Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2022

«Πολλή ἁμαρτία, γι’ αὐτό πρέπει νά γίνει πόλεμος»... ~ Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος

 

Αποκαλύπτει ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος στον Άγιο Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη
Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο πατήρ Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο ναό για τη Θεία Λειτουργία περιέγραψε μέσα στο Ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικώ τω τρόπω» του είχε πει τη νύκτα που πέρασε – «ο Θεός οίδεν» – εμπρός στην Ιερή λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό του στο Προκόπι :

«- Νομίζουν πώς κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι χριστιανοί. Τους πάντας βλέπω.

Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από τη λάρνακά μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με βλέπουν. εγώ τους βλέπω και τους ακούω τί λένε. Και πάλι εισέρχομαι στη λάρνακά μου... Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω: πολλή η αμαρτία στον κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία.

– Γιατί τα λες αυτά Άγιέ μου; του απάντησα. Δέ βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά ;

– Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε: ''Γι΄ αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Διότι πολλή αμαρτία στον κόσμο...''

– Όχι, Άγιέ μου, του είπα αμέσως ταραγμένος. Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. στη Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά κι όταν ήλθαμε εδώ στην Ελλάδα. Ύστερα, Άγιέ μου, αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν.

– ''Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος..'' απάντησε λυπημένα μα με σταθερή φωνή ο Όσιος…

Για την εικόνα ΕΔΩ
Πηγή: Ψυχοσωτήρια διδάγματα σύγχρονων Γερόντων, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, σελ. 94.

Πηγή: hristospanagia.gr

http://pneumatoskoinwnia.blogspot.com

Πηγή μας εδώ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2022

Είμαι γη και σποδός! (Όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία)

«Ιδικόν μου ποτέ μου δεν επεθύμησα, μόνον λόγω της ασθενείας μου, διά τας ανάγκας, είχα αυτά τα πράγματα (σημ.: κάποια βιβλία και λίγα χρήματα). Ποτέ μου δεν εσκέφθην κάτι να το επιθυμήσω και έχω για τον εαυτό μου, γνωρίζοντας ότι είμαι γη και σποδός» (Όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία).

 

Τα λόγια αυτά αποτελούν μέρος ενός μικρού σημειώματος που έγραψε ο σύγχρονος μεγάλος όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης), τον Μάιο του 1977, όταν θεώρησε ότι εγγίζει το τέλος του μετά από βαριά αρρώστια. Και αποκαλύπτουν αυτό που ήταν ολόκληρη η εν Χριστώ βιοτή του: την άκρα ακτημοσύνη του και τη βαθειά ταπείνωσή του. Όταν βεβαίως έχει κανείς υπ’ όψιν του το πόσα χρήματα πέρναγαν διαρκώς από τα χέρια του αγίου ηγουμένου Ιακώβου όσο ζούσε, τα οποία του έδιναν οι διάφοροι ευεργετημένοι από αυτόν προσκυνητές, τότε καταλαβαίνει πληρέστερα το σημείωμα του οσίου. Διότι δεν ήταν ακτήμων επειδή απλώς δεν είχε τίποτε, αλλά ήταν και παρέμενε ακτήμων την ώρα που πακτωλός χρημάτων γέμιζαν το «ταγαράκι» του. Και τι γίνονταν όλα αυτά τα χρήματα; Τα έδινε αμέσως μόλις τα έπαιρνε σε αναγκεμένους και πτωχούς ανθρώπους, των οποίων γνώριζε το δύσκολο ιστορικό. «Το ταγαράκι στεκότανε πάντοτε στη θέση του, πάντα γεμάτο» σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής Πανεπιστημίου Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος, που τον είχε γνωρίσει πολύ καλά. Ο ίδιος ο άγιος μάλιστα έλεγε: «Έρχονται οι φτωχοί μου και λέω και τους δίνω. Και κείνο, (το ταγαράκι), δεν αδειάζει. Γυρίζω και το βρίσκω ξεχειλισμένο».  

Τα λόγια του δίνουν επαρκή εξήγηση της αφιλαργυρίας του: προέκρινε πάντοτε την προσφορά και την ελεημοσύνη, κατά τον λόγο του Κυρίου: «μακάριόν εστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν», είναι ευλογία και μακαριότητα για τον άνθρωπο να δίνει μάλλον παρά να παίρνει, διότι όχι μόνον δεν επιθυμούσε χρήματα και ό,τι άλλο υλικό αγαθό, αλλ’  ούτε καν ως σκέψη δεν περνούσε τέτοιος λογισμός από το μυαλό του. Κι είναι ευνόητο πότε μπορεί να συμβαίνει μία τέτοια υπερφυής κατάσταση: όταν η διάνοια του ανθρώπου και η καρδιά του και όλη η ψυχή του είναι στραμμένα προς τον Θεό και την αγάπη Του.

 Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρίσκεται ταυτοχρόνως στραμμένος σε δύο αντιθετικές καταστάσεις. Δεν μπορεί να είναι και με τον Θεό και με τον διάβολο. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» κατά τον ευαγγελικό λόγο. Ο άγιος Ιάκωβος, παιδιόθεν κυριολεκτικά, είχε ελκυστεί από την αγάπη του Θεού. Το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», η βασική εντολή δηλαδή του Θεού στον άνθρωπο, ήταν το αδιάκοπο και αταλάντευτο όραμα της ζωής του, που αγωνιζόταν με όλες τις δυνάμεις να το κάνει πράξη. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να ρέπει επί τα αισθητά, πολλώ δε μάλλον επί τα πονηρά; Ο άγιος ζούσε ήδη από τη ζωή αυτή τη μακαριότητα του Παραδείσου ως πολίτης του Ουρανού. Σε τέτοιους ανθρώπους σαν τον άγιο ηγούμενο βλέπουμε εφαρμοσμένο τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «δεν έχουμε εδώ στον κόσμο αυτό μόνιμη κατοικία, αλλά τη μελλοντική του Παραδείσου επιζητούμε».

Και ποιο το θεμέλιο της ολοσχερούς αυτής στροφής του αγίου Ιακώβου προς τον Ουρανό και την αγάπη του Θεού; Η βαθύτατη ταπείνωσή του. «Γη και σποδός ειμι», είμαι χώμα και στάκτη. Αυτό είναι το άνθος που ριζώνει στην καρδιά του ανθρώπου που ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Κυρίου Ιησού Χριστού: να ανοίγονται τα μάτια του για να βλέπει τη μηδαμινότητά του και να εκφράζεται η όραση αυτή ως αγάπη θυσιαστική προς τον συνάνθρωπό του, ιδίως τον πιο αδύναμο και αδικημένο ("οι φτωχοί μου": το "μου" αυτό πόση στοργή και φιλανθρωπία κρύβει!) - η μηδαμινότητα που αφήνει χώρο για την πλημμύρα του πλούτου της χάρης του Θεού. Πίστη στον Χριστό, ταπείνωση και αγάπη δηλαδή συνυπάρχουν αρμονικά και ταιριασμένα στον άνθρωπο του Θεού κι αυτός ο άνθρωπος, σαν τον μεγάλο Ιάκωβο, είναι εκείνος που τελικώς φανερώνεται ως ένας άλλος θεός επί της γης!

π. Γεώργιος Δορμπαράκης-Ακολουθείν

το μεταφέρουμε από εδώ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2017

Ο κανόνας του πνευματικού δεν λύνεται από κανέναν!

gerondas Iakovos

Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (1991) εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα νά μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.

-Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της.

-Μου έβαλε κανόνα ο π. ‘Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία.

-Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος.

-Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Νά έρθεις την Κυριακή νά σε κοινωνήσω.

Καθώς όμως πλησίασε ή γιαγιά νά μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την άγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της-θείας Κοινωνίας.


Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όπότε ή γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα ‘Ιάκωβο.

-Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει νά κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα.

Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε νά κοινωνήσει.

Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.

Όταν όμως πλησίασε νά κοινωνήσει, ή άγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.

Αυτό το παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον π. ‘Ιάκωβο.

Όταν κοινωνώ τούς ανθρώπους, διηγιόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος, ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους.

Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός νά τα κοιτάξω.

Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα νά έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων. Είναι φοβερή η μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά πού μετά τη θεία μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο.

Μία φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του: Μ’ έκαψε ή θεία Κοινωνία!…

Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα νά με καίει.

Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά.

–Σήμερα πού κοινώνησες, είπε σ’ ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ό Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.


ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής – Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2016

Η τελευταία μέρα του Γέροντα Ιακώβου(+21-11-1991)


 Ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος αγρύπνησε αποβραδίς με προσευχή. Μα ο εξουθενωμένος δε λησμόνησε και τους πονεμένους. Διάβασε τα τελευταία γράμματα και απάντησε περίπου σε δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατά περίπτωση. 
21 του Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θα γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ετοιμαζόταν όλη τη νύχτα, θα κατέβαινε. Κανονικά δε θα ‘πρεπε, μα το ήθελε πολύ. Τόσο πολύ που τίποτα δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από την τελευταία του θεία Κοινωνία. Με κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ακόμα, στην Ακολουθία. 
Μερικοί μοναχοί πρόσεξαν μιαν άλλη διάθεση στο πρόσωπο του Γέροντα. Ιλαρότητα υπέρμετρη, αγάπη ξεχείλιζε ολόκληρος, το αγγελικό του χαμόγελο ατέλειωτο. Έγινε η Ακολουθία. Έψαλε γονατιστός τόσο άνετα και αναστάσιμα, λες και δεν ήταν άρρωστος.

Η θεία φωνή του γέμιζε το ναό, εξαίσια μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί. 
Στις 10 η ώρα εξομολόγησε τον αγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στον οποίο ευχάριστα μα σταθερά είπε μεταξύ άλλων:
- Καλά που ήρθες, να είσαι που θα με αλλάξετε, μη φεύγεις.
Ο διάκος διαμαρτυρήθηκε με διάφορα λόγια για τα περί θανάτου του Γέροντα, μα εκείνος επέμενε.
 Τελειώνοντας την εξομολόγηση έδειχνε κουρασμένος, αλλά διατηρούσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το διάκο και βγήκανε από το εκκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε τα σκαλιά και μπήκανε στο ναό. Έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε όλες τις εικόνες, ευχαρίστησε και δοξολόγησε. Μα πλέον ζούσε άλλες καταστάσεις. Μέσα του κι έξω του αυγαζόταν από θείο φως - γι' αυτό η ευφροσύνη και ιλαρότητα του προσώπου του.

Τη θαυμαστή κατάσταση τούτη αξιώθηκε να δει μόνο ένας μοναχός, ο Εφραίμ. Καθάριζε τα μανουάλια του ναού και είδε το μακαριστό Γέροντα να μπαίνει μεταμορφωμένος. Έλαμπε ολόκληρος και ακτινοβολούσε χαρά και αγαλλίαση. Στάθηκε ακίνητος και τον παρατηρούσε πλημμυρισμένος και ο ίδιος ο Εφραίμ από αγαλλίαση και έκπληξη.

Βγήκε από το ναό και με το διάκο φέρανε γύρω γύρω τη Μονή εσωτερικά. Έβλεπε όλους τους χώρους, όλους τους μοναχούς, τους ευλογούσε ειρηνικά και τους μετέδιδε αγαλλίαση, που διαχυνόταν άφθονη από το αγγελικό του πρόσωπο. Αφού τελείωσε ο γύρος αυτός, ήθελε να βγουν έξω από τη Μονή. Βγήκανε από τη νότια πόρτα. Προχώρησε σιγά σιγά δεξιά. Σταμάτησε στο εργαστήριο κι ευλόγησε με άπειρη αγάπη τους εκεί μοναχούς. Πάλι προς τα δεξιά, ενώ σταματούσε στα εκκλησάκια και σταυροκοπιότανε πολλές φορές. Ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε να τον βοηθήσει ο διάκος ν’ ανεβούνε ακόμα λίγο. Από κει το μοναστήρι φαινότανε όλο. Σαν από αεροπλάνο. Ήταν ωραίο, ανακαινισμένο, φροντισμένο...και το 'χε βρει ερείπιο, διαλυμένο, ξεχαρβαλωμένο και πολύ μικρότερο. Τώρα και ανακαινισμένο και γεμάτο με καλούς μοναχούς.
Το κοίταζε από κει ψηλά και δεν το χόρταινε. Το βλέμμα του είχε τόση αγάπη για το μοναστήρι. 
- Έλα, παιδί μου. πάμε.
Γυρίσανε από την άλλη μεριά. Σχεδόν μεσημέρι.

 Κατάκοπος, μετά το μεσημέρι, αποσύρθηκε για λίγο στο κελί του. Έφτασε όμως ο π. Αλέξιος, που έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει κηδεία. Νέος ιερέας και δεν ήξερε το τυπικό και πως ψάλλεται. Με υπομονή ο μακαριστός γέροντας του είπε πως θα κάνει τούτο, πως εκείνο. Κι έπιασε να του ψέλνει τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Έψελνε και ο Αλέξιος, μα ο Γέροντας έψελνε πολύ ωραία. Έκπαγλα και χαιρότανε όλο και περισσότερο. Σε κάποια στιγμή ο Αλέξιος νόμισε ότι έμαθε να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία και ήθελε να φύγει, ευχαριστώντας και παίρνοντας την ευχή του Γέροντα. Εκείνος όμως επέμενε να την ψάλουνε όλη από την αρχή. Έτσι κι έγινε. Την ψάλανε ολόκληρη, και ο γέροντας ήτανε όλο χαρά κι ευφροσύνη.
Έφυγε μετά τις 2 η ώρα ο π. Αλέξιος κι έμεινε μόνος ο γέροντας. Στις 3.15 του χτύπησαν την πόρτα για καφέ και του είπαν ότι ήρθε η Γερασιμία. Κι ενώ δύσκολα δεχότανε στο κελί. είπε μόνος του:
-Να έρθει. Αυτό το παιδί έχει ανάγκη, πρέπει να το δω!
Αργότερα δέχτηκε τη Γερασιμία, για εξομολόγηση. Έβαλε το πετραχήλι του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, βλέποντας τον Εσταυρωμένο, και άρχισε. Την άκουσε προσεχτικά, τη συμβούλεψε, της έδωσε κουράγιο...και ξαφνικά με αλλοιωμένη όψη της λέει:
-Εδώ, παιδί μου, είναι ο όσιος Δαβίδ...Και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος...ψάλε το Απολυτίκιο τους...

-Παιδί μου, άνοιξε την πόρτα, ήρθαν οι πατέρες.
Πράγματι, έφταναν στην πόρτα οι πατέρες. Τη στιγμή που στράφηκε στην πόρτα η Γερασιμία, δοκίμασε ο γέροντας να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του...Μα την ίδια στιγμή είπε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι...» κι έγειρε, χάνοντας την ευστάθεια του. Πρόλαβε η κοπέλα κι έπιασε λίγο το γέροντα και τον βοήθησε να μη χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στο πάτωμα. Η αναπνοή του ήτανε πολύ δύσκολη και προσπαθούσε. Συγχρόνως έμπαιναν και οι πατέρες με πρώτο τον π. Ιλαρίωνα. Αμέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα...Γονάτισε δίπλα του ο π. Κύριλλος, πήρε να του τρίψει τα χέρια...άλλοι μοναχοί τρέξανε στον Άγιο Χαράλαμπο και κλαίγοντας κάνανε Παράκληση. Άλλος έτρεξε να τηλεφωνήσει σε γιατρό. Ο σφυγμός του μεγάλου ασκητή φάνηκε νηματοειδής, ανεπαίσθητος...Το πρόσωπο του πήρε λίγο κοκκινωπό χρώμα...έμεινε ήρεμο, χωρίς αγωνία...και μια στιγμή έκανε με τα σεπτά χείλη του ένα μικρό φύσημα...
Αυτό ήταν, σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Στις 4.17 το απόγευμα, ο μακαριστός γέροντας άφησε το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε σε μακάρια μονή του Τριαδικού Θεού.


Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ
Καθ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Μαΐου 27, 2016

Αποκαλύπτει ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος στον μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη....

Αποκαλύπτει ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος στον μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη

"Πολλή αμαρτία, γι' αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος"



Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο... πατήρ Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο ναό για τη Θεία Λειτουργία περιέγραψε μέσα στο Ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικώ τω τρόπω» του είχε πει τη νύκτα που πέρασε – «ο Θεός οίδεν» - εμπρός στην Ιερή λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό του στο Προκόπι : 
«- Νομίζουν πώς κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι χριστιανοί. Τους πάντας βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από τη λάρνακά μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με βλέπουν.εγώ τους βλέπω και τους ακούω τί λένε. Και πάλι εισέρχομαι στη λάρνακά μου. Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω : πολλή η αμαρτία στον κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία.

- Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου ; του απάντησα. Δέ βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά ;



- Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε :Γι΄ αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Διότι πολλή αμαρτία στον κόσμο.



- Όχι, Άγιέ μου, του είπα αμέσως ταραγμένος. Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. στη Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά κι όταν ήλθαμε εδώ στην Ελλάδα. Ύστερα, Άγιε μου, αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν.



- Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, απάντησε λυπημένα μα με σταθερή φωνή ο Όσιος…».

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2016

Γέρ.Ιάκωβος Τσαλίκης: Οι άνθρωποι παιδί μου είναι τυφλοί και δεν βλέπουν το τι γίνεται μέσα στο ναό στη Θεία Λειτουργία

«Οι άνθρωποι, παιδί μου, είναι τυφλοί και δεν βλέπουν το τι γίνεται μέσα στο ναό στη Θεία Λειτουργία. Μια φορά λειτουργούσα και δε μπορούσα να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα.

Ο ψάλτης συνεχώς επαναλάμβανε: «ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι», οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. 
Νόμισα ότι ήταν ο ψάλτης και είπα: «Ο ευλογημένος! Τόση ασέβεια! Μπήκε από την Ωραία Πύλη και με σπρώχνει! Γυρίζω και βλέπω μια τεράστια φτερούγα που την είχε περάσει ο Αρχάγγελος από τον ώμο μου και με οδηγούσε να κάνω τη Μεγάλη Είσοδο.

Τι γίνεται μέσα στο Ιερό κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας…».

Μερικές φορές δε μπορώ ν΄ αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα, οπότε ορισμένοι συλλειτουργοί νομίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία μου, αλλά δεν ξέρουν τι βλέπω και τι ακούω. Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι Άγγελοι! Μόλις ο Ιερέας πει το «Δι΄ ευχών», φεύγουν οι Ουράνιες Δυνάμεις και μέσα στο Ιερό έχουμε απόλυτη ησυχία…»

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης

Πηγή

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2016

Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης για τις συμπροσευχές και το Βάπτισμα των ετεροδόξων





Διηγείται ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: «Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ένας Προτεστάντης πάστορας. Όταν με ενημέρωσαν ότι αυτός ο κύριος είναι ιερέας των Προτεσταντών, τον πλησιάσαμε και τον ξεναγήσαμε στο Μοναστήρι μας. Μετά, είπα να ετοιμάσουν για τον άνθρωπο φαγητό. Εγώ δεν κάθησα μαζί του στο τραπέζι, αλλά αποσύρθηκα στο κελί μου. Διότι αυτό απαιτεί η τάξις. Οι Πατέρες απαγορεύουν τη συμπροσευχή που προηγείται της κοινής τραπέζης».



Σε άλλη περίπτωση επισκέφθηκαν το Μοναστήρι δύο αγιορείτες ιερομόναχοι και μια ηλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικής καταγωγής, που είχε αποφασίσει να γίνει Ορθόδοξη.



Όταν στο Γέροντα αναφέρθηκε ότι, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, στα άτομα αυτά είναι αρκετό το μυστήριο του Χρίσματος, χωρίς το Βάπτισμα, ο Γέροντας είπε:



-Δεν γνωρίζω τι αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το Ευαγγέλιο λέει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται κανονικά το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.

Και σε ένα τρίτο περιστατικό ενός Καθολικού, που θέλησε να βαπτισθεί, αφού ο Γέροντας τον προέτρεψε να επισκεφθεί τον επίσκοπο της περιοχής του, απ’ όπου επέστρεψε με τη σύσταση ότι δεν χρειάζεται βάπτισμα άλλα μόνο χρίσμα, χωρίς να σχολιάσει την παραπάνω αντιμετώπιση, έφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στο Μοναστήρι και, βοηθούμενος από ένα αρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικά τον εν λόγω άνθρωπο στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη.

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Αρχιμ. Ιωάννη Κωστώφ «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, όχι να εκτρέφουμε, αλλά να εκτρέπουμε την αίρεσι», σελ. 55-56 
Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο "Αναβάσεις" την παρούσα ανάρτηση για να βοηθήσουμε τους πλανεμένους οικουμενιστές να σφαλίσουν τα βλάσφημά τους στόματα.

Πέμπτη, Μαΐου 07, 2015

ΠΟΛΛΗ ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΓΙ΄ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ π. ΙΑΚΩΒΟ ΤΣΑΛΙΚΗ




Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο πατήρ Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο ναό για τη Θεία Λειτουργία περιέγραψε μέσα στο Ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικώ τω τρόπω» του είχε πει τη νύκτα που πέρασε – «ο Θεός οίδεν» - εμπρός στην Ιερή λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό του στο Προκόπι :
 «- Νομίζουν πώς κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι χριστιανοί. Τους πάντας βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από τη λάρνακά μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με βλέπουν. εγώ τους βλέπω και τους ακούω τί λένε. Και πάλι εισέρχομαι στη λάρνακά μου. Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω : πολλή η αμαρτία στον κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία. 
- Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου ; του απάντησα. 
Δέ βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά ;
 - Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε : Γι΄ αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Διότι πολλή αμαρτία στον κόσμο.
 - Όχι, Άγιέ μου, του είπα αμέσως ταραγμένος. Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. στη Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά κι όταν ήλθαμε εδώ στην Ελλάδα. Ύστερα, Άγιε μου, αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν.
 - Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος,
 απάντησε λυπημένα μα με σταθερή φωνή ο Όσιος…». 
ΠΗΓΗ : ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ. 94.  
πηγή

Κυριακή, Φεβρουαρίου 15, 2015

Ένας σύγχρονος Άγιος, ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης (1870-15/2/1960)



Η δική μας εποχή φαίνεται στείρα από αγίους. Ίσως, διότι εμέθυσε ο κόσμος σήμερα από τις ανακαλύψεις του και δεν βλέπει τον Θεό του: Ίσως και διότι τους αγίους που υπάρχουν ο κόσμος δεν τους γνωρίζει. Οι άγιοι δεν κάνουν θόρυβο, είναι ταπεινοί. Ίσως να φαίνεται στείρα από αγίους η εποχή μας, και διότι δεν βλέπουν οι άνθρωποι θαύματα. Νομίζουν, ότι άγιος είναι μόνον εκείνος, που κάνει θαύματα. Ενώ στον άγιο η αγία ζωή είναι το πάν. Το θαύμα δεν είναι απαραίτητο.
Βοδίνο Αργυροκάστρου
Βοδίνο Αργυροκάστρου
Εν τούτοις ο πατήρ Ιάκωβος, που έζησε στις ημέρες μας μαζί με την αγιασμένη του ζωή έχει να μας παρουσιάσει και το θαύμα. Πολλά θαύματα έχει στη ζωή του. Ο αγιασμένος αυτός Ιερομόναχος τα τελευταία χρόνια ζούσε στα Ζαγοροχώρια της ευάνδρου Ηπείρου. Εκεί, κοντά στο Μονοδένδρι, στο Μοναστηράκι του Προφ. Ηλιού. Δυστυχώς όμως είναι άγνωστος στον πολύ κόσμο.
Τα πρώτα του χρόνια
Ο π. Ιάκωβος γεννήθηκε το 1870 στο χωριό Βοδίνο του Αργυροκάστρου της Β. Ηπείρου. Το όνομά του, που είχε ως κοσμικός, ήταν Ευάγγελος Βαλοδήμος. Αλλ’ αυτό ξεχάστηκε τελείως κατόπιν. Ήταν γνωστός σε όλους, μόνον ως «Πάτερ Ιάκωβος», με το όνομα δηλ. που πήρε, όταν έγινε κληρικός.
Οι γονείς του (ο πατέρας του λεγόταν Φώτιος) ήταν φτωχοί αλλά ευσεβείς. Δεν έμαθε γράμματα πολλά, αλλά τόσα, όσα του χρειάζονταν, για να μελετά τα ιερά βιβλία.
Το θέλημα του Θεού το έμαθε από τον Κων. Καλλίνικο στην Κωνσταντινούπολη που πήγε σε ηλικία 15 χρονών και εργαζόταν ως μικροπωλητής. Στα κηρύγματα του υπέροχου αυτού κληρικού βρήκε ό,τι ποθούσε η άδολη ψυχή του και άρχισε να ζει χριστιανική πλέον ζωή στην οποίαν τον βοήθησε ένας έμπειρος πνευματικός, στον οποίον εξομολογείτο. Ο πνευματικός του τον συνέδεσε με άλλους έξι εργατικούς και ευσεβείς νέους, οι οποίοι ζούσαν μαζί κοινοβιακά και αγωνίζονταν για τον πνευματικό τους καταρτισμό. Τέσσαρα χρόνια είχαν να φάνε κρέας, άνκαι νέοι και επάνω στην ανάπτυξή τους. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν τότε κάθε εβδομάδα, μετά από μεγάλη προετοιμασία.
Το θαύμα του Αγίου Αντίπα
Ο Ευάγγελος υπέφερε από τη παιδική του ηλικία από πόνους στα δόντια του. Κάποιος ευσεβής καταστηματάρχης τον συμβούλευσε να καταφύγει στον Άγιο Αντίπα, που γιορτάζει στις 11 Απριλίου, για να θεραπευθεί. «Αυτόν να παρακαλέσεις και θα σε κάνει καλά». Αφού βρήκε την εικόνα του Αγίου την κορνιζάρισε, την κρέμασε επάνω από το προσκέφαλό του και έκανε εκεί την προσευχή του. Έμαθε επίσης και το απολυτίκιό του απ’ έξω και το έλεγε κάθε ημέρα. Ο Άγιος τον θεράπευσε και από τότε ως την ημέρα του θανάτου του, δόντι δεν τον ξαναπόνεσε. Σ’ όλη του τη ζωή έλεγε καθημερινά το απολυτίκιο και λειτουργούσε πάντοτε στις 11 Απριλίου, στην εορτή του, από ευγνωμοσύνη.
Από την Κωνσταντινούπολη ο π. Ιάκωβος με ολόκληρη την ομάδα του ήλθαν στο Άγιον Όρος για να μονάσουν. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο π. Ιάκωβος, μετά από δοκιμασία και μεγάλη άσκηση, χειροτονήθηκαν ιερείς.
Ο π. Ιάκωβος έμεινε εκεί τρία χρόνια. Θέλοντας όμως να βοηθήσει την δυστυχισμένη του πατρίδα, τη Β. Ήπειρο, πήγε στην Αλβανία και τοποθετήθηκε ως εφημέριος σ’ ένα χωριό, κοντά στο δικό του και διέμενε στην Ι. Μ. της Παναγίας της επιλεγομένης «Ζωνάρια». Εργάσθηκε πολλά χρόνια μέσα στην Αλβανία προσπαθώντας να γνωρίσει σ’ όλους το θέλημα του Θεού και να συντηρήσει την εθνική συνείδηση των εκεί Ελλήνων που οι Τουρκαλβανοί ήθελαν να αλλοιώσουν. Για το λόγο αυτό κινδύνευσε επανειλημμένα και ο Θεός τον φύλαξε θαυματουργικά τρεις φορές από την μανία τους σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο.
Επειδή ήταν αδύνατη πλέον η εκεί παραμονή του, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα μέρη εκείνα και να έλθει στα Ζαγόρια το 1916, τα οποία ανήκαν τότε στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως και να εγκατασταθεί κοντά στο Μονοδένδρι σ’ ένα παλαιό και έρημο μοναστηράκι, του Προφήτου Ηλιού. Το ανακαίνισε και εγκαταβίωσε εκεί. Κοντά του έπαιρνε κατά καιρούς διαφόρους νέους, με το σκοπό να γίνουν ιερείς.
monodendri-zagoriou-ioannina5
Ο Μητροπολίτης του έδωσε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη, αλλ’ ο π. Ιάκωβος ήταν τόσο ταπεινός, ώστε δεν έδινε καμία σημασία στα αξιώματα και τις διακρίσεις. Ουδέποτε φόρεσε επανωκαλύμαυχο και σταυρό, δηλαδή τα διακριτικά του Αρχιμανδρίτη.
Επιμελήθηκε ιδιαίτερα το θέμα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως γιατί δεν υπήρχαν πνευματικοί. Πολύς κόσμος στα Ζαγοροχώρια και στα Ιωάννινα, όταν κατέβαινε, εξομολογείτο σ’ αυτόν. Εντύπωση προξενούσε, ότι έδιδε, ως πνευματικός θεοφώτιστος, αυτός ο αγράμματος, λύσεις ορθότερες και κατευθύνσεις καλλίτερες, από αυτές, που έδιναν πολλές φορές πνευματικοί με θεολογική μόρφωση. Εντύπωση επίσης προξενούσε το ότι, άνκαι καλόγηρος αυστηρότατος, δεν παρουσίαζε ακρότητες και φανατισμούς.
Κάθε άνθρωπος του Θεού είναι αδύνατο να μην αντιμετωπίσει στη ζωή του θλίψεις και βάσανα. Και ο π. Ιάκωβος δοκίμασε τις δικές του θλίψεις, με τη διαφορά, ότι γι’ αυτόν μερικές ήταν περισσότερο οδυνηρές. Η Μητρόπολη Ιωαννίνων, στην οποίαν υπαγόταν, το 1939 πίστεψε τις συκοφαντίες και τις ραδιουργίες μερικών και τον απέλυσε από την ενορία και τον έδιωξε και από το Μοναστηράκι του. Έτσι ο φτωχός Ιερομόναχος βρέθηκε πεταμένος έξω, στερούμενος των πάντων, γέρων, χωρίς να έχει τίποτε άλλο, εκτός από το τριμμένο ράσο του.
Και όμως κανένας πικρός λόγος ή παράπονο, για την αδικία, που του έκαναν, δεν ξέφυγε από τα χείλη του.Περισσότερο θλιβόταν διότι του πήραν την ενορία και δεν θα είχε πλέον πεδίον δράσεως, για να ωφελεί ψυχές.
iakobos_ts2
Ο πνευματικός του τότε του συνέστησε να γυρίζει τα διάφορα χωριά, να διδάσκει τους Χριστιανούς, να τους νουθετεί και να τους εξομολογεί. Ο π. Ιάκωβος τα έθεσε αμέσως σε εφαρμογή.
Εννοείται ότι την εργασία του κατά την περιοδεία εκείνην την πρόσφερε δωρεάν. Είχε και μίαν αδελφή γερόντισσα και τυφλή. Αυτή γύριζε σε μερικά σπίτια και ζητιάνευε. Ό,τι είδους αλεύρι της έδιναν (από σιτάρι ή σίκαλη ή καλαμπόκι) το ανακάτευε όλο μαζί και το έψηνε στη στάχτη. Από αυτό το ψωμί, το ανακατεμένο με τη στάχτη, έπαιρνε στο ταγάρι του και πήγαινε στα γύρω χωριά, για να εργασθεί. Αυτή η εργασία έφερε ωφέλεια σε πολλές ψυχές.
Αργότερα είδε το σφάλμα της η Μητρόπολη Ιωαννίνων και τον επανέφερε στο αγαπημένο του Μοναστηράκι. Αλλ’ αυτός δεν έπαυε να εξορμά στα διάφορα χωριά της Ηπείρου, για να εξομολογεί και νουθετεί τους Χριστιανούς.
Όταν το 1940 τα Ελληνικά στρατεύματα νίκησαν τους Ιταλούς, όλοι με χαρά πανηγύριζαν και γλεντούσαν στην πλατεία του χωριού Βίτσα – Ζαγορίου. Συνέβη να περάσει από εκεί ο π. Ιάκωβος. Στάθηκε σε μία πέτρα, κτύπησε το ραβδί του και είπε: «Παιδιά μου, μη χαίρεσθε και μη το ρίχνετε έξω. Αντίς για γλέντια χρειάζεται προσευχή και παρακλήσεις στο Θεό. Οι Ιταλοί θα ξαναγυρίσουν στη Χώρα μας!». Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα λόγια του γέροντα Ιακώβου έγιναν πραγματικότητα. Το 1941 οι Ιταλοί ξαναγύρισαν κατακτητές!
Ο π. Ιάκωβος έζησε και την εποχή του εμφύλιου πολέμου. Τότε προστάτευσε τον εχθρό του Καπετάν-Φωτιά και τον αδελφό του, όταν κινδύνευε η ζωή τους. Αφού τους φιλοξένησε, τους κάλεσε σε μετάνοια και συμφιλίωση με τον Θεό. Τότε εξομολογήθηκαν για πρώτη φορά. Μετά τους βοήθησε με τις συμβουλές του. Στη συνέχεια φρόντισε να τους φυγαδεύσει, αφού πρώτα τους μεταμφίεσε, ώστε να μην αναγνωριστούν από τους εχθρούς τους και κινδυνεύσουν.
Όχι μόνον στην κατοχή, αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο διέτρεξε κινδύνους, αλλά ο Θεός τον διαφύλαξε κατά θαυμαστό τρόπο.
Ταξιδεύοντας βράδυ από τα Ιωάννινα στο Μονοδένδρι, κατά την κατοχή, έφθασε στη θέση Καρυές. Συνάντησε εκεί γερμανική περίπολο, η οποία με νεύματα τον υποχρέωνε να σταματήσει. Ο π. Ιάκωβος δεν κατάλαβε, ούτε είδε την περίπολο γιατί ήταν απορροφημένος στην προσευχή του και δεν σταμάτησε. Αμέσως δέχθηκε ριπή αυτομάτου όπλου αλλά δεν έπαθε τίποτε. Απλώς σταμάτησε όταν άκουσε τις σφαίρες να σφυρίζουν και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, συνέχισε την προσευχή του.
Οι Γερμανοί στρατιώτες έμειναν έκθαμβοι όταν τον είδαν σώον και αβλαβή και πάλιν με νεύματα του έδειξαν τον δρόμο για να φύγει.
Κάποια ημέρα επέστρεφε από το χωριό Σουδενά, που λειτούργησε, στο Μοναστηράκι του, που απείχε δύο ώρες περίπου. Στον ερημικό εκείνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερά, όπως συνήθιζε πάντοτε.
Άνδρες του εθνικού στρατού ναρκοθέτησαν ένα σημείο του δρόμου. Κατέλαβαν ακολούθως το ύψωμα και παρακολουθούσαν, μήπως περάσει κανένας αντάρτης. Ξαφνικά βλέπουν να ξεπροβάλει ανύποπτος ο π. Ιάκωβος στο ναρκοθετημένο σημείο του δρόμου. Βάζουν τις φωνές για να τον προλάβουν: «Παππούλη… Παππούλη…». Αλλά ώσπου ν’ ακούσει ο π. Ιάκωβος, που ήταν προσηλωμένος στην προσευχή, την πάτησε την νάρκη που εξερράγη.
«Πάει ο φουκαράς ο Παππούλης», λένε οι στρατιώτες και τρέχουν στον τόπο του δυστυχήματος. Βλέπουν τον π. Ιάκωβο άσπρο από τη σκόνη, να τινάζει τα ράσα του, χωρίς να έχει πάθει τίποτε. Δεν μπορούν να συνέλθουν από την έκπληξή τους.
-Και δεν έπαθες, Παππούλη, τίποτε! είπαν με θαυμασμό.
-Πώς να πάθω, παιδιά μου; Αφήνει ο Θεός να πάθουμε τίποτε, αφού έλεγα την προσευχή μου; Και σας δεν θα σας αφήσει ο Θεός να πάθετε τίποτε, θα σας φυλάξει να γυρίσετε στα σπίτια σας. Μονάχα να πηγαίνετε με το δρόμο του Θεού. Να καθίσω, παιδιά μου, να εξομολογηθείτε, και μεθαύριο να σας λειτουργήσω να κοινωνήσετε;
-Ναι, παππούλη, απάντησαν όλοι τους με ένα στόμα συνεπαρμένοι από το θαύμα.

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2014

Ο Αγώνας του Γέροντα (Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης)




Στις αρχές του 1953, που είχανε λιώσει τα χιόνια εκεί γύρω, πήγε ψάχνοντας και βρήκε το ασκητήριο του οσίου Δαβίδ. Η χαρά του απερίγραπτη. Βαθιά στην καρδιά του είχε φωλιάσει η επιθυμία να μιμηθεί τον όσιο Δαβίδ. Όσο μπορούσε, βέβαια.

Εκείνος τόσα χρόνια έζησε στην ερημιά, συντροφιά με τ’ αγρίμια, στη μικρή σπηλιά του, και γω –σκεφτόταν ο π. Ιάκωβος– να μην έρχομαι! Και περιμένω να ησυχάσω στο μοναστήρι από τους πειρασμούς; Και περιμένω να προοδεύσω στην υπακοή και στην ταπείνωση…

Από τους πρώτους μήνες του 1953 αύξησε την άσκησή του. Όσο περισσότερο με την άσκηση μίκραινε το θέλημα της σάρκας, τόσο ευκολότερα προόδευε στην υπακοή και την ταπείνωση. Κι έβλεπε ότι όσο περισσότερο είχε τις αρετές αυτές, τόσο η καρδιά του και ο νους του ανοιγόσανε στο Θεό. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε διαβάσει βαθιά θεολογικά και νηπτικά έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Λίγα εκκλησιαστικά μόνο και κάτι απλοϊκά ηθικιστικά που του δάνειζε η μυλωνού στο χωριό του. Το έπαιρνε το βιβλιαράκι από τη μυλωνού και σε δύο-τρεις ημέρες το επέστρεφε. Το είχε κιόλας διαβάσει. Δεν ήξερε καν τη Φιλοκαλία. Πρόσεχε όμως πολύ αυτά που γράφουνε τα λειτουργικά βιβλία. Με τα χρόνια μάλιστα τα καταλάβαινε περισσότερο, χωρίς να έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Την Παρακλητική, το Τριώδιο… τα ρούφαγε κυριολεκτικά. Μα το βιβλίο που του ταίριαζε περισσότερο ήτανε το Πεντηκοστάριο. Η χαρά και ο αναστάσιμος θρίαμβος των τροπαρίων του μπαίνανε στην καρδιά του π. Ιακώβου. Και ήτανε στιγμές που του ’ρχότανε να πετάξει. Πλημμύριζε τόσο πολύ από χαρά η καρδιά του, που ένιωθε πια ελαφρύς, να φύγει στα ύψη. Μέχρι και τώρα που κοιμήθηκε, έλεγε πολύ συχνά:

–Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι… εγώ πάτερ μου, είμαι χαρούμενος… βλέπεις, πάτερ μου, τώρα που εξομολογήθηκες πόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος είσαι; Εγώ πάντα έτσι είμαι…

Η Μεγάλη Σαρακοστή τον βρήκε με πολλές δουλειές και καθήκοντα στη Μονή. Κανείς δεν εργαζότανε, κανείς δεν ενδιαφερότανε για τίποτα. Έπρεπε να είναι πανταχού παρών. Στο περιβόλι, στα ζώα, στη στέρνα, στην καθαριότητα, στα ξύλα… παντού… Και στις Ακολουθίες όλες αυτός. Ο αγαθός Ευθύμιος μόνο ακολουθούσε. Κι εφόσον ο ηγούμενος έλειπε, όποιος ξένος και να ’ρχότανε, τον Ιάκωβο φωνάζανε. Όμως οι δουλειές, δουλειές και η άσκηση, άσκηση.

Έκανε το τριήμερο –αποχή από κάθε είδους τροφή, ούτε νερό– και μετά συνέχιζε με ξηροφαγία. Μούσκευε φακή και κουκιά. Προσφάιζε με λίγο ψωμάκι και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή του.

Τη νύχτα είχε άλλους αγώνες. Άλλη άσκηση. Μετά το Απόδειπνο ακολουθούσε λίγες ώρες εργασία. Έπειτα στο κελί. Εδώ ήτανε η μεγάλη παλαίστρα, το μαρμαρένιο αλώνι του χάρου και του Διγενή. Εδώ παλεύει ο Σατανάς με τον άνθρωπο του Θεού. Και πάλεψε ο Ιάκωβος το Σατανά και νίκησε, γιατί αγάπησε πολύ το Θεό!

Στο κελάκι του είχε ξυλοκρέβατο, πάνω στο οποίο έβαζε μια κουρελού. Εκεί όμως δεν κοιμότανε. Διάβασε από παλιά για τη χαμαικοιτία των ασκητών. Τους μιμήθηκε. Κοιμότανε κι αυτός καταγής, εκείνο το λίγο που κοιμότανε.

Αποβραδίς το κελάκι φωτιζότανε μ’ ένα κερί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε κεριά ούτε καν ένα καντηλάκι. Άναβε δαδί και μ’ αυτό διάβαζε. Το έβαζε μπροστά του, στη μέση του κελιού, φόραγε το πετραχήλι, καθότανε κάτω σταυροπόδι, οκλαδόν, και άρχιζε το διάβασμα. Συνήθως με Παρακλήσεις, της Παναγίας, του οσίου Δαβίδ, του αγίου της ημέρας. Αυτές πάντοτε. Όμως διάβαζε κι όσες άλλες μπορούσε. Μετά, το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας, κάθε νύχτας. Έκανε και τις μετάνοιες. Και τη νύχτα και την ημέρα. Περνούσε πάντα τις χίλιες και τις έφτασε μέχρι τρεις χιλιάδες, ανάλογα με την ημέρα, την εποχή και τους πειρασμούς.

Τις νύχτες, με το φως του κεριού, έζησε τις φοβερότερες και γλυκύτερες εμπειρίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Οι δαίμονες τον πολεμούσανε με λύσσα. Κάνανε το παν για να του πάρουνε το νου και την καρδιά από τον Κύριο. Κάποτε τα κατάφερναν. Συχνά μπαίνανε στο κελί και το αναστάτωναν με φωνές, θορύβους και άγριες μορφές. Εκείνος έντρομος, σήκωνε μπροστά του τον ξύλινο Σταυρό και ο Θεός του παραστεκότανε, αφανίζονταν οι δαίμονες. Μα ο αθλητής είχε την αμοιβή του. Ήτανε νύχτες που, ενώ αγρυπνούσε και παρακαλούσε να τον ελευθερώσει ο Θεός από λογισμούς, να τον γεμίσει αγάπη για το Θεό, ένιωθε μέσα του δροσιστικό γλυκύτατο αεράκι. Τον ηρεμούσε και του ’φερνε ειρήνη απερίγραπτη. Μια ευχαρίστηση τον διαπότιζε ολόκληρο, ευχαρίστηση που μπορεί να δώσει μόνο ο Θεός. Ήτανε λίγο από τη μακαριότητα της ουράνιας βασιλείας.

Τα έζησε αυτά και ήτανε 33 ετών, στα χρόνια του Κυρίου. Μίλαγε πολύ λίγο για τέτοιου είδους εμπειρίες ο μακαριστός γέροντας, μα κάτι κάποτε σε κάποιους έλεγε.

Κυριακή, Ιουλίου 20, 2014

«Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΕ ΑΠ΄ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΛΟ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ π. ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ



Ο Γέροντας Ιάκωβος μετέβαινε συχνά-πυκνά στο Προκόπι, στεκόταν μπροστά στο σκήνωμα του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου, που ως γνωστόν είναι αδιάφθορο, και σιγοψιθύριζε.

Κάποια ημέρα που βρέθηκε εκεί και συνομιλούσε με τον Άγιο, πλησίασαν πολλοί άνθρωποι προκειμένου να προσκυνήσουν και εκείνοι με τη σειρά τους το σκήνωμα. Κανείς όμως δεν προχωρούσε, γιατί κανείς δεν ήθελε να διακόψει τη συνομιλία του Γέροντα Ιάκωβου με τον Άγιο. Μαζεύτηκε σε λίγη ώρα πολύς κόσμος. Κάποια στιγμή διαπίστωσαν όλοι οι προσκυνητές ότι ο Άγιος Ιωάννης μετακινήθηκε. Ως ήταν φυσικό κάποιοι έβγαλαν κραυγές. Τότε ο Γέροντας Ιάκωβος γυρίζει πίσω και με ήρεμη φωνή τους λέγει:  Τι πάθατε βρε παιδιά; Παράξενο σας φαίνεται; Εσείς το βράδυ που ξαπλώνετε στο κρεβάτι σας, στο ένα πλευρό μένετε όλη τη νύκτα ; Και ο Άγιος κουράστηκε από αυτό το πλευρό και γύρισε από το άλλο.

ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΤΙ ;, 2006, σ. 72.

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

Πώς πρέπει να συγχωρούμε;(Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης)




Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε ορθολογιστικά. Είχε αναπτύξει το νου και όχι την καρδιά. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχωρήσει εύκολα τους άλλους. Ειδικά αυτούς που έβλεπε κατώτερους και εμπαθείς. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.

Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, που δυσκολευόταν να το κατανοήσει:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να αμαρτάνει, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο;
Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.

—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα;
—Έχεις δει τους σιδεράδες, που μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, που πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.

—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, που αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία; Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.

—Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. 
Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνει. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, που λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, που πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.

—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξετάσει και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ο Γέροντας. Ο γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.

—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
—Τη συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχωρήσει και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε.

Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηριάσει και να μας θανατώσει πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.

—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, που δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ο Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθειά του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβεις το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.

—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.

—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ο Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά.
Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί που είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, που είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
—Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.

ΠΗΓΗ  το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...