πηγή
Π.Ιωάννου Σκιαδαρέση.
Πρότυπα ἱερατικῆς διακονίας ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ ἑπτὰ ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες
Στὰ κεφάλαια 2 καὶ 3 τῆς Ἀποκάλυψης, περιέχονται ἑπτὰ ἐπιστολὲς πρὸς ἑπτὰ ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες τῆς Δ. Μ.Ἀσίας. Στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀντικατοπτρίζονται ἑπτὰ μοντέλα-τρόποι ἐκκλησιαστικῆς-ἐνοριακῆς ζωῆς καὶ διακονίας, μὲ περισσότερές τῆς μιᾶς πτυχὲς ὁ καθένας. Ἐξ αὐτῶν δυὸ μόνο τρόποι εἶναι ἀπόλυτα ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸ συγγραφέα
τῆς Ἀποκάλυψης καὶ ἐπαινοῦνται • οἱ ὑπόλοιποι πέντε περιέχουν ἔπαινο ἀνάμεικτο μὲ περισσότερο ἢ λιγότερο ψόγο ἢ μόνο ψόγο. Ὡστόσο, ἐμεῖς καὶ αὐτοὺς θὰ τοὺς ἀντιστρέφουμε. Μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρνητική τους εἰκόνα θὰ συγκροτοῦμε θετικὰ πρότυπα.
Θὰ πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ διευκρινίσουμε ὅτι μιλώντας, στὴν προκειμένη περίπτωση, γιὰ ἱερατικὴ διακονία δὲν τὴν περιορίζουμε σὲ ἕνα ἢ περισσότερα πρόσωπα, ποὺ εἶναι φορεῖς ἀξιωμάτων μέσα στὴν κοινότητα.
Στὰ κεφάλαια 2 καὶ 3 τῆς Ἀποκάλυψης, περιέχονται ἑπτὰ ἐπιστολὲς πρὸς ἑπτὰ ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες τῆς Δ. Μ.Ἀσίας. Στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀντικατοπτρίζονται ἑπτὰ μοντέλα-τρόποι ἐκκλησιαστικῆς-ἐνοριακῆς ζωῆς καὶ διακονίας, μὲ περισσότερές τῆς μιᾶς πτυχὲς ὁ καθένας. Ἐξ αὐτῶν δυὸ μόνο τρόποι εἶναι ἀπόλυτα ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸ συγγραφέα
τῆς Ἀποκάλυψης καὶ ἐπαινοῦνται • οἱ ὑπόλοιποι πέντε περιέχουν ἔπαινο ἀνάμεικτο μὲ περισσότερο ἢ λιγότερο ψόγο ἢ μόνο ψόγο. Ὡστόσο, ἐμεῖς καὶ αὐτοὺς θὰ τοὺς ἀντιστρέφουμε. Μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρνητική τους εἰκόνα θὰ συγκροτοῦμε θετικὰ πρότυπα.
Θὰ πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ διευκρινίσουμε ὅτι μιλώντας, στὴν προκειμένη περίπτωση, γιὰ ἱερατικὴ διακονία δὲν τὴν περιορίζουμε σὲ ἕνα ἢ περισσότερα πρόσωπα, ποὺ εἶναι φορεῖς ἀξιωμάτων μέσα στὴν κοινότητα.
Μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ μιλᾶμε γιὰ διακονία καὶ ζωὴ ὁλοκλήρου τῆς κοινότητας, ἡ ὁποία διαμορφώνει καὶ υἱοθετεῖ ἕναν τρόπο θεολογικῆς σκέψης καὶ ἐκκλησιαστικῆς-κοινοτικῆς ζωῆς, γενικὰ ἀποδεκτό. Τὸ προηγούμενο δὲν σημαίνει ὅτι ἀρνούμαστε τὴν ὕπαρξη προϊσταμένων στὶς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες, κάθε ἄλλο, ἀλλὰ ὅτι στὶς ἑπτὰ αὐτὲς ἐπιστολὲς προϊστάμενοι καὶ μέλῃ τῶν κοινοτήτων ἀντιμετωπίζονται ὡς μιὰ ἄρρηκτη ἑνότητα. Ὅ,τι λέγεται πρὸς αὐτὲς λέγεται πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς κοινότητας καὶ κατ’ ἐπέκταση πρὸς φορεῖς ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων μέσα σ’ αὐτές. Ἄλλωστε, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ συγγραφέας μιλάει ἄλλοτε σὲ β΄ ἑνικὸ καὶ ἄλλοτε σὲ β΄ πληθυντικὸ πρόσωπο.
Ἡ βασικὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀλήθεια ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῶν παραπάνω, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἱερατικὴ διακονία στὶς ἑπτὰ ἐπιστολὲς δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς φορεῖς ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἀλλὰ πρὸς ὅλη τὴν κοινότητα, εἶναι ἡ ἐκπεφρασμένη στοὺς βαπτισματικοὺς κυρίως ὕμνους ἢ στὶς βαπτισματικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀποκάλυψης θέση, ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί, δυνάμει τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ βαπτίσματος, καθίστανται βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς «τῷ θεῷ»• βασιλεῖς μέσα στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἱερεῖς μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια , ὅπως γνωρίζουμε, ἀνατρέχει στὴν Π. Διαθήκη καὶ κυρίως στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου (Ἔξ. 19,6. 23,22. Ἠσ. 61,6) καὶ ἐκτός της Ἀποκάλυψης διατυπώνεται καὶ στὴν Α΄ Πέτρου ( 2, 5.9).
Ὅταν ψάχνουμε γιὰ πρότυπα ἱερατικῆς διακονίας νὰ μὴ ξεχνοῦμε, χειροτονημένοι καὶ λαϊκοί, α) τὴν παραπάνω ἀλήθεια, ἡ ὁποία συνεπάγεται γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς δικαιώματα καὶ καθήκοντα καὶ β) ὅτι ἡ ἱερωσύνη -εἴτε στὴν εἰδικὴ εἴτε στὴ γενικὴ ὅπως λέμε μορφὴ της- ὑπάρχει γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ (βλ. τὴ δοτική «τῷ θεῷ»7, ποὺ εἶναι χαριστική) καὶ χάρητι Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γενικὰ νὰ ἐξειδικεύσουμε λίγο τὸ λόγο μας γιὰ τὰ ἱερατικὰ πρότυπα διακονίας καὶ ζωῆς ποὺ ἀντικατοπτρίζονται στὶς ἑπτὰ κοινότητες :
Ἡ βασικὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀλήθεια ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῶν παραπάνω, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἱερατικὴ διακονία στὶς ἑπτὰ ἐπιστολὲς δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς φορεῖς ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἀλλὰ πρὸς ὅλη τὴν κοινότητα, εἶναι ἡ ἐκπεφρασμένη στοὺς βαπτισματικοὺς κυρίως ὕμνους ἢ στὶς βαπτισματικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀποκάλυψης θέση, ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί, δυνάμει τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ βαπτίσματος, καθίστανται βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς «τῷ θεῷ»• βασιλεῖς μέσα στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἱερεῖς μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια , ὅπως γνωρίζουμε, ἀνατρέχει στὴν Π. Διαθήκη καὶ κυρίως στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου (Ἔξ. 19,6. 23,22. Ἠσ. 61,6) καὶ ἐκτός της Ἀποκάλυψης διατυπώνεται καὶ στὴν Α΄ Πέτρου ( 2, 5.9).
Ὅταν ψάχνουμε γιὰ πρότυπα ἱερατικῆς διακονίας νὰ μὴ ξεχνοῦμε, χειροτονημένοι καὶ λαϊκοί, α) τὴν παραπάνω ἀλήθεια, ἡ ὁποία συνεπάγεται γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς δικαιώματα καὶ καθήκοντα καὶ β) ὅτι ἡ ἱερωσύνη -εἴτε στὴν εἰδικὴ εἴτε στὴ γενικὴ ὅπως λέμε μορφὴ της- ὑπάρχει γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ (βλ. τὴ δοτική «τῷ θεῷ»7, ποὺ εἶναι χαριστική) καὶ χάρητι Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γενικὰ νὰ ἐξειδικεύσουμε λίγο τὸ λόγο μας γιὰ τὰ ἱερατικὰ πρότυπα διακονίας καὶ ζωῆς ποὺ ἀντικατοπτρίζονται στὶς ἑπτὰ κοινότητες :
1. Τὸ μοντέλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου.(Ἀποκ. 2,1-7).
Τὸ μοντέλο αὐτὸ ἔχει πολλὰ θετικά: Ἡ κοινότητα τῆς Ἐφέσου διακρίνεται γιὰ τὴν πίστη της ἐν μέσῳ ἀμφισβητήσεων. Ἐργάζεται ἱεραποστολικά, διωκόμενη ὑπομένει, κατέχει καὶ ἐφαρμόζει ὀρθὰ κριτήρια σὲ σχέση μὲ τὸ τί εἶναι γνήσιο καὶ τὶ κάλπικο (κάτι ποὺ «δὲν γίνεται οὔτε εὔκολα οὔτε πάντα»8). Μὲ βάση αὐτὰ τὰ κριτήρια ἀπορρίπτει ψευδαπόστολους (πιθανῶς ἐλευθεριάζοντες Γνωστικοὺς ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴ σάρκωση
τοῦ Χριστοῦ ἢ ψευδοπροφῆτες ποὺ διεκδικοῦσαν ὀφέλη ἀπὸ τὴν κοινότητα). Ὅλο αὐτὸ τὸ εὖρος θετικῶν ἐπιδόσεων εἶναι ἐπαινετό. Κάτι ὅμως ἔχασε ἡ κοινότητα τῆς Ἐφέσου. Δὲν ἔχει πιὰ καρδιὰ ἀγαπῶσα στὸ βαθμὸ ποὺ εἶχε, ὅταν πρωτάρχισε τὴ χριστιανική της ζωή. Καλὰ τὰ κάνεις ὅλα, τῆς γράφει, λοιπόν, ὁ Ἰωάννης «ἀλλὰ ἔχω κατά σου ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκες». Γιὰ ποιὰ ὅμως ἀγάπη πρόκειται ἐδῶ, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου ἐγκατέλειψε;
i) Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ πρώτου ἐνθουσιασμοῦ καὶ τῆς πρώτης ἔκπληξης ἢ τῆς πρώτης μέθης γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐξανεμίστηκε καθὼς ἡ κοινότητα «προόδευε» στὴ συγκρότηση προγραμμάτων καὶ μεθόδων, ποὺ κάποτε σχετικοποιοῦν τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῶν ζωντανῶν σχέσεων ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ἴσως σ’ αὐτὴν τὴν πρόοδο νὰ μὴ ἦταν τελικὰ ὁ Χριστὸς ἢ ἀκόμη καὶ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὄντως τὸ ἀληθινὸ κέντρο. Ἴσως αὐτὴ ἡ πρόοδος νὰ ἦταν ἁπλὰ αὐτοσκοπὸς καὶ αὐτοδικαίωση.
ii) Ἴσως ἡ κοινότητα τῆς Ἐφέσου, στὴν προσπάθειά της νὰ βγεῖ νικήτρια στὸ διάλογο μὲ τοὺς πλανεμένους, νὰ ἔχασε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο, τὸν διαφορετικό. Σ’ αὐτὴν τὴ διαδικασία προφανῶς ἀκόνισε τὰ ξίφη σὲ διαλεκτικὸ ἐπίπεδο καὶ ξέχασε τὸ μεῖζον, τὴν ἀγάπη. Ἡ προσπάθεια καταδίωξης ὅσων ἀπέκλιναν, τὴν κατέπνηξε. Ἡ ἐκκλησιαστική της ζωὴ ἐκφυλίστηκε σὲ μιὰ μὴ ἀγαπῶσα καὶ ἔμπρακτη ὀρθοδοξία. Ὅμως, δόγμα καὶ ἀγάπη πρέπει νὰ πηγαίνουν μαζί διότι, ὅπως τονίζουν καὶ οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας, «ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καὶ πράξεων ἀγαθῶν. Καὶ οὔτε τὰ δόγματα χωρὶς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ, οὔτε τὰ μὴ μετ’ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός».
Τὸ πρότυπο, λοιπόν, μιᾶς ἱερατικῆς διακονίας ποὺ ὑποδεικνύει ἡ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ εἶναι : τὸ νὰ ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπῃ. Δὲν ἀρκοῦν ἡ κατοχὴ καὶ ἐφαρμογὴ ὀρθῶν κριτηρίων πίστεως καὶ οἱ λαμπρὲς ἐπιδόσεις στὴ θεωρία. Δὲν ἀρκεῖ οὔτε κἂν τὸ βαστάζειν « διὰ τὸ ὄνομα11» τοῦ Χριστοῦ, κάτι ποὺ γιὰ τὴν Ἀποκάλυψη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα.
Τὸ μοντέλο αὐτὸ ἔχει πολλὰ θετικά: Ἡ κοινότητα τῆς Ἐφέσου διακρίνεται γιὰ τὴν πίστη της ἐν μέσῳ ἀμφισβητήσεων. Ἐργάζεται ἱεραποστολικά, διωκόμενη ὑπομένει, κατέχει καὶ ἐφαρμόζει ὀρθὰ κριτήρια σὲ σχέση μὲ τὸ τί εἶναι γνήσιο καὶ τὶ κάλπικο (κάτι ποὺ «δὲν γίνεται οὔτε εὔκολα οὔτε πάντα»8). Μὲ βάση αὐτὰ τὰ κριτήρια ἀπορρίπτει ψευδαπόστολους (πιθανῶς ἐλευθεριάζοντες Γνωστικοὺς ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴ σάρκωση
τοῦ Χριστοῦ ἢ ψευδοπροφῆτες ποὺ διεκδικοῦσαν ὀφέλη ἀπὸ τὴν κοινότητα). Ὅλο αὐτὸ τὸ εὖρος θετικῶν ἐπιδόσεων εἶναι ἐπαινετό. Κάτι ὅμως ἔχασε ἡ κοινότητα τῆς Ἐφέσου. Δὲν ἔχει πιὰ καρδιὰ ἀγαπῶσα στὸ βαθμὸ ποὺ εἶχε, ὅταν πρωτάρχισε τὴ χριστιανική της ζωή. Καλὰ τὰ κάνεις ὅλα, τῆς γράφει, λοιπόν, ὁ Ἰωάννης «ἀλλὰ ἔχω κατά σου ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκες». Γιὰ ποιὰ ὅμως ἀγάπη πρόκειται ἐδῶ, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου ἐγκατέλειψε;
i) Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ πρώτου ἐνθουσιασμοῦ καὶ τῆς πρώτης ἔκπληξης ἢ τῆς πρώτης μέθης γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐξανεμίστηκε καθὼς ἡ κοινότητα «προόδευε» στὴ συγκρότηση προγραμμάτων καὶ μεθόδων, ποὺ κάποτε σχετικοποιοῦν τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῶν ζωντανῶν σχέσεων ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ἴσως σ’ αὐτὴν τὴν πρόοδο νὰ μὴ ἦταν τελικὰ ὁ Χριστὸς ἢ ἀκόμη καὶ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὄντως τὸ ἀληθινὸ κέντρο. Ἴσως αὐτὴ ἡ πρόοδος νὰ ἦταν ἁπλὰ αὐτοσκοπὸς καὶ αὐτοδικαίωση.
ii) Ἴσως ἡ κοινότητα τῆς Ἐφέσου, στὴν προσπάθειά της νὰ βγεῖ νικήτρια στὸ διάλογο μὲ τοὺς πλανεμένους, νὰ ἔχασε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο, τὸν διαφορετικό. Σ’ αὐτὴν τὴ διαδικασία προφανῶς ἀκόνισε τὰ ξίφη σὲ διαλεκτικὸ ἐπίπεδο καὶ ξέχασε τὸ μεῖζον, τὴν ἀγάπη. Ἡ προσπάθεια καταδίωξης ὅσων ἀπέκλιναν, τὴν κατέπνηξε. Ἡ ἐκκλησιαστική της ζωὴ ἐκφυλίστηκε σὲ μιὰ μὴ ἀγαπῶσα καὶ ἔμπρακτη ὀρθοδοξία. Ὅμως, δόγμα καὶ ἀγάπη πρέπει νὰ πηγαίνουν μαζί διότι, ὅπως τονίζουν καὶ οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας, «ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καὶ πράξεων ἀγαθῶν. Καὶ οὔτε τὰ δόγματα χωρὶς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ, οὔτε τὰ μὴ μετ’ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός».
Τὸ πρότυπο, λοιπόν, μιᾶς ἱερατικῆς διακονίας ποὺ ὑποδεικνύει ἡ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ εἶναι : τὸ νὰ ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπῃ. Δὲν ἀρκοῦν ἡ κατοχὴ καὶ ἐφαρμογὴ ὀρθῶν κριτηρίων πίστεως καὶ οἱ λαμπρὲς ἐπιδόσεις στὴ θεωρία. Δὲν ἀρκεῖ οὔτε κἂν τὸ βαστάζειν « διὰ τὸ ὄνομα11» τοῦ Χριστοῦ, κάτι ποὺ γιὰ τὴν Ἀποκάλυψη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα.
Δὲν ἐπαρκεῖ μιὰ ὀρθοδοξία μόνο στὰ δόγματα, ἡ ὁποία μπορεῖ καὶ νὰ ὑποβάλλει μιὰ μὴ ἐλέγξιμη συμπεριφορά. Ἀπαιτεῖται καὶ διατήρηση τοῦ πρώτου ἐνθουσιασμοῦ καὶ τῆς πρώτης ἔκπληξης ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται στὴν ἐν ἀγάπῃ ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, ἀκόμη καὶ τοῦ διαφορετικοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια συχνὰ δὲν τὴν ἐνσωματώνουμε εὔκολα στὴν «πνευματική» μας ζωὴ γιατὶ αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ εἶναι ἔμπονη, σταυρὸς καὶ ἄσκηση μὲ κόστος. Ὅμως, ἀποτελεῖ ἔξοδο ἀπὸ τὴν αὐτοαπάτη τῶν θεωρητικῶν μας ἐπιδόσεων.
Συμπυκνώνοντας τὰ προηγούμενα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἱερατικὴ διακονία καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, σύμφωνα μὲ ὅσα λέγονται πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου, εἶναι ἀποδεκτὴ μόνο ὡς γεγονὸς σαρκωμένης-χειροπιαστῆς ἀγάπης. Ἀλλιῶς ἡ ὀρθοδοξία μας εἶναι ἄκαρπη καὶ αὐτοαπάτη. Τὸ ζητούμενο, λοιπόν, στὴ διακονία μας καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ μας ζωὴ εἶναι: νὰ ἀληθεύουμε «ἐν ἀγάπῃ¨
Συμπυκνώνοντας τὰ προηγούμενα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἱερατικὴ διακονία καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, σύμφωνα μὲ ὅσα λέγονται πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου, εἶναι ἀποδεκτὴ μόνο ὡς γεγονὸς σαρκωμένης-χειροπιαστῆς ἀγάπης. Ἀλλιῶς ἡ ὀρθοδοξία μας εἶναι ἄκαρπη καὶ αὐτοαπάτη. Τὸ ζητούμενο, λοιπόν, στὴ διακονία μας καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ μας ζωὴ εἶναι: νὰ ἀληθεύουμε «ἐν ἀγάπῃ¨
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά