«Κάθε αγαθή προσφορά και κάθε τέλειο δώρημα κατεβαίνει άνωθεν από τον Πατέρα των Φώτων» (Ιακ. 1:17). Με αυτά τα λόγια της Αγίας Γραφής αρχίζει ο Διονύσιος να γράφει “περί της Ουρανίας Ιεραρχίας”. Το κάνει, ίσως, αυτό για να τοποθετηθεί το όλο πλαίσιο στο Φως, το πραγματικό φως. Δεν πρέπει δε να λησμονούμε ούτε προς στιγμή ότι από τον Έναν, τον Κύριο του παντός, πηγάζει κάθε ευλογία. Ακόμα και τα αγγελικά πνεύματα – “το τέλειο δώρημα” – μας έρχονται από το Θεό και μας καλούν να επανέλθουμε στην ποίμνη του Πατέρα. Και ο Διονύσιος συνεχίζει: «Για το λόγο αυτό, αφού επικαλεστούμε τον Ιησού, το Φως το αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο· (Ιω. 1:9) και διά του οποίου πετύχαμε την προσέγγισή μας προς τον αρχίφωτο Πατέρα, ας κοιτάξουμε επάνω προς τον ουρανό, όσο μας είναι δυνατό, προς τις ιεραρχίες των ουρανίων νόων που μας αποκαλύφτηκαν με σύμβολα για την καλύτερη κατανόησή μας». Πραγματικά τα ιερά Λόγια χρησιμοποίησαν θεία σύμβολα και εικόνες αφού η εκτυφλωτική θεία ακτίνα ήταν αδύνατο να φτάσει στους ανθρώπους χωρίς παραπέτασμα.
«Για το λόγο αυτό οι υπερκόσμιες ουράνιες ιεραρχίες των αγγέλων ενδύονται με υλικά σχήματα και σύνθετες μορφές ώστε από αυτά τα πλασματικά ιερά σύμβολα να φτάσουμε, ανάλογα με την ικανότητά μας, στην άϋλη μίμηση και θεωρία των ουρανίων Ιεραρχιών. Και αυτό δεν γίνεται χωρίς την κατάλληλη υλική χειραγωγία». Με κάθε τρόπο προσπαθεί ο Διονύσιος να μας δείξει ότι μόνο αν φτάσει και σε μας ο φωτισμός μπορεί ο νους μας «να καταλάβει τα φαινόμενα κάλλη ως απεικόνισμα της αφανούς ωραιότητας, τις ευωδιές ως εκτυπώματα της νοητής διαχύσεως, τα υλικά φώτα ως εικόνα της άϋλης φωτοχυσίας…».
Μας λέει ακόμα ότι οι λέξεις και οι ποικίλες εκφράσεις δεν είναι παρά ανεπαρκή σύμβολα που επιχειρούν να περιγράψουν την απερίγραπτη θεία δόξα της οποίας μια παροδική ματιά μπορούμε να έχουμε. «Όλα αυτά έχουν παραδοθεί στις μεν ουράνιες δυνάμεις υπερκόσμια, σε μας δε συμβολικά». Και συνεχίζει: «Για χάρη αυτής της θεώσεώς μας λοιπόν, της ανάλογης με τις ικανότητές μας, οι ιεροί συγγραφείς της Αγίας Γραφής μας φανέρωσαν τις ουράνιες ιεραρχίες έτσι, με αισθητά μέσα και σύμβολα, ώστε να αποδεσμευτούμε από τη βαριά ύλη που μας κρατάει και να φτάσουμε στις κορυφές των ουρανίων ιεραρχιών».
Ο Διονύσιος δεν μας λέει αν ο ίδιος είχε κάποιο ουράνιο όραμα. Βασίζει αυτά που λέει στις Γραφές. Φαίνεται όμως ότι είχε μια καταπληκτική ενόραση που δείχνει ότι έβλεπε και κατανοούσε πράγματα πολύ πέρα από τις δικές μας δυνατότητες. Κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να μας απομακρύνει από το λάθος που κάνουμε νομίζοντας ότι οι άγγελοι είναι κάτι σαν «χρυσά όντα ή φωτεινοί άνθρωποι που λάμπουν αδιάκοπα και αξίζει να τα παρατηρεί κανείς»· και να μας αποτρέψει από το «δύσμορφο χαρακτήρα της απεικόνισης των αγγέλων». Αυτή η δυσμορφία όχι μόνο δεν αφήνει το νου μας να αναπαυθεί αλλά τον ερεθίζει ν’ αποφεύγει τις υπερκόσμιες πνευματικές καταστάσεις.
Ύστερα από πολλή μελέτη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο Διονύσιος κατανέμει τις ουράνιες δυνάμεις σε μια ιεραρχία. «Κατά την άποψή μας, λέει, η ιεραρχία είναι ιερή τάξη, γνώση και ενέργεια που είναι κατά το δυνατόν αφομοιωμένη προς τη Θεία ομοιότητα και οδηγείται προς τη θεία μίμηση ανάλογα με τη δεδομένη από το Θεό έλλαμψη… Σκοπός της ιεραρχίας είναι η κατά το δυνατό αφομοίωση και ένωση με το Θεό. Κάθε πρόσωπο που ανήκει σε μια ιεραρχία γίνεται τελειότερο σύμφωνα με τη δύναμη μιμήσεως που έχει· γίνεται δηλαδή “συνεργός Θεού” (Α ‘ Κορ. 3:9, Γ’ Ίω. 8)».
Ο Διονύσιος ταξινομεί τους ουράνιους Νόες σε τρεις τριάδες και σε κάθε τριάδα υπάρχουν τρεις τάξεις Νόων (αγγέλων) των οποίων τα ονόματα έχουν σχέση με τις Θείες ιδιότητες. Οι αγγελικές τάξεις μεταδίδουν το θείο Φως η μια στην άλλη έως ότου φτάνει σε μας και μας φωτίζει σύμφωνα με τις διάφορες ικανότητες μας. «Δι’ αγγέλων, λέει η Γραφή, (Γαλ. 3:19) μας δόθηκε ο νόμος και άγγελοι ανέβαζαν προς το θείο τους πιστούς πατέρες μας (Πράξ. 7:53). Αυτοί απεκάλυπταν προφητικώς ιερά παραγγέλματα ή απόκρυφα οράματα υπερκοσμίων μυστηρίων ή τέλος θείες προρρήσεις».
Οι ουράνιοι άγγελοι έχουν κατευθείαν σχέση με κάθε μια ψυχή ξεχωριστά. Με τη δική τους βοήθεια το πνεύμα του ανθρώπου ελευθερώνεται από τα υλικά δεσμά και γνωρίζει την πραγματική αιτία της ύπαρξης. Όσο περισσότερο φωτίζεται η ψυχή τόσο πιο πολύ βρίσκει το σκοπό της ύπαρξής της και έρχεται εγγύτερα στον τελικό στόχο της: το «καθ’ ομοίωσιν». Ο Διονύσιος λέει: «Το μυστήριο της θείας φιλανθρωπίας του Ιησού πρώτοι οι άγγελοι το πληροφορήθηκαν κι έπειτα η χάρη της γνώσεως πέρασε σε μας διά μέσου αυτών. Ο Γαβριήλ διαφώτισε τον αρχιερέα Ζαχαρία και έπειτα την Παρθένο Μαρία. Άλλος πάλι άγγελος δίδαξε τον Ιωσήφ; και άλλος έφερε την καλή αγγελία στους ποιμένες. Εκείνοι δε ζώντας μακρυά από τα πλήθη και μέσα στην ησυχία, καθάρισαν την ψυχή τους, δέχτηκαν το μήνυμα και μαζί με πλήθος ουράνιας στρατιάς παρέδωσαν στους επί της γης την πολυύμνητη δοξολογία» (Λουκ. 2:8-14).
Ο Διονύσιος περιγράφει αναλυτικά την Ουράνια Ιεραρχία. Η πρώτη τάξη σχηματίζεται από τα Σεραφίμ, τα Χερουβίμ και τους Θρόνους. Όλοι αυτοί στέκουν πολύ κοντά στο θρόνο του Θεού όπως τους είδαν ο Ησαΐας και ο Ιεζεκιήλ. Τα «Σεραφίμ» ονομάζονται και «θερμαστές και θρόνοι και έκχυση σοφίας· ονόματα που αποκαλύπτουν τις θεοειδείς ιδιότητές τους». Η θερμή έκχυση της αγάπης τους κατακαίει ό,τι τυχόν βρεθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και ενισχύει τον άνθρωπο να φτάσει στα ύψη της προσωπικής του τελειότητας. Η ονομασία των «Χερουβίμ» φανερώνει την ικανότητα να γνωρίζουν και να βλέπουν το Θεό, να δέχονται από Εκείνον το φως και τη σοφία και να παρέχουν αυτά τα δώρα άφθονα σε όσους είναι έτοιμοι να τα δεχτούν. Τέλος το όνομα των υψηλών «Θρόνων» διδάσκει ότι είναι τελείως ξένα προς κάθε γήινο και χαμηλό και τείνουν πάντα προς τα υπερκόσμια, πάνω από κάθε κατώτερο.
Η δεύτερη τάξη είναι οι Κυριότητες, οι Δυνάμεις και οι Εξουσίες. Η ονομασία «Κυριότητες» δηλώνει μια κατάσταση αδούλωτη και ελεύθερη από κάθε «πεζή χαμέρπεια» και δεν έχει καμιά σχέση με τυραννία και δουλοπρέπεια. Είναι ανένδοτη σε κάθε άρνηση και επιθυμεί την πραγματική κυριότητα και κυριαρχία. Είναι πάντα στραμμένη ολοκληρωτικά όχι σε ό,τι μάταιο που φαίνεται κυρίαρχο, αλλά προς τον πραγματικά κυρίαρχο, το Θεό. Το όνομα «Δυνάμεις» δηλώνει μια ακλόνητη και αρρενωπή ανδρεία σε όλες τις θεοειδείς ενέργειες αυτής της τάξης. Δεν πέφτει ποτέ σε αδράνεια και ανεβαίνει διαρκώς προς τη θεομίμηση. Τέλος το όνομα «Εξουσίες» δηλώνει την κοινή θέση αυτής της τάξης με τις θείες Κυριότητες και Δυνάμεις. Έχει, η τάξη αυτή, μια αρμονική και ασύγχυτη υποδοχή των θείων δώρων και ανυψώνει προς το αγαθό τους κατωτέρους της.
Ας δούμε και την τρίτη τάξη της Ουράνιας Ιεραρχίας που την απαρτίζουν οι αγγελικές ιεραρχίες: οι Αρχές, οι Αρχάγγελοι και οι Άγγελοι. «Αρχές» σημαίνει τη θεϊκή αρχή, την ηγεμονικότητα μαζί με την ιερή, ταιριαστή στις αρχικές δυνάμεις, τάξη. Το όνομα των αγίων «Αρχαγγέλων» δηλώνει ότι η τάξη τους είναι ομοταγής με τις ουράνιες Αρχές και μετέχει εξ ίσου και στην τάξη των Αγγέλων. Μέσω των Αρχών στρέφονται οι Αρχάγγελοι προς την υπερούσια Αρχή, το Θεό και μέσω των Αγγέλων φανερώνουν σε μας τη θεία βούληση. Αυτοί – στην Αποκάλυψη του Ιωάννου – φέρνουν τη θεϊκή Σφραγίδα που σφραγίζει την ψυχή με τον ζώντα Λόγο του Θεού. Οι «Άγγελοι» συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν όλες τις τάξεις των Ουρανίων Νόων. Ονομάζονται Άγγελοι αφού είναι τα αποστελλόμενα πνεύματα προς διακονίαν των ανθρώπων. Μέσω αυτών γίνεται ευκολότερη η κοινωνία και η ένωση μετά του Θεού. Η Γραφή αποδίδει στους Αγγέλους τη φροντίδα για τη δική μας ζωή ονομάζοντας άρχοντα του λαού των Ιουδαίων τον Μιχαήλ και άλλους αγγέλους άρχοντες άλλων λαών. Διότι, όπως λέει στη Γραφή (Δευτ. 32,) ο «Ύψιστος ώρισε τα σύνορα των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων».
Όλα τα πνευματικά όντα της Ουράνιας Ιεραρχίας έχουν πραγματική υπόσταση και καθιερώθηκε να ονομάζονται άγγελοι. Ο Διονύσιος λέει: «θα μπορούσα, όχι χωρίς λόγο, να προσθέσω ότι κάθε ουράνιος και ανθρώπινος νους κατέχει και καθεαυτόν ιδιαίτερες τάξεις και δυνάμεις, πρώτες και μεσαίες και τελευταίες…» Ο καθένας γίνεται, όσο του είναι αυτό επιθυμητό και δυνατό, μέτοχος της τελειότητας κατά τη θεία Χάρη. Όσα νοερά και λογικά όντα στρέφονται ολοκληρωτικά προς την τελειότητα αυτή, κατά τη δύναμή τους, θεούνται δηλαδή γίνονται, σύμφωνα με τη γραφική ρήση, «θεοί κατά χάριν». Ο άγγελος φύλακάς μας δίνεται ακριβώς για να πορευτούμε προς αυτή την τελειότητα».
Διαβάζοντας τα γραπτά του Διονυσίου Αρεοπαγίτου νιώθουμε έναν απέραντο θαυμασμό, για να μην πω ότι στεκόμαστε εκστατικοί. Κάθε λέξη του είναι γεμάτη με βαθιά νοήματα. Δεν υπάρχει στην έκφρασή του τίποτε ελαφρό, υπερφίαλο ή προσποιητό. Η φωνή της Αγίας Γραφής, στην οποία διαρκώς αναφέρεται, παίρνει σάρκα με τα λόγια του. Δεν ασχολείται με φανταστικές διηγήσεις αλλά οικοδομεί σε στέρεο βράχο στρώνοντας δρόμους με γερές πλάκες σχολαστικά διαλεγμένες. Δεν μας κάνει να πετάμε στον αέρα σε ουράνια ύψη χαμένοι σε χρυσή ομίχλη. Ο ουράνιος κόσμος που μας δείχνει δεν είναι καθόλου φτιαγμένος με βαμβακένια ροζ συννεφάκια και αγγελάκια με χρυσές άρπες. Είναι πραγματικός κόσμος του ουρανού και το εκθαμβωτικό φως του Θείου Γνόφου. Μόνο με νηφάλιο νου ας προσεγγίσουμε τα κείμενα του και με πολύ καλή γνώση των Γραφών. Χωρίς αυτή τη γνώση δεν θα κατανοήσουμε τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος κλείνει το έργο του, «Ουράνιες Ιεραρχίες» με τα λόγια: «τα κρυμμένα Μυστήρια που βρίσκονται πέρα από μας τα προσεγγίζουμε μόνο εν σιωπή»
(Αλεξάνδρας Μοναχής, «Οι Άγγελοι. Μια ζωντανή παρουσία», εκδ. Έλαφος, σ. 248-253)