, ακοίμητης, πού σκόρπισε μέσα στον κόσμο, για να τον καρπίσει.Ώρα εφτά ενός μαγιάτικου δειλινού φτάνουμε οτό Μοναστήρι της Άγαπίας. Σημαίνουν τον εσπερινό και ή λαγκαδιά γύρω αντιβουίζει με το βαρύ, μελωτό κρούσιμο της καμπάνας. Παράξενο πού γίνεται το νόημα του κόσμου τέτοιες ώρες! Από γύρω ανεβαίνει λιβανωτό το θυμίαμα του βουνού. Χωριάτες Μολδαυοί, χωριάτισσες, με τις κεντητές τους φορεσιές, έρχονται από τα χωριά με τα πόδια, κρατώντας λαμπάδες. Κι ανθίζουν οι άγριοτριανταφυλλιές στα πλάγια του δρόμου, μέσα στους κήπους, και τα μπουμπούκια παίρνουν φωτιά, σκάζουν φλογοκόκκινα.
Το κοινόβιο έχει απλωθεί ως έξω από το μοναστήρι, έστησε στα πλάγια του δρόμου κάτι σπιτάκια ανάλαφρα, κάτασπρα, βουτηγμένα στην πρασινάδα και στο λουλούδι. Είναι για τίς πολύ ηλικιωμένες καλόγριες, αυτές πού δεν μπορούν πια ν' ακολουθήσουν τον αυστηρό κανόνα της μοναστικής ζωής. Και για ξενώνες. Σ' ένα τέτοιο θα περάσω τη νύχτα μου κι εγώ.Ή πόρτα πού βγάζει στον προθάλαμο έχει μείνει ανοιχτή- στο βαθύ σκοτάδι, έκεϊ έξω, ακούω ένα γεροντικό κοντόβηχα. Σέ λίγο πάλι. Μου περνάει ή ιδέα πώς γίνεται επίτηδες, έτσι σαν προσπάθεια να υποδηλωθεί μια παρουσία. Κάποια στιγμή, σάμπως ή ψυχή πού αναδεύεται εκεί στό έσωτερικό του σπιτιού να μη μπορεί πια ν' αντέξει στον πόθο της επικοινωνίας, ακούγεται ανάλαφρο σούρσιμο από βήμα πολύ αργό, και το κροτάλισμα από ένα μπαστούνι πού ζυγώνει. Σηκώνω τα μάτια μου. Στό ανοιγμα της πόρτας μου έχει γραφεί μια μορφή. Είναι μια γριούλα καλόγρια, πού με κοιτάζει με γαλανό, τρυφερό βλέμμα. "Εχει το παιδικό εκείνο άνάβλεμμα των πολύ γέρων. Το άνάβλεμμα της μητέρας μου λίγο πριν σταυρώσει τα χέρια της για πάντα και φύγει γι' άλλου."Ω, τί γριούλα πού εΐναι! Με καλησπερίζει στη γλώσσα της και πιάνει να λέει, να λέει. Τάχα να νομίζει πώς την καταλαβαίνω; Δεν το φαντάζομαι. Το ξέρει πώς είναι μονόλογος, θέλει όμως να νομίζει πώς τη νοιώθω. Ποιος ξέρει πόσες δεκαετίες να την έχει θαμμένη μέσα της αύτη τη δίψα για συνεννόηση. Κι αυτά εδώ είναι τα γλυκότερα ρουμάνικα πού έχω ακούσει. Ίσως γιατί λένε την ήσυχη αγωνία μιας ψυχής ερημωμένης, τη λαχτάρα επικοινωνίας με κάποιον μέσα στον κόσμο. «Είσαι Έγκλέζ;», με ρωτάει. Όχι, δεν είμαι Εγγλέζος, Έλληνας είμαι. «Γκρέκ!» κάνει και το πρόσωπο της περιχύνεται ξάφνου με φως, τα μάτια της πνίγονται σε τρυφερότητα.Με τα καμπουριασμένα από τον αρθρίτη δαχτυλάκια της, μου γνέφει να περιμένω, φεύγει. Έχει το δύσκολο περπάτημα της αρρώστιας και των γερατιών. Σέ λίγο ξανάρχεται κρατώντας μια φωτογραφία πολύ παλιά, με φαγωμένο χαρτόνι. Είναι μια συντροφιά άντρες. Μου δείχνει με τρεμάμενη στοργή έναν καθιστό εκεί δεξιά, με γένεια, έναν ιερωμένο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά