Ο 'Αγιος και Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος έζησε κατά τα τέλη του γ' και αρχές δ' μ.Χ. αιώνα στους χρόνους του φοβερού διώκτη των χριστιανών Διοκλητιανού. Κατάγονταν από τη χώρα της Καππαδοκίας, από μεγάλη και ένδοξη γενιά. Πρώτα ήταν αξιωματικός στο τάγμα των «Τριβούνων» και λίγο πριν αρχίσουν τα μαρτύρια του πήρε προαγωγή και έγινε Κόμης ένα αξίωμα, που σήμερα θα το λέγαμε Έπαρχος, Ηγεμών ή Στρατηλάτης.
Εκείνους τους χρόνους ο σατανόπληκτος βασιλιάς Διοκλητιανός γεμάτος από θαυμασμό προς τους θεούς των ειδώλων είχε βγάλει αυστηρές διαταγές προς τους υπηκόους του όσοι Χριστιανοί αφήσουν την θρησκεία τους, αρνηθούν τον Χριστό και προσκυνήσουν τα είδωλα, αυτοί ν' απολαμβάνουν βασιλικές τιμές και πολλά άλλα' όσοι χριστιανοί δεν αρνηθούν τον Χριστό και τη θρησκεία του, να θανατώνονται.
Νεότατος τότε ο 'Αγιος Γεώργιος μόλις είχε περάσει τα είκοσι χρόνια του φανερώνεται μοναχός του πως είναι χριστιανός. Κι όχι μονάχα αυτό, μπροστά στον αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, γκρεμίζει τα πλανεμένα κι αδύναμα είδωλα των θεών, περιγελώντας όλους τους ειδωλολάτρες, που πιστεύουν στα άψυχα αγάλματα των ψεύτικων αυτών θεών.
Ο τύραννος Αυτοκράτωρ, εκτιμώντας την ένδοξη γενιά και την ανδρειωσύνη του Αγίου Γεωργίου στους πολέμους, άρχισε τα παρακάλια και τις υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Μα ο 'Αγιος στέκεται σταθερός κι απαρασάλευτος, δυνατός σα διαμάντι, στη θρησκεία του Χριστού. Αρχίζουν οι απειλές, οι φοβέρες. Ο 'Αγιος τα καταφρονεί όλα. Χτυπούν τον 'Αγιο μ' ένα κοντάρι στην κοιλιά. Μα κατά θαυματουργικό τρόπο, ενώ έτρεξε αίμα πολύ από τη σάρκα του Αγίου, αυτός έμεινε ζωντανός και το κοντάρι λύγισε προς τα πίσω, για να μη διαπεράσει την αγιασμένη σάρκα του.
Από εκεί τον φέρνουν στα μεγαλύτερα μαρτύρια: τον δένουν γυμνό σε ένα τροχό, ο οποίος είχε γύρω του μπηγμένα μαχαίρια κοφτερά και τον κατρακυλούν σ' έναν κατήφορο. Κι ενώ το σώμα του Αγίου καταματώθηκε και κατατεμαχίστηκε, άγγελος Κυρίου στη στιγμή συναρμολόγησε τα κομμάτια του και παρουσιάστηκε πάλι ο 'Αγιος γερός, όπως πρώτα.
Βλέποντας τη θαυματουργούσα παρουσία του αληθινού Θεού, πολλοί από τους ειδωλολάτρες γύρισαν στην πίστη του Χριστού. Μα ο Διοκλητιανός δεν τους άφησε για πολύ να ζήσουν σε τούτο τον κόσμο. Τους αποκεφάλιζε αμέσως απ' το θυμό του. Την ίδια τύχη θα έχει αργότερα και η γυναίκα του η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που βλέποντας τα θαύματα, ομολόγησε πως ο Χριστός είναι ο αληθινός θεός, και όχι τα είδωλα.
Και τα μαρτύρια του Αγίου Γεωργίου συνεχίζονται. Τον βάζουν μέσα σε ασβέστη που έβραζε κι εκείνος μένει ανέπαφος. Οι πιστοί προσεύχονται, άλλοι απ' τους ειδωλολάτρες κλονίζονται κι άλλοι προσεύχονται στον Χριστό. Παραγγέλνουν ένα ζευγάρι σιδερένια υποδήματα με καρφιά από μέσα κοκκινισμένα στη φωτιά. Τα φορούν στα πόδια του Αγίου και τον αναγκάζουν να τρέξει. Μα εκείνος δεν χρειάζεται καμιά ώθηση από τους στρατιώτες. Σπρώχνει μόνος του τον εαυτό του, λέγοντας: «Τρέχε Γεώργιε, τρέχε ίνα φθάσης το ποθούμενον!» Και παρακαλεί τον θεό να τον γιατρεύει και να του δίνει υπομονή ως το τέλος της ζωής του: «Κοίταξε από τους ουρανούς, Κύριε και ιδέ τον κόπον μου και άκουσον τους στεναγμούς του παιδευόμενου δούλου Σου, ότι επερίσσευσαν οι εχθροί μου και μίσος άδικον εμίσησάν με, δια το 'Αγιον Σου όνομα, αλλά ιάτρευσόν με, Δέσποτα, ότι εταράχθησαν τα κόκκαλά μου, και δός μου υπομονήν έως τέλους της ζωής μου, δια να μην ειπούν οι εχθροί μου, ότι με εξεδικήθησαν».
Σαν είδε ο αιμοβόρος τύραννος πως και τα σιδερένια πυρωμένα υποδήματα δεν έβλαψαν τον 'Αγιο, διέταξε να τον δέσουν και να τον δείρουν χειροδύναμοι στρατιώτες άσπλαχνα μέχρι θανάτου με ξερά βούνευρα. Όμως μάταια κουράστηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατιώτης του Χριστού, ο «νοερός αδάμας της καρτερίας», έστεκε μπροστά του υγιέστατος. Η τυραννία του Διοκλητιανού περνούσε δύσκολες στιγμές. Κείνη την ώρα ο Μαγνέντιος, φίλος και σύμβουλος του αυτοκράτορα, θέλησε να πειράξει πνευματικά τον 'Αγιο, μια που τα σωματικά μαρτύρια δεν τον πείραζαν σε τίποτε.
Λέγει λοιπόν στον 'Αγιο Γεώργιο ν' αναστήσει, αν είναι αληθινός ο θεός του, ένα νεκρό που κείτονταν εκεί κοντά τους από τα παμπάλαια χρόνια πεθαμένος. Ο 'Αγιος γίνεται μια φωτεινή λαμπάδα τώρα, έτοιμος να καεί για να φωτίσει τους ειδωλολάτρες να πιστέψουν.Γονατίζει πάνω στον τάφο, σηκώνει το νου και τα χέρια του και προσεύχεται στον Θεό. Ώ θεία, ώ αγία πίστη του Αγίου Γεωργίου! Ο νεκρός ανοίγει τον τάφο του, ανασταίνεται, προσκυνάει τον 'Αγιο και δοξάζει τη δύναμη και τη θεότητα του Χριστού. Ο βασιλιάς και η σπείρα του τα \'χουν χαμένα. Ρωτούν τον αναστημένο νεκρό ποιος είναι κι αυτός τους αποκρίνεται πως ζούσε πριν ακόμη έρθει ο Χριστός στον κόσμο. Κι επειδή ήταν ειδωλολάτρης καιγόταν μέσα σε φωτιές τόσα χρόνια που ήταν πεθαμένος. Ο αναστημένος ήταν ένας δυνατός έλεγχος για την ειδωλολατρεία και κόσμος πολύς έρχονταν στην πίστη του Χριστού, γι' αυτό ο Αυτοκράτορας διέταξε να τον σκοτώσουν. Μαζί του κι ένας άλλος πρώην ειδωλολάτρης , που ο 'Αγιος του ανάστησε το νεκρό βόδι του, για να\' οργώνει το χωράφι του, μαρτύρησε κάτω από τα σπαθιά των απίστων.
Εκείνο, όμως, που έδωσε τη χαριστική βολή στον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα και τράβηξε τους περισσότερους ειδωλολάτρες στη θρησκεία του Χριστού, ήταν η επίσκεψη του Αγίου στο ναό των ειδώλων, με την κρυφή ελπίδα του Μαγνετίου πως θα τον γυρίσει στη λατρεία των ειδώλων. Μπαίνοντας στο ναό ο 'Αγιος στάθηκε μπρος στο άγαλμα του Απόλλωνα και το ρώτησε αν ο Χριστός είναι Θεός κι αν πρέπει να Τον προσκυνούμε. Τότε ο δαίμονας που ήταν μέσα στο είδωλο κλαίγοντας σχεδόν και θρηνώντας αποκρίθηκε πως ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός! Και με το λόγο τούτο, σα να έγινε σεισμός κι ευθύς όλα τα είδωλα έπεσαν κάτω και συντρίφτηκαν. Και γέμισε ο τόπος από μαρμάρινα συντρίμματα των θεών, που δεν μπόρεσαν να σώσουν τον εαυτό τους από τον αφανισμό! Όρμησαν τότε πάνω του οι ιερείς των ειδώλων και τον πήγαν άρον-άρον στον αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε διαταγή να τους βγάλουν έξω από το κάστρο τον 'Αγιο και τη βασίλισσα Αλεξάνδρα, που έβριζε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα και να τους αποκεφαλίσουν. Η βασίλισσα εξουθενωμένη, καθώς έκατσε στο δρόμο σ\' ένα έναν ξερόλιθο, παρέδωσε στον Κύριο την ψυχή της.
Ο 'Αγιος προχωρούσε. Και σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο σήκωσε τ' αγιασμένα χέρια του και προσευχήθηκε μ\' αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να είσαι, Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με έδωκες εις κυνήγι εκείνων που με ζητούσαν, ούτε χαροποίησες τους εχθρούς μου κατεπάνω μου αλλά με γλίτωσες, ωσάν το πουλί από την παγίδα των κυνηγών και τώρα επακουσόν μου, Δέσποτα, 'Αγιε και προστάτευσόν με το δούλον Σου εις τούτην την ώρα την υστερινήν και γλύτωσε την ψυχήν μου από την πονηριά του κακού δαίμονος και των υπηρεσιών του και μην ενθυμηθής τα κακά που μου έκαναν οι εχθροί μου, συγχώρησε τους και δός τους ειρήνην και αγάπην και καθοδήγησέ τους εις το θέλημά Σου. Δέξου, Κύριε μου, και τη δική μου ψυχή και ανάπαυσέ την με τις ψυχές των Αγίων Σου· και εκείνους που επικαλούνται το όνομα μου για βοήθεια, χάρισέ τους τα αιτήματά των, ότι Σύ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Και σκύβοντας πρόθυμα το λαιμό του, αποκεφαλίσθηκε από τους στρατιώτες και παρέδωσε στα χέρια του θεού το πνεύμα του. Το 'Αγιο Λείψανο του οι χριστιανοί το πήγαν στην Παλαιστίνη, όπου έκαμε άπειρα θαύματα, κι εκεί και σ\' όλο το χριστιανικό κόσμο, που καταφεύγει με πίστη στη χάρη του.
Δεν μπορούμε να επεκταθούμε και ν' αναφέρουμε έστω και απλό κατάλογο από τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Εκείνο που θα χρειάζονταν να τονίσουμε είναι πως βλέποντας και εμείς σήμερα τα παθήματα, τα μαρτύρια, την καρτερία και την πίστη, με την οποία αγωνίστηκε ως το τέλος ο 'Αγιος, να αναθεωρήσουμε «την έκβαση της αναστροφής», για να μιμηθούμε «την πίστιν εκείνου».
Δημοτικό τραγούδι για τον Αη Γιώργη
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ http://lyk-polichn.les.sch.gr/monastiki3.htm
Στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου στα Μελαντά, υπάρχουν κορνιζωμένες δυο εκδοχές του τραγουδιού του Αγίου Γεωργίου.
Την πρώτη τραγουδούσε μια γυναίκα η οποία έμενε στα κελιά, τα οποία υπάρχουν στα Μελαντά και την έλεγαν Δημητρούλα:
(Για τη Δημητρούλα θρυλούνται πολλά. Έλεγε ότι πολλές φορές εμφανίζονταν μπροστά της ο Άγιος και υποδείκνυε το θέλημά του. Πιστοί αναφέρουν ότι μια μέρα μόλις άρχισε ο ιερέας τη λειτουργία τον διέκοψε η Δημητρούλα λέγοντας: πάτερ, περίμενε λίγο γιατί έρχονται προσκυνητές από άλλο μέρος του νησιού. Και πράγματι σε λίγο εμφανίστηκαν οι προσκυνητές. Η ίδια έλεγε ότι επειδή ο Άγιος εμφανίζονταν στο δένδρο που βρίσκεται στην αυλή της εκκλησίας είχε πάντα εκεί ένα κανάτι με νερό για να πιει και να πλυθεί και μια πετσέτα, στην οποία έβρισκε συχνά τα ίχνη του Αγίου. Χωρίς θρύλους οι παραδόσεις είναι άνευρες και αδιάφορες)
Την πρώτη τραγουδούσε μια γυναίκα η οποία έμενε στα κελιά, τα οποία υπάρχουν στα Μελαντά και την έλεγαν Δημητρούλα:
(Για τη Δημητρούλα θρυλούνται πολλά. Έλεγε ότι πολλές φορές εμφανίζονταν μπροστά της ο Άγιος και υποδείκνυε το θέλημά του. Πιστοί αναφέρουν ότι μια μέρα μόλις άρχισε ο ιερέας τη λειτουργία τον διέκοψε η Δημητρούλα λέγοντας: πάτερ, περίμενε λίγο γιατί έρχονται προσκυνητές από άλλο μέρος του νησιού. Και πράγματι σε λίγο εμφανίστηκαν οι προσκυνητές. Η ίδια έλεγε ότι επειδή ο Άγιος εμφανίζονταν στο δένδρο που βρίσκεται στην αυλή της εκκλησίας είχε πάντα εκεί ένα κανάτι με νερό για να πιει και να πλυθεί και μια πετσέτα, στην οποία έβρισκε συχνά τα ίχνη του Αγίου. Χωρίς θρύλους οι παραδόσεις είναι άνευρες και αδιάφορες)
Ένα θεριό εβρέθηκε σε μιας χώρας πηγάδι.
Άθρωπου του ταΐζανε κάθε πρωί και βράδυ.
Σα δε του δίνουν άθρωπο κάθε πρωί και ώρα,
ποτέ δεν άφηνε νερό, να τρέξει μες τη χώρα.
Τα μπουλετιά επαίξανε να βρουν σε ποιον θα πέσει,
να στείλει το παιδάκι του στο δράκοντα πεσκέσι.
Τα μπουλετιά επέσανε προς τη βασιλοπούλα,
οπού την είχε ο βασιλιάς μόνη και μοναχούλα.
Κλαίει βασιλιάς από τη μια, απ' τ'ν 'αλλ(η) βασιλοπούλα,
-Ώχου γλυκιά μ' παρηγοριά, που σ' είχα μοναχούλα.
-Στολίσετε την κόρη σας, την κάνετε σα νύφη,
να την επάτε στο θεριό να την ξεκοκαλίσει.
Στολίσανε την κόρη τους μ' ανθούς και με λιθάρια,
με δαχτυλίδια ατίμητα και με μαργαριτάρια.
-Πάρετε όλο μου το βιος και το βασίλειό μου.
Πέφτουν μαχαίρια αρίφνητα να παν την κορασίδα
μ' αλσίδες να τη δέσουνε στου πηγαδιού τα χείλια
Γι' αφέντης από μακριά να την παρηγορήσει,
να δει το άγριο θεριό, πώς θα τη ξενυχίσει.
-Άμε και συ αφέντη μου να μη φάγει και σε σένα,
αυτό το άγριο θεριό, που θε να φάει κι εμένα
Κλαίει η κόρη κι δέρνεται και λεει αλί! σε μένα
όπου μ' αφήσαν μοναχή και δεν βλέπω κανένα
Άθρωπου του ταΐζανε κάθε πρωί και βράδυ.
Σα δε του δίνουν άθρωπο κάθε πρωί και ώρα,
ποτέ δεν άφηνε νερό, να τρέξει μες τη χώρα.
Τα μπουλετιά επαίξανε να βρουν σε ποιον θα πέσει,
να στείλει το παιδάκι του στο δράκοντα πεσκέσι.
Τα μπουλετιά επέσανε προς τη βασιλοπούλα,
οπού την είχε ο βασιλιάς μόνη και μοναχούλα.
Κλαίει βασιλιάς από τη μια, απ' τ'ν 'αλλ(η) βασιλοπούλα,
-Ώχου γλυκιά μ' παρηγοριά, που σ' είχα μοναχούλα.
-Στολίσετε την κόρη σας, την κάνετε σα νύφη,
να την επάτε στο θεριό να την ξεκοκαλίσει.
Στολίσανε την κόρη τους μ' ανθούς και με λιθάρια,
με δαχτυλίδια ατίμητα και με μαργαριτάρια.
-Πάρετε όλο μου το βιος και το βασίλειό μου.
Πέφτουν μαχαίρια αρίφνητα να παν την κορασίδα
μ' αλσίδες να τη δέσουνε στου πηγαδιού τα χείλια
Γι' αφέντης από μακριά να την παρηγορήσει,
να δει το άγριο θεριό, πώς θα τη ξενυχίσει.
-Άμε και συ αφέντη μου να μη φάγει και σε σένα,
αυτό το άγριο θεριό, που θε να φάει κι εμένα
Κλαίει η κόρη κι δέρνεται και λεει αλί! σε μένα
όπου μ' αφήσαν μοναχή και δεν βλέπω κανένα
Ο Αη Γιώργης τ' άκουσε τρέχει να τη γλιτώσει
κι από τα νύχια του θεριού να τη ξελευθερώσει.
-Άπλωσε την ποδίτσα σου κόρη να πέσω απάνω
κι εγώ σκοτώνω το θεριό κι απ' έδιου θα σε βγάλω.
Άπλωσε τη ποδίτσα σου κόρη να με ψειρίσεις
κι όταν αφρίσει το νερό τότε να με ξυπνήσεις.
Από το δρόμο τον πολύ ήτανε κουρασμένος,
έπεσε πα στα γόνατα, μα σαν αποθαμένος.
-Για ξύπνα - ξύπνα νη καλέ και το νερό αφρίζει
κι ο δράκος τα δοντάκια του για μένα ακονίζει.
Εξύπνησε ο νη καλός πολύ ξετρομαγμένος
Μια κονταριά του έδωσε βρέθηκε σκοτωμένος
Κι όπου σκοτώνει το θεριό βγαίν' ένα περιστέρι,
που βάσταγε αργυρό σταυρό στο δεξιό του χέρι
Κι έγραφε απάνω ο σταυρός βέβαια Άγιος Γιώργης,
όπου σκοτώνει το θεριό γλιτώνει τις αθρώπεις.
κι από τα νύχια του θεριού να τη ξελευθερώσει.
-Άπλωσε την ποδίτσα σου κόρη να πέσω απάνω
κι εγώ σκοτώνω το θεριό κι απ' έδιου θα σε βγάλω.
Άπλωσε τη ποδίτσα σου κόρη να με ψειρίσεις
κι όταν αφρίσει το νερό τότε να με ξυπνήσεις.
Από το δρόμο τον πολύ ήτανε κουρασμένος,
έπεσε πα στα γόνατα, μα σαν αποθαμένος.
-Για ξύπνα - ξύπνα νη καλέ και το νερό αφρίζει
κι ο δράκος τα δοντάκια του για μένα ακονίζει.
Εξύπνησε ο νη καλός πολύ ξετρομαγμένος
Μια κονταριά του έδωσε βρέθηκε σκοτωμένος
Κι όπου σκοτώνει το θεριό βγαίν' ένα περιστέρι,
που βάσταγε αργυρό σταυρό στο δεξιό του χέρι
Κι έγραφε απάνω ο σταυρός βέβαια Άγιος Γιώργης,
όπου σκοτώνει το θεριό γλιτώνει τις αθρώπεις.
Βγάζει και τη κορδέλα του απ' το λαιμό το δένει
Παίρνει και τη βασίλισσα στο βασιλιά πηγαίνει
Για δες χαρά που γίνεται σε τούτο το παλάτι
Να πάρουνε τη κόρη τους και πάλι να την πάνε
-Να βασιλιά μ' τη κόρη σου και να και το παιδί σου
-Χαίρουσταν συ την κόρη μου, χαίρους και το παιδί μου
Πάρε και την κορώνα σου, κάτσε και στο θρονί σου,
να σ' έχω για παιδάκι μου, σα φως των ομματιών μου.
-Χαίρους και την κορώνα σου, κάτσε και στι θρονί σου.
-Για πες μου, πες μου νη καλέ πού σου βαστά η γενιά σου;
γιατί θα κάνω κάλεσμα να στείλω σ' τ'ν αφεντιά σου.
-Αη Γιώργης ονομάζομαι απ' την Καππαδοκία
Σα θες να κάνεις κάλεσμα, κάνε μια εκκλησία
Δεξιά να βάλεις το Χριστό, ζερβά την Παναγία
Καταμεσή στην εκκλησιά βάλ' ένα καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Να 'ρχονται να τον προσκυνούν όλοι, μικροί μεγάλοι.
-Μετά χαράς σου νη καλέ κι η εκκλησιά θα γένει
Μ' ασήμι και με μάλαμα κι άξια και τιμημένη.
Παίρνει και τη βασίλισσα στο βασιλιά πηγαίνει
Για δες χαρά που γίνεται σε τούτο το παλάτι
Να πάρουνε τη κόρη τους και πάλι να την πάνε
-Να βασιλιά μ' τη κόρη σου και να και το παιδί σου
-Χαίρουσταν συ την κόρη μου, χαίρους και το παιδί μου
Πάρε και την κορώνα σου, κάτσε και στο θρονί σου,
να σ' έχω για παιδάκι μου, σα φως των ομματιών μου.
-Χαίρους και την κορώνα σου, κάτσε και στι θρονί σου.
-Για πες μου, πες μου νη καλέ πού σου βαστά η γενιά σου;
γιατί θα κάνω κάλεσμα να στείλω σ' τ'ν αφεντιά σου.
-Αη Γιώργης ονομάζομαι απ' την Καππαδοκία
Σα θες να κάνεις κάλεσμα, κάνε μια εκκλησία
Δεξιά να βάλεις το Χριστό, ζερβά την Παναγία
Καταμεσή στην εκκλησιά βάλ' ένα καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Να 'ρχονται να τον προσκυνούν όλοι, μικροί μεγάλοι.
-Μετά χαράς σου νη καλέ κι η εκκλησιά θα γένει
Μ' ασήμι και με μάλαμα κι άξια και τιμημένη.
Συγκρίνοντας το παραπάνω κείμενο με τις 27 παραλλαγές που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα και τις οποίες συγκέντρωσε και σχολιάζει ο Γ.Ν. Πολίτης στο τριμηνιαίο Δελτίο της Ελληνικής λαογραφικής Εταιρείας (τόμος Δ΄1912-13) γίνεται φανερό ότι συμπίπτει με τη γαλλική μετάφραση της λεσβιακής εκδοχής του τραγουδιού. (τη λεσβιακή αυτή εκδοχή ο Γ.Ν.Πολίτης βρήκε μόνο σε γαλλική μετάφραση)
Το δεύτερο κείμενο, που υπάρχει στο προσκύνημα του αγίου Γεωργίου στα Μελαντά είναι το παρακάτω:
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου, αφέντη καβαλάρη
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,
βοήθησε μας, τα φτωχά βοήθεια ζητούμε.
Ένα θεριό κατέβηκε στης χώρας το πηγάδι
και δεν αφήνει άνθρωπο νερό να πα να πάρει,
αν δεν του δώσουν άνθρωπο κάθε πρωί και βράδυ.
Γι αυτό ερίχνανε λαχνό και όπου ήθελε να πέσει,
πήγαινε το παιδάκι του στον δράκοντα πεσκέσι.
Έπεσε και στο Βασιλιά για την βασιλοπούλα
για να την πάγει στο θεριό την όμορφη κορούλα.
Ο Βασιλιάς σαν τ' άκουσε, αφρίζει και φωνάζει:
πάρετε όλο μου το βιος και το βασίλειό μου
κι αφήστε το παιδάκι μου, το φως των ομματιών μου.
Όλος ο κόσμος φώναξε, όλος με στόμα ένα:
-Για δώσ' μας το παιδάκι σου, για παίρνουμε και σένα.
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε αυτόν τον λόγο λέει:
στολίστε τη με ατίμητο πετράδι, με ασήμι,
στολίσετε με μάλαμα και με μαργαριτάρι
και νύφη να την κάνετε και να την πάτε στο θεριό
να την γλυκομασήσει.
Πέφτει λαός αρίθμητος πάνω στην κορασίδα,
Μικροί, μεγάλοι κλάψανε κι όλοι την λυπηθήκαν,
την πήραν και την δέσανε σ' του πηγαδιού τα χείλια.
Η Βασίλισσα γονάτισε την προσευχή της κάνει.
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,
βοήθησε μας, τα φτωχά βοήθεια ζητούμε.
Ένα θεριό κατέβηκε στης χώρας το πηγάδι
και δεν αφήνει άνθρωπο νερό να πα να πάρει,
αν δεν του δώσουν άνθρωπο κάθε πρωί και βράδυ.
Γι αυτό ερίχνανε λαχνό και όπου ήθελε να πέσει,
πήγαινε το παιδάκι του στον δράκοντα πεσκέσι.
Έπεσε και στο Βασιλιά για την βασιλοπούλα
για να την πάγει στο θεριό την όμορφη κορούλα.
Ο Βασιλιάς σαν τ' άκουσε, αφρίζει και φωνάζει:
πάρετε όλο μου το βιος και το βασίλειό μου
κι αφήστε το παιδάκι μου, το φως των ομματιών μου.
Όλος ο κόσμος φώναξε, όλος με στόμα ένα:
-Για δώσ' μας το παιδάκι σου, για παίρνουμε και σένα.
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε αυτόν τον λόγο λέει:
στολίστε τη με ατίμητο πετράδι, με ασήμι,
στολίσετε με μάλαμα και με μαργαριτάρι
και νύφη να την κάνετε και να την πάτε στο θεριό
να την γλυκομασήσει.
Πέφτει λαός αρίθμητος πάνω στην κορασίδα,
Μικροί, μεγάλοι κλάψανε κι όλοι την λυπηθήκαν,
την πήραν και την δέσανε σ' του πηγαδιού τα χείλια.
Η Βασίλισσα γονάτισε την προσευχή της κάνει.
Άγιος Γιώργης τ'ν άκουσε απ' την Καππαδοκία,
στο γρήγορο του άλογο καβάλησε με βία.
Σε μια παντέρμη ερημιά το Σατανά ανταμώνει.
-Άγιε μου Γιώργη μου, καλέ, γιατί τόσο καλπάζεις
το γρήγορο σου τ' άλογο γιατί το παραβιάζεις.
-Καταραμένε σατανά, που ξέρεις τ' όνομά μου.
Εγώ 'μια ξένος από δω, που ξέρεις τα γονικά μου.
Κοντοβαστάει τ' άλογο και το βουνό ανεβαίνει.
Βρίσκει την κόρη να στέκεται σαν ψιλομαραμένη.
-Για φύγε παλικάρι μου, φύγε μη φα και σένα
αυτό το άγριο θεριό, που θε να φαει κι εμένα.
-Σου είπα κοριτσάκι μου να μη πολυφοβάσαι
και του Θεού τη δύναμη πάντα να τη θυμάσαι.
Ξεπέζεψε και στάθηκε λίγο να ακουμπήσει,
ώσπου να έβγει το θεριό απ' τη μεγάλη βρύση.
-Για ξύπνα παλικάρι μου και το νερό αφρίζει
και για εμένα το θεριό τα δόντια του τα τρίζει.
-Σου είπα κοριτσάκι μου να μη πολυφοβάσαι
και του Θεού τη δύναμη πάντα να τη θυμάσαι.
Αρχή που κάνει για να βγει, όλα τα όρη τρέμουν.
Η κόρη απ' το φόβο της έμεινε δίχως αίμα.
Κοντοβαστάει τ' άλογο και το κοντάρι παίρνει,
βρίσκει στο στόμα του θεριού, βρύση το αίμα τρέχει.
Μια κονταριά του έριξε, το πήρε μες το στόμα
και άλλη και άλλη μια, το έριξε στο χώμα.
Όταν σκοτώνει το θεριό, βγήκε ένα περιστέρι,
βαστάει κι αργυρό σταυρό στο δεξιό του χέρι
και γράφει επάνω ο σταυρός: Άγιος Γεώργης,
όπου σκοτώνει το θεριό, γλυτώνει τους ανθρώπους.
στο γρήγορο του άλογο καβάλησε με βία.
Σε μια παντέρμη ερημιά το Σατανά ανταμώνει.
-Άγιε μου Γιώργη μου, καλέ, γιατί τόσο καλπάζεις
το γρήγορο σου τ' άλογο γιατί το παραβιάζεις.
-Καταραμένε σατανά, που ξέρεις τ' όνομά μου.
Εγώ 'μια ξένος από δω, που ξέρεις τα γονικά μου.
Κοντοβαστάει τ' άλογο και το βουνό ανεβαίνει.
Βρίσκει την κόρη να στέκεται σαν ψιλομαραμένη.
-Για φύγε παλικάρι μου, φύγε μη φα και σένα
αυτό το άγριο θεριό, που θε να φαει κι εμένα.
-Σου είπα κοριτσάκι μου να μη πολυφοβάσαι
και του Θεού τη δύναμη πάντα να τη θυμάσαι.
Ξεπέζεψε και στάθηκε λίγο να ακουμπήσει,
ώσπου να έβγει το θεριό απ' τη μεγάλη βρύση.
-Για ξύπνα παλικάρι μου και το νερό αφρίζει
και για εμένα το θεριό τα δόντια του τα τρίζει.
-Σου είπα κοριτσάκι μου να μη πολυφοβάσαι
και του Θεού τη δύναμη πάντα να τη θυμάσαι.
Αρχή που κάνει για να βγει, όλα τα όρη τρέμουν.
Η κόρη απ' το φόβο της έμεινε δίχως αίμα.
Κοντοβαστάει τ' άλογο και το κοντάρι παίρνει,
βρίσκει στο στόμα του θεριού, βρύση το αίμα τρέχει.
Μια κονταριά του έριξε, το πήρε μες το στόμα
και άλλη και άλλη μια, το έριξε στο χώμα.
Όταν σκοτώνει το θεριό, βγήκε ένα περιστέρι,
βαστάει κι αργυρό σταυρό στο δεξιό του χέρι
και γράφει επάνω ο σταυρός: Άγιος Γεώργης,
όπου σκοτώνει το θεριό, γλυτώνει τους ανθρώπους.
Βγάζει και την κορδέλα του και το λαιμό του δένει,
παίρνει και τη βασίλισσα στον Βασιλιά πηγαίνει.
Για δες χαρές που γίνονται σε τούτο το παλάτι,
που πήραν την κορούλα του και πίσω την επάνε.
-Χαίρους παιδί μου την κορούλα μου, χαίρους και το παιδί μου,
χαίρους και την κορώνα μου, κάτσε και στο θρονί μου.
-Χαίρους εσύ την κόρη σου, χαίρους και το παιδί σου,
χαίρους και την κορώνα σου, που έχεις στην κεφαλή σου.
-Για πες μου παιδί μου, ω καλέ, το όνομά σου
για να σε κάνω κάλεσμα, να πάγω στη γενιά σου.
-Γιώργη με ονομάζουνε απ' τη Καππαδοκία.
Αν θέλεις να κάνεις κάλεσμα, κάνε μια εκκλησία.
Δεξιά να είναι ο Χριστός, ζερβά η Παναγία,
καταμεσής στην εκκλησιά, κάνε ένα καβαλάρη,
να κονταρέβει ένα θεριό μ' ένα μακρύ κοντάρι.
Μετά χαρά σου , ω καλέ, η εκκλησιά θα γίνει
και τ' όνομά σου Γιώργο μου παντοτινά θα μείνει,
να έρχονται να προσκυνούν, όλοι μικροί μεγάλοι.
παίρνει και τη βασίλισσα στον Βασιλιά πηγαίνει.
Για δες χαρές που γίνονται σε τούτο το παλάτι,
που πήραν την κορούλα του και πίσω την επάνε.
-Χαίρους παιδί μου την κορούλα μου, χαίρους και το παιδί μου,
χαίρους και την κορώνα μου, κάτσε και στο θρονί μου.
-Χαίρους εσύ την κόρη σου, χαίρους και το παιδί σου,
χαίρους και την κορώνα σου, που έχεις στην κεφαλή σου.
-Για πες μου παιδί μου, ω καλέ, το όνομά σου
για να σε κάνω κάλεσμα, να πάγω στη γενιά σου.
-Γιώργη με ονομάζουνε απ' τη Καππαδοκία.
Αν θέλεις να κάνεις κάλεσμα, κάνε μια εκκλησία.
Δεξιά να είναι ο Χριστός, ζερβά η Παναγία,
καταμεσής στην εκκλησιά, κάνε ένα καβαλάρη,
να κονταρέβει ένα θεριό μ' ένα μακρύ κοντάρι.
Μετά χαρά σου , ω καλέ, η εκκλησιά θα γίνει
και τ' όνομά σου Γιώργο μου παντοτινά θα μείνει,
να έρχονται να προσκυνούν, όλοι μικροί μεγάλοι.
Η παραλλαγή αυτή έχει πολύ μεγάλη ομοιότητα με την Ηπειρώτικη γεγονός που δικαιολογείται από το ότι αρκετοί Ηπειρώτες, μάστορες της πέτρας, (αλλά και άλλοι) μετανάστευσαν εσωτερικά στα νησιά του Αιγαίου και επομένως μετέφεραν και τις παραδόσεις τους.
πηγή
Το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά