Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιες μορφές της Ρωσίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιες μορφές της Ρωσίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαΐου 23, 2013

Ρώσοι ηρωικοί παπάδες δολοφονημένοι (νεομάρτυρες) το 1993


Χωρίς χριστιανούς που θυσιάζονται για το Χριστό (άρα και για τον πλησίον), Εκκλησία δεν υπάρχει - ή, πιο σωστά, η Εκκλησία είναι συμβιβασμένη. Σωστή Εκκλησία είναι πάντα η επικίνδυνη Εκκλησία, που συγκρούεται με το Κακό και, επειδή δεν τραβάει σπαθί, δίνει το αίμα της.
Σήμερα, στις αραβικές χώρες αναδεικνύονται πολλοί μάρτυρες και ομολογητές, που ανήκουν οι περισσότεροι σε προτεσταντικές Ομολογίες. Καταπιέζονται από τους μουσουλμάνους και κάποιοι βασανίζονται και θανατώνονται, μερικές φορές μάλιστα αυτή την τύχη την έχουν νεαρές κοπέλες, που βασανίζονται από την ίδια την οικογένειά τους! Εύχομαι ο Θεός να τους κατατάξει όλους με τους αγίους Του.
Στο post αυτό θα παρουσιάσουμε 4 Ορθόδοξους μάρτυρες, από εκείνους που έχουν μαρτυρήσει τα τελευταία χρόνια. Το παράδειγμά τους είναι πολύ χρήσιμο για μας, για να έχουμε θάρρος και να αγωνιζόμαστε προσευχόμενοι στο Χριστό, για χάρη του Χριστού και των αδελφών μας. Οι άγιοι ας μεσιτεύουν για μας.
Σ' αυτό το χώρο ανεβάζουμε κείμενα για σύγχρονους μάρτυρες.

Οι νεομάρτυρες της μονής Όπτινα (Πάσχα 1993)

"Θα ήθελα να πεθάνω το πάσχα, κάτω από τους ήχους της καμπάνας"
Νεομάρτυρας Βασίλειος της Όπτινα (από εδώ)


Στις 12 Νοεμβρίου 1987 η σοβιετική κυβέρνηση υπέγραψε την απόδοση του φημισμένου για τους αγίους στάρετς του, μοναστηριού της Όπτινα στην ρωσική εκκλησία. 
[Προσθήκη του blog μας: εξαιρετικά σημαντικό μοναστήρι της Ρωσίας, που ιδρύθηκε από πρώην ληστή, που μετανόησε. Το 19ο αιώνα ώς τις αρχές του 20ου -που το έκλεισε το αθεϊστικό καθεστώς της ΕΣΣΔ- στήριξε απίστευτα το ρωσικό λαό και έδωσε περίπου 15 μεγάλους διορατικούς και θαυματουργούς αγίους γέροντες, δηλ. (στα ρωσικά) "στάρετς". Ο τελευταίος χρονικά είναι ο άγ. Νεκτάριος της Όπτινα, για τον οποίο βλ. εδώ.  Στην Όπτινα μόνασε και ο άγιος Γέροντας Νικόλαος ο Τούρκος, πρώην μουσουλμάνος, για τον οποίο αξίζει να διαβάσεις, π.χ. εδώ].
Οι άγιοι της Όπτινα (χωρίς τους 3 νεομάρτυρες φυσικά), από εδώ, όπου και σχετικό post.

Σχεδόν πεντέμιση χρόνια μετά, το βράδυ του Πάσχα του 1993, ένας σατανιστής έσφαξε με δίκοπο μαχαίρι -επάνω στο οποίο ήταν χαραγμένο το «666» και η λέξη «σατανάς»- τον ιερομόναχο Βασίλειο Ροσλιακώφ και τους μοναχούς Θεράποντα Πουσκάρεφ και Τρόφιμο Ταταρίνωφ. Η σφαγή έγινε με «επαγγελματικό» τρόπο, ώστε τα θύματα να υποφέρουν,αιμορραγώντας επι πολύ πριν ξεψυχήσουν.
Νομίζω πως αξίζει να δείτε και ν' ακούσετε την παρουσίαση καθώς μεταφέρει όλη την κατανυκτική ατμόσφαιρα του μοναστηριού.
Το βίντεο περιλαμβάνει αποσπάσματα από το ντοκυμαντέρ «Ο Γολγοθάς τής Όπτινα», των Αλεξέι Ντενίσοφ και Μπόρις Κοστένκο, οι οποίοι ήσαν προσκυνητές στην Όπτινα την βραδυά της σφαγής. Έτσι το βίντεο περιέχει εικόνες που ελήφθησαν την ίδια μέρα των φόνων και μάλιστα φαίνεται και το μαχαίρι των που έχει χαραγμένο το 666 πάνω του.


Τραγούδι γραμμένο από τον ιερομόναχο Ραφαήλ (Αλεξέι Ρομανώφ) για τους νέους οσιομάρτυρες της αγιοτόκου μονής της Όπτινα, Βασίλειο, Τρόφιμο και Θεράποντα, που εσφάγησαν από έναν ταλαίπωρο σατανιστή στις 18 Απριλίου 1993, παραμονές του Πάσχα.

Ο π. Βασίλειος

Προσθήκη του blog μας: Οι τρεις μοναχοί, όπως αναφέρεται στα βιογραφικά τους, που παρουσιάζονται εδώ & εδώ, ήταν πραγματικοί αγωνιστές της ορθόδοξης αγιότητας. Αγνά παληκάρια, που πάλεψαν ενάντια στα πάθη τους, για να καθαρίσουν την καρδιά τους και να τη γεμίσουν αγάπη. Ο π. Βασίλειος (γεννημένος το 1960, δηλ. δολοφονήθηκε 33 ετών) ήταν εξαίρετος εξομολόγος και πνευματικός πατέρας, που είχε στηρίξει πολλούς ανθρώπους στις δυσκολίες της ζωής τους και στις ηθικές πτώσεις τους. 
Ο π. Θεράπων (μαρτύρησε 36 ετών) σπούδασε 5 χρόνια πολεμικές τέχνες της Ανατολής, τις οποίες όμως εγκατέλειψε διαπιστώνοντας ότι, για να εμβαθύνει, έπρεπε να ασχοληθεί με το μυστικισμό και τη λατρεία των ανατολικών θρησκειών. Στη συνέχεια όμως επιπόλαια ασχολήθηκε με τη μαγεία, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του! Επανήλθε στη ζωή μετά από όραμα αγγέλου και αυτό ήταν η αιτία που έγινε μοναχός - γνήσιος ορθόδοξος αγωνιστής.

Ο π. Θεράπων

Ο π. Τρόφιμος (39 ετών) ήταν τόσο καλός και γεμάτος αγάπη, που "κάθε άνθρωπος τον θεωρούσε ως τον καλύτερο φίλο του". Καθοδήγησε κι αυτός πολλούς ανθρώπους στην προσευχή και στον αγώνα ενάντια στα πάθη τους.
Μετά το μαρτύριό του, κάποιοι ντόποιοι αγρότες άρχισαν να παίρνουν χώμα από τον τάφο του και να ραντίζουν τα περιβόλια τους, πιστεύοντας ότι ο άγιος θα τους βοηθήσει να καταπολεμήσουν τα παράσιτα, όπως τους βοηθούσε συχνά σε δύσκολες εργασίες όταν ήταν στη ζωή. Έτσι ο π. Τρόφιμος έγινε, στη λαϊκή συνείδηση, ένας άγιος των γεωργών και αυτό έχει μεγάλη σημασία φυσικά, γιατί η αγιότητα αναγνωρίζεται πρώτα από το λαό και έπειτα από την "επίσημη" Εκκλησία.

Ο π. Τρόφιμος

Σημείωση του αρχικού blog: Ευχαριστώ την φίλη Άννα από τη Μόσχα για την βοήθεια.
Ο καλός Θεός ας δεχθεί ως θυσία ευπρόσδεκτη τα αίματα των νέων μοναχών, ας δίνει παρηγοριά στους οικείους των νεομαρτύρων, μετάνοια στον ταλαίπωρο φονιά και σε όλους μας με τις ευχές των αγίων.

Εικόνα των τριών Νεομαρτύρων, από εδώ.

Ο νεομάρτυρας π. Νέστωρ του Ζάρκι (31 Δεκ. 1993)


Είναι παρήγορο ότι στην εποχή μας υπάρχουν ακόμη άγιοι, για να μας εμπνέουν, να μας όδηγούν και να μας δίνουν την ελπίδα ότι κι εμείς μπορούμε στους δύσκολους χρόνους που ζούμε να γίνουμε άγιοι. Ένας από τους πολλούς νεομάρτυρες της σύγχρονης εποχής είναι και ο π. Νέστωρ πού γεννήθηκε το 1960, σε μία επαρχία της Κριμαίας, στη νότια Ρωσία.
Από πολύ μικρός ο Νέστωρ εξασκήθηκε στις πολεμικές τέχνες, στην πάλη και στην πυγμαχία και ξεχώριζε από τους συνομηλίκους του. Είχε όμως παράλληλα μέσα του και μία καλλιτεχνική φλέβα, την οποία εξάσκησε στη ζωγραφική, αλλά και στην αγιογραφία, όπου τον μύησαν μεγάλοι ζωγράφοι στην πόλη της Οντέσσα [Oδησσό], όπου πήγε στα 20 χρόνιά του για να εξασκήσει το ταλέντο του. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1980 στην Κομμουνιστική Ρωσία με την χριστιανική πίστη πραγματικά ξεχασμένη από τον πόλεμο του καθεστώτος. Καθώς ο Νέστωρ αγιογραφούσε τις μεγάλες οσιακές μορφές της χιλιόχρονης ορθόδοξης ιστορίας, η ψυχή του εμπνεύσθηκε και ένας πόθος άναψε μέσα στην ψυχή του, να φύγει από την ματαιότητα του κόσμου και να ενωθεί με τον Θεό. Έφυγε λοιπόν για το μοναστήρι του Πότσαεβ, πού χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, κι εκεί άρχισε να αγωνίζεται με όλη του την καρδιά σαν μοναχός.
 
Το καθεστώς των λιγοστών μοναστηριών που υπήρχαν τότε, το ρύθμιζε η Κυβέρνηση και οι μοναχοί έπρεπε να ήταν εγγεγραμμένοι στο κόμμα. Όταν έφθασε ο Νέστωρ, άρχισε παράλληλα και ο διωγμός του μοναστηρίου και από τους μοναχούς, άλλους τους εξόριζαν, άλλους τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και άλλους «απλά εξαφανίζονταν». Ο Νέστωρ ήξερε ότι θα κατέληγε ή στην φυλακή ή στο θάνατο. Αλλά συνέχισε τον αγώνα του, γιατί είχε γενναία ψυχή και δυνατό χαρακτήρα. Γρήγορα τον χειροτόνησαν ιερομόναχο, σε σχετικά μικρή ηλικία.
Ο γέροντάς του, π. Ιωάννης Κριστιάνκιν, τον συμβούλεψε να φύγει για το απόμερο χωριό Ζάρκι. Όταν έφθασε λοιπόν στον προορισμό του, διαπίστωσε ότι το χωριό βρισκόταν περικυκλωμένο από τεράστιες εκτάσεις ερημικές πού σχεδόν όλο το χειμώνα ήταν πλημμυρισμένες και μόνον το καλοκαίρι είχε πρόσβαση να φτάσεις εκεί. Εγκαταστάθηκε αμέσως στην παλιά εκκλησία του χωριού πού πλέον θα υπηρετούσε, πού είχε πολλές αρχαίες εικόνες. Ο π. Νέστωρ δεν ξέχασε ποτέ ότι χάρις σ’ αυτές τις εικόνες ήταν πού εμπνεύστηκε και αγάπησε τον Θεό. Από τότε πού είδε τις άγιες μορφές, ανδρών και γυναικών, η φλόγα για την άλλη ζωή κοντά στο Χριστό έκαιγαν την ψυχή του. Κοιτώντας το πρόσωπο του Χριστού στις άγιες εικόνες έβλεπε κι ένοιωθε την αιώνια ζωή μέσα του. Υπήρχε μία προφητεία δύο διά Χριστόν σαλών, πού είχαν μαρτυρήσει σε αυτήν την εκκλησία, πού έλεγε: «Ο ιερέας πού θα υπηρετήσει εδώ μέχρι το τέλος θα σωθεί». Είχαν προφητεύσει οι σαλοί πριν τους σκοτώσουν. Ο π. Νέστωρ αγνοούσε την προφητεία, αλλά ένοιωθε ιερό δέος μέσα στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας αυτής, αγάπησε τον χώρο με όλη του την καρδιά και αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Όπως ακριβώς μας προειδοποίησε ο Χριστός μας, ότι αφού Εκείνον έδιωξαν κι εμάς θα διώξουν, έτσι και ο π. Νέστωρ από την αρχή πού ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα, αντιμετώπισε διώξεις, θλίψεις και κινδύνους. Κάποιοι ντόπιοι ταραχοποιοί, πού τον έβλεπαν ειρωνικά και καχύποπτα, τον ενοχλούσαν συνεχώς και τον απειλούσαν. Μια μέρα, καθώς μετέρεφε κάποια επίσημα έγγραφα, ενώ περίμενε στη στάση του λεωφορείου, τρεις μεθυσμένοι νεαροί τον πείραζαν λέγοντας του: «Δείξε μας τον σταυρό σου», τον περιέπεζαν και προσπαθούσαν να του αρπάξουν το σταυρό. Ο π. Νέστωρ, επειδή ήξερε από πολεμικές τέχνες, μπορούσε και απέφευγε τα κτυπήματα τους, αλλά κάποια στιγμή ο ένας από αυτούς κατάφερε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Όταν έφθασε η αστυνομία, ο Νέστωρ ζήτησε να μή συλλάβουν τους ταραχοποιούς. Ένα μήνα μετά, ο νεαρός πού τον είχε χτυπήσει, ήλθε και του ζήτησε συγγνώμη. Τον έλεγαν Αντρέα και του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μείνει μαζί του, ακολουθώντας την ασκητική του ζωή.
Με το νεανικό του ζήλο, ο π. Νέστωρ, έφερε και πάλι ζωή στο απόμερο χωριό του Ζάρκι. Βοηθούσε παράλληλα και τα γύρω χωριά, κηρύττοντας και υπενθυμίζοντας στους Ρώσους τις χριστιανικές τους ρίζες. Η βοήθειά του όμως απλωνόταν, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μή χριστιανούς. Περπατούσε περισσότερα από δώδεκα μίλια καθημερινά για να βλέπει τα πνευματικά του παιδιά στη γύρω περιοχή και κατά τη διάρκεια αυτής της ατελείωτης πεζοπορίας έκανε προσευχή και ένοιωθε το δέος της ενώσεώς του με τον Θεό, γινόμενος ένα μαζί Του. Έφθασε μέχρι την Γεωργία, ταξιδεύοντας και προσπαθώντας να κηρύξει και να διαδώσει το φως και την αλήθεια του Χριστού. Μάλιστα σ΄ αυτήν την εμπόλεμη χώρα ένοιωσε τη λαχτάρα μέσα του να μαρτυρήσει για τον Χριστό, μένοντας εκεί, αλλά ο πνευματικός του τον συμβούλεψε ότι έπρεπε να γυρίσει στα πνευματικά του παιδιά. Γιατί καμιά μάνα δεν θα εγκατέλειπε τα παιδιά της για να τρέξει να μεγαλώσει άλλα παιδιά. Επέστρεψε λοιπόν στη Ρωσία, αντιμέτωπος και πάλι με τις δυσκολίες, τους διωγμούς, τις ζήλειες, το μίσος και τις συμμορίες των ληστών, πού λεηλατούσαν και άρπαζαν τα κειμήλια των εκκλησιών.
Το 1993 έφθασε η είδηση ότι τρεις μοναχοί στο ξακουστό μοναστήρι της Όπτινα, στην Κεντρική Ρωσία, πού από το 14ο αιώνα ήταν το πνευματικό κέντρο της Ρωσίας, δολοφονήθηκαν άγρια, με αμέτρητες μαχαιριές, το βράδυ της Αναστάσεως. Η νεκροψία έδειξε ότι η δολοφονία ήταν μέρος ενός τελετουργικού τυπικού και το ματωμένο μαχαίρι πού βρέθηκε είχε χαραγμένο το 666. Όπως ομολόγησε ένας από τους δράστες πού συνελήφθη αργότερα, επίτηδες σκότωσαν τους μοναχούς στα πλαίσια μιας σατανικής λατρείας.
Ο π. Νέστωρ συχνά μιλούσε γι’ αυτούς τους μάρτυρες και ποθούσε να τους ακολουθήσει, ποθούσε κι εκείνος το στεφάνι του μαρτυρίου. Όταν ένας φίλος του του είπε ότι είναι καλύτερα να υποφέρεις μακροχρόνια και να υπομένεις τις δοκιμασίες της ζωής, ο π. Νέστωρ του απάντησε ότι ο πόθος του για το στεφάνι του μαρτυρίου ξεκινά από τον πόθο του να ανταποδώσει στο Χριστό, έστω λίγο από όσα Εκείνος του χάρισε, δίνοντας του ζωή, άφού παλιά ζούσε απρόσεκτα και μόνον για τον εαυτό του. Η ψυχή του π. Νέστορα ήταν όλο φωτιά. Αυτήν την φωτιά της πίστης πού καίει για την άλλη ζωή. Δεν έβλεπε τον θάνατο σαν τέρμα, άλλά σαν άρχή και η πίστη του ήταν τόσο βαθειά, ώστε προσευχόταν να υποφέρει, να πεθάνει, όχι σαν αποφυγή της ζωής, άλλά για να σταυρωθεί κι εκείνος για τον Χριστό.


Την επόμενη φορά που οι ληστές εισέβαλαν πάλι στην Εκκλησία του, αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει κάτι πιο δραστικό. Ακολούθησε μέσα στο χιόνι τις ροδιές από το αυτοκίνητο, μέχρι τα βάθη της ερημιάς. Ένας άνθρωπος ξεπήδησε τότε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τον κτυπάει. Και πάλι όμως, χάρις στις γνώσεις του στις πολεμικές τέχνες, κατάφερε να τον αποφύγει και να κρατήσει το νούμερο του αυτοκινήτου. Έτσι η αστυνομία βρήκε τους ληστές και οι εικόνες επεστράφησαν στη θέση τους. Η μαφία όμως πού συντηρούσε αυτές τις συμμορίες ήταν πολύ δυσαρεστημένη και βασικά συνέχιζε τις λεηλασίες και τις κλοπές. Άρχισαν παράλληλα και απόπειρες δολοφονίας του π. Νέστορα, ο όποιος κάθε βράδυ φύλαγε σκοπιά στην εκκλησία για να μην κλαπούν οι πολύτιμες εικόνες.
Ένα βράδυ κουκουλοφόροι, με πυροβόλα, του επιτέθηκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά εκείνος γλύτωσε φεύγοντας από το παράθυρο στο σημείο ακριβώς πού λίγο αργότερα έμελλε να μαρτυρήσει. Ο π. Νέστωρ καταλάβαινε ότι κάθε μέρα μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Με περισσότερο ζήλο έδινε στον καθένα από τους ενορίτες του την ίδια του την ψυχή κι εκείνοι έτρεχαν κοντά του, βρίσκοντας παρηγοριά. Κάποιες φορές απομονωνόταν για δύο με τρεις μέρες, θέλοντας να νηστέψει και να προσευχηθεί, παίρνοντας έτσι δύναμη για να συνεχίσει.
Όλη αυτή η άσκηση, ο ζήλος και η αγάπη του στον Θεό και στον άνθρωπο του χάρισαν μια απλότητα πού προερχόταν από την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Δεν φοβόταν τίποτα. Ήταν σπάνιος άνθρωπος, ο όποιος έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού. Είχε σπάσει «τον τοίχο» πού απομονώνει τον άνθρωπο από τον Θεό κι έτσι ο Θεός έγινε μια ζωτική δύναμη μέσα του. Όπως δηλώνει ένας από τους φίλους του, συχνά ο π. Νέστωρ επαναλάμβανε «νά υποφέρεις για τον Χριστό, αυτή είναι η μεγάλη χαρά». Μιλούσε για τον αόρατο πνευματικό πόλεμο πού ενεργείται στις ημέρες μας και δήλωνε έτσι έτοιμος για το θάνατο. Ήταν 31 Δεκεμβρίου του 1993 όταν ο ιερομόναχος π. Νέστωρ βρέθηκε νεκρός έξω από το παράθυρο του σπιτιού του με το λαιμό κομμένο και με πλήθος μαχαιριές. Η δολοφονία του δεν ήταν απλά εκδίκηση, αλλά μία στρατηγική κίνηση για τον πνευματικό πόλεμο πού διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όσο οι δυνάμεις του σκότους αυξάνουν, τόσο το Φως γίνεται πιο ορατό. Η ζωή του ιερομόναχου π. Νέστορα δεν δηλώνει ήττα, άλλά θρίαμβο στη δικαιοσύνη του Θεού. Το μαρτύριο για την αλήθεια είναι το μεγαλύτερο υψος πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Ο ιερομόναχος π. Νέστωρ μεταβέβηκε από τον θάνατο στη ζωή σε ηλικία μόλις 33 ετών, την ϊδια ηλικία πού είχε και ο Χριστός μας όταν σταυρώθηκε…

Το απολυτίκιον του Αγίου

«Της Ρωσίας το φέγγος και Κριμαίας το βλάστημα, Ιερομαρτύρων την δόξαν, πάτερ Νέστωρ τιμήσωμεν σφαγείς γάρ τω ναώ για τον Χριστόν, άρτίως καταυγάζεις εν Ζάρκι το χωρίον και συνάγεις ορθοδόξους απανταχόθεν ανακράζοντας. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ· δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω σε προστάτην θαυμαστόν τοις έθνεσιν δείξαντι».

(Από το περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Μάρτιος-Απρίλιος 2006)

Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής «Όσιος φιλόθεος της Πάρου, ο ασκητής και ιεραπόστολος», Τεύχος 24, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2008.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2013

Άγιος Μωυσής ο θαυματουργός επίσκοπος Νόβγκοροντ



Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς, κατὰ κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. 
καὶ γεννήθηκε στὸ Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία 
ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὴν πατρική του
 οἰκία καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ Ὀτρὸχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὅπου ἔγινε μοναχός. 
Οἱ γονεῖς του τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Ὅταν τὸν βρῆκαν, 
τὸν παρακάλεσαν νὰ ἔρθει κοντά τους καὶ νὰ μονάσει σὲ κάποια μονὴ
 τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἔπραξε 
σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καὶ συνέχισε τὸν ἀσκητικό 
του βίο στὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. 
Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀπεστάλη 
ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὴ μονὴ Γιοῦρεφ.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυΐδ († 21 Δεκεμβρίου), 
ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τὸ ἔτος 1325, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. 
Μετὰ τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τὴν παράκληση νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ
 ζήσει ἀσκητικά, μέσα στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Τὸ 1330 ἐγκαταβίωσ
ε στὴ μονὴ τοῦ Κολμώφ, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολύ. Βρῆκε ἕνα
 ἔρημο τόπο στὴν περιοχὴ Ντερεβγιανίτσα, ὅπου κατέφυγε καὶ 
ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Τὸ 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος
 (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἀπὸ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο
 τοῦ Ἁγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τὸ προνόμιο νὰ φορεῖ πολυσταύριο.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τὸ θεάρεστο ἔργο του. 
Ἀνήγειρε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια. 
Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ 
Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1362. 
Τὸ ἱερὸ λείψανό του διατηρήθηκε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012

Ο "τρελός δεσπότης"

Ο μαρτυρικός επίσκοπος Βαρνάβας Μπελιάγιεφ ο διά Χριστόν Σαλός (+6 Μαίου 1963) 


Ο άγιος γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1887 στο χωριό Ράμινσκι κοντά στη Ρωσική πρωτεύουσα Μόσχα. Ή μη­τέρα του, Κλαυδία Ντιλάιβα, πού προσευχόταν για 17 ολόκληρα χρόνια στο Θεό να της χαρίσει ένα παιδί, τον ονόμασε Νικόλαο. Ή Κλαυδία, γυναίκα ευσεβής και θεο­φοβούμενη, του μεταλαμπάδευσε το θείο ζήλο και μερίμνη­σε να γνωρίσει ό μικρός Νικόλας τις Ευαγγελικές αλήθειες από νεαρή ηλικία. Μικρό ακόμα τον πήγε στη Λαύρα του οσίου Σεργίου για προσκύνημα. Εκεί ό μοναχός πού φύ­λαγε τα οστά του οσίου του έδωσε λίγα λεφτά με την πα­ρότρυνση να αγοράσει ένα μικρό βιβλίο του Μητροπολί­τη Μόσχας Ιννοκέντιου, που μίλαγε για τη Βασιλεία των ουρανών["Νεκρός": πρόκειται για το μεγάλο άγιο και πνευματικό πατέρα των ιθαγενών της Αλάσκας Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ].
Όταν έφτασε στην ηλικια που τελείωσε το γυμνάσιο με χρυσό μετάλλιο αριστείας, ενώ ετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές του εξετάσεις, πρόσεξε στη βιβλιοθήκη του το μικρό εκείνο βιβλίο, το όποιο και διάβασε όρθιος μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Τότε πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Πήγε την ίδια κιόλας μέρα στην Όπτινα, στο στάρετς Βαρσανούφιο και τον παρακάλεσε να τον κρατήσει σαν υποτακτικό του. Εκείνος τον παρέπεμψε πρώτα να τελειώσει τη θεο­λογική του μόρφωση και να επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορεί τη Ζωσιμαία έρημο. Ο Νικόλαος έκανε υπακοή και έτσι επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1910 την εν λόγω έρημο, οπού γνώρισε μεγάλες μορφές του Ρώσικου μοναχισμού, όπως τον ηγούμενο Γερμανό και τον πατέρα Αλέξιο, που έγινε ο πνευματικός του. 
Στις 11 Ιουνίου 1911 φοιτητής της Θεολογικής Ακαδημίας έκάρη μοναχός με το όνομα Βαρνάβας. Ακολούθως το 1913 χειρο­τονήθηκε ιερομόναχος. Τελείωσε τη θεολογική σχολή και δίδασκε στο θεολογικό σεμινάριο στην πόλη Νίτζι στο Νόβγκοροντ, το όποιο έκλεισαν οι αρχές το 1918, μέσα στα πλαίσια των διωγμών πού ύπέκειτο ή Εκκλησία από το νέο Κομμουνιστικό καθεστώς. Ό πατήρ Βαρνάβας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ, Ιωακείμ, και του επισκόπου Λαυρέντιου, ενώ ό ίδιος φυλακίστηκε χωρίς λόγο με άλλους κληρικούς.



Το 1920 αποφυλακίστηκε και εξελέγη επίσκοπος με έδρα τη μονή Πετσέρσκι, που ήταν πιο γνωστή με το όνομα μονή των Σπηλαίων [από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Ορθοδοξίας - δες γι' αυτό και κάποιους από τους πολλούς αγίους του αναλυτικά εδώ]. Εκεί άρχισε να συμπεριφέρεται κά­πως παράξενα με αποτέλεσμα κάποιοι από τους αδελφούς της μονής να σκανδαλιστούν, μέχρι πού αντιλαμβάνονταν τη σημασία των πράξεων και λόγων του. Μια μέρα για πα­ράδειγμα στην τράπεζα άρχισε να ψέγει τον αρχιεπίσκοπο Εύδοκίμωφ και όλοι απόρησαν. Τα λόγια του όμως επαληθεύτηκαν όταν το 1922 μ.Χ. ο Ευδοκίμωφ συμμάχη­σε με τους «ανανεωτικούς-σχισματικούς», γινόμενος μάλι­στα πράκτορας της Κ.G.Β, ενώ μια δεκαετία αργότερα έγινε μητροπολίτης των σχισματικών στην Οδησσό και ακολούθως άποσχησματίσθηκε και παντρεύτηκε.
Στήν αρχή της αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητας του ο Εύδοκίμωφ, συντάσσοντας μια συκοφαντική επιστολή εναντίον του Βαρνάβα, κατάφερε να τον στείλουν στην εξορία, στην έρημο του Ζωσιμά. Εκεί ό άγιος ωφελήθηκε πολύ, διότι είχε αρκετό χρόνο για προσευχή.
Το 1922 μ.Χ. τον ανακάλεσαν και λίγο αργότερα οι εφημερίδες ανακοίνωναν ότι ο κλήρος του Νόβγκοροντ προσυπόγραψε τη διακήρυξη των ανανεωτικών. Ανάμεσα στις υπογραφές και αυτή του επίσκοπου Βαρνάβα. Ό ίδιος έλεγε για το συμβάν: «Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου. Μόνο ένα γνωρίζω. Είμαι ορθόδοξος». Μετά από λίγες μέρες πήγε στη Μόσχα στο μοναστήρι του αγίου Δανιήλ, αλλά δεν τον δέχτηκαν. Κατέφυγε εκ νέου στην έρημο του Ζωσιμά, όπου έκλαψε πικρά και προσευχήθηκε με θέρμη. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 οι στάρετς της μονής τον ευλόγησαν μετανοούντα για να αποφασίσει ό ίδιος να ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο του δια Χριστόν σάλου. Με την απόφαση του αύτη έλπιζε ότι με όσα θα πάθαινε λόγω της άσκησης του αυτής θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, άλλα και της Ρωσίας πού αποστάτησε από το Θεό, ένεκεν του νέου καθεστώτος.
Έτσι, ενώ ό κάθε πιστός προσπαθούσε να κρύψει την Ιδιότητα του Χριστιανού, ό Βαρνάβας διακήρυττε ανοιχτά την πίστη του.Πριν επιστρέψει στο Νόβγκοροντ πήρε πιστοποιητικό από το γιατρό Λεμπεντερ ότι πάσχει από ύστερονευροπάθεια. Τώρα ήταν και επίσημα τρελός. Την 1η Νοεμβρίου 1922 μετά τη Θεία Λειτουργία κλείστηκε στο κελλί του. Άρχισαν οί συζητήσεις ότι κάτι δεν πήγαι­νε καλά με τον επίσκοπο για να ακολουθήσει ή έξοδος του από το κελλί και να μην τον αναγνωρίζει σχεδόν κανένας. Ηταν κουρεμένος και ξυρισμένος. Κάτω από το παλτό πού φορούσε, το ράσο του κομματιασμένο και άρχισε να τρέ­χει στους δρόμους. Σάν έφτασε στη μητρόπολη τον έπιασαν και τον πήγαν στο ψυχιατρείο. Μετά από τρεις μέρες τον πήγαν σπίτι τους ή οικογένεια Καρέλιν, πού ήταν πνευμα­τικά του παιδιά. Εκεί ζούσε ήρεμα χωρίς να δέχεται κα­νένα και ασχολούνταν, έκτος από την προσευχή,με τη συγγραφή ενός βιβλίου με τίτλο «Οι αρχές της τέχνης της αγιότητας».
Μετά από λίγο τον συλλάβανε και τον φυλάκισαν. Εκεί λόγω του ότι τον νόμιζαν τρελό δεν τον ενοχλούσαν και έτσι είχε την ευκαιρία να διδάσκει τους άλλους φυλακι­σμένους. Όταν αποφυλακίστηκε τον πήρε κοντά του ό πρώην υποτακτικός του, Κωνσταντίνος Νελιούντωφ, πού έγινε ιερομόναχος με το όνομα Κυπριανός. Τον πήρε μαζί του στην πόλη Κίζιλ-Όρντού στις μουσουλμανικές περιοχές της Ασίας. Εκεί ό Βαρνάβας ίδρυσε μυστικά ένα μοναστήρι με λίγους υποτακτικούς.
Το 1933 μ.Χ. όμως ό πατήρ Κυπριανός στάλθηκε στη Μόσχα και ό επίσκοπος τον ακολούθησε. Ακολούθως συνέλαβαν τον Κυπριανό και τον φυλάκισαν. Μετά προσπάθησαν να συλλάβουν και τον Βαρνάβα αλλά λόγω μιας πολύ βαριάς αρρώστιας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι και έτσι τον άφησαν σπίτι του. Όταν έγινε καλά πήγε ό ίδιος στα γραφεία της Κ.Ο.Β. και παραδόθηκε. Εκεί τον ανάκριναν, τον χλεύα­ζαν και ειρωνικά τον ρωτούσαν διάφορες χαζές ερωτήσεις. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν ομολογία ότι ήταν συνεργάτης του πατριάρχη Τύχωνα, ένω πίεζαν παράλληλα τους υποτακτικούς του να παραδεχτούν ότι δεν ήταν τρελός άλλα συνωμότης, εχθρός του καθεστώτος. Τελικά τους κα­ταδίκασαν σε τρία χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με την κατηγορία ότι ίδρυσαν μυστικά μοναστήρι.
Καθοδόν για τη Σιβηρία πέρασαν από τα όρη Αλτάι, όπου ο Βαρνάβας έλαβε από τον Κύριο μας το προορατικό χάρισμα. Σέ οπτασία είδε τον ίδιο τον Κύριο μας, πού του αποκάλυψε όλα όσα τον περίμεναν. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά, πριν από κάποια νέα δοκιμασία του. Στις 16 Ιουνίου 1934 ο πατήρ Κυπριανός άφησε την τελευταία του πνοή. Τον επίσκοπο έβαλαν στη χειρότερη πτέρυγα των φυλακών με τους επικίνδυνους εγκληματίες. Προσπαθούσε να απομονώνεται από τους υπόλοιπους για να μην αναγκάζεται να ακούει τις ασυναρτησίες και αισχρολογίες πού έλεγαν και όταν το ρωτούσαν για ό,τιδήποτε, εκείνος απαντούσε ακαταλαβίστικα. Ο γιατρός του στρατοπέ­δου τον έκλεισε στο ψυχιατρείο, οπού σε δυο μήνες αναγκάστηκαν να τον επαναφέρουν, λόγω του ότι οι τρόφι­μοι ήταν επικίνδυνοι. 
Στό στρατόπεδο υπήρχε μια γιατρός, η Μαρία Κουζμίνισνα, που ήταν κρυπτοχριστιανή και λόγω ιδιότητας μπορούσε να μπαινοβγαίνει άνετα. Μια μέρα που επέστρεφε από κάποια λειτουργία που γινόταν κρυφά κά­που κοντά και είχε κοινωνήσει, ο επίσκοπος της είπε: «Πολύ καλά κάνατε και κοινωνήσατε Μοναχή Μιχαήλα. Βοήθειά σας». Η γιατρός ξαφνιάστηκε πού κάποιος ήξερε ότι ήταν μοναχή, διότι ή κούρα της έγινε μυστικά. «Προσευχήθηκα στον Θεό» της είπε «να μου αποκαλύψει ποια ήταν ή καλή κυρία στις φυλακές. Και μου έδειξε ένα χωράφι με στάχυα και εσάς να βγαίνετε από μέσα ντυμένη μοναχή. Πίσω σας στεκόταν προστατευτικά ό Αρχάγγελος Μιχαήλ». Η κρυπτομοναχή ένοιωσε αγαλλίαση και ευχαρίστησε τον Θεό που μέσα σε τέτοιες συνθήκες της έστειλε έναν άγιο άνθρωπο να της δώσει κουράγιο 



Ύστερα τον ξανάβαλαν στο ψυχιατρείο, όπου μπορούσε να αντιλαμβάνεται ποιοι από τους ασθενείς είχαν δαιμόνια που τους βασάνιζαν. Οι θάλαμοι ήταν βρώμικοι, ασφυκτικά γεμάτοι, όλο φωνές. Κάποιοι από τους αρρώστους πήγαιναν κάθε λίγο κοντά του και τον κτυπούσαν. Έμοιαζε σωστή κόλαση, κι όμως ό Βαρνάβας ζούσε στον κόσμο του. Αδιαμαρτύρητα δεχόταν τους σαρκασμούς, τα κτυ­πήματα και τους εξευτελισμούς. Πέραν τούτων συνέχισε απερίσπαστα το συγγραφικό του έργο, για να εκδώσει τα αριστουργήματα «Η νύφη» και «Το μυστικό της πόρνης».
Το Μάρτιο του 1937 ήρθε η εντολή «να απελευθερωθεί ό τρελός Δεσπότης». Από εκεί πήγε στην πόλη Τόμσκ, όπου τον ακολούθησε ή πνευματική του κόρη, Βέρα Βασίλιεβνα. Λόγω του πολέμου η κυβέρνη­ση τους χορηγούσε μόνο 300 γρ. ψωμί την ημέρα. Μόνοι τους δοκίμασαν να καλλιεργήσουν ένα χωράφι φυτεύο­ντας λίγες πατάτες, τις όποιες δυστυχώς τους έκλεψαν. Ξύλα για φωτιά δεν υπήρχαν, άλλα ούτε το κρύο ούτε η πείνα τους απέσπασαν από τα πνευματικά τους καθήκο­ντα. Οι ενοχλήσεις όμως από τον κόσμο, λόγω της τρέλας του, ήταν πολλές και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για το Κίεβο. 
Εκεί έμεναν σε δυο μικρά υγρά δωμάτια στο σπί­τι της Ζίνα Πετρούνεβιτς, που ήταν συγκροτούμενη τους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αρκετά πνευματικά του παιδιά ήθελαν να τον βοηθήσουν αγοράζοντας του κρεβά­τι και ντουλάπα, άλλα ό επίσκοπος τους έλεγε: 
«Πρέπει να ζούμε έτσι απλά, ώστε αν κάποια στιγμή μας πουν αφήστε τα όλα και φύγετε να μπορούμε άνετα να το κάνουμε.» 
Επίσης τους νουθετούσε λέγοντας τους: 
«Δε θέλω από σας τίποτε. Ούτε να μην τρώτε επί μέρες, ούτε να κοιμάστε σε γυμνά σανίδια, ούτε άλλες υπερβολές. Θέλω όμως να στηλιτεύετε τον εαυτό σας, για ό,τι κακό -εμφανώς η άφανώς- κάνει. Μη δένεστε με τα υλικά πράγματα».
Όταν αντιλαμβανόταν κάποιο πνευματικοπαίδι του να είναι προσκολλημένο σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, τον πρότρεπε να το χαρίσει.
Έτσι ζώντας ό άγιος έφτασε μέχρι τον Απρίλιο του 1963. Στις 17 του μήνα προαισθανόμενος το τέλος του, κάλεσε όλα τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε και τα ευλόγησε. Στις 6 Μαΐου 1963 παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Δεσπότη του Ιησού Χριστού. Αφότου κοι­μήθηκε, το πρόσωπο του έλαμψε και ό ιερέας πού τέλεσε την κηδεία είπε: «Αυτό είναι πρόσωπο αγίου». Θάφτηκε στο κοιμητήριο Μπάικοφ, κοντά στον γκρεμισμένο από το καθεστώς ναό της αγίας Σκέπης, ενώ ό τάφος του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Ας έχουμε την ευχή του.
πηγή

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2012

Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημίτρια ( Ρωσία αρχές 19ου αι.— 19-2-1860)



31ΟΚΤ
Βίος και Πολιτεία
Α. Γέννηση – ανατροφή: Στην επαρχία του Νόβγκοροντ της Ρωσίας, κατά μήκος του ποταμού Λόβατ στο χωριό Περεντίνο γεννήθηκε η Μαρία, αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν η γενέτειρα του γέροντα Ιγνατίου, ιδρυτή της Ι. Μ. του Όλονετς, στη λίμνη Βέϊζ. Ο γέροντας αυτός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο πολύ νέοι ξεκίνησαν τους μοναχικούς τους αγώνες από το Άγιο Όρος. Ο τρίτος αδελφός τους, ο Βασίλειος Σοφρόνωφ παντρεύτηκε μια χωρική από διπλανό χωριό. Μετά από χρόνιες προσευχές γέννησαν τη Μαρία και κατόπιν δυο γιους και δυο θυγατέρες.
Οι γονείς τους έδωσαν με την ζωή τους το παράδειγμα στα παιδιά τους. Στην Μαρία αυτό έμπαινε βαθιά στην καρδιά της, γι’ αυτό φαινομενικά δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά. Ίσως γιατί όλη η οικογένεια ξεχώριζε για την καλοσύνη της σ’ όλο το χωριό.
Η Μαρία από έξη χρονών φρόντιζε τα αδέλφια της και βοηθούσε στο νοικοκυριό. Φρόντιζε ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. Άρχισε όμως να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς και να μη συμμετέχει στους χορούς του χωριού. Όταν η μητέρα της την ωθούσε να παίξει, αυτή χωρίς φασαρία έβγαινε, αλλά  έμενε μόνη και παρατηρούσε τη φύση…
Όταν προσκυνητές ή ταξιδιώτες φιλοξενούνταν στο σπίτι, η Μαρία ρουφούσε κυριολεκτικά τις ιστορίες για τα μοναστήρια και τις ακολουθίες σ’ αυτά. Οι γονείς άρχιζαν να διαβλέπουν την κλήση της αυτή, γι’ αυτό ο πατέρας της το συζήτησε με διαφόρους γέροντες. Έτσι ο αναγνώστης του Περεντίνο την έμαθε να διαβάζει Ωρολόγιο και Ψαλτήρι. Σύντομα αποστήθισε όλες τις προσευχές και πολλούς ψαλμούς. Έτσι οι γονείς τους την οδήγησαν για ευλογία στον γέροντα Ησαΐα στην περιοχή του Όλονετς…

Β. Αναχωρεί από τον κόσμο  με την φίλη της: Όσο ζούσαν οι γονείς της, έμενε μαζί τους. Μόνο για προσκύνηση απομακρυνόταν. Κοιμήθηκε πρώτα ο πατέρας της. Ο πρωτότοκος – με οικογένεια – γιος  κληρονόμησε το σπίτι με τα γύρω κτήματα. Αυτή με την μητέρα της έμειναν σ’ ένα κήπο με μηλιές, όπου αδελφός της τους έφτιαξε ένα ζεστό ξύλινο σπιτάκι.
Κάποτε πηγαίνοντας   για προσκύνημα στο Κίεβο γνώρισε την Άννα, μια κοπέλα  δουλοπάροικη. Ήθελε να μονάσει, γι’ αυτό το είχε σκάσει απ’ το «αφεντικό» της. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο, ώστε έμειναν στον κήπο με τις μηλιές… Σ’ ένα χρόνο πέθανε και η μητέρα της Μαρίας. Μετά την κηδεία, παρ’ ότι ήταν χειμώνας, ξεκίνησαν για το Όλονετς. Πέρασαν από πυκνό χιονισμένο δάσος περπατώντας… Όταν βγήκαν απ’ αυτό συνάντησαν βρήκαν τον θείο της  π. Ησαΐα ιδρυτή του ερημητηρίου του Αγίου Νικηφόρου! Τις οδήγησε με την διορατικότητά του στη γερόντισσα Ακυλίνα, πρώην ερημήτρια λίγα χιλιόμετρα από τη Μονή. Ο Γέροντας άκουσε και την εξομολόγηση της Άννας. Ζήτησε απ’ τους μαθητές του, π. Δανιήλ και π. Γεράσιμο να τις φροντίσουν και να τις εξασφαλίσουν και μετά τον θάνατό του… Με την ανιψιά του έκανε ιδιαίτερη συζήτηση, κυρίως για θέματα της γνήσιας πνευματικής άσκησης και της εργασίας της νοεράς προσευχής. Της έδωσε «μοναχικό κανόνα». Ήταν ο μοναχικός κανόνας του Αγίου Παχωμίου για την ζωή στην έρημο:
α) διάβασμα Ψαλτηρίου,
β) πολλές μετάνοιες,
γ) μελέτη ιερών βιβλίων,
δ) συνεχής εργασία με την νοερά προσευχή… και εργόχειρο!   Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην συζητούν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα αναγκαία.

Γ.  Η  αφετηρία της ερημική της ζωής: Έμεναν σε μια καλύβα οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ο γέροντας τους έδωσε τα απαραίτητα γι’ αυτή την ερημική συμβίωση! Μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν σε ζηλευτά ύψη ερημικής ασκητικής ζωής. Τότε πηγαίνοντας στο ερημητήριο του π. Ησαΐα για να κοινωνήσουν (που εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγαλόσχημος με το όνομα Ιγνάτιος) και του ανακοίνωσαν την απόφασή  τους να ζήσουν χωριστά. Ο γέροντας μετά από ιδιαίτερες συζητήσεις έδωσε την ευλογία του. Χάρηκε πολύ και φρόντισε να φτιαχτεί στο δάσος και ένα δεύτερο κελί. Σύντομα όμως αναπαύτηκε (20-4-1852).
Τότε άρχισαν για την Μαρία πολλοί πνευματικοί πειρασμοί. Υπόμεινε αρκετές νύκτες άγρυπνη  με απερίγραπτο φόβο. Ο νέος πνευματικός της (π. Γεράσιμος) με προσευχή και συμβουλές για απάθεια στους «παιδαριώδεις» αυτούς πειρασμούς την βοήθησε να τους ξεπεράσει…
Τότε άρχισαν νέοι και πιο δυνατοί πειρασμοί: Ο ιερομόναχος Μητροφάνης, υπεύθυνος για την διοίκηση του Μοναστηριού, επικουρούμενος από τον π. Δανιήλ, ζήτησε να απομακρυνθούν και να μονάσουν σε γυναικεία μοναστήρια … λόγω ευθυνοφοβίας. Απομακρύνθηκε πρώτα η Άννα δέκα μίλια και πήγε πίσω απ’ την λίμνη. Με την βοήθεια ευλαβών πιστών εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή που ήταν πραγματικό κρησφύγετο. Έτσι ο Θεός διαφύλαξε την εκλεκτή του. Μετά από λίγο καιρό ο ηγούμενος απομάκρυνε και την Μαρία. Αυτή άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, για να μην στερηθεί το αγαπημένο της … καταφύγιο!
Εκεί ανακάλυψε μια καλύβα με το δάπεδό της κάτω από το έδαφος. Έφτασε στο κοντινότερο χωριό και γνώρισε μέσω του γερο-Αντρέα, ενός συμπαθούς ξυλοκόπου, τον «ιδιοκτήτη της». Αυτός της την χάρισε… Ο δόκιμος μοναχός Τρύφων έμαθε το γεγονός από τον γερο-Ανδρέα και το ανέφερε στον π. Γεράσιμο. Αυτός τότε άρχισε πάλι να την έχει υπό την προστασία του. Και η Μαρία επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να κοινωνήσει…
Δ΄. «Νέα  τάξη» στο …δάσος:   Το φθινόπωρο η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από το χωριό της για να παρουσιαστεί στις τοπικές αρχές, για έλεγχο των  πιστοποιητικών της. Πήγε. Στο διάστημα που έλειπε ένα άγριο παγερό βράδυ δυο ξυλοκόποι ανακάλυψαν την καλύβα της. Έμειναν εκεί, άναψαν την υγρή θερμάστρα τους και μετά από λίγες μέρες από ένστικτο  πήγε εκεί ο γερο – Ανδρέας και τους βρήκε νεκρούς. Έγινε αυτοψία από τις αρχές και βρέθηκε ότι πέθαναν από ασφυξία. Οπότε κατέστρεψαν την καλύβα, χωρίς δικαίωμα ξανακτισίματος…
Όταν η Μαρία γύρισε έκλαψε πάνω από τα συντρίμμια… Είχε όμως σταθερή την απόφαση να ζήσει εκεί. Έδειξε στη διοίκηση του μοναστηριού την άδεια που είχε στα πιστοποιητικά της για ελεύθερη εγκαταβίωση. Ζήτησε τότε από τον γερο-Ανδρέα να της κτίσει κρυφά, με εργάτη, μια νέα καλύβα σε άλλο σημείο με τα λίγα χρήματα που έφερε από το χωριό της. Εγκαταστάθηκε λοιπόν πέρα από ένα φαράγγι…
Στο μοναστήρι αποσύρθηκε ο ηγούμενος και εγκαταστάθηκε ο π. Σίλβεστρος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Γεράσιμο… Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές και έσπασε η ενότητα και η ομοψυχία! Έτσι ο π. Γεράσιμος έμεινε έγκλειστος για να μην προκαλέσει και άλλες αντιδράσεις! Η Μαρία όμως κατάφερε να έχει επικοινωνία μαζί του. Όμως αργότερα την ανακάλυψαν… Τότε ο ηγούμενος την έδιωξε από την κρυψώνα της, ονομάζοντάς την «απατεώνα», γιατί ζούσε εκεί κρυφά! Της έκαψαν την καλύβα της! Το δάσος ολόκληρο άκουγε τότε τους λυγμούς της Μαρίας…
Ο ηγούμενος μάλιστα αποφάσισε να την διώξει τελείως και ενημερώσει τις αρχές, γι’ αυτήν και τον γερο-Ανδρέα. Ο π. Γεράσιμος τα πληροφορήθηκε και με τον π. Τρύφωνα έστειλε μήνυμα στην Μαρία να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού και να περιμένει την Πρόνοιά του. Της ζήτησε να πάει κοντά στην πατρίδα της όπου σε ανθρώπους που τιμούσαν τον π. Ησαΐα – Ιγνάτιο  να βρει καταφύγιο. Ενημέρωσε μάλιστα τον επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριατσινίνωφ και άλλους πατέρες να την δεχτούν. Η Μαρία τα δέχτηκε και έκανε υπακοή… χωρίς γογγυσμούς!

Ε΄. Ταξίδι στον Καύκασο:  Η  Μαρία έφυγε και έφτασε στην Σταράγια όπου έγινε δεκτή από τον Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο στην μονή του αγίου Σεργίου, κοντά στην Πετρούπολη. Την βοήθησε επίσης η πασίγνωστη ευεργέτρια  Τ. Β. Ποτέμκινα, η οποία είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ (Άγια Όρη), στο Καρκώφ.  Με συστατική της επιστολή έφτασε, μέσω Κιέβου, μαζί με την καινούργια της συναθλήτρια και συγγενή της Ματρώνα Μιχαήλοβνα στη διάρκεια της νηστείας των Αγίων Αποστόλων.  Ο ηγούμενος όμως εκεί δεν θεώρησε καλό να τους δώσει ευλογία να μείνουν στο δάσος, όπου ζούσαν αρκετοί γέροντες ερημίτες.
Εν τω μεταξύ η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από τον π. Θεοφάνη, μέσω του γέροντα Γεράσιμου, να πάει κοντά του στον Καύκασο, στην Σταυρούπολη! Εκεί υπήρχαν πολλά γυναικεία ερημητήρια. Οι προσκυνήτριες πραγματοποίησαν το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους, αφού στηρίζονταν στην Πρόνοια του Θεού. Μερικές φορές βάδιζαν μέχρι τριάντα μίλια!  Ξεκίνησαν στις  29 Ιουνίου και έφτασαν στις 29 Αυγούστου! Το έλεος του Θεού πράγματι τις προστάτεψε και από ανθρώπους και από άγρια ζώα και από τον καύσωνα της ημέρας και από την έλλειψη χρημάτων … Στην Σταυρούπολη συνάντησαν ένα ευλαβή κτηματία που γνώριζε τον π. Θεοφάνη.
Εκεί έλειπε ο επίσκοπος και διαπραγματεύτηκε ο π. Θεοφάνης με την ηγουμένη Σεραφιμίνα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί ζούσαν 200 μοναχές, που δύσκολα χωρούσαν. Η Μαρία άφησε την Ματρώνα στη μονή και εξομολογήθηκε στον π. Θεοφάνη την αγάπη της για ερημική ζωή, στην οποία ήταν… συνηθισμένη.

ΣΤ΄. Σε ερημικό καταφύγιο στον Καύκασο:  Η Μαρία ανακάλυψε σ’ ένα γειτονικό φαράγγι μία σπηλιά. Οι προσπάθειες του γέροντα και της ηγουμένης στάθηκαν μάταιες να την μεταπείσουν! Τα δάκρυα και η επιμονή της λύγισαν τον π. Θεοφάνη. Η σπηλιά  ήταν χαμηλή και στενή. Τα τοιχώματά της ήταν από χώμα και η οροφή της ήταν πλεγμένη από λινάρι. Για θέρμανση έφτιαξαν πέτρινη θερμάστρα. Τα τραπέζια και τα καθίσματα έγιναν από κορμούς δένδρων και στρώμα  μια υφαντή ψάθα…Για τροφή κράτησε λίγο αλεύρι και ένα είδος σίκαλης…
Η φιλέρημη ερημήτρια χάρηκε πολύ με την νέα κατοικία της! Το χειμώνα όμως φάνηκε η ακαταλληλότητα της σπηλιάς. Οι βροχές εισχωρούσαν από την οροφή και η υγρασία έφτανε μέχρι τα ρούχα… Το κρύο ήταν παγερό. Η Μαρία εξαντλήθηκε. Αναγκάστηκε να ζητήσει να πάει κοντά της η … Ματρώνα. Ζήτησε εξομολόγηση από τον εφημέριο της περιοχής και κοινώνησε. Μετά δυνάμωσε κάπως, αλλά ήταν ανήμπορη.
Παρ’ όλα αυτά δεν άφησε το κανόνα της… Για να μην την βλέπει στην προσευχή της η  Ματρώνα ζήτησε και της έφτιαξαν μια γωνία με παραβάν. Έτσι χωρίστηκε η σπηλιά σε … δύο δωμάτια. Η σπηλιά βέβαια ήταν σκοτεινή και είχε σύνολο 5 μέτρα μήκος και 2.5  μέτρα πλάτος. Αγωνίστηκαν με αναστεναγμούς και δάκρυα, με αδιάλειπτη προσευχή μέρα και νύκτα μέχρις εκεί που επέτρεπε η σωματική τους αδυναμία. Η Ματρώνα μάζευε τα ξύλα για την φωτιά, νερό απ’ την χαράδρα και έφτιαχνε χυλό με το αλεύρι. Αυτή ήταν η τροφή τους!
Κάποτε οι πατέρες του Όλονετς έμαθαν για την Μαρία και την εξάντλησή της! Ο π. Γεράσιμος μέσω του π. Δανιήλ, που είχε γίνει ηγούμενος στην μονή Πολυούστρωφ, με επιστολή  ζήτησε να επιστρέψουν κοντά στη λίμνη Βέϊζ, αφού δεν υπήρχαν πια τα παλιά εμπόδια. Ενημερώθηκε επίσης και ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Την  άνοιξη τους έδωσε ευλογία να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Ζ΄. Το τελευταίο ερημητήριο του Βορρά:  Οδοιπορώντας πέρασαν από το μοναστήρι Σβιατογκόρσκ.
Ξεκουράστηκαν και με πλοίο  έφτασαν στη Νέα Λάντογκα από το Νόβγκοροντ. Πέρασαν και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έμεινε η Ματρώνα ένα χρόνο γιατί είχε εξαντληθεί απ’ το ταξίδι και δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει! Στο ερημητήριο του Αγίου Νικηφόρου η Μαρία συνάντησε την Άννα, που με μεσολάβηση των πατέρων του Όλονετς εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, το Παντάν.  Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους. Εκεί η Άννα κάρηκε μοναχή και έζησε 31 χρόνια. Κοιμήθηκε στις 11 Ιουλίου το 1901, Σε ηλικία 83 ετών.
Οι γέροντες δεν θέλησαν να λυπήσουν την Μαρία και της έδωσαν την ευλογία να μείνει στα γύρω δάση. Της διάλεξαν όμως την καταλληλότερη δυνατή τοποθεσία, 5 μίλια μακριά από το μοναστήρι. Εδώ η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την …ανιψιά της Πελαγία που παλιότερα είχε μείνει μαζί της. Αυτή όμως δεν άντεξε. Την επόμενη άνοιξη κάλεσε κοντά της την  Ματρώνα, που είχε συνέλθει. Ο ηγούμενος ήταν συγκαταβατικός και είχε ευλάβεια γι’ αυτές! H Μαρία δεν έζησε για πολύ στο τελευταίο της καταφύγιο. Οι κακουχίες της και ένα άγριο κρυολόγημα της κλόνισαν οριστικά την υγεία της. Όλο τον χειμώνα υπέφερε από υψηλό πυρετό και πόνους στα δόντια και το πρόσωπό της. Υπήρχαν φάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής αυτής της σκληρής αθλήτριας!
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1860 οι πόνοι έφτασαν στο απροχώρητο. Η κατάστασή της χειροτέρευε γιατί δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο!  Η Ματρώνα πήγε  να μείνει με την Πελαγία. Δεν μπόρεσε να γυρίσει σύντομα κοντά της λόγω χιονοθύελλας. Ο γερο – Ανδρέας πρώτος άνοιξε δρόμο στο χιόνι και με πέδιλα του σκι έφτασε στην καλύβα. Όταν την είδε πώς ήταν έφυγε για το χωριό και επέστρεψε σε δύο ώρες με ένα μπουκάλι βότκα! Χωρίς συναίσθηση η ερημήτρια έβρεξε ένα πανί με βότκα και το έβαλε στα χείλη της, ενώ ο Ανδρέας είχε φύγει. Η βότκα την άναψε και έβγαλε μια κραυγή προς το Θεό έβαλε χιόνι στο πρόσωπό της και άρχισε να φτύνει κάτι που δοκίμαζε για πρώτη φορά! Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα. Ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι! Ακολούθησε τα’ αχνάρια του Ανδρέα και η Πρόνοια του Θεού δεν την άφησε…
Έπεσε αναίσθητη στο χιόνι, αλλά  αδελφοί την είδαν από μακριά και αναίσθητη την πήγαν σε κοντινό … στάβλο. Όταν έφτασε ο π. Γεράσιμος η Μαρία φέρθηκε σαν να ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Δεν κατάφερε να μιλήσει, αλλά με νοήματα ζήτησε να της κάνουν ευχέλαιο.
Για τρεις βδομάδες η μαρτυρική ερημήτρια έμεινε στο κρεβάτι. Την δέκατη Πέμπτη ημέρα το πρόσωπό της έλαμψε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και πήρε την έκφραση μιας ευλογημένης ηρεμίας. Όλα τα σημάδια εξαφανίστηκαν. Ζήτησε να εξομολογηθεί και τις  επόμενες ημέρες κοινωνούσε!
Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1860 η Μαρία αναπαύτηκε…Στην κηδεία της μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ούτε στην πανήγυρη δεν ερχόταν. Στην διάρκεια της εξόδιας ακολουθίας το πρόσωπό της το κάλυψε ένα ουράνιο φως, σημάδι για την οσιότητα του βίου και μήνυμα για το περιεχόμενο της ησυχαστικής ζωής των Ορθοδόξων ασκητών!!!

Βιβλιογραφία: Πέτρου Μπότση, Οσία Μαρία του Όλονετς, σειρά οι Φιλόθεες, Αθήνα 1992.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Π. Α. Μ.
Πηγή: Ενοριακός Παλμός. Ιερά Μητρόπολη Πατρών – Μηνιαίο Ενοριακό έντυπο. Κοιμήσεως Θεοτόκου Οβρυάς Μεσσατίδος. Έτος έκτο – Αρ. Φύλλου 62 – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  2001.-Ο.Ο.Δ.Ε

Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2012

Ιερομάρτυς Ιωάννης Κοτσούρωφ-Ο πρώτος μάρτυρας της νεότερης Ρωσίας(+31 Οκτωβρίου 1917)



Ό Ιερομάρτυς άγιος Ιωάννης γεννήθηκε το 1869.Ηταν γιος του 
ιερέως Αλεξάνδρου Κοτσούροφ. Ό π. Αλέξανδρος -εφη­μέριος στο ναό των
 Θεοφανείων, στο χωριό Βιγκελτινοσούρκ-ήταν ταπεινός και είχε εμφυσήσει
 το φόβο του Θεού στα παιδιά του,ιδιαίτερα στον Ιωάννη, πού ήταν το 
πιο ευαίσθητο. Ό Ιω­άννης το 1891 αποφοίτησε από το Θεολογικό Σεμινάριο 
της πό­λεως Ριαζάν. Στή συνέχεια ενεγράφη στη Θεολογική Ακαδη­μία,
 στην Άγια Πετρούπολη. Αποφάσισε ν' αφιερώσει τη ζωή του στην
 ιεραποστολή. Το 1895 στάλθηκε στην Αλάσκα ως ιε­ραπόστολος. Μετά 
τη χειροτονία του, τον Αύγουστο του ϊδιουχρόνου, τοποθετήθηκε 
εφημέριος στο ναό αγίου Βλαδίμηρου στο Σικάγο, και στους Τρεις 
Ιεράρχας της πόλεως Στρήτορ. Οι να­οί ήσαν άδειοι. "Ομως, αυτό
 δεν έκαμψε το ζήλο του. Με πολλή προσευχή και πολύ αγώνα, 
μέσα σέ τρία χρόνια ασκητικής ζωής στο Σικάγο, ό άγιος Βλαδίμηρος 
απέκτησε ποίμνιο διακοσίων περίπου ψυχών και οι Τρεις Ιεράρχες
 ενενήντα.Ίδρυσε επίσης καί κατηχητικά σχολεία. Ό π. Ιωάννης 
βάπτισε ο ϊδιος τα παι­διά του, μη υπαρχόντων άλλων ιερέων
Τον Ιούλιο του 1907, γύρισε στην Άγια Πετρούπολη, μόλις πληροφορήθηκε
 το θάνατο του πεθερού του. Διορίστηκε στη Με­ταμόρφωση του Σωτήρος 
στην πόλη Νάρδα. Παράλληλα, δίδα­σκε στο γυμνάσιο. Το Νοέμβριο
 του 1916 έγινε εφημέριος στην αγία Αίκατερίνα στην πόλη
 Τσάρσκογιε Σελό, οπού βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των τσάρων.
 "Εδωσε -όπως το έκανε παντού και πάντα- ολόκληρο τον εαυτό του 
στο έργο του, ως καλός ποιμήν.
'Υστερ'από τρεις μήνες, ξεκίνησε ή επανάσταση του 1917. 
Στήν πολίχνη, οπού υπηρετούσε, πήγαν στρατιώτες και περικύκλω­σαν
 τ' ανάκτορα. Γίνονταν επεισόδια συνεχώς. Ό π. Ιωάννης πάσχιζε να
 μεταδώσει σε όλους την ειρήνη του Θεού και να τους στηρίξει 
πνευματικά. Σύντομα ή εξουσία πέρασε στους μπολσε­βίκους. 
Στό Πέτρογκραντ, ομάδες του κόκκινου στρατού διατά­χθηκαν
 να φθάσουν στα θερινά ανάκτορα των τσάρων και ναχτυπήσουν 
τους κοζάκους πού τα υπερασπίζονταν. Το πρωί της 30ης Όκτωβρίου, 
άρχισε ή πολιορκία της πόλεως. "Εντρομοι οι κάτοικοι ζήτησαν 
καταφύγιο στους ναούς.
 Ό π. Ιωάννης, στην Αγία Αικατερίνα, έκανε παράκληση 
να σταματήσει ό εμφύλιοςσπαραγμός. 'Ολοι μαζί οι κληρικοί αποφάσισαν
 να κάνουν πε­ριφορά των εικόνων. Εφημερίδα της Πετρουπόλεως,
 έγραψε; «Ή λιτάνευση γινόταν με τη συνοδεία πυροβολισμών. 
Παρά τον άμεσο κίνδυνο τη ς ζωής τους, χιλιάδες λάου 
συνόδευσαν τις εικό­νες και προσεύχονταν. "Ολοι έκλαιγαν, 
γι' αυτό οι ψαλμωδίες των ιερέων δεν ακούγονταν καθαρά!
 Ή περιφορά ολοκληρώθη­κε αργά το βράδυ. "Αναψαν κεριά και
 συνέχισαν τις ικεσίες στον Θεό. Μόλις σκοτείνιασε για καλά,
οι κοζάκοι άρχισαν να φεύ­γουν. Περνώντας από τους ιερείς, τους
 έλεγαν: «Σταματήστε, πα­τέρες, τις δεήσεις καί φύγετε. Ή κατάσταση
 είναι έκρυθμη». Ό π. Ιωάννης, απάντησε εξ ονόματος όλων των
 κληρικών: «Δεν θά φύγουμε. Θα εκτελέσουμε το ποιμαντικό καθήκον
 μας, ως το τέ­λος. Κόκκινοι καί λευκοί, όλοι είναι παιδιά του Θεού».
 Οι κο­ζάκοι έφυγαν, για ν' αποφευχθούν σφαγές.
Μόλις ξημέρωσε, μπήκαν στην πόλη οι πρώτες συντεταγμένες ομάδες
 μπολσεβί­κων.Αμέσως άρχισαν οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις, οι 
ανακρί­σεις. Από τους πρώτους, συνέλαβαν τους ιερείς, με 
την κατηγορία ότι ή λιτανεία έγινε για να νικήσουν οι κοζάκοι!.. 
Ό π. Ιω­άννης έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν έχουν καμία σχέση με 
την πο­λιτική και ότι κληρικοί και πιστοί, προσεύχονται να
 σταματήσει ο εμφύλιος. Οι στρατιώτες, μη δίνοντας σημασία
 στα λόγια του, άρχισαν να τον χτυπούν στο πρόσωπο άγρια. 
Με φωνές και σαρ­κασμούς εσχισαν τα ράσα του. Άφοϋ τον
 ταλαιπώρησαν αρκε­τά, τον πυροβόλισαν. Δεν είχε ξεψυχήσει 
ακόμη κι άρχισαν να τον βασανίζουν... Γρήγορα όμως ό 
Θεός πήρε κοντά Του τον ίερομάρτυρα, για να του δώσει
 τον άμαράντινο της δόξης στέφανο.
Οι πιστοί υψώνουν σταυρό στο μέρος όπου υπήρχε ο ναός της Αγίας
 Αικατερίνης και ο τάφος του Αγίου

Την ώρα πού ξεψυχούσε, οι εκτελεστές τράβηξαν από το στήθος του
 το σταυρό κι έφυγαν. Την άλλη μέρα οι πιστοί μετέφεραν το Σκήνωμα 
στο κοιμητήριο. Πολλοί, βλέποντας τον επιστήθιο σταυρό του να
 λείπει, θυμήθηκαν τα λόγια πού είχε πει δώδεκα χρόνια πριν 
-στην Αμερική- όταν του δώρησαν το σταυρό αυτό. Είχε πει τότε:
 «Ασπάζομαι τον σταυρό αυτό, ό όποιος θά είναι το στήριγμα
 μου στις δύσκολες στιγμές. Δεν θα πω μεγάλα λόγια, ότι θα τον 
έχω δηλαδή και στον τάφο μου. Δεν είναι ή θέση του σταυρού
 αύτού στον τάφο. Να μείνει σαν ιερό κειμήλιο, μαρτυ­ρία της 
αγάπης, της αδελφοσύνης και της φιλίας, των πιο ιερών 
αισθημάτων στη γη!..».
Στις 31 Μαρτίου 1918, στο ναό της Θε­ολογικής Άκαδημίας της
 Μόσχας, ό πατριάρχης Τυχών τελούσε τα μνημοσυνα των ιερομαρτυρων
 και μαρτύρων που είχαν χάσει τη ζωή τους, από τους άθεους ύλιστές.
 Ανέπεμψε δέηση «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των δούλων του
 Θεοϋ, των υπέρ της ορθοδόξου ημών πίστεως μαρτυρησάντων». 
Αμέσως μετά το πρώτο όνομα του ίερομάρτυρος Μητροπολίτου 
Κιέβου Βλαδί­μηρου, μνημονεύθηκε ό πρώτος ιερεύς πού έδωσε 
τη ζωή του για τα πνευματικά του τέκνα. "Ήταν ό πρωθιερεύς 
Ιωάννης Κοτσούρωφ, ό μαρτυρικός θάνατος του οποίου άνοιξε μια
 νέα σε­λίδα δόξης των Ρώσων νεομαρτύρων του εικοστού αιώνος.

Ή ένταξη του ίερομάρτυρος Ιωάννου Κοτσούρωφ στο εορτο­λόγιο της ρωσικής Εκκλησίας, πραγματοποιήθηκε το χειμώνα του 1994-95.
Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου

Από το βιβλίο του Μ.Μελινού-''Άνθη Αγίας Ρωσίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...