Πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο, από 12-16 Οκτωβρίου, το Β΄ Διεθνές Συνέδριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ποιμαντική Διακονία στον Χώρο της Υγείας με θέμα: «Η Προ των Πυλών του Θανάτου Μέριμνα».
Στο σημαντικό αυτό Συνέδριο συμμετείχαν αρκετοί αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, καθώς επίσης και περίπου διακόσιοι σύνεδροι, κληρικοί και λαϊκοί, ιατροί, νοσηλευτές, άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στο χώρο της υγείας από τις Αρχιεπισκοπές και τις Μητροπόλεις από όλα τα μέρη του κόσμου, αντιπρόσωποι των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Μόσχας, Σερβίας, Βουλγαρίας, της Εκκλησίας της Κύπρου, της Αλβανίας, της Πολωνίας, των Αυτόνομων Εκκλησιών Φιλανδίας και Εσθονίας, του Βατικανού και της Αγγλικανικής Εκκλησίας, της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας της Λετονίας, των Θεολογικών Σχολών και των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.
Την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης εκπροσώπησε ο πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου κ. Μακάριος Γρινιεζάκης και ο ιατρός κ. Συμεών Παναγιωτάκης ειδικευμένος στην γηριατρική. Μάλιστα ο π. Μακάριος είχε αναλάβει την ευθύνη να εκφωνήσει την εναρκτήρια ομιλία του Συνεδρίου με θέμα: «Το υποφέρειν και ο θάνατος». Στην ομιλία αυτή έγινε μια πρώτη προσέγγιση του θανάτου ως γεγονότος, υπογραμμίστηκαν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος όταν έρχεται ενώπιόν του, τονίστηκε η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον θάνατο, αλλά και η σημαντικότητα της μέριμνας του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με το γεγονός του θανάτου. Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του π. Μακαρίου με θέμα: «Το υποφέρειν και ο θάνατος»:
«ΤΟ ΥΠΟΦΕΡΕΙΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ»
Εἰσήγηση
τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη
στό Β´ Διεθνές Συνέδριο μέ γενικό θέμα:
«Ἡ πρό τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου μέριμνα»,
τό ὁποῖο διοργανώθηκε ἀπό τό Δίκτυο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
γιά τήν ποιμαντική διακονία στό χῶρο τῆς ὑγείας.
Ρόδος 12-16 Ὀκτωβρίου 2011
Εἰσαγωγικά.
Ἡ διερεύνηση τοῦ θανάτου[1] ἤ ἡ ἐξέταση ἐπιμέρους πτυχῶν του ἤ ἀκόμη ἡ ἑστίαση στήν πρό τοῦ θανάτου μέριμνα, πού ἐμπνευσμένα ἡ Μητέρα Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ὅρισε νά προσεγγίσουμε στό πλαίσιο τοῦ παρόντος Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιά τήν ποιμαντική διακονία στό χῶρο τῆς ὑγείας, δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Καλούμαστε νά ἐπικεντρώσουμε τό ἐνδιαφέρον μας σέ ἕνα δυσνόητο μυστήριο, τό ὁποῖο προῆλθε ἀπό τή διάρρηξη μιᾶς σχέσης ζωῆς, ἕνα μυστήριο τό ὁποῖο συνιστᾶ τή ματαίωση μιᾶς τελειωτικῆς πορείας καί ἐκφράζει μιάν ὀντολογική παραχάραξη καί μιά στροφή σ᾽ ἕναν ἀλλότριο δρόμο[2].
Ἐπιχειροῦμε νά μελετήσουμε τό γεγονός τοῦ θανάτου, τό ὁποῖο πολύ ὀρθά οἱ πατέρες ἑρμηνεύουν ὡς παρασιτική δύναμη τῆς ὕπαρξης, τραῦμα καί «παρά φύσιν» κατάσταση καί πού ἐνώπιον του δυσκολεύεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης (Ζ΄ αἰώνας), σημειώνοντας ὅτι «ὁ τῶν θανατικῶν λόγος καί τό τούτου μυστήριον βαθύ καί δυσκατάληπτον καί ὀλίγοις χωρούμενόν ἐστιν»[3].
Ἀπό τήν ἄλλη τό ἐνδιαφέρον μας ἑστιάζεται σέ μιά συγκεκριμένη κατάσταση, πού ἄμεσα σχετίζεται μέ τόν θάνατο. Σέ αὐτήν τοῦ πόνου καί τῆς ἀσθένειας, στήν κατάσταση τοῦ «ὑποφέρειν», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀναπόφευκτη ἐμπειρία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί παρ᾽ ὅτι ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ ἀσθένεια, ἡ δοκιμασία, κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, εἶναι στοιχεῖα ἀνώτερα καί ἀπό τά τάλαντα, δηλαδή τά χαρίσματα τά ὁποῖα δίνει ὁ Θεός, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι τῆς σημερινῆς ὑπερκαταναλωτικῆς, φιλόϋλης καί ταραγμένης ἐποχῆς μας ἀποστρέφονται τόν πόνο καί μισοῦν τήν ἀσθένεια, ἐνῶ ἀγαποῦν τό ἄμοχθο, τό ἄκοπο, τό εὔκολο καί τό ἀβίαστο.
Εἶναι γεγονός πώς, ἄν γνωρίζαμε τό κέρδος καί τό ὄφελος τῶν μεγάλων πόνων τῆς ζωῆς μας, σίγουρα θά θέλαμε νά ὑποφέρουμε συνέχεια. Μάλιστα οἱ γνωστοί χῶροι τῶν μεγάλων πόνων, τά νοσοκομεῖα, τά ἄσυλα, τά σωφρονιστήρια, τά ψυχιατρεῖα, τά γηροκομεῖα, τά ὀρφανοτροφεῖα, θά ἦταν στή συνείδησή μας τόποι ἱεροί, χῶροι εὐλογίας, τόποι καθόδου τοῦ Θεοῦ καί ἀνόδου τοῦ ἀνθρώπου[4].
Κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, λοιπόν, ἡ δυστυχία τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας κρύβει μιά ἀπέραντη εὐτυχία, ἡ ὁποία, ἄν ἀνακαλυφθεῖ, θά γεμίσει μέ χαρά τή ζωή μας. Ὁ θάνατος, ἐπίσης, πού εἶναι δυσβάστακτος καί βίαιος, καί πού φαινομενικά ὁδηγεῖ στό τέλος, στήν πραγματικότητα κρύβει ἕνα ἀπέραντο μεγαλεῖο ζωῆς, τό ὁποῖο παραπέμπει σέ ἀρχή καί ὄχι σέ τέλος καί μάλιστα ἀρχή μιᾶς νέας ἀνακαινισμένης ζωῆς. Ἑπομένως, μιλώντας γιά τό θάνατο εἶναι ὀρθότερο νά μιλοῦμε γιά «τό μυστήριο τοῦ θανάτου» καί παρόμοια, ἀναφερόμενοι στόν πόνο καί στήν ἀσθένεια, εἶναι καλύτερο νά μιλούμε «γιά τό μυστήριο τοῦ πόνου».
Τό μυστήριο τοῦ θανάτου.
Τό παράδοξο[5] καί φοβερό[6] μυστήριο[7] τοῦ θανάτου[8], δὲν ἔγκειται μονάχα στὸ γεγονὸς τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα[9], ἀλλά ἐπεκτείνεται καί σέ ἄλλες ὑπαρξιακές παραμέτρους, γι᾽ αὐτό ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τή σταθερή μεταβλητή στό διαρκῶς μεταβαλλόμενο κόσμο. Ὅλα τά ἔμβια ὄντα πεθαίνουν, ὅμως μόνο ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς θνητός. Κι αὐτό, ὄχι μόνο διότι ὁ ἀνθρωπος πεθαίνει, ἀφοῦ καί τά ἄλλα ὄντα πεθαίνουν, ἀλλά, κατά κύριο λόγο, διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι θά πεθάνει. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γνώση του περιλαμβάνει καί τό θάνατο. Γι᾽ αὐτό δέν παραμένει ἀδρανής μπροστά στό θάνατο, ἀλλά προσπαθεῖ νά τόν πολεμήσει καί νά τόν ἀπωθήσει ἤ νά τόν ἑρμηνεύσει καί νά τόν νοηματοδοτήσει[10].
Μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ θάνατος, ὡς «ἐπίκτητη»[11] καὶ νομοτελειακή[12] πραγματικότητα, αἰφνιδιάζει καὶ προβληματίζει τόν ἄνθρωπο, κυρίως ὅταν αὐτός ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τήν προσωπική[13] του εὐθύνη στήν εἴσοδο τοῦ «μυστηρίου τῆς σιωπῆς». Γι᾽ αὐτό ἡ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ θάνατο ποικίλλει καί εἶναι δυνατόν νά παρουσιάσει ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα χαρακτηριστικά, ὡς ἀπόρροια τῶν διαφορετικῶν φιλοσοφικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτισμικῶν καὶ ψυχολογικῶν στάσεων καί διαθέσεών τους.
Δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο, γιά παράδειγμα, πού διαπιστώνουμε σήμερα, ὅτι συνάνθρωποί μας, οἱ ὁποῖοι δυσκολεύονται νά ἀντεπεξέλθουν στίς δύσκολες προσωπικές, οἰκονομικές καί ἐπαγγελματικές καταστάσεις, στήν ἐν γένει πίεση τῆς καθημερινότητας, νά ἐπιλέγουν τήν αὐτοκαταστροφική ὁδό, μέ ἀποκορύφωμα τήν αὐτοχειρία, πού σημαίνει ὅτι ἐπιλέγουν τό θάνατο ὡς διέξοδο καί τόν ἀποδέχονται ὡς τό μοναδικό τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τό πρόβλημά τους[14]. Ἡ τραγικότητα τοῦ βίαιου[15] αὐτοῦ φαινομένου εἶναι ἀκόμη ὀδυνηρότερη, ὅταν ὁ θάνατος ἐπιλέγεται ὡς λύση ἀπό πρόσωπα τῆς ἐφηβικῆς καὶ μετεφηβικής ἡλικίας. Καί, βέβαια, μέ τό ἴδιο σκεπτικό γίνεται ὁ θάνατος ἀποδεκτός ὡς διαφυγή καί διέξοδος τόσο στήν περίπτωση τῆς ἐνεργητικῆς εὐθανασίας, ὅσο καί τῆς παθητικῆς[16], ὅπου ὁ ἐπιμερισμός τῆς «εὐθύνης» δέν ἑστιάζεται μονάχα σέ ἕνα πρόσωπο, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στό ἰατρικό προσωπικό, στούς νομοθέτες, στό οἰκογενειακό περιβάλλον καί τέλος στόν φίλιο κύκλο του.
Ἀπό τήν ἄλλη, στήν τελείως διαφορετική περίπτωση, ὁ θάνατος δέν ἐπιλέγεται ὡς λύση ἤ διέξοδος, ἀλλά ἀντίθετα ἐπιδιώκεται ἡ ὑπεκφυγή του, μεθοδεύεται ἡ λήθη καί ἡ ἀπώθησή του, στοιχεῖα τά ὁποῖα ἐκδηλώνονται μέ τήν ἀναζήτηση «ὑποκατάστατων» ὑπέρβασής του, μέ θεμιτά ἢ ἀθέμιτα μέσα, σέ προθανάτιο καί μεταθανάτιο ἐπίπεδο. Στό προθανάτιο ἐπίπεδο θά μπορούσαμε νά σημειώνουμε τήν ἔγγαμη[17] παιδοποιία,[18] πού στοχεύει στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους, γεγονός τό ὁποῖο οὐσιαστικά λειτουργεῖ ὡς ἕνα ἀντίδοτο κατά τοῦ θανάτου, ἐνῶ θά μπορούσαμε ἐπιγραμματικά νά ἀναφέρουμε ὡς ἀθέμιτο μέσο τήν κλωνική[19] ἀναπαραγωγική διαδικασία, ἡ ὁποία ὑπόσχεται δημιουργία παιδιῶν δίχως τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός, καθώς καί τή δημιουργία ἀντιγράφων τοῦ ἑαυτοῦ μας ἤ τῶν προσφιλῶν προσώπων πού χάσαμε.
Στό μεταθανάτιο στάδιο μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε στίς ἀτελέσφορες προσπάθειες τῆς διατήρησης τοῦ νεκροῦ σώματος σέ ὑγρό ἄζωτο στά εἰδικά ἰνστιτοῦτα κρυογονικῆς ἤ κρυογενετικῆς. Στούς χώρους αὐτούς, πού οὐσιαστικά λειτουργοῦν ὡς τάφοι-καταψύκτες, ἀποθηκεύονται οἱ ἄνθρωποι μέ διαδικασίες πού ἀναστέλλουν τή φθορά τοῦ σώματος λόγῳ τοῦ θανάτου. Ὁ νεκρός πού καταψύχεται ἀναμένει τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, μέχρις ὅτου ἀνακαλυφθοῦν ἀντίδοτα κατά τῆς γήρανσης καί τῶν ἀσθενειῶν πού προκάλεσαν τό θάνατο[20].
Οἱ «μηχανισμοί ἄμυνας» τῆς λήθης καί ἀπώθησης, πού ἐπιδεικνύει ὁ ἄνθρωπος ὡς πρός τό θάνατο, ἐκδηλώνονται μέ τήν ὡραιοποίηση τοῦ κεκοιμημένου, τό στόλισμα τοῦ νεκρικοῦ σκηνώματος κ.ἄ. ἤ μέ τήν ἀποσιώπηση[21] τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου ἢ τήν ἀπομάκρυνση[22] τῶν νεκρῶν καί τῶν κοιμητηρίων μακρυά ἀπό τούς χώρους στούς ὁποίους ζοῦμε.
Εἶναι χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ ἡ ἀναφορά ἑνός ἀνθρώπου πού βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τήν προσπάθεια ἄρνησης καί ὡραιοποίησης τοῦ θανάτου ἀπό τό Δυτικό πολιτισμό. Ἀναφέρει τά ἐξῆς: «Πᾶνε κάμποσα χρόνια πού ἔχασα ἕνα προσφιλές μου πρόσωπο ἀπό καρκίνο. Οἱ Ἑλληνες ἰατροί ἔκριναν ἀναγκαία τή μετάβαση τῆς ἀσθενοῦς σέ εἰδικευμένο νοσοκομεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης. Μετά ἀπό παρατεταμένο ἐγχείρημα θεραπείας, ἡ ἀσθενής κοιμήθηκε. Ἐστάλη στήν Ἀθήνα ἡ σορός της καί μέ ἔκπληξη διαπιστώσαμε πώς οἱ ἀμερικάνοι εἶχαν πολύ ἔντονα – σχεδόν γελοῖα – μακιγιάρει τό πρόσωπο τῆς νεκρῆς, τό πρόσωπο πού ποτέ δέν εἴχαμε ἀντικρύσει βαμμένο ἐν ζωῇ. «Ἔτσι συνηθίζεται ἐκεῖ», μᾶς πληροφόρησαν. Στήν Ἀμερική οἱ ἐργολάβοι κηδειῶν ξορκίζουν τήν ἀποτρόπαιη ὄψη τοῦ θανάτου, φτιασιδώνοντας τήν ἄψυχη μορφή τοῦ νεκροῦ»[23].
Τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ κραυγαλέο παράδειγμα ἀπώθησης τοῦ θανάτου, θανατοφοβικοῦ καί θανατοφυγικοῦ συνδρόμου.
Στόν ἀντίποδα τῆς θανατοφοβικῆς αὐτῆς διάθεσης καί διάστασης πού σημειώσαμε, τῆς ὁποίας οἱ συνιστῶσες εἶναι ψυχολογικές καί θεολογικές[24], ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προβάλλει καί ὑποδεικνύει δύο πράγματα. Τό ἕνα εἶναι ἡ ὑπομονή καί ἡ καρτερικότητα ἤ, διαφορετικά, τό «ὑποφέρειν» καί τό ἄλλο εἶναι ἡ μνήμη θανάτου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί εἰδικότερα ὁ κάθε πιστός, ἐξοικειώνεται μέ τήν ἰδέα τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου καί τῶν θλίψεων στήν καθημερινότητά του, ἐφόσον ἡ καρτερικότητα καί ἡ ὑπομονή πού ἐπιδεικνύει γιά τήν ἀντιμετώπισή τους, σέ συνάρτηση μέ τήν ἐν Χριστῷ πίστη καί πορεία, ἀποτελοῦν τά ἐχέγγυα γιά τήν εἴσοδό του στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.[25] Ὑποφέρει ὁ χριστιανός καί ὑπομένει τά πάντα, διατηρώντας διαρκῶς στή μνήμη του τήν Παύλεια διατύπωση: «Τίς ἠμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμός, … ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα…… πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος…. δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ…»[26]. Εἶναι σαφές, κατά τήν Παύλεια ρήση, ὅτι ἀκόμη καί ὁ θάνατος δέν μᾶς χωρίζει ἀπό τό Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν πρέπει νά εἶναι ἕνα ποθούμενο στή ζωή μας ἄλλά ὁ πρῶτος καί κυρίαρχος πόθος.
Ἡ δυσκολία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀντιμετωπίσει τό θάνατο, ὀφείλεται στήν ἐσφαλμένη ἐκτίμηση πού ἔχει, ὅτι πρόκειται γιά τό «τέλος». Μάλιστα ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἐξετάζει τό θάνατο κάτω ἀπό μηδενιστική προοπτική, γι᾽ αὐτό εἶναι σίγουρο ὅτι θά δυσκολευτεῖ νά τόν ἀποδεχτεῖ καί νά ὑπομείνει τίς ὁρατές ἐκφάνσεις του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό θάνατο τόν θεωρεῖ ὕπνο[27] καί κοίμηση, ἀπό ὅπου προέρχεται ἡ ὀνομασία τοῦ κοιμητηρίου,[28] τόν θεωρεῖ ὡς πέρασμα ἀπό τήν παροῦσα στήν αἰώνια ζωή.[29] Ὁ θάνατος καί ὅ,τι συνδέεται μέ αὐτόν: οἱ κεκοιμημένοι, τά κοιμητήρια, οἱ τάφοι κλπ., δέν ἀποτελοῦν ἢ δέν θά πρέπει νά ἀποτελοῦν γιά τούς χριστιανούς ἑστίες ἄρνησης,[30] φόβου ἢ θλίψεων, ἀλλά, ἀντίθετα, πρέπει νά ἐκλαμβάνονται ὡς κριτήρια αὐτοθεώρησης, ἀναθεώρησης καί ἐπανατοποθέτησής μας ἔναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, ὡς μέσα ἄσκησης τῆς καρτερικότητας καί τοῦ «ὑποφέρειν», ὡς ἀφορμές προαγωγῆς τῆς πνευματικότητάς μας.
Τήν ὥρα αὐτή, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ρόδου κ. Κύριλλε, ἔρχεται στή σκέψη μου ἕνα περιστατικό πού συνδέεται μέ τόν ἀείμνηστο προκάτοχό σας, τόν ἀπό Ἀμασείας μακαριστό Μητροπολίτη Ρόδου Ἀπόστολο τόν Α΄, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό ὅσα μέχρι τώρα ἐκθέσαμε. Σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ ἰδίου, ὅταν τό 1921, ἐπί πατριαρχίας (1921-1923) Μελετίου Δ΄ τοῦ Μεταξάκη, μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί βρέθηκε στό κοιμητήριο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου τοῦ Η΄, διαπίστωσε ὅτι τό μνημεῖο ἦταν στήν «ἀφάνεια», χορταριασμένο, «χωρίς ἓν Σῆμα, χωρίς ἕνα Σταυρόν». Ἡ θλίψη του ἀπό τό θέαμα πού ἀντίκρυσε, ἀλλά καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα πού τόν διέκρινε, ἀποτυπώνονται στήν αὐτοβιογραφική διατύπωση πού ἀκολουθεῖ: «… Τήν ἐπιοῦσαν κατελθών εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον ἔκαμα πολύν λόγον διά τήν ἀστοργίαν ταύτην τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς ἀφιερώσαντας εἰς αὐτήν ὅλην τήν ζωήν των. Μάλιστα ὁ Πατριάρχης Μελέτιος μ’ ἔκαμεν παρατήρησιν ὅτι πολύ ἐταφολογήσαμεν, εἰς ὃ ἀπήντησα ὅτι, ἐάν δέν ταφολογήσωμεν δέν θά ἀρετολογήσωμεν......».[31]
Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος περί τοῦ θανάτου ταυτίζεται μέ τό λόγο περί ἀρετῆς. Τό μνημεῖο, ὡς ἐνδεικτική ὁρατή ἔκφραση τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου στή ζωή μας ἀλλά καί τῆς διατήρησης τοῦ κεκοιμημένου στή μνήμη[32] μας, δίδει ἀφορμή νά φιλοσοφήσουμε γιά ὅσα ἀφοροῦν τή ζωή, νά τή θέσουμε στή σωστή βάση, οὕτως ὥστε νά ὑποφέρουμε μέ καρτερικότητα τίς θλίψεις καί τίς δυσκολίες πού παρουσιάζονται. Ἡ ψυχο-παιδαγωγική αὐτή διάσταση εἶναι ἐκείνη πού ἐπεξηγεῖ θεολογικά, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο,[33] τήν τοποθέτηση τῶν κοιμητηρίων στήν εἴσοδο τῆς πόλης, ὥστε οἱ διερχόμενοι νά ἀποκομίζουν πνευματικά ὀφέλη μέ τή θέα τους.
Ἡ δυσκολία πού ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι νά ὑποφέρουν καί νά ὑπομένουν τό θάνατο, συνδέεται μέ τή μή ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας ὅτι μεταβαίνουμε «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» καί ὅτι πορευόμαστε πρός συνάντηση τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, μέ τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ κανείς νά μᾶς χωρίσει, οὔτε καί αὐτός ὁ θάνατος, ὅπως προελέχθη. Ἡ ἄρνηση τῆς ἀνάστασης ἀποτελεῖ ἀπόρροια τῆς διαβρωμένης σχέσης μεταξύ τοῦ Πλάστη καί τοῦ πλάσματος, τῆς προβληματικῆς ἢ ἀνύπαρκτης πνευματικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός «ἀπαρχή[34] τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο».[35] Ἐφόσον ὁ Χριστός «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο», γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἀναστάσεώς Του συνεπάγεται καί διαγραφή τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης,[36] γεγονός πού στερεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἐλπίδα, τήν ὑπομονή στίς θλίψεις καί τό θάνατο.
Ἑπομένως, γιά νά ἀπαντήσουμε στό ὑπαρξιακό ἐρώτημα «τί εἶναι θάνατος καί τί συμβαίνει μετά ἀπ᾽ αὐτόν», θά πρέπει πρωτίστως νά διερευνήσουμε τό πνευματικό καί θρησκευτικό ὑπόβαθρο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος καλεῖται, τελικά, νά ὁριοθετήσει τήν ἀπάντησή του ἀνάμεσα σέ δύο θεολογικά δίπολα: τό ἕνα εἶναι «ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» καί τό ἄλλο εἶναι «ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση». Ἀλλιῶς ἀποκρίνεται ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει πίστη κι ἐντελῶς διαφορετικά θεωρεῖ τό θάνατο ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει χριστιανική πίστη καί ἐκκλησιαστική ζωή καί πού πιστεύει στήν Ἀνάσταση. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος θεωρεί τό θάνατο ὡς τήν τελευταία πράξη τῆς ζωῆς του. Κι ὅσο αὐτός, με τό πέρασμα τῶν ἐτῶν, πλησιάζει ἤ δηλώνει τήν παρουσία του μέ κάποια προθανάτια ἀσθένεια, τόσο ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, αἰσθάνεται ἀπόγνωση, λύπη καί ἀπελπισία, διότι ἔφτασε πλέον στό τέρμα τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό παρηγορεῖται συναισθηματικά πείθοντας τόν ἑαυτό του νά ἀποδειχθεῖ τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ὅλοι πεθαίνουν κάποια στιγμή, σέ μερικές περιπτώσεις μάλιστα ἀφήνει πίσω του ἔργα, γιά νά θεραπεύσει τή ματαιοδοξία του καί νά μείνει τό ὄνομά του αἰώνιο σ᾽ αὐτή τή ζωή[37].
Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πιστεύει πώς ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ τελευταία πράξη τῆς ζωῆς ἀλλά ἕνα βῆμα πρό τοῦ τέλους. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας σταθμός στήν προσωπική μας πορεία ἄλλά ὄχι ὁ τελικός. Εἶναι μιά μετάβαση, ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ τελικός προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ἡ ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό τέρμα, ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τοῦ τέλους, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔννοια τοῦ προορισμοῦ, τοῦ σκοποῦ καί τοῦ στόχου. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ προτελευταία πράξη τοῦ δράματος τῆς ζωῆς μας ὡς ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ τελευταία εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού παραπέμπει στήν ἐπανένωση τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή, ἡ ὁποία βιαίως χωρίσθηκε «ἐκ τῆς ἁρμονίας». Ἡ ἀνάσταση καταργεῖ τή φθορά καί ἀποκαθιστᾶ κάθε σχέση, ἡ ὁποία διασπάσθηκε μέ τό θάνατο. Γι᾽ αὐτό ὁ χριστιανός δέν ζεῖ γιά νά πεθάνει, ἀλλά γιά νά ἀναστηθεῖ[38].
Τό μυστήριο τοῦ πόνου.
Ὅσα σημειώσαμε παραπάνω δηλώνουν τό γεγονὸς τῆς δυσκολίας πού ἀντιμετωπίζουμε ἐνώπιον τοῦ θανάτου καί σκιαγραφοῦν τήν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά ὑποφέρει.
Ὑποφέρω σημαίνει ἀνέχομαι, ὑφίσταμαι κάτι κακό, δοκιμάζομαι, πάσχω, βασανίζομαι[39]. Γιά νά ὑποφέρει κάποιος, πρέπει νά ὑπάρχει πόνος, διότι κανείς δέν ὑποφέρει γιά τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς ἀλλά γιά τά δυσάρεστα. Ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ δοκιμασία, ἡ ἀσθένεια, εἶναι καταστάσεις πού ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά διώξει ἀπό τή ζωή του, νά τίς τοποθετήσει ἀπέναντί του. Ὡστόσο, συνιστοῦν κοινή μοῖρα στή ζωή μας, τόσο τήν βιολογική ὅσο καί τήν πνευματική[40].
Ὁ πόνος ἤ «ἡ ἀθέλητη θλίψη[41]»[42], κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή[43], ὡς γεγονός τῆς ἐγκόσμιας πραγματικότητας, ἀποτελεῖ συνέπεια τοῦ κακοῦ, τῆς παράχρησης τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου[44]. Εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένος[45] μέ τήν ἡδονή τῶν αἰσθήσεων, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Πατέρα, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει, μέ λόγο πού δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση, ὅτι πόνος καί θάνατος συνδέονται ἄρρηκτα μέ τήν «παρά φύσιν» ἡδονή καί δέν εἶναι δυνατόν νά τά διαχωρίσει κάποιος, νά προβεῖ σέ υἱοθέτηση τῆς τελευταίας καί ἀπόρριψη τῶν ἄλλων. Ἐνδεικτικά σημειώνει: «Ἐξαιτίας τῆς παράλογης ἡδονῆς πού ἐπῆλθε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἦρθε ἔπειτα ἡ κατά λόγον ὀδύνη μέ πολλά παθήματα, στά ὁποῖα καί ἀπό τά ὁποῖα ὑπάρχει ὁ θάνατος γιά νά ἀφαιρέσει τήν παρά φύση ἡδονή».[46] Καί συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ, ὡς ἑξῆς: «… βρίσκοντας ὁ ἄνθρωπος … ὅτι τήν κάθε ἡδονή τή διαδέχεται ἡ ὀδύνη, κατευθύνει ὅλη τήν ὁρμή του πρός τήν ἡδονή καί ὅλη τήν ἀποστροφή του πρός τήν ὀδύνη. Τήν πρώτη τήν ὑπερασπίζεται μέ ὅλη του τή δύναμη, ἐνῶ τήν ἄλλη τήν καταπολεμᾶ μέ ὅλο του τό ζῆλο, πιστεύοντας κάτι ἀδύνατο, ὅτι με τή μέθοδο αὐτή θά διαχωρίσει τή μία ἀπό τήν ἄλλη….τό πάθος ὅμως φαίνεται νά τόν κάνει ν’ ἀγνοεῖ ὅτι σέ καμία περίπτωση δέν ὕπάρχει ἡδονή χωρίς ὁδύνη»[47].
Συνεπῶς, ὀδύνη καί θάνατος εἶναι συνδεδεμένα μέ τήν ἡδονή, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ὑπομένει καί νά ὑποφέρει τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει, ὄχι μέ τό νά τίς δέχεται μαζοχιστικά, ἀλλά ἀναγνωρίζοντας, μέσῳ αὐτῶν, τή δυνατότητα νά προκόψει στήν ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή του καί νά ἐπανατοποθετηθεῖ στή σχέση του μέ τό Θεό. Ἀς μή λησμονοῦμε ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ὑποφέρει, δέν ὑπομένει τό σταυρικό πόνο, ὅπως π.χ. ὁ δίκαιος Ἰώβ, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπολαύσει τά ἀγαθά τῆς ὑπομονῆς του[48] καί νά βιώσει τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἐξάλλου, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος πολύ εὐγλωττα σημειώνει ὅτι ὑποφέρουμε καί ὑπομένουμε, τίς δυσκολίες καί τόν πόνο, ἀφοῦ ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό, «διά τήν ἑκάστου δοκιμήν καί τελείωσιν»[49].
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι, ὅπως τόν θάνατο τόν ἀντιμετωπίζουν διαφορετικά οἱ ἄνθρωποι, ἀνάλογα δηλαδή πρός τό πνευματικό καί ἐκκλησιαστικό τους ὑπόβαθρο, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τόν πόνο ἄλλοι τόν θεωροῦν ὡς ἀναγκαῖο κακό, τόν ἀποδέχονται μέ δυσφορία, μοιρολατρικά καί παθητικά καί προσπαθοῦν νά τόν ἀντιμετωπίσουν μέ τή λογική καί τήν ἐπιστήμη, ἑνώ ἄλλοι τόν ἀντιμετωπίζουν ἐκκλησιαστικά θέτοντάς τον ὑπό τό πρίσμα τοῦ σταυροῦ. Ὁ πόνος, ὅπως καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, δέν ἑρμηνεύεται μέ τήν ἀνθρώπινη λογική καί σοφία. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τήν Ἀνάσταση καί ὁ πόνος τοῦ σταυροῦ ἔδωσε τή θεραπεία στόν κόσμο.
Μέ αὐτή τήν προοπτική, τό νά ὑποφέρει κανείς μέ χαρά καί ἐκουσιότητα, σημαίνει ὅτι ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά του. Ἡ ἀρρώστια στήν περίπτωση αὐτή γίνεται μέσο θεραπείας τῆς ψυχῆς[50], ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια μεταποιείται σέ φάρμακο. Κι ὅπως δέν μπορεῖ νά βιώσει κανείς τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως ἄν προηγουμένως δέν γευθεῖ τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου, ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ πόνου δέν μπορεῖ κανείς νά θεραπευθεῖ, ἄν προηγουμένως δέν περάσει τή διαδικασία τῆς ἐκούσιας καρτερίας, τῆς βιωματικῆς καί ἐλεύθερης ὑπομονῆς[51].
Ὁ χριστιανός, μέσα ἀπό ἀλλεπάληλες δοκιμασίες, συνειδητοποιεῖ ὅτι τελικά τόν σώζει αὐτό πού τόν καταστρέφει. Οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες, οἱ συμφορές καί οἱ ἀρρώστιες, οἱ ὁποῖες πέφτουν πάνω του ἡ μιά μετά τήν ἄλλη, μέ σκοπό νά τόν ἐξαφανίσουν, κυριολεκτικά τόν εὐεργετοῦν περισσότερο. Ἐπαναλαμβάνεται στή ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Οἱ ληστές τόν ἐξαφανίζουν κινούμενοι ἀπό φθόνο καί μίσος. Τόν κτυποῦν ἀνηλεῶς μέ τήν ἀδικία, τή συκοφαντία, τίς ψευδείς ἐντυπώσεις, τούς πόνους, τίς ἀρρώστιες καί τόν ἀφήνουν «ἡμιθανῆ». Τότε ὅμως τόν ἀναλαμβάνει κάποιος Καλός Σαμαρείτης πού τόν αἰσθάνεται δίπλα του καί θερμαίνεται ἀπό τήν ἀγάπη του. Καί τότε ἀποδεικνύονται εὐεργέτες οἱ πειρασμοί πού θέλησαν νά τόν ἐξαφανίσουν διότι τόν ἐλευθέρωσαν ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Ἐκεῖ πού ὁ χριστιανός ζεῖ τραγικές γιά τή ζωή του στιγμές καί νομίζει ὅτι ἐξαφανίζεται καί ἐκπνέει, τελικῶς ἀνακαλύπτει ὅτι ζεῖ καί ἀναπνέει.
Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἐλπίδα του καί τή χαρά του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πορεία ἐσχατολογική καί δέν προσδοκᾶ τήν Ἀνάσταση, ὁ πόνος τῆς παρούσας ζωῆς, οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες, τά ἄγχη, οἱ ἀσθένειες, οἱ ὀδύνες καί οἱ στεναγμοί, γίνονται φορτία δυσβάστακτα, τά ὁποῖα τόν γονατίζουν, τόν κάνουν νά μελαγχολεῖ, τόν ἀπομονώνουν, τόν καταθλίβουν καί τόν νεκρώνουν πρόωρα. Ὁ πιστός εἶναι πάντα ἐλπιδοφόρος, ἐνισχύεται καί ἐνδυναμώνεται ἀπό τήν πίστη του καί τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό, ὑποφέρει ἤ μᾶλλον ὑπομένει μέ χαρά καί ἐλπίδα ὅλα τά ὀδυνηρά[52]. Κι αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, ἄν λάβουμε ὑπόψη τήν τάση πολλῶν χριστιανῶν μας σήμερα νά ὑπομένουν ἀναγκαστικά καί παθητικά τίς δοκιμασίες τους καί ἔτσι ὁ ἀγώνας τους νά εἶναι ἄγευστος καί δίχως προσωπική συμμετοχή. Αὐτό πού πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας εἶναι ὅτι ὁ πιστός ἄνθρωπος τό σταυρό του τόν σηκώνει ἐκούσια, ἐνεργητικά καί μέ προσωπική συμμετοχή καί ζωντάνια[53].
Ἡ ὑπέρβαση τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου.
Μέχρι τώρα σκιαγραφήσαμε τά κύρια σημεῖα ποὺ συνδέονται μέ τό ζήτημα τῆς καρτερικότητας, ἐν γένει, καί εἰδικότερα σέ σχέση μέ τό θάνατο, καθώς καί τίς παραμέτρους ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες, ἐφόσον δέν προσεχθοῦν, σχετικοποιοῦν ἢ ἀκόμη καί διαγράφουν τίς προϋποθέσεις πού δίνουν τή δυνατότητα στόν πιστό νά ἐπιδεικνύει ὑπομονή καί ἀνοχή στίς ποικίλες θλίψεις καί στό θάνατο. Τό ζωτικό ἐρώτημα, ὅμως, πού ἀκόμη παραμένει, εἶναι πώς δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις αὐτές, πού λειτουργοῦν εὐεργετικά γιά νά ὑποφέρουμε καί νά ὑπομένουμε τίς προαναφερθείσες ὀδυνηρές καταστάσεις.
Ὅπως ἔχουμε, ἤδη, σημειώσει, στόν ἀντίποδα τῆς ἀποσιώπησης, τῆς ἀπώθησης, τῆς λήθης καί τῆς ὡραιοποίησης τοῦ θανάτου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προτείνει τή διαρκῆ μνήμη καί τή μελέτη του.[54] H διπλή ἐννοιολογική προσέγγιση, τήν ὁποία ἔχει ἡ μνήμη τοῦ θανάτου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ μνήμη τῆς θνητότητας καί ἡ βεβαιότητα τοῦ τέλους τῆς βιολογικῆς μας ζωῆς,[55] ἐπιδρᾶ ὡς παιδαγωγός, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἠσύχιο τόν πρεσβύτερο[56], στό σῶμα καί τήν ψυχή, μᾶς ἐπαναφέρει στή μνήμη τοῦ Θεοῦ κατά τόν Ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς[57], καί ἐπιδρᾶ καθοριστικά στήν κοινωνικότητα καί μεταμόρφωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου[58]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξοικειωθεῖ μέ τό θάνατο, παύει νά τόν φοβᾶται, νά εἶναι δέσμιός[59] του καί δέν διστάζει νά ὑπομείνει τίς δυσκολίες, νά ὑποφέρει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά προσεγγίσει τίς ὁρατές ἐκφράσεις τοῦ μυστηρίου τῆς σιωπῆς.
Ὁ Χριστός δάκρυσε μπροστά στό μνῆμα τοῦ φίλου Του Λαζάρου. Οὐσιαστικά βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τό γεγονός τοῦ θανάτου. Καί ἐνῶ θά μποροῦσε νά καθησυχάσει τίς ἀδελφές, τούς συγγενείς καί τούς φίλους τοῦ κεκοιμημένου Λαζάρου, λέγοντάς τους ὅτι ἀναπαύεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δέν τό ἔκανε. Δέν ἔκανε αὐτό τό ὁποῖο ἐπιχειροῦμε ἐμεῖς πρός τούς ἄλλους, γιά νά παρηγορήσουμε καί νά παρηγορηθοῦμε. Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά δακρύσει καί νά σιωπήσει. Ὕστερα ἀνέστησε τό Λάζαρο καί τόν ἐπανέφερε στή ζωή αὐτή, ἀπό τήν ὁποία, οὕτως ἥ ἄλλως, πρέπει νά ἐλευθερωθοῦμε[60]. Ὁ Χριστός ἑπομένως, μέ τά λόγια του καί μέ τά ἔργα Του διδάσκει τήν Ἀνάσταση. Ἄλλωστε, ποτέ δέν μίλησε γιά ἀθανασία ψυχῶν ἀλλά γιά ἀνάσταση σωμάτων. Κι αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, εἶναι πολύ φυσικό νά μή θέλει ἀλλά καί νά μήν μπορεῖ νά ὑπομείνει τόν πόνο τοῦ σταυροῦ. Ἡ πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ γνωριμία τῶν ἀνθρώπων μέ τό Χριστό εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καί διακηρύττει ὅτι ὁ πόνος καί ἡ θλίψη εἶναι ἕνα σύνδρομο[61] πού ὀφείλεται στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ.
Κι ἄν ἐμεῖς σήμερα θέλουμε μέσα ἀπ᾽ αὐτό τό συνέδριο νά δώσουμε ἕνα μήνυμα, τότε θά πρέπει νά τονίσουμε πώς ὁ πόνος καί ἡ ἀσθένεια, ἀκόμη καί ὁ θάνατος, ἀντιμετωπίζονται ὑπαρξιακά, μόνο ὅταν οἱ ἀνθρωποι γνωρίσουν καί σχετιστοῦν μέ τό Χριστό καί μόνο ὅταν λουσθοῦν μέ τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ εὐθύνη τῆς ποιμαντικῆς τῶν κληρικῶν μας οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται σε χώρους νοσηλείας.
Φυσικά ἡ μέριμνα τῶν ποιμένων δέν εἶναι νά ὁδηγήσουν στήν ἐξάλειψη τῶν ποικίλων προβλημάτων τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, στήν διαγραφή τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας καί στή ματαίωση τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἡ διακονία τους δέν εἶναι μιά μαγική ἐπέμβαση μέ θεαματικά καί σύντομα ἀποτελέσματα, ἀλλά στό νά μπορέσουν νά κάμουν τόν ἄνθρωπο, μέσα ἀπό τήν θλίψη του καί τήν δοκιμασία του, νά βρεῖ τό Θεό καί νά ἀναπαυθεῖ σ’ Αὐτόν.
Συνεπώς, ὁ ἱερέας ἔχει τήν ὑψίστη εὐθύνη νά μιλήσει στούς ἀνθρώπους καί νά τούς μάθει τήν τέχνη νά βρίσκουν τό Θεό. Νά μιλήσει ὅμως στούς ἀνθρώπους μέ τόν τρόπο πού αὐτοί καταλαβαίνουν καί ὄχι μέ τόν τρόπο πού αὐτός ξέρει. Διότι πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ἱερείς ἐμποδίζουμε τήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό, καί τήν κοινωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων[62].
Ἡ μόνη διέξοδος γιά τόν ἐξαρτημένο ἀπό τήν ἡδονή ἄνθρωπο εἶναι ἡ προσκόλληση στό Χριστό, τό Δημιουργό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Μονάχα κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή μπορεῖ ὁ χριστιανός νά δέχεται τή στέρηση τῆς ἡδονῆς καί νά ὑπομένει τήν ὀδύνη, ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ἡ τελευταία συνδέεται μέ τό θάνατο. Διότι μονάχα ἡ ἀληθινή χαρά ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπερβεῖ τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά. Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾶ οὐτοπία, δέν περιορίζεται σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, στό θεολογικό ἐπιστητό. Εἶναι ἔκφραση τοῦ βιώματος καί τῆς ἐμπειρίας της, ὅπως ἐντοπίζεται στή μαρτυρική τελείωση τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπα τῆς καρτερικότητας στίς θλίψεις, στίς διώξεις καί τό θάνατο.
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι οἱ διώξεις καί τά βασανιστήρια τῶν ἁγίων, μαρτύρων καὶ νεομαρτύρων, δὲν ἐντάσσονται στήν προοπτική αὐτή; Ἐνώπιον αὐτῶν οἱ μάρτυρες καί νεομάρτυρες ἐπιδεικνύουν ἀπαράμιλλη καρτερικότητα καί ὑποφέρουν σέ τέτοιο βαθμό, πού ξενίζει τό σημερινό κοσμικό ἄνθρωπο ἡ σχετική ἀναφορά. Ὅλα αὐτά εἶχαν ἕνα καί μοναδικό σκοπό ἀπό μέρους τῶν νεο-μαρτύρων τῆς πίστης μας: τή συνάντηση καί ἕνωση τοῦ πρός τό μαρτύριο πορευομένου χριστιανοῦ μέ τόν «ἀρχιμάρτυρα» Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ καθηγητής κ. Σταῦρος Μπαλογιάννης μᾶς διαφωτίζει σημειώνοντας ὅτι ἡ προσήλωση στό Χριστό καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑποψηφίου μάρτυρα νά τόν συναντήσει, προκαλεῖ τήν ἔκκριση συγκεκριμένων ὁρμονῶν στόν ὀργανισμό, πού ὠθοῦν τό μάρτυρα νά ὑποφέρει τόν πόνο καί νά ἐπιδεικνύει καρτερικότητα στίς δοκιμασίες. Ἐνδεικτικός εἶναι ὁ ἀκόλουθος λόγος[63] τοῦ καθηγητοῦ: «Οὐδέν ἐκ τῶν ἀναφερομένων εἰς τά μαρτυρολόγια ἐπί τοῦ σθένους καί τῆς ἀντοχῆς τῶν μαρτύρων καί τῶν νεομαρτύρων εἶναι ὑπερβολικόν καί ὑπό τά αὐστηρά ἐπιστημονικά κριτήρια ἐξεταζόμενον. Ἡ ψυχική ἰσχύς διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δύναται νά τροποποιήσει ὄλας τάς ἐγκεφαλικάς διεργασίας ἐπί τῆς ἀποδοχῆς, ἀντιλήψεως, κωδικοποιήσεως καί ἐγχαράξεως τοῦ ἄλγους, μέ ἀποτέλεσμα καί αἱ πλέον ἐπώδυνοι ὤσεις νά ἀποσβέννυνται καί νά μή καθίστανται αἰσθηταί κατά τήν ἔκτασιν καί τό μέτρον τῆς ἰσχύος των. Ἡ ἐπιλογή τοῦ καταλλήλου νευροδιαβιβαστοῦ ἢ τοῦ νευροτροποιητοῦ εἶναι εἰς θέσιν νά τροποποιήσῃ τήν ἀντίληψιν τοῦ ἅλγους καί ἀκόμη νά ὑποκαταστήσῃ αὐτό διά τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀγαλλιάσεως καί τῆς ἐσωτερικῆς πληρότητος. Ἡ ὑπό τῆς ψυχικῆς ἰσχύος αὔξησις τῶν ἐπιπέδων τῶν ἐνδορφινῶν εἰς τόν ὀπτικόν θάλαμον τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ ἀνθρώπου, καθιστᾷ ἱκανήν τήν ἀπόσβεσιν τοῦ ἄλγους καί τήν αὔξησιν τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐλπίδος καί τῆς πληρότητας….»
Κατέστη, ὑποθέτουμε, ἀντιληπτό ὅτι ἡ προσήλωση στό Χριστό θωρακίζει κατάλληλα τούς μάρτυρες ἀλλά καί κάθε χριστιανό ὥστε νά ὑποφέρει τίς δοκιμασίες καί νά ὑπομένει τίς θλίψεις. Παράλληλα ἐξαλείφει τό φόβο τοῦ θανάτου καί ὁ πόνος μεταποιεῖται σέ χαρά. Ἡ εὐαγγελική διατύπωση: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται»,[64] δέν εἶναι οὐτοπική ἤ ἐξουθενωτική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει μέ σαφήνεια ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος, μολονότι μᾶς δίδει τίς δοκιμασίες, γιά τόν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς μας ἑτοιμότητας καί τήν προαγωγή μας στήν πορεία τῆς τελειώσεως, μᾶς παρέχει καί τή δύναμη γιά νά τίς ὑπομείνουμε, ἐφόσον προσηλώσουμε τή σκέψη καί τή ζωή μας σέ Ἐκεῖνον. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀκόλουθη, παραφρασμένη, διατύπωση ἀπό τήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή: «ὁ Θεός,… οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὁ δυν(άμεθα), ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν»[65].
Συμπεράσματα.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, ἐκλεκτοί σύνεδροι,
Μετά ἀπό τά ὅσα ἀναπτύχθηκαν παραπάνω μποροῦμε νά καταλήξουμε συνοπτικά στίς ἑξῆς συμπερασματικές θέσεις:
1. Ὅλα τά ἔμβια ὄντα πεθαίνουν, ὅμως μόνο ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς θνητός. Κι αὐτό, ὄχι μόνο διότι ὁ ἀνθρωπος πεθαίνει, ἀφοῦ καί τά ἄλλα ὄντα πεθαίνουν, ἀλλά, κατά κύριο λόγο, διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι θά πεθάνει. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γνώση του περιλαμβάνει καί τό θάνατο. Ἔτσι μποροῦμε νά κατανοήσουμε τήν προσπάθεια τῆς θρησκείας καί τῆς φιλοσοφίας, π.χ. τοῦ Βουδισμοῦ καί ἄλλων θρησκειῶν καθώς καί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, νά κάνουν τόν ἄνθρωπο νά συμβιβαστεῖ μέ τό θάνατο, εἴτε παρουσιάζοντάς τον ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τήν καταπίεση τοῦ σώματος καί τοῦ κόσμου τούτου εἴτε προτείνοντάς τον ὡς ἀφετηρία μιᾶς ἄλλης μεταφυσικῆς ζωῆς. Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν παραμένει ἀδρανής μπροστά στό θάνατο, ἀλλά προσπαθεῖ νά τόν πολεμήσει καί νά τόν ἀπωθήσει ἤ νά τόν ἑρμηνεύσει καί νά τόν νοηματοδοτήσει. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ θάνατο ποικίλλει καί εἶναι δυνατόν νά παρουσιάσει ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα χαρακτηριστικά, ὡς ἀπόρροια τῶν διαφορετικῶν φιλοσοφικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτισμικῶν καὶ ψυχολογικῶν στάσεων καί διαθέσεών τους.
2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί εἰδικότερα ὁ κάθε πιστός, ἐξοικειώνεται μέ τήν ἰδέα τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου καί τῶν θλίψεων στήν καθημερινότητά του, ἐφόσον ἡ καρτερικότητα καί ἡ ὑπομονή πού ἐπιδεικνύει γιά τήν ἀντιμετώπισή τους, σέ συνάρτηση μέ τήν ἐν Χριστῷ πίστη καί πορεία, ἀποτελοῦν τά ἐχέγγυα γιά τήν εἴσοδό του στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ θάνατος θεωρεῖται ὕπνος, κοίμηση καί πέρασμα ἀπό τήν παροῦσα στήν αἰώνια ζωή. Ὅ,τι συνδέεται μέ αὐτόν: οἱ κεκοιμημένοι, τά κοιμητήρια, οἱ τάφοι κλπ., δέν ἀποτελοῦν γιά τούς χριστιανούς ἑστίες ἄρνησης, φόβου ἤ θλίψεων, ἀλλά, ἀντίθετα, ἐκλαμβάνονται ὡς κριτήρια αὐτοθεώρησης, ἀναθεώρησης καί ἐπανατοποθέτησής μας ἔναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, ὡς μέσα ἄσκησης τῆς καρτερικότητας καί τοῦ «ὑποφέρειν», ὡς ἀφορμές προαγωγῆς τῆς πνευματικότητάς μας. Ἐξάλλου, ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν Παράδοση καί τή Λατρευτική πράξη της, δίνει εὐκαιρίες στούς πιστούς νά ἐξοικειωθοῦν μέ τό θάνατο καί νά ἀντιμετωπίσουν πραγματικά, καί ὄχι πλασματικά, ὅ,τι τούς ἀπασχολεῖ καί τούς θλίβει.
3. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, εἶναι πολύ φυσικό νά μή θέλει ἀλλά καί νά μήν μπορεῖ νά ὑπομείνει τόν πόνο τοῦ σταυροῦ. Ἡ πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ γνωριμία τῶν ἀνθρώπων μέ τό Χριστό εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καί διακηρύττει ὅτι ὁ πόνος καί ἡ θλίψη εἶναι ἕνα σύνδρομο πού ὀφείλεται στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δημιούργησε μόνο ζωή. Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσματα τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποτελοῦν συνέπεια τοῦ κακοῦ, τῆς παράχρησης τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθερίας του. Οἱ θλίψεις, οἱ στενοχωρίες καί ὁ θάνατος, συνιστοῦν μία πραγματικότητα, ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τή μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ταλανίζει ἀνάλογα μέ τήν ἐγγύτητα ἤ τή μακρότητα πού βρίσκεται, σέ σχέση μέ τό Θεό.Ἑπομένως, ὁ πόνος καί ἡ ἀσθένεια, ἀκόμη καί ὁ θάνατος, ἀντιμετωπίζονται ὑπαρξιακά, μόνο ὅταν οἱ ἀνθρωποι γνωρίσουν καί σχετιστοῦν μέ τό Χριστό καί μόνο ὅταν λουσθοῦν μέ τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἐξάλλου, εἶναι καί ἡ εὐθύνη τῆς ποιμαντικῆς τῶν κληρικῶν μας οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται σε χώρους νοσηλείας: νά μιλήσουν στούς ἀνθρώπους καί νά τούς μάθουν τήν τέχνη νά βρίσκουν τό Θεό.
4. Ἡ ἄρνηση τῆς ἀνάστασης ἀποτελεῖ ἀπόρροια τῆς διαβρωμένης σχέσης μεταξύ τοῦ Πλάστη καί τοῦ πλάσματος, τῆς προβληματικῆς ἢ ἀνύπαρκτης πνευματικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο». Ἐφόσον ὁ Χριστός «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο», γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἀναστάσεώς Του συνεπάγεται καί διαγραφή τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης, γεγονός πού στερεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἐλπίδα, τήν ὑπομονή στίς θλίψεις καί τό θάνατο. Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἐλπίδα του καί τή χαρά του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πορεία ἐσχατολογική καί δέν προσδοκᾶ τήν Ἀνάσταση, ὁ πόνος τῆς παρούσας ζωῆς, οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες, τά ἄγχη, οἱ ἀσθένειες, οἱ ὀδύνες καί οἱ στεναγμοί, γίνονται φορτία δυσβάστακτα, τά ὁποῖα τόν γονατίζουν, τόν κάνουν νά μελαγχολεῖ, τόν ἀπομονώνουν, τόν καταθλίβουν καί τόν νεκρώνουν πρόωρα.
5. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀτέρμονης περιδίνησης, μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης, ἐπιτυγχάνεται μονάχα μέ τή χαρά πού ἀντλεῖται ἀπὸ τό Χριστό καί τήν προσήλωση τοῦ χριστιανοῦ στό Δημιουργό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ, «ἐν ἐλευθερίᾳ», μονόδρομο, γιά νά ὑπομένει κάποιος τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του. Μονάχα κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή μπορεῖ ὁ χριστιανός νά δέχεται τή στέρηση τῆς ἡδονῆς καί νά ὑπομένει τήν ὀδύνη, ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ἡ τελευταία συνδέεται μέ τό θάνατο. Διότι μονάχα ἡ ἀληθινή χαρά ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπερβεῖ τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά. Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾶ οὐτοπία, δέν περιορίζεται σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, στό θεολογικό ἐπιστητό. Εἶναι ἔκφραση τοῦ βιώματος καί τῆς ἐμπειρίας της, ὅπως ἐντοπίζεται στή μαρτυρική τελείωση τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπα τῆς καρτερικότητας στίς θλίψεις, στίς διώξεις καί τό θάνατο. Τὸ ψυχικὸ σθένος τους καθώς ἐπίσης καί ἡ καρτερία τους ἐνώπιων τῶν βασάνων, ἀκόμη καί τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου, ἑρμηνεύονται ἀκόμη καὶ μὲ ἐπιστημονικὰ κριτήρια, τά ὁποῖα καταδεικνύουν ὅτι ἡ προσήλωση στὸ Χριστό, ὁδηγεῖ στὴν «καλὴν ἀλλοίωσιν» τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, στὴν ἀγόγγυστη ἀνοχὴ τῶν θλίψεων, στὴν καρτερικότητα τῶν δυσκολιῶν καὶ τοῦ θανάτου.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.
[1] Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀναλύοντας ἐτυμολογικά τόν ὅρο «θάνατος», σημειώνει ὅτι προέρχεται ἐκ τοῦ «θένωντος διά τό τίθεσθαι κατά νῶτον τόν θνήσκοντα». Βλ. Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ὁδηγός, PG 89, 81C.
[2] Ματσούκα Νικολάου «Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ´», Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 206.
[3] Ἀναστασίου Σιναΐτου, «Ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις», PG 19, 765C.
[4] Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, «Ὁ Ἅγιος Πόνος, Μαθητεία στήν ἐπίσκεψη τοῦ πόνου στή ζωή μας», Ἔκδοση Κέντρου Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καί Δεοντολογίας, Ἀθήνα 2005, σελ. 22.
[5] Διογένους Λαέτριου, «Ἐπίκουρος 10», 125: «ὅταν μέν ἡμεῖς ὠμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν· ὅταν δ’ ὁ θάνατος παρῆ, τοθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν».
[6] Ἀνέστη Κεσελόπουλου, «Ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Θεολογική προσέγγιση στίς προκλήσεις τῆς Βιοηθικῆς», Ἔκδοση Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 122, 126.
[7] Ἐνδεικτικά περί τοῦ θέματος βλέπε: Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Καλλιακμάνη, «Τό μυστήριο τοῦ θανάτου στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία», Τό μυστήριο τοῦ θανάτου εἰς τήν Λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικά Θ΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Βόλος, 5-7/11/2007), Ἔκδοση Κ.Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 19, Ἀθῆναι 2009, σσ. 67-76· Paul E. Irion, «The Funeral and the Mourners. Pastoral care of the Bereaved», Abingdon Press Publications, New York, pg 65· Ignace Peckstadt (père), “Quelques reflexions orthodoxes concernant la Cremation”, Contacts, 1997, Vol. 179, pg. 265.
[8] Γιά τή διάκριση τοῦ θανάτου (πνευματικοῦ, βιολογικοῦ-σωματικοῦ, αἰώνιου), βλέπε: Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Χριστιανική Ἠθική», Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, 4η Ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 498· Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου, «Τὸ πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση», Ἀθήνα 2005, σελ. 305· Σ. Κοντογιάννη, «Ἡ ἱερότητα τῶν ταφικῶν μνημείων», Ἀνάτυπον ΕΕΘΣΠΑ, τ. 35, Ἀθῆναι 2000, σελ. 436.
[9] «Ὄντως φοβερώτατον, τό τοῦ θανάτου μυστήριον, πώς ψυχῆς ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικότατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀοτέμνεται…». (Ἰδιόμελο δ΄ ἤχου, τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας). Πρβλ. Jean-C. Larchet, Ceci est mon Corps. Le sens chretien du corps selon les Peres de l’Eglise, Collection “Qui suis-je”, τ. 8 Geneve 1996, σ. 120.
[10] Γ. Ματζαρίδη, ὅπ. π., σελ. 497.
[11] Γεν. 3, 19 καὶ Σοφ. Σολομ. 1, 13: «… ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων.»
[12] Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς Πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», Ἱμάτια Φωτὸς ἀρρήτου, Ἐκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 104: «Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ‘‘φυσική’’ ἐξέλιξις τῆς βιολογικῆς ὑποστάσεως… ἡ ἐπισφράγισις τῆς ὑποστάσεως ὡς ἀτομικότητος…».
[13] Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Τά Ἀμφιλόχια, 240, 4, PG 101, 1036B: «Ζωήν μέν γάρ ὤριστο παρά Θεῷ προέγνωστο δέ καί ὁ θάνατος· διά τοῦτο ἀναίτιος ὁ Θεός θανάτου οὐ γάρ ἡ πρόγνωσις εἰργάσατο θάνατον, ἀλλ’ ἡ τῆς ἐντολῆς παράβασις».Πρβλ. Jean C. Larchet, La Vie apres la Mort selon la tradition orthodoxe, Les editions du Cerf, Paris 2001, pg.13.
[14] Jack D. Douglas, “The Social Meanings of the Suicide”, Princeton, New Jersey 1970, pg. 350-383· Μ. Γαλενιανού, «Ὁ χορός τοῦ Ζαλόγγου ὡς ἠθικό δίλημμα», Ἐκδόσεις Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 2003, σελ. 61-67, 70-84· Tristram H. Engelhardt, Jr, «Τά θεμέλια τῆς Βιοηθικῆς. Μία χριστιανική θεώρηση», Μετ. Π. Τσαλίκη – Κιόσογλου, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 393 ἑξ.· Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη, «Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθετικότητα. Ποιμαντική καί ψυχολογική προσέγγιση στήν Κλίμακα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου», Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999, σελ. 62.
[15] Γιά τούς βίαιους θανάτους δικαίων καί ἀδίκων, βλέπε: Ἀναστασίου Σιναΐτου, «Ἐρωτήσεις και ἀποκρίσεις», PG 89, 500A - 504D. Πρβλ. Ἐ. Δουνδουλάκη, «Ἡ ζωή καί ὁ θάνατος κατά τόν Ἅγιο Ἀναστάσιο τό Σιναΐτη», Ἁγιολογικά καί Ὑμνολογικά Μελετήματα Α΄, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 123-125.
[16] Συλλογική Ἔκδοση περί Εὐθανασίας, «Ἡ σημαντική τοῦ «καλοῦ» θανάτου», «Ἐπιστήμη Κοινωνία», Εἰδικές Μορφωτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2000, σελ. 124.
[17] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Περί παρθενίας», PG 48, 544: «ὅπου γάρ θάνατος ἐκεῖ καί γάμος· τούτου δέ οὐκ ὄντος, οὐδέ οὗτος ἕπεται».
[18] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, 4, 24», PG 94, 1208A: « ὄτε διά τῆς παραβάσεως θάνατος εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε, …. ὁ γάμος ἐπινενόηται, ὡς ἂν διά τῆς παιδοποιίας τό γένος τῶν ἀνθρώπων σώζηται».
[19] Γιά τήν κλωνοποίηση βλέπε: Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Κλωνοποίηση. Ἠθικοκοινωνικές καί θεολογικές συνιστῶσες», Διδακτορική Διατριβή), Σειρά: Παντοδαπά τῆς Βιοηθικῆς, Τόμος 1ος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτα, Ἀθήνα 2005, σελ. 278 (ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία)· Archimandrite Makarios Griniezakis, «Orthodox Christian Ethics within Bioethics», Pantodapa of Bioethics, Τόμος 2ος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτα, Ἀθήνα 2007, σελ. 157.
[20] Γιά τό σκοπό αὐτό ἔχουν δημιουργηθεῖ εἰδικά ἰνστιτούτα καί ὀργανισμοί πού ὑπεραμύνονται αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται: α. KrioRus Ρωσσική Ἐταιρεία πού ὑπόσχεται την κατάψυξη του ἐγκαιφάλου ἤ καί ὁλόκληρου τοῦ σώματος, β. Hoffman Prototype Cryonics Trust Συμβούλιο στίς ΗΠΑ, τό ὁποῖο διεκδικεῖ τά νομικά δικαιώματα τῶν κρυοσυντηρημένων κυρίως σέ κληρονομικό ἐπίπεδο, γ. Cryonics Ιnstitute, Ινστιτούτο πού ἵδρυσε ὁ Ἀμερικανός Etingker γιά τό ἴδιο σκοπό. Διαθέτει 866 μέλη ἐκ τῶν ὁποῖων τά 12 εἶναι Ἕλληνες. Βλέπε γιά περισσότερες πληροφορίες στούς διαδικτυακούς ἱστοτόπους: http://www.otherside.gr/2011/08/katapsuxi-nekrwn-en-anamoni-aiwnias-zwis/, http://news.pathfinder.gr/scitech/726176.html, http://www.newlife4you.gr/welcome.asp?aid=52, http://www.tanea.gr/kosmos/article/?aid=4645584 καί http://www.pheme.gr/article.aspx?id=274.
[21] B. Duburque, «Ἡ ἐξαφάνιση τοῦ Χάρου καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου», Σύγχρονα Βήματα, τεῦχ. 46 (1983) 90.
[22] Γιὰ τὴν ὡραιοποίηση καὶ τὴν ἀπώθηση στὸν ἐνταφιασμό, βλέπε: πατρός Φιλοθέτου Φάρου, «Τὸ Πένθος». Ὀρθόδοξη, Λαογραφικὴ καὶ ψυχολογικὴ θεώρηση, Ἐκδοσεις Ἀκρίτα, Ἀθήνα 31998, σ. 58, 60, 61· P. Aries, «Western Attitudes toward Death: From the Middle ages to the present», USA 61983, σ. 94· J. Dider – Urbain, «Τὰ κοιμητήρια τῆς Δύσης (κοινωνίες γιὰ διατήρηση)», Σύγχρονα Βήματα, τεῦχ. 46 (1983) 80, 86· Πρωτοπρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, «Περὶ τῆς Κηδείας. Ἱστορικό-λειτουργικὴ προσέγγιση στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία καὶ στὰ περὶ αὐτῆς τελούμενα», Ἐκδόσεις Ὁμολογία, Ἀθήνα, 2004, σ. 141-142.
[23] Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, 3η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2006, σελ. 9.
[24] Ἐνδεικτικός εἶναι ὁ ἀπέλπιδος λόγος τοῦ ποιητῆ Λαπαθιώτη: «μές στῆς καρδιᾶς μου τό κενό, μεγάλο σάν τόν οὐρανό, θ’ ἀκούσω πάλι τό βραχνό, τραγούδι τοῦ θανάτου…». Βλέπε: Γ. Μποζώνη, «Ὁ τρόμος τοῦ κενοῦ», Κωνσταντῖνος Δωρ. Μουρατίδης. Πρόμαχος Ὀρθοδοξίας. Τιμητικό ἀφιέρωμα, Ἀθήνα 2003, σελ. 444.
[25] Πρ. 14, 22: «… παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει καί… διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθείν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
[26] Ρωμ. 8, 35· 38.
[27] Γιά τή θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς ὕπνου βλέπε: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Εἰς τό ὄνομα τοῦ κοιμητηρίου», PG 49, 394: «ἐπειδή… ἦλθεν Χριστός, καί ὑπέρ ζωῆς τοῦ κόσμου ἀπέθανεν, οὐκέτι θάνατος καλεῖται ὁ θάνατος, ἀλλά ὕπνος καί κοίμησις». Πρβλ. Βασιλείου Καισαρείας, «Εἰς τόν Μάρτυρα Βαρλαάμ», ΕΠΕ 7, 238. Περισσότερα γιά τό θέμα βλέπε: Ἐμμανουήλ Δουνδουλάκη, «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν καί ἡ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», Ἡ καύση τῶν νεκρῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Μελέτες Ὀρθοδόξου Θεολογίας), Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 51.
[28] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 49, 394: «… διά τοῦτο κοιμητήριον ὠνόμασται, ἴνα μάθης ὅτι οἱ τετελευτηκότες καί ἐνταύθα κείμενοι, οὐ τεθνήκασιν, ἀλλά κοιμῶνται καί καθεύδουσιν».
[29] Jean C. Larchet, “La Vie apres la Mort selon la tradition orthodoxe”, ὅ.π., σελ. 301-316· τοῦ ἴδιου, Ceci est mon Corps…., ὅ.π., σελ. 122-124.
[30] Edgar N. Jackson, “The Christian Funeral. It’s meaning, its purpose and its Modern Practice”, Channel press, New York 1966, σελ. 24-28.
[31] Ρόδου (Ἀμασείας) Ἀποστόλου, «Ἀπομνημονεύματα», τ. 2, Ἀθῆναι 1947, σ. Ι, 24, ὑποσ. 9. Πρβλ. Βασιλείου Σταυρίδου, «Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι 1860 – σήμερον», Α΄ Ἱστορία, Ἐκδόσεις Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν 14, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 350.
[32] Γιά τήν ὀνομασία τοῦ τάφου ὡς μνημείου, δηλαδή ὡς τόπου «μνήμης», βλέπε: Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀπό τήν ἄποψη τῆς Χριστιανικῆς Ἀνθρωπολογίας και Ἠθικῆς», «Ταφῆ ἢ Καύση τῶν Νεκρῶν», Πρακτικά Ἡμερίδος «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν», Ἐκδόσεις Κ.Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 3, Ἀθήνα 2000, σελ. 104.
[33] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Περί θανάτου», 31, PG 63, 803· 809-810.
[34] Γιά τήν ἱστορικό-θεολογική προσέγγιση τοῦ ὄρου «ἀπαρχή» τῶν κεκοιμημένων, στήν Πατερική θεολογία, βλέπε: Βασιλείου Στογιάνου, «Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Εἰσαγωγικά προβλήματα καὶ ἑρμηνεία τοῦ Α΄ Κόρ. 15», ΕΕΘΣΘ 20, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 176-188.
[35] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Κατηχητικός εἰς τό Ἅγιον Πάσχα», PG 59, 724.
[36] Α΄ Κορ. 15, 17· 18: « … εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, … ἄρα καί οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο».
[37] Μπέγζος Μάριος, Παπαθανασίου Ἀθανάσιος, «Θέματα Χριστιανικῆς Ἠθικῆς», Ὀργανισμός Ἐκδόσεων διδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα 1998, σελ. 185.
[38] Μπέγζος Μάριος, Παπαθανασίου Ἀθανάσιος, ὅπ.π., σελ. 185-188.
[39] «Σύγχρονον Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης», Ἐπιτροπή Φιλολόγων, Ἐκδόσεις Ἄτλας, Ἀθήνα 1960, στό λήμμα ὑποφέρω.
[40] Ματζαρίδη Γεωργίου, ὅπ. π., σελ. 491.
[41] Γιά τή νοσογραφία τῆς θλίψης, τῆς λύπης, καθώς καί τή θεραπευτική τους, βλέπε: Jean C. Larchet, «Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων. Εἰσαγωγή στήν Ἀσκητική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Α΄, Μετάφραση Χ. Κούλας, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, 2η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2009, σελ. 299-314· τοῦ ἴδιου, ὅ.π., τ. Β΄, σελ. 270-299.
[42] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Ἑκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων», (6, 3), Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Β΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, 3η Ἔκδοση, Ἀθήνα 1991, σελ. 216.
[43] Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Ἡ δύναμη τῆς συγνώμης. Κένωση καὶ φιλανθρωπία στίς ἀνθρώπινες σχέσεις», Ἐκδόσεις Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2010, σελ. 126-129.
[44] Γεωργίου Μαντζαρίδη, ὅ.π., σελ. 493.
[45] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Πρός Θαλάσσιον», PG 90, 628BC.
[46] Ὅ.π., σελ. 215 § 35.
[47] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ὅ.π., σελ. 157 § 53.
[48] Ἰώβ 42, 10-12.
[49] Ἀρχιμανδρίτου Νικολάου Ἰωαννίδη, «Ἡ ἀνθρώπινη ἀσθένεια καί ὁ πόνος στήν Πατερική Θεολογία», «Ἡ ὑγεία καί ἡ ἀσθένεια στή Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας», Πρακτικά Ι΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων (Βόλος, 20-22/10/2008), Ἐκδόσεις Κ.Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Σειράὰ: Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 21, Ἀθῆναι 2009, σελ. 99.
[50] «Τάς γάρ ἀρρωστίας, διά τήν ὑγείαν τῆς ψυχῆς ἐπάγει ὁ Θεός», Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγος 5, Ἐκδόσεις Ἰ. Σπετσιέρη, σελ. 24.
[51] Ματζαρίδη Γεωργίου, ὅπ. π., σελ. 494.
[52] Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, «Ὁ Ἅγιος Πόνος, Μαθητεία στήν ἐπίσκεψη τοῦ πόνου στή ζωή μας», Ἔκδοση Κέντρου Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καί Δεοντολογίας, Ἀθήνα 2005, σελ. 26.
[53] Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Παράκλησις τῶν Θλιβομένων», Ἐκδόσεις τό Παλήμψιστον, 3η Ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 2005, σελ……
[54] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Εἰς τὸ Πάτερ ἠμῶν», PG 90, 900AB· Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, «Ἐπιστολὴ 31», PG 37, 68 BC· Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, «Βίος ὁσίου Ἀντωνίου», PG 26, 872AB· Ἰωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ 6», PG 88, 797A· Ἀνδρέα Κρήτης, «Εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον καὶ εἰς τοὺς κοιμηθέντας», 21, PG 97, 1292AC.
[55] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση», ὅ.π., σελ. 312-318.
[56] Ἠσύχιου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλο, λόγος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς χωρισμένος σὲ 203 κεφάλαια», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Α΄, ὅ.π., σελ. 195 § 95.
[57] Διαδόχου Φωτικῆς, «Λόγος ἀσκητικὸς χωρισμένος σὲ 100 πρακτικὰ κεφάλαια πνευματικῆς γνώσεως καὶ διακρίσεως», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Α΄, ὅ.π., σελ. 313 § 81: «… μόνο ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ καταργήσει ὅλες τὶς προσβολὲς τῶν δαιμόνων, ἐπειδή μας ἐπαναφέρει στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ».
[58] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση», ὅ.π., σελ. 314.
[59] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν», PG 63, 41: «ὁ τὸν θάνατον δεδοικῶς, δοῦλος ἐστι, καὶ πάντα ὑφίσταται τοῦ μὴ ἀποθανείν».
[60] Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, 3η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2006, σελ. 31.
[61] Ματζαρίδη Γεωργίου, ὅπ. π., σελ. 493.
[62] Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, ὅπ. π., σελ. 56.
[63] Σ. Μπαλογιάννη, «Ἡ βιολογική διάστασις τῶν βασανισμῶν καί τῶν τρόπων θανατώσεως τῶν Νεομαρτύρων», Πρακτικά Θεολογικοῦ συνεδρίου εἰς τιμήν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 363.
[64] Μαρ. 13, 13· Ματθ. 10, 22· 24,13.
[65] Α΄ Κορ. 10, 13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά