πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη μοναστική παράδοση ο Γέροντας σε κάθε ορθόδοξη μονή είναι «πατήρ τέκνων γνησίων, είναι χειραγωγός εις Χριστόν», είναι ο υπεύθυνος για το μέλλον της αδελφότητας. Είναι δια την αδελφότητα ο φορεύς του θελήματος του Θεού και του πνεύματος της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Είναι «αρχέτυπον παντός αγαθού», γνώστης των Γραφών, μηδέν προτιμών της αγάπης του Θεού, ελκύων τας ψυχάς εις την θείαν αγάπησιν….(Υπόμνημα Αρείας)
Ο Αγιορείτης Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης γράφει και τα εξής.
«Ο ορατός άνθρωπος ζει για να έχει τον αόρατο Θεάνθρωπο. Δεν είμαστε τυχαίοι! Πνεύμα θείο μας εποίησε και πνοή Παντοκράτορος μας διδάσκει. Γι΄αυτό οι καρδιές μας ζητούν ένα πρόσωπο πατρικό για να αισθάνονται υιοί Θεού… Για την αδυναμία μας όμως χρειάζεται ένας ορατός και σύμμορφος συνάνθρωπος, για να κατέχει την θέση του Θεού. Ευδοκεί και δίνει στο πλάσμα του ο Πλάστης ως πλάστην έναν ομόδουλον και σύμφυρτον Γέροντα, για να είναι αυτός το άκρον, το τέρμα, το κέντρον, ο άξονας της ζωής του. Αυτός γίνεται το κριτήριο, το βάθος και το ύψος για τον μοναχό, ώστε να φθάσει ο μοναχός στην «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού». Γι΄αυτό οι υποτακτικοί στις σχέσεις τους προς τον Γέροντα αναφέρονται συχνά για την ζωή τους, για τις πτώσεις και τις ανορθώσεις καθώς και για την πορεία της προσευχής με την οποία κατακτούν την ποθητή πόλη». Και συνεχίζει.
«Ο ηγούμενος ζωογονεί την αδελφότητα και θα την ζωογονεί καθ΄όσον αυτός θα υπάρχει.
Η ομολογία του μοναχού στον ηγούμενο είναι μία συνθήκη με τον Θεό, αλλά και ένας δεσμός φυλαττόμενος αδιάρρηκτος μετ΄αυτού.
Ο ηγούμενος γίνεται πλέον «σκοπός τη ημετέρα ζωή», ο σκοπός του μοναχού, σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης. «Μίμησαι, λέγει τούτου και πολιάν και νεότητα, μάλλον δε μίμησαι αυτού το εν μειρακίω γήρας και την εν τω γήρα νεότητα» (Λόγος Περί παρθενίας).
Και ο Θεόδωρος Εδέσσης γράφει: «Μηδείς σε χωριζέτω της αγάπης αυτού και της συναυλίας». Κανείς να μη σε χωρίσει από την αγάπη του ηγουμένου σου, σαν να είναι αυτός ο σκοπός της ζωής του μοναχού.
Ο μοναχός, σύμφωνα με τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «βλέπων αυτόν, αυτόν βλέπειν τον Χριστόν λογίζεται. Και συνών ή ακολουθών αυτώ, Χριστώ συνείναι και ακολουθείν βεβαίως πιστεύει. Ο τοιούτος μοναχός ουκ επιθυμήσει ετέρω τινί ομιλήσαι ποτέ, ου προτιμήσει τι υπέρ την εκείνου μνήμην ομού και αγάπην» (Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ). «Και ως αυτόν τον Χριστόν και ορών και λαλών, ούτω σεβάσθητι αυτόν και ούτω διδάχθητι παρ΄αυτού τα συμφέροντα» λέγει πάλι ο ίδιος.
Η ευλογία του ηγουμένου συνέχει την αδελφότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διοικεί αδιάκριτα και αυθαίρετα. Διοικεί με βάση τον κανονισμό της Μονής, προεδρεύων της Γεροντικής Σύναξης, η οποία είναι φρουρός της παράδοσης και έκφραση της συνείδησης της αδελφότητας. Και για σοβαρές υποθέσεις συγκαλείται οπωσδήποτε η αδελφότητα της Μονής.
Η πνευματική πατρότητα είναι μια αρμονική συνεργεία μοναχού και Γέροντα για την παιδαγωγία της εν Χριστώ ελευθερίας και την καλλιέργεια της προσωπικότητας. Η δε μαθητεία δεν καταντά σε προσωπολατρεία αλλά «εις θεοφορίαν εν ταπεινώσει και ανδρεία»
O Γέροντας Σωφρόνιος για την πνευματική πατρότητα του Γέροντος γράφει τα εξής.
Η Υπακοή στον Γέροντα αποτελεί «τὴν βάσιν τοῦ μοναχισμοῦ». Ἀποτελεῖ τὸ «ἱερὸν ἀπόρρητον» καὶ «μυστήριον καὶ ζωὴν στὴν Ἐκκλησία». Ἡ σημασία της «ἀποκαλύπτεται μόνον διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Φαίνεται νὰ ἀντιτίθεται στὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδὴ ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο μὲ ἐλευθερία ὅμοια μὲ τὴ δική Του. Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἡ παράδοση τῆς θελήσεως καὶ τῆς λογικῆς στὴν ἐξουσία ἄλλου ἀνθρώπου φαίνεται «φρικτὴ δουλεία καὶ αὐτοεκμηδένισις». Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἀκολούθησαν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ἐμιμήθηκαν κατὰ πάντα, ἡ ὑπακοὴ «ἀπεδείχθη ἀνεκφράστως μέγα δῶρον ἄνωθεν».
Παρομοιάζει τὸν ὑποτακτικὸ μὲ ἀετὸ ποὺ μὲ τὶς δύο φτεροῦγες του πετάει στὰ ὕψη καὶ μὲ ἡρεμία παρατηρεῖ τὸ διάστημα ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴ γῆ «χαίρων διὰ τὴν ἀσφάλειαν αὐτοῦ, διὰ τὴν κυριαρχίαν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ὕψους». Παραδίδοντας ὁ μοναχὸς στὸν πνευματικό του πατέρα τὸν ἑαυτό του ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐπιγείων φροντίδων καὶ ἀνακαλύπτει «τὴν ἐν Θεῷ καθαρότητα τοῦ νοός του».
Γιὰ τὸν ὑποτακτικὸ ἡ ὑπακοὴ στὸν Γέροντα εἶναι τρόπον τινὰ μία προπόνηση γιὰ νὰ «εἰσέλθη εἰς τὴν σφαῖραν τοῦ θείου θελήματος».
«Τὸ μυστήριον τοῦτο συνίσταται εἰς τὸ νὰ ὁδηγήση τὸν ὑποτακτικὸν» μέσω τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος «εἰς τὴν ἀληθινὴν ἐλευθερίαν ἄνευ τῆς ὁποίας ἡ σωτηρία καθίσταται ἀδύνατος». Ὁ Γέροντας ,λέγει, πρέπει νὰ συλλαμβάνη «τὸν ρυθμὸν τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου ὅλων» ὅσων προσέρχονται πρὸς αὐτόν. Ὀφείλει νὰ καταφεύγη ἀκατάπαυστα στὸν Θεὸ μὲ πονεμένη καρδία καὶ νὰ ζητᾶ μὲ θέρμη λόγο κατάλληλο γιὰ νὰ μεταδώση ὠφέλεια καὶ ἔμπνευση στοὺς ἀδελφούς.
Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία βρίσκεται ὅπου πνέει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «οὗ τὸ πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία». Γι᾿ αὐτὸ ὁ σκοπὸς τῆς ὑπακοῆς καὶ γενικὰ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας δόκιμος Γέροντας ποτὲ δὲ θὰ ἤθελε νὰ καθυποτάξη καὶ ὑποδουλώση τὴ θέληση τοῦ ὑποτακτικοῦ στὴν ἰδική του θέληση, ἔστω κι ἂν τοῦτο φαίνεται στὴν καθημερινὴ ζωὴ νὰ ἐπιτελεῖται. Ἂν διαπιστώση στὸν ὑποτακτικὸ ἔλλειψη αὐταπαρνήσεως γιὰ ἀγῶνα, ἐκφράζεται συγκαταβατικὰ καὶ δὲν ζητᾶ ἄμεσα λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή, ἀλλὰ τὸν βοηθᾶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη πεῖρα του. Τοῦτο τὸ κάνει γιατὶ δὲν θέλει νὰ ὁδηγήση τὸν ὑποτακτικὸ στὸ βαρὺ ἁμάρτημα τῆς «θεομαχίας». Ἀλλά, παράλληλα, ἕνας δόκιμος ὑποτακτικὸς δὲν θὰ ἔφθανε ποτὲ στὸ σημεῖο νὰ μὴν δέχεται τὸν Γέροντά του «ὡς προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου», ὁ ὁποῖος ἐκφέρει λόγους Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπινους, ὥστε νὰ διαπερνᾶ ὡς «μάχαιρα» τὴν καρδία του καὶ νὰ τὸν καθιστᾶ εὔθετο στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τὸν Γέροντα Σωφρόνιο τὸν χαρακτήριζε αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας. Ἔννοιωθε τὴν εὐθύνη του ὡς πνευματικὸς ὁδηγός, μόνον ὅμως ὅταν ὁ ὑποτακτικὸς ὑποτασσόταν χωρὶς ἐπιφυλάξεις, ἄλλως τὴν εὐθύνη θεωροῦσε ὅτι τὴν ἀνελάμβανε ἐξ ὁλοκλήρου ὁ ὑποτακτικός. Ὅλο τὸ βάρος τῆς ἀπολογίας τὸ ἔφερε αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καθιστοῦσε τὴν ὑπακοή του ἀνώφελη.
Θεωρεῖ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ὁ θεσμὸς τοῦ Γέροντος ἐργάζεται γιὰ τὴν ὑποδούλωση τοῦ «ἀδελφοῦ – συνανθρώπου αὐτοῦ», ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν περίπτωση νὰ μὴ χρησιμοποιῆ ὁ ὑποτακτικὸς τὴν καλύτερη καὶ συντομότερη ὁδὸ ποὺ ὑπερνικᾶ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό· καὶ τούτη θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἡ ὑπακοή. Ὅταν κόπτει ὁ ὑποτακτικὸς τὸ θέλημά του ἐνώπιον τοῦ ἄλλου καλύπτει τὰ «ρήγματα», ὅπως τὰ ὀνομάζει, ποὺ δημιούργησε ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ στὰ ἀρχικὰ ἑνιαία καὶ «πρὸς τὸν Θεὸν συνηγμένην» ἀνθρώπινη φύση.
Χρειάζεται κανεὶς νὰ εἶναι «ἁπλοῦς» καὶ ὄχι «νοήμων» γιὰ νὰ ἐξασκήση ἀπρόσκοπτα τὴν ὑπακοή. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει θέση σὰν θεμέλιο τῆς προσωπικῆς του ζωῆς τὴν λογικήν του, πρέπει πρὶν γίνη ὑποτακτικὸς νὰ ἀπαρνηθῆ «τὸν πλοῦτον τούτου» ἀλλιῶς θὰ δυσκολευθῆ νὰ εὕρη «τὴν ὁδὸν τῆς ζώσης πίστεως».
Ὁ ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ «ἀποτάσσεται τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωκεντρικοῦ θελήματος». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «προδίδει ἀληθῆ σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως καὶ ζωὴν ἀνωτέρας ὐψηλῆς ποιότητος» καὶ κατὰ τρόπον ἀκατάληπτον καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιον, «ἀνυψοῦται εἰς ἐπίπεδον» ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ φθάσουν καὶ διάνοιες ὑψηλῆς καλλιέργειας.
Ὁ γενικὸς κανόνας ἀπὸ τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ξεκινᾶ ὁ μοναχὸς γιὰ τὴν ἐξάσκηση τῆς ὑπακοῆς εἶναι: «μὴ ἐμπιστεύου εἰς ἑαυτόν». Ὄχι μόνον οἱ ἀρχάριοι πρέπει νὰ τὸν ἔχουν ἐνώπιόν τους διὰ παντὸς ἀλλὰ καὶ οἱ «προβεβηκότες ἐν τῇ μοναχικῇ ἀσκήσει» δὲν πρέπει νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν.
Τέλος μὲ τὴν ὑπακοὴ στον Γέροντα ἡ αἰώνιος ζωὴ «καθίσταται πραγματικότης» ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Ὁ καλὸς ὑποτακτικὸς αἰσθάνεται τὴν παρουσία τῆς χάριτος, ἀποκτᾶ βαθειὰ εἰρήνη στὴν ψυχή του, ἀλλὰ καὶ τὴν «βαθείαν αἴσθησιν τῆς μεταβάσεως αὐτῆς ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
Η πείρα των Γερόντων, η πείρα τόσων αιώνων μοναστικής ζωής λέγει: «Ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ανέπαυσες τον Θεό. Δεν ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ούτε τον Θεόν ανέπαυσες».
Ο μακαριστός Αγιορείτης Γέροντας Εφραίμ ο Ξηροποταμηνός σημειώνει τα εξής.
«Ο Γέροντας αναλαμβάνει πάνω στους ώμους του όλη την ευθύνη των ψυχών χωρίς μισθό, χωρίς καμμία υποχρέωσι. Τα διαθέτει όλα, μέρα-νύχτα δαπανά και εκδαπανάται. Κάνεις δεν μπορεί να γνωρίση την κρυφή ζωή ενός Γέροντος -τους στεναγμούς, τα δάκρυα, την προσευχή, τον μόχθο και τις πίκρες που ποτίζεται. Από το πρωί που θα σηκωθή έως την ώρα που θα κλείση τα μάτια -κι αν τα κλείση- αναλώνεται και λειώνει και απλώνει την αγάπη του σε όλους και σταυρώνεται καθημερινά, ένας άνθρωπος, για να μπορέσουν να αναστηθούν ψυχικά οι άλλοι.
Δεν θέλει καμμία αναγνώρισι, αλλά είναι κάποια μικρή απαίτησις να μην πικραίνεται. Όταν πικραίνεται ο Γέροντας, πικραίνεται και ο Θεός. Από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη η τιμή στους κατά σάρκα γονείς είναι μεγάλη υπόθεσις:
«Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης. ο κακολογών πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού τελευτήσει θανάτω.( Έξ. κα’ 16)
Εάν είναι επιταγή και θεία εντολή η τιμή στους σαρκικούς γονείς, πόσο μάλλον θα πρέπη να τιμούμε τους πνευματικούς! Εκείνοι μας γεννούν σωματικά, ενώ ο πνευματικός γονεύς μας αναγεννά και μας ανασταίνει πνευματικά. Αυτή η τιμή δεν σταματά στον Γέροντα, αλλά διαβαίνει προς τον Θεό. Ο Γέροντας έχει μέσα στον μοναχισμό αποστολική διαδοχή, είναι διάδοχος των Αποστόλων. Ο Κύριος είπε: Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί. ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με(Λουκ. ι’ 16). «Όποιος κάνει υπακοή σε σας, εμένα υπακούει, λέγει ο Κύριος, και όποιος αθετεί, όποιος σας παρακούει, παρακούει εμένα». Επομένως, ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για τον Θεό και όχι για τον άνθρωπο. Ο Θεός έβαλε τον Γέροντα σαν ορατή εικόνα για να τον υπακούουμε, γιατί δεν έχουμε τον Κύριο μπροστά μας να του κάνουμε υπακοή.
Ο Γέροντας δεν κερδίζει τίποτε από την δική μας προσπάθεια, τον αγώνα και την υπακοή σ’ αυτόν, παρά μόνο κόπο και μόχθο, αγωνία, αγώνα, συμβουλές και πίκρες. αυτά είναι ο κλήρος και ο μισθός του. Επομένως, το συμφέρον μας είναι να ευαρεστήσουμε τον Θεό δια του Γέροντος κάνοντας κατά το δυνατόν απόλυτη υπακοή, διότι αυτό είναι το κέρδος μας, αυτή είναι η επιτυχία μας η αιώνια. Εάν κανείς επιτύχη σε όλα, αν αριστεύση σε όλα, αποτύχη όμως στην βάσι, αποτύχη στο θεμέλιο της υπακοής, τότε είναι όλα άχρηστα. Εκείνο που ζητάει ο Θεός και θα ζητήση και στην κρίσι του είναι το κατά πόσον εμείς κάναμε υπακοή.
Η υπακοή έχει πάρα πολλά πνευματικά κέρδη. Το κυριώτερο όμως είναι το ότι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την δυναστεία των παθών και έρχεται σε άμεση σχέσι και επαφή με τον Θεό. Λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι ο όντως υποτακτικός εξομοιούται τω Υιώ του Θεού, γίνεται όμοιος, εξισώνεται με τον Υιόν του Θεού. Άλλωστε, η σωτηρία μας τί είναι; Είναι υπόθεσις υπακοής. Ο Κύριος έκανε υπακοή στον Πατέρα Του και δεν ήρθε να κάνη το δικό του θέλημα αλλά το θέλημα του πέμψαντός αυτόν Πατρός. Γι’ αυτήν την υπακοή και την ταπείνωσι του έδωσε ο Θεός το όνομα Ιησούς και σ’ αυτό το όνομα φρίττουν οι δαίμονες.( πρβλ. Φιλιπ. β’ 6-11)
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αυτός ο μεγάλος Πατέρας του μοναχισμού, που με τόση διεισδυτικότητα αναλύει τις αρετές και τις κακίες κλιμακωτά και κάνει μία βαθιά ανατομία στην καρδιά του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα του μοναχού, μέσα στο μοναδικό αυτό βιβλίο, την Κλίμακα, αναφέρει:”καν νεκρούς ο ευγνώμων υπήκοος αναστήση, καν δάκρυον κτήσηται, καν απαλλαγήν πολέμων, λογίζηται πάντως ως η του πνευματικού πατρός ευχή τούτο πεποίηκε. και μένει αυτός αλλότριος από της ματαίας οιήσεως”.
Κανείς από τους ανθρώπους, είτε ησυχαστής είναι αυτός είτε πνευματικώς δυνατός, δεν μπορεί να καθηλώση και να ποδοπατήση την οίησι και την υπερηφάνεια, παρά μόνον ο υποτακτικός. Και εάν η υπερηφάνεια και η οίησις είναι εκείνη η οποία μπαίνει τροχοπέδη στη ζωή μας, με την υπακοή μας δίνεται η μεγάλη αυτή δυνατότης να την ποδοπατήσουμε. Λέει ο άγιος ότι, κι αν αποκτήση ο υποτακτικός δάκρυα -που είναι ένα μεγάλο χάρισμα του Θεού, δια του οποίου γίνεται η απόπλυσις από τις αμαρτίες και η διά της μετανοίας επίγνωσις του Θεού, η καθαρότης, η αίσθησις του πλούτου της χάριτος του Θεού- κι αν απαλλαγή από τα πάθη, κι αν αναστήση νεκρούς ή κι αν κάνη θαύματα, σκέπτεται και συλλογίζεται ότι αυτό το έκανε η ευχή του Γέροντός του και έτσι αυτός μένει ξένος από την μάταιη και ολέθρια οίησι.
Τέλος δε ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος για την αξία του Γέροντα ως πνευματικού οδηγού τονίζει τα εξής.
Η διδασκαλία όλων των Αγίων Πατέρων είναι άτι για να θεραπευθεί ο άνθρωπος πρέπει να έχει πνευματικό οδηγό δηλ. Γέροντα διακριτικό. Χωρίς πνευματικό οδηγό, πνευματικό Πατέρα είναι αδύνατον να σωθεί ὁ άνθρωπος. Ο καθένας μας χρειάζεται έναν «προσωπικό Μωϋσή», ο οποίος θα μας περάσει από την «Αίγυπτο» (την χώρα των παθών) στη «Γη της Επαγγελίας» (πού είναι η «γη της απαθείας»). Αυτός μας παίρνει από το χέρι, αυτός μαρτυρεί για την μετάνοιά μας και μεσιτεύει για την συγχώρησή μας, αυτός μας δίδει τις οδηγίες για να περάσουμε μέσα από την θάλασσα των δαιμονικών παγίδων. Αυτός μας μεταγγίζει την ζωή του Χριστού. Απαραίτητη βέβαια είναι ἡ υπακοή μας, η αδιάκριτη, ανυπόκριτη και χαρούμενη υπακοή μας στον Γέροντα-Πνευματικό οδηγό.
Ὁ Γέροντας δεν μας διδάσκει μόνο με τα λόγια του, αλλά μας μεταγγίζει μυστικά το είναι του.
…«Όταν έχεις τον Γέροντα και τον ζεις, τον αγαπάεις τον Γέροντα. Κι όταν ο Γέροντας σ’ αγαπάεις κι εκείνος κι είστε ομόψυχοι, τότε γίνεσθε ένα. «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Εκεί είναι ο Χριστός. Σ’ αυτή την κατάσταση δεν υπάρχουν αποστάσεις. Όπου κι αν βρισκόμαστε, είμαστε ενωμένοι εν Χριστώ και προσευχόμαστε κι έτσι η χάρις του Θεού μας επισκέπτεται και μας τονώνει διαρκώς. Έτσι ζούμε την ενότητα μέσα στην Εκκλησία. Έχουμε το αίσθημα του «ἑνός», δηλαδή ότι είμαστε ένα. Έτσι ζούσαν τα παλαιά τα χρόνια οι γέροντες και οι υποτακτικοί»
Στο Γεροντικό διαβάζουμε στο παρακάτω γεγονός.
Ένας υποτακτικός είχε πόλεμο από λογισμούς πορνείας. Ο γέροντάς του προσπάθησε να τον παρηγορήσει λέγοντας:
-Παιδί μου, κάνε υπομονή. Ο πόλεμος αυτός προέρχεται από τον εχθρό μας το διάβολο. Θα περάσει με προσευχή και νηστεία.
-Δεν μπορώ άλλο αββά να υποφέρω τον πόλεμο, απαντά ο υποτακτικός. Γι’ αυτό θα εκπληρώσω την επιθυμία μου.
Βλέποντας ο γέροντας τον υποτακτικό τους να μην υποχωρή, προσποιείται ότι πολεμείται κι ο ίδιος από λογισμούς πορνείας. Και λέει στον υποτακτικό:
- Και εγώ παιδί μου πολεμούμαι από τέτοιους λογισμούς. Ας πάμε λοιπόν μαζί να εκπληρώσουμε την επιθυμία μας, και κατόπιν ξαναγυρίζουμε στο κελλί μας!
Ο γέροντας πήρε μαζί του και ένα νόμισμα που είχε. Όταν έφθασαν στην πόλη και βρήκαν το σπίτι της αμαρτίας, λέει ο γέροντας στον υποτακτικό:
-Εσύ μείνε έξω, κι άφησε να μπω εγώ πρώτος, και μετά μπαίνεις και εσύ.
Μόλις μπήκε ο γέροντας, δίνει το νόμισμα στην πόρνη και της λέγει:
-Σε παρακαλώ, μην μολύνεις τον αδελφό που θα έλθει τώρα κοντά σου.
Η πόρνη όντως έδωσε τον λόγο της στον γέροντα, ότι δεν θα μολύνει τον αδελφό.
Μόλις βγήκε ο γέροντας, λέει στον υποτακτικό του να περάση. Όταν μπήκε ο υποτακτικός του μέσα στο δωμάτιο, του λέει η πόρνη:
-Αδελφέ, περίμενέ με λιγάκι, γιατί αν και είμαι αμαρτωλή, εν τούτοις τηρώ στη ζωή μου κάποιο κανόνα που πρέπει αυτή τη στιγμή να τον εφαρμόσουμε και οι δυο μαζί.
Τον παρακάλεσε να σταθή σε μία γωνιά του δωματίου και να κάμουν από πενήντα μετάνοιες.
Αφού λοιπόν άρχισαν να κάνουν τις μετάνοιες και είχαν φθάσει τις τριάντα, ο αδελφός ήλθε σε κατάνυξη από την χάρι του Θεούκαι είπε μέσα του: «Πώς τολμώ να προσεύχομαι στο Θεό και να κάνω μετάνοιες τη στιγμή που ετοιμάζομαι να διαπράξω μία τέτοια μεγάλη αμαρτία;». Και αμέσως τότε ο υποτακτικός βγήκε από το σπίτι της αμαρτίας χωρίς να μολυνθεί.
Έτσι ο Θεός, βλέποντας την καλή προσπάθεια και τον κόπο του αββά, ελευθέρωσε τον υποτακτικό από τον πόλεμο της πορνείας. Και γύρισαν και οι δύο στο κελλί τους δοξάζοντας τον Θεό για το μέγα έλεός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά