Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2013

Συναξαριστής της 17ης Μαρτίου


Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

 
 


Γεννήθηκε στὴ Ῥώμη, στὰ χρόνια του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, γιῶν τοῦ Μ. Θεοδοσίου (378-395). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐφημιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Ἀγλαΐα. Ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοὶ καὶ εἶχαν μεγάλη περιουσία, ποὺ διέθεταν στὰ ὀρφανὰ καὶ στοὺς φτωχοὺς μὲ μεγάλη προθυμία καὶ γενναιοδωρία. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀνατροφὴ ἔδωσαν καὶ στὸ γιό τους Ἀλέξιο. Μὲ τὸ δικό του χέρι μοίραζαν τὰ περισσότερα ἐλέη τους.

Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία ὁ Ἀλέξιος, θέλησαν νὰ τὸν νυμφεύσουν, πρᾶγμα ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπιθυμοῦσε. Ἀλλὰ στὴν ἐπιμονὴ τῶν γονέων του, ὁ Ἀλέξιος νυμφεύθηκε μία γυναῖκα ποὺ κι αὐτὴ ἤθελε νὰ μείνει ἄγαμη. Ὁπότε συμφώνησαν νὰ διατηρήσουν καὶ οἱ δυὸ τὴν παρθενία τους. Αὐτό, ὅμως, τὸ κατάλαβαν οἱ γονεῖς τοῦ Ἀλεξίου καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ φύγει σὲ μακρινὸ μέρος, στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ στὶς ἀσκήσεις, ἀλλὰ καὶ στὴ βοήθεια καὶ φροντίδα τῶν φτωχῶν.

Μετὰ 17 χρόνια, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ βρῆκε στὴ ζωὴ τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν σύζυγό του. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Ἔμεινε κοντά τους, συνεχίζοντας καὶ καλλιεργώντας τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ὅταν πέθανε, ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν. Αὐτὸ στὴν ἀρχὴ λύπησε τοὺς δικούς του, ἀλλὰ ἔπειτα χάρηκαν, διότι ὁ Ἀλέξιος μέχρι τέλους ἦταν «ἄρτιος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος», δηλαδή, τέλειος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.

Ὁ Οἶκος 
Τὶς τὰς σεπτάς σου ἀρετὰς ἀξίως εὐφημήσει, καὶ ἱκανῶς ὑμνήσει, Ἀλέξιε θεόφρον, τὴν σωφροσύνην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα, τὴν ἐγκράτειαν, τὸν ἀκατάπαυστον ὕμνον, τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν, καὶ ἄμετρον ταπείνωσιν, δι' ὧν Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος γενόμενος. Πρεσβεύεις ἀεὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός· διὸ ἀκούεις Ὅσιε, νῦν παρὰ πάντων Πιστῶν. Χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.

Κάθισμα 
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους τους σοὺς Σοφέ, νοερῶς θεωροῦντες πάντες πιστοί, πάσης κατανύξεως τὰς ψυχὰς ἐμπιπλάμεθα, καὶ πρὸς θείους ὕμνους καὶ δόξαν καὶ αἴνεσιν, τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων, παμμάκαρ Ἀλέξιε, πόθῳ ἐγκαρδίῳ, ἑαυτοὺς συγκινοῦμεν, ᾠδαῖς σε γεραίροντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶντές σοι, ὡς Κυρίου θεράποντι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.

 
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ Σεισμοῦ κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: Ἐν τοῖς ἐντύποις Συναξαρισταῖς καὶ τοῖς Μηναίοις σημειοῦται κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἄνευ ὑπομνήματος, «μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῇς τοῦ σεισμοῦ, κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως».

Περὶ τοῦ σεισμοῦ τοῦ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (780-797) συμβάντος, ὁ Κεδρηνὸς (Β´, σ. 23) λέγει, ὅτι ἐγένετο κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, χωρὶς νὰ ὁρίζῃ τὴν ἡμέραν, ἥτις, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, εἶναι ἡ κατὰ τὴν 17ην Μαρτίου μνημονευομένη ὑπὸ τῶν Συναξαριστῶν.

Ὁ Λαυριωτικὸς Κώδ. 70 συμπληροῖ τὴν ἀνωτέρω σύντομον μνείαν τοῦ σεισμοῦ οὕτω: «τότε γὰρ πολὺ μέρος τῶν τειχῶν τῆς πόλεως κατέπεσε καὶ θεῖοι ναοὶ διεῤῥάγησαν καὶ οἶκοι διάφοροι καὶ τριώροφοι ἕως ἐδάφους κατέπεσον καὶ ἢν κλονουμένη πᾶσα ἡ γῆ ἐπὶ πλεῖστας ἡμέρας· ὁ δὲ βασιλεύς, σὺν τῷ Πατριάρχῃ καὶ παντὶ τῷ λαῷ μετὰ λιτῶν καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ζωοποιῶν σταυρῶν καὶ τῶν ἁγίων λειψάνων σὺν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ προσευχαῖς ἐξιλεούμενοι τὸ θεῖον καὶ παρακλητεύοντες [καί] ἐπιβοῶντες «ρῦσαι Κύριε, τῆς δικαίας σου ὀργῆς καὶ μὴ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν παραδώῃς ἡμᾶς εἰς θάνατον ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐλέησον τὸν σὸν ὑποκείμενον λαόν» ὁ δὲ πολυέλεος καὶ μακρόθυμος Θεὸς ἀποστρέψας τὴν ὀργὴν αὐτοῦ, παρ᾿ ἐλπίδα τοὺς τότε πάντας ἐῤῥύσατο καὶ τὸν κλόνον καὶ τρόμον τῆς γῆς κατέπαυσε.

 
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής

Γεννήθηκε στὴν Τρίγλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (κωμόπολη τῆς Βιθυνίας στὰ παράλια της Προποντίδας) στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα. Εὐσεβὴς καὶ φιλομόναχος ἀπὸ μικρός, ἀμέσως ὅταν τελείωσε τὴν βασική του ἐκπαίδευση, πῆγε στὴν ἐκεῖ κοντὰ Μονὴ Πελεκητή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενός της.

Ὅταν ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε´ τοῦ Κοπρωνύμου (741-775) ξέσπασε ὁ φοβερὸς διωγμὸς κατὰ τῶν εἰκόνων, ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀσίας Μιχαὴλ τὸ Λαχανοδράκοντα, νὰ τιμωρήσει μὲ κάθε τρόπο σκληρὰ αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε αὐτός, πῆγε στὴ Μονὴ Πελεκητῆς τὴν Μεγάλη Πέμπτη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, συνέλαβε τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλους σκότωσε μὲ βάρβαρα βασανιστήρια καὶ ἄλλους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Θεοστήρικτο, ἀφοῦ πάλι σκληρὰ βασάνισε τοὺς ἔστειλε στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γέροντας πλέον, ἐπέστρεψε στὴν κατεστραμμένη Μονὴ Πελεκητῆς, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν ὅσιο καὶ ὁμολογητὴ Νικήτα, ἡγούμενο τῆς κοντινῆς Μονῆς Μηδικίου.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος συνέθεσε καὶ «Κανόνα Παρακλητικὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔζησε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Στηριγμὸς φερωνύμως τῶν πιστῶν ἐχρημάτισας, δι’ ὁμολογίας τῆς θείας, Θεοστήρικτε Ὅσιε· ὑπὲρ γὰς τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινας κακώσεις καὶ δεσμά· διὰ τοῦτο καὶ Τριγλία ἡ σὴ πατρίς, τιμᾷ σε ἀνακράζουσα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, λελαμπρυσμένος, ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ὁμολογίας τῷ φωτί, καταπυρσεύεις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, σοφὲ Θεοστήρικτε.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁμολογίας, Θεοστήρικτε λαμπηδών· χαίροις ὁ προστάτης, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν πίστει ἐκτελούντων, Πάτερ τὴν μνήμην σου.

 
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ἦταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἔζησε στὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Κων/νου Ε´ Κοπρωνύμου. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος, συνελήφθη ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Κρήτης Θεοφάνη Λαρδατύρη, ποὺ τὸν ἐκβίαζε νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὁ Ἅγιος ὅμως τὴν προσκύνησε καὶ τὴν ἀσπάστηκε εὐλαβικά.

Ἐξαγριωμένος ὁ στρατηγός, τοῦ πέρασε μὲ φρικτὸ τρόπο σίδερα σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα, καὶ κατόπιν ἀφοῦ τὸν κρέμασε μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, τὸν ἔκαψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Παῦλος, πῆρε τὸ ἀμάραντο καὶ αἰώνιο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Μαρῖνος

 


Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν γέννησή του, ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἐπιμελημένη εὐσέβεια καὶ μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη. Ὅταν συνελήφθη σὰν χριστιανός, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του καὶ ἤλεγξε τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὶς ἀνόητες θυσίες τους, ὅταν αὐτοὶ ἔβρισαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία.

Τότε τὸν βασάνισαν ἄγρια. Τὸν ἔδειραν μὲ μαστίγια, τοῦ ἔσπασαν κατόπιν τὸ στόμα καὶ τὰ δόντια, καὶ τελευταῖα πῆρε τὸ στεφάνι τῆς μαρτυρικῆς τελείωσης μὲ ἀποκεφαλισμό.

 
Ὁ Ἅγιος καὶ Δίκαιος Λάζαρος ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ

Τὴ μνήμη του ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Delehaye καὶ ὁ Λαυριωτικὸς Κώδικας 70, μνήμη ποὺ δὲν ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα.

Στὸν ἀνωτέρω λοιπὸν Κώδικα ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάστασις τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν ἐκ νεκρῶν ἤγειρεν ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ πλησίον Ἱεροσολύμων, ὅτε σαρκὶ περιεπολεύετο ἐν τῇ γῇ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν διὰ τὴν σωτηρίαν».

Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου βλέπε στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, κεφ. ια´ στ. 1-44.

 
Ὁ Ὅσιος Μακάριος

 


Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Ματθαῖος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1402 στὸ χωριὸ Κοζίνο τῆς Ρωσίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν πόλη Καζίν. Ὁ πατέρας του Βασίλειος Κόζα, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Βασιλείου Β’ τοῦ Ὀσκούρου.

Κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν γονέων του καὶ παρὰ τὴν μοναχική του κλίση, νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Γιαχόντοβα. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ σύζυγός του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Κολμπούκωφ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτευε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ κοντὰ σὲ δυὸ λίμνες τῆς περιοχῆς τοῦ Καζίν.

Ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζίν. Ἐδῶ συνέχισε τὸν πνευματικό του ἀγῶνα. Ἦταν ἁπλὸς καὶ πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικά. Μέσα στὸ δάσος συνομιλοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποία ἔπαιρναν τὴν τροφή τους ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1483.

 
Ὁ Ἅγιος Patrick (Ἰρλανδός)

 


Ὁ Ἅγιος Patrick (Πατρίκιος) γεννήθηκε στὴν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντὰ στὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Σέβερν καὶ Ἄβον περὶ τὸ 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ βρεττανορωμαϊκὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν διάκονος καὶ δεκουρίονας καὶ ὀνομαζόταν Καλφουρίνος καὶ ὁ παπποὺς τοῦ ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Πότιτος. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ ἦταν Κονκέσσα. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἰρλανδία, ὅπου καὶ παρέμεινε ἔξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ὡς σκλάβος ἔβοσκε τὸ κοπάδι του, περνοῦσαν μὲ προσευχὴ στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο μέσα στὴν δοκιμασία τοῦ ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνακαλύψει. Ὁ ἴσιος ὁ Κύριος θὰ μιλήσει στὸν Ἅγιο, ἐνῶ αὐτὸς κοιμόταν καὶ θὰ τοῦ πεῖ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ ἕνα πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γι' αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ μίλησε ὁ Κύριος, δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία. Θὰ ἀκολουθήσει μία σειρὰ ἀπὸ καθοριστικὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς καθὼς καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ τονίζεται ἰδιαίτερα στὰ γραπτά του Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος, τὸ 402 μ.Χ., ἀπέδρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τῆς Γαλατίας, στὴν Ἀρμορική. Τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ πλήρωμά του δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ βρεῖ τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τους μίλησε γιὰ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καλώντας τους νὰ μεταστραφοῦν στὸν Κύριο καὶ νὰ μετανοήσουν καὶ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα θὰ βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στὰ νησιὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ Βρετανία, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν Ἰρλανδία, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετὰ μετέβη στὴν Γαλλία, στὴν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πολλὰ ἔτη προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Λέγεται ὅτι γνώρισε τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Ἰρλανδία τὸ 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.

Τὸ κήρυγμά του ἐκεῖ, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστῶν, χειροτόνησε πολλοὺς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ ἐπισκοπῆ. Ἐνθάρρυνε τὸ μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος συνήθιζε νὰ μὴν ταξιδεύει ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἀφιέρωνε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸν Κύριο.

Ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του μὲ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 461 μ.Χ., στὸ Σάουτ τῆς Οὐαλίας.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκοποῦ Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

Κοντάκιον 
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Της Ιρλανδίας τον φωστήρα τον υπέρλαμπρον και των αποστόλων μιμητήν και ισοστάσιον συνελθόντες ανυμνήσωμεν χαρμοσύνως· παρρησίαν γαρ ευράμενος προς Κύριον ικετεύει λυτρωθήναι πάσης θλίψεως τους κραυγάζοντας· Χαίροις, Πάτερ Πατρίκιε.

Ὁ Οἶκος 
Άπασαν Ιρλανδίαν τω φώτι της Τριάδος κατηύγασας, σοφέ Ιεράρχα· όθεν σου την μνήμην την σεπτήν κατά χρέος χαίρουσα τελεί σήμερον τους πόνους σου γεραίρουσα και ποθώ μελωδούσα ταύτα·
Χαίρε, ο γόνος της Βρεττανίας· χαίρε η δόξα της Ιρλανδίας.
Χαίρε, Ορθοδόξων δογμάτων διδάσκαλε· χαίρε, Πελαγίου της πλάνης αντίπαλε.
Χαίρε, θείον εγκαλλώπισμα των σεπτών Ιεραρχών· χαίρε, τύπος και παράδειγμα διδασκάλων ευκλεών.
Χαίρε, ότι εκτήσω Αποστόλων τον ζήλον· χαίρε, ότι καθείλες των δρυΐδων τον λήρον.
Χαίρε, πολλούς της πλάνης ρυσάμενος· χαίρε, εχθρού το κράτος τρεψάμενος.
Χαίρε, πιστών προς Χριστόν μεσιτεία· χαίρε, ψυχών ασθενών θεραπεία.
Χαίρε, Πάτερ Πατρίκιε.

 
Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Μικρὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας

 


Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γαβριήλ, ὁ ἐπονομαζόμενος Μικρός, ἔζησε στὴν Γεωργία κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισύ του 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ἐκκλησιαστικὸς γραμματεὺς καὶ καλλιγράφος. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1802 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους.

 
Ἅγιος Θεοδοῦλος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεοδοῦλος ἦταν ἀδελφός της μονῆς Σινᾶ καὶ διακονοῦσε στὸ μετόχι τῆς μονῆς, στὸν Ἅγιο Γεώργιο Πυργώτου της Κύπρου. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1822 μ.Χ.

 
Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐν Κύπρω ἀθλήσας

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε διὰ πυρός.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...