Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 15, 2013

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ*



GERVN IAKOBOS TSALIKHS
Ὁ Γέροντας τῆς ἀ­γά­πης τῆς
συγ­γνώ­μης καί τῆς δι­α­κρί­σε­ως.

Ἐ­λά­χι­στος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος
π. Ἰάκωβος ἁ­μαρ­τω­λός
Ι. Μ. Μα­κρυ­μάλ­λης Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Ψα­χνά
30-7-2010

Ἡ ἀ­νάγ­κη μέ ἔ­κα­νε ἀ­πό σε­βα­σμό στόν Γέροντα καί σάν πνευ­μα­τι­κό του παι­δί ἀ­πό τό 1982, καί με­τά τό 1988 πού ἦλ­θα στήν Μο­νή γιά μο­να­χός μέ­χρι τό 1991, νά γρά­ψω αὐ­τά πού ἔ­ζη­σα τόν Γέροντα ἀ­πό κοντά καί τίς δι­ά­φο­ρες μαρ­τυ­ρί­ες πού ὁ ἴ­διος μοῦ κα­τέ­θε­τε, ὧ­ρες ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως καί κα­τα­νύ­ξε­ως καί γε­μᾶ­τες μέ πλοῦ­το πνευ­μα­τι­κῆς κα­τά­στα­σης πρός ὠ­φέ­λεια ψυ­χῶν γιά τήν σω­τη­ρί­α μας.
Στήν Μο­νή τοῦ ὁ­σί­ου Δαυ­ΐδ εἶ­μαι ἀ­πό τό 1988 μέ­χρι τό 2008 σάν μο­να­χός, σάν λα­ϊ­κός ἀ­πό τό 1982. Τώρα, μέ εὐ­λο­γί­α Πνευ­μα­τι­κοῦ καί Ἐ­πι­σκό­που βρί­σκο­μαι στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μα­κρυ­μάλ­λης Ψα­χνῶν Εὐβοίας.
Ὁ γέροντας π. Ἰάκωβος γεν­νή­θη­κε στό Λι­βί­ση τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Ὁ πα­τέ­ρας του λε­γό­ταν Σταῦ­ρος καί ἡ μη­τέ­ρα του Θε­ο­δώ­ρα.
Ὁ γέ­ρον­τας Ἰάκωβος ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἀ­γά­πης, προ­σευ­χῆς, τα­πει­νώ­σε­ως καί ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, πα­ρά­δειγ­μα πρός μί­μη­ση, πραγ­μα­τι­κός κα­λό­γε­ρος, αὐ­στη­ρός, δι­α­κρι­τι­κός καί πλή­ρης χά­ρι­τος Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος. Εἶ­χε πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση πού ὅ­ταν σέ ἔ­βλε­πε γιά πρώ­τη φο­ρά σοῦ ἔ­λε­γε τό ὄ­νο­μά σου καί πολ­λά καί δι­ά­φο­ρα πού ἐ­σύ τά εἶ­χες μέ­σα σου σάν ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά. Ἀλ­λά ἔ­κρυ­βε τό χά­ρι­σμα αὐ­τό ὅ­σο μπο­ροῦ­σε γιά νά φυλαχθεῖ ἀπό τήν κε­νο­δο­ξί­α καί τόν ἐ­γω­ϊ­σμό.
Στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση.
Κάποτε ἦλ­θαν δύ­ο παι­διά ἀ­πό Ἀ­θή­να καί εἶ­χαν μα­ζί τους μί­α κο­πέλ­λα πού ζοῦ­σε στήν ἁ­μαρ­τί­α. Μόλις ἔ­φτα­σαν στήν Μο­νή συ­νάν­τη­σαν τόν γέροντα. Ὁ γέροντας μέ τήν πρά­η καί γλυ­κειά καί ἥ­με­ρη μορφή κα­λο­σώ­ρι­σε τά παι­διά. Καί αὐ­τά εἶ­παν, γέροντα φέ­ρα­με μί­α κο­πέλ­α καί θέ­λει νά σᾶς δῆ, ζεῖ στήν ἁ­μαρ­τί­α νά τῆς δε­ί­ξε­τε ἀ­γά­πη, εἶ­παν τά παι­διά, γιατί τήν πή­γα­με καί σ᾿ ἄλ­λον Πνευ­μα­τι­κό, ἀλ­λά τί­πο­τα. Ὁ γέροντας ρω­τᾶ τήν κο­πέλ­α:
- Πῶς σᾶς λέ­νε καί ἀ­πό ποῦ εἶ­στε;
Αὐ­τή εἶ­πε:
- Γέροντα ἐ­γώ εἶ­μαι λε­σβί­α καί ἁ­μαρ­τω­λή.
Ὁ γέροντας τό­τε λέ­ει:
- ἄχ! πό­σο χα­ί­ρο­μαι κο­πέλλα μου πού εἶ­σαι ἀ­πό τή Λέσβο πού ἔ­χει βγά­λει ἁ­γί­ους, Ἅγ. Ρα­φα­ήλ καί Εἰ­ρή­νη, χα­ί­ρο­μια.
Ἡ κο­πέλ­α τά ἔ­χα­σε, τί λέ­ει τώ­ρα, θά σκέφτηκε!
Ὁ γέροντας τῆς λέ­ει:
- Πᾶ­με μέσ᾿ τόν Ἅγ. Χα­ρά­λαμ­πο νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς, νά μοῦ πῆς γιά τήν Πα­τρί­δα σου τήν ὡ­ρα­ί­α Λέσβο καί ὅ­τι ἄλ­λο ἔ­χεις πού σέ στε­να­χω­ρεῖ.
Πῆ­γαν μέ­σα ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε ἡ κο­πέλ­α καί βγῆ­κε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος ἔ­ξω: «Αὕ­τη ἡ ἀλ­λο­ί­ω­σις τῆς Δε­ξιᾶς τοῦ Ὑ­ψί­στου».
Ὁ γέροντας τῆς εἶ­πε:
- Δέν μι­σῶ ἐ­σέ­να παι­δί μου ἀλ­λά τήν ἁ­μαρ­τί­α.
Ὁ γέροντας ἔ­λε­γε, ὅτι ὅ­ταν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σε ἔ­κα­νε προ­σευ­χή νά κρα­τά­η τά κα­λά καί νά κά­νη προ­σευ­χή, καί τά ἄ­σχη­μα νά τά διώ­χνη. Ὁ γέροντας πο­νοῦ­σε μέ τόν πό­νο τοῦ ἄλ­λου καί ἔ­κλαι­γε καί προ­σευ­χό­ταν καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε γιά τήν σω­τη­ρί­α τῆς ἀ­θά­να­της ψυ­χῆς. Σάν Πνευ­μα­τι­κός δέν ἔ­βα­ζε αὐ­στη­ρο­ύς κα­νό­νες μπο­ρεῖ νά τό ἔ­κα­νε καί ὁ ἴ­διος γιά κά­ποι­ο λό­γο.
Μία φο­ρά κα­θό­ταν στό κελ­λί του, τόν λέ­ω, γέροντα ἦλ­θαν δύο­ νέ­οι καί σᾶς ζη­τοῦν καί ἀ­μέ­σως, μέ μιά γλυ­κύ­τη­τα, μέ μιά ἠ­ρε­μί­α καί γα­λή­νια φω­νή μοῦ λέ­ει, ἔρ­χο­μια, πά­τερ μου, ἀ­μέ­σως. Μόλις βγῆ­κε ἐ­νῶ δέν ἤ­ξε­ρε κα­θό­λου τά παι­διά οὔ­τε τά εἶ­χε δεῖ ξα­νά, οὔ­τε αὐ­τόν αὐ­τά, το­ύς εἶ­πε τά ὀ­νό­μα­τά τους. Κα­λῶς τόν Κώστα καί Γι­ῶρ­γο πού ἔρ­χον­ται ἀ­πό Κα­τε­ρί­νη. Τά παι­διά τά ἔ­χα­σαν. Καί ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν καί το­ύς τά εἶ­πε ὅ­λα ὁ γέροντας αὐ­τά πού ἤ­θε­λαν.
-Γέροντα ποῦ τό ξέ­ρα­τε πῶς μᾶς λέ­νε καί ἀ­πό ποῦ ἐρ­χό­μα­στε;
Καί ὁ γέ­ρον­τας εἶ­πε:
-  Ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ ἔρ­χε­ται στό δω­μά­τιό μου καί μοῦ λέ­ει, γέροντα ἦλ­θε ὁ τά­δε καί ὁ τά­δε ἔ­χουν αὐ­τό τό πρό­βλη­μα βγές νά το­ύς μι­λή­σης. Καί ἔ­τσι βγα­ί­νει, μέ ἀ­γά­πη, προ­σευ­χή πο­λύ καί προ­σο­χή.
Λει­τουρ­γός
Ὁ Γέροντας λει­τουρ­γοῦ­σε κα­θη­με­ρι­νά σχε­δόν, ἔ­λε­γε συ­χνά «συ­ζῶ καί συλ­λει­τουρ­γῶ μέ τήν ἁ­γί­α Τρι­ά­δα. Ζεῖ Κύριος ὁ Θε­ός».
Κάποτε λει­τουρ­γοῦ­σε καί ἤ­μουν δι­α­κο­νη­τής στό Ἱ­ε­ρό, τό­τε μο­να­χός Ἱ­λα­ρί­ων. Ἦ­ταν μα­ζί μέ κά­ποι­ο ἱ­ε­ρέ­α, ἀ­κοῦ­στε τό θαυ­μα­στό. Τήν ὥ­ρα πού εἶ­πε ὁ γέροντας «πρό­σχω­μεν, τά­ ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», ἀ­μέ­σως κα­τα­νύ­χτη­κε ἔ­λαμ­ψε ὁ­λό­κλη­ρος ὅ­πως μᾶς τό ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος, καί εἶ­δε πά­νω στό ἅ­γιο Δι­σκά­ριο τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τό βρά­δυ εἶ­χε ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ στόν γέροντα ἀλ­λά εἶ­χε τό λο­γι­σμό ἄν γί­νε­ται πραγματικά σῶ­μα καί αἷ­μα, τόν πε­ί­ρα­ζε ὁ λο­γι­σμός, δέν τό εἶ­πε στόν γέροντα καί τήν ὥ­ρα τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας μό­λις εἶ­δε τόν γέροντα νά συγ­κι­νῆ­τε καί νά κλα­ί­η λέ­ει ὁ πά­τερ:
-Γέροντα τί πά­θα­τε, τί συμ­βα­ί­νει;
Καί ὁ γέροντας ἀ­πάν­τη­σε:
- Γιά τήν ἀ­πι­στί­α σας καί τό λο­γι­σμό πού εἴ­χα­τε πά­τερ καί δέν μοῦ τό εἴ­πα­τε.
Μέ δά­κρυ­α στά μά­τια καί λυγ­μο­ύς λέ­ει:
- χ!, πά­τερ μου, ζεῖ Κύριος ὁ Θε­ός, ἄν εἶ­χες μά­τια πνευ­μα­τι­κά θά ἔ­βλε­πες ὅ­πως βλέ­πω ἐ­γώ τό ἅ­γιο Δι­σκά­ριο γε­μᾶ­το αἵ­μα­τα καί νά στά­ζη πά­νω στό Ἀν­τι­μήν­σιο, εἶ­δες πά­τερ, «θαυ­μα­στός ὁ Θε­ός ἐν τοῖς ἁ­γί­οις αὐ­τοῦ». Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας γο­νά­τι­σε καί γε­μᾶ­τος φό­βο καί τρό­μο συ­νέ­χι­σε τήν Λει­τουρ­γί­α.
Ὁ γέροντας ἔ­βλε­πε πολ­λά καί ἄ­κου­γε κα­τά τήν δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Ἐ­νῶ τόν βλέ­πα­με στόν Ὄρ­θρο κα­τα­βε­βλη­μέ­νο καί κου­ρα­σμέ­νο, στήν Θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α πέ­τα­γε, ἀ­να­στη­νό­ταν γι­νό­ταν ἄλ­λος Ἰάκωβος, οὐ­ρά­νιος ἄν­θρω­πος καί ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος.
Ἀ­κό­μα εἶ­χε τό χά­ρι­σμα καί ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε, ἄν κά­ποι­ος ἦ­ταν ἀ­νά­ξιος ἔ­βλε­πε ἄγ­γε­λο νά πα­ίρ­νη μέ­σα ἀ­πό τή λα­βί­δα τό αἷ­μα.
Νύχτες ὁ­λό­κλη­ρες ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καί προ­σευ­χό­ταν γιά ὅ­λους καί ὅ­λα. Δι­ά­βα­ζε τό Ψαλ­τή­ρι ὁ­λό­κλη­ρο. Ἦ­ταν αὐ­στη­ρός νη­στευ­τής στόν ἑ­αυ­τό του καί ἐ­πι­ει­κής στο­ύς ἄλ­λους.
Μία Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή τήν ὥ­ρα τῆς Ἀ­πο­κα­θη­λώ­σεως μό­λις κα­τέ­βα­σε τό Σῶ­μα ἔ­κλαι­γε καί δά­κρυ­σε πο­λύ μέ με­γά­λη συγ­κί­νη­ση καί δέ­ος. Καί με­τά μᾶς εἶ­πε:
- «Πα­τέ­ρες μου, σή­με­ρα δέν κα­τέ­βα­σα σῶ­μα ἁ­γι­ο­γρα­φη­μέ­νο, ἀλ­λά σῶ­μα ἀν­θρώ­πι­νο, οἱ φλέ­βες του χτυ­ποῦ­σαν στή δι­κι­ές μου φλέ­βες. Ἡ σάρ­κα του ἀ­κο­ύμ­πα­γε στήν δι­κιά μου σάρ­κα. Κα­τα­λά­βαι­να τό αἷ­μα νά τρέ­χη στίς φλέ­βες του».
Μία φο­ρά σάν μο­να­χός κα­θά­ρι­ζα τό Ἱ­ε­ρό τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ. Μπα­ί­νει ὁ Γέροντας μέ­σα πά­ει μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ ἀρ­χί­ζει νά μι­λά­η στόν Ἅ­γιο νά τοῦ δι­α­βά­ζη ἕ­να γράμ­μα καί νά τοῦ λέ­η γιά κά­ποι­ον ἀ­σθε­νή νά πά­η νά τόν κά­νη κα­λά. Τά ἔ­λε­γε αὐ­τά γε­μᾶ­τος συγ­κί­νη­ση καί θαυ­μα­σμό λές καί ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος δί­πλα του πα­ρών, καί ἦ­ταν.
Ἐ­μέ­να μοῦ ἔ­πε­σε τό φα­ρά­σι μές τό Ἱ­ε­ρό πού σκο­ύ­πι­ζα καί ρώτησε:
-Ποι­ός εἶ­ναι μέ­σα;
-Γέροντα ἐ­γώ, τοῦ λέ­ω.
-Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου, ἔ­χεις ὥ­ρα, μέ ἄ­κου­σες αὐ­τά πού ἔ­λε­γα, μήν μέ πα­ρε­ξη­γή­σεις, ἔ­χω πά­ρει κά­τι χά­πια γιά τήν καρ­διά καί βλέ­πω πα­ραι­σθή­σεις, τἄ­χω χα­μέ­να, ἔ­χω ζα­λά­δα.
(Φυ­σι­κά γιά νά κρύ­ψη τήν ἀ­ρε­τή τῆς προ­σευ­χῆς ποὖ­χε καί μί­λα­γε μέ τόν Ἅ­γιο, πού τὄ­κα­νε συ­χνά).
Μοῦ λέ­ει:
- Πά­τερ, μήν λές τί­πο­τα τί ἄ­κου­σες καί τί εἶ­δες, μή μᾶς κο­ρο­ϊ­δέ­ψουν.
-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο, Γέροντα.
Τό ἀ­πό­γευ­μα μέ βλέ­πει στήν κου­ζί­να πού μα­γε­ί­ρευ­α για­τί εἶ­χα τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ μά­γει­ρα καί ἤ­μουν βο­η­θός τοῦ π. Κυρίλλου καί μοῦ λέ­ει δι­α­κρι­τι­κά, «Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου, χί­λια συγ­γνώ­μη πού σοῦ εἶ­πα ψέ­μα­τα τό πρωΐ στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Δέν εἶ­χα ζα­λά­δα οὔ­τε χά­πια πῆ­ρα, ἀλ­λά ἁ­πλά ἤ­θε­λα νά κρύ­ψω τήν ἀ­ρε­τή τῆς προ­σευ­χῆς καί τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α πού ἔ­χω μέ τόν Ἅ­γιο μή­πως πέ­σω σέ κε­νο­δο­ξί­α καί χα­θῶ. Ὅ,­τι θέ­λω ἔ­τσι τό ζη­τῶ ἀ­πό τόν Ἅ­γιο καί μοῦ τό δί­νει».
Ὁ γέροντας δι­ά­βα­ζε συ­νέ­χεια Πα­ρα­κλή­σεις, εὐ­χές, ἔ­κα­νε καί 40λείτουργο. Ἔ­γρα­φε τά ὀ­νό­μα­τα καί ἔ­βα­ζε σα­ράν­τα (/////…) γραμ­μές καί κά­θε μέ­ρα ἔ­σβη­νε καί ἀ­πό μί­α ἀλ­λά μό­λις ἔ­σβη­νε τήν μί­α πρό­σθε­τε ἄλ­λη ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά. Καί κά­ποι­ος ἀ­δελ­φός τοῦ λέ­ει, γέροντα ἀ­φοῦ σβή­νεις για­τί γρά­φεις πά­λι γραμ­μή ἄλ­λη, καί λέ­ει, «κα­λύ­τε­ρα νά κά­νου­με πά­νω ἀ­πό 40 Λει­τουρ­γί­ες γιά νά ἔ­χου­με μι­σθό πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ὠ­φέ­λεια ψυ­χῶν».
Μία φο­ρά κα­θα­ρί­ζα­με τό ναό τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ γιά τήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί κα­θα­ρί­ζα­με τό Δε­σπο­τι­κό καί λέ­με, «Γέροντα, ἀ­φοῦ ὁ Δε­σπό­της δέν ἔρ­χε­ται, κα­λό εἶ­ναι τόσο πού τό καθαρίσαμε». Καί ὁ γέροντας εἶ­πε, «ἐ­γώ βλέ­πω τόν Δε­σπό­τη Χρι­στό ποὖ­ναι κα­θη­με­ρι­νά ἐ­πά­νω καί πα­ίρ­νω εὐ­χή».
Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη
Ὁ γέροντας ἔ­λε­γε, πρέ­πει νά κά­νου­με ἀ­γόγ­γυ­στη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί νά τί ἔ­κα­νε ὁ ιδιος: Ὅ­ταν ὁ γέροντας ἦ­ταν στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο ἄρ­ρω­στος, στό Γε­νι­κό Ἀ­θη­νῶν, ἔρ­χον­ταν πο­λύς κό­σμος νά τόν δῆ νά πά­ρη εὐ­λο­γί­α καί φυ­σι­κά ἄ­φη­ναν καί κά­τι στό γέροντα γιά τίς ἀ­νάγ­κες μές τό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ὁ γέροντας πάν­τα μέ τήν εὐ­χή, πάν­τα μέ τήν προ­σευ­χή ζοῦ­σε κα­τα­στά­σεις οὐ­ρά­νι­ες. Ὅ­ταν τόν ἔ­δι­ναν κά­ποι­ο φα­κελ­λά­κι καί εἶ­χε κά­τι μέ­σα δέν τό ἔ­παιρ­νε, ἔ­λε­γε ἄ­στο πά­τερ μου μές στό κο­μο­δί­νο, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε κα­λό­γε­ροι νά μήν λέ­νε ὅ­τι ζη­τᾶ­με χρή­μα­τα καί ἔ­χου­με φι­λαρ­γυ­ρί­α. Μία μέ­ρα, ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα, μοῦ λέ­ει ὁ γέ­ρον­τας:
-π. Ἰ­λα­ρί­ων, πᾶ­με δῶ δί­πλα νά δοῦ­με το­ύς ἀ­σθε­νεῖς νά ἐ­φαρ­μό­σου­με καί αὐ­τό πού λέ­ει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κρί­σε­ως.
-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο Γέροντα, πᾶ­με.
-Μόνο πά­ρε μέ­σα ἀ­πό τό κο­μο­δί­νο ἔ­χει 5-6 φα­κελ­λά­κια νά τά δώ­σου­με στο­ύς ἀ­σθε­νεῖς για­τί ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη, εἶ­ναι ψυ­χές φτω­χές καί πο­νε­μέ­νες.
-Λέω, Γέροντα, ὅ­λα ἤ νά κρα­τή­σω ἕ­να ἤ δύ­ο;
-Ὅ­λα, Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου. «Ἱ­λα­ρών γάρ δό­την ἀ­γαπᾶ ὁ Θεός».
Πήγαμε δί­πλα σέ δύ­ο θα­λά­μους το­ύς μί­λη­σε, το­ύς στα­ύ­ρω­σε, εὐ­χή­θη­κε πε­ρα­στι­κά καί δι­α­κρι­τι­κά χω­ρίς νά τόν πά­ρουν εἴ­δη­ση ἔ­βα­λε κά­τω ἀ­πό τό μα­ξι­λά­ρι τό φα­κελ­λά­κι μέ τά χρή­μα­τα καί φύ­γα­με. Με­τά ἀ­φοῦ ἐ­πι­στρέ­ψα­με στό θά­λα­μο ἦλ­θε κά­ποι­α κυ­ρί­α καί λέ­ει, γέροντα εὐ­χα­ρι­στῶ γιά ὅ­λα πού κά­να­τε.
-Δέν ἔ­κα­να τί­πο­τα τέ­κνο μου, ἁ­πλά μία εὐ­χή καί μία δέ­η­ση γιά τα­χε­ί­α ἀ­νάρ­ρω­ση.
-Ὄ­χι γέ­ρον­τα, γιά τά χρή­μα­τα πού μᾶς βά­λα­τε στό μα­ξι­λά­ρι.
Τότε ὁ γέροντας ἀ­να­ση­κώ­θη­κε ὅ­πως ἦ­ταν στό κρεβ­βά­τι, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί λέ­ει. «ἄ­κου, τέ­κνο μου, ἐ­γώ δέν ἔ­κα­να τί­πο­τα. Μπο­ρεῖ οἱ νο­σο­κό­μες πού κα­θάριζαν νά τίς δώ­σα­νε κά­τι καί κα­τά λά­θος τήν ὥ­ρα πού ἔ­βα­λε τό μα­ξι­λά­ρι νά ἔ­βα­λε καί τό φα­κελ­λά­κι, ἐ­γώ δέν γνω­ρί­ζω. Κρά­τη­σέ το, καί ἄν ἔλ­θει καί τό ζη­τή­σει δῶ­στο, ἄν ὄ­χι, κρά­τη­σέ το. Ἐ­γώ εἶ­μαι κα­λό­γε­ρος καί δέν ἔ­χω χρή­μα­τα».
Ἔ­τσι ἀ­να­πα­ύ­τη­κε ἡ Μα­ρί­α καί ὁ γέροντας πῆ­ρε τό μι­σθό τῆς ἀ­γόγ­γυ­στης ἐ­λε­η­μο­σύ­νης.
Κάποτε πῆ­ρε κά­ποι­ο φά­κελ­λο στά χέ­ρια του ἀ­πό κά­ποι­ο προ­σκυ­νη­τή ἤ­μουν πα­ρών σάν μο­να­χός μέ ἀρ­κε­τά χρή­μα­τα. Με­τά ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Παῦ­λος καί τοῦ δί­νει τό φά­κελλο γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γιά κά­ποι­ο ἀ­σθε­νή παι­δί πού θά πή­γαι­νε στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό.
-Λέω, Γέροντα μή­πως εἶ­ναι πολ­λά καί πρέ­πει νά κρα­τή­σε­τε κά­τι;
-Καί μοῦ λέ­ει, ὄ­χι πά­τερ μου, ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ θά τά φέ­ρη δι­πλά­σια.
Καί ὄντως, με­τά δύ­ο κι­ό­λας ὧ­ρες, ἦλ­θε κά­ποι­ος ἀ­φή­νον­τας στόν γέροντα μί­α ἐ­πι­τα­γή μέ δι­πλά­σιο πο­σό ἀ­πό αὐ­τό πού ἔ­δω­σε ὁ γέροντας. Ὁ γέροντας συγ­κι­νη­μέ­νος μέ δά­κρυ­α στά μά­τια ση­κώ­νε­ται πά­ει στήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ γο­να­τί­ζει καί εὐ­χα­ρι­στεῖ τόν Ἅ­γιο γιά τό κα­θη­με­ρι­νό θαῦ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης.
Ρώτησαν κά­πο­τε τόν γέ­ρον­τα, πῶς μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί νά κά­νου­με ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­φοῦ ξέ­ρο­με ὅ­τι στό Κοι­νό­βιο ἐ­λε­η­μο­σύ­νη κά­νει ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος. Καί ὁ γέροντας εἶ­πε, «ἐ­μεῖς κά­νου­με διά τῆς εὐ­χῆς καί τῆς προ­σευ­χῆς, μπο­ρεῖ νά μᾶς δώ­σουν κά­ποι­ο ὄ­νο­μα καί νά κά­νο­με κομ­βο­σχοι­νά­κι καί προ­σευ­χή».

Συνεχίζεται


Ἐ­λά­χι­στος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος
π. Ἰάκωβος
ἁ­μαρ­τω­λός
Ι. Μ. Μα­κρυ­μάλ­λης Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Ψα­χνά
30-7-2010

Δι­ά­φο­ρα
Ὁ Γέροντας ἔ­λε­γε νά ζοῦ­με πνευ­μα­τι­κή ζωή νά ὑ­πα­κο­ύ­ω­με στόν Πνευ­μα­τι­κό, νά ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­θα, νά κοι­νω­νοῦ­με τα­κτι­κά καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ν᾿ ἀ­πο­φε­ύ­γο­με τήν κα­τά­κρι­ση. Νά με­λε­τᾶ­με πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α, Ἁ­γί­α Γρα­φή, Ψαλ­τή­ρι καί ν᾿ ἀ­κοῦ­με πάν­τα ὠ­φέ­λι­μες καί πνευ­μα­τι­κές συ­ζη­τή­σεις.
Ἄν ἀ­κοῦ­με κά­τι ἄ­σχη­μο ἀ­μέ­σως νά τό δι­ώ­χνου­με, ἀ­πό τό ἕ­να αὐ­τί νά μπα­ί­νουν καί ἀ­πό τό ἄλ­λο νά βγα­ί­νουν.
Ἀν­δρό­γυ­να
Ἦ­ταν κά­ποι­ο ἀν­δρό­γυ­νο εὐ­λα­βές καί εἶ­χαν 9 παι­διά. Ὁ σύ­ζυ­γος ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ εὐ­λα­βής καί ὀ­λί­γον τι ζη­λω­τής στά πνευ­μα­τι­κά. Κα­τά γράμ­μα ἤ­θε­λε νά τά κά­νη ὅ­λα σάν κα­λό­γε­ρος. Ἡ γυ­να­ί­κα πα­ρα­πο­νι­ό­ταν στό γέροντα ὅ­τι κου­ρά­ζε­ται καί θέ­λει βο­ή­θεια. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στήν Μο­νή τό βρά­δυ μό­νη ἡ σύ­ζυ­γος μέ τά παι­διά, κλα­ί­γα­νε, φώ­να­ζαν αὐ­τά, ἔ­κλαι­γε καί κου­ρα­ζό­ταν.
Αὐ­τός πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁγ. Ἀ­ναρ­γύ­ρων ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες, κομ­βο­σχο­ί­νια καί ἀ­γρυ­πνοῦ­σε. Ἡ σύ­ζυ­γος πα­ρα­πο­νι­ό­ταν καί ἔ­κλαι­γε στό γέ­ρον­τα καί εἶ­χε κά­ποι­ο δί­κη­ο.
Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ γέροντας μό­λις το­ύς εἶ­δε στήν αὐ­λή μα­ζί, κα­τά­λα­βε ὅ­τι κά­τι συμ­βα­ί­νει καί ὅ­τι εἶ­χαν ἔλ­θει σέ λί­γο καυ­γά με­τα­ξύ τους. Ὁ γέροντας μι­λά­ει μέ γλυ­κά λό­για καί δι­ά­κρι­ση νά πα­ρη­γο­ρή­ση τήν πο­νε­μέ­νη μη­τέ­ρα καί κου­ρα­σμέ­νη, καί δι­α­κρι­τι­κά μέ τό χα­μό­γε­λο λέ­ει: Σέ χά­ρη­κα, ἀ­πό­ψε ἔ­ψαλ­λες ὅ­λη τήν νύ­κτα καί προ­σευ­χό­σουν, κα­λά ἔ­κα­νες. Ἀλ­λά θά εἶ­χε με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α καί μι­σθό ἄν κα­θό­σουν μι­σή ὥ­ρα καί ὄ­χι τρεῖς ὧ­ρες καί ἤ­σουν κοντά στήν γυ­να­ί­κα σου καί τή βο­η­θοῦ­σες γιά τά παι­διά νά φᾶ­νε καί νά κοι­μη­θοῦν. Για­τί γιά σᾶς το­ύς παν­τρε­μέ­νους κομ­βο­σχο­ί­νια καί με­τά­νοι­ες εἶ­ναι τά παι­διά σας. Ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν θἄ­χε­τε και­ρό νά κά­νε­τε «ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελφό βο­η­θο­ύ­με­νος». Νά γί­νε­ται πάν­τα κά­τι ἐν κοι­νῇ συ­ναι­νέ­σῃ.
Μνή­μη θα­νά­του
Ὁ Γέροντας δια­ρκῶς ἐν­θυ­μεῖ­το τό θά­να­το. Κάθε βρά­δυ πού πη­γα­ί­να­με γιά Ἀ­πό­δει­πνο ἔ­κα­νε πῶς θά ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος στό νε­κρο­κρέβ­βα­το καί ἔ­λε­γε τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί μᾶς ἔ­λε­γε, πα­τέ­ρες ἐ­γώ τήν ἔ­χω δι­α­βά­σει ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί εἰς κο­σμι­κό καί εἰς ἱ­ε­ρέ­α καί μο­να­χό.
Ὅ­ταν τοῦ εἶ­πα ὅ­τι πέ­θα­νε ἡ ἀ­δελφή του ἦ­ταν στόν κῆ­πο, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί ἀ­μέ­σως ἔ­ψαλ­λε «Κύριος ἔ­δω­κε Κύριος ὠ­φει­λέ­το».
Μνη­μό­νευ­ε χι­λι­ά­δες ὀ­νό­μα­τα ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων καί ἔ­βλε­πε ἀ­κό­μη σέ τί κα­τά­στα­ση βρί­σκε­ται ὁ κα­θέ­νας.
Ὅ­ταν κά­να­με κά­ποι­ο δι­α­κό­νη­μα καί δέν τό εἴ­χα­με κά­νει κα­λά ἤ στόν κῆ­πο ἤ στήν κου­ζί­να ἤ στήν Ἐκ­κλη­σί­α πέρ­να­γε μᾶς εὐ­λο­γοῦ­σε μᾶς ἔ­δι­νε μία κα­ρα­μέλ­λα ἄν εἶ­χε στήν τσέ­πη του ἤ ἕ­να στρα­γά­λι καί ἔ­λε­γε δι­α­κρι­τι­κά. Ἄχ! πά­τερ μου, τό­τε πού ἐ­γώ ἤ­μουν νέ­ος ἔ­κα­να καί ἄ­στρα­φταν ὅ­λα μές στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε μία ἀ­ρά­χνη (ἄς εἴ­χα­με ἀ­ρά­χνες ἐ­μεῖς). Τά ξύ­λα στόν κῆ­πο τά ξε­ρά τά μά­ζευ­α ὅ­λα μέ προ­σο­χή καί τά­ξη δέν τά ἄ­φη­να πε­ταγ­μέ­να ἄλ­λα δῶ καί ἄλ­λα κεῖ. Στήν κου­ζί­να ὅ­λα κα­θα­ρά καί τά πι­ά­τα στήν θέ­ση τους, ὅ­λα τε­λε­ί­ω­ναν. Τώρα γέ­ρα­σα καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω τί­πο­τα εἶ­μαι ἄ­χρη­στο σκεῦ­ος τρώ­ω τό φα­γη­τό τοῦ Ἁ­γί­ου τζάμ­πα.
Τά ἔ­λε­γε αὐ­τά καί μᾶς ἔ­κα­νε νά εἴ­μα­στε πιό πρό­θυ­μοι στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί προ­σε­χτι­κοί. Ἦ­ταν χα­ρα­κτῆ­ρας λε­πτός γε­μᾶ­τος ἀ­γά­πη καί δι­ά­κρι­ση.
Ἔ­λε­γε, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πρέ­πει νά κά­νη τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του κα­θη­με­ρι­νά πρωΐ-βρά­δυ, νά δι­α­βά­ζη τήν Θε­ί­α Με­τά­λη­ψη καί Θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, νά ἔ­χη συ­χνή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή εἶ­ναι κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό κά­τι πού δέν τό ἔ­χουν ὅ­λοι, ἔ­χει τήν Ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Πι­ά­νει τόν ἴ­διο τό Χρι­στό στά χέ­ρια του κα­θη­με­ρι­νά.
Οἱ μο­να­χοί νά ἔ­χου­με τα­πε­ί­νω­ση καί ἀ­γά­πη με­τα­ξύ μας ὁ κύ­ριος σκο­πός μας εἶ­ναι νά φτά­σου­με στήν ἁ­γι­ό­τη­τα νά γί­νου­με ἅ­γιοι καί ὄ­χι νά δι­εκ­δι­κοῦ­με θέ­σεις καί πρω­το­κα­θε­δρί­ες. Νά τη­ροῦ­με τίς νη­στεῖ­ες, νά κά­νου­με τά πνευ­μα­τι­κά μας κα­θή­κον­τα, τόν κα­λο­γε­ρι­κό κα­νό­να, τά κομ­βο­σχο­ί­νια μας για­τί κά­ποι­α μέ­ρα θά τά βροῦ­με μπρο­στά μας. Ὅ­σο καί νά θέ­λου­με νά δι­και­ο­λο­γη­θοῦ­με ὁ πνευ­μα­τι­κός νό­μος θά μι­λή­ση.
Ὁ γέ­ρον­τας Ἰάκωβος εἶ­χε κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό κά­τι αὐ­τό πού ἔ­χουν σή­με­ρα ὅ­λοι οἱ σύγ­χρο­νοι ἅ­γιοι ὁ π. Πα­ΐ­σιος, π. Πορ­φύ­ριος καί ἄλ­λοι.
Εἶ­χε ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους καί γιά ὅ­λα, ἀ­γά­πη πού σ᾿ ἔ­κα­νε νά ζῆς καί νά πε­θα­ί­νης γιά τήν σω­τη­ρί­α σου, ἀ­γά­πη νά μι­λά­η μέ το­ύς Ἁ­γί­ους, μέ τή φύ­ση, μέ τό Σύμπαν, μέ τόν κό­σμο ὅ­λο καί ἔ­λε­γε, ἡ ἀ­γά­πη «κα­λύ­πτει ἀ­λή­θεια ἁ­μαρ­τι­ῶν». Γι᾿ αὐ­τό μέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη κέρ­δι­σε τίς καρ­δι­ές ὅ­λου τοῦ κό­σμου καί τίς ὁ­δη­γοῦ­σε στήν με­τά­νοι­α, ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, προ­σευ­χή, ὑ­πο­μο­νή, ἐ­πι­μο­νή καί ὑ­πα­κοή, στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Κάποτε κά­ποι­ος Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­πε στόν Γέροντα:
-Γέροντα θέ­λω νά μέ σταυ­ρώ­σε­τε νά γί­νω κα­λά.
-Καί ὁ Γέροντας εἶ­πε, ἐ­γώ ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός κα­λό­γε­ρος; 
-Ναί Γέροντα ἐ­σεῖς.
-Καί ὁ γέ­ρον­τας λέ­ει, νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο. Θά σᾶς πῶ κά­τι, λέ­ει ὁ γέροντας. Ἅ­γι­ε Ἀρ­χι­ε­ρεῦ καί ἐ­γώ παπ­ᾶς καί ἐ­σεῖς παπ­ᾶς, συγ­γνώ­μη αὐ­τό πού λέ­ω μέ πνευ­μα­τι­κό τό τρό­πο. Ἡ δι­α­φο­ρά εἶ­ναι, ὅ­τι μό­νο ἐ­σεῖς χει­ρο­το­νί­ες κά­νε­τε πού δέν κά­νου­με ἐ­μεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι.
-Καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­πε, γέ­ρων μέ­γα γέ­ρων Ἰάκωβε.
Τό βρά­δυ τήν πα­ρα­μο­νή τῆς χει­ρο­το­νί­ας μου εἰς δι­ά­κο­νον, ὁ Γέροντας μοῦ δι­ά­βα­σε τή συμ­μαρ­τυ­ρί­α, μοὖ­πε πολ­λές συμ­βου­λές καί εἶ­πε, ἄς σέ δῶ διᾶ­κο Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου καί ἄς πε­θά­νω.
-Γέροντα λέ­ω, μήν τό λέ­τε αὐ­τό.
-Βάλε τό κα­λυμ­μα­ύ­χι νά σέ δῶ.
-Γέροντα ἀ­κό­μα δέν ἔ­γι­να.
-Βάλτο λέ­ει, ξέ­ρω ἐ­γώ.
Καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε, μό­λις ἐ­πέ­στρε­ψε ἐ­κοι­μή­θη.
Ὁ Γέροντας τήν πε­ρί­ο­δο τῆς με­γά­λης Σα­ρα­κο­στῆς γιά τήν Πα­να­γί­α τοῦ 15/Αὔ­γου­στου ἔ­ψαλ­λε μέ εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη καί τά μά­τια του πάν­τα γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α. Ὅ­ταν δέν ἔ­ψαλ­λε ἦ­ταν γο­να­τι­στός πάν­τα μπρο­στά στήν Πα­να­γί­α καί ὅ­ταν ἔ­ψαλ­λε τό Με­γα­λυ­νά­ριο τῆς Πα­να­γί­ας «μή μοῦ ἐ­λέγ­ξεις τάς πρά­ξεις ἐ­νώ­πιον τῶν Ἀγ­γέ­λων» ὁ γέροντας μέ ἱ­λα­ρό πρό­σω­πο καί γε­μᾶ­τος δέ­ος καί κα­τά­νυ­ξη κο­ί­τα­γε τήν Πα­να­γί­α καί ἔ­λε­γε θά μᾶς τίς ἐ­λέγ­ξη μί­α πρός μί­α. Κρά­τα­γε στά χέ­ρια του τό κομ­βο­σχο­ί­νι καί δια­ρκῶς ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή «Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κε σῶ­σον ἡ­μᾶς» καί τόν κό­πο σου ἅ­παν­τα. Ἀ­γω­νι­οῦ­σε γιά τήν σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν τῶν ἀν­θρώ­πων ἤ­θε­λε ὅ­λοι νά σω­θοῦ­με καί νά κερ­δί­σου­με τόν Πα­ρά­δει­σο καί νά γί­νου­με ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἔ­βλε­πε καί συ­νο­μι­λοῦ­σε μέ τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ρῶσ­σο.
Μία φο­ρά πού κα­τέ­βαι­νε στήν Ἀ­θή­να γιά για­τρό ἤ­μουν μα­ζί του, μό­λις φτά­σα­με στόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Ρῶσ­σο πή­γα­με γιά τό ναό, μοῦ λέ­ει, βά­λε καί τό ρα­σά­κι σου Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου για­τί πᾶ­με πρός τό θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη. Εἶ­δες στό στρα­τό ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στό λο­χί­α ὁ λο­χα­γός φο­ρᾶ ἅ­πα­σα τήν στο­λή, ἔ­τσι εἶ­ναι καί μέ τόν Ἅ­γιο. Σε­βα­σμό ἀ­γά­πη καί εὐ­λά­βεια. Σάν Ἡ­γο­ύ­με­νος πού ἦ­ταν ἔ­πρε­πε νά ρή­ξη αὐ­τός τά λε­πτά γιά νά πά­ρου­με κε­ρί, βγά­ζει καί μοῦ δί­νει χρή­μα­τα ν᾿ ἀ­νά­ψω κε­ρί.
-Λέω Γέροντα, ἐ­σεῖς πού εἶ­στε Ἡ­γο­ύ­με­νος.
-Καί μοῦ λέ­ει, ἐ­γώ θ᾿ ἀ­νά­ψω, ἄ­να­ψε καί σύ Ἱ­λα­ρί­ω­νά μου γιά το­ύς γο­νεῖς σου καί ὅ­ποι­ον ἄλ­λον θές στόν Ἅ­γιο.
(Βλέ­πο­με λε­πτό­τη­τα καί δι­ά­κρι­ση τοῦ Γέροντα), δέν ἤ­θε­λε νά ξε­χω­ρί­ζη ἀ­πό κα­νέ­να.
Μόλις φτά­σα­με πρός τή λάρ­να­κα ὁ Γέροντας μοῦ λέ­ει, πά­τερ ζα­λί­στη­κα ἔ­χω κά­ποι­α ἀ­να­γο­ύ­λα μᾶλ­λον μέ πε­ί­ρα­ξε τό τα­ξί, πές τόν κύρ-Κώστα νά πε­ρι­μέ­νου­με μι­σή ὥ­ρα νά συ­νέλ­θω καί με­τά φε­ύ­γο­με.
-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο.
Με­τά μι­σή ὥ­ρα φύ­γα­με, ὁ Γέροντας πάν­τα χα­ρο­ύ­με­νος καί γε­μᾶ­τος δέ­ος καί συγ­κί­νη­ση φε­ύ­γον­τας ἀ­πό τόν Ἅ­γιο.
Με­τά ἀ­πό ἕ­να μῆ­να ἐ­πει­δή πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να τό ἀ­πό­γευ­μα τόν κα­φέ τοῦ Γέροντα στό κε­λλά­κι του, μοῦ λέ­ει: Ἱ­λα­ρί­ω­νά μου θέ­λω νά σοῦ πῶ κά­τι, ἀλ­λά δέν θά τό πῆς που­θε­νά μό­νο με­τά τόν θά­να­τό μου.
Κατ᾿ ἀρ­χάς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη καί νά σοῦ φι­λή­σω τό χέ­ρι γιά ἕ­να ψέμ­μα πού σοῦ εἶ­πα. Εἶ­ναι πά­τερ μου πνευ­μα­τι­κό τό θέ­μα θέ­λει πο­λύ προ­σευ­χή καί δι­ά­κρι­ση. Νά ξέ­ρης ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ρῶσ­σος εἶ­ναι ζων­τα­νός καί ὅ­τι τοῦ ζη­τή­σου­νε τό δί­νει μέ πί­στη καί ἀ­γά­πη καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο μέ τα­πε­ί­νω­ση. Τότε πού πη­γα­ί­να­με στήν Ἀ­θή­να μό­λις ἔ­φτα­σα μπρός στήν λάρ­να­κα, βλέ­πω πά­τερ μου, ἄ­κου­σα νά ἀ­νο­ί­γη ἡ λάρ­να­κα καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης νά βγα­ί­νη. Κάνω ὑ­πό­κλι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου καί μοῦ λέ­ει, π. Ἰάκωβε ἐ­πι­στρέ­φω σέ λί­γο για­τί πρέ­πει νά πά­ω κά­που γιά ἀ­σθε­νή.
Ἐ­γώ γε­μᾶ­τος ἐ­σω­τε­ρι­κή χα­ρά καί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση πλή­ρης χά­ρι­τος Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος καί τοῦ Ἁ­γί­ου ἔ­κα­να τό σταυ­ρό μου κά­θη­σα δί­πλα σ᾿ ἕ­να σκα­μνά­κι, ὅ­πως σοῦ εἶ­χα πεῖ γιά νά συ­νέλ­θω ἐ­πει­δή εἶ­χα ζα­λά­δα καί τόν ἴ­λιγ­γο καί προ­σευ­χό­μουν. Περ­νοῦ­σαν κό­σμος, προ­σκυ­νοῦ­σαν τόν Ἅ­γιο ἐ­νῶ ὁ Ἅ­γιος ἔ­λει­πε μέ­σα ἀ­πό τή λάρ­να­κα ἀλ­λά γιά νά δῆς ἔ­πρε­πε νἆ­χεις πνευ­μα­τι­κά μά­τια. Με­τά μι­σή ὥ­ρα ἔρ­χε­ται ὁ Ἅ­γιος ἀ­νο­ί­γει ἡ λάρ­να­κα μπα­ί­νει ὁ Ἅ­γιος μέ­σα, βά­ζω με­τά­νοι­α νά προ­σκυ­νή­σω, καί ἀ­κο­ύ­ω νά μοῦ λέ­η ὁ Ἅ­γιος: Πές π. Ἰάκωβε τί ἔ­χεις νά μοῦ πῆς.
Ἐ­γώ εἶ­πα τί εἶ­χα νά πῶ στόν Ἅ­γιο καί με­τά ἔ­φυ­γα γιά τήν Ἀ­θή­να μα­ζί σου μέ τό τα­ξί. Νά ξέ­ρης ὁ Ἅ­γιος εἶ­ναι ζων­τα­νός καί ἡ θρη­σκε­ί­α μας ζων­τα­νή «Ἅ­γιοι γί­νε­σθε ὅ­τι Ἅ­γιος εἰ­μι ἐ­γώ».
Καί ἄλ­λες πολ­λές φο­ρές ὁ γέροντας ἐ­ξι­στο­ροῦ­σε γιά τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Ρῶσ­σο καί γιά νά μήν τόν κα­τα­λά­βουν, ἔ­λε­γε κά­ποι­ος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος εἶ­δε τόν Ἅ­γιο καί τοῦ εἶ­πε αὐ­τό ἤ ἐ­κεῖ­νο καί ἦ­ταν ὁ ἴ­διος. Ὁ Γέροντας τῆς ἀ­γά­πης, τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, τῆς δι­α­κρί­σε­ως, τῆς ἀ­δι­α­λε­ί­πτου εὐ­χῆς. Καί ἄς μήν ἔ­λε­γε πολ­λά γιά τήν εὐ­χή.
Ὅ­ταν κά­να­με δι­α­κο­νή­μα­τα πολ­λά καί εἴ­μα­σταν κου­ρα­σμέ­νοι ὁ γέροντας ἔ­λε­γε, πα­τέ­ρες μου πές τε τό Πάτερ ἡ­μῶν καί πέ­στε νά ξε­κου­ρα­στεῖ­τε, δη­λα­δή εἶ­χε δι­ά­κρι­ση ἀ­κό­μα καί γιά τό θέ­μα τοῦ κα­νό­να τοῦ μο­να­χοῦ.
Θέλω πα­τέ­ρες νἆ­στε ἀ­γα­πη­μέ­νοι, νά κά­νε­τε τά δι­α­κο­νή­μα­τα καί τά πνευ­μα­τι­κά σας μέ μέ­τρο καί δι­ά­κρι­ση, νά μήν ξε­πα­το­θεῖ­τε στήν δου­λειά καί δέν μπο­ρεῖ­τε με­τά νά πῆ­τε ἕ­να Κύριε ἐ­λέ­η­σον.                  
Θά ἤ­θε­λα πολ­λά νά γρά­ψω γιά τόν Γέροντα ἀλ­λά λό­γῳ ποὖ­με λί­γο ἀ­γράμ­μα­τος ἀ­δυ­να­τῶ. Νά εὔ­χε­σθε νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με μα­ζί τόν Πα­ρά­δει­σο ἐν ἡ­μέ­ρᾳ Κρί­σε­ως.

         
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...