Τα δύο αυτά γνωστά μας εικονογραφικά στοιχεία προέρχονται από άλλα αρχαία κείμενα που δεν αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, από τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τι ακριβώς είναι αυτά; Είναι απαραίτητο να προτάξουμε μερικές εισαγωγικές πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τον στόχο αυτών των κειμένων και γενικότερα για τη θέση τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.
«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «κανόνα» των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης αλλά διαβάζονται απλώς ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Σχετίζονται όμως με την Καινή Διαθήκη (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τους) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκτασή τους.
Ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας; Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της Εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα «κενά» της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο συνήθως διδακτικό ή απολογητικό.
Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα όνομα που επικράτησε τελικά στην παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως τη λειτουργική και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζουν έναν πιο σημαντικό ρόλο σε αυτά. Οι τρεις μάγοι, για παράδειγμα, που προσφέρουν δώρα στον νεογέννητο Χριστό φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, ο ανώνυμος εκατόνταρχος κατά τη σταύρωση του Ιησού ονομάζεται Λογγίνος, οι δύο ληστές Γίστας και Δισμάς, η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Επίσης γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των Αποστόλων, την περιγραφή του τέλους του κόσμου κ.ά.π.
Η απόκρυφη γραμματεία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων Αποκρύφων γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: άλλοτε καταδικάστηκαν από την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη παρουσιάζει πλούσια θεματική που η πηγή έμπνευσής της βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τις τοιχογραφίες σε ναούς της Καππαδοκίας, τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, τις τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Χιλανδαρίου (Αγίου Ορους), της Περιβλέπτου του Μιστρά, της Santa Maria Maggiore της Ρώμης κ.ά., που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας.
Η έρευνα των Αποκρύφων προωθείται σήμερα από μια επιστημονική εταιρεία που ιδρύθηκε πρόσφατα, την Εταιρεία για τη Μελέτη της Απόκρυφης Χριστιανικής Γραμματείας, με έδρα τη Λωζάννη και μέλη από πολλά άλλα πανεπιστήμια του κόσμου.
Η πορεία στη Βηθλεέμ, η φυγή στην Αίγυπτο και οι αγιογράφοι
Ένα από τα γνωστότερα και σημαντικότερα Απόκρυφα, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου (του 2ου αιώνα μ.Χ.), κάνει λόγο για το σπήλαιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, πληροφορία που αξιοποιούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι.
«Καθώς ο Ιωσήφ με την έγκυο Μαρία πορεύονται προς τη Βηθλεέμ για να απογραφούν κατόπιν του σχετικού διατάγματος του αυτοκράτορα Αυγούστου, ο Ιωσήφ αναλογίζεται: «Εγώ θα απογράψω τους υιούς μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει». Εστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθήσει και πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι. Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ισως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει; Το πρόσωπό σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό». Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιόν μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει». Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε τότε η Μαριάμ: «Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω; Ο τόπος είναι έρημος». Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο και την έβαλε μέσα…» (17, 1 – 18, 1).
Ακολουθεί μια πρωτότυπη και εξόχως ενδιαφέρουσα περιγραφή της αναστολής λειτουργίας του χρόνου και της κίνησης κατά την ώρα της γέννησης του Χριστού. Κατά την ιστορική στιγμή της γέννησης το Σύμπαν έκθαμβο σταμάτησε τη ροή και την κίνησή του, οι φωνές εσίγησαν, οι κινήσεις ανθρώπων και ζώων διακόπηκαν, τα πουλιά ακινητοποιήθηκαν στον αέρα, τα μέλη κάθε ζωντανού σώματος έμειναν μετέωρα στο σημείο όπου βρίσκονταν την ώρα εκείνη. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον Ιωσήφ: «Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη. Οσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολωνών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε ψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους» (18, 2). Οι μεταφράσεις των απόκρυφων αποσπασμάτων που παρατίθενται εδώ είναι από το βιβλίο του Ι. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα. Τόμ. Ι: Απόκρυφα Ευαγγέλια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
Υστερα από τα αποσπάσματα του Πρωτευαγγελίου Ιακώβου που παραθέσαμε είναι φανερή η πηγή έμπνευσης των ζωγράφων αναφορικά με το σπήλαιο της Γέννησης. Τα δύο όμως ζώα στη γνωστή παράσταση της Γέννησης; Αυτά προέρχονται από ένα άλλο μεταγενέστερο Απόκρυφο, το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου (8ος αιώνας) που γράφει τα εξής: «Και την τρίτη ημέρα από τη γέννηση του κυρίου μας Ιησού Χριστού η μακαριοτάτη Μαρία βγήκε από τη σπηλιά και μπήκε σ’ έναν στάβλο, όπου απέθεσε σε φάτνη τον γιο της, τον οποίο προσκύνησαν το βόδι και ο όνος. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Ησαΐα: «Το βόδι γνώρισε τον αφέντη του και ο όνος τη φάτνη του κυρίου του». Τα ίδια λοιπόν τα ζωντανά, το βόδι και ο όνος έχοντας Αυτόν στη μέση αδιαλείπτως τον προσκυνούσαν. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Αββακούμ: «Εν μέσω δύο ζωντανών θα φανερωθείς». Στο ίδιο μέρος παρέμεινε ο Ιωσήφ με τη Μαρία για τρεις ημέρες» (14).
Το ίδιο κείμενο αφηγείται θαυμαστά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το ταξίδι του Ιησού με την κατά κόσμο οικογένειά του στην Αίγυπτο. Μιλάει για λιοντάρια, λύκους και λεοπαρδάλεις που συνοδεύουν την οικογένεια χωρίς να βλάψουν κανέναν, καθώς και για ένα φοινικόδενδρο που λυγίζει τα κλαδιά του, κατόπιν εντολής του μικρού Ιησού, ώστε να δροσιστεί η μητέρα του από τον καρπό του, πράξη για την οποία αμείβεται το δένδρο με τα ακόλουθα λόγια του βρέφους: «Αυτό το προνόμιο σου δίνω, φοίνικα, να μεταφερθεί από τους αγγέλους μου ένας από τους κλώνους σου και να φυτευθεί στον παράδεισο του Πατέρα μου. Και αυτή την ευλογία σού δίνω, ώστε σε όλους όσοι θα έχουν νικήσει σε κάποιον αγώνα, να λένε: κερδίσατε τον φοίνικα της νίκης» (21).
Οταν οι ταξιδιώτες έφθασαν στην Ερμούπολη της Αιγύπτου, μπήκαν για να καταλύσουν σε ένα ιερό που ονομαζόταν «Καπιτώλιο της Αιγύπτου» και στέγαζε 365 είδωλα. «Και συνέβη» αφηγείται το ίδιο κείμενο «όταν η Μαρία μαζί με το νήπιο εισήλθε στο ιερό, όλα τα είδωλα να γκρεμιστούν στο έδαφος… Οταν το ανήγγειλαν αυτό στον Αφροδίσιο, ηγεμόνα της πόλης εκείνης, ήρθε στο ιερό με όλο του το στράτευμα. Οι ιερείς όμως του ναού, μόλις είδαν τον Αφροδίσιο να έρχεται στο ιερό με όλο του το στράτευμα, νόμιζαν ότι θα τον δουν να παίρνει εκδίκηση από αυτούς εξαιτίας των οποίων οι θεοί είχαν καταρρεύσει. Και εκείνος κατά την είσοδό του στο ιερό, μόλις είδε όλα τα είδωλα να κείτονται πεσμένα με το πρόσωπό τους, πλησίασε τη Μαρία, η οποία έφερε στην αγκαλιά της τον Κύριο, και αφού τον προσκύνησε είπε σε όλο το στράτευμα και τους φίλους του: Αν αυτός δεν ήταν ο Θεός των δικών μας θεών, οι θεοί μας δεν θα είχαν πέσει πάνω στα πρόσωπά τους ενώπιόν του, ούτε θα κείτονταν σωριασμένοι στη θέα του. Αν λοιπόν όλοι μας δεν κάνουμε με μεγαλύτερη ευλάβεια αυτό που είδαμε να πράττουν οι θεοί μας, θα μπορούσαμε να επισείσουμε τον κίνδυνο της οργής του και όλοι να χαθούμε, όπως συνέβη στον Φαραώ, τον βασιλιά των Αιγυπτίων, ο οποίος καταποντίστηκε στη θάλασσα μαζί με όλο του το στράτευμα, επειδή δεν πίστεψε σε τόσο μεγάλες δυνάμεις. Τότε όλος ο λαός της πόλης αυτής πίστεψε στον Κύριο τον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού» (23-24).
Τα κείμενα αυτά μπορεί σε σύγκριση με τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης να υπολείπονται από πλευράς εμβάθυνσης στο μυστήριο της θείας οικονομίας, καθώς επίσης και από πλευράς ιστορικών στοιχείων και λυτρωτικού μηνύματος, είχαν όμως τη δική τους ιστορία στην περιφέρεια της ζωής της Εκκλησίας. Εθρεψαν πολλές γενιές απλών χριστιανών, αλλά και αναδυόμενα από την περιφέρεια στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής ενέπνευσαν υμνογράφους και ιδίως καλλιτέχνες και αγιογράφους.
Καιρός είναι πλέον η υποκρυπτόμενη ή φανερά εκφραζόμενη από πολλούς άποψη ότι τα Απόκρυφα περιέχουν συγκλονιστικές και ύποπτες για τη χριστιανική πίστη πληροφορίες, και γι’ αυτό η Εκκλησία και η θεολογία τα κρατούν μακριά από το αναγνωστικό κοινό, να δώσει τη θέση της σε μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών.
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ Οι διαφορές με τα «κανονικά» Ευαγγέλια
Συγκρίνοντας τις διηγήσεις των Αποκρύφων με αυτές των «κανονικών» Ευαγγελίων (κανονικών, με την τεχνική έννοια ότι ανήκουν στον «κανόνα» της Καινής Διαθήκης, όπως τον όρισε η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες) διαπιστώνουμε τα εξής:
1. Τα τέσσερα «κανονικά» Ευαγγέλια έχουν βέβαια το καθένα από αυτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τις ιδιαίτερα τονιζόμενες θεολογικές ιδέες του συγγραφέα του, στο σύνολό τους όμως απηχούν την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Με άλλα λόγια είναι έργα της Εκκλησίας και διαβάζονται στις λατρευτικές συνάξεις της. Τα Απόκρυφα, αντίθετα, είναι ατομικά έργα μη αναγνωρισμένα από το σύνολο του σώματος της Εκκλησίας, έστω κι αν επικράτησαν σε ορισμένες ομάδες και διαβάστηκαν για κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
2. Ενώ στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της Αγίας Γραφής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, και σε καμία περίπτωση αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μυστήριο της ενανθρώπισης, στα Απόκρυφα Ευαγγέλια παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ’ ανάγκη σε σχέση με τον Χριστό. Οι άγνωστοι συγγραφείς αυτών των κειμένων θεωρούν λίγες τις πληροφορίες των Ευαγγελίων και, αντλώντας από προφορικές παραδόσεις, όταν δεν στηρίζονται εξ ολοκλήρου στη φαντασία τους, «συμπληρώνουν» την εικόνα της Παναγίας.
3. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης διακρίνονται για τη λιτότητά τους και έχουν έναν δωρικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις των Αποκρύφων δεν αρκούνται σε απλές αναφορές ή εξιστορήσεις, κυρίως αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη, δίδοντας πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα και καταφεύγοντας σε λυρικές εξάρσεις. Θέλουν να πείσουν, με κάθε τρόπο και με στόχο κυρίως απολογητικό, για την υπερφυσική διάσταση των γεγονότων.
4. Το θεϊκό σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου αποτελεί τον πυρήνα και τον στόχο των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, ενώ η ιστορία, πραγματική ή φανταστική, και ο εντυπωσιασμός συνιστούν τον στόχο των Αποκρύφων. Πρέπει να προσθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά, τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα καινοδιαθηκικά, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης, καθώς και από πλευράς ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους. Έθρεψαν ωστόσο πολλές γενιές πιστών και ενέπνευσαν υμνογράφους και αγιογράφους της Εκκλησίας.
Ο κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος είναι καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
"Ν": Διευκρινίζουμε ότι, στην πραγματικότητα, απόκρυφα κείμενα είναι τα ιερά βιβλία του γνωστικισμού, που ήταν αποκρυφιστικός, δηλ. δεν μετέδιδε τη διδασκαλία του παρά μόνον στους "μυημένους" σε αυτόν. Τα χριστιανικά κείμενα που αναφέρονται σ' αυτό το άρθρο είναι ορθότερο να χαρακτηρίζονται ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα και όχι "απόκρυφα".