Αδελφοί μου,
Τίποτε δέν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο τήν υποκρισία.
Καί ορθώς, εις αυτήν είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή τό εωσφορικόν αγγελοφανές φώς. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμις τής υποκρισίας. Τόσο γι᾿ αυτόν πού τή ζή καί τήν ασκεί, όσο καί γι᾿ αυτούς πού τήν υφίστανται. Καί είναι επικίνδυνη η υποκρισία, διότι ανταποκρίνεται πρός βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα τού ανθρώπου.
Ο άνθρωπος θέλει νά φανή αυτός πού δέν είναι. Ακόμη καί ενώπιον τού εαυτού του καί ενώπιον τού θεού.Καί έτσι ξεφεύγει από τήν αλήθεια καί τήν απλότητα καί φυσικά καί από τήν μετάνοιαν καί τήν σωτηρίαν.
Σέ λίγες ώρες έξω από αυτόν τόν ναόν, έξω από τήν γαλήνην του, εις τούς δρόμους αυτής τής Πολιτείας, θά παρελάση ο Καρνάβαλος. Μή τόν περιφρονήσετε καί μή τόν χλευάσετε καί μή μέ κατακρίνετε, πού τόν αναφέρω αυτή τή στιγμή. Δέν είναι καθόλου άσχετος μέ τό μέγιστο πρόβλημα τής υποκρισίας. Νά τόν προσέξετε εφέτος τόν Καρνάβαλο μέ σεβασμό καί βαθύ στοχασμό. Είναι πανάρχαιο τό φαινόμενο καί είναι φαινόμενο βαθυτάτου καί αγχώδους αιτήματος τής ψυχής τού άνθρωπου, νά λυτρωθή από τήν καθημερινή του υποκρισία μέ μίαν έκφρασιν ανωνύμου, διονυσιακής νέας υποκρισίας.
Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος.
Ζητεί νά λυτρωθή από τήν υποκρισίαν υποκρινόμενος.
Ζητεί νά καταλύση όλες τίς ποικίλες προσωπίδες, πού φορεί κάθε μέρα μέ μία νέα, τήν πιό απίθανη.
Ζητεί νά εκκενώση ό,τι υπάρχει απωθημένο μέσα στό υποσυνείδητό του καί νά ελευθερωθή, αλλά ελευθερία δέν υπάρχει, η τραγωδία τού Καρνάβαλου παραμένει άλυτη. Τό βαθύτατο αίτημά του είναι νά μεταμορφωθή.
Εδώ, λοιπόν, είναι η θέσις τής Εκκλησίας, κοντά στόν Καρνάβαλο. Σ᾿ αυτόν πού ζητεί μεταμόρφωση, τό κεντρικό κήρυγμα τής Ορθοδοξίας. Τήν μεταμόρφωσι.
Νά μή τόν καταδικάσουμε, λοιπόν, τόν Καρνάβαλο, αλλά νά σταθούμε καί κάτω από τήν προσωπίδα του νά ακούσωμε τήν αγωνία του, τήν έκκλησί του καί τό δάκρυ του.
Επαναλαμβάνω, τής Ορθοδοξίας τό βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος, περιφερόμενος εις τούς δρόμους τής Πολιτείας: Τή μεταμόρφωσι.
Καί είναι ο ειλικρινέστερος καί εντιμότερος τών υποκριτών.
Ίσως θά νομίσετε, ότι αστειεύομαι. Απολύτως όχι. Δέν υπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αύτη τήν ώρα διά τήν Εκκλησίαν. Δέν είναι δυνατόν η Εκκλησία, καί μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, νά νοηθή ως άσχετη πρός τή ζωή, πρός τούς καιρούς, πρός τήν αγωνίαν αυτής τής ώρας, πρός τά φλέγοντα προβλήματα αυτής τής στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω όρους κειμένη καί θεωρούσα τά περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις τήν πορείαν τού γένους τών ανθρώπων, εις τήν μεγάλην αυτήν περιπέτεια, πού ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις τήν τελείωσιν τών εσχάτων.
Υποκρινόμενοι τήν χθές, απουσιάζομεν από τήν σήμερον καί η αύριον έρχεται άνευ ημών. Ομιλών εις τήν 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τής Γενεύης, είχον ειπεί: «Η χθές παρήλθε πρό πολλού, ούτε κάν τήν σήμερον ζώμεν, μάς προέλαβεν η μεθαύριον». Τό επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονώτερον. Διότι είναι η πέραν τής αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολωτέρα αντιμετώπισις τών προβλημάτων είναι νά τά χλευάση καί νά τά κατακρίνη κανείς καί νά αντιπαρέλθη, όπως ο Ιερεύς καί ο λευΐτης τής Σαμαρειτικής παραβολής.Αλλά η πληγή είναι εδώ καί κράζει.
Ποιός μπορεί υπευθύνως νά μάς πή, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητας όλα αυτά τά συνταρακτικά γεγονότα καί φαινόμενα τής νέας γενεάς τής ανθρωπότητος, η έξαλλος μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλλος επένδυσις, όλη αυτή η παγκόσμιος επανάστασις τής νεολαίας;
Άν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελοτυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι καί εγκαυχώμενοι διά τήν αρετήν τής εποχής των συνωμοτήσουν, διά νά κατακρίνουν όλα αυτά τά πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος νά σταθή μέ θεανδρικήν κατανόησιν, ενανθρωπιζομένη όπως ο Κύριός της εν μέσω ενός νέου κόσμου, πού έρχεται μακρόθεν, καί νά ακούση αυτή τήν αγωνιώδη κραυγήν, πού αναπηδά από όλα αυτά τά θεωρούμενα από εμάς έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει νά μάς πή μέ όλα αυτά τά φαινόμενα αυτός ο κόσμος, πού έρχεται νέος εις τό προσκήνιον τής Ιστορίας.
Τά νομιζόμενα έξαλλα δι᾿ ημάς τούς παλαιούς, όταν λάβωμεν υπ᾿ όψιν τό φοβερόν γεγονός, ότι ένα από τά χαρακτηριστικά τής εποχής μας είναι η τεραστία απόστασις, πού υπάρχει στή διαδοχή τών γενεών, δηλαδή η γενεά, η οποία έρχεται έπειτα από εμένα έχει απόστασιν τριών γενεών. Πώς έχομεν τήν αξίωσιν νά τήν κατανοήσωμεν ημείς αυτήν τήν νέαν γενεάν, πού έρχεται, εάν δέν είμεθα Εκκλησία Χριστού συνεχώς ενανθρωπίζομενη, συνεχώς μεταμορφουμένη καί συνεχώς μεταμορφώνουσα;
Δέν θά επιζήσωμεν ως χριστιανικαί επί μέρους Εκκλησίαι καί Ομολογίαι τού κύματος αυτού τών επερχομένων, εάν δέν ενωθώμεν όλοι εν Χριστώ Ιησού. Είναι πλέον η ώρα νά λυτρωθώμεν εκ τής αντιπατερικής ιδέας, ότι η Εκκλησία μόνον μέχρις ενός ορισμένου σημείου τής Ιστορίας ήτο δυνατόν νά ερμηνεύση τήν θείαν Αποκάλυψιν. Πρέπει, επί πλέον τού πατερικού πνεύματος, νά αναλάβωμεν ως Εκκλησία τήν θείαν υπευθυνότητα καί τόλμην καί γενναιότητα τών Πατέρων καί νά θεολογήσωμεν τόν Χριστόν, τό Ευαγγέλιον καί τήν Εκκλησίαν. Όχι μέ νομοκρατικήν φαρμακίδειον, φερ᾿ ειπείν, σωματειακήν αντίληψιν τής Εκκλησίας, αλλά τής Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού, ζώντος εν τή αναστάσει.
Αδελφοί μου,
Τώρα εισερχόμεθα εις τήν Αγίαν Τεσσαρακοστήν καί στό βάθος μάς αναμένει τό δράμα, τό θαύμα καί τό βίωμα τής Αναστάσεως, τό κατ᾿ εξοχήν βίωμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άς πορευθώμεν πρός αυτό τό όραμα καί βίωμα, όχι ασυγχώρητοι, όχι μή συγχωρήσαντες, όχι εν νηστεία απλώς κρέατος καί ελαίου, όχι εν υποκρισία, αλλά εν θεία ελευθερία εν πνεύματι καί αληθεία. Εν τώ πνεύματι τής αληθείας, εν τή αληθεία τού πνεύματος.
Λόγοι καί Ομιλίαι, 1991, εκδ. Πανσέληνος
πηγή
Απαράδεκτο κήρυγμα που κατασκανδάλισε τον πιστό λαό αφού με σοφιστείες και τεχνηέντως διαφοροποιήθηκε απ την επίσημη εκκλησιαστική διδαχή. Γι αυτό το λόγο και ο μακαριστός αμύντορας των εκκλησιαστικών παραδόσεων Φλωρίνης Αυγουστίνος μήνυσε το μακαριστό Μελίτωνα στην ιερά σύνοδο το Μάρτιο του 1970.
ΑπάντησηΔιαγραφή