Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όσιος Νείλος Σόρσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όσιος Νείλος Σόρσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 07, 2013

Κενοδοξία και Υπερηφάνεια

Κενοδοξία και Υπερηφάνεια

  Όσιος Νείλος Σόρσκυ

Μεγάλη εγρήγορση πρέπει να έχουμε κατά του πνεύ­ματος της κενοδοξίας, το οποίον είναι ύπουλο και με με­γάλη δολιότητα κλέπτει τον πνευματικό θησαυρό και υποβιβάζει την πρόοδο του μοναχού. Έχει αντικειμενικό του σκοπό να καταστρέψει το έργο μας, ώστε να μη γίνεται για τον Θεό, αλλά για την δόξα και την ευαρέσκεια των ανθρώπων. 

Γι’ αυτό, κάθε στιγμή που πειραζόμεθα απ’ αυτό το πνεύμα είτε με τις αισθήσεις μας είτε με τον λογισμό, και για να είναι το έργο μας για το Θεό και τη ψυχική μας ωφέλεια, πρέπει να αποφεύγουμε τη δόξα και τον έπαινο των ανθρώπων, σκεπτόμενοι πάντοτε αυτά τα οποία είπε ο προφήτης Δαβίδ: «Κύριος διεσκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. 52, 6). Με αυτόν τον τρόπο να διώ­χνουμε τους λογισμούς, που μας επαινούν και μας παρα­κινούν να κάνουμε κάτι για την ευαρέσκεια των ανθρώπων, και όλα αυτά, δυστυχώς, να έχουμε την εντύπωση ότι τα κάνουμε για τη δόξα του Θεού.

Εάν κάποιος έχει μία καλή πνευματική κατάσταση και μολαταύτα μερικές φορές, λόγω αδυναμιών του, νικάται χωρίς να το θέλει από αυτόν το λογισμό, να εξομολογείται προσευχόμενος στο Θεό και συγχωρείται, αφού τον άφησε ο πειρασμός της κενοδοξίας. Ενώ, εάν θέλου­με να σκεφτούμε κάτι εναντίον του λογισμού της κενοδοξίας, να κάνουμε τα εξής: Να ενθυμούμεθα με συντριβή καρδίας πριν να προσευχηθούμε τη φοβερή κατάσταση της Μελλούσης Κρίσεως και να θεωρούμε τον εαυτό μας ως κατάδικο. Ακόμη να σκεπτόμαστε  την ώρα του θανά­του μας και την έξοδό μας απ’ αυτή τη ζωή, και με αυτές τις σκέψεις θα φεύγει το αδιάντροπο πνεύμα της κενοδο­ξίας. Και, εάν τίποτε απ’ αυτά, που σημειώσαμε, δεν μπορέσει να μας βοηθήσει, ας φοβηθούμε από τη ντροπή που θα ακολουθήσει μετά από την κενοδοξία. Διό­τι λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ότι, αυτός που υπεραίρεται ενώπιον των πειρασμών που του συμβαίνουν, χωρίς αμφιβολία θα ταπεινωθεί.

Και εάν κάποιος αρχίσει να επαινείται ή εάν οι αόρατοι εχθροί τον προσβάλλουν με λογισμούς κενοδοξίας και παρουσιάζεται ενώπιόν μας ότι είναι άξιος τιμής και δόξης και καλλίτερου στασιδιού και είναι άξιος μεγαλύτερης τιμής και προσοχής από τους άλλους, αμέσως αυ­τός ο μοναχός και γενικά όλοι μας να ενθυμούμεθα τις αμαρτίες μας και να λέμε: Άραγε είμαστε  άξιοι επαίνων, εμείς που κάναμε τόσα κακά έργα; Και αμέσως θα καταλάβουμε ότι είμαστε ανάξιοι γι’ αυτές τις ανθρώπινες τιμές, και οι δαιμονικοί λογισμοί θα φύγουν από κοντά μας, και το βασικότερο, ότι δεν θα μας ενοχλούν πλέον με τόση δύναμη, λέει ο Νικήτας Στηθάτος.

Και, εάν δεν έχουμε κάνει κακά έργα, να σκεπτόμαστε τις θείες εντολές, τις οποίες πρέπει να εκπληρώνουμε και θα καταλά­βουμε ότι έχουμε εφαρμόσει όσο ένα ποτήρι νερό μπρο­στά στην άπειρη θάλασσα των ανεκπλήρωτων εντολών του Θεού. Έτσι, λοιπόν, ας αγωνιζόμαστε κατά της κενο­δοξίας και νομίζουμε, ότι επαρκούν οι τρόποι που γράψαμε για την αποφυγή της. Εάν δεν αγωνιστούμε και για πολύ καιρό συγκατατιθέμεθα σ’ αυτούς τους λογισμούς, τότε αυτοί ενδυναμώνονται μέσα μας και γεννούν την απροσεξία και την υπερηφάνεια, η οποία είναι η αρχή και το τέλος όλων των κακιών.

Τί να πούμε για την υψηλοφροσύνη; Αυτή έχει πολ­λές ονομασίες: Δόξα, υψηλοκαρδία, αλαζονεία και άλλα με τα οποία την ονομάζουν οι Πατέρες. Όλα της τα έργα και τα αποκυήματα είναι πανάθλια, κατά τον λόγο της Γραφής, ο οποίος λέει ότι «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Α’ Πέτρ. 5, 5). Κά­θε άνθρωπος που υψηλοφρονεί ενώπιον του Θεού είναι μι­σητός και ακάθαρτος ονομάζεται. Συνεπώς, λοιπόν, εάν ο υπερήφανος έχει εχθρό τον ίδιο τον Θεό, ενώπιον του οποίου είναι σκάνδαλο και ακαθαρσία, τότε από πού πλέον θα περιμένει κάποια βοήθεια και ποιός θα τον ελεήσει και θα τον βοηθήσει;

Και ποιος θα τον καθαρίσει από τα πάθη του; Γι’ αυτό και μόνο να μιλάμε γι’ αυτό το πάθος είναι έργο ακάθαρτο. Αυτός που νικήθηκε από την υπερηφάνεια είναι διάβολος του εαυτού του, εχθρός του Θεού και βαδίζει με σιγουριά στη ψυχική του απώλεια. Γι’ αυτό πρέπει να φοβούμεθα και να τρομάζουμε απ’ αυτό το καταραμένο πάθος. Να το αποφεύγουμε πάντοτε και να σκεπτόμαστε ότι, χωρίς τη βοήθεια του Θεού, δεν μπορούμε να κάνουμε το παραμικρό καλό στη ζωή μας. Εάν ο Θε­ός μας εγκαταλείψει, θα μας ξετινάξει ο διάβολος σαν τα φουρτουνιασμένα κύματα στους βράχους και σαν τη σκόνη στον άνεμο· θα γίνουμε ο περίγελος των δαιμόνων και οι αξιολύπητοι των ανθρώπων. Αφού εννοήσουμε αυ­τά τα αποτελέσματα του πάθους της υπερηφάνειας, ας ζήσουμε σ’ όλη τη ζωή μας με ταπείνωση.

Και η αρχή αυ­τής είναι, να θεωρούμε τον εαυτό μας κατώτερο από ό­λους, δηλ. να πιστεύουμε ότι είμεθα οι πλέον ανόητοι από όλους τους ανθρώπους και οι ελεεινότεροι από ολόκληρη την κτίση. Να πιστεύουμε ότι έχουμε πέσει από την κατά φύση ζωή και ότι είμεθα κακότεροι των δαιμόνων, διότι νικηθήκαμε και αιχμαλωτιστήκαμε απ’ αυτούς. Έτσι, λοιπόν, στην τράπεζα του φαγητού, στις συνάξεις και στις συναντήσεις μας με τους αδελφούς, να προτιμούμε τον κατώτερο τόπο, να φορούμε τα απλά και ανεπιτήδευτα ενδύματα και να αγαπάμε τις ταπεινωτικές εργασίες. 

Τους αδελφούς να χαιρετίζουμε βιαστικά και με κλίση της κεφαλής μας, να αγαπάμε τη σιωπή και να μη λέμε μεγάλα και υπερήφανα λόγια· να μην ανοίγουμε συζητή­σεις, να μη θέλουμε επίμονα να δεχθούν οι άλλοι τη δική μας γνώμη, έστω και να μας φαίνεται ότι είναι η καλ­ύτερη. Διότι είπαν οι Πατέρες για τους αρχάριους στον πνευματικόν αγώνα: «Ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου εκφράζεται με την εξωτερική συμπεριφορά του». Ε­νώ για τον απρόσεκτο στην εξωτερική του ζωή, λέει ο Μέγας Βασίλειος, να μην πιστεύει ότι έχει καλή εσωτερική κατάσταση. 

Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013

Τα είδη του πολέμου των λογισμών

Περί των ειδών του πολέμου των λογισμών, και ότι πρέπει με πολύ κόπο να αντιστεκόμαστε στα πάθη μας.
Οι Άγιοι Πατέρες είπαν για τον νοητό πόλεμο ότι το πρώτο στάδιο είναι η προσβολή του λογισμού, κατόπιν ο συνδυασμός, μετά η συγκατάθεση, ύστερα η αιχμαλωσία και τέλος το πάθος.
όσιος Νείλος Σόρσκυ
Η προσβολή, έγραψαν οι Πατέρες, Ιωάννης της Κλίμακος, Φιλόθεος Σιναΐτης και πολλοί άλλοι, είναι έ­νας απλός λογισμός η παρουσία στον νου μιας εντυπώσεως, η οποία εισέρχεται στην καρδιά και εκδηλώνεται στον νου. Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι η προσβολή εί­ναι μία ενθύμηση, την οποία κάνει ο εχθρός λέγοντας: «Κάνε αυτό ή εκείνο», όπως ακριβώς εμφανίσθηκε στον Κύριο και τον προέτρεπε: «Ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 3), και γενικά οποιαδήποτε σκέψη που γίνεται στον ανθρώπινο νου από τον διάβολο. Γι’ αυ­τό οι Άγιοι Πατέρες λέγουν αυτό το είδος πολέμου δεν συνιστά αμαρτία για τον άνθρωπο, διότι είναι μία νοερά προσβολή του εχθρού της σωτηρίας μας, η οποία, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δεν προέρχεται από εμάς και συνεπώς δεν μας μεγαλύνει ούτε μας ταλαιπωρεί. Μ’ αυτό τον τρόπο προσέβαλε ο διάβολος τους πρωτοπλάστους και εξεδίωξε εκ του παραδείσου και του Θεού, λόγω της παραβάσεως της εντολής Του, ώστε να μπορεί κατόπιν να προσβάλει κάθε άνθρωπο με τους κα­κούς λογισμούς. Μόνον οι τέλειοι μπορούν να μένουν ακλόνητοι, παρότι και αυτοί μερικές φορές προσβάλλον­ται, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
Ο συνδυασμός, λέγουν οι Πατέρες είναι η εμπαθής ή απαθής συνομιλία με τον λογισμό που εμφανίζεται, όπως την δέχεται ο νους από τον νοητό εχθρό, δηλαδή η συζήτηση και εκούσια απασχόληση με αυτόν. Αυτή η εκδήλωση του λογισμού δεν είναι τελείως αναμάρτητος και είναι αξιέπαινος αυτός που θα διορθώσει τον κακό λογι­σμό με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, εάν δεν αποκρούσει αμέσως την προσβολή του λογισμού που κάνει ο διάβολος στον άνθρωπο και θελήσει λίγο να ομιλήσει μ’ αυτόν, ο διάβολος αναγκάζει την σκέψη του να προχωρήσει προς την αμαρτία. Πρέπει λοιπόν να αγωνιζόμαστε να επανέλθει ο νους μας προς το καλλίτερο, και πως πρέπει να επιστρέψουμε τον νου μας προς τους καλούς λογι­σμούς, θα το φανερώσουμε παρακάτω με την βοήθεια του Θεού.
Η συγκατάθεση, είπαν οι Πατέρες, είναι η κάμψη της ψυχής, λόγω ηδονής, στον εμφανισθέντα λογισμό ή στην μορφή που σχηματίσθηκε στον νου. Αυτό συμβαίνει εάν δεχθούμε την φαντασία ή την πονηρά ενθύμηση του εχθρού και λίγο-λίγο υποχωρήσουμε στις προτροπές του. Αυτό, είπαν οι Πατέρες, συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν ασκούνται στην πνευματική εργασία. Συνεπώς λοιπόν, εάν δεν μάθει κάποιος την άσκηση της εργασίας των αρετών και ενώ έλαβε πλήρως από τον Θεό την βοήθεια για την αποδίωξη των κακών λογισμών, ζει με ακηδία και δεν αγωνίζεται, δεν είναι απαλλαγμένος της αμαρτίας, λόγω της αδιαφορίας του στην απόκρουση των κακών και πονηρών λογισμών. Και εάν θα είναι κάποιος από τους αδόκιμους και αρχαρίους μοναχούς και αδύνατος στην εκδίωξη των λυσσαλέων επιθέσεων του πονηρού, αμέσως να τρέχει κράζοντας προς τον Κύριο, με ταπείνωση και εξουθένωση του εαυτού του, να τον βοηθήσει, όπως είναι γραμμένο: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλμ. 84, 1). Και ο Θεός κατά το μέγα έλεός Του θα τον συγχωρήσει για την αδυναμία του αυτή. Αυ­τά είπαν οι Πατέρες γι’ αυτούς που είναι στον πνευματικό αυτό πόλεμο και νικήθηκαν όχι με την θέλησή τους αλλά λόγω της ισχυρής προσβολής του λογισμού. Όμως ο νους να ανδρειώνεται για να μην κάνει την ανομία με την πράξη, όπως λέγει ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης.
Η αιχμαλωσία είναι η υποχώρηση στο πάθος. Γι’ αυ­τήν είπε ο ανωτέρω άγιος Γρηγόριος: Όποιος δέχεται με την θέλησή του τις πονηρές προτροπές του νοητού εχθρού, συζητά και συγκαταβαίνει σ’ αυτές, νικήθηκε πλέον, δεν αντιδρά στην αμαρτία και επιθυμεί να την πράξει ακόμη και όταν δεν είναι βολικό με το έργο, επειδή ίσως δεν είναι ο κατάλληλος καιρός ή ο τόπος ή εμποδίζει κάποια άλλη δυσκολία. Αυτή η εκούσια προσχώρηση στο κακό είναι πολύ εφάμαρτη και χωρίς αμφιβολία τιμωρείται.
Η υποδούλωση η αναγκαστική και ακούσια της καρδιάς ροπή, καταστρέφει την προσωπική μας φρόνηση και το αυτεξούσιο, επειδή ενώθηκε με αυτήν (καρδιά) ο εμπαθής λογισμός. Έτσι λοιπόν, εάν θα υποδουλωθεί η καρδιά από τον κακό λογισμό και σύρεται με βία χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, θα μπορέσει μόνο με την βοήθεια του Θεού να επιστρέψει στην πρώτη της κατάστασή. Και εάν κυβερνάται σαν από θύελλα και κύματα από τους πονηρούς λογισμούς χάνοντας την ελευθερία της και μην μπορώντας να επανέλθει στην ψυχική της αρμονία και ει­ρήνη, αυτό οφείλεται στην εσωτερική ταραχή που δημιουργείται από την υπερβολική και ακράτητη είσοδο των πονηρών λογισμών. Έτσι επέρχεται μία σύγχυση με­ταξύ των αμαρτωλών σκέψεων και της ψυχικής αρμο­νίας της ψυχής. Η σύγχυση αυτή με άλλο τρόπο κρίνεται, όταν συμβαίνει στον καιρό της προσευχής, και με άλ­λο τρόπο όταν γίνεται σε άλλη στιγμή. Άλλο το είδος των λογισμών όταν είναι συνηθισμένο και άλλο όταν έρ­χεται έξωθεν από τους κακούς λογισμούς. Έτσι λοιπόν, είναι πιο εφάμαρτο εάν αιχμαλωτισθεί ο νους από τους κακούς λογισμούς στην ώρα της προσευχής διότι εκείνη την στιγμή ο νους πρέπει να κατευθύνεται προς τον Θεό και να προσέχει στην προσευχή, προφυλασσόμενος από οποιαδήποτε ξένη σκέψη. Εάν δεν γίνεται στην ώρα της προσευχής και οι λογισμοί εισέλθουν, λόγω διαφόρων πειρασμών της ζωής, αυτό δεν είναι αμαρτία, διότι και οι άγιοι ασχολούντο με συστηματικό πρόγραμμα με τα χρει­ώδη της ζωής. Πάντως πρέπει πάντοτε να προφυλαγόμαστε  από τους κακούς λογισμούς.
Ενώ το πάθος, λέγουν οι Πατέρες είναι αυτό το οποίο για πολύ χρόνο φωλιάζει στην ψυχή και την ταράζει πάντοτε με τους εμπαθείς λογισμούς που σπείρει ο νοη­τός εχθρός μας. Και από την συχνή και αλλεπάλληλη υποχώρηση στο κακό, γιγαντώνεται και γίνεται συνήθεια η αμαρτία, που ενισχύεται ακόμη από την φαντασία και επανάληψη του κακού. Αυτό συμβαίνει, διότι ο διάβολος παρουσιάζει ενώπιον του ανθρώπου κάθε είδους εμπαθή έργα και του ανάβει την φλόγα για ν’ απολαύσει αυτά. Περισσότερο όμως οφείλεται αυτό, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος συνομιλεί με τον λογισμό του και από απροσεξία συγκατατίθεται σ’ αυτόν ή με τη θέλησή του σκέπτεται το πα­ράνομο έργο, αφού πλέον δεν έχει τον φόβο των αιωνίων βασάνων και αδιαφορεί για την μετάνοια· δηλαδή δεν του φαίνεται κακό και δεν προσεύχεται για να λυτρωθεί από το πάθος. Όταν ένας κολάζεται στα αιώνια βάσανα του άδου δεν σημαίνει ότι κολάσθηκε επειδή πολεμήθηκε από κάποιο πάθος αλλά από αμετανοησία, διότι εάν συνέβαινε αυτό δεν θα υπήρχε για κανέναν συγχώρηση, έως ότου φθάσουν στην τελεία απάθεια, όπως λέγει ο Πέτρος ο Δα­μασκηνός. Διότι είπαν οι Πατέρες ότι, αυτοί που κυριεύθηκαν από πάθη, πρέπει να τα καταπολεμήσουν κατόπιν με πολλή άσκηση. Επί παραδείγματι, εάν κάποιος υπετάγη στο πάθος της πορνείας πρέπει να απομακρυνθεί ολοκληρωτικά με εκείνο το πρόσωπο που αμάρτησε και από κάθε σχέση και συνομιλία μαζί του, από την ψαύση ενδυμάτων του και από τα διεγερτικά μυρωδικά του. Διότι εάν δεν φυλάξει εκείνος τον εαυτό του από όλα αυτά, επαναλαμβάνει το πάθος και πορνεύει με τον λογισμό στην καρδιά του, ανάβοντας μόνος του την κάμινο των παθών του και επιτρέποντας να μπαίνουν μέσα του, σαν ένα θηρίο, όλοι οι κακοί λογισμοί.

(Οσίου Νείλου Σόρσκυ, Περί νοεράς εργασίας, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 29-33).

Τετάρτη, Ιουνίου 19, 2013

Πώς και με τί μέσα αγωνιζόμαστε, όταν έχουμε τον πόλεμο των λογισμών;



photo
Οσίου Νείλου Σόρσκυ
Γι’ αυτή την άσκηση της αντιμετωπίσεως των αοράτων εχθρών μάς ομιλούν όλες οι Γραφές. Συνεπώς λοιπόν, να μην εξασθενούμε ψυχικά ούτε να οργιζόμαστε, όταν πολεμούμεθα από τους πονηρούς λογισμούς, ούτε να παύουμε να μετανοούμε κατά την περίοδο της μάχης. Διότι αυτή είναι η πονηρά πλάνη του διαβόλου να μας κάνει να ελπίζουμε στη νίκη επί των ακαθάρτων λογισμών με τις δυνάμεις μας και να μην τρέχουμε στο Θεό με τη μετάνοια για να προσευχηθούμε εναντίον τους. Όμως εμείς να καταπολεμούμε τον δαίμονα και τους λογισμούς με την παντοτεινή μετάνοια, την αδιάκοπη προσευχή και να μην αφήνουμε τα νώτα μας αφύλακτα στους εχθρούς μας, έστω και να πληγωθούμε χιλιάδες φορές κάθε ημέρα. Να λάβουμε μέσα μας γενναία απόφαση, ότι μέχρι θανάτου να μη χωρισθούμε ουδέποτε από αυτό το πνευματικό καθήκον της ζωής μας, το οποίον επιφέρει σταδιακά, μυστικά και αθόρυβα το έλεος του Θεού. Αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στους εμπαθείς και αδυνάτους, αλλά και στους κεκαθαρμένους, τους ενάρετους και ζώντας στην ησυχία υπό την προστασία του Θεού, οι οποίοι έχουν πτώσεις εις τους λογισμούς των και κατόπιν έρχεται η ειρήνη, η θεία παρηγοριά, οι καθαροί λογισμοί και η πραότητα.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Όταν συναισθανθεί ο άνθρωπος τις αδυναμίες του και ελέγχεται συνεχώς για τα αμαρτωλά έργα του, τότε είναι ώρα να αρπάξει το τόξο από τα χέρια του γιγαντιαίου εχθρού και να δώσει τη μάχη. Το όνομά του θα είναι τιμημένο και επαινετό περισσότερο απ’ αυτούς που γίνονται αγγελιοφόροι της νίκης και των στεφάνων». Τα ίδια μας λέγουν και όλοι οι άγιοι, που αποβλέπουν να μας βγάλουν κάθε αμφιβολία, ώστε να μην τα χάνουμε, όταν πολεμούμαστε από κάποιον λογισμό στην περίοδο της ταραχής και των ρυπαρών λογισμών. Και απεναντίας, όταν μας συμβουλεύει η Χάρις να μην είμεθα οκνηροί, να μη φρονούμε τα υψηλά, αλλά να εξομολογούμαστε στο Θεό, να τον ευχαριστούμε, ενθυμούμενοι τα πταίσματά μας τα οποία διαπράξαμε στον καιρό της θείας εγκαταλείψεως, σε τι πτώσεις είχαμε υποπέσει και τι κτηνώδη νου είχαμε. Σκεπτόμενοι αυτά και την αθλιότητα της φύσεώς μας, την ακαθαρσία των λογισμών, η οποία προήλθε από εμάς, πώς δεν θα αντικρίζουμε το σκότος στο οποίο ευρισκόμεθα, ότι υποχωρήσαμε στα πάθη και συνομιλήσαμε με αυτά μέσα στο σκοτάδι της άγνοιάς μας; Όταν σκεπτόμαστε όλα αυτά, κατανοούμε ότι επετράπησαν κατ’ οικονομίαν Θεού για να ταπεινωθούμε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει: «Εάν δεν παραχωρηθεί στον άνθρωπο να νικηθεί και αιχμαλωτισθεί στα πάθη, τους λογισμούς και τα πνεύματα της πονηρίας, να αισθανθεί αβοήθητος και από το Θεό, και από τα έργα του και από οποιονδήποτε άλλον, δεν θα φθάσει στην απελπισία για όλα εκείνα τα μάταια στα οποία στηρίζεται και ελπίζει. Δεν μπορεί να ταπεινωθεί, ούτε να θεωρήσει τον εαυτόν του κατώτερο από όλους τους άλλους οι οποίοι είναι έσχατοι και δούλοι όλων, αλλά και χειρότερος από τους δαίμονες από τους οποίους πολεμείται και νικάται. Αυτή λοιπόν είναι η πρόνοια και φροντίδα του Θεού η οποία εκδηλώνεται προηγουμένως και κατόπιν ταπεινώνει τον άνθρωπο με διαφόρους τρόπους. Με αυτό τον τρόπο μάς χαρίζει ο Θεός τις πολλές και ουράνιες δωρεές Του. Ας ενθυμηθούμε με φόβο και αυτό: Εάν δεν ταπεινώσουμε την θεωρουμένη κοσμική σοφία μας, θα μας εγκαταλείψει η Χάρις και θα κάνουμε τα θελήματα των κακών λογισμών μας. Διότι μόνο στην Χάρι πρέπει να στηριζόμαστε και όχι στα δήθεν καλά μας έργα. Αυτή είναι, λοιπόν, εκείνη η οποία μας ανοίγει τις αγκάλες της και μας προφυλάσσει από όλους τους εχθρούς μας».

neilos_sorsky- μέσα αγώνος....

Να θυμηθούμε και αυτό: ότι χρειάζεται πολλή προσοχή μήπως, εξ αιτίας μας, δυναμώσουν εναντίον μας οι πονηροί λογισμοί, επειδή ίσως δεν θα ζούμε κατά τις εντολές του Θεού και θα έχουμε ταραχή και αφύλακτη την ψυχή μας. Διότι, κατά τις θείες Γραφές, με πολύ ζήλο και άσκηση πρέπει να επαυξάνουμε την Χάρι σ’ όλη την ζωή μας, ζώντας όσο είναι δυνατόν με ταπείνωση, με σεμνότητα και όλος μας ο πνευματικός κόπος να γίνεται για την αγάπη του Θεού και με αληθινό πόθο για την σωτηρία μας. Και κάθε έργο του Κυρίου μας να το εκτελούμε όχι με οκνηρία αλλά με ιερό ασκητικό πόθο.

Περί ενισχύσεως σε κάθε έργο της ζωής μας.

Κάθε τι που κάνουμε στην ζωή μας είτε γίνεται αυτό με το έργο είτε με τον λόγο είτε με τον νου μας να γίνεται ψυχή τε και σώματι κατά το θέλημα του Θεού, όσο βέβαια αυτό είναι δυνατόν. Ιδού τι λέγει ο μακάριος Φιλόθεος ο Σιναΐτης: «Οποιονδήποτε τρόπο ζωής έχουμε στον κόσμο είμεθα υποχείριοι της απατηλής αμαρτίας, τόσο με τον νου όσο και με την αίσθηση. Έτσι λοιπόν, πρέπει, τώρα που πλησιάσαμε στην κατά Χριστόν ζωή, με όλον μας τον νου και τις δυνάμεις της ψυχής να υπηρετούμε τον Ζώντα και Αληθινόν Θεό, τις δικαιοσύνες και τα θελήματα Αυτού. Να επιτελούμε τις άγιες εντολές Του, αποχωριζόμενοι τελείως από όλα τα κακά μας θελήματα, όπως λέγει και η Γραφή: «Διά τούτο προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν άδικον εμίσησα» (Ψαλμ. 118, 128).

Έτσι λοιπόν όταν εγειρώμεθα από τον ύπνο της αναισθησίας, πρώτα πρώτα να δοξάζουμε και μεγαλύνουμε τη δόξα του Θεού. Κατόπιν να ασχολούμεθα με τα εξής πνευματικά έργα: Με την προσευχή, την ψαλμωδία, την ανάγνωση, την σωματική εργασία κλπ. Να έχουμε πάντοτε μεγάλη ευλάβεια και ελπίδα προς τον Θεό σκεπτόμενοι ότι όλα πρέπει να τα κάνουμε για την ευαρέστηση του Θεού και όχι για την ματαιοδοξία και ευαρέσκεια των ανθρώπων. Επίσης να γνωρίζουμε καλά ότι ο Θεός είναι κοντά μας διότι είναι ο «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Αυτός ο οποίος δημιουργεί τα αυτιά και τα μάτια μας, άραγε δεν τα βλέπει όλα;

Να προφυλαγόμαστε ακόμη από τις μεμψιμοιρίες, τις μηνύσεις εναντίον άλλων, από τα κενόδοξα λόγια και τις αφορμές για καυγάδες. Ομοίως να χρησιμοποιούμε το φαγητό και το ποτό με φόβο Θεού, ενώ κατά την ώρα του ύπνου να ξαπλώνουμε με ειρηνικό τον λογισμό μας και τα μέλη μας εξωτερικά να είναι όλα καλά σκεπασμένα. Διότι αυτός ο λίγος του σώματος ύπνος είναι απεικόνιση του αιωνίου ύπνου δηλ. του θανάτου. Και την κατάκλιση στο κρεββάτι να την θεωρούμε ότι μπαίνουμε μέσα στον τάφο. Για όλα αυτά πάντοτε να έχουμε προ των οφθαλμών μας τον Θεό, όπως λέγει ο Δαβίδ: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου έστι, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15, 8). Όποιος κάνει πάντοτε αυτά, ευρίσκεται στην προσευχή.

Εάν κάποιος είναι κατά το σώμα εύρωστος και υγιής, πρέπει να το εξασκεί στην νηστεία, την αγρυπνία, τα κοπιώδη σωματικά έργα και τις μετάνοιες. Να καταπονεί το σώμα για να υπακούει στην ψυχή και με την Χάρι του Θεού να το ελευθερώνει από τα πάθη. Ενώ, εάν το σώμα είναι αδύνατο, να το κυβερνά ανάλογα με τη δύναμή του. Αλλά για την προσευχή πάντοτε να φροντίζουν τόσο ο αδύνατος όσο και ο εύρωστος. Ακόμη και στη σωματική εργασία ο νους να προσεύχεται μυστικά διότι και αυτός πρέπει να τελειωθεί στο φόβο του Θεού. Οι σωματικοί κόποι να γίνονται με διάκριση από τους υγιείς, κατά τη δύναμη που έχει δηλ. ο καθένας. Ενώ αυτοί που ευρίσκονται σε μεγάλη αδυναμία, να κοπιάζουν με τον νου, να τρέφουν με τη σκέψη τους μεγάλη αγάπη και ελπίδα για τον Θεό και να κατευθύνονται από την αγάπη Του. Παρομοίως και ενώπιον των συνανθρώπων μας πρέπει να συμπεριφερόμαστε κατά τις εντολές του Θεού, δηλ. με αγάπη και εάν είναι πολύ γνωστοί ή και γείτονές μας, να εκδηλώνουμε την αγάπη μας με λόγια και με έργα, όσο βέβαια είναι σε εμάς δυνατόν, με τη βοήθεια του Θεού. Και εάν είναι άγνωστοι ή μακριά μας, να ενωνόμαστε με αυτούς νοερώς διά της αγάπης και κάθε κακία που εμφωλεύει στο νου μας γι’ αυτούς να την διώχνουμε από την καρδιά μας και με ταπείνωση στην ψυχή να επιζητούμε να ευχαριστήσουμε όλους.

Εάν δει ο Θεός ότι ζούμε με αυτόν τον τρόπο, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες μας, θα δεχθεί την προσευχή μας σαν ένα ακριβό δώρο και θα μας χαρίσει πλουσίως το μέγα έλεός Του.

Ιδού, με την Χάρι του Θεού, μίλησα από τα ιερά συγγράμματα των Πατέρων περί της νοεράς εργασίας και των διαφόρων τρόπων του εσωτερικού πολέμου με τους οποίους ο νοητός εχθρός μάς επιτίθεται, και ότι είναι μεγάλο έργο να έχει κανείς τον νου του καθαρό από λογισμούς στην ώρα της προσευχής.
πηγή:(Οσίου Νείλου Σόρσκυ, Περί νοεράς εργασίας, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 48-53)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...