Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

O Aκάθιστος ύμνος εις την Κωνσταντινούπολιν (Υπό Ακακίου Σαββαϊτου-ΙΓ αι.)


26ΜΑΡ
 αρχείο λήψης
«Ὑ­πῆρ­χεν εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν κά­ποιο ἀν­δρῶ­ον μο­να­στή­ρι­ον λε­γό­με­νον τοῦ Ἀ­βάσ­σου(*). Ἡ ὀ­νο­μα­σία του αὐ­τὴ ἴ­σως νὰ προ­έρ­χε­ταιἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ κτί­το­ρος, ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νον εἰς τὴν Ὑ­πε­ρέν­δο­ξον Δέ­σποι­ναν ἡ­μῶν, τὴν Θε­ο­τό­κον, ἡ ὁ­ποία ἐ­κεῖ ὀ­νο­μά­ζε­ται «Ἀ­βασ­σι­ώ­τισ­σα» καὶ ἐ­πι­τε­λεῖ πάμ­πολ­λα θαύ­μα­τα. Συ­νή­θι­ζαν λοι­πὸν ὅ­λοι οἱ καλ­λί­φω­νοι ψάλ­ται νὰ με­τα­βαί­νουν ἐ­κεῖ, διὰ τὴν ἀ­γρυ­πνί­αν τοῦ «Ἀ­κα­θί­στου», ὡς λέ­γε­ται. Προ­κα­λοῦ­σαν ὅ­μως θό­ρυ­βον καὶ με­γά­λην ἀ­να­τα­ρα­χὴν εἰς τὸ μο­να­στή­ρι­ον. Οἱ μο­να­χοὶ θέ­λον­τες, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, νὰ δι­α­φυ­λά­ξουν τὴν κα­τά­νυ­ξιν τῆς ἁ­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­γα­να­κτοῦ­σαν. Τὸ ἔ­θος ὅ­μως ἦ­το πα­λαι­όν, καὶ οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­χαν τί νὰ κά­μουν.
Κά­πο­τε λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ­γού­με­νος ἕ­νας πο­λὺ εὐ­λα­βὴς καὶ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ρεύς, πλὴν ἄ­μου­σος. Αὐ­τὸς εἶ­πε πρὸς τοὺς μο­να­χοὺς τοῦ μο­να­στη­ρί­ου του: «Παι­διά μου, θέ­λω νὰ γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι δὲν θὰ ἐ­πι­τρέ­ψω τὴν κατ’ ἔ­θος προ­σέ­λευ­σιν ἐ­δῶ τῶν καλ­λι­φώ­νων». Τό­τε, οἱ μο­να­χοὶ θυ­μω­μέ­νοι τοῦ ἀ­πήν­τη­σαν: «Ἂν κά­μῃς ἔτ­σι, ποι­ός θὰ ψά­λῃ τοὺς οἴ­κους;» Καὶ ὑ­πο­κρι­νό­με­νοι τὰ ἄ­φω­να ὄν­τα, τοῦ εἶ­παν: «Ψά­λε τους ἐ­σύ!». Ὁ ἡ­γού­με­νος μὲ ἁ­πλό­τη­τα τοὺς εἶ­πεν: «Ἐ­γώ, τέ­κνα μου, σὺν Θεῷ! Ἐ­γὼ θὰ προ­σφέ­ρω εἰς τὸν Θε­ὸν ὁ­λό­κλη­ρον τὸ σέ­βας τῆς ἑ­ορ­τῆς». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­φθα­σεν ἡ ἡ­μέ­ρα, καὶ ἦλ­θεν ἡ νύ­κτα, εἶ­πεν ὁ ἡ­γού­με­νος πρὸς τὸν θυ­ρω­ρὸν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου: «Κλεῖ­σον μὲ ἀ­σφά­λει­αν τὴν πύ­λην, καὶ οὐ­δε­νὸς νὰ ἐ­πι­τρέ­ψῃς τὴν εἴ­σο­δον, ἄλ­λως θὰ ἔ­χῃς ἐ­πι­τί­μι­ον». Ὁ θυ­ρω­ρὸς ἀ­μέ­σως ἐ­πῆ­γε καὶ ἀ­σφά­λι­σε τὴν πύ­λην, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν ἐν­το­λήν. Ἦλ­θαν τό­τε οἱ καλ­λί­φω­νοι ἐμ­πρὸς εἰς τὸν πυ­λῶ­να καί, ἐ­πει­δὴ ηὗ­ραν τὴν εἴ­σο­δον κλει­στήν, σκαν­δα­λι­σθέν­τες ἔ­φυ­γαν, λέ­γον­τες πολ­λὲς ἀ­πει­λὲς κα­τὰ τῶν μο­να­χῶν. Ἀλ­λὰ καὶκά­ποι­οι μο­να­χοί, ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ὁ­πού συ­να­νε­στρέ­φον­το μὲ τοὺς καλ­λι­φώ­νους, χά­ριν τῶν ὁ­ποί­ων, λύ­ον­τες τὸν κα­νό­να τῆς νη­στεί­ας, ἔ­πι­ναν καὶ ἔ­τρω­γαν μετ’ αὐ­τῶν, ἔ­λε­γαν κρυ­φί­ως με­τα­ξύ των, μὲ βα­ρεῖ­αν δι­ά­θε­σιν κα­τὰ τοῦ ἡ­γού­με­νου: «Νὰ ἰ­δοῦ­με, τί θὰ κά­μῃ αὐ­τὸς ὁ ἄ­φω­νος ἰ­χθύς!».
Ὅ­ταν, τέ­λος πάν­των, ἔ­φθα­σεν ἡ ὥ­ρα, κτυ­πή­σαν­τες τὸ σή­μαν­τρον συ­νή­χθη­σαν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοί, πε­ρὶ τοὺς ἑ­βδο­μή­κον­τα, εἰς τὴν ἐκ­κλη­σί­αν. Καὶ ὅ­λοι πα­ρα­τη­ροῦ­σαν διὰ νὰ ἰ­δοῦν, τί θὰ κά­μῃ ὁ ἡ­γού­με­νος, ἐ­νῷ ὅ­σοι ἤ­ξευ­ραν νὰ ψά­λουν, πα­ρή­κου­σαν τὴν ἐν­το­λήν του γι­νό­με­νοι ἀ­φω­νό­τε­ροι τῶν ἰ­χθύ­ων. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θεν ἡ στι­γμὴ ὁ­πού, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, ἔ­πρε­πε νὰ ἀρ­χί­σουν οἱ οἶ­κοι τῶν «Χαι­ρε­τι­σμῶν», ὁ ἡ­γού­με­νος ἐ­φώ­να­ξε τὸν ἐκ­κλη­σι­άρ­χην καὶ τοῦ εἶ­πεν: «Νὰ μοῦ φέ­ρῃς ἐ­δῶ τὸ ἐ­πι­τρα­χή­λι­ον καὶ τὸν φε­λώ­νην». Ἐ­κεῖ­νος τοῦ τὰ ἔ­φε­ρε, καὶ τό­τε αὐ­τός, πλη­σι­ά­σας εἰς τὴν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ἔ­κα­με τρεῖς με­τα­νοί­ας, ὡς εἴ­θι­σται εἰς τοὺς μο­να­χούς, ἀ­πε­κά­λυ­ψε τὴν κε­φα­λήν του, ἐ­νε­δύ­θη τὰ ἱ­ε­ρα­τι­κὰ ἄμ­φια, καὶ ἐ­στά­θη ἔμ­προ­σθεν τῆς εἰ­κό­νος τῆς Θε­ο­τό­κου. Δὲν ἐ­ζή­τη­σεν ἀ­πὸ τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ τοῦ δώ­σῃ καλ­λι­φω­νί­αν, ἂν καὶ αὐ­τὴ τοῦ ἔ­δω­σεν. Ἐ­γνώ­ρι­ζεν ὁ γέ­ρωνὅ­τι εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νον εἰς τοὺς μο­να­χοὺς νὰ ἐ­πι­δί­δων­ται εἰς αὐ­τά.
Ἀ­σφα­λῶς, καὶ ὁ μα­κά­ρι­ος Ρω­μα­νὸς ἀ­πὸ τὴν Πα­να­γί­αν ἔ­λα­βε τὸ χά­ρι­σμα καὶ ὠ­νο­μά­σθη Με­λῳ­δός, αὐ­τὸς ὁ­ποὺπρο­η­γου­μέ­νως ἦ­το τε­λεί­ως ἄ­φω­νος, παρ’ ὅ­τι ἦ­το κλη­ρι­κὸς τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πὸ εὐ­γε­νεῖς γο­νεῖς καὶκο­σμη­μέ­νος μὲ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τές, ὅ­πως τὴν παρ­θε­νί­αν, τὴν σω­φρο­σύ­νην τῶν αἰ­σθή­σε­ων, τὴν πρα­ό­τη­τα καὶ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νην. Τὸ μο­να­δι­κόν του μει­ο­νέ­κτη­μα ἦ­το ἡ πα­ρα­φω­νία, διὰ τὴν ὁ­ποί­αν καὶ τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν οἱ συ­νά­δελ­φοί του κλη­ρι­κοί. Τί ἆ­ρα­γε θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ κά­μῃ αὐ­τὸς διὰ τοῦ­το τὸ μει­ο­νέ­κτη­μά του; Κα­τα­φεύ­γει λοι­πὸν εἰς τὴν σκέ­πην καὶ τὴν βο­ή­θει­αν τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου Πα­νά­γνου Μη­τρὸς τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, εἰς αὐ­τὴν ὁ­ποὺ ἔ­χει ὅ­λους τοὺς θη­σαυ­ροὺς τῶν χα­ρι­σμά­των. Νη­στεύ­ει καὶ τὴν πα­ρα­κα­λεῖ νὰ λυ­θῇ τὸ δι­ά­φρα­γμα τῆς κα­κο­φω­νί­ας του. Ἔτ­σι ἔ­κα­με. Καὶ κά­ποια νύ­κτα, ἐ­νῶ ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καὶ ἔ­ψαλ­λε δε­ό­με­νος, ἐ­γο­νά­τι­σεν ὀ­λί­γον ἀ­πὸ τὴν κού­ρα­σιν, καὶ ἔτ­σι τὸν ἐ­πῆ­ρεν ἕ­νας ὕ­πνος γλυ­κύς. Ἀ­νε­κά­θι­σεν ὅ­μως μετ’ ὀ­λί­γον καὶ βλέ­πει, ἔ­ξυ­πνος, ὄ­χι εἰς τὸν ὕ­πνον, παρ’ ὅ­τι καὶ εἰς τὸν ὕ­πνον ἡ πο­λυ­μέ­ρι­μνος ψυ­χὴ δὲν ἀ­πο­κοι­μᾶ­ται εὐ­κό­λως, βλέ­πει νὰἔρ­χε­ται ἡ Πα­νά­μω­μος Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ τοῦ λέ­γῃ: «Τί σοῦ συμ­βαί­νει καὶ θλί­βε­σαι, εὐ­λο­γη­μέ­νον τέ­κνον, Ρω­μα­νέ;». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τᾷ: «Διὰ τὴν κα­κο­φω­νί­αν μου αὐ­τὴν, Δέ­σποι­να Κυ­ρία, δι­ό­τι ὅ­λοι μὲ πε­ρι­γε­λοῦν». «Καὶ ἂν σοῦ χα­ρί­σω φω­νὴν με­λω­δι­κήν, τί μοῦ ὐ­πό­σχε­σαι; Θὰ γί­νῃς μο­να­χός;» «Ναί, Κυ­ρία μου», ἀ­παν­τᾷ ἐ­κεῖ­νος, «ἐφ’ ὅ­σον αὐ­τή, ἐξ ἄλ­λου, εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μία μου». Καὶ ἡ Δέ­σποι­να τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Καὶ ἐ­γὼ γνω­ρί­ζωὅ­τι εἶ­σαι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὰ κο­σμι­κά, ὅ­μως τὸ χά­ρι­σμα ἠμ­πο­ρεῖ νὰ βλά­ψῃ ὅ­σους δὲν προ­σέ­χουν. Ἂν θέ­λῃς νὰ σοῦ δο­θῇ τὸ χά­ρι­σμα, πρό­σε­ξε νὰ μὴ γί­νῃ γνω­στὸν τὸ μυ­στή­ρι­ον. Δι­α­μοί­ρα­σον ὅ,τι ἔ­χεις εἰς τοὺς πτω­χούς, καὶ πή­γαι­νε εἰς τὸ ἀ­γα­πη­τόν μου ἀ­νά­κτο­ρον, τὴν Μο­νὴν τοῦ Ἀ­βάσ­σου, καὶ νὰγί­νῃς ἐ­κεῖ μο­να­χός. Τό­τε θὰ ἔλ­θω ἐ­κεῖ, καὶ θὰ σὲ ἐ­πι­σκε­φθῶ». Λοι­πόν, εὐ­θὺς ὁ­ποὺ ἐ­ξύ­πνη­σεν, ἠ­σθάν­θη τὴν καρ­δί­αν του πλή­ρη συ­νέ­σε­ως καὶ γλυ­κύ­τη­τος, καὶ ἔ­σπευ­σε νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σῃ ὅ,τι τοῦ εἶ­χε ζη­τη­θῆ. Ὅ­ταν ὡ­λο­κλή­ρω­σε τὴν δι­α­νο­μὴν τῶν ὑ­παρ­χόν­των του, ἀ­νε­χώ­ρη­σε διὰ τὸ μο­να­στή­ρι­ον, φυ­λάτ­των πάν­το­τε κα­λῶς ὡς μυ­στι­κὸν ἀ­δη­μο­σί­ευ­τον τὸ μυ­στή­ρι­ον. Ἐ­κά­ρη μο­να­χός, καὶ ἀ­πέ­βα­λε με­τὰ τῶν τρι­χῶν τῆς κε­φα­λῆς του καὶ ὅ­λες τὶς κο­σμι­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες, γε­νό­με­νος ἔτ­σι κα­θα­ρὸν σκεῦ­ος τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀ­νέ­με­νεν, ὅ­μως, ἐν σι­ω­πῇ τὴν ἐκ­δή­λω­σιν τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας. Κά­ποι­αν νύ­κτα, λοι­πόν, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πά­λιν ἡ Πα­νά­μω­μος Παρ­θέ­νος καὶ τοῦ λέ­γει: «Χαί­ροις, τέ­κνον εὐ­λο­γη­μέ­νον, Ρω­μα­νέ! Ἐφ’ ὅ­σον με­τὰ πά­σης προ­θυ­μί­ας ἐ­ξε­πλή­ρω­σες ὅ­λα, ὅ­σα σοῦ ὑ­πέ­δει­ξα, λά­βε τώ­ρα τὸν καρ­πὸν τῆς ὑ­πα­κο­ῆς σου. Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου». Καὶ τοῦ ἔ­δω­σε τό­τε νὰ φά­γῃ τὴν σε­λί­δα ἑ­νὸς βι­βλί­ου, ὄ­χι ὁ­λό­κλη­ρον κε­φά­λαι­ον ὅ­πως εἰς τὸν Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, οὔ­τε ὅ­πως εἰς τὸν Ἐ­φραὶμ τὸν Σύ­ρον, ἀλ­λὰ σε­λί­δα κα­τά­γρα­φον «ἔ­σω­θεν καὶἔ­ξω­θεν». Τὸ ση­μεῖ­ον τοῦ­το ἐ­δή­λω­νε διὰ τοῦ ἔ­σω­θεν μὲν τὸν φω­τι­σμὸν τῆς ψυ­χῆς καὶ τῆς καρ­δί­ας, διὰ δὲ τοῦ ἔ­ξω­θεν τὴν καλ­λι­φω­νί­αν πρὸς δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ, διὰ τῶν γνω­στῶν εἰς ὅ­λους κον­τα­κί­ων τοῦ ἀν­δρός.
Ὅ­λα αὐ­τά, τὰ εἴ­πο­μεν, διὰ νὰ δεί­ξω­μεν πὼς οὔ­τε ἡ Μή­τηρ τοῦ Κυ­ρί­ου, οὔ­τε ὁ Υἰ­ὸς αὐ­τῆς συ­νερ­γά­ζον­ται με­τὰ τῶν ὑ­πε­ρη­φά­νων, ἀλ­λὰ δί­δουν τὴν χά­ριν εἰς τοὺς τα­πει­νούς. Δὲν κα­τη­γο­ρῶ, βε­βαί­ως, τὴν τέ­χνην τῆς μα­θή­σε­ως, ὄ­χι· ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἐμ­πι­στευ­ώ­με­θα εἰς τὸν Θε­όν, ὁ­ποὺ εἶ­πεν: «Χω­ρὶς ἐ­μοῦ οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν». Ἂς ἐ­πι­στρέ­ψω­μεν ὅ­μως εἰς τὴν συ­νέ­χει­αν τῆς δι­η­γή­σε­ως, ἐκ τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς ἀ­πε­μά­κρυ­νεν ἡ ἀ­γά­πη μας πρὸς τὸν ἅ­γι­ον Ρω­μα­νὸν καὶ τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τοῦ βί­ου του.
Ἐ­λέ­γα­με λοι­πὸν πε­ρὶ τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Ἀ­βάσ­σου, καὶ πῶς ἐμ­πό­δι­σε τὴν εἴ­σο­δον τῶν κα­λι­φώ­νων εἰς αυ­τήν, καὶ πῶςἀν­τέ­δρα­σαν οἱ μο­να­χοί. Ἔτ­σι, ἐ­φθά­σα­μεν εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ὁ­ποὺ ἐ­φό­ρε­σε τὸν φε­λώ­νην, καὶ ὡς κα­κό­φω­νος ὁ­ποὺ ἦ­το ἐ­στά­θη ἐ­νώ­πι­ον τῆς εἰ­κό­νος τῆς ἀ­χράν­του Ἀ­ει­παρ­θέ­νου. Τό­τε, λοι­πόν, ὁ κα­νο­νάρ­χης ἐ­ξε­φώ­νη­σεν: «Ἄγ­γε­λος πρω­το­στά­της!». Καὶ ὁ ἡ­γού­με­νος, ὡς ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα του, δί­χως κἂν νὰ ἀ­κου­σθῇ φω­νή –ἴ­σως τὸ ἄ­νοι­ξε κα­τὰ τὸ ψαλ­μι­κὸν λό­γι­ον: «Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου, καὶ πλη­ρώ­σω αὐ­τό»– εὐ­θὺς κρου­νοὶ δα­κρύ­ων ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς του, ὡς στα­λα­γμα­τι­ὲς βρο­χῆς ἢ μᾶλ­λον ὡς ρυ­ά­κια, ἔ­τρε­ξαν ἐ­πὶ τῆς ἀ­α­ρω­νί­τι­δος ἐ­κεί­νης γε­νει­ά­δος, ὁ­ποὺ ἔ­φθα­σαν ἕ­ως τῶν ἐν­δυ­μά­των του καὶ αὐ­τοῦ ἀ­κό­μη τοῦ ἐ­δά­φους. Ἀλ­λὰ τὴν ἴ­δι­αν στι­γμὴν ἀ­κού­σθη­σαν καὶ τό­σοι καρ­δι­α­κοὶ ἀ­να­στε­να­γμοὶ καὶ κτύ­ποι τοῦ στή­θους βα­θυ­τά­της συν­τρι­βῆς, ὁ­ποὺ τίς ἠμ­πο­ρεῖ νὰ κα­τα­γρά­ψῃ; Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ να­ὸς ἀν­τη­χοῦ­σεν ἀ­πὸ τοὺς θρή­νους. Ὁ ἡ­γού­με­νος ὅ­μως οὐ­δό­λως ἐ­σα­λεύ­θη, ἀλλ’ ἐ­στή­λω­σε τὸ σῶ­μά του ὡς ἄλ­λος Σα­μου­ήλ, καὶ κα­τώρ­θω­σε νὰ εἰ­πῇ τοὺς οἴ­κους ὅ­λους. Οἱ μο­να­χοὶ ἐ­κεῖ­νοι, ὁ­ποὺ προ­η­γου­μέ­νως κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἐκ τοῦ φθό­νου εἶ­χαν ἐ­ναν­τι­ω­θῆ πρὸς τὸν πα­τέ­ρα τους, βλέ­πον­τες τώ­ρα τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ νὰ σκε­πά­ζῃ τὸν ἡ­γού­με­νόν τους, κα­τε­νύ­γη­σαν τό­σον, ὥ­στε, θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ εἰ­πῇ ὅ­τι, ἐ­βλε­πεν ἕ­να πλῆ­θος μο­να­χῶν βυ­θι­σμέ­νων εἰς τὴν χαρ­μο­λύ­πην. Ἔ­ψα­λαν λοι­πὸν ὅ­λοι εἰς τοὺς χο­ροὺς καὶ ἐ­με­γά­λυ­ναν τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Σω­τῆ­ρος, εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες τὸν ἡ­γού­με­νον, ὁ­ποὺ ἐ­γι­νεν αἰ­τία νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τό­σα ἀ­γα­θά.
Καὶ ἰ­δοὺ τὸ θαυ­μα­στὸν ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς δι­η­γή­σε­ως. Ὅ­ταν ὁ ἡ­γού­με­νος ἔ­φθα­σεν εἰς τὸ τέ­λος τῶν οἴ­κων καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ψά­λη τό: «Ὦ Πα­νύ­μνη­τε», ποῖ­ος νὰ πε­ρι­γρά­ψῃ τοὺς ἀ­να­στε­να­γμοὺς ἐ­κεί­νους καὶ τὰ κτυ­πή­μα­τα εἰς τὸ στῆ­θος! Ὅ­ταν μά­λι­στα ὡ­λο­κλή­ρω­σε τοὺς οἴ­κους, τὰ γό­να­τά τουἔ­πα­θαν ἀγ­κύ­λω­σιν καὶ δὲν ἐ­κάμ­πτον­το, ὡς καὶ αὐ­τὴ ἡ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη –δι­ό­τι, ἐκ τῆς προ­σπα­θεί­ας τὰ νεῦ­ρα εἶ­χαν ἀ­πο­ναρ­κω­θῆ καὶ δὲν τὸνἄ­φη­ναν νὰ σκύ­ψη, νὰ βά­λῃ ἐ­δα­φι­αί­αν με­τά­νοι­αν εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον. Ἐ­στά­θη λοι­πὸν ὀρ­θός, ἀ­κί­νη­τος, καί –ὢ τῶν θαυ­μα­σί­ων σου, Δέ­σποι­να Θε­ο­το­κε, τίς δύ­να­ται νὰ ἐ­ρευ­νή­σῃ τὰ ἐ­λέη τῶν ἀ­πεί­ρων οἰ­κτιρ­μῶν σου, οἱ ὁ­ποῖ­οι κάμ­πτον­ται εἰς τοὺς τα­πει­νοὺς καὶ συν­τε­τριμ­μέ­νους τῇ καρ­δίᾳ– ἔτ­σι λοι­πὸν ὡς ἐ­στέ­κε­το, μία ἤ­ρε­μος φω­νή, ἐ­ξελ­θοῦ­σα ἀ­πὸ τῆς θε­ο­τυ­πώ­του εἰ­κό­νος τῆς Πα­να­χράν­του καὶ Θε­ο­μή­το­ρος, εἶ­πεν: «Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, τὸν ἱ­ε­ρέα μου! Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, καὶ εἰς τὴν ζω­ὴν αὐ­τὴν καὶ εἰς τὴν ἄλ­λην!».
Ἔ­κτο­τε, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἐ­κεῖ­νος πα­ρη­τή­θη τῆς ἡ­γου­με­νί­ας καὶ δὲν ἐ­ξῆλ­θε τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ἐ­πὶ τρι­ά­κον­τα ἓξ ἔ­τη. Δί­χως νὰ ἀ­σθε­νή­ση, ἐ­κοι­μή­θη ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ ἀ­νε­παύ­θη κα­τὰ τὴν ὑ­πό­σχε­σιν τῆς Πα­νά­γνου Θε­ο­τό­κου».
—————————-
Σχό­λια:
(*) Μο­νὴ Ἀ­βάσ­σσου: Πρό­κει­ται διὰ τὴν Μο­νὴν «τῶν Βάσ­σου», (ἐκ πα­ρα­φθο­ρᾶς εἰς «Ἀ­βάσ­σου»). Πε­ρὶ αὐ­τῆς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ρ. Ζα­νὲν (Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ γε­ω­γρα­φία τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τ. Γ΄, σ. 61-62, ἐν Πα­ρι­σι­οις, 1969), τὰ ἑ­ξῆς:
«Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τῶν Βάσ­σου, πα­τρι­κί­ου καὶ ἐ­πό­πτου τοῦ Πραι­τω­ρί­ου (δι­κα­στη­ρί­ου) ἐ­πὶ αὐ­το­κρά­το­ρος Ἰ­ου­στι­νι­α­νοῦ. Με­τέ­πει­τα, οἰ­κο­δο­μή­θη ἐ­κεῖΜο­να­στή­ρι­ον, κα­τὰ τὸ α΄ τοὐ­λά­χι­στον ἥ­μι­συ τοῦ Θ΄ (9) αἰ­ῶ­νος, κα­θὼς ἤ­δη ὑ­φί­στα­το πρὸ τῆς γεν­νή­σε­ως τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας Θε­ο­φα­νοῦς, συ­ζύ­γου τοῦ Λέ­ον­τος Ϛ’ τοῦ Σο­φοῦ, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν βι­ο­γρα­φί­αν τῆς πριγ­κι­πίσ­σης αὐ­τῆς ὑ­πὸ τοῦ Νι­κη­φό­ρου Γρη­γο­ρᾶ. Ἐν­τὸς τῆς ἐκ­κλη­σί­ας αὐ­τῆς, τῆςἀ­φι­ε­ρω­μέ­νης εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον, οἱ γο­νεῖς τῆς Θε­ο­φα­νοῦς ἐ­προ­σευ­χή­θη­σαν διὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σουν, καὶ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σαν ἐ­κεῖ. Εἰς τὸν Βί­ον της ἀ­να­φέ­ρε­ται, ἐ­πί­σης, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χεν ἐ­κεῖ μία ἀν­δρῶα Μο­νή, καὶ ὅ­τι ἡ εἰ­κὼν τῆς Παρ­θέ­νου εὑ­ρί­σκε­το εἰς τὸ δε­ξι­ὸν κλῖ­τος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Γνω­ρί­ζο­μεν ἐ­λά­χι­στα γε­γο­νό­τα σχε­τι­κῶς μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸν τοῦ­το Φρον­τι­στή­ρι­ον, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐν τού­τοις δι­ε­τη­ρή­θη μέ­χρι τῆς πτώ­σε­ως τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Τὴν 10ην Μα­ΐ­ου τοῦ 1363, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καὶ κα­θη­γού­με­νος (τῆς μο­νῆς) «τῶν Βάσ­σου», Ὑ­ά­κιν­θος, εἶ­ναι ἕ­νας ἐκ τῶν ἡ­γου­μέ­νων, ὁ­ποὺ πι­στο­ποι­οῦν τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα κά­ποι­ων ἀ­γο­ρα­σθέν­των ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν. Πα­ρόν­τες ἦ­σαν, ἐ­πί­σης, ὁ ἐκ­κλη­σι­άρ­χης Νεῖ­λος καὶ οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Με­λέ­τι­ος καὶ Ἀν­τώ­νι­ος τοῦ ἰ­δί­ου μο­να­στη­ρί­ου.
Τὸν Μά­ϊ­ον τοῦ 1400, ὁ Πα­τρι­άρ­χης Ματ­θαῖ­ος Α΄ πα­ρε­χώ­ρη­σε τὸ μο­να­στή­ρι­ον αὐ­τὸ εἰς τὸν Ἰ­ω­άν­νην Καλ­λι­κρη­νί­την,ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χον εἰς τὴν ὑ­πη­ρε­σί­αν τῆς Βα­σι­λίσ­σης, μὲ τὴν συγ­κα­τά­θε­σιν αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποία ἦ­το καὶ ἡ κά­το­χός του, καὶ ὑ­πὸ τὴνπρο­ϋ­πό­θε­σιν νὰ προ­βῇ εἰς τὶς ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σεις ἐ­κεῖ­νες, ὅ­που ἦ­σαν ἐ­πεί­γου­σες, καθ’ ὅ­τι ἦ­το ἑ­τοι­μόρ­ρο­πον. Τὸ Μο­να­στή­ρι­ον θὰ ἀ­νέ­κτη­σεν, ἀ­ναμ­φι­βό­λως, νέ­αν πνο­ὴν ζω­ῆς, κα­θὼς ἐ­δῶ, «ἐν τῇ σε­βα­σμίᾳ Μο­νῇ τοῦ Βάσ­σου», οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἐ­συ­ζή­τη­σαν μὲ τοὺς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς συ­νό­δου τῆς Βα­σι­λεί­ας, καὶ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ ἐ­πι­σκό­που Κο­ρώ­νης Χρι­στό­φο­ρου Γκα­ρα­τό­νι, ἀ­πε­σταλ­μέ­νου τοῦ πά­πα Εὐ­γε­νί­ου Δ΄ διὰνὰ χει­ρι­σθῇ τὴν ὑ­πό­θε­σιν τῆς με­λε­τω­μέ­νης συ­νό­δου τοῦ 1437.
Κα­τὰ τὸν ΙΔ΄ (14) αἰ­ῶ­να, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος «ἀ­πὸ τῆς Μο­νῆς τῶν Βάσ­σου». Ἴ­σως πρό­κει­ται πε­ρὶ ἐ­κεί­νου, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸν Βί­ον ἔ­γρα­ψεν ὁ Ση­λυ­βρί­ας Φι­λό­θε­ος. Ὁ βι­ο­γρά­φος ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­δεί­γμα­τα τῶν μο­να­χῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Βάσ­σου, ὅ­πως τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ: «τὴν τοῦ Βάσ­σου τοῦ θεί­ου, τῆς πα­νά­χραν­του Θε­ο­μή­το­ρος».
Ὅ­μως, ὅ­λα τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔγ­γρα­φα, (πα­τρι­αρ­χι­καὶ πρά­ξεις, ἱ­στο­ρία τῆς συ­νό­δου τῆς Φλω­ρεν­τί­ας ὑ­πὸ Συλ­βέ­στρου Συ­ρο­πού­λου), τὴν ἀ­να­φέ­ρουν πάν­το­τε ὡς Μο­νὴν τοῦ Βάσ­σου…
Τέ­λος, ἕ­νας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος τῆς «Μο­νῆς τοῦ Βάσ­σου», ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἀν­τέ­γρα­ψε πάμ­πολ­λα χει­ρό­γρα­φα, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων ἕ­νασχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Ματ­θαῖ­ον καὶ μία ὁ­μι­λία τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου (καὶ τὰ δύο κτή­μα­τα τῆς Μο­νῆς τοῦΧρι­στοῦ Παν­τε­πό­πτου), καὶ ἕ­να σχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Μάρ­κον (κτῆ­μα τῆς Μο­νῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου).
Ἡ θέ­σις τῆς Μο­νῆς «τῶν Βάσ­σου» δὲν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρον ἐν­το­πι­σθῆ. Θὰ ἦ­ταν ὅ­μως δυ­να­τὸν νὰ προ­τα­θῇ μία θέσις, συμ­φώ­νως πρὸς τὸν ψευ­δο-Κω­δι­νόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν το­πο­θε­τεῖ με­τα­ξὺ τῶν συ­νοι­κι­ῶν «τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» καὶ «Ὀ­ξείας». «Τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» εὑ­ρί­σκον­ται ἐ­πὶ τοῦ «Χρυ­σοῦ Κέ­ρα­τος» εἰς τὰ πέ­ριξ τοῦ Ζιν­τὰν-Κα­πί, ἐ­νῷ ἡ «Ὀ­ξεῖα» ἐ­πὶ τοῦ ὑ­ψώ­μα­τος νο­τι­ο­δυ­τι­κῶς. Πι­θα­νὸν λοι­πὸν ἐ­πὶ τῆς κα­τω­φε­ρεί­ας, τῆς κα­τερ­χο­μέ­νης ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λι­κὴν πλα­γι­ὰν τοῦ λό­φου, πρέ­πει νὰ ἐν­το­πι­σθῇ ἡ συ­νοι­κία «τὰ Βάσ­σου» καὶ τὸ ὁ­μώ­νυ­μον Μο­να­στή­ρι­ον τῆς Θε­ο­τό­κου».
———————-
Με­τε­φρά­σθη ὑ­πό τι­νος ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου
(Πηγή: Εφημερίς «Ο Εκκλησιολόγος» 09-04-2011-http://www.alopsis.gr/)
το είδαμε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...