Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιολογιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιολογιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2012

Ο στάρετς Ανατόλιος Α της Όπτινα(1824/+25-1-1894)


Картинка 4 из 74
-Ο Άνατόλιος Ζερτσάλωφ ήταν από τους πιο στε­νούς μαθητές του στάρετς Μακαρίου. Σ'όλη του τη ζωή του ήταν απόλυτα αφοσιωμένος.
 Γεννήθηκε στίς 24 Μαρτίου 1824 στο χωριό Μπόντολια καί το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αλέξης. Ό πατέρας του ονομαζόταν Μωυσής καί ήταν διάκος- τη μητέρα του τη λέγανε 'Αννα Σεργκέγιεβνα. Κι οι δυο τους ήταν πάρα πολύ ευσεβείς κι επιθυμούσαν πολύ να δουν τα παιδιά τους ν' ασπάζονται το μοναχικό βίο.Από την ηλικία των πέντε ετών ο πατέρας του άρχιζε νά τον μαθαίνει γράμματα. Ό Αλέξης είχε μεγάλο ζήλο κι ήθελε να μάθει γρήγορα να διαβάζει για να μπει στο χορό των ψαλτών, αλλά ή φωνή του δεν ήταν καλή. Σύντομα όμως τον έστειλαν στο θεολογικό σεμινάριο του αγίου Μπόρις καί μετά στο σεμινάριο της Καλούγκα.
 Άφού τέλειωσε το σεμινάριο ξεκίνησε για να πάει να μονάσει στα δάση του Ροσλάβλ, αλλά μια ξαφνική κακοκαι­ρία τον εμπόδισε να ολοκληρώσει το ταξίδι του. Στή συνέ­χεια ανέλαβε να υπηρετήσει σε μια κρατική υπηρεσία. Αρρώστησε από φυματίωση όμως καί μετά από μια θαυμα­τουργική θεραπεία αποφάσισε να πάει στην 'Οπτινα, οπού κι έμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Στήν 'Οπτινα μάλιστα πήγε μαζί με τη μητέρα του καί μόλις την είδε ό στάρετς Μακάριος της είπε:
 - Ευλογημένη νά'σαι, καλή μου γυναίκα, πού βάζεις το γιο σου σε τέτοιο καλό δρόμο.Ό στάρετς Μακάριος δίδαξε ό ίδιος στον π. Άνατόλιο τη νοερά προσευχή του Ίησού κι εκείνος συνήθιζε να πηγαίνει βαθιά μέσα στο δάσος για να την άσκεί στην ησυχία. Στήν 'Οπτινα ήρθε το 1857, τότε πού ό μελλοντικός στάρετς Αμβρόσιος έδειχνε πώς θ' αντικαταστήσει τον π. Μακάριο. Κι όταν ό τελευταίος ήταν απασχολημένος έστελνε τον Αλέξη για πνευματική καθοδήγηση στον π. Αμβρόσιο, λέγοντας του:
 - Αυτός (ό π. Αμβρόσιος) είναι πιο κατάλληλος από μένα.Πολλές φορές επίσης, με την ευλογία του στάρετς Μακα­ρίου, ό Αλέξης πήγαινε για πνευματικές συμβουλές στο στάρετς Αντώνιο.
  Ή ζωή στην 'Οπτινα δεν ήταν εύκολη για το νεαρό μονα­χό. Τον μετακινούσαν συνέχεια από το ένα κελλί στο άλλο. Κάποτε έμενε σ' ένα κελλί πού από πάνω του ήταν ό χώρος οπού έκοβαν τα ξύλα. 'Ετσι του ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρώνεται στη μελέτη των ασκητικών βιβλίων, πού 'ταν κανόνας απαράβατος για όσους ζούσαν στην υποταγή των γερόντων. Έκεί απόκτησε πονοκεφάλους, πού τον ταλαιπωρούσαν πολύ καιρό. "Ολες αυτές οί ταλαιπωρίες όμως καλλιεργούσαν στην ψυχή του τις αρετές της ταπείνω­σης, της υπομονής, της πραότητας και της σταθερότητας. Κι ό στάρετς Μακάριος φρόντιζε ιδιαίτερα για ν' αξιοποιήσει τα τάλαντα του π. Άνατολίου. Δε δίσταζε να τον ταπεινώνει.
 Κάποτε επισκέφτηκε την "Οπτινα ό όσιος 'Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ. 'Οταν συνάντησε τον π. Άνατόλιο εντυ­πωσιάστηκε με τη συμπεριφορά του. Φεύγοντας μάλιστα εξέφρασε την εκτίμηση καί το σεβασμό του για τον π. Άνα­τόλιο κι είπε πώς χάρηκε πολύ πού συνάντησε 'ένα μοναχό τόσο μορφωμένο κι έμπειρο στην πνευματική ζωή.Ό π. Άνατόλιος ανέφερε με απλότητα τα λόγια του αγί­ου Ιγνατίου στο στάρετς Μακάριο, οπότε εκείνος μπροστά σε όλους του είπε:
— Ανόητε! "Ωστε έτσι, νομίζεις πώς είσαι καλός ε; Δεν καταλαβαίνεις πώς ό επίσκοπος είναι αριστοκράτης καί συνηθισμένος να μοιράζει κομπλιμέντα από ευγένεια καί άνοιξες το στόμα σου καί τον άκουγες, νομίζοντας πώς όσα λέει σου ταιριάζουν; Τί επιπόλαιος πού είσαι!
 'Οταν ό π. Άνατόλιος απομακρύνθηκε, ό στάρετς Μακάριος είπε:— Είναι πραγματικα ευφυής καί καλλιεργημέ­νος, όλοι τον σέβονται. Πρέπει όμως να τον επιτι­μούμε, γιατί είναι εύκολο να πέσει στην υπερηφά­νεια.
 Ό στάρετς Μακάριος συνήθιζε να τον αποκαλεί «υψηλότατο». Κι αυτό όχι μόνο για τη σωματική του διάπλαση, μα καί για να δείξει το πνευματικό του ύψος.Μετά την κοίμηση του στάρετς Μακαρίου, οι γέροντες Άνατόλιος καί Αμβρόσιος αγωνίζονταν μαζί. Ό π. Άνατόλιος έγινε γέροντας καί πνευματικός, ιδιαίτερα στα κοντινά γυναικεία μοναστήρια. "Ηταν ο κυριότερος βοηθός του στά­ρετς Αμβροσίου στην ίδρυση του γυναικείου μοναστηρίου του Σαμορντίνο.
Ο άγιος στάρετς της Όπτινα Ιωσήφ(1837-1911)στην μονή του Σαμορντίνο
Το 1870 ό π. Άνατόλιος χειροτονήθηκε ιερέας καί τον επόμενο χρόνο ή σύνοδος τον διόρισε ηγούμενο του μονα­στηρίου Σπάσκυ Όρλώφ. Από υπακοή στο στάρετς Αμβρόσιο όμως καί για να βοηθήσει στο θεσμό των γερό­ντων στην 'Οπτινα, ό π. Άνατόλιος αρνήθηκε αυτή την εξέ­λιξη. Από υπακοή στο στάρετς Αμβρόσιο επίσης ανέλαβε προϊστάμενος της σκήτης, για να φροντίζει όλες τίς ανάγκες των μοναχών. 
 Ο π. Ανατολίος ακόμα κι όταν έγινε προϊστάμενος της σκήτης έτρεφε τον ίδιο σεβασμό για το στά-ρετς Αμβρόσιο. "Οταν πήγαινε να τον επισκεφτεί του 'βαζε εδαφιαία μετάνοια, όπως κι όλοι οι μοναχοί. Κάποτε ό στάρετς Αμβρόσιος είπε στο­υς παρευρισκόμενους για τον γονατισμένο μπροστά του π.  Ανατολίο:
— Σας τον συνιστώ, είναι ό προϊστάμενος μου!
Το παρεκκλήσιο πάνω από τον τάφο των αγίων σταρετς Ανατολιου  και Βαρσανουφίου
 Ό στάρετς Άνατόλιος ήταν άνθρωπος με πύρινη προσευ­χή. Ή μονολόγιστη ευχή του Ίησού δεν έλειπε ποτέ από το νου καί την καρδιά του. Ό στάρετς Αμβρόσιος έλεγε πώς ό π. Άνατόλιος είναι «μεγάλος γέροντας καί εργάτης της νοερας προσευχής. Του έχει δοθεί τόσο μεγάλη προσευχή καί χάρη, συνέχιζε, που ανάμεσα σε χίλιους ίσως μόνο σε ένα δίνεται».
 Την προσευχή αύτη ό στάρετς Άνατόλιος προσπαθούσε να τη διδάξει καί να τη μεταδώσει καί στους μαθητές του καί κυρίως στίς μοναχές του Σαμορντίνο, την πνευματική καθο­δήγηση των οποίων είχε αναλάβει μετά την κοίμηση τουστάρετς Αμβροσίου. Δεν έπαυε να τους θυμίζει πώς πρέπει οπωσδήποτε να τηρούν την καρδιά καί το νου τους καθαρά. Προς το τέλος της ζωής του ό στάρετς απόκτησε τα ϊδια χαρίσματα της πνευματικής διόρασης καί της προορατικότητας πού είχαν οί πνευματικοί του γεννήτορες, οι στάρετςΜακάριος καί Αμβρόσιος καί μάλιστα στην ίδια ένταση με αυτούς. Μπορούσε να διαβάζει τίς ψυχές των ανθρώπων,ακόμα καί τίς πιο μύχιες σκέψεις τους. Προέβλεπε το θάνα­το των πνευματικών παιδιών του, τίς αρρώστιες καί τίςδυστυχίες τους, καί προειδοποιούσε διακριτικά εκείνους πού επρόκειτο να τα υποστούν.
Μεγάλη συμβολή στην οικοδομή των πνευματικών του παιδιών καί ιδιαίτερα των μοναζουσών είχε ό στάρετς Άνατόλιος καί με τίς πολυάριθμες επιστολές του. 'Ηξερε να πλη­σιάζει την ανθρώπινη ψυχή μ' ένα στοργικό, τρυφερό καί πατρικό τρόπο, καί να την όδηγεί στο δρόμο της πνευματι­κής ζωής, να της δείχνει που ακριβώς καί πώς να βαδίζει για να σωθεί.Ήταν ένας πραγματικός θεραπευτής των ψυχών.
Οι επιστολές του στάρετς Άνατολίου διδάσκουν τη γνώ­ση καί την αγάπη του Θεού. Ξεκαθαρίζουν την πορεία καί τον προορισμό του χριστιανού και του μονάχου. Δίνουν κου­ράγιο στον αγώνα ενάντια στα πάθη καί τίς αδυναμίες μας. Διδάσκουν τη νοερά προσευχή καί γενικά δίνουν συμβουλές καί ωφέλιμα μαθήματα σε κείνους πού αναζητούν τη σωτη­ρία τους.
Ό στάρετς Άνατόλιος έλαβε επίσης μέρος στη μετάφρα­ση των πατερικών κειμένων καί συνέβαλε στην έκδοση τους. Στάθηκε καί σ' αυτόν τον τομέα πολύτιμος βοηθός τόσο του στάρετς Μακαρίου δσο καί του στάρετς Αμβροσίου.
Το 1891 αναπαύτηκε ό στάρετς Αμβρόσιος. Ό γέροντας Άνατόλιος λυπήθηκε πολύ, δέχτηκε με πολύ βαριά καρδιά την πνευματική του ορφάνια. Μα κι ό ιδιος τότε πλησίαζε στη δύση του επίγειου βίου του. Κοντά στη θλίψη του για τον π. Αμβρόσιο, ήρθε να προστεθεί κι άλλη μία. Ό τοπικός επίσκοπος, πού δε συμπαθούσε καί πολύ το έργο του στάρετς Αμβροσίου, απαγόρεψε στο στάρετς Άνατόλιο να επισκέ­πτεται το Σαμορντίνο. Ήταν ένα γερό χτύπημα στον ευαί­σθητο στάρετς, πού έτσι δε θα μπορούσε πια να εξυπηρετεί τίς άπορφανισμένες μοναχές. Ή υγεία του κλονίστηκε.
Το 1892 έκανε ένα ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη καί την Κρονστάνδη, για να συναντήσει τον π. Ιωάννη. Συνδέονταν μεταξύ τους κι ένιωθαν βαθύ σεβασμό ό ένας για τον άλλον. Στίς 10 Όκτωβρίου λειτούργησαν μαζί. 0ι γιατροί τους όποιους επισκέφτηκε στην πρωτεύουσα βρήκαν αδύνα­τη την καρδιά του καί υγρό στους πνεύμονες.
Τον επόμενο χρόνο ή υγεία του χειροτέρεψε. Στίς 10 Όκτωβρίου έλαβε το μεγάλο σχήμα καί σε τρισήμισυ μήνες, στις 25 Ιανουαρίου του 1894, ό μεγάλος αυτός στάρετς της "Οπτινα αναπαύτηκε. Οι γέροντες αποφάσισαν να τον θάψουν κοντά στους τάφους των μεγάλων γερόντων.
Πέτρου Μπότση«Πατερικό της Όπτινα

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΙΑ ΑΥΤΟΥ (26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)



«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Μόλις χθες, εξ αφορμής της μνήμης του Μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αναφερθήκαμε στη φράση του, που συνιστά αξίωμα της χριστιανικής ζωής: «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις», η πράξη, η άσκηση δηλαδή πάνω στις εντολές του Χριστού, οδηγεί στη θεωρία ως θέα του Θεού και μετοχή σ’ Αυτόν. Αυτό ακριβώς βλέπουμε να εφαρμόζεται κατά απόλυτο τρόπο, θα λέγαμε, στους σημερινούς αγίους, τον όσιο Ξενοφώντα, τη γυναίκα του Μαρία και τα παιδιά τους Αρκάδιο και Ιωάννη. Αγωνίστηκαν να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Εν τη οδώ των εντολών σου βαδίζων θερμώς ο σος ικέτης, Δέσποτα, μονάς κατέλαβε καταλλήλους πόθω ζωής της αιωνίου επιλαβόμενος» (Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή). «Εντολαίς του Δεσπότου επαγρυπνών, μακάριε Ξενοφών» (Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών). Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Φανοτάταις αξίαις τετιμημένος, φωτοφόρω διέπρεψας πολιτεία∙ την πράξιν γαρ επίβασιν θεωρίας ανέδειξας» (Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία).

Πρέπει βεβαίως να σημειώσουμε με έμφαση ότι η όδευση, η πορεία του πιστού πάνω στις εντολές του Χριστού, συνιστά, όπως αναφέραμε, αξίωμα της χριστιανικής ζωής, διότι ακριβώς πρόκειται περί εντολών του Χριστού, του ίδιου του Θεού δηλαδή. Δεν ανήκει στην επιλογή ενός χριστιανού να τηρήσει ή όχι τις εντολές Εκείνου επομένως, εφόσον θέλει να είναι χριστιανός. Είναι ο μονόδρομος της ζωής του, που τον κάνει πράγματι να είναι αληθινά μαζί με τον Χριστό. Ο Ίδιος ήταν απολύτως σαφής: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». «Ο μη αγαπών με του λόγους μου ου τηρεί». Και οι εντολές Του, όλοι γνωρίζουμε, συγκεφαλαιώνονται σ’ αυτό που διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Αύτη εστίν η εντολή Αυτού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του Υιού Αυτού και αγαπώμεν αλλήλους». Πίστη και αγάπη: ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην πίστη και την αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμπων αξιώμασι ψυχής, ελεημοσύνη και πίστει σαυτόν ελάμπρυνας» (Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη). Η φράση «αξιώμασι ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Εντολαίς του Δεσπότου επαγρυπνών, εφ’ ομοίοις τε τρόποις παίδας τους σους ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφών» (Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών). Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

Και κάτι τελευταίο. Φαίνεται το ορθόδοξο φρόνημα του οσίου Ξενοφώντα απαρχής της ζωής του, από τη διάθεσή του να υπηρετεί τους πάντες και να καλύπτει τις ανάγκες τους, εφόσον είχε τα μέσα για κάτι τέτοιο, κυρίως όμως τους μοναχούς, οι οποίοι αποδεικνύονταν φτωχοί. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «Ως πάντων οικονόμος προβεβλημένος, την πάντων επιμέλειαν ανεδείξω, τοις χρήζουσι τον πλούτον σου διανέμων, υποδεχόμενος, φιλοφρονούμενος  Μοναζόντων τάγματα, πάτερ όσιε» (Ως γνωστός σε όλους οικονόμος των πάντων, ανέλαβες τη φροντίδα όλων, μοιράζοντας τον πλούτο σου σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη, υποδεχόμενος και περιποιούμενος τα τάγματα των μοναχών, πάτε όσιε). Και λέμε ότι στη στάση του απέναντι στους μοναχούς φαινόταν το ορθόδοξο φρόνημά του, διότι στην Εκκλησία μας ένα από τα κριτήρια ορθοδοξίας που έχουμε είναι και το πώς στέκεται κανείς απέναντι  στον μοναχισμό. Αν κανείς δεν δει τον μοναχισμό, την πλήρη δηλαδή αφιέρωση στον Θεό με τις αρετές της υπακοής, της παρθενίας και της ακτημοσύνης, ως τον δρόμο που έχει ευλογηθεί κατεξοχήν από τον Θεό, αφού εκεί δίνονται πολλές προκλήσεις αγιασμού των ανθρώπων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σωστός ορθόδοξος. Η Εκκλησία μας πάντοτε δύο δρόμους πρόβαλε – υπάρχουν πάντοτε και οι εξαιρέσεις - για την πορεία του πιστού: τον τίμιο γάμο και την ευλογημένη αφιέρωση στον Θεό διά της μοναχικής ζωής. Κι εννοείται βεβαίως ότι μιλάμε για τον αληθινό μοναχισμό, όπως όταν μιλάμε για τον γάμο, εννοούμε τον τίμιο γάμο που και αυτός ορθά βιούμενος εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος



Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ο μέγας αυτός Άγιος Γρηγόριος ο Τριαδικός Θεολόγος και ιεράρχης γεννήθηκε στη Αριανζώ το 329 μ.Χ, ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας, κοντά στη κωμόπολη Ναζιανζώ, εξ ου αναφέρεται και ως Ναζιανζηνός. Οι γονείς του ήτον ευγενείς και δίκαιοι, Γρηγόριος και Νόννα ονόματι, σεβόμενοι εξ αγνοίας τα είδωλα. Αφ'ότου δε εγέννησαν τον Γρηγόριο, ανεγεννήθησαν και αυτοί και εβαπτίσθησαν Χριστιανοί. Ο πατέρας του μάλιστα έγινε αρχιερεύς της Ναζιανζού. Έτσι, ο νεαρός Γρηγόριος ανατρέφεται, μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον. Από την παιδική του ηλικία φανέρωσε τα σπάνια χαρίσματα του. Αγάπησε με πάθος τα γράμματα και λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης των γονιών του μπόρεσε και σπούδασε στα καλύτερα σχολεία της εποχής του.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα γνώρισε το Μέγα Βασίλειο και στην Αλεξάνδρεια συνάντησε για πρώτη φορά το Μέγα Αθανάσιο και το Μέγα Αντώνιο. Το 365 μ.Χ., ο Βασίλειος έφυγε από την Αθήνα, αλλά ο Γρηγόριος έμεινε και δίδασκε ρητορική για ένα χρόνο. Μετά άφησε κι αυτός την Αθήνα και επέστρεψε στη Ναζιανζώ. Όταν επέστρεψε, βαπτίστηκε χριστιανός από τον πατέρα του και έγραψε για το μυστήριο του βαπτίσματος. Ο Γρηγόριος συνιστά το νηπιοβαπτισμό και διδάσκει στους νέους της Ναζιανζού τη χριστιανική διδασκαλία. Ο πόθος του ήταν να ασκητέψει στον Πόντο κοντά στο φίλο του Βασίλειο, όπου και πήγε. Εκεί με το Βασίλειο έγραψε πολλά συγγράμματα.
Περί τα τέλη του 360 μ.Χ., μετά από παράκληση του πατέρα του αφήνει την έρημο του Πόντου και πηγαίνει στην πατρίδα του. Εκεί κατατάσσεται στις τάξεις του κλήρου, αλλά και πάλι φεύγει στην έρημο με σκοπό να προσευχηθεί, να δυναμώσει πνευματικά και να μπορέσει να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο του κληρικού. Ώριμος πλέον επιστρέφει και υπηρετεί το λαό ως ιερέας βοηθώντας τους φτωχούς και τους αρρώστους. Την περίοδο αυτή ο Ιουλιανός ο Παραβάτης κήρυξε σφοδρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Εναντίον του Ιουλιανού αντέδρασαν οι δύο αγωνιστές της εποχής, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος. Οι λόγοι του Γρηγορίου χτυπούν σκληρά τον παραβάτη και χριστιανομάχο αυτοκράτορα, αλλά το αίμα των χριστιανών χύνεται αλύπητα.
Όταν πέθανε ο Ιουλιανός και σταμάτησε ο διωγμός, ο Γρηγόριος εργάζεται δίπλα στον πατέρα του και τον βοηθά με ζήλο στο κοινωνικό του έργο. Έτσι, η φήμη του Γρηγόριου απλώθηκε σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Όταν πέθανε ο πατέρας του, φεύγει πάλι ο Γρηγόριος και πηγαίνει στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας με μοναδικό έργο την προσευχή και τη συγγραφή. Όταν κινδύνευε η Κωνσταντινούπολη από τις αιρέσεις, κάλεσαν το Γρηγόριο να πάει εκεί και να βοηθήσει την εκκλησία. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί μπροστά στον κίνδυνο της ορθόδοξης πίστης. Πήγε εκεί και με τους πύρινους λόγους του και τα επιχειρήματα του έφερε σε δύσκολη θέση τους αιρετικούς και μετά από σκληρό αγώνα ελευθερώθηκε η εκκλησία. Εκείνο που ανέδειξε το Γρηγόριο μεγάλο δάσκαλο και ποιμένα της εκκλησίας ήταν η υπεράσπιση της ορθοδοξίας, που πέρναγε δύσκολες μέρες, από τον κίνδυνο των Αρειανών.
Στην Κωνσταντινούπολη, μόνο ένας μικρός ναός είχε απομείνει στους ορθοδόξους, που τον ονόμαζαν συμβολικά Αγία Αναστασία, ελπίζοντας πως εκεί θα αναστηθεί ξανά η Ορθοδοξία. Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη θεότητα του «Υιού και Λόγου του Θεού», με θαυμαστά αποτελέσματα. Η εκκλησία μας με βάση τα υψηλά θεολογικά του κηρύγματα και συγγράμματα τον τίμησε με τον τίτλο του Θεολόγου. Σε λίγο στέφθηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνοντας με διάταγμα την ορθοδοξία. Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381μ.Χ., μαζί με άλλους άρχοντες της εκκλησίας στερέωσαν την πίστη και την ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Όμως η κακία και ο φθόνος δεν άφησαν για πολύ καιρό το Γρηγόριο στον πατριαρχικό θρόνο, επειδή μερικοί επίσκοποι από φθόνο αντέδρασαν στην εκλογή του. Η ευαίσθητη ψυχή του δεν το ανέχθηκε αυτό και για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του,τη Ναζιανζό και πρόσφερε τις υπηρεσίες του από το βαθμό του επισκόπου περνώντας την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων.
Ένα πρωινό, στις 25 Ιανουαρίου το 391 μ.Χ., άφησε τα γήινα, για να πάει αιώνια κοντά στον αγαπημένο του Κύριο. Η αγία κάρα του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος. Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στίς 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος α')
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου, τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2012

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ



«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.


Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».


Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, τον κατ’ εξοχήν «ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί, να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.


Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιοτάτη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Θεοπρεπεί τη μιμήσει συ ξενιτεύσασα του δι’ ημάς εξ άνω προς ημάς κατελθόντος, υψώσαι τους πεσόντας, μένεις σοφή, συγγενέσι μεν άγνωστος, αλλ’ ευσεβέσι γνωστή» (Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς). «Ξένην εννοήσασα ζωήν εν ουρανοίς την μένουσαν και μη παρερχομένην, την κλήσιν ως την πράξιν ημείψω, και έδραμες έλαφος ως διψώσα, αθανάτου κατ’ ίχνος μνηστήρος» (Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού).


Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Ως δάμαλις ποθούσα του ποιμένος το θείον κάλλος εκραύγαζες Πού νυν ποιμαίνεις, Νυμφίε; Πού κοιτάζη, ειπέ μοι; Επιποθώ σου ιδείν την υπερβάλλουσαν θέαν και φλέγομαι πάντοθεν» (Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πές μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού). Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Εράσμιον το κάλλος το εμόν, βοά ο Νυμφίος, ζητούσα, σεμνή, ταις αρεταίς λαμπρυνθείσα, εις ουρανούς με σκόπει εκεί ποιμαίνω εγώ, και τα εμά προσκαλούμαι εκάστοτε θρέμματα» (Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα).


Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μεταναστεύουσα πρώην τη διαθέσει, Σεμνή,  και βεβαιούσα έργω το κριθέν σοι εννοία, εξήλθες της ματαίας των ηδονών, μακαρία, λειότητος» (Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών). Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία: η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.


Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Προίκα τω Χριστώ προσήξας την αγνείαν, νέκρωσιν μελών και πόνους εγκρατείας» (Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας)∙ «Βρέχουσα στρωμνήν τοις δάκρυσιν, οσία, και μετά σποδού εσθίουσα τον άρτον» (έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ). Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο» («Τύπον σεαυτήν καλών παρεχομένη, είλκυσας πολλάς ψυχάς εις σωτηρίαν, απορραγείσας του κόσμου της προσπαθείας»).


Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Τον ξενωθέντα μακράν των εντολών του Θεού ημών, οικειωσόν με ταις σαις, οσία, δεήσεσι και ξένον με ποίησον της δεινής γεένης και παθών συνεχόντων με» (Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν).   

Ἡ Ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸν σαλή


Ἄγνωστος συγγραφεύς



Αὐτὸν τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας (“Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”) μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε πλήρως στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλή. Ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι “πτωχοὶ τῷ πνεύματι” καὶ τὰ σαράντα πέντε χρόνια τῆς ἀσκητικῆς της ζωῆς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μία καθίδρυση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στὴν καρδιά της.

“Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς”.

Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Καμμιὰ λαϊκὴ διήγηση, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀνθρώπων, οὔτε γραπτὲς πηγὲς δὲν μᾶς προμηθεύουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὴν ἀνατροφή της, τὴν παιδεία της ἢ ἄλλη κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα δὲν ἦταν ἀπὸ χαμηλὴ οἰκογένεια. Ὁ σύζυγός της Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δύο στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους, καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν “καλὴ τύχη” καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένη, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτὴ τοὺς τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα. Τόσο πολὺ καταβλήθηκε αὐτὴ ἀπὸ θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὥστε στοὺς πολλοὺς φαινόταν ὅτι ἔχασε τὰ λογικά της. Ἔτσι νόμισαν οἱ συγγενεῖς της, οἱ φίλοι της καὶ οἱ γνωστοί της.

Πραγματικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ξένης μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν πολὺ περίεργη. Κατὰ πρῶτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνη ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζη τὸν ἑαυτὸ της Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζη τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνη ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της.

Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μία πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς “κατὰ Χριστὸν τρελλή”.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: “Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζῆς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνης, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνης καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζῆς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζῆς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.”(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς). Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ “χτύπημα” ποὺ “χτύπησε” τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Ἡ μακαρία Ξένη, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μία φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποῦ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποῦ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.

Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μία κόκκινη φούστα καὶ μία πράσινη ζακέτα. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ της πρόσφερε πολλὰ ἀπ’ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.

Ὅλοι ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη. Πολλοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο.

Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένη ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὥς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση “ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτιτόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου”. Οἱ κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τοὺς λίθους στὴν κορυφή. “Από ποῦ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ σωροὶ τῶν λίθων κάθε πρωΐ;” ἔλεγαν. Ἀλλὰ κατάλαβαν ἔπειτα ὅτι βοηθὸς τους ἦταν ἡ μακαρία Ξένη.

Αὐτὰ ποὺ γράψαμε μέχρι τώρα γι’ αὐτοὺς τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μακαρίας Ξένης τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ λαοῦ. Πόσα ὅμως ἄλλα ἄγνωστα γιὰ μᾶς θὰ ὑπάρχουν γι’ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ὁσία, ποὺ εἶναι ὅμως γνωστὰ μόνο στὸ Θεό;

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: “Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι” (Μάρκ.8,34). Μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ χαρὰ ἡ μακαρία Ξένη σήκωσε μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς πενίας καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸ δικό της συμφέρον ἔκλεισε στὴν καρδιὰ της ὅλους τοὺς “γείτονές” της μὲ τὶς δυστυχίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς φροντίδες καὶ τὶς λύπες τους. “Γείτονές” της, εἰκονικῶς ὁμιλοῦντες, ἦταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας Πετρούπολης.

Ἡ μακαρία Ξένη, ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: “Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα”. Καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν θώπευε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρη κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπῆ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά.

Ἡ μακαρία Ξένη ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: “Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!”. Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώση τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Ὁ ἀγώνας τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν δύσκολος. Οἱ ἅγιοι μοναστικοὶ πατέρες καὶ ἀσκητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ του κόσμου στὴν ἔρημο καὶ στὰ δάση καὶ ἔλαβαν τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων τους στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητάς τους στὴ γῆ. Ὅμως οἱ μακάριοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σαλότητας ἔκρυβαν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὴ θέλοντες νὰ παρουσιάσουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δίκαιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς τρελλούς.

Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη εἶδε καθαρὰ τὴν δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ γιὰ νὰ προετοιμάση πνευματικῶς τὴν ψυχή της, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀφιερώσεώς της. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένη γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἢ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξαναφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἦρθε τέλος ἡ στιγμὴ ποὺ ἔληξαν οἱ ἀγῶνες της. Ἡ μακαρία Ξένη ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ εἰσῆλθε στὸν αἰώνιο. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώση τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ἀμέσως μετὰ τὴν κηδεία της οἱ θαυμαστὲς ἄρχισαν νὰ παίρνουν χοῦφτες χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὔξανε κάθε μέρα. Ὁ σωρὸς τοῦ χώματος στὸν τάφο της συνέχεια ἐλαττωνόταν. Τελικὰ τοποθετήθηκε στὸν τάφο της μία πέτρινη πλάκα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἔσπαζαν κομμάτια καὶ τὴν ἀφαιροῦσαν. Τελικὰ τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο της μία πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.

Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους. 

Η αγία Ελισάβετ Φεοντόροβνα





Η πριγκίπισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα γεννήθηκε το 1864. Γονείς της ήταν ο μέγας Δούκας Λουδοβίκος Δ΄ της Έσσης και η πριγκίπισσα Αλίκη. κόρη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Αδελφή της η Ρωσίδα αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα. Από τα παιδικά της χρόνια διακρινόταν για τη βαθιά πίστη της και τη φιλάνθρωπη διάθεσή της. Η «ευγενική» καταγωγή της δεν στάθηκε εμπόδιο για να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Συμπεριφερόταν με καλοσύνη και απλότητα στους απλούς ανθρώπους και από παιδί είχε μια διακαή επιθυμία: να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη.
Το 1884 η Ελισάβετ παντρεύτηκε τον μέγα πρίγκιπα Σέρ­γιο Αλεξάνδροβιτς, αδελφό του τσάρου Αλεξάνδρου Γ΄. Παρότι αλλόδοξη, δεν της ζητήθηκε να αλλάξει την πίστη της. Όμως η ορθόδοξη πίστη της κέντρισε εξ αρχής το ενδιαφέρον. Από την πρώτη ημέρα που ήλθε στη Ρωσία μελετούσε με επιμέλεια τη ρωσική γλώσσα και παρακολουθούσε τη ζωή των απλών Ρώσων. που ήταν ζυμωμένη με την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Μαζί με το σύζυγό της ταξίδεψε και στους Αγίους Τόπους, όταν το 1888 έγιναν τα εγκαίνια του ρωσικού ναού της Αγ. Μαρίας Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή. Το προσκύνημα στην Αγία Γη, όπου έζησε ο Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην Ελισάβετ. Η καρδιά της, «γη αγαθή», ήταν έτοιμη να δεχτεί το σπόρο της ορθόδοξης πίστης. Αφού κατηχήθηκε, προσχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία το 1891. Την ίδια χρονιά ο σύζυγος της διορίστηκε γενικός κυβερνήτης της Μόσχας.
Από τη μέρα εκείνη η Ελισάβετ αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τους φτωχούς και τους πάσχοντες. Το 1904 η Ρωσία μπήκε στην περιπέτεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου. Η Ελισάβετ οργάνωσε τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Επισκεπτόταν τους τραυματίες, έκανε εράνους για τους στρατιώτες κ.λπ. Όμως ο πόλεμος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις και οι πολιτικές δολοφονίες. Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου 1905, ο σύζυγος της Ελισάβετ Σέργιος Αλεξάνδροβιτς σκοτώθηκε από βόμβα, που πέταξε ο Ιβάν Καλιάεβ, μέλος του σοσιαλιστικού επαναστατικού κόμματος. Ο δολοφόνος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Ταγκάνκα. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής της Ελισάβετ. Επισκέφθηκε η ίδια τον Κα­λιάεβ στη φυλακή. Του μίλησε με πολύ καλοσύνη, καλώντας τον να αφήσει τις αναρχικές ιδέες. Όμως δεν έμεινε εκεί. Ζήτησε από τον τσάρο Νικόλαο Β΄ να μην εκτελέσει τον Κα­λιάεβ. Ο τελευταίος εκτίμησε τη χριστιανική στάση της Ελισάβετ, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να απορρίψει τις ιδέες του.
Το 1907 η Ελισάβετ αγόρασε μέσα στη Μόσχα ένα οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κήπο. Δημιούργησε την «Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας» με σκοπό τη διακονία των φτωχών και πασχόντων ανθρώπων. Χτίσθηκαν σύντομα και άλλα κτίρια καθώς και δύο ναοί αφιερωμένοι στη Θεοτόκο και στις αγίες Μάρθα και Μαρία. Σύντομα η κοινότητα απέκτησε ξενώνα, ορφανοτροφείο. νοσοκομείο, σχολείο, βιβλιοθήκη κ.λπ. Η αδελφότητα λειτούργησε ως μοναστήρι, συνδυάζοντας τη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Το έργο που επιτελούσε ήταν τεράστιο. Πλήθη φτωχών και αρρώστων ανθρώπων έβρισκαν περίθαλψη και ανακούφιση. Τα ορφανά παιδιά έβρισκαν προστασία. Τα φτωχά και άπορα παιδιά μπορούσαν να μάθουν γράμματα και κάποια τέχνη.
Η αδελφότητα ξεκίνησε με έξι μοναχές. Τον πρώτο χρόνο είχαν γίνει δεκατρείς και το 1914 έφτασαν τις εκατό. Όλες οι αδελφές εργάζονταν με αυταπάρνηση, διακονώντας τους «ελάχιστους αδελφούς του Ιησού». Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, στην αδελφότητα βρήκαν καταφύγιο πολλά ορφανά, που ήλθαν από τις εμπόλεμες περιοχές και είχαν ζήσει τη φρίκη και τις αγριότητες του πολέμου. Ένα μέρος των κτιρίων μετετράπη σε στρατιωτικό νοσοκομείο για τους τραυματίες του πολέμου. Η εργασία της αδελφότητος εκτιμήθηκε πολύ και βοηθήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Μόσχας και μετέπειτα ιερομάρτυρα άγιο Βλαδίμηρο και αργότερα από τους μητροπολίτες Τρύφωνα και Μητροφάνη. Την πνευματική καθοδήγηση των αδελφών είχε ο π. Σέργιος Μετσώφ, ο οποίος πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές και εξορίες και βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1941.
Το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της αδελφότητας έμελλε να διακοπεί με την επανάσταση. Το 1918, κατά την εβδομάδα της Πεντηκοστής, η Ελισάβετ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην πόλη Αλαπαέβσκ στην ευρύτερη περιοχή του Αικατερίνμπουργκ. Στις 17 Ιουλίου, τη νύχτα που δολοφονήθηκαν τα μέλη της τσαρικής οικογένειας Ρομανώφ, βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Αλαπαέβσκ και η Ελισάβετ μαζί με τη μοναχή Βαρβάρα Γιαγκόβλεβα. Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν το 1920 στο μοναστήρι της Αγ. Μαρίας Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ. Το 1992 οι μοναχές Ελισάβετ και Βαρβάρα ανακηρύχθηκαν αγίες από τη Ρωσική Εκκλησία.
Η αδελφότητα διαλύθηκε βίαια και οι ναοί έκλεισαν το 1926. Τα τελευταία χρόνια η αδελφότητα ανασυστήθηκε, για να συνεχίσει την παράδοση της αγίας Ελισάβετ. Στις 17 Αυγούστου 1990 στον κήπο, μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας, τοποθετήθηκε μνημείο προς τιμήν της αγίας και εγκαινιάστηκε από τον Πατριάρχη Αλέξιο.
(Αρχ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου, «Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές», εκδ. Ακρίτας, σ. 114-118)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2012

24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ BIOΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗΣ‏



Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας (Σβέτα Ξένια Πετρμπούργκσκα) ἑορτάζεται στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἴδια -σύμφωνα μὲ ἀρχαία παράδοση- ἡμέρα ποὺ τιμᾶται καὶ ἡ συνονόματή της Ὁσία Ξένη ἡ Ῥωμαία.  
   
Αὐτὸν τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας («Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν») μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε πλήρως στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλή. Ἀνῆκε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι «πτωχοὶ τῷ πνεύματι» καὶ τὰ σαράντα πέντε χρόνια τῆς ἀσκητικῆς της ζωῆς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μία καθίδρυση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στὴν καρδιά της. «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένιας Γκρηγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς».
Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένιας, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Καμμιὰ λαϊκὴ διήγηση, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀνθρώπων, οὔτε γραπτὲς πηγὲς δὲν μᾶς προμηθεύουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὴν ἀνατροφή της, τὴν παιδεία της ἢ ἄλλη κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ξένια Γκρηγκόριεβνα δὲν ἦταν ἀπὸ χαμηλὴ οἰκογένεια. Ὁ σύζυγός της Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς Πετρὼφ εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.
Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δυὸ στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους, καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν «καλὴ τύχη» καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένια, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ᾿ αὐτή τους τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένια Γκρηγκόριεβνα. Τόσο πολὺ καταβλήθηκε αὐτὴ ἀπὸ θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὥστε στοὺς πολλοὺς φαινόταν ὅτι ἔχασε τὰ λογικά της. Ἔτσι νόμισαν οἱ συγγενεῖς της, οἱ φίλοι της καὶ οἱ γνωστοί της.
Πραγματικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ξένιας μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν πολὺ περίεργη. Κατὰ πρῶτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνῃ ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζῃ τὸν ἑαυτό της Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζῃ τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκεύα Ἀντόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνῃ ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της.
Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένια Γκρηγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μιὰ πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένια Γκρηγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς «κατὰ Χριστὸν σαλή».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζῇς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνης, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνῃς καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζῇς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζῇς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστῇς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.»(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς) .
Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ «χτύπημα» ποὺ «χτύπησε» τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Ἡ μακαρία Ξένια, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μιὰ φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποῦ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατὶ εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποὺ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνῃ τὰ γόνατά της σ᾿ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.
Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μιὰ κόκκινη φούστα καὶ μία πράσινη ζακέτα. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ τῆς πρόσφερε πολλὰ ἀπ᾿ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους του Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένια.
Ὅλοι ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Πολλοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο, κάνοντας καλὸ στοὺς ἀνθρώπους στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντρέα· ἔτσι ὥστε ἂν ἡ ψυχή του ὑπέφερε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του τὶς ὁποῖες δὲν εἶχε μετανοήσει, οἱ πράξεις της καὶ οἱ προσευχές της θὰ τὸν βοηθοῦσαν. (Οἱ Χριστιανοὶ συχνὰ δίνουν χρήματα ἢ προσεύχονται γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὸ λέγεται ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο σύνηθες νὰ ἐγκαταλείπει κάποιος ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ ἕνα ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ἡ Ξένια). Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι κάνοντας καλὲς πράξεις καὶ προσφέροντας προσευχὲς γιὰ τοὺς ἄλλους, πλησιάζεις πολὺ τὸ Θεό, καὶ αὐτὸ συνέβηκε καὶ μὲ τὴν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολὺ γιὰ τὸν ἄντρα της καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε Ἁγία!
Ὁ Κύριος εἶχε δώσει στὴν Ξένια πολλὰ πνευματικὰ δῶρα καὶ αὐτὴ ἄρχισε νὰ κάνει περίεργα πράγματα, ὅπως ὅτι περπατοῦσε ξυπόλυτη στὸ χιόνι καὶ φοροῦσε ἀσυνήθιστα ροῦχα, ἔτσι ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν νομίσουν ὅτι ἐκείνη εἶναι κάτι τὸ ἐξαιρετικό. Αὐτὴ μερικὲς φορὲς γνώριζε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, ἢ ἂν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἕνα πρόβλημα καὶ δὲν γνώριζαν τί θέλει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν, αὐτὴ μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ πεῖ. Συχνὰ κοιτάζοντας μὲ μιὰ ματιὰ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ ἤξερε ἂν αὐτοὶ ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια ἢ ὄχι.
Μερικές φορές, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ κάνουν καλὲς πράξεις, τὶς κάνουν κρυφά, ὥστε μόνο ὁ Θεὸς νὰ βλέπει. Αὐτὸ γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Μὴν ἀφήνεις νὰ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χεὶρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου», καί, «Κᾶνε τὶς καλές σου πράξεις μυστικά, ὥστε ὁ Πατέρας ποὺ σὲ βλέπει μυστικὰ νὰ σὲ ἀνταμείψει φανερά». Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὴν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξένιας. Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένια ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὡς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση «ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτητόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου». Οἱ κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τοὺς λίθους στὴν κορυφή. «Ἀπὸ ποῦ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ σωροὶ τῶν λίθων κάθε πρωΐ;» ἔλεγαν. Τελικά, δυὸ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀποφάσισαν νὰ περάσουν τὸ βράδυ τοὺς στὸ κοιμητήριο. Περίμεναν καὶ περίμεναν, καὶ ὅταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τὸ βράδυ, τὴν παρακολουθοῦσαν νὰ ἀνεβάζει τὰ τοῦβλα στοὺς τοίχους τῆς ἡμιτελοῦς ἐκκλησίας.
Αὐτὰ ποὺ γράψαμε μέχρι τώρα γι᾿ αὐτοὺς τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μακαρίας Ξένιας τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ λαοῦ. Πόσα ὅμως ἄλλα ἄγνωστα γιὰ μᾶς θὰ ὑπάρχουν γι᾿ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ὁσία, ποὺ εἶναι ὅμως γνωστὰ μόνο στὸ Θεό;
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. Η´ 34). Μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ χαρὰ ἡ μακαρία Ξένια σήκωσε μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς πενίας καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸ δικό της συμφέρον ἔκλεισε στὴν καρδιά της ὅλους τοὺς «γείτονές» της μὲ τὶς δυστυχίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς φροντίδες καὶ τὶς λύπες τους. «Γείτονές» της, εἰκονικῶς ὁμιλοῦντες, ἦταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας Πετρούπολης.
Σιγὰ σιγά, οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τὰ σημάδια ἁγιότητας ποὺ ἦταν τὸ ὑπόστρωμα τῆς φαινομενικῶς διαταραγμένης της ζωῆς: παρουσίαζε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἡ ὅλη παρουσία της σχεδὸν πάντα ἐπιβεβαίωνε τὴν εὐλογία της. Τὸ Συναξάριον λέει: «Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νὰ τὴ συνοδεύει ὁπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε».
Ἡ μακαρία Ξένια, ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα». Καὶ ὅταν ἀνέβαινε σὲ κάποιο ἀμάξι, τὸ εἰσόδημα τοῦ ὀχήματος αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένια προτιμοῦσε νὰ ἐπιβαίνει σὲ ἀμάξια ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν θώπευε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρῃ κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπῆ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦσαν πολλά.
Ἡ μακαρία Ξένια ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: «Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένια περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ φτιάξῃ τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένια προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.
* * *
Ὁ ἀγώνας τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν δύσκολος. Οἱ ἅγιοι μοναστικοὶ πατέρες καὶ ἀσκητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου στὴν ἔρημο καὶ στὰ δάση καὶ ἔλαβαν τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων τους στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητάς τους στὴ γῆ. Ὅμως οἱ μακάριοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σαλότητας ἔκρυβαν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὴ θέλοντες νὰ παρουσιάσουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δικαίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς τρελλούς.
Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια εἶδε καθαρὰ τὴν δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ γιὰ νὰ προετοιμάσῃ πνευματικῶς τὴν ψυχή της, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀφιερώσεώς της. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένια γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς, προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.
Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἢ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξανάφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἦρθε τέλος ἡ στιγμὴ ποὺ ἔληξαν οἱ ἀγῶνες της. Ἡ μακαρία Ξένια ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ εἰσῆλθε στὸν αἰώνιο. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώσῃ τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.
Ἀμέσως μετὰ τὴν κηδεία της οἱ θαυμαστὲς ἄρχισαν νὰ παίρνουν χοῦφτες χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὔξανε κάθε μέρα. Ὁ σωρὸς τοῦ χώματος στὸν τάφο της συνέχεια ἐλαττωνόταν. Τελικὰ τοποθετήθηκε στὸν τάφο της μιὰ πέτρινη πλάκα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἔσπαζαν κομμάτια καὶ τὴν ἀφαιροῦσαν. Τελικὰ τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο της μιὰ πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.
Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι᾿ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.
Καὶ ἡ μακαρία Ξένια τοὺς βοηθοῦσε ὅλους.
Θαύματα, θεραπεῖες καὶ ἐμφανίσεις τῆς Ἁγίας Ξένιας συμβαίνουν καὶ σήμερα σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν τάφο της ἢ ποὺ ἁπλὰ ζητᾶνε τὶς πρεσβεῖες της. Ὁ Θεὸς θεραπεύει πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἀσθένειες καὶ πάθη μέσω τῶν πρεσβειῶν τῆς Ὁσίας Ξένιας. Αὐτὴ τοὺς βοηθᾶ νὰ βροῦν δουλειά, σπίτι ἢ σύζυγο (ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἐκείνη ἀπαρνήθηκε στὴν δική της ζωή). Ἡ Ἁγία Ξένια δὲν εἶχε σπίτι καὶ ἔτσι γνωρίζει πόσο σκληρὸ εἶναι νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἕνα σπίτι καὶ νὰ ζεῖς ἄστεγος. Στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς της τὴν καλοῦμε «ἄστεγη περιπλανώμενη», γιατὶ ἐγκατέλειψε νωρὶς τὸ σπίτι της γιὰ τὸν παράδεισο.
Ένα εὐσεβὲς ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορὰ Τρισαγίου ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου της Ἀντρέα, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.
Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ! Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπίσημα πρῶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπὸ τὴν Ρωσία, τὸ 1978 καὶ μετέπειτα τὸ 1988 ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ´.
Σ᾿ ἐσένα, ὦ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη, καὶ ὑπηρετώντας τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δι᾿ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ᾿ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς: Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὦ εὐλογημένη Ξένια.                                                                                 

Κοντάκιον. Ἦχος γ´.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερή, στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὦ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι᾿ αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...