Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία εκατόν πενήντα (150) χρόνια έγιναν πολλές προσπάθειες, εκδηλώσεις και οικουμενικοί διάλογοι τόσο πολιτικοί όσο και θρησκευτικοί-θεολογικοί, για να μπορέσουν οι θρησκείες και οι χριστιανικές αιρέσεις να ενωθούν σε μία ποίμνη, σύμφωνα με το ευαγγελικό «ίνα πάντες εν ώσιν» και «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν»[1].Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει καμμία σχέση με αιρέσεις και θρησκείες.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, που είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, είναι η μοναδική, ανεπανάληπτη και ιστορική Εκκλησία, είναι καθαρή, αγνή και άμωμος, που προσεύχεται για την ενότητα του σύμπαντος κόσμου, θέλοντας να καταλήξει η σύμπασα κτίση και δημιουργία μέσα στην Αγία Τριάδα.
Βέβαια, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι κατά κύριο λόγο θρησκεία, αλλά αποκάλυψη. Ούτε είναι χριστιανική αίρεση. Θρησκεία είναι μία ανθρωποκεντρική προσπάθεια εξευμενίσεως του Θεού η των οποιωνδήποτε θεών, για να νοιώθει ο εκάστοτε άνθρωπος ασφάλεια και ψυχολογική ειρήνη και για να νικήσει τελικά τον θάνατο. Θρησκεία, επίσης, είναι η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης του προσβληθέντος εγωισμού του δίκαιου Θεού από την παρακοή του Αδάμ και της Εύας και εν συνέχεια όλου του ανθρωπίνου γένους. Θρησκεία είναι το φαινόμενο της κινήσεως του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο άνθρωπος αναζητά τον Θεό. «Η Εκκλησία, όμως, δεν προτάσσει την κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Δεν οικοδομείται με τη θρησκευτική αναζήτηση του ανθρώπου, αλλά με την αποκάλυψη του Θεού, που προσκαλεί τον άνθρωπο σε ανάλογη τοποθέτηση απέναντί του. Από την άποψη αυτή ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη και όχι θρησκεία. Αλλά, ήδη, με την τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στην αποκάλυψη του Θεού παρουσιάζεται και το φαινόμενο της θρησκείας. Το χαρακτηριστικό, όμως, στην περίπτωση αυτή είναι ότι η θρησκεία προβάλλει ως δευτερογενές φαινόμενο. Δεν είναι, πλέον, η κίνηση για την εύρεση του Θεού, αλλά η προσπάθεια για την βίωση της αποκαλύψεώς του»[2]. Άρα, η Ορθοδοξία κατά πρώτο λόγο, κατ’ ακρίβειαν είναι αποκάλυψη. Αποκαλύπτεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός μέσω της ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Δεν είναι θρησκεία. Κατά δεύτερο λόγο, κατ’ οικονομίαν είναι θρησκεία. Ξεκαθαρίζοντας περεταίρω ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης την έννοια του όρου «θρησκεία» σημειώνει ότι το όνομα της θρησκείας έλαβε την αρχή του από τους Θράκες, οι οποίοι, επειδή είχαν βαθύτερο σέβας και περισσότερη δεισιδαιμονία στους δαίμονες και τα είδωλά τους, έδωσαν αφορμή και στους άλλους Έλληνες να ονομάζουν θρησκεία το σέβας προς τα είδωλα, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον λόγο του στα Φώτα, λέγοντας˙ «ου Θρακών όργια ταύτα, παρ’ών και το θρησκεύειν ως λόγος». Στους παχυμερείς όρους του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ορίζει την θρησκεία ως εξής˙ «θρησκείαν οίδα και το δαιμόνων σέβας, η δ’ευσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Έτσι ορίζει την θρησκεία και την ευσέβεια και ο Βαρίνος, δανειζόμενος από τον άγιο Γρηγόριο θεολόγο. Από αυτά τα λόγια, συνεχίζει ο άγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ότι δεν κυριολεκτούν μερικοί διδάσκαλοι, που μεταχειρίζονται το όνομα της θρησκείας για την αγιώτατη ευσέβεια και πίστη μας, επειδή αυτό δόθηκε από τους Έλληνες κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στους μιαρούς δαίμονες και δεν πρέπει να εισάγεται στην Εκκλησία του Χριστού. Συνιστά, τέλος, ο Όσιος αντί του ονόματος της θρησκείας, να είναι σε χρήση το όνομα της πίστεως η της ευσεβείας η της Ορθοδοξίας η της θεοσεβείας[3].
Χριστιανική αίρεση είναι η μερική η και η ολοσχερής αναίρεση και καθαίρεση της αληθείας και της αγάπης του αληθινού Τριαδικού Θεού.
Επομένως, η Ορθοδοξία δεν είναι οργάνωση ούτε σωματείο ούτε πολιτικό κόμμα ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι Σώμα Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο λυτρωτής Χριστός, η Μητέρα του λυτρωτού Χριστού και οι φίλοι του λυτρωτού Χριστού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει καμμία σχέση με θρησκείες και αιρέσεις. Είναι το Σώμα του ζώντος Χριστού, οργανισμός θεανθρώπινος, Βασιλεία των Ουρανών, Παράδεισος επίγειος και επουράνιος[4]. Σε τελική ανάλυση η Ορθοδοξία είναι Βασιλεία, γεγονός το οποίο ομολογούμε όλοι οι Ορθόδοξοι με την εναρκτήρια φράση της Θείας Λειτουργίας, δηλ. με το «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[5].Η ουνιτικού τύπου ψευδοένωση ως μέσον επιβολής της αντιχρίστου πανθρησκείας.Δυστυχώς, οι οικουμενικοί διάλογοι, που έγιναν κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώ., 1860 και μετά, μέχρι των ημερών μας, βασίστηκαν σε λανθασμένες θεολογικές και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Γι’αυτό και μας απογοήτευσαν και δημιούργησαν σχίσματα, αιρέσεις, πνευματική ανασφάλεια και σύγχυση. Τώρα τελευταία προσπαθούν οι διάφορες αιρέσεις να μας πείσουν ότι πρέπει να κάνουμε μία παγκόσμια θρησκεία, ένα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια κυβέρνηση, μία παγκόσμια αστυνομία και στρατό, για να επικρατήσει η ειρήνη, η συναδέλφωση των λαών, η συγχώνευση των πολιτισμών, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αλήθεια και η αγάπη. Πως θέλουν να γίνει αυτό πρακτικά και αποτελεσματικά;
α) Πρώτο στάδιο είναι η ένωση όλων των χριστιανικών αιρέσεων και της Ορθοδοξίας με την παπική αίρεση κάτω από την απόλυτη εξουσία του πάπα Ρώμης. Η ένωση αυτή θα είναι ουνιτικού τύπου, δηλ. οποιαδήποτε χριστιανική αίρεση και η Ορθόδοξη Εκκλησία θα κρατήσουμε την διοίκηση, την θεία λατρεία και τα δόγματά μας, όπως επιθυμούμε και θέλουμε. Δεν χρειάζεται πλέον να συμφωνήσουμε στα δόγματα, στη διοίκηση και στη λατρεία. Αρκεί να ενωθούμε με τον παπισμό και να αναγνωρίσουμε το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του πάπα.
β) Δεύτερο στάδιο είναι η ένωση της Χριστιανικής πλέον Εκκλησίας με τις λεγόμενες δήθεν μονοθεϊστικές θρησκείες του Ιουδαϊσμού και του Μωαμεθανισμού κάτω από την εξουσία του πάπα. Πως θα γίνει αυτό; Όπως θα γίνει η ένωση των χριστιανικών αιρέσεων και της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον παπισμό κάτω από την εξουσία του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα Ρώμης, διατηρώντας οι λεγόμενες δήθεν μονοθεϊστικές θρησκείες τα δόγματα, την διοίκηση και την λατρεία τους.
γ) Κατά το τρίτο στάδιο πρέπει να ενωθούν όλες οι θρησκείες, που υπάρχουν στον πλανήτη της γης, με το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα Ρώμης, σύμφωνα πάλι με την ένωση ουνιτικού τύπου.
Όλ’ αυτά που γράψαμε ως τώρα, όσα δηλ. σχεδιάζουν οι παγκοσμιοποιητές και οι οικουμενιστές όλων των θρησκειών, όλων των αιρέσεων και, δυστυχώς, ακόμη και βαπτισμένοι ορθόδοξοι οικουμενιστές, είναι δαιμόνων παίγνια και παγίδες και εντάσσονται στα σχέδια της «Νέας Εποχής του Υδροχόου», δηλ. του Αντιχρίστου, της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» και της παγκοσμιοποιήσεως.
Ο άγιος Γέρων Παΐσιος ο Καππαδόκης και ΑγιορείτηςΟ μακαριστός άγιος Γέρων Παΐσιος ο Καππαδόκης και Αγιορείτης είπε κάποτε : «Ο διάβολος άπλωσε τρία πλοκάμια να πιάσει όλο τον κόσμο. Τους πλουσίους να τους πιάσει με τη Μασονία, τους πτωχούς με τον κομμουνισμό και τους θρησκευόμενους με τον οικουμενισμό». Ο ίδιος άλλοτε σε συνάξεις μοναζουσών επεσήμανε : «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων»[6].Υπήρξαν πράγματι και παραδοσιακοί ιεράρχες, ιερείς, ιεροδιάκονοι, μοναχοί και λαϊκοί ορθόδοξοι χριστιανοί, που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται σθεναρώς, νηφαλίως, επιστημονικώς και θεολογικώς στα σχέδια των παγκοσμιοποιητών και των οικουμενιστών τα τελευταία χρόνια. Έτσι, εμπόδισαν να εφαρμοσθούν η παγκοσμιοποίηση και ο οικουμενισμός μέχρι σήμερα παγκοσμίως, πανελληνίως και ενδοορθοδόξως.Ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης
Ένας από τους καλυτέρους παραδοσιακούς αντιοικουμενιστές και αντιπαγκοσμιοποιητές θεολόγους του εικοστού (20ου) και εικοστού πρώτου (21ου) αιώ. είναι ο άγιος Γέρων πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Είναι γνωστός ο Γέρων Γεώργιος για τους θεολογικούς, αγιορειτικούς και εθνικούς αγώνες του. Δεν θέλουμε να προσκρούσουμε στην εγνωσμένη του ταπείνωση και θείο έρωτα, που έχει προς τον Τριαδικό Θεό, τον Χριστό, την Υπεραγία Θεοτόκο, τον Τίμιο Πρόδρομο και σε όλους τους αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιδίως στους αγιορείτες Πατέρες. Ο Γέρων Γεώργιος είναι συνεχιστής, πρακτικός και θεωρητικός, της θεολογίας του μεγίστου πατρός της Ορθοδοξίας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσ/κης, του Αγιορείτου.
Ο Γέρων Γεώργιος, μελετώντας τον οικουμενισμό και την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, είδε ότι αυτά είναι αντίθετα και συγκρούονται. Μάλιστα είδε ότι οι περισσότεροι θεολόγοι, που ασχολούνται με τον οικουμενισμό, δεν τονίζουν στα συγγράμματα και τις ομιλίες τους την ασκητική μέθοδο της Ορθοδοξίας εν σχέσει με τους οικουμενικούς διαλόγους.Γι’αυτό κι εμείς στο θεολογικό αυτό δοκίμιο θα ασχοληθούμε με την ασκητική μέθοδο της Ορθοδοξίας εν σχέσει με τους οικουμενικούς διαλόγους. Θα παρουσιάσουμε εν συντομία, όσο μπορούμε βέβαια, την θεολογική εισήγηση του αγίου Γέροντος Γεωργίου Καψάνη με θέμα : «Η άσκησις εις την Ορθοδοξίαν»[7].
Η άσκηση στην Ορθοδοξία
Λέει, λοιπόν, ο άγιος Γέρων (π. Γεώργιος Καψάνης) : «Φύτευσε μάλιστα ο Κύριος στον Παράδεισο το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού και παρήγγειλε στον άνθρωπο να μη γευθεί τον καρπό του. Θα μπορούσε έτσι υπακούοντας στο θείο θέλημα και ασκούμενος να κερδίζει εν τη ελευθερία του την οδό της θεώσεως. Η συνέργεια ήταν απαραίτητη ακόμη και στα σκηνώματα του Παραδείσου. Η άσκηση του Αδάμ στην υπακοή και στην πιστή εφαρμογή του αγίου θελήματος του Κυρίου ήταν η οδός και το μέσον της πλήρους και τελείας εναρμονίσεως της θελήσεώς του προς την θέληση του Πατρός του, ώστε ο Αδάμ να ανταποκριθεί πλήρως στην θεία αγάπη.Γνωρίζουμε όλοι που ο Αδάμ θα κατέληγε, εάν τηρούσε τον κανόνα της υπακοής δια της ασκήσεως. Μεταμορφούμενος από ωραιότητα σε ωραιότητα, από δύναμη σε δύναμη, από δόξα σε δόξα, θα κατέληγε στην θέωση με αποτέλεσμα την αναμαρτησία και την αθανασία…».Όμως, ο Αδάμ και η Εύα παρήκουσαν και εξορίσθηκαν από τον Παράδεισο και κληρονόμησαν στο ανθρώπινο γένος τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, την φθορά και τον θάνατο, λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
«… Ο ουράνιος Πατήρ ως καλός παιδαγωγός χρησιμοποίησε όλα τα μέσα (υποσχέσεις, απειλές, νόμο, προφήτες) για την επιστροφή του λαού του και δι’ αυτού ολοκλήρου του κόσμου…».
Παρ’όλ’αυτά, λόγω της ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως και του πολέμου των δαιμόνων εναντίον των ανθρώπων, «…η άσκηση είναι τώρα ιδιαιτέρως αναγκαία για την υπερνίκηση των αδυναμιών, την κάθαρση από τα σκοτεινά πάθη, την ενίσχυση της βουλήσεως στο αγαθό, την απόκτηση των αρετών και την εφαρμογή του θείου θελήματος. Πριν από την πτώση η άσκηση εμοίαζε με προσπάθεια καλλιέργειας ενός εύφορου αγρού. Τώρα η άσκηση μοιάζει με προσπάθεια καλλιέργειας γης ερήμου και αβάτου και ανύδρου, γεμάτης από ζιζάνια και αγκάθια. Αλλ’ όσο δυσκολότερη και επιπονότερη η άσκηση, τόσο και αναγκαιότερη…».
«…Όταν οι νηστείες καταντήσουν μία εξωτερική εκπλήρωση τύπου χωρίς εσωτερική ανακαίνιση και μετάνοια, θα ακουστεί ο αυστηρός έλεγχος των Προφητών, οι οποίοι θα στηλιτεύσουν όχι τις νηστείες, αλλά την ασπλαχνία, την αδικία και την υποκρισία των νηστευόντων. «Ουχί τοιαύτην νηστείαν εγώ εξελεξάμην, λέγει Κύριος, αλλά λύε πάντα σύνδεσμον αδικίας…».
«…Ο συνδετικός κρίκος της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, είναι κατ’ εξοχήν ασκητής. Ομοίως και η προφήτις Άννα «ουκ αφίστατο από του ιερού, νηστείαις και δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα και ημέραν»[1]. Αμφότεροι αξιώθηκαν να λάβουν το Άγιον Πνεύμα και να αναγνωρίσουν τον Μεσσία…».
Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός νήστευσε σαράντα (40) ημέρες και «θα μιλήσει για την στενή και τεθλιμμένη οδό, για την αληθή νηστεία, για την ανάγκη να βιάσει ο πιστός τον εαυτό του χάριν της Βασιλείας του Θεού, όπως και για την ανάγκη εντατικού αγώνος. Όλ’ αυτά συνιστούν την πεμπτουσία της ασκήσεως, χωρίς την οποία η αντιδραστική φύση μας δεν είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί από την Χάριν.
Άλλωστε, ο Κύριος με όλη την πολιτεία Του (τελεία αγάπη, ακτημοσύνη, νηστεία, προσευχή, υπακοή) προδιέγραψε τον τύπο του καινού-νέου ανθρώπου ως ασκητικού ανθρώπου.Το ασκητικό παράδειγμα του Κυρίου ακολούθησαν οι άγιοι Απόστολοι και μάλιστα ο κατ’ εξοχήν ασκητής Απόστολος Παύλος[2]…».Η άσκηση δεν είναι σκοπός, αλλά μέσον.
«Σκοπός της ασκήσεως είναι πάντοτε η ένωση του ασκουμένου πιστού με την Αγία Τριάδα εν Χριστώ και μάλιστα εντός του Σώματος του Χριστού, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η άσκηση αποτελεί την οδό προς την θεανθρώπινη ένωση. Είναι εύκολο ο ασκούμενος να λησμονήσει το γιατί ασκείται και να εκλάβει το μέσον ως σκοπό (αυτοδικαίωση, ηθικισμός, νομικισμός, φαρισαϊσμός)…».
Λέει ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ ότι σκοπός της εν Χριστώ ζωής είναι η απόκτηση της ακτίστου, μεθεκτής, προσιτής και κοινωνητής θείας Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Άρα και η άσκηση πρέπει να μας βοηθά να αποκτήσουμε την θεία Χάριν. «Όταν ο άνθρωπος υποταγεί στον Θεό και υποτάξει τα πάθη του στον λόγο, τότε μπορεί να υποτάξει και την άλογη φύση ως βασιλιάς της…».
«Ο κατά Χριστόν ασκητής με την θέλησή του θέλει τον Χριστό, με τον νου του σκέπτεται τον Χριστό και με την καρδιά του αγαπά τον Χριστό. Όλος ο άνθρωπος χριστοποιείται και γίνεται αρμονικός άνθρωπος και καινός-νέος άνθρωπος. Η εσωτερική του δε αρμονία επεκτείνεται, όπως είδαμε, και στην άλογη φύση…».
Η άσκηση δραστηριοποιεί την συνέργεια.«Η συνέργεια, δηλ. η θεανθρώπινη συνεργασία για την σωτηρία μας, δεν νοείται από της πλευράς του ανθρώπου χωρίς την άσκηση. Ο Θεός σώζει αυτούς, που θέλουν να σωθούν. Θέλω δε να σωθώ σημαίνει αγωνίζομαι να σωθώ…».
Η άσκηση είναι έργο όλων των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, μοναχών και κοσμικών.«Ο ιερός Χρυσόστομος επί παραδείγματι, δεν θεωρούσε την μοναστική ζωή ως μία ανώτερη κατεύθυνση για τους εκλεκτούς, αλλά μάλλον ως γενικό ευαγγελικό κανόνα, προοριζόμενο γι’ όλους τους Χριστιανούς. Στο σημείο αυτό συμφωνεί πλήρως με την κύρια παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, από του Μ. Βασιλείου και του ιερού Αυγουστίνου μέχρι του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου στους μετέπειτα χρόνους[3]…».
Ο μοναχισμός δεν είναι κάτι ξένο προς την Εκκλησία. «Δεν είναι ορθό να ερμηνεύσουμε τον μοναχισμό ως αποτέλεσμα επιδράσεως άλλων θρησκειών η ως διαμαρτυρία μόνο κατά της εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας. Ο μοναχισμός αποτελεί τον καρπό του ασκητικού ιδεώδους ολοκλήρου της Εκκλησίας. Όταν το ιδεώδες αυτό ατονεί, διέρχεται κρίση και ο μοναχισμός. Εδώ ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της κρίσεως του μοναχισμού σήμερα. Ο μοναχισμός είναι σαρξ εκ της σαρκός της Εκκλησίας και είναι φυσικό και να επιδρά στην Εκκλησία, αλλά και να αντανακλά σ’αυτόν η κατάσταση της Εκκλησίας…». Αγάπη και άσκηση συνυφαίνονται και αλληλοσυμπληρώνονται. «Την αγάπη μπορούν να αποκτήσουν οι Χριστιανοί με την άσκηση. «Όσοι αγαπούν αυτόν τον κόσμο, δεν μπορούν να αποκτήσουν την αγάπη των ανθρώπων», λέει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος[4]. Κάθε άσκηση κατά βάθος είναι προετοιμασία αγάπης. Πως θα μοιρασθεί κανείς το φαγητό του με αυτόν που πεινάει, εάν δεν νικήσει την λαιμαργία με την νηστεία;… Η κατά Θεόν αγάπη είναι κίνητρο και αποτέλεσμα της αληθινής ασκήσεως, όπως βλέπουμε στους θαυμαστούς βίους των Αγίων. Αυτή την τελεία αγάπη εκφράζουν και οι κατωτέρω λόγοι του προαναφερθέντος Πατρός : «Καρδία ελεήμων είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος»[5]. Η άσκηση έχει εκκλησιαστικό και όχι ατομικιστικό χαρακτήρα.
«Ο Χριστιανός υπακούοντας στην Εκκλησία ασκείται στην ταπείνωση και ενεργεί ως καθολικός (πανανθρώπινος, ολόκληρος) άνθρωπος, δηλ. ως άνθρωπος του οποίου η ατομική συνείδηση έχει εξαγιασθεί και εναρμονισθεί μέσα στην καθολική συνείδηση της Εκκλησίας. Έτσι, ο Χριστιανός ενεργεί εκκλησιαστικώς, συνοδικώς, καθολικώς, με τους εν Χριστώ αδελφούς του, με τους οποίους αποτελεί ένα σώμα. Η τήρηση μάλιστα των κοινών νηστειών, προσευχών και εκκλησιαστικών εθίμων συντελεί στην στενότερη σύσφιγξη του ασκουμένου με την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, που εκτείνεται σε πλάτος και μήκος χρόνου…».
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, που είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, είναι η μοναδική, ανεπανάληπτη και ιστορική Εκκλησία, είναι καθαρή, αγνή και άμωμος, που προσεύχεται για την ενότητα του σύμπαντος κόσμου, θέλοντας να καταλήξει η σύμπασα κτίση και δημιουργία μέσα στην Αγία Τριάδα.
Βέβαια, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι κατά κύριο λόγο θρησκεία, αλλά αποκάλυψη. Ούτε είναι χριστιανική αίρεση. Θρησκεία είναι μία ανθρωποκεντρική προσπάθεια εξευμενίσεως του Θεού η των οποιωνδήποτε θεών, για να νοιώθει ο εκάστοτε άνθρωπος ασφάλεια και ψυχολογική ειρήνη και για να νικήσει τελικά τον θάνατο. Θρησκεία, επίσης, είναι η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης του προσβληθέντος εγωισμού του δίκαιου Θεού από την παρακοή του Αδάμ και της Εύας και εν συνέχεια όλου του ανθρωπίνου γένους. Θρησκεία είναι το φαινόμενο της κινήσεως του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο άνθρωπος αναζητά τον Θεό. «Η Εκκλησία, όμως, δεν προτάσσει την κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Δεν οικοδομείται με τη θρησκευτική αναζήτηση του ανθρώπου, αλλά με την αποκάλυψη του Θεού, που προσκαλεί τον άνθρωπο σε ανάλογη τοποθέτηση απέναντί του. Από την άποψη αυτή ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη και όχι θρησκεία. Αλλά, ήδη, με την τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στην αποκάλυψη του Θεού παρουσιάζεται και το φαινόμενο της θρησκείας. Το χαρακτηριστικό, όμως, στην περίπτωση αυτή είναι ότι η θρησκεία προβάλλει ως δευτερογενές φαινόμενο. Δεν είναι, πλέον, η κίνηση για την εύρεση του Θεού, αλλά η προσπάθεια για την βίωση της αποκαλύψεώς του»[2]. Άρα, η Ορθοδοξία κατά πρώτο λόγο, κατ’ ακρίβειαν είναι αποκάλυψη. Αποκαλύπτεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός μέσω της ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Δεν είναι θρησκεία. Κατά δεύτερο λόγο, κατ’ οικονομίαν είναι θρησκεία. Ξεκαθαρίζοντας περεταίρω ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης την έννοια του όρου «θρησκεία» σημειώνει ότι το όνομα της θρησκείας έλαβε την αρχή του από τους Θράκες, οι οποίοι, επειδή είχαν βαθύτερο σέβας και περισσότερη δεισιδαιμονία στους δαίμονες και τα είδωλά τους, έδωσαν αφορμή και στους άλλους Έλληνες να ονομάζουν θρησκεία το σέβας προς τα είδωλα, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον λόγο του στα Φώτα, λέγοντας˙ «ου Θρακών όργια ταύτα, παρ’ών και το θρησκεύειν ως λόγος». Στους παχυμερείς όρους του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ορίζει την θρησκεία ως εξής˙ «θρησκείαν οίδα και το δαιμόνων σέβας, η δ’ευσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Έτσι ορίζει την θρησκεία και την ευσέβεια και ο Βαρίνος, δανειζόμενος από τον άγιο Γρηγόριο θεολόγο. Από αυτά τα λόγια, συνεχίζει ο άγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ότι δεν κυριολεκτούν μερικοί διδάσκαλοι, που μεταχειρίζονται το όνομα της θρησκείας για την αγιώτατη ευσέβεια και πίστη μας, επειδή αυτό δόθηκε από τους Έλληνες κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στους μιαρούς δαίμονες και δεν πρέπει να εισάγεται στην Εκκλησία του Χριστού. Συνιστά, τέλος, ο Όσιος αντί του ονόματος της θρησκείας, να είναι σε χρήση το όνομα της πίστεως η της ευσεβείας η της Ορθοδοξίας η της θεοσεβείας[3].
Χριστιανική αίρεση είναι η μερική η και η ολοσχερής αναίρεση και καθαίρεση της αληθείας και της αγάπης του αληθινού Τριαδικού Θεού.
Επομένως, η Ορθοδοξία δεν είναι οργάνωση ούτε σωματείο ούτε πολιτικό κόμμα ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι Σώμα Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο λυτρωτής Χριστός, η Μητέρα του λυτρωτού Χριστού και οι φίλοι του λυτρωτού Χριστού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει καμμία σχέση με θρησκείες και αιρέσεις. Είναι το Σώμα του ζώντος Χριστού, οργανισμός θεανθρώπινος, Βασιλεία των Ουρανών, Παράδεισος επίγειος και επουράνιος[4]. Σε τελική ανάλυση η Ορθοδοξία είναι Βασιλεία, γεγονός το οποίο ομολογούμε όλοι οι Ορθόδοξοι με την εναρκτήρια φράση της Θείας Λειτουργίας, δηλ. με το «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[5].Η ουνιτικού τύπου ψευδοένωση ως μέσον επιβολής της αντιχρίστου πανθρησκείας.Δυστυχώς, οι οικουμενικοί διάλογοι, που έγιναν κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώ., 1860 και μετά, μέχρι των ημερών μας, βασίστηκαν σε λανθασμένες θεολογικές και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Γι’αυτό και μας απογοήτευσαν και δημιούργησαν σχίσματα, αιρέσεις, πνευματική ανασφάλεια και σύγχυση. Τώρα τελευταία προσπαθούν οι διάφορες αιρέσεις να μας πείσουν ότι πρέπει να κάνουμε μία παγκόσμια θρησκεία, ένα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια κυβέρνηση, μία παγκόσμια αστυνομία και στρατό, για να επικρατήσει η ειρήνη, η συναδέλφωση των λαών, η συγχώνευση των πολιτισμών, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αλήθεια και η αγάπη. Πως θέλουν να γίνει αυτό πρακτικά και αποτελεσματικά;
α) Πρώτο στάδιο είναι η ένωση όλων των χριστιανικών αιρέσεων και της Ορθοδοξίας με την παπική αίρεση κάτω από την απόλυτη εξουσία του πάπα Ρώμης. Η ένωση αυτή θα είναι ουνιτικού τύπου, δηλ. οποιαδήποτε χριστιανική αίρεση και η Ορθόδοξη Εκκλησία θα κρατήσουμε την διοίκηση, την θεία λατρεία και τα δόγματά μας, όπως επιθυμούμε και θέλουμε. Δεν χρειάζεται πλέον να συμφωνήσουμε στα δόγματα, στη διοίκηση και στη λατρεία. Αρκεί να ενωθούμε με τον παπισμό και να αναγνωρίσουμε το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του πάπα.
β) Δεύτερο στάδιο είναι η ένωση της Χριστιανικής πλέον Εκκλησίας με τις λεγόμενες δήθεν μονοθεϊστικές θρησκείες του Ιουδαϊσμού και του Μωαμεθανισμού κάτω από την εξουσία του πάπα. Πως θα γίνει αυτό; Όπως θα γίνει η ένωση των χριστιανικών αιρέσεων και της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον παπισμό κάτω από την εξουσία του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα Ρώμης, διατηρώντας οι λεγόμενες δήθεν μονοθεϊστικές θρησκείες τα δόγματα, την διοίκηση και την λατρεία τους.
γ) Κατά το τρίτο στάδιο πρέπει να ενωθούν όλες οι θρησκείες, που υπάρχουν στον πλανήτη της γης, με το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα Ρώμης, σύμφωνα πάλι με την ένωση ουνιτικού τύπου.
Όλ’ αυτά που γράψαμε ως τώρα, όσα δηλ. σχεδιάζουν οι παγκοσμιοποιητές και οι οικουμενιστές όλων των θρησκειών, όλων των αιρέσεων και, δυστυχώς, ακόμη και βαπτισμένοι ορθόδοξοι οικουμενιστές, είναι δαιμόνων παίγνια και παγίδες και εντάσσονται στα σχέδια της «Νέας Εποχής του Υδροχόου», δηλ. του Αντιχρίστου, της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» και της παγκοσμιοποιήσεως.
Ο άγιος Γέρων Παΐσιος ο Καππαδόκης και ΑγιορείτηςΟ μακαριστός άγιος Γέρων Παΐσιος ο Καππαδόκης και Αγιορείτης είπε κάποτε : «Ο διάβολος άπλωσε τρία πλοκάμια να πιάσει όλο τον κόσμο. Τους πλουσίους να τους πιάσει με τη Μασονία, τους πτωχούς με τον κομμουνισμό και τους θρησκευόμενους με τον οικουμενισμό». Ο ίδιος άλλοτε σε συνάξεις μοναζουσών επεσήμανε : «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων»[6].Υπήρξαν πράγματι και παραδοσιακοί ιεράρχες, ιερείς, ιεροδιάκονοι, μοναχοί και λαϊκοί ορθόδοξοι χριστιανοί, που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται σθεναρώς, νηφαλίως, επιστημονικώς και θεολογικώς στα σχέδια των παγκοσμιοποιητών και των οικουμενιστών τα τελευταία χρόνια. Έτσι, εμπόδισαν να εφαρμοσθούν η παγκοσμιοποίηση και ο οικουμενισμός μέχρι σήμερα παγκοσμίως, πανελληνίως και ενδοορθοδόξως.Ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης
Ένας από τους καλυτέρους παραδοσιακούς αντιοικουμενιστές και αντιπαγκοσμιοποιητές θεολόγους του εικοστού (20ου) και εικοστού πρώτου (21ου) αιώ. είναι ο άγιος Γέρων πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Είναι γνωστός ο Γέρων Γεώργιος για τους θεολογικούς, αγιορειτικούς και εθνικούς αγώνες του. Δεν θέλουμε να προσκρούσουμε στην εγνωσμένη του ταπείνωση και θείο έρωτα, που έχει προς τον Τριαδικό Θεό, τον Χριστό, την Υπεραγία Θεοτόκο, τον Τίμιο Πρόδρομο και σε όλους τους αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιδίως στους αγιορείτες Πατέρες. Ο Γέρων Γεώργιος είναι συνεχιστής, πρακτικός και θεωρητικός, της θεολογίας του μεγίστου πατρός της Ορθοδοξίας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσ/κης, του Αγιορείτου.
Ο Γέρων Γεώργιος, μελετώντας τον οικουμενισμό και την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, είδε ότι αυτά είναι αντίθετα και συγκρούονται. Μάλιστα είδε ότι οι περισσότεροι θεολόγοι, που ασχολούνται με τον οικουμενισμό, δεν τονίζουν στα συγγράμματα και τις ομιλίες τους την ασκητική μέθοδο της Ορθοδοξίας εν σχέσει με τους οικουμενικούς διαλόγους.Γι’αυτό κι εμείς στο θεολογικό αυτό δοκίμιο θα ασχοληθούμε με την ασκητική μέθοδο της Ορθοδοξίας εν σχέσει με τους οικουμενικούς διαλόγους. Θα παρουσιάσουμε εν συντομία, όσο μπορούμε βέβαια, την θεολογική εισήγηση του αγίου Γέροντος Γεωργίου Καψάνη με θέμα : «Η άσκησις εις την Ορθοδοξίαν»[7].
Η άσκηση στην Ορθοδοξία
Λέει, λοιπόν, ο άγιος Γέρων (π. Γεώργιος Καψάνης) : «Φύτευσε μάλιστα ο Κύριος στον Παράδεισο το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού και παρήγγειλε στον άνθρωπο να μη γευθεί τον καρπό του. Θα μπορούσε έτσι υπακούοντας στο θείο θέλημα και ασκούμενος να κερδίζει εν τη ελευθερία του την οδό της θεώσεως. Η συνέργεια ήταν απαραίτητη ακόμη και στα σκηνώματα του Παραδείσου. Η άσκηση του Αδάμ στην υπακοή και στην πιστή εφαρμογή του αγίου θελήματος του Κυρίου ήταν η οδός και το μέσον της πλήρους και τελείας εναρμονίσεως της θελήσεώς του προς την θέληση του Πατρός του, ώστε ο Αδάμ να ανταποκριθεί πλήρως στην θεία αγάπη.Γνωρίζουμε όλοι που ο Αδάμ θα κατέληγε, εάν τηρούσε τον κανόνα της υπακοής δια της ασκήσεως. Μεταμορφούμενος από ωραιότητα σε ωραιότητα, από δύναμη σε δύναμη, από δόξα σε δόξα, θα κατέληγε στην θέωση με αποτέλεσμα την αναμαρτησία και την αθανασία…».Όμως, ο Αδάμ και η Εύα παρήκουσαν και εξορίσθηκαν από τον Παράδεισο και κληρονόμησαν στο ανθρώπινο γένος τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, την φθορά και τον θάνατο, λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
«… Ο ουράνιος Πατήρ ως καλός παιδαγωγός χρησιμοποίησε όλα τα μέσα (υποσχέσεις, απειλές, νόμο, προφήτες) για την επιστροφή του λαού του και δι’ αυτού ολοκλήρου του κόσμου…».
Παρ’όλ’αυτά, λόγω της ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως και του πολέμου των δαιμόνων εναντίον των ανθρώπων, «…η άσκηση είναι τώρα ιδιαιτέρως αναγκαία για την υπερνίκηση των αδυναμιών, την κάθαρση από τα σκοτεινά πάθη, την ενίσχυση της βουλήσεως στο αγαθό, την απόκτηση των αρετών και την εφαρμογή του θείου θελήματος. Πριν από την πτώση η άσκηση εμοίαζε με προσπάθεια καλλιέργειας ενός εύφορου αγρού. Τώρα η άσκηση μοιάζει με προσπάθεια καλλιέργειας γης ερήμου και αβάτου και ανύδρου, γεμάτης από ζιζάνια και αγκάθια. Αλλ’ όσο δυσκολότερη και επιπονότερη η άσκηση, τόσο και αναγκαιότερη…».
«…Όταν οι νηστείες καταντήσουν μία εξωτερική εκπλήρωση τύπου χωρίς εσωτερική ανακαίνιση και μετάνοια, θα ακουστεί ο αυστηρός έλεγχος των Προφητών, οι οποίοι θα στηλιτεύσουν όχι τις νηστείες, αλλά την ασπλαχνία, την αδικία και την υποκρισία των νηστευόντων. «Ουχί τοιαύτην νηστείαν εγώ εξελεξάμην, λέγει Κύριος, αλλά λύε πάντα σύνδεσμον αδικίας…».
«…Ο συνδετικός κρίκος της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, είναι κατ’ εξοχήν ασκητής. Ομοίως και η προφήτις Άννα «ουκ αφίστατο από του ιερού, νηστείαις και δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα και ημέραν»[1]. Αμφότεροι αξιώθηκαν να λάβουν το Άγιον Πνεύμα και να αναγνωρίσουν τον Μεσσία…».
Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός νήστευσε σαράντα (40) ημέρες και «θα μιλήσει για την στενή και τεθλιμμένη οδό, για την αληθή νηστεία, για την ανάγκη να βιάσει ο πιστός τον εαυτό του χάριν της Βασιλείας του Θεού, όπως και για την ανάγκη εντατικού αγώνος. Όλ’ αυτά συνιστούν την πεμπτουσία της ασκήσεως, χωρίς την οποία η αντιδραστική φύση μας δεν είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί από την Χάριν.
Άλλωστε, ο Κύριος με όλη την πολιτεία Του (τελεία αγάπη, ακτημοσύνη, νηστεία, προσευχή, υπακοή) προδιέγραψε τον τύπο του καινού-νέου ανθρώπου ως ασκητικού ανθρώπου.Το ασκητικό παράδειγμα του Κυρίου ακολούθησαν οι άγιοι Απόστολοι και μάλιστα ο κατ’ εξοχήν ασκητής Απόστολος Παύλος[2]…».Η άσκηση δεν είναι σκοπός, αλλά μέσον.
«Σκοπός της ασκήσεως είναι πάντοτε η ένωση του ασκουμένου πιστού με την Αγία Τριάδα εν Χριστώ και μάλιστα εντός του Σώματος του Χριστού, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η άσκηση αποτελεί την οδό προς την θεανθρώπινη ένωση. Είναι εύκολο ο ασκούμενος να λησμονήσει το γιατί ασκείται και να εκλάβει το μέσον ως σκοπό (αυτοδικαίωση, ηθικισμός, νομικισμός, φαρισαϊσμός)…».
Λέει ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ ότι σκοπός της εν Χριστώ ζωής είναι η απόκτηση της ακτίστου, μεθεκτής, προσιτής και κοινωνητής θείας Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Άρα και η άσκηση πρέπει να μας βοηθά να αποκτήσουμε την θεία Χάριν. «Όταν ο άνθρωπος υποταγεί στον Θεό και υποτάξει τα πάθη του στον λόγο, τότε μπορεί να υποτάξει και την άλογη φύση ως βασιλιάς της…».
«Ο κατά Χριστόν ασκητής με την θέλησή του θέλει τον Χριστό, με τον νου του σκέπτεται τον Χριστό και με την καρδιά του αγαπά τον Χριστό. Όλος ο άνθρωπος χριστοποιείται και γίνεται αρμονικός άνθρωπος και καινός-νέος άνθρωπος. Η εσωτερική του δε αρμονία επεκτείνεται, όπως είδαμε, και στην άλογη φύση…».
Η άσκηση δραστηριοποιεί την συνέργεια.«Η συνέργεια, δηλ. η θεανθρώπινη συνεργασία για την σωτηρία μας, δεν νοείται από της πλευράς του ανθρώπου χωρίς την άσκηση. Ο Θεός σώζει αυτούς, που θέλουν να σωθούν. Θέλω δε να σωθώ σημαίνει αγωνίζομαι να σωθώ…».
Η άσκηση είναι έργο όλων των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, μοναχών και κοσμικών.«Ο ιερός Χρυσόστομος επί παραδείγματι, δεν θεωρούσε την μοναστική ζωή ως μία ανώτερη κατεύθυνση για τους εκλεκτούς, αλλά μάλλον ως γενικό ευαγγελικό κανόνα, προοριζόμενο γι’ όλους τους Χριστιανούς. Στο σημείο αυτό συμφωνεί πλήρως με την κύρια παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, από του Μ. Βασιλείου και του ιερού Αυγουστίνου μέχρι του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου στους μετέπειτα χρόνους[3]…».
Ο μοναχισμός δεν είναι κάτι ξένο προς την Εκκλησία. «Δεν είναι ορθό να ερμηνεύσουμε τον μοναχισμό ως αποτέλεσμα επιδράσεως άλλων θρησκειών η ως διαμαρτυρία μόνο κατά της εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας. Ο μοναχισμός αποτελεί τον καρπό του ασκητικού ιδεώδους ολοκλήρου της Εκκλησίας. Όταν το ιδεώδες αυτό ατονεί, διέρχεται κρίση και ο μοναχισμός. Εδώ ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της κρίσεως του μοναχισμού σήμερα. Ο μοναχισμός είναι σαρξ εκ της σαρκός της Εκκλησίας και είναι φυσικό και να επιδρά στην Εκκλησία, αλλά και να αντανακλά σ’αυτόν η κατάσταση της Εκκλησίας…». Αγάπη και άσκηση συνυφαίνονται και αλληλοσυμπληρώνονται. «Την αγάπη μπορούν να αποκτήσουν οι Χριστιανοί με την άσκηση. «Όσοι αγαπούν αυτόν τον κόσμο, δεν μπορούν να αποκτήσουν την αγάπη των ανθρώπων», λέει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος[4]. Κάθε άσκηση κατά βάθος είναι προετοιμασία αγάπης. Πως θα μοιρασθεί κανείς το φαγητό του με αυτόν που πεινάει, εάν δεν νικήσει την λαιμαργία με την νηστεία;… Η κατά Θεόν αγάπη είναι κίνητρο και αποτέλεσμα της αληθινής ασκήσεως, όπως βλέπουμε στους θαυμαστούς βίους των Αγίων. Αυτή την τελεία αγάπη εκφράζουν και οι κατωτέρω λόγοι του προαναφερθέντος Πατρός : «Καρδία ελεήμων είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος»[5]. Η άσκηση έχει εκκλησιαστικό και όχι ατομικιστικό χαρακτήρα.
«Ο Χριστιανός υπακούοντας στην Εκκλησία ασκείται στην ταπείνωση και ενεργεί ως καθολικός (πανανθρώπινος, ολόκληρος) άνθρωπος, δηλ. ως άνθρωπος του οποίου η ατομική συνείδηση έχει εξαγιασθεί και εναρμονισθεί μέσα στην καθολική συνείδηση της Εκκλησίας. Έτσι, ο Χριστιανός ενεργεί εκκλησιαστικώς, συνοδικώς, καθολικώς, με τους εν Χριστώ αδελφούς του, με τους οποίους αποτελεί ένα σώμα. Η τήρηση μάλιστα των κοινών νηστειών, προσευχών και εκκλησιαστικών εθίμων συντελεί στην στενότερη σύσφιγξη του ασκουμένου με την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, που εκτείνεται σε πλάτος και μήκος χρόνου…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά