Ο τέταρτος (4ος) αιώνας ως ο «χρυσούς» αιώνας τής Εκκλησίας
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ομιλία στούς Εκπαιδευτικούς τής πόλεως Ναυπάκτου τήν 30η Ιανουαρίου 2013 καί στήν Ιερατική Σύναξη τής Ιεράς Μητροπόλεως Κηφισίας, τήν 14-2-2013
Ευχαριστώ γιατί ανταποκριθήκατε στήν πρόσκλησή μου νά έλθετε σήμερα στήν εκδήλωση αυτή, τήν οποία καθιέρωσα εδώ καί πολλά χρόνια, από τήν πρώτη χρονιά τής ελεύσεώς μου στήν Ναύπακτο.
Κάθε χρόνο αναπτύσσω διάφορα θέματα σέ σχέση μέ τήν ζωή, τήν διδασκαλία καί τό έργο τών Τριών Ιεραρχών καί προσπαθώ νά θίξω πλευρές πού ξεφεύγουν λίγο από τά τετριμμένα καί καθιερωμένα.
Τό θέμα τής σημερινής ομιλίας μου είναι «Ο τέταρτος αιώνας (στόν οποίον έζησαν οι Τρείς Ιεράρχες) ως ο «χρυσούς» αιώνας τής Εκκλησίας».
Ο τέταρτος (4ος) αιώνας έχει χαρακτηρισθή από πολλούς θεολόγους καί μελετητές τής εκκλησιαστικής ιστορίας ως ο «χρυσούς αιώνας τής Εκκλησίας». Αυτό οφείλεται σέ πολλούς παράγοντες. Πρώτον, στήν διοργάνωση τής εκκλησιαστικής ζωής μετά τό τέλος τών διωγμών καί τήν έκδοση τού Διατάγματος τών Μεδιολάνων. Δεύτερον, στήν συνάντηση μεταξύ μεγάλων θεολογικών καί θρησκευτικών ρευμάτων ήτοι τής ιουδαϊκής σκέψεως, τής χριστιανικής αποκαλύψεως, τής γνωστικής διδασκαλίας καί τής ελληνικής φιλοσοφίας. Τρίτον, στόν καθορισμό τών δογμάτων καί τής εκκλησιαστικής ζωής, λόγω τών πολλών αιρέσεων καί τών σχισματικών καταστάσεων πού παρατηρήθηκαν τήν εποχή εκείνη. Τέταρτον στήν εμφάνιση μεγάλων Πατέρων στήν Εκκλησία, μεταξύ τών οποίων καί τών Τριών Ιεραρχών.
Όλα αυτά θά τά δούμε αναλυτικότερα στήν συνέχεια καί έτσι θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε καλύτερα τόν μεγάλο θησαυρό πού μάς κληροδότησαν καί τό καθήκον μας νά διατηρήσουμε γιά τίς επόμενες γενιές.
1. Τό Διάταγμα τών Μεδιολάνων
Ο 4ος αιώνας άρχισε μέ τούς μεγάλους καί σκληρούς διωγμούς πού είχε διατάξει ο Διοκλητιανός. Εκατομμύρια μάρτυρες θυσιάσθηκαν γιά νά ομολογήσουν τήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό. Τόν διωγμό αυτόν τόν υποκίνησε στήν πραγματικότητα ο γαμβρός τού Διοκλητιανού Γαλέριος, ο οποίος αργότερα εξέδωσε διάταγμα τόν Απρίλιο τού 311 στήν Νικομήδεια ή στήν Σαρδική μέ τό οποίο έθεσε τέρμα στόν διωγμό. Ο Γαλέριος επέτρεψε τήν χριστιανική λατρεία, αλλά μέ τούς όρους νά μή πράττουν οι Χριστιανοί κάτι έναντι τών νόμων τού Κράτους, καί νά εύχωνται γιά τόν αυτοκράτορα. Επίσης, διέτασσε νά επιστραφούν στούς Χριστιανούς οι κατασχεθέντες καί απαλλοτριωθέντες τόποι προσευχής, έναντι αποζημιώσεως. Η έκδοση τού Διατάγματος αυτού οφειλόταν αφ’ ενός μέν στήν θετική επίδραση τού Μ. Κωνσταντίνου επάνω στόν Γαλέριο, αφ’ ετέρου δέ στήν ασθένεια τού Γαλερίου από τήν οποία απέθανε μετά από λίγο.
Δύο χρόνια μετά, καί συγκεκριμένα κατά τό έτος 313, εξεδόθη ένα Διάταγμα πού φέρει τήν ονομασία «Διάταγμα τών Μεδιολάνων», διότι υπογράφηκε στά Μεδιόλανα, σημερινό Μιλάνο τής Ιταλίας, κατόπιν συσκέψεως μεταξύ τού Μ. Κωνσταντίνου καί τού Λικινίου. Εφέτος ενθυμούμαστε τά 1700 χρόνια από τήν έκδοση τού Διατάγματος τών Μεδιολάνων, πού είναι πολύ σημαντικό.
Πρόκειται γιά δύο κείμενα τά οποία διαφέρουν μεταξύ τους. Τό ένα διασώζεται από τόν Λακτάντιο, ο οποίος αντέγραψε τό έγγραφο, τό οποίο δημοσιεύθηκε στήν Νικομήδεια από τόν Λικίνιο, μετά τήν απόσπαση τής Βιθυνίας (Μικράς Ασίας) από τόν Μαξιμίνο. Τό άλλο κείμενο διασώζεται από τόν Ευσέβιο ο οποίος μετέφρασε τό κείμενο πού δημοσιεύθηκε στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης. Τά δύο αυτά έγγραφα τά οποία ήταν ένα καί έφεραν τά ονόματα τού Μ. Κωνσταντίνου καί τού Λικινίου ονομάζονται Διάταγμα τών Μεδιολάνων. Οι ιστορικοί προσπαθούν νά εξηγήσουν αυτήν τήν διαφορά μεταξύ τους καί δίνουν διάφορες ερμηνείες πού δέν μάς αφορά εδώ.
Τό σημαντικό είναι ότι τό Διάταγμα τών Μεδιολάνων έδωσε πλήρη ελευθερία στούς πολίτες τού Ρωμαϊκού Κράτους νά ασπασθούν τόν Χριστιανισμό καί πλήρη ελευθερία τελέσεως τής λατρείας τους. Επίσης, διέτασσε τήν πλήρη επιστροφή τών απαλλοτριωθέντων ή δωρηθέντων τόπων τής προσευχής καί τών κοινοτικών κτημάτων, χωρίς νά δοθή από τούς Χριστιανούς αποζημίωση. Μέ τό Διαταγμα αυτό ο Χριστιανισμός ήταν ελεύθερος νά τελή τήν λατρεία του καί νά δέχεται πιστούς, αλλά δέν καθοριζόταν ότι ήταν επίσημη θρησκεία τού Κράτους.
Θά παραθέσω δύο φράσεις από τό Διάταγμα τών Μεδιολάνων, όπως διασώθηκε από τόν Ευσέβιο Καισαρείας καί αναφέρεται στό θέμα τής θρησκευτικής ελευθερίας.
Η μία φράση έχει ως εξής: «Ήδη μέν πάλαι σκοπούντες τήν ελευθερίαν τής θρησκείας ουκ αρνητέαν είναι, αλλ’ ενός εκάστου τή διανοία καί τή βουλήσει εξουσίαν δοτέον τού τά θεία πράγματα τημελείν κατά τήν αυτού προαίρεσιν έκαστον, κεκελεύκειμεν τοίς τε Χριστιανοίς τής αιρέσεως καί τής θρησκείας εαυτών τήν πίστιν φυλάττειν».
Η άλλη φράση έχει ως εξής: «Οπότε ευτυχώς εγώ Κωνσταντίνος ο Αύγουστος καγώ Λικίνιος ο Αύγουστος εν Μεδιολάνω εληλύθειμεν καί πάντα όσα πρός τό λυσιτελές καί τό χρήσιμον τώ κοινώ διέφερεν, εν ζητήσει έσχομεν ταύτα μεταξύ τών λοιπών άτινα εδόκει εν πολλοίς άπασιν επωφελή είναι, μάλλον δέ εν πρώτοις διατάξαι εδογματίσαμεν, οίς η πρός τό θείον αιδώς τε καί τό σέβας ενείχετο, τούτ’ έστιν, όπως δώμεν καί τοίς Χριστιανοίς καί πάσιν ελευθέραν αίρεσιν τού ακολουθείν τή θρησκεία ή δ’ άν βουληθώσιν…».
Πρόκειται γιά ένα Διάταγμα πού καθόριζε τήν λήξη τών διωγμών εναντίον τού Χριστιανισμού, έδινε ελευθερία στόν Χριστιανισμό νά επιτελή τήν λατρεία του καί άνοιγε τόν δρόμο γιά νά γίνη αργότερα ο Χριστιανισμός επίσημη θρησκεία τού Κράτους.
2. Η συνάντηση τών μεγάλων θεολογικών ρευμάτων
Ο Χριστιανισμός μέ τήν ελευθερία πού τού δόθηκε άρχισε νά αναπτύσσεται καί νά δέχεται νέα μέλη στούς κόλπους του, διά τού βαπτίσματος, τού Χρίσματος, καί τελούσε ελεύθερα τήν λατρεία του, ιδιαίτερα τό μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Άρχισε μιά αναζωογόνηση καί ανασυγκρότηση τής εκκλησιαστικής ζωής, ύστερα από τήν λαίλαπα τών διωγμών καί τών μαρτυρίων.
Όμως, η ελευθερία δημιούργησε άλλους πειρασμούς, ο κυριότερος από τούς οποίους ήταν οι αιρέσεις καί τά σχίσματα. Έτσι, η Εκκλησία προσπάθησε νά δημιουργήση τούς χώρους τής λατρείας, δηλαδή τού Ναούς, νά καθορίση τόν τρόπο μέ τόν οποίο θά δεχθή τά νέα μέλη της, νά συγκροτήση τόν τρόπο διοικήσεώς της καί φυσικά νά αντιμετωπίση τούς αιρετικούς καί τούς σχισματικούς.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα τού 4ου αιώνος είναι ότι συναντήθηκαν μεγάλα φιλοσοφικά καί θρησκευτικά ρεύματα τά οποία κυριαρχούσαν στούς πρώτους αιώνες τού Χριστιανισμού, ιδιαιτέρως τόν 2ο καί τόν 3ο αιώνα. Θά γίνη μιά παρουσίαση αυτών τών θρησκευτικών ρευμάτων γιά νά διαπιστωθή η μεγάλη σπουδαιότητα τής συναντήσεώς τους μέ τόν Χριστιανισμό.
Τό βασικό θρησκευτικό ρεύμα τήν εποχή εκείνη, ιδίως στήν Παλαιστίνη, ήταν ο Ιουδαϊσμός. Ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε στά μέρη τής Παλαιστίνης καί στήν συνέχεια εξήλθε από τά όριά της στόν γνωστό τότε κόσμο. Οι Απόστολοι ήταν Ιουδαίοι κατά τήν καταγωγή καί, όπως ήταν φυσικό, γνώριζαν τήν Παλαιά Διαθήκη, καί τίς ερμηνευτικές διατάξεις, τό Ταλμούδ, δηλαδή γνώριζαν τόν νόμο καί τίς ερμηνείες του, αλλά τελικά δέχθηκαν καί τήν νέα αποκάλυψη πού έφερε ο Χριστός στόν κόσμο.
Οι Απόστολοι από τήν ανάγνωση τής Παλαιάς Διαθήκης γνώριζαν ότι στούς Προφήτες αποκαλυπτόταν ο Κύριος τής δόξης, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος καί τούς φανέρωνε τήν αλήθεια τού Θεού καί τήν ενσάρκωση τού Χριστού. Στήν συνέχεια βρήκαν τόν Μεσσία, κατάλαβαν από τήν πείρα τους ότι ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ο Γιαχβέ τής Παλαιάς Διαθήκης, ο Κύριος τής δόξης, έγινε άνθρωπος, βίωσαν τήν άκτιστη δόξα Του στό όρος Θαβώρ, Τόν είδαν αναστάντα καί έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα τήν ημέρα τής Πεντηκοστής, οπότε έγιναν μέλη τού Σώματός Του.
Είναι φυσικό ότι η σκέψη τους καί η φρασεολογία τους ήταν καθαρά Παλαιοδιαθηκική. Ο Απόστολος Παύλος στίς επιστολές του έκανε λόγο γιά τόν Κύριο τής δόξης, γιά τόν σαρκικό, ψυχικό καί πνευματικό άνθρωπο, γιά τήν Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, γιά τό Φώς τού Θεού στήν καρδιά τού ανθρώπου κ.λ.π. Έτσι, όλη η σκέψη καί η φρασεολογία τής Καινής Διαθήκης, δηλαδή τών Ευαγγελίων, τών Πράξεων τών Αποστόλων καί τών Επιστολών τους, είναι καθαρά εβραϊκή, αλλά μέ νέα ερμηνεία, σύμφωνα μέ τήν αποκάλυψη τού Χριστού.
Βεβαίως, οι Εβραίοι τής εποχής εκείνης πού δέν δέχθηκαν τόν Χριστό εξακολουθούσαν νά διαβάζουν τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν μπορούσαν όμως νά αποδεχθούν τά σχετικά μέ τήν έλευση τού Χριστού, ούτε τό κήρυγμα τού Χριστού καί τών Αποστόλων ότι ο Χριστός είναι Υιός τού Θεού καί γι’ αυτό πολεμούσαν τούς Αποστόλους καί γενικά τούς Χριστιανούς. Ο Φίλων ο Ιουδαίος, πού έζησε στήν Αλεξάνδρεια καί ήταν σύγχρονος τού Χριστού, προσέλαβε καί μερικά ελληνιστικά στοιχεία στήν διδασκαλία του.
Κατά τόν 2ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα ρεύμα πού ονομάσθηκε γνωστικισμός. Πρόκειται γιά ένα «φιλοσοφικό-πνευματιστικό-θρησκευτικό-μυστικιστικό-μαγικό πλέγμα διαφόρων απόψεων, πού διατυπώθηκαν στήν διάρκεια τών πρώτων χριστιανικών αιώνων». Ο γνωστικισμός συνιστά ένα θρησκευτικό συγκρητισμό τής εποχής εκείνης. Στήν διδασκαλία του συνυπάρχουν αναμεμειγμένα διάφορα «ετερόκλητα στοιχεία από τήν μυθολογία τών Αιγυπτίων, τών Βαβυλωνίων καί άλλων ανατολικών λαών, από τήν ελληνική παράδοση καί φιλοσοφία καί από τήν χριστιανική θεολογία».
Βασική αρχή τού γνωστικισμού είναι ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ αγαθού καί κακού Θεού, ότι ο αγαθός Θεός είναι ένα υπερβατικό όν πού δέν έχει σχέση μέ τόν κόσμο, αντίθετα ο δημιουργός τού κόσμου είναι ο κακός Θεός, όπως είναι ο Θεός τής Παλαιάς Διαθήκης. Η σωτηρία τού ανθρώπου δέν επιτυγχάνεται μέ τήν πίστη, αλλά μέ τήν γνώση, η οποία «αποτελεί μιά ανώτερη, πνευματική, ενορατική θεία μορφή γνώσης πού αντιδιαστέλλεται τόσο πρός τήν επιστήμη, η οποία έχει κοσμικό περιεχόμενο, όσο καί πρός τήν θρησκευτική πίστη, η οποία εκπορεύεται από τό δόγμα». Αυτή η γνώση είναι μιά εσωτερική σπίθα, καί ο άνθρωπος σώζεται δι’ αυτής. Ο Ιησούς είναι ο ύψιστος άρχων, ο σωτήρας πού απεστάλη από τόν αγαθό Θεό γιά νά αναζωπυρώση τίς σπίθες αυτές πού υπάρχουν μέσα στούς ανθρώπους καί νά βοηθήση στήν αποκατάστασή τους.
Γνωστικιστές τών πρώτων αιώνων έδρασαν σέ διάφορα μέρη τού τότε γνωστού κόσμου, όπως είναι ο Βασιλείδης στήν Αίγυπτο, ο Βαρδησάνης στήν Μεσοποταμία, ο Μαρκίων στήν Σινώπη καί τήν Ρώμη, ο Καρποκράτης στήν Αλεξάνδρεια καί ο Μάνης στήν Περσία πού είναι καί ο εισηγητής τού μανιχαϊσμού.
Τόν γνωστικισμό αντιμετώπισαν οι Αποστολικοί Πατέρες, κυρίως ο άγιος Ειρηναίος, Επίσκοπος Λυώνος, πού έγραψε τό βιβλίο «έλεγχος καί ανατροπή τής ψευδωνύμου γνώσεως». Ο γνωστικισμός θεωρήθηκε ως μιά απειλή εναντίον τού Χριστιανισμού γιατί αμφισβητούσε τήν θεότητα τού Χριστού, τίς αποκαλύψεις τού Θεού στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, υπονόμευε τήν απολυτρωτική θυσία τού Χριστού καί έθετε τίς βάσεις γιά έναν θεολογικό καί φιλοσοφικό δυϊσμό (διάκριση μεταξύ καλού καί κακού Θεού), αλλά καί υπερτόνιζε τήν αξία τού ανθρώπου, μέσα στόν οποίο υπάρχουν οι σπίθες τής γνώσεως, παραθεωρώντας τήν πίστη στήν Αποκάλυψη τού Θεού.
Ένα άλλο ρεύμα πού κυριαρχούσε τόν 3ο αιώνα ήταν η αρχαία ελληνική φιλοσοφία τού Πλάτωνος τού Αριστοτέλη, εκτός τών Αθηνών, καί στόν χώρο τής Αλεξάνδρειας καί τής Αντιοχείας, πού επηρέασε μερικούς Χριστιανούς θεολόγους. Εξακολουθούσαν νά λειτουργούν οι φιλοσοφικές σχολές στίς οποίες διδασκόταν η ελληνική φιλοσοφία, καί κυκλοφορούσαν τά έργα τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Κυρίως από τόν 3ο αιώνα αναπτύχθηκε ο νεοπλατωνισμός πού ήταν μιά προσπάθεια αναβίωσης τού αρχαίου πλατωνισμού, μέ νέα στοιχεία. Βασική διδασκαλία τού νεοπλατωνισμού είναι ότι χωρίζεται η πραγματικότητα σέ τέσσερα επίπεδα, ήτοι τό έν πού είναι η ουσία, ο νούς, η ψυχή, καί ο αισθητός κόσμος. Κάθε ένα από αυτά προέρχεται από τό προηγούμενο, διά τής απορροής, καί μεταξύ τους υπάρχει η λεγόμενη «αλυσίδα τού όντος». Έτσι, από τό πλεόνασμα τού ενός –τής ουσίας– δημιουργήθηκε διά τής απορροής ο νούς από τό πλεόνασμα τού νού δημιουργήθηκε, διά τής απορροής, η ψυχή από τό πλεόνασμα τής ουσίας τής ψυχής δημιουργήθηκε, διά τής απορροής, ο αισθητός κόσμος.
Κατά τόν νεοπλατωνισμό η ψυχή διακρίνεται σέ κοσμική ψυχή «χάρη στήν οποία η απροσδιόριστη ύλη προσέλαβε μορφή» καί έτσι σχηματίζονται τά αισθητά πράγματα, καί στήν ανθρώπινη ψυχή «η οποία αποτελεί τή μορφή τού σώματος τού φορέα της». Ο προορισμός τού ανθρώπου είναι η επανάκαμψη τής ψυχής από τήν επιρροή τού σώματος στό αρχικό έν από τό οποίο προήλθε. Έτσι γίνεται λόγος γιά τρία στάδια, ήτοι τήν μονή, τήν πρόοδο καί τήν επιστροφή.
Ο νεοπλατωνισμός διαμορφώθηκε σέ διάφορες σχολές στίς μεγάλες πόλεις καί περιοχές τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως τήν Ρώμη, τήν Αλεξάνδρεια, τήν Συρία, τήν Πέργαμο, τήν Αθήνα κ.λ.π. καί εκφραστές τους ήταν ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος, ο Ιάβλιχος κ.ά. Ο νεοπλατωνισμός πού εμφανίσθηκε τόν 3ο αιώνα επέζησε μέ διάφορες μορφές σέ όλους τούς αιώνες, μέχρι τήν φιλοσοφία τής εποχής μας.
Αποστέλεσμα όλων αυτών τών φιλοσοφικών καί θρησκευτικών ρευμάτων ήταν ότι επηρεάσθηκαν μερικοί Χριστιανοί θεολόγοι, οι οποίοι φιλοσοφούσαν πάνω στήν αποκαλυπτική αλήθεια τού Χριστού καί ανέπτυξαν τόν λεγόμενο εξελληνισμένο Χριστιανισμό. Πρόκειται γιά μερικούς θεολόγους οι οποίοι προσπαθούσαν νά κατανοήσουν καί νά ερμηνεύσουν τήν χριστιανική διδασκαλία μέσα από τήν ελληνική φιλοσοφία καί τά φιλοσοφικά καί θρησκευτικά ρεύματα τής εποχής τους. Οι Χριστιανοί θεολόγοι αυτής τής κατηγορίας θεολογούσαν περισσότερο φιλοσοφικά, χωρίς νά διαθέτουν προσωπική εμπειρία τής αποκαλύψεως τού Χριστού, καί έτσι εξελλήνισαν τόν Χριστιανισμό, απομακρύνθηκαν από τήν χριστιανική διδασκαλία καί κατέληξαν σέ αιρέσεις.
Στήν κατηγορία αυτήν υπάγονται ο Παύλος Σαμοσατεύς, ο Λουκιανός Αντιοχεύς, ο Σαβέλλιος, ο Άρειος καί οι Αρειανοί, ο Ευνόμιος, τούς οποίους αντιμετώπιζαν οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Όλοι αυτοί προσπαθούσαν νά ερμηνεύσουν τήν χριστιανική θεολογία, χρησιμοποιώντας τήν ελληνική φιλοσοφία, στά θέματα σχέσεως μεταξύ τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος, στήν ενανθρώπηση τού Λόγου τού Θεού καί τήν ένωση τών δύο φύσεων στόν Χριστό, καί τήν δημιουργία τού κόσμου. Έκαναν λόγο γιά πρόσωπα καί υπόσταση, γιά ουσία καί ενέργειες, γιά μεταφυσικά, αμετάβλητα καί μεταβλητά, γιά εντελέχεια κλπ.
Τά φιλοσοφικά, θρησκευτικά καί θεολογικά αυτά ρεύματα διαμόρφωσαν ένα κλίμα στήν Εκκλησία τών τριών πρώτων αιώνων καί κυριαρχούσαν στίς απόψεις μερικών θεολόγων γύρω από τά θεολογικά θέματα. Αυτές οι αιρετικές απόψεις επηρέαζαν τούς Χριστιανούς, όπως ήταν φυσικό, καί οι Επίσκοποι προσπαθούσαν νά τίς αντιμετωπίσουν. Επρόκειτο γιά μιά νέα πρόκληση στήν οποία βρέθηκε η Χριστιανική Εκκλησία. Ενώ στούς πρώτους αιώνες η πρόκληση αναφερόταν στήν ομολογία τής πίστεως η οποία εκφραζόταν διά τού μαρτυρίου καί ανέδειξε τούς μάρτυρες, κατά τόν 3ο καί 4ο αιώνα, η πρόκληση αναφερόταν στήν ομολογία τής πίστεως μέ όρους τής εποχής εκείνης καί ανέδειξε τούς Μεγάλους Πατέρες τής Εκκλησίας.
3. Η διαμόρφωση τής ορθόδοξης θεολογίας καί ζωής
Η Εκκλησία κατά τόν 4ο αιώνα βρέθηκε μπροστά σέ αυτές τίς προκλήσεις, πού προέρχονταν από τόν Ιουδαϊσμό, τόν γνωστικισμό, τήν ελληνική φιλοσοφία καί κυρίως τόν νεοπλατωνισμό. Χρειάσθηκε, επομένως νά αντιμετωπίση όλα αυτά τά φιλοσοφικά καί θρησκευτικά ρεύματα καί νά εκφράση τήν αποκαλυπτική της αλήθεια μέσα από τήν νέα ορολογία. Έτσι, χωρίς νά χάση καθόλου τό περιεχόμενο τής Αποκαλύψεως υιοθέτησε μιά νέα ορολογία. Μέ αυτόν τόν τρόπο αντιμετώπισε καί τόν κίνδυνο πού προερχόταν από τούς αιρετικούς πού εξέφραζαν τόν λεγόμενο εξελληνισμένο Χριστιανισμό, καί οι οποίοι μετέτρεπαν τόν Χριστιανισμό σέ μιά μορφή τού ελληνισμού, μέ τήν δική του φιλοσοφική σκέψη.
Έτσι, η Εκκλησία από αυτήν τήν συνάντηση, διά τών Πατέρων της, εξέφρασε τόν εκχριστιανισμένο ελληνισμό, όπως τό χαρακτήριζε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Τά ιδιαίτερα σημεία πού διακρίνουν αυτήν τήν προσπάθεια, πού είναι πραγματικά εργώδης, μπορούν νά εντοπισθούν σέ δύο ενδεικτικές χρονολογίες, ήτοι τό έτος 325 μ.Χ. πού συνεκλήθη η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στήν Νίκαια τής Βιθυνίας, καί τό έτος 381 μ.Χ. πού συνεκλήθη η Β’ Οικουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη.
Τό διάστημα πού προηγήθηκε τής Α’ Οικουμενικής Συνόδου, καί τό διάστημα μεταξύ τής Α’ καί Β’ Οικουμενικής Συνόδου ήταν πολύ σημαντικά γιά τήν Εκκλησία, γιατί τότε αγωνίσθηκε γιά νά διαμορφωθή η νέα πραγματικότητα, νά εκφρασθή η αυθεντική θεολογία μέσα από νέους όρους, οι οποίοι θά παραμείνουν έκτοτε στήν Εκκλησία μέχρι σήμερα. Υπέρμαχος στήν Α’ Οικουμενική Σύνοδο ήταν ο Μ. Αθανάσιος καί στήν Β’ Οικουμενική Σύνοδο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, καί ακόμη έμμεσα ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος είχε κοιμηθή πρίν συνέλθη η Σύνοδος (379 μ.Χ.) αλλά μέ τήν διδασκαλία καί τό έργο του προετοίμασε όλη τήν θεολογία τής Συνόδου αυτής.
Στήν συνέχεια θά τονισθούν μερικά σημεία τά οποία δείχνουν τό τί έγινε τόν 4ο αιώνα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, μόλις βγήκε από τήν περίοδο τών διωγμών καί τού μαρτυρίου, αλλά καί πώς αντιμετώπισε τήν πρόκληση τών αιρέσεων πάνω στό θέμα αυτό.
Στήν θεολογία, δηλαδή τήν τριαδολογία, χρησιμοποιήθηκε μιά νέα ορολογία μέσα στήν οποία διασώθηκε όλη η αποκαλυπτική θεολογία γιά τήν Αγία Τριάδα. Έτσι, ενώ μέχρι τότε έκαναν λόγο γιά τό τρισήλιο Φώς, τά τρία Φώτα –τού Πατρός, τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος– τώρα οι Μεγάλοι Πατέρες, χωρίς νά αποδεσμευθούν καί από αυτήν τήν βιβλική ορολογία, έκαναν λόγο γιά πρόσωπα, ουσία, ενέργεια, τρόπο υπάρξεως, προκειμένου νά εκφράσουν τήν σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός είναι τρία πρόσωπα-υποστάσεις, υπάρχει μιά κοινή ουσία καί ενέργεια, τό κάθε πρόσωπο έχει τόν ιδιαίτερο τρόπο υπάρξεώς του, τό λεγόμενο υποστατικό ιδίωμα, ο άνθρωπος μετέχει τής ενεργείας τού Θεού καί όχι τής ουσίας Του. Μέ τόν τρόπο αυτό οι Πατέρες τής Εκκλησίας αντιμετώπισαν όλες τίς εμφανισθείσες αιρέσεις καί διασώθηκε η αποκαλυπτική θεολογία. Αυτή είναι η λεγόμενη πολεμική θεολογία. Τελικά, στήν υμνογραφία τής Εκκλησίας, καθώς καί στά πατερικά κείμενα, διασώθηκαν τόσο η βιβλική όσο καί η πατερική ορολογία.
Στήν χριστολογία, οι Πατέρες, χρησιμοποιώντας τούς όρους τών φιλοσοφούντων θεολόγων, έκαναν κάποια άλλη χρήση τους γιά νά τό εκφράσουν καλύτερα. Ενώ ο Πατήρ, ο Υιός καί τό Άγιον Πνεύμα έχουν μία φύση καί ενέργεια στά Τρία Πρόσωπα, ο Χριστός έχει δύο φύσεις καί ενέργειες, θεία καί ανθρώπινη, στό ένα πρόσωπό Του. Στήν υμνογραφία τής Εκκλησίας, αλλά καί στά πατερικά κείμενα διασώθηκε καί στό θέμα αυτό τόσο η βιβλική θεολογία πού κάνει λόγο γιά τόν Μεγάλης Βουλής άγγελο, γιά τόν Κύριο τής δόξης, όσο καί η πατερική ορολογία, γιά τίς δύο φύσεις, θεία καί ανθρώπινη, πού ενώθηκαν στό ένα πρόσωπο τού Λόγου.
Στήν εκκλησιολογία έγινε μεγάλη προσπάθεια γιά νά κατοχυρωθή η ενότητα τών Τοπικών Εκκλησιών. Αυτό τό επέτυχαν οι Πατέρες μέ τούς ιερούς κανόνες στίς Τοπικές καί Οικουμενικές Συνόδους, όπου γίνεται λόγος γιά τόν τρόπο μέ τόν οποίο ενεργούν τά χαρίσματα κάθε μέλους τής Εκκλησίας, γιά τήν επισκοποκεντρική θεώρησή της. Επίσης, προσλήφθηκε τό διοικητικό σύστημα διοικήσεως τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέ τίς Επαρχίες, τίς Διοικήσεις – Εξαρχίες καί τίς Υπαρχίες, γιά νά συγκροτηθή τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τής Εκκλησίας. Μέ αυτήν τήν ρύθμιση όρισαν τό Μητροπολιτικό σύστημα στήν Α’ Οικουμενική Σύνοδο, στήν Β” Οικουμενική Σύνοδο θεσπίσθηκε τό υπερμητροπολιτικό σύστημα τό οποίο εξελίχθηκε σέ Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως. Μέ τόν τρόπο αυτό αντιμετωπίσθηκαν τά σχίσματα καί οι διαιρέσεις, καί διατηρήθηκε η ενότητα τής Εκκλησίας.
Στήν ευχαριστιολογία επικεντρώθηκε τό ενδιαφέρον καί η προσοχή στήν θεία Ευχαριστία σέ σχέση μέ τά άλλα Μυστήρια τής Εκκλησίας. Είναι γνωστόν ότι η θεία Ευχαριστία, σέ συνδυασμό μέ τά δόγματα καί τήν Αγία Γραφή, αποτελεί τό κέντρο τής εκκλησιαστικής ζωής. Οι Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί συνέρχονται στήν θεία Ευχαριστία γιά νά κοινωνήσουν τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού. Έτσι, καί οι Τρείς Ιεράρχες συνέταξαν ευχές γιά τήν θεία Ευχαριστία, πού έλαβαν καί τό όνομά τους.
Στήν ανθρωπολογία έγινε προσπάθεια νά καθορισθή η διδασκαλία τί είναι ο άνθρωπος, ποιός τόν δημιούργησε καί ποιός είναι ο σκοπός τής ζωής του. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η διδασκαλία γιά τό κατ’ εικόνα καί τό καθ’ ομοίωση τού ανθρώπου καί ερμηνεύθηκαν οι όροι αυτοί θεολογικά. Παρουσιάσθηκε η αλήθεια ότι ο άνθρωπος δέν είναι δημιούργημα τού κακού Θεού, δέν είναι αποτέλεσμα τού μηδενός, αλλά ποίημα τού Θεού καί δέν προϋπήρχε η ψυχή τού σώματος ούτε τό σώμα τής ψυχής.
Στήν μοναχική ζωή καθορίσθηκαν οι κανόνες καί οι όροι μέσα από τούς οποίους μπορούν οι μοναχοί νά ζήσουν εκκλησιαστικά καί ευαγγελικά. Γιατί μετά τήν λήξη τών διωγμών καί τήν επελθούσα εκκοσμίκευση στόν χώρο τής εκκλησιαστικής ζωής αναπτύχθηκε στό έπακρο ο αναχωρητισμός πού μπορούσε νά εξελιχθή σέ έναν χριστιανικό αναρχισμό. Η Εκκλησία διά τών φωτισμένων Πατέρων καθόρισε τούς κανόνας βάσει τών οποίων θά οργανωθούν οι μοναχοί σέ κοινόβια καί τό κυριότερο θά είναι κάτω από τήν ποιμαντική καθοδήγηση τών Επισκόπων τής Πόλεως.
Στήν ποιμαντική καθοδήγηση τών μελών τής Εκκλησίας δόθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι τά μέλη τής Εκκλησίας έπρεπε νά παιδαγωγούνται γιά νά ζούν πραγματικά τήν εν Χριστώ ζωή μέσα στήν Εκκλησία. Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά δούμε τίς ομιλίες τών Πατέρων κατά τίς λειτουργικές καί λατρευτικές συνάξεις, πού αναφέρονται στό δόγμα καί τήν άσκηση.
Επομένως, η Εκκλησία, ιδιαίτερα τόν 4ο αιώνα, εργάσθηκε συστηματικά γιά τήν οργάνωση καί τήν ανάπτυξή της, αφού απέκτησε τήν ελευθερία της. Ο 4ος αιώνας είναι ένας αιώνας πολύ σημαντικός γιά όλη τήν εκκλησιαστική ζωή, πού αντιμετώπισε δημιουργικά όλες τίς προκλήσεις τής εποχής εκείνης.
4. Οι Τρείς Ιεράρχες, ιδιαιτέρως ο Μέγας Βασίλειος
Σέ αυτή τήν οργανωτική προσπάθεια τής Εκκλησίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο μεγάλοι Πατέρες, όπως είναι οι Τρείς Ιεράρχες, ήτοι ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καί λίγο αργότερα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Σέ αυτούς πρέπει νά προστεθούν ο Μέγας Αθανάσιος, πού προηγήθηκε καί τόν οποίο οι επόμενοι θεωρούσαν ως θεολογικό τους Γέροντα, όπως καί ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αδελφός τού Μεγάλου Βασιλείου καί άλλοι Πατέρες.
Ο Μέγας Βασίλειος καί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σπούδασαν στίς φιλοσοφικές σχολές τής εποχής εκείνης καί στήν Αθήνα, καί γνώρισαν όλη τήν παιδεία τής εποχής τους. Τό ίδιο έγινε καί μέ τόν άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο πού είχε διδάσκαλο τόν ρήτορα Λιβάνιο, ο οποίος τόν εκτιμούσε.
Έτσι, οι Τρείς Ιεράρχες είχαν εξαιρετικά χαρίσματα, ήτοι μεγάλη χωρητικότητα διανοίας, γνώση τών φιλοσοφικών ρευμάτων τής εποχής τους, καί επί πλέον πνευματική εμπειρία τού Θεού. Καί τά τρία αυτά γνωρίσματα ήταν ικανά νά τούς βοηθήσουν γιά νά διαδραματίσουν αυτόν τόν μεγάλο ρόλο τήν εποχή εκείνη. Πρόκειται γιά ιδανικούς παράγοντες προκειμένου νά συντελέσουν στήν συνάντηση μεταξύ τής χριστιανικής αποκαλύψεως καί τής ελληνικής σκέψεως, χωρίς νά επιτευχθή κάποιος συγκρητισμός. Αυτό δέν ήταν αποτέλεσμα μόνον τής γνώσεως τής παιδείας τής εποχής τους, πού απέκτησαν, ούτε απλώς καρπός τών μεγάλων διανοητικών χαρισμάτων τους πού είχαν, αλλά οφειλόταν καί στήν εμπειρία τού Θεού πού διέθεταν. Δέν γνώρισαν μόνον μεγάλους ασκητάς στήν εποχή τους, αλλά έζησαν οι ίδιοι στήν έρημο, καί διά τής καθάρσεως καί τού φωτισμού τού νού έφθασαν στήν θέα τής δόξης τού Θεού. Μέ τόσα μεγάλα χαρίσματα μπόρεσαν νά διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στήν εποχή τους.
Προηγουμένως υπογραμμίσθηκε ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε μέ άλλη ορολογία, δηλαδή τήν εβραϊκή σκέψη, όπως διαμορφώθηκε μέ τήν νέα Αποκάλυψη, συνάντησε τόν γνωστικισμό, καί τόν ελληνισμό, κυρίως τόν νεοπλατωνισμό καί τελικά διαρθρώθηκε στά βασικά σημεία, μέ τήν σημαντική βοήθεια τών Τριών Ιεραρχών.
Χωρίς νά παραγνωρίζεται η σπουδαιότητα όλων τών Πατέρων τής Εκκλησίας, γιατί ο καθένας έχει τό δικό του χάρισμα καί τήν ιδιαίτερη προσφορά του στήν Εκκλησία, θά μπορούσε νά σημειωθή η σημαντική παρουσία τού Μεγάλου Βασιλείου. Νομίζω ότι αποτελεί κεντρικό πρόσωπο μεταξύ τών Πατέρων τού 4ου αιώνος, καί αυτό αποδεικνύεται από τό ότι όλοι οι άλλοι άγιοι Πατέρες τόν ανεγνώριζαν ως ηγετική φυσιογνωμία. Θά γίνη μιά ενδεικτική αναφορά σέ μερικά σημεία στά οποία φαίνεται η προσφορά τού Μεγάλου Βασιλείου στήν Εκκλησία πάνω στά θεολογικά καί εκκλησιαστικά ζητήματα πού ανέκυψαν τόν 4ο αιώνα.
Στό θεολογικό θέμα (Τριαδικός Θεός) είναι εκείνος πού προσδιόρισε τήν διαφορά μεταξύ χρόνου, αιωνίου καί αϊδίου, καθώς επίσης τήν διαφορά μεταξύ τού «ό,τι εστιν ο Θεός», πού τό γνωρίζουμε από τίς ενέργειές Του, τού «τί εστι» η ουσία τού Θεού καί τό «πώς εστιν» τά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος τά οποία αγνοούμε. Ακόμη, ο Μέγας Βασίλειος ταύτισε τούς όρους πρόσωπο καί υπόσταση γιά νά αντιμετωπίση τούς διαφόρους αιρετικούς τής εποχής του, κυρίως τόν Ευνόμιο, καί προσδιόρισε τήν διαφορά μεταξύ τού προσώπου-υποστάσεως καί τής ουσίας. Επίσης, ομίλησε γιά τό αμέθεκτο τής ουσίας τού Θεού καί τό μεθεκτό τών ενεργειών Του, καί καθόρισε τήν αληθινή έννοια τού τρόπου υπάρξεως τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος.
Μέ συντονισμένες καί κοπιαστικές περιοδείες του, παρά τήν εύθραυστη υγεία του, διαφύλαξε τήν ενότητα τής Εκκλησίας, η οποία στό διάστημα μεταξύ τής Α’ Οικουμενικής Συνόδου καί τής Β’ Οικουμενικής Συνόδου ταλαιπωρείτο από σχίσματα καί διαιρέσεις. Οι περιοδείες πού έκανε καί οι επιστολές πού απέστειλε σέ διαφόρους Επισκόπους δείχνουν ότι ήταν ένας αληθινός εκκλησιαστικός ηγέτης.
Μέ αληθινή σοφία καί ποιμαντική ευαισθησία καθόρισε τά εκκλησιαστικά, κανονικά καί ποιμαντικά ζητήματα, πού απασχολούσαν τούς Επισκόπους καί Κληρικούς τής εποχής του, καί τά αντιμετώπισε μέ πνεύμα σοφίας καί συνέσεως. Είναι σημαντικές οι κανονικές επιστολές τού Μεγάλου Βασιλείου πού περικλείουν τούς 92 κανόνες του καί δείχνουν τήν σοφία καί τό μεγαλείο αυτού τού μεγάλου εκκλησιαστικού ανδρός καί αγίου τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία μέ τόν 2ο Κανόνα τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου προσέλαβε καί κατοχύρωσε τά κείμενα αυτά ως εκκλησιαστικά καί κανονικά.
Διαβάζοντας κανείς τίς μεγαλοπρεπείς ευχές πού συνέταξε καί απήρτισαν τήν θεία Λειτουργία, πού φέρει τό όνομά του, θαυμάζει τόν πλούτο τής εσωτερικής του καταστάσεως, τήν θεολογική του πληρότητα, αλλά κυρίως τήν πνευματική του εμπειρία, αφού φαίνεται ο τρόπος μέ τόν οποίο πλησίαζε ο ίδιος τόν Θεό, ο τρόπος τής προσευχής του, καί οι πλούσιες πνευματικές εμπειρίες του.
Η διδασκαλία του γιά τόν άνθρωπο, η ανάλυση τού κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση, ο σκοπός τής υπάρξεώς του καί η αποστολή του στήν Εκκλησία αποτελεί έναν υπέροχο καθρέπτη τής όλης προσωπικότητάς του.
Τά ασκητικά κείμενά του, όπως οι ασκητικοί λόγοι, «οι όροι κατά πλάτος» καί «οι όροι κατ’ επιτομήν», καθώς επίσης καί «οι ασκητικές διατάξεις», τόν αποδεικνύουν ως τόν μεγάλο διοργανωτή τού μοναχικού βίου, καί διαβάζοντας κανείς τά κείμενα αυτά αντιλαμβάνεται τό πόσο γνώριζε στό βάθος τήν ψυχή τού ανθρώπου, τά πάθη πού τήν διακρίνουν, αλλά καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι μοναχοί μπορούν νά επιτύχουν τήν ένωσή τους μέ τόν Θεό.
Οι ομιλίες του δείχνουν τόν πλούτο τής ψυχής του, τίς επιστημονικές γνώσεις πού είχε αποκτήσει, μέ τήν σπουδή καί τήν μελέτη, αφού στήν ερμηνεία στήν «εξαήμερο» κατόρθωσε νά συγκεντρώση όλες τίς επιστημονικές γνώσεις εκείνης τής εποχής καί νά τίς αντιμετωπίση θεολογικά. Επίσης, οι ερμηνευτικές αναλύσεις στούς ψαλμούς τού Δαυΐδ δείχνουν τήν προσευχή πού είχε καί τήν θεοπτική εμπειρία τήν οποία είχε αποκτήσει. Οι ομιλίες του φανερώνουν τήν διακριτική καί μαχητική αντιμετώπιση τών κοινωνικών ζητημάτων τής εποχής του καί αναφέρονται στούς πλουσίους καί τούς πτωχούς, στά ανθρώπινα πάθη καί τίς κοινωνικές ακαταστασίες.
Οι επιστολές πού απέστειλε στόν φίλο του άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν αδελφό του άγιο Γρηγόριο Νύσσης καί σέ άλλους Επισκόπους δείχνουν τήν ησυχαστική παράδοση πού είχε βιώσει, τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες πού είχε περάσει.
Όταν διαβάση κανείς όλο τό θεολογικό καί εκκλησιαστικό έργο πού επετέλεσε ο Μέγας Βασίλειος, μέ τήν μεγάλη εμπειρική θεολογική γνώση, τήν καταπληκτική διάκρισή του, καί τήν εκκλησιαστική του σοβαρότητα, μάλιστα μέχρι τήν ηλικία τών 49 ετών, όπου καί κοιμήθηκε, εκπλήττεται γιά τήν μεγάλη χωρητικότητα τής διάνοιας, γιά τά σημαντικά διοργανωτικά του προσόντα καί τίς θεοπτικές εμπειρίες του, τίς οποίες είχε αποκτήσει στήν έρημο, αλλά καί στήν μετέπειτα ζωή του.
Αυτό δείχνει γιατί τά γραπτά του κείμενα ήταν εκείνα πού προσδιόρισαν τίς αποφάσεις τής Εκκλησίας κατά τά μετέπειτα χρόνια, όπως γιά παράδειγμα κατά τήν περίοδο τής εικονομαχίας, τήν απόφαση τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά καί τήν περίοδο τών ησυχαστικών ερίδων, αφού στήν διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου βρίσκεται εν σπέρματι όλη η ησυχαστική παράδοση καί εμπειρία, όπως καθορίσθηκε τόν 14ο αιώνα καί σέ αυτήν παραπέμπει καί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Σέ όλη τήν εκκλησιαστική ζωή κατέχει κεντρική θέση η προσωπικότητα, τό έργο καί η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου.
Γιά νά φανή η μεγάλη προσωπικότητά του θά αναφερθούν τέσσερα σημαντικά βιβλία, μεταξύ πολλών άλλων πού κυκλοφορούν, στά οποία ο αναγνώστης μπορεί νά διαπιστώση τήν πολυεδρική προσωπικότητα τού Μεγάλου Βασιλείου.
Τό ένα είναι τό σύγγραμμα τού διακεκριμένου Καθηγητού τής Πατρολογίας Παναγιώτου Χρήστου, μέ τίτλο «ο Μέγας Βασίλειος», στό οποίο παρουσιάζεται όλη η ζωή καί τό θεολογικό έργο τού Μεγάλου Βασιλείου. Τό βιβλίο αυτό είναι γραμμένο μέ πλήρη επιστημονική επάρκεια καί επιστημονική ωριμότητα. Στό πρώτο μέρος μέ τίτλο «βίος καί πολιτεία» παρουσιάζει τήν καταγωγή, τίς σπουδές καί τίς αναζητήσεις τού Μεγάλου Βασιλείου, τήν ζωή του ως μοναχού καί πρεσβυτέρου, τήν επισκοπική, μητροπολιτική, εξαρχική καί οικουμενική του δραστηριότητα. Στό δεύτερο μέρος παρουσιάζει τόν Μέγα Βασίλειο ως συγγραφέα από τά κείμενά του πού έχουν διασωθή, ήτοι τό συγγραφικό του έργο καί τά ερμηνευτικά, δογματικά, ασκητικά συγγράμματα, τίς ομιλίες, τίς επιστολές καί τήν θεία Λειτουργία του. Στό τρίτο μέρος εκτίθεται η θεολογική σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τήν σχέση μεταξύ χριστιανικής καί ελληνικής παιδείας, γιά τό θεολογικό (τριαδολογικό) πρόβλημα, γιά τόν κόσμο καί τήν δημιουργία, γιά τόν Χριστό καί τήν Εκκλησία, γιά τίς κοινωνικές του απόψεις, γιά τόν μοναχικό καί πνευματικό βίο, καί γιά τήν εσχατολογική του διδασκαλία. Στό τέταρτο μέρος αναφέρει τά σχετικά μέ τό τέλος καί τήν μνήμη τού Μεγάλου Βασιλείου, τήν βιβλιογραφία καί διαφόρους πίνακες. Πρόκειται γιά ένα πανόραμα τού βίου, τής πολιτείας καί τής θεολογίας τού μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού ανδρός καί αγίου.
Τό δεύτερο βιβλίο είναι τού καθηγητού τής Πατρολογίας Στυλιανού Παπαδοπούλου μέ τίτλο «η ζωή ενός Μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας». Στό εξαιρετικό καί μυσταγωγικό αυτό βιβλίο παρουσιάζεται η ζωή, η δράση καί η θεολογία τού Μεγάλου Βασιλείου μέσα από τά δικά του κείμενα, τίς απόψεις τών συγχρόνων του, όπως τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης, αλλά καί τίς αρχαίες καί νεώτερες πηγές. Τό σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας μέ γνώση τών πηγών καί τών βοηθημάτων παρουσιάζει ανάγλυφα, γλαφυρά καί διηγηματικά τόν βίο, τήν πολιτεία καί τήν θεολογική σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου, από τά μικρά του χρόνια, τίς σπουδές του, τήν μοναχική ζωή, τήν ζωή του ως Κληρικού καί Επισκόπου, τούς αγώνες του γιά τήν ειρήνη καί τήν αλήθεια τής Εκκλησίας, γιά τήν ανακούφιση τού πόνου καί γιά τήν κοίμηση τού μεγάλου αυτού αγίου. Τό βιβλίο αυτό διαβάζεται μέ ευκολία, μέ ιερά μέθεξη, καί είναι υπόδειγμα γιά τό πώς η θεολογία μπορεί νά περάση στόν λαό. Η διήγηση είναι συγκινητική καί δημιουργεί έμπνευση.
Τό τρίτο βιβλίο μέ τόν τίτλο «Βασιλειάς» είναι συλλογικός τόμος καί συγκροτείται από εισηγήσεις πού έγιναν στήν Θεσσαλονίκη σέ συνεργασία τής Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τής Θεολογικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καί τού Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών. Στόν συλλογικό αυτόν τόμο Κληρικοί καί Καθηγητές εξέθεσαν τίς έρευνές τους στίς διάφορες ουσιαστικές πλευρές τού βίου, τού έργου καί τής θεολογικής σκέψεως τού Μεγάλου Βασιλείου. Είναι ένας τόμος καταπληκτικός, διότι διάφοροι επιστήμονες παρουσιάζουν πολλές πλευρές τής προσωπικότητας τού Μεγάλου Βασιλείου.
Καί τό τέταρτο βιβλίο είναι η διδακτορική διατριβή τής Ολυμπίας Παπαδοπούλου-Τσανανά μέ τίτλο «η αθρωπολογία τού Μεγάλου Βασιλείου». Τό βιβλίο αυτό είναι πραγματικά υπόδειγμα διδακτορικής διατριβής πάνω στό θέμα τής ανθρωπολογίας, κατά τήν διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου καί διαρθρώνεται σέ πέντε κεφάλαια. Στό πρώτο κεφάλαιο μέ τίτλο «τούτο άνθρωπος» γίνεται λόγος γιά τήν δημιουργία τού ανθρώπου καί τήν ζωή τών Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο. Στό δεύτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Θεού αλλοτρίωσις» αναπτύσσεται τό θέμα τής πτώσεως τού ανθρώπου, οι συνέπειές της, καί γίνεται λόγος γιά τό πρόβλημα τού κακού, παρουσιάζοντας τήν σχετική διδασκαλία γιά τόν διαβολο, τόν θάνατο καί τήν αμαρτία. Στό τρίτο κεφάλαιο μέ τίτλο «η τού Υιού περί τόν άνθρωπον οικονομία» εκτίθεται η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τό σεσιγημένο μέγα μυστήριο τής σωτηρίας τού ανθρώπου, γιά τήν ενανθρώπηση τού Χριστού καί τήν ανάκληση καί επάνοδο τού ανθρώπου στό αρχαίο κάλλος. Στό τέταρτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Χριστού μίμησις» εκτίθεται η αναγέννηση τού ανθρώπου πού γίνεται μέσα στήν Εκκλησία, μέ τήν οικειοποίηση τών καρπών τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού μέ τά Μυστήρια καί τήν ασκητική ζωή. Τέλος, στό πέμπτο κεφάλαιο μέ τίτλο «η συντέλεια τού αιώνος τούτου» παρουσιάζεται η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τήν καθολική ανάσταση τών σωμάτων, τήν κρίση τού Θεού καί τήν θέωση τού ανθρώπου. Στό τέλος η σύνοψη καί τά συμπεράσματα διατρέχουν όλο τό περιεχόμενο τής διατριβής. Πράγματι, πρόκειται γιά μιά σημαντική διατριβή, στήν οποία τονίζονται υπέροχες αλήθειες, όλη η σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τόν άνθρωπο, τήν δημιουργία του, τήν πτώση του καί τήν θέωσή του, μέσα σέ λίγες σχετικά (133) σελίδες.
Ύστερα από όλα αυτά θά πρέπει νά υπογραμμισθή μιά παρατήρηση τήν οποία θεωρώ σημαντική πού είναι αποτέλεσμα όλων τών έως τώρα μελετών μου πάνω στήν εκκλησιαστική ζωή καί τήν πατερική διδασκαλία. Ο 4ος αιώνας αποτελεί κεντρικό σημείο στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τής όλης Εκκλησίας, γιατί τότε διαμορφώθηκε καί εκφράσθηκε η διδασκαλία της στήν αντιμετώπιση όλων τών έως τότε θεολογικών καί φιλοσοφικών ρευμάτων, καθώς επίσης ότι αυτός απετέλεσε τήν βάση τής μετέπειτα θεολογίας μέχρι σήμερα.
Όλα όσα αναπτύχθηκαν στήν Εκκλησία στούς μετέπειτα αιώνες από άλλους αγίους Πατέρες, έχουν τήν εν σπέρματι αναφορά τους στόν 4ο αιώνα, δηλαδή στήν διδασκαλία τής Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε από τούς Τρείς Ιεράρχες, ιδιαιτέρως από τόν Μέγα Βασίλειο. Όλοι οι μεταγενέστεροι Πατέρες έχουν οπωσδήποτε υπ’ όψη τους τήν διδασκαλία τών Τριών Ιεραρχών καί παραπέμπουν σέ αυτούς, ή αναπτύσσουν τήν διδασκαλία τους, καί κυρίως αναφέρονται στήν μεγάλη προσωπικότητα τού Μεγάλου Βασιλείου καί τήν διδασκαλία του.
Γιά παράδειγμα, οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι σέ βασικά ζητήματα στηρίζονται στούς Τρείς Ιεράρχες ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογιτής τήν διδασκαλία τών Καππαδοκών Πατέρων γιά νά αντιμετωπίσει τίς Χριστολογικές αιρέσεις τής εποχής του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο κορυφαίος αυτός δογματικός θεολόγος τής Εκκλησίας θεωρεί ως πνευματικό του πατέρα τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, πού έζησε τέσσερεις αιώνες πρίν από αυτόν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πού έζησε τόν 14ο αιώνα αντιμετωπίζοντας τόν Βαρλαάμ, πού εξέφραζε τήν αυγουστίνεια θεολογία, όπως τήν παρουσίαζε ο δυτικός σχολαστικισμός, παραπέμπει συχνά στήν διδασκαλία τών Πατέρων τού 4ου αιώνος καί ιδιαιτέρως τού Μεγάλου Βασιλείου, καί τό ίδιο κάνουν οι μετέπειτα Φιλοκαλικοί Πατέρες τού 18ου αιώνος.
Επομένως, ο πυρήνας τής ορθοδόξου θεολογίας τής Εκκλησίας, η οποία έφθασε μέχρι τίς ημέρες μας, η οποία βεβαίως είναι προφητική, αποστολική καί πατερική, είναι ο 4ος αιώνας, καί κατά βάση είναι η διδασκαλία τών Τριών Ιεραρχών, ιδιαίτερα τού Μεγάλου Βασιλείου.
Αγαπητοί μου,
Σέ πολλά σημεία τής ομιλίας αυτής τονίσθηκε ότι πολλοί θεολόγοι έχουν εντοπίσει ότι ο 4ος αιώνας, γιά τούς λόγους πού καταγράφηκαν πιό πάνω, κυρίως γιά τό θεολογικό έργο τών Μεγάλων Πατέρων, θεωρείται ως ο «χρυσούς αιώνας» τής Εκκλησίας. Τότε τέθηκαν οι βάσεις γιά τήν όλη διοργάνωση καί τήν θεολογική έκφραση τής εκκλησιαστικής ζωής. Όμως, τελικά θεωρώ ότι ο 4ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως «χρυσούς αιώνας» τής Εκκλησίας, όχι απλώς γιά τίς αποφάσεις τών δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, ούτε απλώς γιά τήν διοργάνωση τής Εκκλησίας, αλλά γιά τήν ύπαρξη μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, μεταξύ τών οποίων είναι οι Τρείς Ιεράρχες, ιδιαιτέρως ο Μέγας Βασίλειος, οι οποίοι ένωσαν στενά τήν πράξη μέ τήν θεωρία καί βοήθησαν τήν Εκκλησία σέ μιά δύσκολη περίοδο.
Όταν διαβάσουμε προσεκτικά τήν ζωή τους, θά διαπιστώσουμε ότι ακολούθησαν όλη τήν μέθοδο γνώσεως τού Θεού, όπως περιγράφεται από τούς Προφήτες, τούς Αποστόλους, καί τούς Πατέρας όλων τών αιώνων, πού είναι η κάθαρση, ο φωτισμός καί η θέωση. Πρόκειται γιά τήν ησυχαστική μέθοδο, τήν νοερά προσευχή καί τήν εμπειρία τής ακτίστου δόξης τού Θεού. Οι Πατέρες αυτοί στούς οποίους αναφερθήκαμε πιό πάνω είναι θεούμενοι μέ όλη τήν σημασία τής λέξεως. Καί μέ αυτήν τήν προοπτική βοήθησαν τά ποίμνιά τους νά ζούν τήν εκκλησιαστική ζωή, γι’ αυτό καί οδήγησαν πολλούς στήν αγιότητα καί τήν θέωση.
Αυτή ήταν η αιτία γιά τήν οποία ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι κάθε αιώνας στόν οποίο η πλειοψηφία τών Χριστιανών φθάνουν στήν θέωση, διά τής καθάρσεως καί τού φωτισμού, είναι «χρυσούς αιώνας» τής Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι τότε διατηρείται αυτή η μέθοδος γνώσεως τού Θεού. Άλλωστε, η πραγματική εκκλησιαστική ιστορία είναι τά συναξάρια τών αγίων. Όλα τά άλλα κινούνται στήν περιφέρεια καί τήν επιφάνεια. Οι άγιοι πού γνωρίζουν εμπειρικά τό μυστήριο τής θεολογίας καί τής σωτηρίας, διά τής πράξεως καί τής θεωρίας, είναι οι μυστικοί πνευματικοί αδένες τής εκκλησιαστικής ζωής. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης:
«Κάθε φορά πού ένας ορθόδοξος Χριστιανός φθάνει στόν φωτισμό ήδη μετέχει στά αποτελέσματα τής εμπειρίας τής θεώσεως, πού προγεύεται μέ τόν φωτισμό καί ολοκληρώνεται πλέον, όταν φθάνη στήν θέωση. Οπότε, ο «χρυσούς αιών» μπορεί νά περιγραφή ως εξής νομίζω. Όταν, η πλειοψηφία τών Χριστιανών φθάνουν στόν φωτισμό, στήν κάθαρση τής καρδιάς καί πολλοί εξ αυτών φθάνουν καί στήν θέωση, έχουμε «χρυσούν αιώνα». Επομένως, αυτό είναι τό κριτήριο γιά τό πού βρισκόμαστε. Λοιπόν, είχαν αυτό τό πράγμα οι Χριστιανοί στούς πρώτους αιώνες; Βέβαια τό είχαν. Τό μαρτυρούν τόσα πολλά λείψανα, πού έχουμε από εκείνη τήν εποχή από τούς μάρτυρες».
Τό σημαντικό είναι ότι η πατερική περίοδος δέν τελείωσε ποτέ, αλλά υπάρχει μέσα στήν Εκκλησία, η οποία αναδεικνύει Πατέρες. Οι Πατέρες είναι οι μεγάλοι θεολόγοι, οι οποίοι γνώρισαν εκ πείρας τόν Θεό καί στήν συνέχεια θεολόγησαν απλανώς.
Η άποψη ότι τελείωσε η πατερική θεολογία τόν 8ο αιώνα, έπειτα αναπτύχθηκε η σχολαστική θεολογία τόν 11-13ο αιώνα, πού είναι ανώτερη από τήν πατερική, καί στήν συνέχεια αναπτύχθηκε η ρωσική θεολογία, πού είναι ανώτερη καί από τίς δύο προηγούμενες, είναι κακόδοξη από ορθοδόξου πλευράς. Είναι γνωστός ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού: «Μή μέταιρε όρια αιώνια ά οι Πατέρες ημών έθεντο, μήδ” υπέρβαινε τήν θείαν Παράδοσιν». Δυστυχώς, η σύγχρονη θεολογία έχει κάνει σοβαρά λάθη καί σέ μερικά βασικά σημεία έχει αποδεσμευθή από τήν εκκλησιαστική πατερική διδασκαλία.
Μέσα σέ αυτήν τήν προοπική εορτάζουμε τίς μνήμες τών αγίων, καί τήν εορτή τών Τριών Ιεραρχών. Δέν τιμάμε απλώς εκείνους πού εργάσθηκαν εγκεφαλικά καί συνέδεσαν τόν ελληνισμό μέ τόν χριστιανισμό, αλλά τιμάμε τούς μεγάλους εκείνους Πατέρας πού μέ τήν ζωή, τό έργο καί τήν θεολογία τους δόξασαν τόν Τριαδικό Θεό, καί δοξάσθηκαν από Αυτόν, καί αξιώθηκαν νά ζούν μέσα στό θείο καί άκτιστο Φώς, καί έτσι αποτελούν γιά όλους εμάς, Κληρικούς καί λαϊκούς, ποιμένας καί διδασκάλους, υποδείγματα τής θείας ζωής καί φωτεινά παραδείγματα πρός μίμηση.–
Εκκλησιαστική Παρέμβαση Ιούνιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά